Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποιήματα

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος Ricardo, στις 22 Απριλίου 2006.

  1. tinkerbelle

    tinkerbelle Regular Member

     

    (ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ)
    Οδυσσέας Ελύτης​

    ΠΕΜΠΤΗ, 2

    «Αρτίνη»... «Κλεώπα»... «Βαρνάβα»... μα τι γένους είναι λοιπόν ο
    τόπος αυτός που κηδεύεται; Πρέπει να βγάλω τ' άμφια, να φορέσω
    πάλι τον χρυσό μου θώρακα και να βγω με τη ρομφαία στο χέρι.
    Κάντε πέρα τα παιδιά. Κρεμάστε τα μαύρα στα μπαλκόνια. Κιόλας
    ακούγεται η στρατιωτική μουσική να πλησιάζει.
    Προσοχή! Παρουσιάστε αρμ!

    ΠΕΜΠΤΗ, 2 β

    Κάπου κλαίνε και θολώνει μεριές μεριές ο αέρας.
    Η Σιθωνία χάθηκε, την καλύψανε τα νερά.
    Είναι κάτι φοβερά γεγονότα που όλο μου τ' αφαιρεί ο Θεός, και ο
    νους όλο πάλι μου τα προσθέτει.
    Κάτι πράσινο μέσα μου αλλά μαυριδερό που οι σκύλοι το αλυχτάνε.
    Και μια θάλασσα φερμένη από πολύ μακριά, μυρίζοντας ακόμη
    αυγό του Κύκνου.

    ΠΕΜΠΤΗ, 2 γ

    Έβαλα τα βιβλία μου στα ράφια, και στη γωνιά μια λυπημένη Αγγελική.
    Το ποσοστό της ομορφιάς που μου αναλογούσε πάει, το ξόδεψα όλο.
    Έτσι θέλω να μ' έβρει ο ερχόμενος χειμώνας, χωρίς φωτιά, μ' ένα
    κουρελιασμένο παντελόνι, ν' ανακατεύω άγραφα χαρτιά σαν να
    οδηγάω την ορχήστρα την εκκωφαντική ενός ανεκλάλητου Παραδείσου.
     
  2. vautrin

    vautrin Contributor

    September 1, 1939
    by W. H. Auden
    ελληνική μετάφραση εδώ:
    Εντευκτήριο


    I sit in one of the dives
    On Fifty-second Street
    Uncertain and afraid
    As the clever hopes expire
    Of a low dishonest decade:
    Waves of anger and fear
    Circulate over the bright
    And darkened lands of the earth,
    Obsessing our private lives;
    The unmentionable odour of death
    Offends the September night.

    Accurate scholarship can
    Unearth the whole offence
    From Luther until now
    That has driven a culture mad,
    Find what occurred at Linz,
    What huge imago made
    A psychopathic god:
    I and the public know
    What all schoolchildren learn,
    Those to whom evil is done
    Do evil in return.

    Exiled Thucydides knew
    All that a speech can say
    About Democracy,
    And what dictators do,
    The elderly rubbish they talk
    To an apathetic grave;
    Analysed all in his book,
    The enlightenment driven away,
    The habit-forming pain,
    Mismanagement and grief:
    We must suffer them all again.

    Into this neutral air
    Where blind skyscrapers use
    Their full height to proclaim
    The strength of Collective Man,
    Each language pours its vain
    Competitive excuse:
    But who can live for long
    In an euphoric dream;
    Out of the mirror they stare,
    Imperialism's face
    And the international wrong.

    Faces along the bar
    Cling to their average day:
    The lights must never go out,
    The music must always play,
    All the conventions conspire
    To make this fort assume
    The furniture of home;
    Lest we should see where we are,
    Lost in a haunted wood,
    Children afraid of the night
    Who have never been happy or good.

    The windiest militant trash
    Important Persons shout
    Is not so crude as our wish:
    What mad Nijinsky wrote
    About Diaghilev
    Is true of the normal heart;
    For the error bred in the bone
    Of each woman and each man
    Craves what it cannot have,
    Not universal love
    But to be loved alone.

    From the conservative dark
    Into the ethical life
    The dense commuters come,
    Repeating their morning vow;
    "I will be true to the wife,
    I'll concentrate more on my work,"
    And helpless governors wake
    To resume their compulsory game:
    Who can release them now,
    Who can reach the deaf,
    Who can speak for the dumb?

    All I have is a voice
    To undo the folded lie,
    The romantic lie in the brain
    Of the sensual man-in-the-street
    And the lie of Authority
    Whose buildings grope the sky:
    There is no such thing as the State
    And no one exists alone;
    Hunger allows no choice
    To the citizen or the police;
    We must love one another or die.

    Defenceless under the night
    Our world in stupor lies;
    Yet, dotted everywhere,
    Ironic points of light
    Flash out wherever the Just
    Exchange their messages:
    May I, composed like them
    Of Eros and of dust,
    Beleaguered by the same
    Negation and despair,
    Show an affirming flame.
     
  3. tinkerbelle

    tinkerbelle Regular Member

    ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ
    Οδυσσέας Ελύτης​

    ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 3

    Λοξά, επιμήκη μάτια, χείλη, αρώματα σαν από πρώιμο ουρανό
    μεγάλης θηλυκής γλυκύτητας και θανάσιμου πόνου.

    Έγειρα με το πλάι - σχεδόν μπατάρισα - μες στους ψαλμούς των
    Χαιρετισμών και την ψύχρα των ανοιχτών κήπων.

    Έτοιμος για τα χείριστα.
     
  4. vautrin

    vautrin Contributor

    ESTUANS INTERIUS
    This poem is the only one in our selection which can be assigned to a particular author as it has survived in manuscripts other than that of the Carmina Burana. It is the work of the Archipoeta, a wandering scholar of the twelfth century whose real name is unknown.


    Εstuans interius
    ira vehementi
    in amaritudine
    loquor meae menti;
    factus de materia,
    cinis elementi,
    similis sum folio,
    de quo ludunt venti.

    Cum sit enim proprium
    viro sapienti
    supra petram ponere
    sedem fundamenti,
    stultus ego comparor
    fluvio labenti
    sub eodem tramite
    numquam permanenti.

    Feror ego veluti
    sine nauta navis,
    ut per vias aeris
    vaga fertur avis;
    non me tenent vincula,
    non me tenet clavis;
    quaero mihi similes,
    et adiungor pravis.

    Mihi cordis gravitas
    res videtur gravis;
    iocus est amabilis
    dulciorque favis;
    quicquid Venus imperat,
    labor est suavis,
    quae numquam in cordibus
    habitat ignavis.

    Via lata gradior
    more iuventutis,
    implicor et vitiis
    immemor virtutis,
    voluptatis avidus
    magis quam salutis,
    mortuus in anima
    curam gero cutis.

    Burning inwardly with strong anger, in my bitterness I speak to my soul; created out of matter, ashes of the earth, I am like a leaf with which the winds play.

    Whereas it is proper for a wise man to place his foundations on rock, I, in my folly, am like a flowing river, never staying on the same course.

    I am borne along like a ship without a sailor, just as a wandering bird is carried along paths of air; chains do not keep me nor does a key; I seek men like myself, and I am joined with rogues.

    For me a serious heart is too serious a matter; a joke is pleasant and sweeter than honeycombs; whatever Venus orders is pleasant toil; she never dwells in faint hearts.

    I go on the broad way after the manner of youth; and I entangle myself in vice, forgetful of virtue; greedy for pleasure more than for salvation, I, dead in my soul, attend to the needs of my flesh.
     
  5. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Holy Innocents
    Sleep, little Baby, sleep;
    The holy Angels love thee,
    And guard thy bed, and keep
    A blessed watch above thee.
    No spirit can come near
    Nor evil beast to harm thee:
    Sleep, Sweet, devoid of fear
    Where nothing need alarm thee.

    The Love which doth not sleep,
    The eternal Arms surround thee:
    The Shepherd of the sheep
    In perfect love hath found thee.
    Sleep through the holy night,
    Christ-kept from snare and sorrow,
    Until thou wake to light
    And love and warmth to-morrow.
    Christina Rossetti
     
  6. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Εξημέρωσέ με

    Εξημέρωσέ με…
    Εξημέρωσέ με…
    Βγάλε την κραυγή από μέσα μου…
    Κάνε με να αναστενάξω και να κλαψουρίσω όλη τη νύχτα…
    Εξημέρωσέ με…
    Εξημέρωσέ με…
    Κάνε με να φωνάξω… καθώς θα αισθάνομαι την γλώσσα σου να δοκιμάζει το σπέρμα μου…
    Κάνε με να χύσω…
    Δέσε με, έτσι ώστε να μη μπορέσω να τρέξω… να φύγω μακριά…
    Εξημέρωσέ με…
    Εξημέρωσέ με…
    Φίλησε τον λαιμό μου… Τρέξε τα δάχτυλά σου πάνω μου…
    Κάνε με να γελάσω με τα αστεία σου
    Πείραξέ με… Κάνε με να σου πω παρακαλώ…
    Αγάπησέ με, κάνε με να χύσω περισσότερο… με ευκολία…
    Εξημέρωσέ με…
    Εξημέρωσέ με…
    Διασκέδασε καρφώνοντάς με, με τα δάχτυλά σου
    Σπρώξε με στον τοίχο, στο πάτωμα… εδώ, μέσα στο δωμάτιο…
    Κάνε με να φωνάξω από το πρωί μέχρι το μεσημέρι…
    Εξημέρωσέ με…
    Εξημέρωσέ με…
    Πιάσε με από τους ώμους…
    Κάνε με να σου παραδοθώ…
    Δοκίμασέ με…
    Άφησέ με να χαθώ στον κόσμο σου
    Εξημέρωσέ με…
    Εξημέρωσέ με…
    Κάνε με να ξεχάσω τα λόγια που θέλω να πω
    Σε παρακαλώ…
    Κάνε με να λαχανιάσω… να βογκήξω…
    Κάρφωσε τα δόντια σου στον λαιμό μου
    Μην ενοχλείσαι από τα σημάδια που θ’ αφήσεις…
    Εξημέρωσέ με…
    Εξημέρωσέ με…
    Φίλησέ με έως ότου μου κοπεί η ανάσα… Γάμησέ με…
    Γάμησέ με δίχως περιορισμούς
    Μπες μέσα μου… βαθιά…
    Δάγκωσε τα χείλια μου συγκρατώντας τις κραυγές μου
    Εξημέρωσέ με…
    Εξημέρωσέ με…
    Σου ψιθυρίζω…

    Αλέξανδρος
     
  7. ΔΕ ΣΕ ΘΕΛΩ ΠΑΡΑ ΓΙΑΤΙ ΣΕ ΘΕΛΩ- ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΝΤΑ

    Δε σε θέλω παρά γιατί σε θέλω,
    μα απ' το θέλω στο δε σε θέλω πέφτω
    κι απ' το καρτέρα, όταν δε σε προσμένω,
    περνώ απ' το παγερό στο πυρωμένο.

    Σε θέλω μόνο γιατί εσένα θέλω,
    σε μισώ μα γι' αγάπη σου προσπέφτω,
    κι είν' της αθώας αγάπης μου το μέτρο
    σαν τυφλός που αγαπά να μη σε βλέπω.

    Το σκληρόψυχο του Γενάρη φέγγος
    την καρδιά μου θα σιγολιώσει εφέτος,
    ανοίγοντάς μου στα κρυφά το στέρνο.

    Μόνος στην ιστορία αυτή πεθαίνω
    και πεθαίνω απ' αγάπη αφού σε θέλω,
    σε θέλω, αγάπη, ως το αίμα κι ως το τέλος.
     
  8. tinkerbelle

    tinkerbelle Regular Member

    ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ
    Οδυσσέας Ελύτης​


    ΣΑΒΒΑΤΟ, 4

    Κει που ανέβαινα το στενό, βρεμένο καλντερίμι - πάνε κάπου
    τρακόσια τόσα χρόνια - ένιωσα ν' αναρπάζομαι «δια χειρός» Ισχυρού
    Φίλου, και πραγματικά, όσο να συνέλθω, έβλεπα να μ' ανεβάζει με
    τις δύο γιγάντιες φτερούγες του ο Δομήνικος, ψηλά στους ουρανούς του
    τη φορά τούτη γιομάτους
    πορτοκαλιές και νερά μιλητικά της πατρίδας.
     
  9. kiss_me

    kiss_me Regular Member

    Αχ, όλα έπρεπε να’ρθουν καθώς ήρθαν!
    Οι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουν.
    Βαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνια,
    να φυγουνε, να σβήσουν.

    Έτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδια,
    για πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοι.
    Τον τόπο ‘που μεγάλωνα παιδάκι
    ν’ αφήσω κάποιο δείλι

    Τα ωραία κ απλά κορίτσια – ω αγαπουλες –
    η ζωή να μου τα πάρει, χορού γύρος.
    Ακόμη ο πόνος, άλλοτε που ευώδα,
    να με βαραίνει στείρος.

    Ολα πρέπει να γίνουν. Μόνο η νύχτα
    δεν έπρεπε γλυικιά έτσι τώρα να’ ναι,
    να παίζουνε τ’αστέρια εκεί σα μάτια
    και σα μου γελάνε.

    (Κ.Καρυωτάκης)
     
  10. tinkerbelle

    tinkerbelle Regular Member

    ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ
    Οδυσσέας Ελύτης​

    ΚΥΡΙΑΚΗ, 5

    Ξάφνου, με το που άνοιξα τα ξεχαρβαλωμένα παραθυρόφυλλα,
    μεγάλωσε η αυλή. Το αλεξίπτωτο που κατέβαινε δεν το 'βλεπε άλλος
    κανείς. Μόνον κάτι πρόγονοί μου αγριωποί και ταλαιπωρημένοι
    παρακολουθούσανε τη σκηνή από την άλλη όχθη και κάθε τόσο
    ρίχνανε μπαλωθιές στον αέρα.

    Γέμισε ο τόπος λέξεις ελληνικές ανορθόγραφες, από παλιά
    προικοσύμφωνα και όρκους Φιλικών. Όπου πήρα να δακρύζω έτσι
    καθώς είχα δει κάποτε τον πατέρα μου, τον Αύγουστο του '22.

    Ύστερα φάνηκαν από μακριά να 'ρχονται ο ενωμοτάρχης με τον
    τοπογράφο της περιοχής κι ευθύς η αυλή ξαναπήρε τις αληθινές της
    διαστάσεις.


    ΚΥΡΙΑΚΗ, 5 β
    Το τέλος του Αλέξανδρου

    Δίπλωσε τις τέσσερις εποχές κι απόμεινε σαν δέντρο που του
    σώθηκε ο αέρας.

    Ανακάθισε ύστερα κι έβαλε ήρεμα στο πλάι του τον γκρεμό.

    Από τ' άλλο μέρος άπλωσε προσεχτικά ένα κομμάτι θάλασσας, όλο
    ριπές γαλάζιες.

    Ώρες πέρασαν ώσπου, κάποια στιγμή, των γυναικών τα μάτια
    σκαρδαμύσανε.

    Τότε μπήκε η Κερά κι αυτός ξεψύχησε.
     
  11. kiss_me

    kiss_me Regular Member

    Ξεκρέμασε τη ζακέτα της δίχως να κλάψει κι έφυγε -
    σα να ξεκρέμασε το φεγγάρι απ' τον καλοκαιριάτικο ουρανό.

    Αυτός δεν πίστευε. Περίμενε την ίδια νύχτα,
    την άλλη μέρα και την άλλη. Περίμενε.

    Σαν κλείσαν δυο βδομάδες, μετο γύρισμα του φεγγαριού,
    το'ξερε πως δεν θα έρθει. Μονάχα ο καθρέφτης
    έμεινε να θυμάται σαν παράθυρο ανοιχτό
    σ' έναν ουρανό χωρίς φεγγάρι.
    Γιατί είχε πάρει μαζί της τη ζακέτα της.

    σιωπηλός χωρισμός
    Γ.Ρίτσος
     
  12. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Έχω μπροστά μου τη φωτογραφία σου.
    Έκανα φακούς τα μάτια μου
    να διακρίνω την τυχούσα απάτη
    επάνω στο φτηνό χαρτί.
    Βλέμμα ματαιωμένο πίσω από σκούρα γυαλιά,
    τι ατυχία...κλειστές οι μεγάλες πύλες,
    ας ψάξω για κερκόπορτες.


    Ένα χαμόγελο που θα άνθιζε,
    μα δεν....
    Βιάστηκε ο φακός να κλείσει
    κι έμεινε το χαμόγελο μετέωρο...
    Κοιτώντας του λαιμού σου τη γραμμή,
    μια ζάλη, μια αστάθεια πες, με επισκέπτεται,
    ένα «θέλω» φωνάζει το σχήμα σου ως εκεί,
    πεισματωμένο «θέλω».
    Χέρια πλατιά και ακούραστα,
    με προετοιμάζουν για αμφίρροπες μάχες,
    δάχτυλα σκοτεινά, αρπακτικά,
    που μόνο με δειλία δε συνορεύουν.
    Το ένα χέρι αφημένο να κρέμεται,
    (προστάζεις να γονατίσω εκεί ή τι άλλο
    Τ' άλλο αποφασισμένο
    να 'ναι στο τέλος νικητής,
    στηρίζει το κεφάλι.
    Οι ώμοι πάλι στο «θέλω» σου
    προστάζουν να γυρίσω,
    επίμονοι ώμοι.
    Λαγόνες σε στιγμή συσπείρωσης
    νυχτόβιου αιλουροειδούς.
    Εκρηκτική ετούτη η στάση
    κι η γραμμή που ζωγραφίζουν,
    κι αυτά τα χρώματα δεν είναι η ώρα μου
    ακόμα να τα δω...
    Ας δω παρακάτω πριν οι αυτοάμυνες ξυπνήσουν.
    Πόδια εκπαιδευμένα στη φυγή
    μέσ' το σκοτάδι.
    Το λυγισμένο, με μια ιδέα αναμονής
    εκεί στο γόνατο,
    εκεί που ακουμπά ο αγκώνας σου
    (αναμονή ή ανασύνταξη; δώσε μου λίγο χρόνο....)
    Τις αμφιβολίες μου, που μονολογούν ελπίζοντας,
    καταρρίπτει το άλλο σου πόδι,
    εκείνο το στυλωμένο στο χορτάρι.
    Δεν ξανάδα πιο αμετάκλητη απόφαση,
    πιο δηλωμένη παρουσία.
    Είσαι στ' αλήθεια παρών, τι ειρωνεία,
    σ' ένα φτηνό χαρτί.
    Κι εγώ απούσα,
    στρέφω τους φακούς μου στον μέσα μου θάλαμο,
    κι αναμετρώ θάρρητα και δυνάμεις...
    Δεν θα σου πω τον απολογισμό μου,
    τον ενδόμυχο.
    Θα οχυρωθώ κι εγώ
    πίσω από ασφαλείς καθρέφτες
    και θα χαμογελάσω αινιγματικά.
    Ποιος θα βγει νικητής από τη μάχη;


    Αμμαρυλλις ''Φτηνο Χαρτι''