Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποιήματα

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος Ricardo, στις 22 Απριλίου 2006.

  1. Georgia

    Georgia Owned Contributor


    Ερωτικό - Ναπολέων Λαπαθιώτης



    Καημός, αλήθεια, να περνώ του έρωτα πάλι το στενό,

    ώσπου να πέσει η σκοτεινιά, μια μέρα του θανάτου…

    Στενό βαθύ και θλιβερό, που θα θυμάμαι για καιρό,

    τι μου στοιχίζει στην καρδιά, το ξαναπέρασμά του.



    Ας είναι, ωστόσο, τι ωφελεί; Γυρεύω πάντα το φιλί,

    στερνό φιλί, πρώτο φιλί, και με λαχτάρα πόση!

    Γυρεύω πάντα το φιλί, που μου το τάξανε πολλοί,

    κι όμως δεν μπόρεσε κανείς, ποτέ, να μου το δώσει…



    Ίσως μια μέρα, όταν χαθώ, γυρνώντας πάλι στο βυθό,

    και με τη Νύχτα, μυστικά, γίνουμε, πάλι, ταίρι,

    αυτό το ανεύρετο φιλί, που το λαχτάρησα πολύ,

    σα μια παλιά της οφειλή, να μου το ξαναφέρει!
     
  2. drdoom

    drdoom Regular Member

    FATA MORGANA - Νίκος Καββαδίας

    Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
    στάλα τη στάλα συναγμένο απ' το κορμί σου
    σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
    που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.

    Στρείδι ωκεάνιο αρραβωνίζεται το φως.
    Γεύση από φλούδι του ροδιού, στυφό κυδώνι
    κι ο άρρητος τόνος, πιο πικρός και πιο στυφός,
    που εναποθέτανε στα βάζα οι Καρχηδόνιοι.

    Πανί δερμάτινο αλειμμένο με κερί,
    οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
    όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
    χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.

    Χόρτο ξανθό τρίποδο σκέπει μαντικό.
    Κι ένα ποτάμι με ζεστή, λιωμένη πίσσα,
    άγριο, ακαταμάχητο, απειλητικό,
    ποτίζει τους αμαρτωλούς που σ' αγαπήσαν.

    Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός,
    δόξα του κρύσταλλου, κρασί απ' τη Σαντορίνη.
    Ο ασκός να ρέει, κι ο Απόλλωνας βοσκός
    να κολυμπάει τα βέλη του με διοσκορίνη.

    Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
    Οι κάβες της Γερακινής και το Σταρτόνι.
    Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
    μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.

    Καντήλι, δισκοπότηρο χρυσό, αρτοφόρι.
    Άγια λαβίδα και ιερή από λαμινάρια.
    Μπροστά στην Πύλη δυο δαιμόνοι σπαθοφόροι
    και τρεις Αγγέλοι με σπασμένα τα κοντάρια.

    Πούθ' έρχεσαι; Απ' τη Βαβυλώνα.
    Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
    Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
    Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.

    Πάντα οι κυκλώνες έχουν γυναικείο
    όνομα. Εύα από την Κίο.
    Η μάγισσα έχει τρεις κόρες στο Αμανάτι
    και η τέταρτη είν' έν' αγόρι μ' ένα μάτι.

    Ψάρια που πετάν μέσα στην άπνοια,
    όστρακα, λυσίκομες κοπέλες,
    φίδια της στεριάς και δέντρα σάπια,
    άρμπουρα, τιμόνια και προπέλες.

    Να 'χαμε το λύχνο του Αλαδίνου
    ή το γέρο νάνο απ' την Καντόνα.
    Στείλαμε το σήμα του κινδύνου
    πάνω σε άσπρη πέτρα με σφεντόνα.

    Δαίμονας γεννά τη νηνεμία.
    Ξόρκισε, Allodetta, τ' όνομά του.
    Λούφαξεν ο δέκτης του ασυρμάτου,
    και φυλλομετρά τον καζαμία.

    Ο άνεμος κλαίει. Σκυλί στα λυσσιακά του.
    Γεια χαρά, στεριά, κι αντίο, μαστέλο.
    Γλίστρησε η ψυχή μας από κάτου,
    έχει και στην κόλαση μπορντέλο.

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  3. Avalonia

    Avalonia Regular Member

    Οδυσσέας Ελύτης - Το Άξιον Εστί - Η Γένεσις

    Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!

    «Αλλά πρώτα θα δεις την ερημιά και θα της δώσεις
    το δικό σου νόημα» είπε

    «Πριν από την καρδιά σου θα 'ναι αυτή
    και μετά πάλι αυτή θ' ακολουθήσει

    Τούτο μόνο να ξέρεις:
    Ό,τι σώσεις μες στην αστραπή
    καθαρό στον αιώνα θα διαρκέσει»
    Και ψηλά πολύ πάνω απ' τα κύματα
    έστησε τα χωριά των βράχων

    Εκεί σκόνη έφτανε ο αφρός
    άπλερη γίδα είδα να γλείφει τις ρωγμές
    με το μάτι λοξό και το λίγο κορμί σκληρό σαν χαλαζίας
    Έζησα τις ακρίδες και τη δίψα
    και τα τραχιά στις αρμοσιές τους δάχτυλα
    χρόνους τακτούς όσους η Γνώση ορίζει

    Στα χαρτιά σκυφτός και στα βιβλία τ' απύθμενα
    με σκοινί λιανό κατεβαίνοντας
    νύχτες και νύχτες

    το λευκό αναζήτησα ως την ύστατη ένταση
    του μαύρου Την ελπίδα ως τα δάκρυα
    Τη χαρά ως την άκρα απόγνωση

    Να σταλθεί βοήθεια τότε κρίθηκε η στιγμή
    και ο κλήρος έπεσε στις βροχές

    κελαρύσανε όλη μέρα ρυάκια
    έτρεξα σαν τρελός
    στις πλαγιές έσχισα σχίνο και πολύ μύρτο μες στη φούχτα μου έδωσα

    να δαγκάσουνε οι πνοές

    «Η αγνότητα» είπε «είναι αυτή
    στις πλαγιές το ίδιο και στα σπλάχνα σου»
    Και τα χέρια του άπλωσε όπως κάνει

    γέροντας γνωστικός Θεός για να πλάσει μαζί πηλό και ουρανοσύνη
    Λίγο μόλις πυράχτωσε τις κορφές

    αλλ' αδάγκωτο πράσινο στις ρεματιές το χόρτο κάρφωσε
    μέντα λεβάντα λουίζα
    και μικρές πατημασιές αρνιών
    ή αλλού πάλι από τα ύψη πέφτοντας

    οι ψιλές κλωστές το ασήμι, δροσερά μαλλιά κοπέλας που είδα
    και που επόθησα

    Υπαρκτή γυναίκα
    «Η αγνότητα» είπε «είναι αυτή»
    και γεμάτος λαχτάρα χάιδεψα το σώμα
    φιλιά δόντια με δόντια• ύστερα ένας μες στον άλλο
    Τρικύμισα

    όπως κάβος πάτησα βαθιά
    που αέρα πήρανε οι σπηλιές
    Ηχώ με το λευκό σαντάλι πέρασε μια στιγμή
    γοργά κάτω από τα νερά η ζαργάνα

    και ψηλά το λόφο έχοντας πόδι Και τον ήλιο κεφάλι κερασφόρο
    ν'ανεβαίνει Αβάδιστος είδα Ο Μέγας Κριός
    Και αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν
    Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο άκοπος απ' τον ουρανό

    ψιθύρισε όταν ρώτησα:
    - Τι το καλό; Τι το κακό;
    -Ένα σημείο Ένα σημείο

    και σ' αυτό πάνω ισορροπείς και υπάρχεις
    κι απ' αυτό πιο πέρα ταραχή και σκότος
    κι απ' αυτό πιο πίσω βρυγμός των αγγέλων
    -Ένα σημείο Ένα σημείο

    και σ' αυτό μπορείς απέραντα να προχωρήσεις
    ή αλλιώς τίποτε άλλο δεν υπάρχει πια

    Κι ο Ζυγός που, ανοίγοντας τα χέρια μου, έμοιαζε
    να ζυγιάζει το φως και το ένστικτο ήτανε

    ΑΥΤΟΣ
    ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
     
  4. Απάντηση: Ποιήματα

    Σῶμα τοῦ καλοκαιριοῦ

    Ὢ σῶμα τοῦ καλοκαιριοῦ γυμνὸ καμένο
    Φαγωμένο ἀπὸ τὸ λάδι κι ἀπὸ τὸ ἀλάτι
    Σῶμα τοῦ βράχου καὶ ρῖγος τῆς καρδιᾶς
    Μεγάλο ἀνέμισμα τῆς κόμης λυγαριᾶς
    Ἄχνα βασιλικοῦ πάνω ἀπὸ τὸ σγουρὸ ἐφηβαῖο
    Γεμᾶτο ἀστράκια καὶ πευκοβελόνες
    Σῶμα βαθὺ πλεούμενο τῆς μέρας!

    Οδυσσέας Ελύτης
     
  5. lacryma

    lacryma Regular Member

    Απάντηση: Ποιήματα

    Κ. Π. Καβάφης, Ἡ πόλις

    Εἶπες: «Θὰ πάγω σ᾿ ἄλλη γῆ, θὰ πάγω σ᾿ ἄλλη θάλασσα,
    μιὰ πόλις ἄλλη θὰ βρεθῇ καλλίτερη ἀπὸ αυτή.
    Κάθε προσπάθειά μου μιὰ καταδίκη εἶναι γραφτή·
    κ᾿ εἶν᾿ ἡ καρδιά μου -- σὰν νεκρός -- θαμμένη.
    Ὁ νοῦς μου ὣς πότε μέσ᾿ στὸν μαρασμὸ αὐτὸν θὰ μένῃ.
    Ὅπου τὸ μάτι μου γυρίσω, ὅπου κ᾿ ἂν δῶ
    ἐρείπια μαῦρα τῆς ζωῆς μου βλέπω ἐδῶ,
    ποὺ τόσα χρόνια πέρασα καὶ ρήμαξα καὶ χάλασα».

    Καινούριους τόπους δὲν θὰ βρῇς, δὲν θἅβρῃς ἄλλες θάλασσες.
    Ἡ πόλις θὰ σὲ ἀκολουθῇ. Στοὺς δρόμους θὰ γυρνᾶς
    τοὺς ἴδιους. Καὶ στὲς γειτονιὲς τὲς ἴδιες θὰ γερνᾶς·
    καὶ μέσ᾿ στὰ ἴδια σπίτια αὐτὰ θ᾿ ἀσπρίζῃς.
    Πάντα στὴν πόλι αὐτὴ θὰ φθάνῃς. Γιὰ τὰ ἀλλοῦ -- μὴν ἐλπίζεις --
    δὲν ἔχει πλοῖο γιὰ σέ, δὲν ἔχει ὁδό.
    Ἔτσι ποὺ τὴ ζωή σου ρήμαξες ἐδῶ
    στὴν κώχη τούτη τὴν μικρή, σ᾿ ὅλην τὴν γῆ τὴν χάλασες.

    Κωνσταντῖνος Π. Καβάφης (1910)
     
  6. Απάντηση: Ποιήματα

    Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ '

    Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα πού γύριζες
    Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
    Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους.
    Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
    Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της χίμαιρας
    Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
    Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
    Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
    Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
    Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια

    - Μα πού γύριζες
    Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
    Σου' λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
    Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
    'Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
    Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.

    'Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
    Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
    Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
    Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα πού γύριζες

    Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
    'Ηταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
    Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
    Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομά του
    'Οπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας

    'Ακουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
    Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
    Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
    Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
    'Εχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
    Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι,
    Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
    Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
    Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
    'Η για να πας καβάλα στο μαίστρο.
    Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
    Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
    Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.


    Οδυσσέας Ελύτης
     
  7. ariadni

    ariadni Regular Member

    Γιώργος Σεφέρης, Επιτύμβιο


    Τα κάρβουνα μές στην ομίχλη
    ήτανε ρόδα ριζωμένα στην καρδιά σου
    κι η στάχτη σκέπαζε το πρόσωπο σου
    κάθε πρωί.

    Μαδώντας ίσκιους από κυπαρίσσια
    έφυγες τ' άλλο καλοκαίρι.



    Ανάμεσα σε δυό πικρές στιγμές δεν έχεις καιρό μήτε
    ν΄ανασάνεις
    ανάμεσα στο πρόσωπό σου και στο πρόσωπό σου
    μια τρυφερή μορφή παιδιού γράφεται και σβήνει.



    Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
    υπάρχει μια δίψα υπάρχει μια αγάπη
    υπάρχει μια έκσταση,
    όλα σκληρά σαν κοχύλια
    μπορείς να τα κρατήσεις στην παλάμη σου.

    Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
    μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια
    και δε σε γνώριζα μήτε με γνώριζες.



    Πάψε πια να γυρεύεις τη θάλασσα και των κυμάτων
    τις προβιές σπρώχνοντας τα καίκια
    κάτω απ΄τον ουρανό είμαστε εμείς τα ψάρια και
    τα δέντρα είναι τα φύκια.
     
  8. ariadni

    ariadni Regular Member

    H ωραιότερη στιγμή της ημέρας
    ανασύρεται συνήθως μισοπνιγμένη
    εν μέσω της γλυκειάς της αβεβαιότητας
    στάζοντας προσδωκόμενα και λοιπά ακατανόητα.

    Η ωραιότερη στιγμή της ημέρας
    ενίοτε αντανακλώντας σκιές και εκλάμψεις
    πρότερων τίποτα
    ξεσκονίζει διάφορα ακαθάριστα του σπιτιού μου.

    Φτερό στον άνεμο
    οι μονάδες εντοπιότητας που κερδίζω στην αγκαλία της
    οι διαστάσεις μου που χάνω στον απόηχο της.
    Ναι, είμαι ευτυχισμένη.

    Μέσα στην βεβαιότητα της κορύφωσής μου
    μπορώ και σκορπίζω τα κεκτημένα μου
    σε μια και μόνο μικρή, επίπεδη στιγμή.
    Η επίπεδη ευχτυχία μου
    σημείο αναφοράς στο βιογραφικό μου.
    Ποιός μπορεί να λυπηθεί;
     
  9. Απάντηση: Ποιήματα

    Επίγραμμα

    Πριν απ' τα μάτια μου ήσουν φως.
    Πριν απ' τον Έρωτα, έρωτας.
    Κι όταν σε πήρε το φιλί
    Γυναίκα.

    Οδυσσέας Ελύτης
     
  10. drdoom

    drdoom Regular Member

    ΜΑΡΑΜΠΟΥ - Νίκος Καββαδίας

    Λένε για μένα οι ναυτικοί, που εζήσαμε μαζί,
    πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
    πως τις γυναίκες μ' ένα μίσος ύπουλο μισώ
    κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω

    Ακόμα λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό,
    πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
    κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
    σιχαμερά παράξενες, βαθειά στιγματισμένο.

    Ακόμα λένε πράγματα φριχτά πάρα πολύ,
    που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
    κι αυτό, που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές,
    κανείς δεν τόμαθε, γιατί δεν τόπα σε κανένα.

    Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
    και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
    κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί,
    εκείνο, που παντοτεινή, κρυφή πληγή μου εγίνη.
    ..................................................................

    Ήμουνα τότε δόκιμος σ' ένα λαμπρό ποστάλ
    και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία
    Τότε τη γνώρισα. Σαν άνθος έμοιαζε Αλπικό,
    και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.

    Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
    κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου, οπούχε αυτοκτονήσει,
    με τη μαμά της έφευγε για χώρες μακρινές,
    μήπως σε αυτές το θλιβερό της πένθος λησμονήσει.

    Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
    και την Αγία της Aβιλας παράφορα αγαπούσε,
    συχνά στίχους απάγγελλε θλιμμένους γαλλικούς,
    κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκυττούσε.

    Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
    κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,
    μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
    και σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.

    Έναν μικρό της πέρασα σταυρόν απ' το λαιμό
    κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι,
    κ' ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
    όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θάφευγε την πόλη.

    Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
    ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
    και μια στην πλώρη μας μικρή της κάρτα, ήταν για με,
    όαση, που ένας συναντά μες στην καρδιά της Aμμου.

    Νομίζω πως θάπρεπε να σταματήσω εδώ.
    Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει.
    Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν,
    κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.

    Θα προχωρήσω!… Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό
    Είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα,
    Και κατά τα μεσάνυχτα τρικλίζοντας βαριά,
    το δρόμο προς τα βρωμερά χαμένα σπίτια επήρα.

    Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
    κάποια μ’ άρπαξε απότομα, γελώντας, το καπέλο,
    (παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
    κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.

    Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
    οι ασβέστες απ’ τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
    κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
    με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

    Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
    Τα δάκτυλά μου καθαρά μετρααν τα κόκκαλά της.
    Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα ως λένε οι ποιητές,
    «μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της»

    Όταν την είδα και στο φως τ’ αχνό το πρωινό,
    μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
    που μ’ ένα δέος αλλόκοτο, σα νάχα φοβηθεί,
    το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.

    Δώδεκα φράγκα γαλλικά… Μα έβγαλε μια φωνή,
    κ’ είδα μια εμένα να κυττά με μάτι αγριεμένο,
    και μια το πορτοφόλι μου… Μα εκραύγασα κι εγώ
    έναν σταυρό επάνω της σαν είδα κρεμασμένο.

    Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελλό,
    σαν τον τρελλό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
    φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
    που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.

    Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάναμε μαζί,
    Πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει.
    Πως είμαι παληοτόμαρο κα πως τραβώ κοκό.
    Μ’ αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μ’ είχαν συχωρέσει…

    Το χέρι τρέμει… Ο πυρετός.. Ξεχάστηκα πολύ,
    ένα μονήρες Μαραμπού στην όχθη να κυττάζω.
    Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κυττά,
    νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω..
     
  11. Απάντηση: Ποιήματα

    Λόγος και Σιγή


    Aζά καν ελκαλάμ μιν φάντα, ασσουκούτ μιν ζαχάμπ.
    Aραβική Παροιμία

    “Είναι χρυσός η σιωπή και άργυρος ο λόγος.”

    Τίς βέβηλος προέφερε τοιαύτην βλασφημίαν;
    τίς χαυνωθείς Aσιανός παραιτηθείς εις μοίραν
    τυφλήν, βωβήν, τυφλός, βωβός; Ποίος οικτρός παράφρων
    ξένος τη ανθρωπότητι, την αρετήν υβρίζων,
    χίμαιραν είπε την ψυχήν, και άργυρον τον λόγον;
    Το μόνον μας θεοπρεπές δώρημα, περιέχον
    τα πάντα — ενθουσιασμόν, λύπην, χαράν, αγάπην·
    εν τη ζωώδει φύσει μας ανθρώπινον το μόνον!
    Συ όστις τον αποκαλείς άργυρον, δεν πιστεύεις
    το μέλλον, λύον την σιγήν, μυστηριώδες ρήμα.
    Συ εν σοφία δεν τρυφείς, πρόοδος δεν σε θέλγει·
    με την αμάθειαν — χρυσήν σιγήν — ευχαριστείσαι.
    Νοσείς. Είν’ η αναίσθητος σιγή βαρεία νόσος,
    ενώ ο Λόγος ο θερμός, ο συμπαθής, υγεία.
    Σκιά και νυξ είν’ η Σιγή· ο Λόγος, η ημέρα.
    Ο Λόγος είν’ αλήθεια, ζωή, αθανασία.
    Λαλήσωμεν, λαλήσωμεν — σιγή δεν μας αρμόζει
    αφού εις το ομοίωμα επλάσθημεν του Λόγου.
    Λαλήσωμεν, λαλήσωμεν — αφού λαλεί εντός μας
    η θεία σκέψις, της ψυχής άυλος ομιλία.

    Κ.Π. Καβάφης
     
  12. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    EDGAR ALLAN POE

    The Raven

    Once upon a midnight dreary, while I pondered, weak and weary,
    Over many a quaint and curious volume of forgotten lore,
    While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping,
    As of some one gently rapping, rapping at my chamber door.
    "'Tis some visitor," I muttered, "tapping at my chamber door-
    Only this, and nothing more."

    Ah, distinctly I remember it was in the bleak December,
    And each separate dying ember wrought its ghost upon the floor.
    Eagerly I wished the morrow;- vainly I had sought to borrow
    From my books surcease of sorrow- sorrow for the lost Lenore-
    For the rare and radiant maiden whom the angels name Lenore-
    Nameless here for evermore.

    And the silken sad uncertain rustling of each purple curtain
    Thrilled me- filled me with fantastic terrors never felt before;
    So that now, to still the beating of my heart, I stood repeating,
    "'Tis some visitor entreating entrance at my chamber door-
    Some late visitor entreating entrance at my chamber door;-
    This it is, and nothing more."

    Presently my soul grew stronger; hesitating then no longer,
    "Sir," said I, "or Madam, truly your forgiveness I implore;
    But the fact is I was napping, and so gently you came rapping,
    And so faintly you came tapping, tapping at my chamber door,
    That I scarce was sure I heard you"- here I opened wide the door;-
    Darkness there, and nothing more.

    Deep into that darkness peering, long I stood there wondering,
    fearing,
    Doubting, dreaming dreams no mortals ever dared to dream before;
    But the silence was unbroken, and the stillness gave no token,
    And the only word there spoken was the whispered word, "Lenore!"
    This I whispered, and an echo murmured back the word, "Lenore!"-
    Merely this, and nothing more.

    Back into the chamber turning, all my soul within me burning,
    Soon again I heard a tapping somewhat louder than before.
    "Surely," said I, "surely that is something at my window lattice:
    Let me see, then, what thereat is, and this mystery explore-
    Let my heart be still a moment and this mystery explore;-
    'Tis the wind and nothing more."

    Open here I flung the shutter, when, with many a flirt and
    flutter,
    In there stepped a stately raven of the saintly days of yore;
    Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed
    he;
    But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door-
    Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door-
    Perched, and sat, and nothing more.

    Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling,
    By the grave and stern decorum of the countenance it wore.
    "Though thy crest be shorn and shaven, thou," I said, "art sure no
    craven,
    Ghastly grim and ancient raven wandering from the Nightly shore-
    Tell me what thy lordly name is on the Night's Plutonian shore!"
    Quoth the Raven, "Nevermore."

    Much I marvelled this ungainly fowl to hear discourse so plainly,
    Though its answer little meaning- little relevancy bore;
    For we cannot help agreeing that no living human being
    Ever yet was blest with seeing bird above his chamber door-
    Bird or beast upon the sculptured bust above his chamber door,
    With such name as "Nevermore."

    But the raven, sitting lonely on the placid bust, spoke only
    That one word, as if his soul in that one word he did outpour.
    Nothing further then he uttered- not a feather then he fluttered-
    Till I scarcely more than muttered, "other friends have flown
    before-
    On the morrow he will leave me, as my hopes have flown before."
    Then the bird said, "Nevermore."

    Startled at the stillness broken by reply so aptly spoken,
    "Doubtless," said I, "what it utters is its only stock and store,
    Caught from some unhappy master whom unmerciful Disaster
    Followed fast and followed faster till his songs one burden bore-
    Till the dirges of his Hope that melancholy burden bore
    Of 'Never- nevermore'."

    But the Raven still beguiling all my fancy into smiling,
    Straight I wheeled a cushioned seat in front of bird, and bust and
    door;
    Then upon the velvet sinking, I betook myself to linking
    Fancy unto fancy, thinking what this ominous bird of yore-
    What this grim, ungainly, ghastly, gaunt and ominous bird of yore
    Meant in croaking "Nevermore."

    This I sat engaged in guessing, but no syllable expressing
    To the fowl whose fiery eyes now burned into my bosom's core;
    This and more I sat divining, with my head at ease reclining
    On the cushion's velvet lining that the lamplight gloated o'er,
    But whose velvet violet lining with the lamplight gloating o'er,
    She shall press, ah, nevermore!

    Then methought the air grew denser, perfumed from an unseen censer
    Swung by Seraphim whose footfalls tinkled on the tufted floor.
    "Wretch," I cried, "thy God hath lent thee- by these angels he
    hath sent thee
    Respite- respite and nepenthe, from thy memories of Lenore!
    Quaff, oh quaff this kind nepenthe and forget this lost Lenore!"
    Quoth the Raven, "Nevermore."

    "Prophet!" said I, "thing of evil!- prophet still, if bird or
    devil!-
    Whether Tempter sent, or whether tempest tossed thee here ashore,
    Desolate yet all undaunted, on this desert land enchanted-
    On this home by horror haunted- tell me truly, I implore-
    Is there- is there balm in Gilead?- tell me- tell me, I implore!"
    Quoth the Raven, "Nevermore."

    "Prophet!" said I, "thing of evil- prophet still, if bird or
    devil!
    By that Heaven that bends above us- by that God we both adore-
    Tell this soul with sorrow laden if, within the distant Aidenn,
    It shall clasp a sainted maiden whom the angels name Lenore-
    Clasp a rare and radiant maiden whom the angels name Lenore."
    Quoth the Raven, "Nevermore."

    "Be that word our sign in parting, bird or fiend," I shrieked,
    upstarting-
    "Get thee back into the tempest and the Night's Plutonian shore!
    Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath spoken!
    Leave my loneliness unbroken!- quit the bust above my door!
    Take thy beak from out my heart, and take thy form from off my
    door!"
    Quoth the Raven, "Nevermore."

    And the Raven, never flitting, still is sitting, still is sitting
    On the pallid bust of Pallas just above my chamber door;
    And his eyes have all the seeming of a demon's that is dreaming,
    And the lamplight o'er him streaming throws his shadow on the
    floor;
    And my soul from out that shadow that lies floating on the floor
    Shall be lifted- nevermore!


    Το Κοράκι Μετάφραση: Κώστας Ουράνης

    Κάποια φορά, μεσάνυχτα, ενώ εμελετούσα κατάκοπος κι αδύναμος ένα παλιό βιβλίο μιας επιστήμης άγνωστης, άκουσα ένα κρότο σα να χτυπούσε σιγανά κανείς στη ξώπορτά μου. "Κανένας ξένος", σκέφτηκα "οπού χτυπά τη πόρτα, τούτο θα είναι μοναχά και όχι τίποτ' άλλο".

    Θυμάμαι ήταν στον ψυχρό και παγερό Δεκέμβρη και κάθε λάμψη της φωτιάς σα φάντασμα φαινόταν. Ποθούσα το ξημέρωμα, μάταια προσπαθούσα να δώσει με παρηγορία στη λύπη το βιβλίο, για τη γλυκιά Ελεονόρα μου, την όμορφη τη κόρη όπως οι αγγέλοι τη καλούν, ενώ εδώ δεν έχει για πάντα ούτε όνομα.

    Και τ' αλαφρό μουρμουρητό που κάναν οι κουρτίνες με άγγιζε, με γέμιζε με τρόμους φανταχτούς, και για να πάψει τ' άγριο το χτύπημα η καρδιά μου σηκώθηκα φωνάζοντας: "Θα είναι κάποιος ξένος όπου ζητά να κοιμηθεί έδω στη κάμαρά μου αυτό θα είναι μοναχά και περισσότερο όχι".

    Τώρα μου φάνηκε η ψυχή πιο δυνατή για τούτο, "Κύριε" είπα, "ή Κυρά, ζητώ να συγχωρείστε, γιατί εγώ ενύσταζα κι ο κρότος ήταν λίγος, ήσυχος, που δεν άκουσα εάν χτυπά η πόρτα" κι άνοιξα στους αγέρηδες ορθάνοιχτη τη πόρτα σκοτάδι ήταν γύρω μου και όχι τίποτ' άλλο.

    Μες στο σκοτάδι στάθηκα ώρα πολλή μονάχος, γεμάτος τρόμους κι όνειρα που πρώτη φορά τότε η λυπημένη μου ψυχή στα βάθη της επήρε, μα η σιγή ήταν άσωστη και το σκοτάδι μαύρο κι "Ελεονόρα" μοναχά ακούγονταν η ηχώ από τη λέξη που 'βγαινε απ' τα ανοιχτά μου χείλη. Αυτό μονάχα ήτανε και όχι τίποτ' άλλο.

    Γυρίζοντας στη κάμαρα με μια καρδιά όλο φλόγα, άκουσα πάλι να χτυπούν πιο δυνατά από πρώτα. "Σίγουρα κάποιος θα χτυπά από το παραθύρι, ας πάω να δω κι ας λύσω πια ετούτο το μυστήριο, ας ησυχάσει η μαύρη μου καρδιά και θα το λύσω, θα είναι οι αγέρηδες και όχι τίποτ' άλλο.

    'Ανοιξα το παράθυρο κι ένα κοράκι μαύρο με σχήμα μεγαλόπρεπο στη κάμαρα μου μπήκε και χωρίς διόλου να σταθεί ή ν' αμφιβάλλει λίγο, επήγε και εκάθισε στη πέτρινη Παλλάδα απάνω από τη πόρτα μου, γιομάτο σοβαρότη. Κουνήθηκεν, εκάθισε και όχι τίποτ' άλλο.

    Το εβενόχρωμο πουλί που σοβαρό καθόταν τη λυπημένη μου ψυχή έκανε να γελάσει. "Χωρίς λοφίο", ρώτησα, "κι αν είν' η κεφαλή σου δεν είσαι κάνας άνανδρος, αρχαϊκό κοράκι, που κατοικείς στις πένθιμες ακρογιαλιές της Νύχτας; Στ' όνομα της Πλουτωνικής της Νύχτας, τ' όνομά σου!" Και το κοράκι απάντησε: "Ποτέ από 'δω και πια".

    Ξεπλάγηκα σαν άκουσα το άχαρο πουλί ν' ακούει τόσον εύκολα τα όσα το ρωτούσα αν κι η μικρή απάντηση που μου 'δωσε δεν ήταν καθόλου ικανοποιητική στα όσα του πρωτόπα, γιατί ποτέ δεν έτυχε να δεις μες στη ζωή σου ένα πουλί να κάθεται σε προτομή γλυμμένη απάνω από τη πόρτα σου να λέει: "Ποτέ πια".

    Μα το Κοράκι από κει που ήταν καθισμένο δεν είπε άλλη λέξη πια σα να 'ταν η ψυχή του από τις λέξεις: "Ποτέ πια", γεμάτη από καιρό. Ακίνητο καθότανε, χωρίς ένα φτερό του να κινηθεί σαν άρχιζα να ψιθυρίζω αυτά: "Τόσοι μου φίλοι φύγανε ως και αυτές οι Ελπίδες κι όταν θε να 'ρθει το πρωΐ κι εσύ θε να μου φύγεις". Μα το πουλί απάντησε: "Ποτέ από δω και πια".

    Ετρόμαξα στη γρήγορη απάντηση που μου 'πε πάντα εκεί ακίνητο στη προτομήν απάνω. "Σίγουρα" σκέφτηκα, "αυτό που λέει και ξαναλέει θα είναι ό,τι έμαθε από τον κύριό του που αμείλικτη η καταστροφή θα του κοψ' το τραγούδι που θα 'λεγεν ολημερίς και του 'καμε να λέει λυπητερά το "Ποτέ πια" για τη χαμένη ελπίδα".

    Μα η θέα του ξωτικού πουλιού μ' έφερε γέλιο κι αρπάζοντας το κάθισμα εκάθισα μπροστά του και βυθισμένος σ' όνειρα προσπάθησα να έβρω τι λέει με τη φράση αυτή, το μαύρο το Κοράκι, το άχαρο, τ' απαίσιο, ο τρόμος των ανθρώπων, σαν έλεγε τις θλιβερές τις λέξεις: "Ποτέ Πια!".

    Κι έτσι ακίνητος βαθιά σε μαύρες σκέψεις μπήκα χωρίς μια λέξη μοναχά να πω εις το Κοράκι που τα όλο φλόγα μάτια του μες στη καρδιά με καίγαν. Έτσι σκεφτόμουν έχοντας στο βελουδένιο μέρος του παλαιού καθίσματος γερμένο το κεφάλι, στο μέρος που το χάϊδευαν η λάμψη της καντήλας, εκεί όπου η αγάπη μου δε θ' ακουμπήσει πια!

    Τότε ο αγέρας φάνηκε σα να 'ταν μυρωμένος από 'να θυμιατήριο αόρατο που αγγέλοι και Σεραφείμ το κούναγαν και τ' αλαφρά τους πόδια ακούγονταν στο μαλακό χαλί της κάμαράς μου. "Ναυαγισμένε" φώναξα, "αναβολή σου στέλνει με τους αγγέλους, ο Θεός και μαύρη λησμοσύνη για τη χαμένη αγάπη σου την όμορφη Λεονόρα. Πιες απ' το μαύρο το πιοτό της Λήθης και λησμόνα εκείνην όπου χάθηκε". Και το Κοράκι είπε: "Ποτέ από δω και πια!".

    Είπα: "Προφήτη των κακών, είτε πουλί είτε δαίμων είτε του μαύρου πειρασμού αποσταλμένε συ είτε στης άγριας θύελλας το μάνιασμα χαμένε, αλλ' άφοβε, στον κόσμο αυτόπου κατοικεί ο Τρόμος, πες μου με ειλικρίνεια, υπάρχει δω στον κόσμο της λύπης κανά βάλσαμο που δίνει η Ιουδαία; Πες μου!", μα κείνο απάντησε: "Ποτέ από δω και πια!".

    "Προφήτη", είπα, "δαίμονα, της Συφοράς πουλί, Προφήτης όμως πάντοτε, στον Ουρανό σ' ορκίζω, που απλώνεται από πάνω μας παρηγορήτρα αψίδα, εις του Θεού το όνομα που οι δυο μας τον λατρεύουν, πες μου αν στον Παράδεισο θε ν' αγκαλιάσω κείνη, εκείνη που οι άγγελοι τη λεν Ελεονόρα"; Και το κοράκι απάντησε: "Ποτέ από δω και πια!".

    "Ας γίν' η μαύρη φράση σου το σύνθημα να φύγεις", εφώναξα αγριωπός πηδώντας κει μπροστά του. "Πήγαινε πάλι να χαθείς στην άγρια καταιγίδα ή γύρνα στις ακρογιαλιές της Πλουτωνείου Νύχτας ούτ' ένα μαύρο σου φτερό δε θέλω δω ν' αφήσεις ενθύμηση της φράσης σου της ψεύτικης και πλάνας βγάλ' απ' τη δόλια μου καρδιά το ράμφος που 'χεις μπήξει και σύρε τη φανταστική μορφή σου στα σκοτάδια!" Και το Κοράκι απάντησε: "Ποτέ από δω και πια!".

    Και το Κοράκι ακίνητο στη προτομή όλο μένει, στης Αθηνάς τη προτομή απάνω από τη πόρτα και τ' αγριωπά τα μάτια του σα του Διαβόλου μοιάζουν όταν μονάχος σκέφτεται. Και το θαμπό λυχνάρι ρίχνει σκια στο πάτωμα σαν πέφτει στο Κοράκι. Και η ψυχή μου ανήμπορη δε θα μπορέσει πια να βγει απ' τον αμφίβολο τον κύκλο της Σκιάς που φαίνεται στο πάτωμα. Ποτέ από δω και πια!


    HvHcELQh_QU[/media]://durabond.ca/gdouridas/poe.html]YouTube - The Raven - directed by Φραγγίδης Μανώλης
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014