Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποιήματα

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος Ricardo, στις 22 Απριλίου 2006.

  1. mona

    mona mea_maxima_culpa

    Απάντηση: Ποιήματα

    " .............................
    χλωμός και κουρασμένος, ιδεώδης εν τη λύπη σου,
    ελπίζοντας ακόμη να σε σπλαχνισθούν
    οι φαύλοι - που ψιθύριζαν το 'Πολυκαισαρίη' "


    Κωνσταντίνος Καβάφης - Καισαρίων
     
  2. MySelf

    MySelf Regular Member

    Απάντηση: Ποιήματα

    Απ’ το Συρτάρι - Κ.Π Καβάφης

    Εσκόπευα στης κάμαράς μου έναν τοίχο να την θέσω.
    Aλλά την έβλαψεν η υγρασία του συρταριού.

    Σε κάδρο δεν θα βάλω την φωτογραφία αυτή.
    Έπρεπε πιο προσεκτικά να την φυλάξω.

    Aυτά τα χείλη, αυτό το πρόσωπο —
    Α για μια μέρα μόνο, για μιαν ώρα
    Μόνο, να επέστρεφε το παρελθόν τους.

    Σε κάδρο δεν θα βάλω την φωτογραφία αυτή.
    Θα υποφέρω να την βλέπω έτσι βλαμμένη.

    Άλλωστε, και βλαμμένη αν δεν ήταν,
    θα μ’ ενοχλούσε να προσέχω μη τυχόν καμιά
    λέξις, κανένας τόνος της φωνής προδώσει —
    αν με ρωτούσανε ποτέ γι’ αυτήν.
     
  3. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Σ' ένα γάτο.

    Είσαι πολύ πιο σιωπηλός απ' τους καθρέφτες
    και πιο κρυφός από την πολυκύμαντη αυγή
    είσαι κείνος ο πάνθηρας που μόνο από μακριά,
    κάτω απ' το φεγγαρόφωτο, μας επιτρέπει να κοιτάζουμε η μοίρα.
    Μάταια σε ψάχνουμε μες στους ανεξιχνίαστους
    μηχανισμούς κάποιου θεϊκού νόμου
    πιο απόμακρος κι από το δειλινό ή απ' το Γάγγη
    εσύ κρατάς το μυστικό κλειδί της μοναξιάς.
    Η ράχη σου αφήνεται στο ανάλαφρο
    του χεριού μου το χάδι. Αιώνες τώρα
    που πια έχουν γίνει λησμονιά, αφήνεις μόνο
    στο χέρι το δισταχτικό να σ' αγαπά.
    Ζεις σε αλλιώτικους καιρούς. Εξουσιάζεις
    έναν κόσμο κατάκλειστο, όπως του ονείρου.

    Wislawa Szymborska
     
  4. Anna

    Anna Regular Member

    Απάντηση: Ποιήματα

    Νικόλας Άσιμος - Θέλεις να πατάς σταθερά

    Θέλεις να πατάς σταθερά.
    Σ’ άρεσουν οι ρηχές θάλασσες.
    Σ’ αρέσει να γυρνάς τον κόσμο
    Αλλά πάντα στα ρηχά.
    Εμένα μ’ αρέσουν οι βαθιές θάλασσες
    Κι ας μη γυρνώ τον κόσμο
    Κι ας με νομίζεις κολλημένο
    Στο ίδιο σημείο.
    Δεν υπάρχει σύμπαν
    Υπάρχουν μόνο στιγμές
    Συμπαντικές στιγμές.
    Αν φτάσεις στην ακινησία
    Μπορείς παντού να ταξιδέψεις
    Γι’ αυτό το ξέχασες που σου λέγα
    Μωρό μου, κείνο το πρωινό
    Δίπλα στην σκάλα πως η ζωή
    Και ο θάνατος δεν είναι θέμα περιβάλλοντος.
    Είναι θέμα αντοχής στην ίδια γραμμή πλεύσης.
    Εγώ δεν χρειάζομαι τον κόσμο
    Κακώς έχεις νομίσει.
    Για μένα δεν υπάρχει κόσμος
    Χρειάζομαι απλά
    Να δημιουργώ κόσμους.
     
  5. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    45 Mercy Street

    In my dream,
    drilling into the marrow
    of my entire bone,
    my real dream,
    I'm walking up and down Beacon Hill
    searching for a street sign -
    namely MERCY STREET.
    Not there.

    I try the Back Bay.
    Not there.
    Not there.
    And yet I know the number.
    45 Mercy Street.
    I know the stained-glass window
    of the foyer,
    the three flights of the house
    with its parquet floors.
    I know the furniture and
    mother, grandmother, great-grandmother,
    the servants.
    I know the cupboard of Spode
    the boat of ice, solid silver,
    where the butter sits in neat squares
    like strange giant's teeth
    on the big mahogany table.
    I know it well.
    Not there.

    Where did you go?
    45 Mercy Street,
    with great-grandmother
    kneeling in her whale-bone corset
    and praying gently but fiercely
    to the wash basin,
    at five A.M.
    at noon
    dozing in her wiggy rocker,
    grandfather taking a nap in the pantry,
    grandmother pushing the bell for the downstairs maid,
    and Nana rocking Mother with an oversized flower
    on her forehead to cover the curl
    of when she was good and when she was...
    And where she was begat
    and in a generation
    the third she will beget,
    me,
    with the stranger's seed blooming
    into the flower called Horrid.

    I walk in a yellow dress
    and a white pocketbook stuffed with cigarettes,
    enough pills, my wallet, my keys,
    and being twenty-eight, or is it forty-five?
    I walk. I walk.
    I hold matches at street signs
    for it is dark,
    as dark as the leathery dead
    and I have lost my green Ford,
    my house in the suburbs,
    two little kids
    sucked up like pollen by the bee in me
    and a husband
    who has wiped off his eyes
    in order not to see my inside out
    and I am walking and looking
    and this is no dream
    just my oily life
    where the people are alibis
    and the street is unfindable for an
    entire lifetime.

    Pull the shades down -
    I don't care!
    Bolt the door, mercy,
    erase the number,
    rip down the street sign,
    what can it matter,
    what can it matter to this cheapskate
    who wants to own the past
    that went out on a dead ship
    and left me only with paper?

    Not there.

    I open my pocketbook,
    as women do,
    and fish swim back and forth
    between the dollars and the lipstick.
    I pick them out,
    one by one
    and throw them at the street signs,
    and shoot my pocketbook
    into the Charles River.
    Next I pull the dream off
    and slam into the cement wall
    of the clumsy calendar
    I live in,
    my life,
    and its hauled up
    notebooks.

    Anne Sexton
     
  6. MySelf

    MySelf Regular Member

    Απάντηση: Ποιήματα

    Δὲν ἦταν ἄλλη ἡ ἀγάπη μας
    ἔφευγε ξαναγύριζε καὶ μᾶς ἔφερνε
    ἕνα χαμηλωμένο βλέφαρο πολὺ μακρινὸ
    ἕνα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
    μέσα στὸ πρωινὸ χορτάρι
    ἕνα παράξενο κοχύλι ποὺ δοκίμαζε
    νὰ τὸ ἐξηγήσει ἐπίμονα ἡ ψυχή μας.

    H ἀγάπη μας δὲν ἦταν ἄλλη ψηλαφοῦσε
    σιγὰ μέσα στὰ πράγματα ποὺ μᾶς τριγύριζαν
    νὰ ἐξηγήσει γιατί δὲ θέλουμε νὰ πεθάνουμε
    μὲ τόσο πάθος.

    Κι ἂν κρατηθήκαμε ἀπὸ λαγόνια κι ἂν ἀγκαλιάσαμε
    μ᾿ ὅλη τὴ δύναμή μας ἄλλους αὐχένες
    κι ἂν σμίξαμε τὴν ἀνάσα μας μὲ τὴν ἀνάσα
    ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου
    κι ἂν κλείσαμε τὰ μάτια μας, δὲν ἦταν ἄλλη
    μονάχα αὐτὸς ὁ βαθύτερος καημὸς νὰ κρατηθοῦμε
    μέσα στὴ φυγή.


    Φυγή - Γιώργος Σεφέρης
     
  7. vautrin

    vautrin Contributor

    ΤΟΥΣ ΕΧΩ ΒΑΡΕΘΕΙ...WOLF BIERMANN


    Τις κρύες γυναίκες που με χαϊδεύουν,
    τους ψευτοφίλους που με κολακεύουν,
    που απ’ τους άλλους θεν παλικαριά
    κι οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά,
    σ’ αυτήν την πόλη που στα δυο έχει σκιστεί,
    τους έχω βαρεθεί.

    Και πέστε μου αξίζει μια πεντάρα,
    των γραφειοκρατών η φάρα,
    στήνει με ζήλο περισσό,
    στο σβέρκο του λαού χορό,
    στης ιστορίας τον χοντρό το κινητή,
    την έχω βαρεθεί.

    Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους,
    τους γερμανούς τους προφεσόρους,
    που καλύτερα θα ξέρανε πολλά,
    αν δεν γεμίζαν ολοένα την κοιλιά,
    υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες,
    δούλοι παχιοί, τους έχω βαρεθεί.

    Κι οι δάσκαλοι της νεολαίας γδαρτάδες,
    κόβουν στα μέτρα τους τους μαθητάδες,
    κάθε σημαίας πλαισιώνουν τους ιστούς,
    με ιδεώδεις υποτακτικούς,
    που είναι στο μυαλό νωθροί,
    μα υπακοή έχουν περισσή,
    τους έχω βαρεθεί.

    Κι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος,
    κέρδος ποτέ μα από παθήματα χορτάτος,
    που συνηθίζει στην κάθε βρωμιά,
    αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά
    κι επαναστάσεις στ’ όνειρά του αναζητεί,
    τον έχω βαρεθεί.

    Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
    υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
    κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
    με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια,
    σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
    τους έχω βαρεθεί.

    Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
    υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
    κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
    με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια,
    σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
    τους έχω σιχαθεί.


    Μετάφραση: Δημοσθένης Κούρτοβικ.


     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  8. vautrin

    vautrin Contributor

    Ο,ΤΙ ΣΕ ΣΕΝΑ ΗΤΑΝ ΒΟΥΝΟ

    Ο,τι σε σένα ήταν βουνό

    το ισοπέδωσαν

    και σκέπασαν

    την κοιλάδα σου.

    Από πάνω σου περνάει τώρα

    ένας δρόμος άνετος.

    ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΗ

    Οταν ξαναγύρισα

    είδα πως τα μαλλιά μου δεν είχαν ασπρίσει

    και χάρηκα.

    Τις δυσκολίες των βουνών τις ξεπεράσαμε τώρα έχουμε ν' αντιμετωπίσουμε

    τις δυσκολίες των πεδιάδων.

    Δύο ποιήματα του Μπέρτολτ Μπρεχτ, σε μετάφραση Πέτρου Μάρκαρη.
     
  9. mona

    mona mea_maxima_culpa

    Απάντηση: Ποιήματα

    Η φαντασία –
    απόφοιτος του Πλάστη
    γόνος του παραλογισμού
    και της υπεροψίας –

    σε κοίταξε εξονυχιστικά και είπε

    «δε μου ταιριάζεις είσαι αβλαβής.
    Σε κίνδυνο θα σε μεταμορφώσω
    με τον πιο ταχύ και αλάνθαστο τρόπο:
    αγαπώντας σε


    Θηρίο θα σε σκηνοθετήσω
    σε απόσταση μάχης

    να μου ξεφεύγουν
    οι βρυχηθμοί των ελιγμών σου
    να υπερπηδούν το λάκκο που ‘χω σκάψει
    σκεπασμένον
    με απατηλή στερεότητα κλαδιών
    ζωώδους αγριότητας».

    Έτσι έγινε
    κι έρχεσαι τώρα εσύ επίπλαστο θηρίο
    και μου ζητάς εμένα το λόγο
    με ποιο δικαίωμα σε άλλαξα
    από λαγό σε σαρκοβόρο

    λες και σ’ ερωτεύθηκα εγώ.

    Τα παράπονά σου στη φαντασία.
    Αυτή εξευρίσκει λάλημα
    όταν δεν ξημερώνει.

    Να την ευγνωμονείς.


    Αν η φαντασία δε σκηνοθετούσε
    υπαρκτόν θηριώδη τον έρωτα
    ποτέ καμιά πραγματικότης
    δε θα μας είχε αγαπήσει.

    Κική Δημουλά - Το ριψοκίνδυνο όραμα της φαντασίας
     
  10. Απάντηση: Ποιήματα

    Tάσος Λειβαδίτης- Αὐτὸ τὸ ἀστέρι εἶναι γιὰ ὅλους μας

    Θά ῾θελᾳ νὰ φωνάξω τ᾿ ὄνομά σου, ἀγάπη, μ᾿ ὅλη μου τὴν δύναμη.
    Νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ χτίστες ἀπ᾿ τὶς σκαλωσιὲς καὶ νὰ φιλιοῦνται μὲ τὸν ἥλιο
    νὰ τὸ μάθουν στὰ καράβια οἱ θερμαστὲς καὶ ν᾿ ἀνασάνουν ὅλα τὰ τριαντάφυλλα
    νὰ τ᾿ ἀκούσει ἡ ἄνοιξη καὶ νά ῾ρχεται πιὸ γρήγορα
    νὰ τὸ μάθουν τὰ παιδιὰ γιὰ νὰ μὴν φοβοῦνται τὸ σκοτάδι,
    νὰ τὸ λένε τὰ καλάμια στὶς ἀκροποταμιές, τὰ τρυγόνια πάνω στοὺς φράχτες
    νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ πρωτεύουσες τοῦ κόσμου καὶ νὰ τὸ ξαναποῦνε μ ὅλες τὶς καμπάνες τους
    νὰ τὸ κουβεντιάζουνε τὰ βράδια οἱ πλύστρες χαϊδεύοντας τὰ πρησμένα χέρια τους.
    Νὰ τὸ φωνάξω τόσο δυνατὰ
    ποὺ νὰ μὴν ξανακοιμηθεῖ κανένα ὄνειρο στὸν κόσμο
    καμιὰ ἐλπίδα πιὰ νὰ μὴν πεθάνει.
    Νὰ τ᾿ ἀκούσει ὁ χρόνος καὶ νὰ μὴν σ᾿ ἀγγίξει, ἀγάπη μου, ποτέ.
     
  11. kali crow

    kali crow Guest

    The Sick Rose by William Blake

    O Rose, thou art sick!
    The invisible worm,
    That flies in the night,
    In the howling storm,

    Has found out thy bed
    Of crimson joy;
    And his dark secret love
    Does thy life destroy.
     
  12. Amanteus

    Amanteus Regular Member

    Απάντηση: Ποιήματα

    Ρίτα Μπούμη - Παππά

    Πως ανθίσανε απόψε τα φιλιά μου

    *******************
    Πως ανθίσαν απόψε τα φιλιά μου
    Κι έγιναν τα ξερά μου χείλια κήποι
    Και στα νεκρά σκιρτήσαν σωθικά μου
    Παλιοί λησμονημένοι κάποιοι χτύποι;

    Ανέστη, θέ μου, ο πόθος του έρωτα μου,
    Που ο χωρισμός τον νέκρωσε κ' η λύπη
    Απόψε μες στην άρρωστη καρδιά μου
    Που ο πόνος κι ο καημός δεν απολείπει!

    Λουλούδια ευωδιαστά γίνανε οι πόνοι
    Και το σφιχτό μου στόμα αχνά γελάει
    Θαρρώντας πως η αγάπη το σιμώνει.

    Πιο γρήγορα το στήθος μου χτυπάει
    Από μια σκέψη που έκανα και μόνη,
    Που πέρασε σα σύννεφο και πάει.

    Πιο γρήγορα το στήθος μου χτυπάει
    Από μια σκέψη που έκανα και μόνη,
    Που πέρασε σα σύννεφο και πάει.