Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποιήματα

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος Ricardo, στις 22 Απριλίου 2006.

  1. Was bist Du mir?

    Was bist Du mir?
    Was sind mir deine Finger
    und was deine Lippen?
    Was ist mir der Klang deiner Stimme?
    Was ist mir dein Geruch
    vor unserer Umarmung
    und dein Duft
    in unserer Umarmung
    und nach ihr?
    Was bist du mir?
    Was bin ich Dir?
    Was bin ich?
     
  2. tinkerbelle

    tinkerbelle Regular Member

    Solo et pensoso i più diserti campi
    vo mesurando a passi tardi e lenti,
    et li occhi porto per fuggire intenti
    ove vestigio uman l'arena stampi.

    Altro schermo non trovo che mi scampi
    dal manifesto accorger de le genti,
    perché ne li atti d'allegrezza spenti
    di fuor si legge com' io dentro avampi.

    Sì ch'io mi credo omai che monti et piagge
    et fiumi et selve sappian di che tempre
    sia la mia vita, ch'è celata altrui.

    Ma pur sì aspre vie né si selvagge
    cercar non so, ch'Amor non venga sempre
    ragionando con meco, et io co · llui.



    Francesco Petrarca
     
  3. underherfeet

    underherfeet πέρα βρέχει Contributor

    Απάντηση: Ποιήματα

    Ἡ διαθήκη μου
    ------------------------------
    Ἀντισταθεῖτε
    σ᾿ αὐτὸν ποὺ χτίζει ἕνα μικρὸ σπιτάκι
    καὶ λέει: καλὰ εἶμαι ἐδῶ.

    Ἀντισταθεῖτε σ᾿ αὐτὸν ποὺ γύρισε πάλι στὸ σπίτι
    καὶ λέει: Δόξα σοι ὁ Θεός.

    Ἀντισταθεῖτε
    στὸν περσικὸ τάπητα τῶν πoλυκατοικιῶν
    στὸν κοντὸ ἄνθρωπο τοῦ γραφείου
    στὴν ἑταιρεία εἰσαγωγαὶ- ἐξαγωγαί
    στὴν κρατικὴ ἐκπαίδευση
    στὸ φόρο
    σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς ἱστορῶ.

    Ἀντισταθεῖτε
    σ᾿ αὐτὸν ποὺ χαιρετάει ἀπ᾿ τὴν ἐξέδρα ὦρες
    ἀτέλειωτες τὶς παρελάσεις
    σ᾿ αὐτὴ τὴν ἄγονη κυρία ποὺ μοιράζει
    ἔντυπα ἁγίων λίβανον καὶ σμύρναν
    σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς ἱστορῶ.

    Ἀντισταθεῖτε πάλι σ᾿ ὅλους αὐτοὺς ποὺ λέγονται
    μεγάλοι
    στὸν πρόεδρο τοῦ Ἐφετείου ἀντισταθεῖτε
    στὶς μουσικὲς τὰ τούμπανα καὶ τὶς παράτες
    σ᾿ ὅλα τ᾿ ἀνώτερα συνέδρια ποὺ φλυαροῦνε
    πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι

    σ᾿ ὅλους ποὺ γράφουν λόγους γιὰ τὴν ἐποχὴ
    δίπλα στὴ χειμωνιάτικη θερμάστρα

    στὶς κολακεῖες τὶς εὐχὲς τὶς τόσες ὑποκλίσεις
    ἀπὸ γραφιάδες καὶ δειλοὺς γιὰ τὸ σοφὸ
    ἀρχηγό τους.

    Ἀντισταθεῖτε στὶς ὑπηρεσίες τῶν ἀλλοδαπῶν
    καὶ διαβατηρίων
    στὶς φοβερὲς σημαῖες τῶν κρατῶν καὶ τὴ
    διπλωματία
    στὰ ἐργοστάσια πολεμικῶν ὑλῶν
    σ᾿ αὐτοὺς ποὺ λένε λυρισμὸ τὰ ὡραῖα λόγια
    στὰ θούρια
    στὰ γλυκερὰ τραγούδια μὲ τοὺς θρήνους
    στοὺς θεατὲς
    στὸν ἄνεμο
    σ᾿ ὅλους τους ἀδιάφορους καὶ τοὺς σοφοὺς
    στοὺς ἄλλους ποὺ κάνουνε τὸ φίλο σας

    ὡς καὶ σὲ μένα, σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς ἱστορῶ
    ἀντισταθεῖτε.

    Τότε μπορεῖ βέβαιοι νὰ περάσουμε πρὸς τὴν
    Ἐλευθερία.

    Μιχαλης Κατσαρος
     
  4. lara

    lara Αυτοδεσποζόμενη Contributor

    Απάντηση: Ποιήματα

    Μεταρσίωση

    Το πνεύμα μου, σαν ουρανός, σαν ωκεανός, σαν θάλασσα,
    λύνεται απόψε στο άπειρο χωρίς να βρίσκει αναπαμό.
    Τις ζώνες γύρω του έσπασε και ανατινάζεται
    θερμό το πνεύμα μου σαν ουρανός, σαν ωκεανός, σαν θάλασσα.

    Σαν γαλαξίας απέραντος το σύμπαν σέρνω στο χορό.

    'Hλιο τον ήλιο γκρέμισα, θόλο το θόλο χάλασα,
    κι είμαι σαν μιαν απέραντη, πλατιά γαλάζια θάλασσα,
    που οι στενοί πάνω μου ουρανοί δε μου σκεπάζουν το νερό


    Νικηφόρος Βρεττάκος


     
     
  5. thaleia

    thaleia Contributor

    Απάντηση: Ποιήματα

    Πρωτοχρονιάτικο

    Σαράντα σβέρκοι βωδινοι με λαδωμένες μπουκλες
    σκεμπέδες, σταβροθόλωτοι και βρώμιες ποδαρουκλες
    ξετσίπωτοι, ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι
    ντυμένοι στα μαλάματα κι επίσημοι κι ωραίοι.

    Σαράντα λύκοι με προβιά (γι' αυτους χτυπά η καμπάνα)
    καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
    Κι απε ρεβάμενοι βαθια ξαπλώσανε στο τζάκι,
    κι αβάσταγες ενιώσανε φαγούρες στο μπατζάκι.

    όξω ο κοσμάκης φώναζε: «Πεινάμε τέτοιες μέρες»
    γερόντοι και γερόντισσες, παιδάκια και μητέρες
    κι οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυρέοι
    ανοίξαν τα παράθυρα και κράξαν: «Είστε αθέοι».

    Κ. Βάρναλης
     
  6. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  7. puppetmaster

    puppetmaster Regular Member

     

    Είναι ενδιαφέρον το ότι στην τυπωμένη
    έκδοση του "Μονογράμματος" (Ίκαρος)
    σ' αυτήν την τελευταία, έβδομη στροφή,
    η τελευταία λέξη είναι "Παράδεισο"
    ("...στον Παράδεισο"). Ποιο είναι άραγε
    το σωστό; Λείπει το σίγμα;
    Παράδεισος ή Παράδειος;
     
    Last edited: 29 Οκτωβρίου 2009
  8. underherfeet

    underherfeet πέρα βρέχει Contributor

    Απάντηση: Ποιήματα

    Θα σας περιμένω


    Θα σας περιμένω μέχρι τα φοβερά μεσάνυχτα αδιάφορος-
    Δεν έχω πια τι άλλο να πιστοποιήσω.
    Οι φύλακες κακεντρεχείς παραμονεύουν το τέλος μου
    ανάμεσα σε θρυμματισμένα πουκάμισα και λεγεώνες.
    Θα περιμένω τη νύχτα σας αδιάφορος
    χαμογελώντας με ψυχρότητα για τις ένδοξες μέρες.

    Πίσω από το χάρτινο κήπο σας
    πίσω από το χάρτινο πρόσωπό σας
    εγώ θα ξαφνιάζω τα πλήθη
    ο άνεμος δικός μου
    μάταιοι θόρυβοι και τυμπανοκρουσίες επίσημες
    μάταιοι λόγοι.

    Μην αμελήσετε.
    Πάρτε μαζί σας νερό.
    Το μέλλον μας θα έχει πολύ ξηρασία.


    Μιχαλης Κατσαρος
     
  9. Georgia

    Georgia Owned Contributor



    Femmes Damnées (Delphine et Hippolyte) - Charles Baudelaire


    À la pâle clarté des lampes languissantes,
    Sur de profonds coussins tout imprégnés d'odeur
    Hippolyte rêvait aux caresses puissantes
    Qui levaient le rideau de sa jeune candeur.


    Elle cherchait, d'un oeil troublé par la tempête,
    De sa naïveté le ciel déjà lointain,
    Ainsi qu'un voyageur qui retourne la tête
    Vers les horizons bleus dépassés le matin.


    De ses yeux amortis les paresseuses larmes,
    L'air brisé, la stupeur, la morne volupté,
    Ses bras vaincus, jetés comme de vaines armes,
    Tout servait, tout parait sa fragile beauté.


    Étendue à ses pieds, calme et pleine de joie,
    Delphine la couvait avec des yeux ardents,
    Comme un animal fort qui surveille une proie,
    Après l'avoir d'abord marquée avec les dents.


    Beauté forte à genoux devant la beauté frêle,
    Superbe, elle humait voluptueusement
    Le vin de son triomphe, et s'allongeait vers elle,
    Comme pour recueillir un doux remerciement.


    Elle cherchait dans l'oeil de sa pâle victime
    Le cantique muet que chante le plaisir,
    Et cette gratitude infinie et sublime
    Qui sort de la paupière ainsi qu'un long soupir.


    — «Hippolyte, cher coeur, que dis-tu de ces choses?
    Comprends-tu maintenant qu'il ne faut pas offrir
    L'holocauste sacré de tes premières roses
    Aux souffles violents qui pourraient les flétrir ?



    Mes baisers sont légers comme ces éphémères
    Qui caressent le soir les grands lacs transparents,
    Et ceux de ton amant creuseront leurs ornières
    Comme des chariots ou des socs déchirants;


    Ils passeront sur toi comme un lourd attelage
    De chevaux et de boeufs aux sabots sans pitié...
    Hippolyte, ô ma soeur! tourne donc ton visage,
    Toi, mon âme et mon tout, mon tout et ma moitié,



    Tourne vers moi tes yeux pleins d'azur et d'étoiles!
    Pour un de ces regards charmants, baume divin,
    Des plaisirs plus obscurs je lèverai les voiles,
    Et je t'endormirai dans un rêve sans fin!»



    Mais Hippolyte alors, levant sa jeune tête:
    — «Je ne suis point ingrate et ne me repens pas,
    Ma Delphine, je souffre et je suis inquiète,
    Comme après un nocturne et terrible repas.


    Je sens fondre sur moi de lourdes épouvantes
    Et de noirs bataillons de fantômes épars,
    Qui veulent me conduire en des routes mouvantes
    Qu'un horizon sanglant ferme de toutes parts.


    Avons-nous donc commis une action étrange ?
    Explique, si tu peux, mon trouble et mon effroi:
    Je frissonne de peur quand tu me dis: 'Mon ange!'
    Et cependant je sens ma bouche aller vers toi.



    Ne me regarde pas ainsi, toi, ma pensée!
    Toi que j'aime à jamais, ma soeur d'élection,
    Quand même tu serais une embûche dressée
    Et le commencement de ma perdition!»



    Delphine secouant sa crinière tragique,
    Et comme trépignant sur le trépied de fer,
    L'oeil fatal, répondit d'une voix despotique:
    — «Qui donc devant l'amour ose parler d'enfer ?


    Maudit soit à jamais le rêveur inutile
    Qui voulut le premier, dans sa stupidité,
    S'éprenant d'un problème insoluble et stérile,
    Aux choses de l'amour mêler l'honnêteté!



    Celui qui veut unir dans un accord mystique
    L'ombre avec la chaleur, la nuit avec le jour,
    Ne chauffera jamais son corps paralytique
    À ce rouge soleil que l'on nomme l'amour!



    Va, si tu veux, chercher un fiancé stupide;
    Cours offrir un coeur vierge à ses cruels baisers;
    Et, pleine de remords et d'horreur, et livide,
    Tu me rapporteras tes seins stigmatisés...


    On ne peut ici-bas contenter qu'un seul maître!»
    Mais l'enfant, épanchant une immense douleur,
    Cria soudain: — «Je sens s'élargir dans mon être
    Un abîme béant; cet abîme est mon coeur!



    Brûlant comme un volcan, profond comme le vide!
    Rien ne rassasiera ce monstre gémissant
    Et ne rafraîchira la soif de l'Euménide
    Qui, la torche à la main, le brûle jusqu'au sang.



    Que nos rideaux fermés nous séparent du monde,
    Et que la lassitude amène le repos!
    Je veux m'anéantir dans ta gorge profonde,
    Et trouver sur ton sein la fraîcheur des tombeaux!»



    — Descendez, descendez, lamentables victimes,
    Descendez le chemin de l'enfer éternel!
    Plongez au plus profond du gouffre, où tous les crimes
    Flagellés par un vent qui ne vient pas du ciel,



    Bouillonnent pêle-mêle avec un bruit d'orage.
    Ombres folles, courez au but de vos désirs;
    Jamais vous ne pourrez assouvir votre rage,
    Et votre châtiment naîtra de vos plaisirs.


    Jamais un rayon frais n'éclaira vos cavernes;
    Par les fentes des murs des miasmes fiévreux
    Filtrent en s'enflammant ainsi que des lanternes
    Et pénètrent vos corps de leurs parfums affreux.


    L'âpre stérilité de votre jouissance
    Altère votre soif et roidit votre peau,
    Et le vent furibond de la concupiscence
    Fait claquer votre chair ainsi qu'un vieux drapeau.


    Loin des peuples vivants, errantes, condamnées,
    À travers les déserts courez comme les loups;
    Faites votre destin, âmes désordonnées,
    Et fuyez l'infini que vous portez en vous!
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  10. Τάσος Λειβαδίτης

    - Κύριε, βοήθησέ με, του λέω, χάνομαι.
    - Μα αυτή είναι η βοήθειά μου - να χαθείς...​


     ​
     
  11. ΤΟ ΔΙΑΖΕΥΤΙΚΟΝ ή

    Μ'έκλεισε μέσα η βροχή

    και μένω τώρα να εξαρτιέμαι από σταγόνες.

    Όμως που ξέρω αν αυτό είναι βροχή

    ή δάκρυα από τον μέσα ουρανό μιας μνήμης?

    Μεγάλωσα πολύ για να ονομάζω

    τα φαινόμενα χωρίς επιφύλαξη,

    αυτό βροχή, αυτό δάκρυα.

    Στεγνή στέκομαι ανάμεσα

    στα δύο ενδεχόμενα : βροχή ή δάκρυα,

    κι ανάμεσα σε τόσα διφορούμενα : βροχή ή δάκρυα,

    έρωτας ή τρόπος να μεγαλώνουμε,

    εσύ ή μικρή αποχαιρετιστήρια αιώρηση σκιάς

    του τελευταίου φύλλου.

    Το κάθε τελευταίο,

    τελευταίο τ'ονομάζω χωρίς επιφύλαξη.

    Και μεγάλωσα πολύ

    για να είναι αυτό αφορμή δακρύων.

    Δάκρυα ή βροχή, που να ξέρω?

    Και μένω να εξαρτιέμαι από σταγόνες.

    Και μεγάλωσα πολύ για να περιμένω άλλο μέτρο όταν βρέχει

    κι όταν δεν βρέχει άλλο.

    Σταγόνες για όλα.

    Σταγόνες βροχής ή δάκρυα.

    Από τα μάτια κάποιας μνήμης ή τα δικά μου.

    Εγώ ή μνήμη, που να ξέρω?

    Μεγάλωσα πολύ για να χωρίζω τους χρόνους.

    Βροχή ή δάκρυα.

    Εσύ ή μικρή αποχαιρετιστήρια αιώρηση σκιάς

    του τελευταίου φύλλου.

    (Κ.ΔΗΜΟΥΛΑ)
     
  12. underherfeet

    underherfeet πέρα βρέχει Contributor

    Απάντηση: Ποιήματα

    Αμαρτωλο
    ----------------------

    Στη Σμύρνη, Μέλπω. Ηρώ, στη Σαλονίκη.
    Στο Βόλο, Κατινίτσα, έναν καιρό.
    Τώρα στα Βούρλα με φωνάζουν Λέλα.
    Ο τόπος μου, ποιός ήταν; Ποιοί οι δικοί μου;
    Αν ξέρω, ανάθεμά με.
    Σπίτι, πατρίδα έχω τα μπορντέλα.
    Ως κι οι πικροί μου χρόνοι, οι παιδικοί μου,
    θολές, σβησμένες ζωγραφιές.
    Κι είν' αδειανό σεντούκι η θύμησή μου.
    Το σήμερα χειρότερο απ' το χτες.
    Και τ' αύριο απ' το σήμερα θε να 'ναι.
    Φιλιά από στόματ' άγνωστα, βρισιές
    κι οι χωροφύλακες να με τραβολογάνε.
    Γλέντια, καυγάδες ως να φέξει.
    Αρρώστιες, αμφιθέατρο, Συγγρού
    κι ενέσεις εξακόσια έξι.
    Πνιγμένου καραβιού σάπιο σανίδι.
    Όλη η ζωή μου του χαμού.
    Μ' από την κόλασή μου, σού φωνάζω:
    Εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σού μοιάζω.
    ---------------------------------------------------------------
    Γαλατεια Καζαντζακη