Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποιήματα

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος Ricardo, στις 22 Απριλίου 2006.

  1. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Εγγονόπουλος - Το καράβι του δάσους

    ξέρω ότι
    αν είχα
    μια φορεσιά
    - ένα φράκο -
    χρώματος πράσινο ανοικτό
    με μεγάλα κόκκινα σκοτεινά λουλούδια

    αν στην θέση τής
    αόρατης
    αιολικής άρπας που μου χρησιμεύει
    για κεφάλι
    είχα μια τετράγωνη πλάκα
    πράσινο σαπούνι
    έτσι που ν' ακουμπά
    απαλά
    η μια της άκρη
    ανάμεσα στους δυο μου ώμους

    αν ήτανε δυνατό
    ν' αντικαταστήσω
    τα ιερά σάβανα
    τής φωνής μου
    με την αγάπη
    που έχει
    μια μεταφυσική μουσική κόρη
    για τις μαύρες ομπρέλλες τής βροχής

    ίσως τότες
    μόνο τότες
    θα μπορούσα να πω
    τα φευγαλέα οράματα
    της χαράς
    που είδα κάποτες
    - σαν ήμουνα παιδί -
    κοιτάζοντας
    ευλαβικά
    μέσα στα στρογγυλά
    μάτια
    των πουλιών
     
  2. Ο ΝΕΦΕΛΗΓΕΡΕΤΗΣ - Οδυσσέας Ελύτης

    Α τι ωραία να 'σαι νεφεληγερέτης
    να γράφεις σαν τον Όμηρο εποποιίες στα παλιά παπούτσια σου
    να μη σε νοιάζει αν αρέσεις η όχι
    τίποτε

    Απερίσπαστος νέμεσαι την αντιδημοτικότητα
    έτσι· με γενναιοδωρία· σαν να διαθέτεις
    νομισματοκοπείο και να το κλείνεις
    ν' απολύεις όλο το προσωπικό
    να κρατάς μια φτώχεια που δεν την έχει άλλος κανείς
    εντελώς δική σου.

    Την ώρα που μες στα γραφεία τους απεγνωσμένα
    κρεμασμένοι απ' τα τηλέφωνά τους
    παλεύουν για 'να τίποτα οι χοντράνθρωποι
    ανεβαίνεις εσύ μέσα στον Έρωτα
    καταμουντζουρωμένος αλλ' ευκίνητος
    σαν καπνοδοχοκαθαριστής
    κατεβαίνεις απ' τον Έρωτα έτοιμος να ιδρύσεις
    μια δική σου λευκή παραλία
    χωρίς λεφτά
    γδύνεσαι όπως γδύνονται όσοι νογούν τ' αστέρια
    και μ' οργιές μεγάλες ανοίγεσαι να κλάψεις ελεύθερα...

    Είναι διγαμία ν' αγαπάς και να ονειρεύεσαι.​
     
  3. tinkerbelle

    tinkerbelle Regular Member

    Neither Out Far Nor In Deep

    The people along the sand
    All turn and look one way.
    They turn their back on the land.
    They look at the sea all day.

    As long as it takes to pass
    A ship keeps raising its hull;
    The wetter ground like glass
    Reflects a standing gull

    The land may vary more;
    But wherever the truth may be--
    The water comes ashore,
    And the people look at the sea.

    They cannot look out far.
    They cannot look in deep.
    But when was that ever a bar
    To any watch they keep?


    by Robert Frost

    (ΣτΜ. βαθιά εντός άρα "αποκλίνουσα"...τί άλλο...oh, "the long wavering of farewell, Farewell")
     
  4. tinkerbelle

    tinkerbelle Regular Member

    Lovesong

    He loved her and she loved him.
    His kisses sucked out her whole past and future or tried to
    He had no other appetite
    She bit him she gnawed him she sucked
    She wanted him complete inside her
    Safe and sure forever and ever
    Their little cries fluttered into the curtains

    Her eyes wanted nothing to get away
    Her looks nailed down his hands his wrists his elbows
    He gripped her hard so that life
    Should not drag her from that moment
    He wanted all future to cease
    He wanted to topple with his arms round her
    Off that moment's brink and into nothing
    Or everlasting or whatever there was

    Her embrace was an immense press
    To print him into her bones
    His smiles were the garrets of a fairy palace
    Where the real world would never come
    Her smiles were spider bites
    So he would lie still till she felt hungry
    His words were occupying armies
    Her laughs were an assassin's attempts
    His looks were bullets daggers of revenge
    His glances were ghosts in the corner with horrible secrets
    His whispers were whips and jackboots
    Her kisses were lawyers steadily writing
    His caresses were the last hooks of a castaway
    Her love-tricks were the grinding of locks
    And their deep cries crawled over the floors
    Like an animal dragging a great trap
    His promises were the surgeon's gag
    Her promises took the top off his skull
    She would get a brooch made of it
    His vows pulled out all her sinews
    He showed her how to make a love-knot
    Her vows put his eyes in formalin
    At the back of her secret drawer
    Their screams stuck in the wall

    Their heads fell apart into sleep like the two halves
    Of a lopped melon, but love is hard to stop

    In their entwined sleep they exchanged arms and legs
    In their dreams their brains took each other hostage

    In the morning they wore each other's face



    Ted Hughes


     

    Sylvia Plath had already committed suicide.
     
  5. Maxoulini

    Maxoulini New Member

    αυτό είναι το νερό μου... σσσς...

    Ξέρω πως θα μ’ αγαπάει για πάντα. Αυτό το κορμί είναι όμορφο. Έχει μακριά δάχτυλα. Πάω στοίχημα πως ήταν σκίουρος. Βεβαίως! Δεν μπορεί να γίνεται αλλιώς.
    Δεν με πονάει. Διόλου. Όσο κι αν. Είναι. Σιωπηλός. Και όμορφος. Αυτό το κορμί του. Είναι όμορφο. Μυρίζει μέλι. Και φλούδα γάλατος. Μυρίζει. Το κορμί. Του.
    Τα πέλματά μου παύουν. Να πολεμούν να ποθούν να πατήσουν το πάτωμά του. Ή. Κάποιο πάτωμα. Αλλά όχι πάντως το δικό. Του. Πάτωμα. Ποθούν να περιφέρονται, τα πέλματά μου –μην ξεχνάς- άσκοπα βουβοκοπώντας το άπππππειρο. Τίπ-οτα. Τιπ τιπ τιπ – οτα.
    Ξέρω πώς. Πώς. Το ξέρω ναι το πώς. Θα μ΄αγαπάει για. Πάντα.Ναι. Και θα ‘ναι όμορφος. Για π@@.
    Αν κάτι μου ζητούσε, θα του το ‘δινα. Αν κάτι, μου ζητούσε θα του το ‘δινα. Αν κάτι μου, ζητούσε θα. Ναι. Σίγουρα θα.
    - Λέγε με... μμμμ.... λέγε με «μπαμπά». Μπορείς; Μπ. Μπα-μπά. Λέγε με.
    Μα μόνο του χαμογελώ. Είμαι βουτηγμένη στην ευτυχία. Τα χέρια μου φασκιωμένα, τα πόδια μου φοράνε κάλτσες με ροζ φράουλες, πίνω το πλαστικό μου μπιμπερό, σαλιωμένα όλα τα μέσα χρώματα μα μόνο. Μόνο του χαμογελώ. Μπαμπάς. Αυτός είναι. Ο μπαμπάς. Είναι όμορφος.
    Είναι όοοομορφος. Κι ας είναι σκίουρος. Κι ας ήταν σκίουρος. Επειδή. Γι’ αυτό είναι όοοομορφος.
    - Ω ω ω, το μωρό!
    Είναι και πάλι. Σιωπηλός. Μιλάει. Μα δεν λέει. Δεν. Τίποτα. Μα ξέρω. Πως θα μ΄αγαπάει για πάντα. Ξέρω.
    Αγάπα με, μπαμπά. Αγάπα με, μπαμπά. Το σώμα σου χώσε, μέσα, στο δικό μου. Σώμα. Σώ-μα.
    - «Σώ-μα». Μπορείς να πεις σώ-μα, μπαμπά;

    αυτό είναι το κουτί μου... σσσς....

    - «Σώ-μα». Μπορείτε να πείτε σώ-μα;
    Κρέμμεται βουβό. Αιωρείται. Ελαφρύ. Πούπουλο. Το φυσάει ο άνεμος. Βουβός κι αυτός. Κρέμμεται.
    Το πέλματα πρησμένα. Τόσες ώρες το αίμα κατέβηκε. Δεν έσταξε το αίμα. Δε βρήκα μαχαίρι. Βρήκα σκοινί. Όχι χοντρό. Σκοινί.
    Κρέμμεται. Και είναι ήδη πόσες μέρες; 029. Τόσες μέρες. Και άλλες τόσες νύχτες. Τα σκουληκάκια με γλύφουνε. Με θέλουνε να γίνω καινούριο. Σώμα.
    Χωράω πια. Είμαι βουτηγμένη ξανά. Στην ευτυχία.
     
  6. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    "Daddy"

    Sylvia Plath

    You do not do, you do not do
    Any more, black shoe
    In which I have lived like a foot
    For thirty years, poor and white,
    Barely daring to breathe or Achoo.

    Daddy, I have had to kill you.
    You died before I had time..
    Marble-heavy, a bag full of God,
    Ghastly statue with one gray toe
    Big as a Frisco seal

    And a head in the freakish Atlantic
    Where it pours bean green over blue
    In the waters off the beautiful Nauset.
    I used to pray to recover you.
    Ach, du.

    In the German tongue, in the Polish town
    Scraped flat by the roller
    Of wars, wars, wars.
    But the name of the town is common.
    My Polack friend

    Says there are a dozen or two.
    So I never could tell where you
    Put your foot, your root,
    I never could talk to you.
    The tongue stuck in my jaw.

    It stuck in a barb wire snare.
    Ich, ich, ich, ich,
    I could hardly speak.
    I thought every German was you.
    And the language obscene

    An engine, an engine,
    Chuffing me off like a Jew.
    A Jew to Dachau, Auschwitz, Belsen.
    I began to talk like a Jew.
    I think I may well be a Jew.

    The snows of the Tyrol, the clear beer of Vienna
    Are not very pure or true.
    With my gypsy ancestress and my weird luck
    And my Taroc pack and my Taroc pack
    I may be a bit of a Jew.

    I have always been scared of you,
    With your Luftwaffe, your gobbledygoo.
    And your neat mustache
    And your Aryan eye, bright blue.
    Panzer-man, panzer-man, O You..

    Not God but a swastika
    So black no sky could squeak through.
    Every woman adores a Fascist,
    The boot in the face, the brute
    Brute heart of a brute like you.

    You stand at the blackboard, daddy,
    In the picture I have of you,
    A cleft in your chin instead of your foot
    But no less a devil for that, no not
    Any less the black man who

    Bit my pretty red heart in two.
    I was ten when they buried you.
    At twenty I tried to die
    And get back, back, back to you.
    I thought even the bones would do.

    But they pulled me out of the sack,
    And they stuck me together with glue.
    And then I knew what to do.
    I made a model of you,
    A man in black with a Meinkampf look

    And a love of the rack and the screw.
    And I said I do, I do.
    So daddy, I'm finally through.
    The black telephone's off at the root,
    The voices just can't worm through.

    If I've killed one man, I've killed two..
    The vampire who said he was you
    And drank my blood for a year,
    Seven years, if you want to know.
    Daddy, you can lie back now.

    There's a stake in your fat black heart
    And the villagers never liked you.
    They are dancing and stamping on you.
    They always knew it was you.
    Daddy, daddy,
    Υou bastard, I'm through
     
  7. tinkerbelle

    tinkerbelle Regular Member

    Mirror

    I am silver and exact. I have no preconceptions.
    Whatever I see, I swallow immediately.
    Just as it is, unmisted by love or dislike
    I am not cruel, only truthful –
    The eye of a little god, four-cornered.
    Most of the time I meditate on the opposite wall.
    It is pink, with speckles. I have looked at it so long
    I think it is a part of my heart. But it flickers.
    Faces and darkness separate us over and over.

    Now I am a lake. A woman bends over me.
    Searching my reaches for what she really is.
    Then she turns to those liars, the candles or the moon.
    I see her back, and reflect it faithfully
    She rewards me with tears and an agitation of hands.
    I am important to her. She comes and goes.
    Each morning it is her face that replaces the darkness.
    In me she has drowned a young girl, and in me an old woman
    Rises toward her day after day, like a terrible fish.



    Sylvia Plath


     
     
  8. tinkerbelle

    tinkerbelle Regular Member

    He wishes for the cloths of heaven

    Had I the heavens’ embroidered cloths,
    Enwrought with golden and silver light,
    The blue and the dim and the dark cloths
    Of night and light and the half light,
    I would spread the cloths under your feet:
    But I, being poor, have only my dreams;
    I have spread my dreams under your feet;
    Tread softly because you tread on my dreams.

    William Butler Yeats


     ​
     
  9. Γυμνός, Iούλιο Μήνα -Ελύτης Oδυσσέας

    Γυμνός, Iούλιο μήνα, το καταμεσήμερο. Σ' ένα στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του.
    Kοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας. Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Xάμου, στ' άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο.

    Γεννήθηκα για να 'χω τόσα. Δεν μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ. Aπό το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Mόνο που 'ναι πιο δύσκολο. Kι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ' αγγίξεις οπόταν η φύση σού υπακούει. Kι από τη φύση - αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της.
     
  10. Neeva

    Neeva Regular Member

    Spring Fashions

    Full moon over the shopping mall-
    in a display window's silent light
    the naked mannequin observes her fingernails

    Boulder, 1979
    Allen Ginsberg
     
  11. Ο ΑΓΙΟΣ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΤΗΣ ΑΣΣΙΖΗΣ- Οδυσσέας Ελύτης

    Τι κρίμας που δε βρέθηκε το Linguaphone της ηδονής
    ακόμη!
    Τώρα που η «φύσις» λιγοστεύει και σπανίζει ο άνεμος
    και οι άνθρωποι σήπονται σε δάση ολότελα φανταστικά
    θα 'ταν υψίστη σοφία να συμβιβαστούν οι άγιοι
    με το σώμα τους
    ν' ακούσουν πάλι των αγγέλων τη λαλιά να πέφτει
    σαν ψιλή βροχούλα εαρινή
    την ώρα που η κάθε είδους γνώση φλέγεται...

    Μην πείτε: θα βρεθεί ένα δίκιο και για μας.
    Μην περιμένετε από την πολιτική και από την επιστήμη
    τίποτε. Ο νεότευκτος είναι και ο πιο παλαιός
    κόσμος ανάποδος.

    Μη ματαιοπονείτε.

    Με την ομορφιά μου εγώ
    θα καταργήσω την έννοια του βιβλίου·
    θα επινοήσω τα νέα λουλούδια
    και θα τα δρέψω από τα σπλάχνα μου
    και θα στέψω βασιλιά στην κόχη των μηρών μου
    το δημόσιο ρόδο.
    απ' αυτό θα πνεύσει ο άνεμος
    της αληθινής αγνότητας
    όπου λίγοι θα επιζήσουν άνθρωποι


    Ο Αντιφωνητής λέει:
    να της ριχτούν και να τη βλαστημήσουν
    να τη δέσουν πιστάγκωνα και τη δικάσουν.
    Κάθε καιρός κι η Ιερή του Εξέταση.
    Το «κενό» υπάρχει
    όσο δεν πέφτεις μέσα του.
     
  12. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Jazzonia - Langston Hughes



    Oh, silver tree!

    Oh, shining rivers of the soul!



    In a Harlem cabaret

    Six long-headed jazzers play.

    A dancing girl whose eyes are bold

    Lifts high a dress of silken gold.



    Oh, singing tree!

    Oh, shining rivers of the soul!



    Were Eve's eyes

    In the first garden

    Just a bit too bold?

    Was Cleopatra gorgeous

    In a gown of gold?



    Oh, shining tree!

    Oh, silver rivers of the soul!



    In a whirling cabaret

    Six long-headed jazzers play