Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

το μολυβενιο στρατιωτακι και λοιπες αναλαμπες

Συζήτηση στο φόρουμ 'Off Topic Discussion' που ξεκίνησε από το μέλος Georgia, στις 16 Φεβρουαρίου 2008.

  1. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Περί Έρωτος

    14. "Λοιπόν, Ερυξίμαχε" είπε ο Αριστοφάνης "πράγματι έχω σκοπό να μιλήσω κάπως διαφορετικά απ' ό,τι και συ και ο Παυσανίας μιλήσατε. Έχω δηλαδή τη γνώμη, ότι η ανθρωπότητα δεν έχει αντιληφθεί καθόλου τη σπουδαιότητα του Έρωτος. Αν την εννοούσαν, θα κατασκεύαζαν προς τιμήν του μεγαλοπρεπέστατα ιερά και βωμούς και θα προσέφεραν πολύ λαμπρές θυσίες. Όχι όπως τώρα, που δεν γίνεται προς τιμήν του τίποτε, ενώ έπρεπε πρώτα απ' όλα να γίνεται. Διότι μεταξύ των θεών είναι ο μεγαλύτερος φίλος του ανθρώπου, αφού είναι βοηθός των ανθρώπων και ιατρός για όλα εκείνα, με την θεραπεία των οποίων θα υπήρχε υψίστη ευδαιμονία στο γένος των ανθρώπων. Θα προσπαθήσω λοιπόν εγώ να σας παρουσιάσω τη σημασία του και σεις πάλι γίνετε διδάσκαλοι των άλλων.

    Πρωτίστως πρέπει να καταλάβετε καλά την φύση του ανθρώπου και τις περιπέτειές της. Παλαιά δηλαδή ο οργανισμός μας δεν ήταν ο ίδιος, όπως τώρα, ήταν διαφορετικός. Πρώτα πρώτα τα φύλα των ανθρώπων ήταν τρία, και όχι όπως σήμερα δύο, αρσενικόν και θηλυκόν. Υπήρχεν ακόμη και ένα τρίτο, αποτελούμενο απ' αυτά τα δύο. Το όνομά του μένει ακόμη, το ίδιο όμως έχει εξαφανισθεί: το ανδρόγυνο. Ήταν τότε ένα ξεχωριστό φύλο, και συνδύαζε και στην εμφάνιση και στο όνομα τα δύο άλλα, το αρσενικό και το θηλυκό. Τώρα δεν υπάρχει παρά μόνον σαν λέξη και χρησιμοποιείται σαν ύβρις. Έπειτα ολόκληρος ο κορμός του κάθε ανθρώπου ήταν στρογγυλός και είχε ολόγυρα ράχη και πλευρές. Είχε τέσσερα χέρια και άλλα τόσα σκέλη και δύο πρόσωπα επάνω σ' ένα λαιμό κυλινδρικό, όμοια και απαράλλακτα, που έβλεπαν προς αντίστροφη κατεύθυνση το καθένα, και ένα κρανίο επάνω από τα δύο πρόσωπα, και αυτιά τέσσαρα και διπλά γεννητικά όργανα και όλα τ' άλλα, όπως θα μπορούσε κανείς επί τη βάσει αυτών να φαντασθεί. Μετεκινείτο δε όχι μόνον όρθιο, όπως τώρα, αν ήθελε προς την μία ή προς την αντίθετη διεύθυνση. Αλλά, όποτε αποφάσιζε να τρέξει γρήγορα, όπως οι ακροβάτες γυρίζουν τα πόδια προς τα επάνω σαν τροχός και κάνουν τούμπες, έτσι και τότε στηρίζονταν και στα οκτώ τους άκρα και μετακινούνταν πολύ γοργά περιστροφικά.

    Ο λόγος τώρα που ήσαν τρία τα φύλα και είχαν αυτή την εμφάνιση, είναι διότι το αρσενικό ήταν αρχικά γέννημα του ηλίου, το θηλυκό της γης, το ανάμεικτο της σελήνης. Αφού και η σελήνη αποτελείται και από τα δύο. Περιφερικά πάλι ήσαν και αυτά και ο τρόπος της μετακινήσεώς των, διότι ομοίαζαν με τους προγόνους τους. Η σωματική τους δύναμη και η αντοχή τους ήταν τρομερά, και είχαν απέραντη έπαρση. Τα έβαλαν μάλιστα με τους θεούς. Αυτό που διηγείται ο Όμηρος για τον Ώτο και τον Εφιάλτη, αναφέρεται σε εκείνους κυρίως: τόλμησαν να κατασκευάσουν ανάβαση προς τον ουρανό για να κτυπήσουν τους θεούς.

    15. Ο Ζευς τότε σκεπτόταν με τους άλλους θεούς, τι να τους κάμουν, και δεν εύρισκαν λύση. Να τους σκοτώσουν και με τους κεραυνούς να εξαφανίσουν το γένος τους, όπως τους Γίγαντες, δεν τους φαινόταν σωστό. Η λατρεία τότε και οι θυσίες των ανθρώπων θα χάνονταν. Ούτε πάλι να τους ανέχονται ν' ασχημονούν. Τέλος ύστερ' από πολλά είχε ο Ζεύς μια έμπνευση και τους λέγει:

    "Έχω, μου φαίνεται, ένα μέσον, ώστε και να διατηρηθεί η ανθρωπότητα και να παραιτηθεί από την αυθάδειά της: να γίνουν ασθενέστεροι. Προς το παρόν" είπε "θα τους κόψω σε δύο μέρη τον καθένα. Έτσι θα γίνουν αφ' ενός μεν ανίσχυροι, αφ' ετέρου δε χρησιμότεροι για μάς, αφού θα είναι αριθμητικώς περισσότεροι. Θα περπατούν δε ορθοί με τα δύο πόδια. Αν όμως αποδειχθεί ότι εξακολουθούν να είναι ανυπότακτοι και δεν θέλουν να καθίσουν ήσυχα, δεύτερη φορά", είπε, "θα τους χωρίσω και πάλι στα δύο, ώστε να περπατούν με το ένα σκέλος, σαν να παίζουν κουτσό".

    Είπε και άρχισε να σχίζει τους ανθρώπους σε δύο, όπως αυτοί που σχίζουν τα βερύκοκκα για να τα διατηρήσουν, ή όπως αυτοί που σχίζουν τα αυγά με την τρίχα. Τον καθένα που χώριζε, ανέθετε στον Απόλλωνα να του γυρίσει το πρόσωπο και το ήμισυ του λαιμού προς το μέρος της τομής. Έτσι θα έβλεπε ο άνθρωπος το σχίσιμό του και θα καθόταν πιο φρόνιμος. Επίσης τα άλλα τον διέταξε να τα τακτοποιήσει. Πράγματι, εκείνος γύριζε το πρόσωπο και τραβούσε το δέρμα απ' όλα τα μέρη προς το σημείο που λέγεται σήμερα κοιλία, και το έδενε όπως τα σουρωτά πουγγιά, αφήνοντας ένα στόμιο στο κέντρο της κοιλίας, αυτό που λέγουν σήμερα τον ομφαλό. Τις ρυτίδες τις άλλες τις περισσότερες τις εξομάλυνε και διευθέτησε τα στήθη μ' ένα εργαλείο, όπως αυτό που έχουν οι τσαγκάρηδες για να ισιώνουν τα ζαρώματα των δερμάτων στα καλαπόδια. Μερικές αφήκε μόνο εκεί κοντά στην κοιλιά και τον ομφαλό, να μένουν σαν ενθύμιο του τι πάθαμε κάποτε

    Μετά την διχοτόμηση λοιπόν του οργανισμού μας αναζητούσε το καθένα το άλλο ήμισυ και πήγαιναν μαζί. Τύλιγαν τότε τα χέρια τους ο ένας γύρω από τον άλλον, και έτσι σφιχταγκαλιασμένοι, γεμάτοι πόθο να κολλήσουν μαζί, εύρισκαν τον θάνατο από την πείνα και γενικά από την ανικανότητα προς οποιανδήποτε ενέργεια. Χωρισμένοι ο ένας από τον άλλον δεν δέχονταν να κάμουν τίποτα. Όποτε δε το ένα ήμισυ πέθαινε και έμενε το άλλο, αυτό που έμενε, ζητούσε ένα άλλο ν' αγκαλιάσει, είτε το ήμισυ γυναικός πλήρους ήταν (αυτό που ονομάζουμε σήμερα γυναίκα) είτε ανδρός - αυτό που εύρισκε εμπρός του. Και έτσι χάνονταν. Τους λυπήθηκε λοιπόν ο Ζεύς και μηχανεύεται άλλο τέχνασμα: μεταφέρει τα γεννητικά τους όργανα προς τα εμπρός. Ως τώρα τα είχαν και αυτά προς τα έξω και η γονιμοποίηση και γέννηση γινόταν όχι μέσα τους, αλλά στο χώμα, όπως στα τζιτζίκια. Τους τα μετέθεσε λοιπόν, όπως είπαμε, προς τα εμπρός και κανόνισε η αναπαραγωγή να γίνεται δια μέσου των οργάνων αυτών εντός των δύο φύλων, δια του αρσενικού εντός του θηλυκού. Και τούτο με την πρόθεση, ώστε με το αγκάλιασμα, αν μεν τύχει και συναντηθούν άνδρας και γυναίκα, να γονιμοποιούν και έτσι ν' αναπαράγεται το είδος. Και αν πάλι αρσενικό μ' αρσενικό, να προκαλείται επί τέλους χορτασμός της συνουσίας και να κάνουν διαλείμματα, ώστε να στραφούν προς τις εργασίες τους και να φροντίσουν και για τα υπόλοιπα ζητήματα της ζωής. Από τόσο παλαιά λοιπόν ο έρως των ανθρώπων μεταξύ των είναι ριζωμένος στη φύση τους και μας συνενώνει στην αρχική μας κατάσταση, και ζητεί να κάμει και πάλιν από τα δύο ένα και να επανορθώσει το πάθημα του ανθρωπίνου οργανισμού.

    16. Ο καθένας μας λοιπόν είν' ένα ημίτομον ανθρώπου, σχισμένος όπως είναι από ένας σε δύο, καθώς οι γλώσσες τα ψάρια. Και ζητεί διαρκώς ο καθένας το άλλο του ημίτομον. Τώρα, όσοι από τους άνδρες είν' απόκομμα από το φύλο το μεικτό, αυτό που ονομαζόταν τότε ανδρόγυνο, αυτοί είναι γυναικομανείς. Και η πλειονότητα των μοιχών από το φύλο αυτό κατάγονται. Επίσης και όσες γυναίκες είναι ανδρομανείς και άπιστοι σύζυγοι κατάγονται από το φύλο τούτο. Οι γυναίκες πάλι που είναι απόκομμα ολόκληρης γυναίκας, αυτές δεν ενδιαφέρονται και πολύ για τους άνδρες. Έχουν στρέψει την προσοχή τους μάλλον στις γυναίκες. Απ' αυτό το φύλο κατάγονται οι λεσβιάδες. Όσοι δε είναι αρσενικού απόκομμα, κυνηγούν τ' αρσενικά. Εφ' όσον μεν είναι παιδιά, αγαπούν τους άνδρες, αφού είναι τμήμα αρσενικού, και τους ευχαριστεί να κοιμούνται και να σφικταγκαλιάζονται με τους άνδρες μαζί. Και είν' αυτοί οι εκλεκτοί μεταξύ των παιδιών και των εφήβων, επειδή έχουν στην φύση τους πολύ ανδρισμό. Μερικοί βέβαια τους αποκαλούν αδιάντροπους. Αλλά δεν είν' αλήθεια. Διότι το κάνουν όχι από αναισχυντία, αλλ' από θάρρος και από γενναιότητα και από τον αρρενωπό τους χαρακτήρα. Τους ενθουσιάζει ό,τι είναι όμοιο προς την φύση τους. Απόδειξη τρανή όταν εξελιχθούν, είναι οι μόνοι που αποδεικνύονται, στα πολιτικά, άνδρες αληθινοί. Όταν δε γίνουν άνδρες, επιδίδονται στον έρωτα των παιδιών και δεν ενδιαφέρονται για τον γάμο και την απόκτηση παιδιών από φυσική κλίση, αλλά μόνον επειδή είναι ικανοποιημένοι από το έθιμο. Οι ίδιοι είναι ικανοποιημένοι να περάσουν μαζί τη ζωή τους άγαμοι. Οπωσδήποτε ένας τέτοιου είδους εξελίσσεται σε άνθρωπο γεμάτο έρωτα προς τ' αγόρια και αγάπη προς τους εραστές του, διότι πάντοτε τον ευχαριστεί ό,τι είναι συγγενές.

    Αν τύχει κάποτε μάλιστα να συναντήσει το ίδιον εκείνο το πραγματικό του ήμισυ, είτε ο παιδεραστής είτε οποιοσδήποτε άλλος, τότε πλέον η συγκίνησή τους είναι εξαιρετική από το αίσθημα στοργής, κοινής καταγωγής, έρωτος. Ούτε στιγμή, θα έλεγα, δεν δέχονται ν' αποχωρισθούν. Αυτοί είναι, που περνούν πιστοί μεταξύ τους ολόκληρη ζωή. Οι ίδιοι δεν θα ήσαν σε θέση καν να εκφράσουν, τι θέλει επί τέλους ο ένας από τον άλλον. Διότι δεν είναι καθόλου δυνατόν να πιστευθεί, ότι είναι η ερωτική απόλαυση, και ότι επομένως χάριν αυτής ευχαριστούνται ο ένας από του άλλου την συμβίωση με πάθος τόσο σφοδρό. Κάτι άλλο είναι μάλλον - το βλέπει κανείς - αυτό που θέλει και των δύο η ψυχή, κάτι που δεν μπορεί να εκφράσει. Διαισθάνεται όμως τι θέλει και το υποδηλώνει σκοτεινά. Και αν, τη ώρα που είναι πλαγιασμένοι μαζί, ερχόταν από πάνω τους ο Ήφαιστος με τα εργαλεία του και τους ρωτούσε:

    "Τι είν' αυτό που ζητείτε, άνθρωποι, ο ένας από τον άλλον;"

    Και αν εκείνοι δεν ήξεραν τι ν' απαντήσουν, και τους ρωτούσε και πάλι:

    "Θέλετε μήπως αυτό; να μείνετε μαζί ο ένας με τον άλλον όσον το δυνατόν περισσότερο, ώστε και νύκτα και ημέρα να μην αποχωρίζεσθε; Αν πράγματι αυτός είναι ο πόθος σας, τότε είμαι πρόθυμος να σας καλουπώσω και να σας σφυρηλατήσω σε ένα κομμάτι, ώστε από δύο να γίνετε αμέσως ένας, και όσον καιρό ζείτε, να ζείτε και οι δύο σας κοινή ζωή σαν ένας, και πάλι όταν πεθάνετε, εκεί κάτω στον Άδη ένας να είσθε και όχι δύο, σε ένα ταυτόχρονο θάνατο. Σκεφθείτε λοιπόν, αν αυτό είναι που ποθείτε, και αν θα μείνετε ευχαριστημένοι, αν τούτο πετύχετε".

    Μόλις ακούσει αυτά, ούτε ένας - είμαστε βέβαιοι - δεν θα έλεγε όχι, ούτε θα εκδήλωνε άλλη επιθυμία. Αντίθετα θα πίστευε, πως άκουσε απαράλλακτα ό,τι τόσο καιρό τώρα ποθούσε, να ενωθεί και να συγχωνευθεί με τον αγαπημένο του, ώστε να γίνουν ένας αντί δύο.

    Η αιτία τούτου είναι, ότι αυτή ήταν η πρωταρχική φύση και ότι κάποτε ήμασταν ολόκληροι. Του ολοκλήρου λοιπόν ο πόθος και η ορμή έχει τ' όνομα έρως. Πρωτύτερα - το επαναλαμβάνω - ήμασταν ένα. Τώρα όμως για τις αμαρτίες μας μας έχει διαμελίσει ο θεός, όπως οι Σπαρτιάτες τους Αρκάδες. Είναι φόβος μάλιστα, αν δεν είμαστε σωστοί προς τους θεούς, να μας διαμελίσει και δεύτερη φορά και να γυρίζουμε τότε σε κατάσταση ανάλογη με τις ανάγλυφες μορφές, που εικονίζονται κατά κρόταφον στις στήλες, πριονισμένοι στο μέσον από τη μύτη, στο κατάντημα διχοτομημένου αστραγάλου.

    Για τους λόγους τούτους πρέπει ο ένας τον άλλον να συμβουλεύει, να έχει σεβασμό προς τους θεούς, ώστε ν' αποφύγουμε εκείνα, να πραγματοποιήσουμε δε τα άλλα, καθώς ο Έρως είναι οδηγητής μας και κυβερνήτης μας. Εναντίον αυτού κανείς να μην αντιδρά, και αντιδρά όποιος επισύρει το μίσος των θεών. Ενώ αν γίνουμε αγαπημένοι του θεού και ειρηνεύσουμε μαζί του, θ' ανακαλύψουμε και θα επικοινωνήσουμε με τους αγαπημένους μας, τους πραγματικά δικούς μας, πράγμα το οποίο λίγοι σήμερα κατορθώνουν.

    Και ας μη νομίσει ο Ερυξίμαχος, για να γελοιοποιήσει την ομιλία μου, πως αναφέρομαι στον Παυσανία και τον Αγάθωνα. Δυνατόν ν' ανήκουν και αυτοί σε εκείνους και να είναι και οι δύο φύσεως αρσενικής. Αλλ' εγώ μιλώ για όλους ανεξαιρέτως, άνδρες και γυναίκες, ότι μόνον κατ' αυτόν τον τρόπον το γένος μας θα επετύγχανε ευδαιμονία, αν δηλαδή φθάσουμε στο φυσικό αποτέλεσμα του έρωτος και βρει ο καθένας μας τον αγαπημένο τον δικό του, ώστε να επανέλθει στην πρωταρχική κατάσταση. Και αν είναι αυτό το ιδεώδες, εκείνο που ευρίσκεται πλησιέστατα προς αυτό στην παρούσα κατάσταση των πραγμάτων, είναι κατ' ανάγκη το καλύτερο. Και αυτό είναι να επιτύχει κανείς αγαπημένο, γεννημένο σύμφωνα με τις προτιμήσεις του.

    Τούτου τον δωρητή θεό αν θέλουμε να υμνήσουμε, τον Έρωτα είναι δίκαιο να υμνήσουμε, ο οποίος και στο παρόν μας προσφέρει πλήθος ευεργεσίες, σαν οδηγητής προς τις συγγενείς μας φύσεις, και για το μέλλον μας χαρίζει πλούσιες ελπίδες, εφ' όσον εμείς αποδίδουμε προς τους θεούς σεβασμό, να μας επαναφέρει στην αρχική μας κατάσταση και να μας θεραπεύσει, να μας καταστήσει κατ' αυτόν τον τρόπον μακαρισμένους και ευτυχείς.

    Αυτός, Ερυξίμαχε", είπε "είναι ο λόγος μου περί του Έρωτος, διαφορετικός από τον δικό σου. Και συ - σου υπέβαλα ήδη την παράκληση - μη ζητήσεις να τον διακωμωδήσεις, ώστε ν' ακούσουμε τι θα πει ο καθένας από τους υπόλοιπους, ή μάλλον από τους δύο. Διότι μόνο ο Αγάθων και ο Σωκράτης μένουν".
     
  2. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Ασκητική

    Περπατώ στ' αφρόχειλα της άβυσσος και τρέμω. Δύο φωνές μέσα μου παλεύουν.
    Ο νούς : "Γιατί να χανόμαστε κυνηγώντας το αδύνατο; Μέσα στον ιερό περίβολο των πέντε αιστήσεων χρέος μας ν' αναγνωρίσουμε τα σύνορα του ανθρώπου."
    Μα μια άλλη μέσα μου φωνή, ας την πούμε έχτη δύναμη, ας την πούμε καρδιά, αντιστέκεται και φωνάζει : "Όχι ! Όχι ! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου ! Να σπας τα σύνορα ! Ν' αρνιέσαι ο,τι θωρούν τα μάτια σου ! Να πεθαίνεις και να λες : Θάνατος δεν υπάρχει ! "

    ~

    Είμαι ενα πλάσμα εφήμερο, αδύναμο, καμωμένο από λάσπη κι ονείρατα. Μα μέσα μου νογώ να στροβιλίζουνται όλες οι δυνάμεις του Σύμπαντου.
    Θέλω μια στιγμή, προτού με συντρίψουν, ν' ανοίξω τα μάτια μου και να τις δω. Άλλο σκοπό δεν δίνω στην ζωή μου.
    Θέλω να βρω μια δικαιολογία για να ζήσω και να βαστάξω το φοβερό καθημερινό θέαμα της αρρώστιας, της ασκήμιας, της αδικίας και του θανάτου.

    ~

    Γλίτωσε από την απλοϊκή άνεση του νού που βάνει τάξη κι ελπίζει να υποτάξει τα φαινόμενα. Γλίτωσε από τον τρόμο της καρδιάς που ζητάει κι ελπίζει να βρει την ουσία.
    Νίκησε το στερνό, τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα.Τούτο είναι το τρίτο χρέος.

    ~

    Χρέος σου, ήσυχα, χωρίς ελπίδα, με γενναιότητα, να βάνεις πλώρα κατά την άβυσσο. Και να λες : "Τίποτα δεν υπάρχει ! "
    Τίποτα δεν υπάρχει ! Μήτε ζωή, μήτε θάνατος. Κοιτάζω την ύλη και το νού σα ύο ανύπαρχτα ερωτικά φαντάσματα να κυνηγιούνται, να σμίγουν, να γεννούν και ν' αφανίζουνται, και λεω : "Αυτό θέλω ! "
    Ξέρω τώρα ' δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νού κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος. Αυτό θέλω. Δεν θέλω τίποτα άλλο. Ζητούσα ελευτερία.

    ~

    Μια δύναμη μέσα σου, ανώτερή σου, διαπερνάει συντρίβοντας το κορμί σου και το νού σου και φωνάζει : "Παίξε το τωρινό και το σίγουρο, παίξε το για το μελλούμενο και το αβέβαιο !
    Μην κρατάς τίποτα για υστερνή. Μου αρέσει ο κίντυνος. Μπορεί να χαθούμε, μπορεί να σωθούμε. Μη ρωτάς ! Απίθωνε κάθε στιγμή στα χέρια του κιντύνου τον κόσμο όλον ! Εγώ, ο σπόρος του αγέννητου, τρώγω τα σωθικά της ράτσας σου και φωνάζω ! "

    ~

    Η ουσία του Θεού μας είναι ο ΑΓΩΝΑΣ. Μέσα στον αγώνα τούτον ξετυλίγουνται και δουλεύουν αιώνια, ο πόνος, η χαρά κι η ελπίδα.

    ~

    Ο Θεός μου δεν είναι...



    .
     
  3. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Τακ
    Τακ

    Σιωπή.

    Τακ
    Τακ

    Η κραυγή μέσα της, τώρα πια ακουγόταν σαν το ζουζούνισμα μιας φυλακισμένης σε γυάλινο βάζο πασχαλίτσας.

    Κράτησε τα μάτια της κλειστά. Ήθελε να δει χωρίς την βοήθειά τους.

    Ήταν κρεμασμένη από τα χέρια. Τραχύ σκοινί τυλιγόταν σφικτά στους καρπούς της. Τα χέρια της, τεντωμένα από το βάρος του κορμιού της, είχαν μουδιάσει και οι μύες δεν μπορούσαν πια να την υπακούσουν.

    Προσπάθησε να κουνήσει τον κορμό και τα πόδια της. Ένας καυτός πόνος τρύπησε τις ρώγες της και χώθηκε βαθειά μέσα στην καρδιά της.

    Ούρλιαξε.

    Τακ
    Τακ

    Ανάσαινε βαριά. Δάκρυα κυλούσαν από τα κλειστά της μάτια.

    Οι ρώγες της ήταν πρησμένες και φρέσκο αίμα τις πότιζε.
    Η κοιλιά της, τα πόδια της, ήταν γεμάτα κόκκινα σημάδια, πληγές και ξεραμένο αίμα.
    Ο βρώμικος καθρέφτης πίσω της αποκάλυπτε μια μαστιγωμένη πλάτη και έναν άσχημα μελανιασμένο κώλο.

    Το χώμα από κάτω της είχε ποτίσει από το αίμα και τα δάκρυά της.

    Τακ
    Τακ

    Σιγά-σιγά ο πόνος έγινε λιγότερο οξύς και η ανάσα της άρχισε να ηρεμεί.

    Μύρισε.
    Η βαριά μεταλλική μυρωδιά του αίματος ήταν το κύριο συστατικό του αέρα γύρω της. Την ακολούθησε η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος, δέρματος και καμένου.
    Ο αέρας ήταν υγρός και πηχτός. Σαν να χανόταν σιγά-σιγά το οξυγόνο γύρω της.

    Στο στόμα είχε την γεύση των δακρύων της και των υγρών του.

    Αυτός ο ήχος..

    Τακ
    Τακ

    Η εικόνα ήταν προκλητική.
    Έτσι όπως κρεμόταν μπορούσες να ξεχωρίσεις κάθε της οστό.
    Το λευκό δέρμα της βαμμένο κόκκινο.
    Το στήθος της πιεσμένο από τα κλιπς που φρικτά σφίγγονταν πάνω στις ρώγες της και, δεμένα γύρω από το στέρνο της, ακολουθούσαν κάθε δυνατή της ανάσα.

    Σηκώθηκε.

    Τακ
    Τακ

    Κάτι ένιωσε γύρω της,
    Κράτησε τα μάτια της κλειστά.
    Προσπάθησε να καταλαγιάσει την έντονη έξαψη που ένιωσε.

    Ήταν αυτός.

    Τον ένιωθε να γυρνά γύρω της σαν το πεινασμένο σαρκοβόρο. Τον ένιωθε να μυρίζει το αέρα γύρω τους, να γεύεται την μυρωδιά του αίματος, του ιδρώτα, των δακρύων, των υγρών, του πόνου, του φόβου, του ερεθισμού.

    Τον ένιωθε να την πλησιάζει.

    Τακ
    Τακ


    Στάθηκε πίσω της. Άπλωσε τα χέρια του και άγγιξε τα σημάδια της πλάτης της. Η δυνατή ανάσα που πήρε, ξαφνιασμένη από το άγγιγμα και τον πόνο, τέντωσε το σκοινί που σφιγγόταν γύρω της.
    Ελευθέρωσε αμέσως την ανάσα της και παγώνοντας για λίγο, άρχισε να αναπνέει διστακτικά.

    Πέρασε το δάχτυλό του πάνω από τις χαρακιές. Έδιωξε το ξεραμένο αίμα για να τρέξει το ζωντανό. Σε κάθε υγρή πληγή, έδινε κι από ένα φιλί.

    Πλησίασε κι άλλο, την αγκάλιασε και πέρασε τα χέρια του μπροστά της.
    Χάιδεψε απαλά το στήθος της, χωρίς να της πονέσει τις ρώγες.
    Προσπέρασε απαλά την κοιλιά της και κατέβηκε ανάμεσα στο πόδια της.

    Την ένιωσε να σφίγγεται καθώς χάιδευε τα χείλη της,
    Ήταν ακόμη υγρά.
    Το αίμα εκεί δεν είχε σταματήσει να κυλά.

    Έκλεισε τα μάτια του...
     
  4. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Ο μύθος του Σίσυφου

    [...]

    Αλλά, εάν είναι δύσκολο να καθορίσουμε ακριβώς τη στιγμή κατά την οποία το πνεύμα ξεκίνησε για τον θάνατο, είναι πιο εύκολο να αντλήσουμε από την ίδια την αυτοκτονία τα συμπεράσματα που μας αναγκάζει να βγάλουμε.
    Από μια άποψη, το να σκοτωθείς, σημαίνει, όπως στο μελόδραμα, πως αναγνωρίζεις κάτι. Σημαίνει οτι αναγνωρίζεις πως νικήθηκες απ' τη ζωή ή πως δεν την καταλαβαίνεις.
    Ας μην προχωρούμε όμως τόσο μακριά μ' αυτές τις αναλογίες κι ας επιστρέψουμε στις συνηθισμένες εκφράσεις.
    Σημαίνει μονάχα πως αναγνωρίζεις οτι "δεν αξίζει τον κόπο" να ζεις.
    Φυσικά, η ζωή δεν είναι ποτέ εύκολη. Συνεχίζουμε να κάνουμε τις χειρονομίες που υπαγορεύει η ύπαρξη για πολλούς λόγους, αλλά ο κυριότερος είναι η συνήθεια.
    Το να πεθαίνεις θεληματικά σημαίνει πως την ίδια στιγμή αναγνωρίζεις το γελοίο χαρακτήρα αυτής της συνήθειας, την απουσία κάθε βαθιάς αιτίας, τον ανόητο χαρακτήρα της καθημερινής κίνησης και τη ματαιότητα του πόνου.
    Ποιό είναι, λοιπόν, αυτό το ακαθόριστο συναίσθημα που στερεί το πνεύμα απ' τον αναγκαίο για τη ζωή ύπνο?


    [...]
     
  5. puppetmaster

    puppetmaster Regular Member

    Αν και απρόσκλητος, θα καταχραστώ τη φιλοξενία της νηματοθέτριας
    για μια μικρή ιστορία.
    Πάνω από 150 λέξεις. Είδος που δεν ταξινομείται εύκολα, γιατί έχω
    διαπιστώσει ότι ο καθένας τείνει να βλέπει διαφορετικά πράγματα μέσα από αυτήν.
    ...
    ============================================================================
    Ένας κλέπτης* συνήθως επιθυμεί τα πλέον πολύτιμα**.
    Η ιστορία αυτή είναι κλεμμένη από έναν νεκρό...
    ============================================================================






    Σ’ ένα σύδεντρο (藪の中, Yabu no Naka)

     ​





    Κατάθεση ενός ξυλοκόπου στον Διευθυντή της Αστυνομίας
    ΜΑΛΙΣΤΑ Κύριε. Εγώ ήμουν που βρήκα το πτώμα. Σήμερα το πρωί, όπως κάθε μέρα,
    πήγα να κόψω την επιτρεπόμενη ποσότητα από τους ξυλεύσιμους κέδρους,
    όταν αντίκρισα το πτώμα σ’ ένα σύδεντρο, σε μια φαρδιά τάφρο ανάμεσα στα βουνά.
    Το ακριβές σημείο;
    Γύρω στα 150 μέτρα απ’ τον καρόδρομο της Γιαμασίνα. Εκεί είναι ένα
    ξέμακρο σύδεντρο από μπαμπού και κέδρους. Το πτώμα κειτόταν ανάσκελα
    και φορούσε ένα γαλαζωπό μεταξωτό κιμονό κι’ ένα τσαλακωμένο μαντήλι στο
    κεφάλι με τον τρόπο που συνηθίζεται στο Κυότο. Στο στήθος είχε ένα τραύμα
    από ένα και μόνο τρύπημα του σπαθιού. Τα φύλλα από τα μπαμπού, που ήταν
    πεσμένα ολόγυρα, ήταν βαμμένα από ματωμένους ανθούς. Όχι. Το αίμα είχε
    σταματήσει να τρέχει. Πιστεύω οτι η πληγή πρέπει να είχε στεγνώσει.
    Α ναι! Ήταν και μια αλογόμυγα κολλημένη δίπλα στην πληγή, που ούτε έδωσε
    σημασία στα βήματα μου.
    Με ρωτάτε αν είδα κανένα σπαθί ή κάτι τέτοιο;
    Όχι. Τίποτε, Κύριε. Το μόνο που βρήκα ήταν ένα σκοινί, στη ρίζα ενός
    κέδρου, εκεί κοντά. Α ναι! Εκτός από το σκοινί, βρήκα και μια χτένα.
    Τίποτε άλλο. Θα πρέπει να είχε παλέψει πριν δολοφονηθεί, γιατί το χορτάρι
    και τα χαμόκλαδα γύρω ήταν ποδοπατημένα.
    «Είδες κανένα άλογο εκεί κοντά;»
    Όχι Κύριε. Εδώ δυσκολεύεται να μπει άνθρωπος εκεί μέσα, όχι άλογο.




    Κατάθεση ενός περιπλανώμενου Βουδιστή ιερέα στον Διευθυντή της Αστυνομίας
    Ώρα; Είμαι βέβαιος οτι πρέπει να ‘ταν γύρω στο μεσημέρι χτες, Κύριε.
    Βρισκόταν ο δύστυχος στο δρόμο που πάει από τη Σεκιγιάμα στη Γιαμασίνα.
    Περπατούσε προς την κατεύθυνση της Σεκιγιάμα. Μαζί του ήταν μια γυναίκα,
    που αργότερα έμαθα οτι ήταν η σύζυγος του, καβάλα σ’ ένα άλογο. Το
    πρόσωπο της κρυβόταν από ένα μαντήλι ριγμένο στο κεφάλι. Το μόνο που
    μπόρεσα να ξεχωρίσω, ήταν το χρώμα των ρούχων της. Ήταν ανοιχτό μωβ,
    λιλά. Το άλογο της ήταν καστανότριχο, με όμορφη χαίτη.
     
    Τι ύψος είχε η κυρία;
    Ήταν πολύ ψηλή. Γύρω στο 1.75 θα ‘λεγα. Μιας και είμαι ένας απλός
    Βουδιστής ιερέας, δεν πρόσεξα πολλές λεπτομέρειες στην εμφάνιση της.
    Ο άντρας πάντως ήταν οπλισμένος με ξίφος, τόξο και βέλη. Το θυμάμαι ότι
    είχε τουλάχιστον καμιά εικοσαριά βέλη στη φαρέτρα του.
     
    Δεν το περίμενα καθόλου οτι αυτή θα ήταν η μοίρα του. Αληθινά, η ζωή ενός
    ανθρώπου είναι τόσο φευγαλέα όσο μια αστραπή ή όσο η πρωινή πάχνη που
    στεγνώνει στον καυτό ήλιο. Τα λόγια μου δεν αρκούν για να εκφράσουν τη
    λύπη μου γι’ αυτόν.




    Κατάθεση ενός χωροφύλακα στον Διευθυντή της Αστυνομίας
    Το μούτρο που συνέλαβα; Είναι ένας διαβόητος ληστής που ακούει στο όνομα
    Ταζομάρου. Όταν τον έπιασα, τον είχε γκρεμίσει πάνω στις πέτρες το άλογο
    του και μετά βίας σερνόταν. Βογκούσε πάνω στη γέφυρα του Αουαταγκούτσι.
    Τι ώρα ήταν;
    Νωρίς χθες το βράδυ. Θα πρέπει επίσης ν’ αναφέρω ότι είχα προσπαθήσει και
    τις προάλλες να τον συλλάβω, αλλά δυστυχώς κατάφερε να μου ξεφύγει.
    Φορούσε σκούρο μπλε μεταξωτό κιμονό και είχε περασμένο στη ζώνη του
    daitō (μακρύ ξίφος).
     
    Κι’ όπως βλέπετε, απ’ όσα είχε πάνω του, κάπου βρήκε τόξο και βέλη.
    Λετε οτι μοιάζουν μ’ εκείνα που είχε ο μακαρίτης;
    Τότε αυτός θα πρέπει να είναι ο δολοφόνος. Ο Ταζομάρου. Το τόξο με τις
    τυλιγμένες δερμάτινες λουρίδες, η μαύρη λουστραρισμένη φαρέτρα, τα
    δεκαεπτά βέλη τελειωμένα με φτερά γερακιού – όλα αυτά τα είχε επάνω του
    νομίζω.
    Μάλιστα Κύριε. Όπως είπατε κι’ εσείς. Το άλογο ήταν καστανότριχο, με
    όμορφη πυκνή χαίτη. Το βρήκα να βόσκει στην άκρη του δρόμου, λίγο πιο
    πέρα απ’ την πέτρινη γέφυρα με το μακρύ του γκέμι να κρέμεται κάτω. Το
    οτι τον πέταξε κάτω το άλογο, είναι σίγουρα σημάδι της Θείας Πρόνοιας.
    Απ’ όλους τους ληστές που λυμαίνονται τα περίχωρα του Κυότο, αυτός ο
    Ταζομάρου υπήρξε ο μεγαλύτερος φόβος και τρόμος για τις γυναίκες της
    πόλης. Το περασμένο φθινόπωρο, βιάστηκε μια παντρεμένη γυναίκα κι’ ένα
    νέο κορίτσι που είχαν έρθει στο βουνό για να προσκυνήσουν στο Ναό
    Τορίμπε. Υπάρχουν υποψίες οτι αυτός το έκανε. Εάν πράγματι αυτός
    δολοφόνησε τον άνδρα, ένας Θεός ξέρει τι μπορεί να έκανε στη γυναίκα του.
    Ίσως θα ‘ταν σκόπιμο, η Εντιμότητα Σας, να εξετάσει κι’ αυτό το θέμα.




    Κατάθεση μιας γριάς γυναίκας στον Διευθυντή της Αστυνομίας
    Μάλιστα Κύριε.
    (Κλαίει...)
    Αυτό το σώμα που κείτεται εδώ, είναι ο άνδρας που παντρεύτηκε την κόρη μου.
    Όχι, δεν καταγόταν απ’ το Κυότο. Ήταν σαμουράι στην πόλη Κόκουφου της
    επαρχίας Ουακάσα. Ονομαζόταν Καναζάουα Νο Τακέχικο και ήταν είκοσι έξι
    χρονών. Ήταν ήσυχος άνθρωπος και είμαι σίγουρη οτι ποτέ δεν είχε κάνει
    κάτι για να προκαλέσει το θυμό κάποιου άλλου.
    Η θυγατέρα μου; Ονομάζεται Μασάκο και είναι είκοσι χρονών. Είναι μια
    ζωηρή, κεφάτη κοπέλα, αλλά είμαι σίγουρη οτι ποτέ δεν έκανε κάτι με
    κάποιον άλλο άνδρα που θα μπορούσε να ντροπιάσει τον Τακέχικο. Έχει ένα
    μακρουλό πορσελανένιο πρόσωπο και πράσινα μάτια σαν να ‘ναι καμωμένα από
    νεφρίτη.
     
    Χθες, έφυγαν με τον Τακέχικο για την Ουακάσα. Τι συμφορά κι’ αυτή, να
    τελειώσουν τόσο άσχημα τα πράγματα!
    Τι απέγινε η κορούλα μου;
    (Κλαίει με αναφιλητά...)
    Εντάξει...δεν μπορώ παρά να δεχτώ το χαμό του γαμπρού μου...
    Τρέμω όμως Κύριε για την κόρη μου. Τρέμω για την τύχη της...
    Για όνομα του Θεού!
    Μην αφήσετε πέτρα όρθια ώσπου να τη βρείτε!
    Τον μισώ αυτόν τον κακούργο...τον Ταζομάρου ή όπως αλλιώς τον λένε!
    Όχι μόνο τον γαμπρό μου...
    Αλλά και την κόρη μου;
    (Η φωνή της πνίγεται σε δυνατά αναφιλητά...)




    Η ομολογία του Ταζομάρου
    Αυτόν τον σκότωσα! Ναι, τον σκότωσα!
    Όχι όμως τη γυναίκα του!
    Που έχει πάει;
    Που θέλετε να ξέρω; Α, για μια στιγμή! Όσο και να με βασανίσετε, δεν
    μπορώ να ομολογήσω κάτι που δεν ξέρω. Μια που έφτασαν ως εδώ τα πράγματα, θα σας τα πω όλα!
    Τους αντάμωσα χτες, λίγο μετά το μεσημέρι. Αμέσως μόλις τους αντίκρισα,
    φύσηξε μια πνοή ανέμου και σήκωσε το μαντήλι από το πρόσωπο της. Μόνο μια
    ματιά πρόλαβα να ρίξω γιατί σκεπάστηκε αμέσως. Έμοιαζε με άγγελο. Το πήρα
    αμέσως απόφαση να την κάνω δική μου, ακόμα και αν αυτό σήμαινε οτι έπρεπε
    να σκοτώσω τον άντρα της.
    Γιατί; Για μένα ένας φόνος δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία όσο ίσως
    νομίζετε. Όταν αρπάζεις μια γυναίκα, ο άντρας της πρέπει να σκοτωθεί έτσι
    κι’ αλλιώς. Εγώ όταν σκοτώνω, χρησιμοποιώ το σπαθί που έχω στη ζώνη μου.
    Γιατί δηλαδή; Είμαι ο μόνος που σκοτώνει ανθρώπους; Εσείς δεν
    χρησιμοποιείτε τα σπαθιά σας; Εσείς σκοτώνετε τον κόσμο με τη δύναμη σας,
    με τα λεφτά σας. Μερικές φορές σκοτώνετε ανθρώπους με το πρόσχημα οτι
    θέλετε το καλό τους. Είναι αλήθεια ότι δεν ματώνουν˙ χαίρουν άκρας
    υγείας, αλλ’ αυτό δεν σημαίνει ότι δεν τους έχετε σκοτώσει. Δεν ξέρω αν
    τα δικά μου εγκλήματα είναι μεγαλύτερα από τα δικά σας...
    (Γελά ειρωνικά...)
    Καλό θα ‘ταν βέβαια να μπορούσα να αρπάξω τη γυναίκα χωρίς να σκοτώσω τον
    άντρα της. Έτσι αποφάσισα να του την πάρω και να κάνω ό,τι μπορώ για να
    μην τον σκοτώσω. Κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει στον καρόδρομο της
    Γιαμασίνα. Έτσι κατάφερα να τους παρασύρω προς τα βουνά.
    Δεν ήταν δύσκολο. Συνεχίσαμε το ταξίδι μαζί. Τους είπα πως είχα
    ανακαλύψει μια παλιά κρυψώνα, εκεί ψηλά στο βουνό, την είχα ανοίξει και
    είχα βρει πολλούς καθρέφτες και σπαθιά. Συνέχισα, λέγοντας τους ότι τα
    ‘χα θάψει όλα σ’ ένα σύδεντρο πίσω απ’ το βουνό κι’ ότι ήθελα να τα
    πουλήσω πολύ φτηνά, σ’ όποιον θα ‘θελε να τ’ αγοράσει. Έπειτα...
    Είδατε τι φοβερό πράγμα είναι η ανθρώπινη αδυναμία; Η πλεονεξία; Εκείνος
    είχε αρχίσει να δελεάζεται απ’ τα λόγια μου, πριν καλά - καλά το
    καταλάβει. Σε λιγότερο από μισή ώρα, μ’ ακολουθούσαν με το άλογο τους
    προς το βουνό.
    Όταν φτάσαμε μπροστά στο σύδεντρο, τους είπα ότι εκεί ήταν θαμμένος ο
    θησαυρός κι’ ότι – αν ήθελαν – μπορούσαν να ‘ρθουν να τον δουν. Ο άντρας
    δεν είχε αντίρρηση – τον είχε τυφλώσει η απληστία. Η γυναίκα είπε οτι θα
    περίμενε καβάλα στο άλογο της. Ήταν φυσικό να πει κάτι τέτοιο, όταν είδε
    πόσο πυκνό ήταν το σύδεντρο. Για να πω την αλήθεια, το σχέδιο μου πήγαινε
    ακριβώς όπως το είχα σκεφτεί: μπήκα στο σύδεντρο μαζί του κι’ αφήσαμε τη
    γυναίκα μόνη της.
    Το σύδεντρο στην αρχή του αποτελείται μόνο από μπαμπού. Πενήντα περίπου
    μέτρα πιο κάτω, υπάρχει μια συστάδα από κέδρους. Ήταν ότι έπρεπε για το
    σκοπό μου. Καθώς προχωρούσαμε, του είπα ένα απίστευτο ψέμα: ότι ο
    θησαυρός ήταν θαμμένος κάτω από τους κέδρους. Κι’ όμως δεν έφερε την
    παραμικρή αντίρρηση. Τόσο τυφλωμένος ήταν. Μετά από λίγο, τα μπαμπού
    αραίωσαν και φτάσαμε στην πρώτη σειρά από κέδρους. Τη στιγμή που
    κοντοστάθηκε, του χίμηξα από την αδύνατη πλευρά του. Ήταν καλός ξιφομάχος
    και είχε αρκετή δύναμη. Η δύναμη όμως δεν αρκεί για ν’ αντιμετωπίσει
    κανείς το απρόβλεπτο. Η πείρα μου το δίδαξε αυτό. Κοκάλωσε και δεν
    μπόρεσε ν’ αντιδράσει. Σε λίγο τον είχα δέσει στη ρίζα ενός κέδρου. Που
    βρήκα το σκοινί; Δόξα να ‘χει ο Θεός, επειδή είμαι ληστής, είχα ένα
    σκοινί μαζί μου, γιατί όλο και κάποιον τοίχο αναγκάζομαι να σκαρφαλώσω.
    Φυσικά δεν δυσκολεύτηκα να του βουλώσω το στόμα με μερικά φύλλα από
    μπαμπού.
    Μόλις ξεμπέρδεψα μαζί του, πήγα στη γυναίκα του και της ζήτησα να ‘ρθει
    να τον δει, επειδή τον είχε πιάσει μια ξαφνική αδιαθεσία. Περιττό να πω
    ότι κι’ αυτό το κόλπο μου έπιασε. Βγάζοντας το ψάθινο της, μου έδωσε το
    χέρι της και την οδήγησα στο βάθος του σύδεντρου. Τη στιγμή που αντίκρισε
    το σύζυγο της δεμένο, τράβηξε ένα tantō (μακρύ μαχαίρι).
     
    Ποτέ μου δεν έχω ξαναδεί γυναίκα τόσο μανιασμένη. Αν δεν ήμουν
    προετοιμασμένος, θα την είχα φάει στα πλευρά. Τραβήχτηκα στο πλάι, αλλά
    εκείνη συνέχισε τις προσπάθειες της να με χτυπήσει. Θα μπορούσε να με
    είχε τραυματίσει σοβαρά ή και να με σκοτώσει ακόμα. Είχε να κάνει όμως με
    τον Ταζομάρου. Κατάφερα να της πετάξω απ’ τα χέρια το μαχαίρι, χωρίς να
    τραβήξω το δικό μου ξίφος. Ακόμα και η πιο δυνατή γυναίκα, νοιώθει
    ανυπεράσπιστη χωρίς όπλο. Στο τέλος μπόρεσα να ικανοποιήσω τον πόθο μου,
    χωρίς να πάρω τη ζωή του άντρα της.
    Ναι...χωρίς να πάρω τη ζωή του. Δεν ήθελα να τον σκοτώσω. Ήμουν έτοιμος
    να εξαφανιστώ, όταν εκείνη, με δάκρυα στα μάτια, γαντζώθηκε απελπισμένα
    από το μπράτσο μου. Με σπασμένη φωνή, μου είπε ότι πρέπει να πεθάνει ή ο
    άντρας της ή εγώ. Γι’ αυτήν, ήταν χειρότερο κι’ απ’ το θάνατο να
    γνωρίζουν δύο άντρες τη ντροπή της. Στο τέλος, κατόρθωσε να ψελλίσει ότι
    θ’ ανήκε σε όποιον από τους δύο μας επιζούσε. Ήταν η πρώτη φορά που
    θέλησα πραγματικά να τον σκοτώσω...
    (Τα μάτια του σκοτείνιασαν καθώς ξεστόμισε αυτά τα λόγια...)
    Ο τρόπος που μιλάω με κάνει οπωσδήποτε να φαίνομαι σκληρότερος από σας.
    Αυτό συμβαίνει μόνο και μόνο επειδή εσείς δεν είδατε το πρόσωπο της.
    Ιδίως το πως έκαιγαν τα μάτια της εκείνη τη στιγμή. Όταν ενώθηκαν οι
    ματιές μας, ήθελα να γίνει δικιά μου ακόμα κι’ αν με χτυπούσε
    αστροπελέκι. Ήθελα να την κάνω δικιά μου...μόνο αυτή τη σκέψη είχα στο
    μυαλό μου. Δεν ήταν μόνο πόθος, όπως ίσως νομίζετε. Αν δεν ήταν τίποτ’ άλλο
    από πόθος, δεν θα με πείραζε καθόλου να της δώσω μια σπρωξιά και να
    σηκωθώ να φύγω. Έτσι δεν θα λέρωνα το σπαθί μου με το αίμα του. Την
    στιγμή όμως εκείνη, που είδα το πρόσωπο της μέσα στο σκοτεινό σύδεντρο,
    αποφάσισα να μην φύγω από ‘κει αν δεν τον σκότωνα.
    Φυσικά δεν ήθελα να τον σκοτώσω με άνανδρο τρόπο. Τον έλυσα και του είπα
    να μονομαχήσουμε. Το σκοινί που βρήκατε στη ρίζα του κέδρου είναι το
    σκοινί που τον έδεσα. Μανιασμένος από θυμό, τράβηξε το ξίφος του και –
    γρήγορα σαν αστραπή – όρμησε καταπάνω μου, χωρίς να βγάλει ούτε λέξη.
    Περιττεύει να σας πω ποιο ήταν το αποτέλεσμα της μάχης. Η εικοστή τρίτη
    σπαθιά ήταν...παρακαλώ θυμηθείτε το αυτό. Ακόμα μου κάνει εντύπωση.
    Κανένας δεν έχει αντέξει μαζί μου περισσότερο από είκοσι σπαθιές!
    (...Χαμογελάει αυτάρεσκα...)
    Όταν εκείνος έπεσε, στράφηκα προς το μέρος της, χαμηλώνοντας το ματωμένο
    σπαθί μου. Προς μεγάλη μου όμως έκπληξη, διαπίστωσα πως είχε εξαφανιστεί.
    Αναρωτήθηκα που είχε πάει. Τη γύρεψα στη συστάδα των κέδρων. Τέντωσα τ’
    αυτιά μου, αλλά το μόνο που άκουσα ήταν τα βογκητά του αντιπάλου μου.
    Φαίνεται πως – μόλις διασταυρώσαμε τα ξίφη μας – εκείνη έτρεξε μέσα απ’
    το σύδεντρο να ζητήσει βοήθεια. Όταν το σκέφτηκα αυτό, αποφάσισα πως ήταν
    για μένα ζήτημα ζωής και θανάτου. Έτσι του άρπαξα το σπαθί, το τόξο και
    τα βέλη κι’ έτρεξα προς το δρόμο του βουνού. Εκεί βρήκα το άλογο της
    λυτό, να βόσκει ακόμα. Θα ξοδέψω άδικα τα λόγια μου αν σας πω
    περισσότερες λεπτομέρειες. Πριν μπω στην πόλη, είχα ήδη ξεφορτωθεί το
    σπαθί μου. Δεν έχω τίποτε άλλο να πω!
    Το ξέρω ότι το κεφάλι μου είναι ήδη στην αγχόνη!
    Εμπρός λοιπόν! Καταδικάστε με σε θάνατο!
    (...Φωνάζει με προκλητικό ύφος)




    Η ομολογία μιας νεαρής γυναίκας που βρέθηκε να κρύβεται στο Ναό Σιμίζου
    Αυτός ο άντρας με το μπλε μεταξωτό κιμονό με χτύπησε και με έριξε καταγής.
    Με γύρισε μπρούμυτα πιέζοντας με το γόνατο του στη μέση μου για να μην
    μπορώ να ξεφύγω και με το μαχαίρι του έκοψε τα ρούχα μου. Αφού με
    ανάγκασε να του παραδοθώ, γύρισε και κοίταξε τον δεμένο σύζυγο μου που
    έβλεπε τα πάντα, γελώντας κοροϊδευτικά. Πόσο τρομοκρατημένος θα πρέπει
    να ‘ταν ο άντρας μου! Όσο κι’ αν πάλευε όμως να ελευθερωθεί, τόσο το σκοινί
    χωνόταν όλο και βαθύτερα στις σάρκες του. Παρά το μαρτύριο μου, έτρεξα
    τρεκλίζοντας κοντά του. Ή μάλλον, προσπάθησα να τρέξω, γιατί ο βιαστής
    μου με άρπαξε απ’ τα μαλλιά και με πέταξε αμέσως κάτω. Ακριβώς εκείνη τη
    στιγμή, είδα μια απερίγραπτη λάμψη στα μάτια του συζύγου μου. Κάτι το
    ανείπωτο...τα μάτια του με κάνουν και τρέμω ακόμα και τώρα. Αυτή η
    στιγμιαία ματιά του άντρα μου, που δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη, μου
    είπε όλα όσα είχε στην καρδιά του. Αυτό το φως στα μάτια του δεν ήταν
    ούτε θυμός, ούτε λύπη...μόνο πάγος, ένα βλέμμα μίσους. Νοιώθοντας
    μεγαλύτερο πόνο απ’ τα μάτια του παρά απ’ το χτύπημα του ληστή, έβγαλα
    άθελα μου ένα ουρλιαχτό κι’ έχασα τις αισθήσεις μου.
    Κάποια στιγμή συνήλθα και διαπίστωσα οτι ο κακοποιός με το μπλε κιμονό
    είχε φύγει. Είδα μόνο τον άντρα μου, δεμένο στη ρίζα του κέδρου. Σηκώθηκα
    με κόπο και κοίταξα το πρόσωπο του˙ η έκφραση στα μάτια του δεν είχε αλλάξει.
    Ψυχρή περιφρόνηση και μίσος. Απ’ τη μεριά μου, ντροπή, θλίψη και
    θυμός...δεν ξέρω πως αλλιώς να περιγράψω αυτά που ένοιωθα εκείνη τη
    στιγμή. Στάθηκα στα πόδια μου και τον πλησίασα.
    «Άντρα μου» του είπα, «αφού έφτασαν ως εδώ τα πράγματα, δεν μπορώ πια να
    ζήσω μαζί σου. Είμαι αποφασισμένη να πεθάνω...αλλά θα πρέπει να πεθάνεις
    κι’ εσύ μαζί μου. Με είδες να ντροπιάζομαι. Δεν μπορώ να σ’ αφήσω να
    ζήσεις»
    .
    Τίποτ’ άλλο δεν μπόρεσα να πω. Εκείνος συνέχισε να με κοιτάζει με το ίδιο
    μίσος και την ίδια περιφρόνηση. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει! Έψαξα να
    βρω το σπαθί του. Θα πρέπει να το ‘χε πάρει ο ληστής. Δεν υπήρχαν στο
    σύδεντρο ούτε το σπαθί, ούτε το τόξο και τα βέλη του. Ευτυχώς όμως, το
    δικό μου μαχαίρι, βρισκόταν στα πόδια μου. Φέρνοντας το πάνω απ’ το
    κεφάλι μου είπα ξανά:
    «Τώρα, δώσε μου τη ζωή σου. Κι’ εγώ θα σε ακολουθήσω αμέσως».
    Μόλις άκουσε αυτά τα λόγια, κούνησε με δυσκολία τα χείλη του. Επειδή το
    στόμα του ήταν γεμάτο φύλλα, δεν μπορούσε φυσικά να μιλήσει. Κατάλαβα
    όμως τι ήθελε να πει απ’ τα μάτια του. Δυό λέξεις μόνο, γεμάτες μίσος:
    «Σκότωσε με!». Χωρίς να το συνειδητοποιήσω, παρόλο που ήξερα τι έκανα,
    έχωσα το μαχαίρι μου στο στήθος του, μέσα απ’ το κιμονό του.
    Θα πρέπει να ‘χασα και πάλι τις αισθήσεις μου. Μέχρι να ξανασηκώσω το
    κεφάλι μου, είχε αφήσει και την τελευταία του πνοή – δεμένος πάντα. Μια
    αχτίδα απ’ τον ήλιο που έδυε, πέρασε μέσα απ’ τους κέδρους και τα μπαμπού
    και φώτισε το χλωμό πρόσωπο του. Καταπίνοντας τους λυγμούς μου, έλυσα το
    σκοινί από το άψυχο σώμα του. Και...τι απέγινε μετά μ’ εμένα, δεν έχω
    άλλη δύναμη να σας το πω. Το σίγουρο είναι οτι δεν βρήκα τη δύναμη για να
    πεθάνω. Τρυπήθηκα στο λαιμό με το μαχαίρι, έπεσα στα νερά της λίμνης,
    στους πρόποδες του βουνού, προσπάθησα με διάφορους τρόπους να πάρω τη ζωή
    μου. Δεν μπόρεσα κι’ εξακολουθώ να ζω ατιμασμένη...
    (Μορφάζει θλιμμένα...)
    Είμαι τόσο ανάξια που ακόμα κι’ ο Θεός με απαρνήθηκε. Σκότωσα τον άντρα
    μου. Βιάστηκα από έναν κακούργο.
    Τι μπορώ να κάνω; Τι άλλο...μπορώ...τι;
    (Κλαίει με δυνατούς λυγμούς...)




    Η ιστορία του δολοφονημένου όπως την διηγήθηκε ο ίδιος
    στον ψυχοπομπό του κατά το πέρασμα στην άλλη μεριά

    Αφού βίασε την γυναίκα μου, ο ληστής, έτσι όπως ήταν καθισμένος κοντά
    της, προσπάθησε να την παρηγορήσει. Εγώ, φυσικά, δεν μπορούσα να
    μιλήσω. Ήμουν δεμένος χειροπόδαρα στη ρίζα ενός κέδρου. Στο μεταξύ όμως,
    της έκλεινα κάθε τόσο το μάτι, σαν να της έλεγα «Μην πιστεύεις το ληστή».
    Αυτό ήταν το μήνυμα που ήθελα να της δώσω. Η γυναίκα μου όμως, έτσι όπως
    καθόταν απελπισμένη στα φύλλα των μπαμπού, δεν έλεγε να σηκώσει το κεφάλι
    της. Μου ‘δινε την εντύπωση ότι άκουγε αυτά που της έλεγε εκείνος.
    Κόντευα να τρελαθώ από τη ζήλια μου. Στο μεταξύ, ο ληστής δεν σταματούσε
    να μιλάει, περνώντας από το ένα θέμα στο άλλο. Στο τέλος, έκανε την
    αναίσχυντη πρόταση του: «Απ’ τη στιγμή που λερώθηκε η τιμή σου, δεν
    πρόκειται να τα πας καλά με τον άντρα σου. Τι λες λοιπόν; Θέλεις να
    γίνεις δικιά μου; Ο έρωτας μου είναι αυτός που μ’ έκανε βίαιο μαζί σου»
    .
    Ενώ μιλούσε ο παλιάνθρωπος, η γυναίκα μου σήκωσε τα μάτια της, σαν
    υπνωτισμένη. Ποτέ δεν την είχα ξαναδεί τόσο όμορφη, όσο εκείνη τη στιγμή.
    Και τι νομίζετε οτι του απάντησε η πανέμορφη σύζυγος μου, ενώ εγώ ήμουν
    δεμένος και ανήμπορος; Είμαι χαμένος στο άπειρο, αλλά κάθε φορά που
    σκέφτομαι την απάντηση της, με καίνε ο θυμός και η ζήλια. Τα λόγια της
    ήταν... «Τότε πάρε με μαζί σου, όπου κι’ αν πας».
    Και δεν είναι μόνο αυτό το κρίμα της. Αν αυτό ήταν όλο, δεν θα
    βασανιζόμουν τόσο πολύ στο σκοτάδι. Καθώς έφευγε από το σύδεντρο, λες και
    υπνοβατούσε, χέρι – χέρι με το ληστή, ξαφνικά χλόμιασε και στράφηκε προς
    το μέρος μου, εκεί που ήμουν δεμένος στη ρίζα του κέδρου. «ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ!»
    του φώναξε. «Δεν μπορώ να είμαι δικιά σου, όσο είναι ζωντανός αυτός».
    «ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ!» συνέχισε να φωνάζει σαν να ‘χε τρελαθεί. Ακόμα και τώρα,
    οι λέξεις αυτές με κάνουν να νοιώθω ότι θα πέσω με το κεφάλι μέσα σε μια
    απύθμενη σκοτεινή άβυσσο. Έχει ξαναβγεί ποτέ τέτοιο μίσος από ανθρώπινο
    στόμα; Έχει ξανακούσει, έστω και μια φορά, ανθρώπινο αυτί τέτοιες
    καταραμένες λέξεις;
    ΈΣΤΩ ΚΑΙ ΜΙΑ ΦΟΡΑ...
    (...κραυγάζει)
    Ακούγοντας αυτά τα λόγια, ο ληστής σκοτείνιασε... «ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ!» του
    φώναξε αρπάζοντας τον απ’ το μπράτσο. Την κοίταξε κατάματα, χωρίς να της
    πει ούτε ναι, ούτε όχι... αλλά πριν προλάβω να μαντέψω τι θα της
    απαντούσε, ΤΗΣ ΕΔΩΣΕ ΕΝΑ ΔΥΝΑΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΕΤΑΞΕ ΠΑΝΩ ΣΤΑ ΣΤΡΩΜΕΝΑ
    ΦΥΛΛΑ ΤΩΝ ΜΠΑΜΠΟΥ!
    (...κραυγάζει)
    Σταύρωσε ήρεμα τα χέρια του, με κοίταξε και είπε: «Τι θέλεις να γίνει;
    Θέλεις να τη σκοτώσεις ή θα την αφήσεις να ζήσει; Μόνο ένα νεύμα
    χρειάζεται να κάνεις. Θα τη σκοτώσεις;»

    Γι’ αυτά του τα λόγια και μόνο, θα ‘θελα να συγχωρήσω τα εγκλήματα του.
    Ενώ δίσταζα, εκείνη έβγαλε μια φοβισμένη κραυγή κι’ άρχισε να τρέχει. Ο
    ληστής έτρεξε αμέσως να την πιάσει, αλλά του ξέφυγε.
    Όταν εξαφανίστηκε η γυναίκα μου, αυτός πήρε το σπαθί, το τόξο και τα βέλη
    μου. Με ένα μόνο ζυγισμένο χτύπημα έκοψε το σκοινί που με κρατούσε
    δεμένο. Τον θυμάμαι να μουρμουρίζει με βαριά φωνή:
    «Και τώρα η δική μου μοίρα...».
    Στη συνέχεια, χάθηκε απ’ το σύδεντρο. Μια βαθιά σιωπή απλώθηκε
    παντού. Και μέσα στην απόλυτη σιωπή άκουσα κάποιον να κλαίει γοερά.
    Λύθηκα εντελώς. Έστησα με προσοχή τα αυτιά μου και αφουγκράστηκα. Δεν
    μπορούσα να καταλάβω. Αυτό που άκουγα μου φαινόταν οικείο. Σηκώθηκα από
    τη ρίζα του κέδρου, εντελώς εξαντλημένος. Μπροστά μου, λαμπερή, γυάλιζε η
    λεπίδα από το μαχαίρι που ‘χε πέσει από τα χέρια της γυναίκας μου. Έσκυψα
    και το σήκωσα...Καθώς το πρόσωπο μου καφρεφτίστηκε στη λεπίδα, είδα
    γυαλιστερές στάλες να τρέχουν στα μάγουλα μου. Το κλάμα που άκουγα ήταν
    το δικό μου.
    (...Μεγάλη παύση...)
    Χωρίς δεύτερη σκέψη, έπιασα το μαχαίρι με τα δυο μου χέρια και το κάρφωσα
    στο στήθος μου. Ένας κόμπος αίμα ανέβηκε στο στόμα μου. Πηχτό και αλμυρό.
    Δεν ένοιωσα όμως καθόλου πόνο. Όταν άρχισε να παγώνει το στήθος μου, όλα
    σώπασαν, σαν τους νεκρούς στους τάφους τους. Τι απόλυτη σιωπή! Ούτε ένα
    κελάηδημα δεν ακουγόταν στον ουρανό. Μόνο ένα μοναχικό φως απλωνόταν
    στους κέδρους και στο βουνό. Σιγά – σιγά, άρχισε να σβήνει, ώσπου χάθηκαν
    απ’ τα μάτια μου κέδροι και μπαμπού. Έτσι όπως ήμουν ξαπλωμένος, μ’
    αγκάλιασε η σιωπή.
    Ξαφνικά, κάποιος σύρθηκε κοντά μου. Προσπάθησα να δω ποιος ήταν, όμως το
    σκοτάδι είχε απλωθεί παντού. Κάποιος...αυτός ο κάποιος τράβηξε απαλά το
    μαχαίρι από το στήθος μου με το αόρατο χέρι του. Το στόμα μου γέμισε αίμα
    για μια ακόμα φορά....
    Και τότε...
    ...βούτηξα οριστικά στο σκοτάδι του απείρου...​


     
    ===============================================================================

    Ryūnosuke Akutagawa (芥川 龍之介), απόδοση ελεύθερη.
     
  6. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Η πτώση του φύλλου που το έλεγαν Φρέντυ - Leo Buscaglia

    Η αρχή.

    Η Άνοιξη είχε περάσει.
    Το ίδιο και το Καλοκαίρι.

    Το φύλλο που το έλεγαν Φρέντυ είχε μεγαλώσει. Το κοτσάνι του είχε γίνει χοντρό και δυνατό και οι πέντε προεκτάσεις του σταθερές και μυτερές.
    Είχε εμφανιστεί για πρώτη φορά την Άνοιξη σαν ένας μικρός βλαστός σ’ ένα μεγάλο κλωνάρι στην κορυφή ενός πανύψηλου δέντρου.
    Ο Φρέντυ περιβαλλόταν από εκατοντάδες άλλα φύλλα, ίδια σαν κι αυτόν, ή, τουλάχιστον, έτσι φαινόταν. Δεν άργησε, όμως, ν’ ανακαλύψει ότι κανένα φύλλο δεν ήταν εντελώς όμοιο με κάποιο άλλο, παρόλο που βρίσκονταν στο ίδιο δέντρο.
    Ο Άλφρεντ ήταν το διπλανό του φύλλο, ενώ ο Μπεν στεκόταν δεξιά του. Η Κλαίρη ήταν το πανέμορφο φύλλο ακριβώς από πάνω. Είχαν μεγαλώσει όλα μαζί. Είχαν μάθει να χορεύουν με τη δροσερή αύρα της Άνοιξης, να λιάζονται τεμπέλικα στην ήλιο του Καλοκαιριού και να λούζονται στις κρύες στάλες της βροχής.

    Όμως, ο καλύτερος φίλος του Φρέντυ ήταν ο Ντάνιελ. Ήταν το μεγαλύτερο φύλλο στο κλωνάρι και φαίνεται ότι βρισκόταν εκεί πριν απ’ όλα τ’ άλλα φύλλα. Στον Φρέντυ φάνηκε, μάλιστα, ότι ο Ντάνιελ δεν ήταν μόνο το πιο παλιό φύλλο, αλλά και το πιο σοφό. Ο Ντάνιελ ήταν αυτός που τους είχε εξηγήσει ότι όλα τα φύλλα αποτελούσαν ένα μέρος του δέντρου. Ήταν ο Ντάνιελ που τους είχε αποκαλύψει ότι ζούσαν και μεγάλωναν σε ένα δημόσιο πάρκο. Κι ακόμα, ο Ντάνιελ τους είχε πει ότι το δέντρο τους είχε γερές ρίζες, κρυμμένες βαθιά μέσα στο χώμα. Τους είχε μιλήσει για τα πουλιά που κάθονταν πάνω στα κλαδιά και τιτίβιζαν εκεί τα πρωινά τους τραγούδια. Τους εξήγησε για τον ήλιο, το φεγγάρι, τ’ αστέρια και τις εποχές.

    Του Φρέντυ του άρεσε που ήταν φύλλο. Αγαπούσε το κλωνάρι του, τους ανάλαφρους φυλλωτούς φίλους του, τη θέση του ψηλά στον ουρανό, το θρόισμα που έφερνε ο άνεμος, τις ηλιαχτίδες που τον ζέσταιναν, το φεγγάρι που τον σκέπαζε με απαλές, άσπρες σκιές.

    Το Καλοκαίρι ήταν ιδιαίτερα όμορφο. Οι μεγάλες θερμές μέρες ήταν απολαυστικές και οι ζεστές νύχτες ήσυχες και ονειρεμένες.

    Πολλοί άνθρωποι περνούσαν την ώρα τους στο πάρκο αυτό το Καλοκαίρι. Συχνά κάθονταν κάτω από το δέντρο του Φρέντυ. Ο Ντάνιελ εξήγησε στον Φρέντυ ότι το να προσφέρει τον ίσκιο του στους ανθρώπους ήταν ένα μέρος από το σκοπό του.

    «Τι είναι σκοπός;», ζήτησε να μάθει ο Φρέντυ.
    «Ένας λόγος για να υπάρχεις», απάντησε ο Ντάνιελ. «Ένας λόγος για να υπάρχουμε είναι να κάνουμε τα πράγματα πιο ευχάριστα για τους άλλους. Ένας λόγος για να υπάρχουμε είναι να δίνουμε τον ίσκιο μας στους γέρους που έρχονται εδώ, δραπετεύοντας από τα σπίτια τους με την αφόρητη ζέστη. Ένας λόγος για να υπάρχουμε είναι να βρίσκουν τα παιδιά ένα δροσερό μέρος για να παίζουν. Να δροσίζουμε με το θρόισμα των φύλλων μας τους εκδρομείς που έρχονται εδώ κι απλώνουν τα πολύχρωμα τραπεζομάντιλά τους για το πικ-νικ. Όλοι αυτοί οι λόγοι είναι για να υπάρχουμε.»

    Ο Φρέντυ συμπαθούσε ιδιαίτερα τους ηλικιωμένους. Κάθονταν πολύ ήσυχα πάνω στο γρασίδι και περνούσαν εκεί την ώρα τους σχεδόν ακίνητοι. Μιλούσαν ψιθυριστά για τα περασμένα.

    Και τα παιδιά ήταν επίσης διασκεδαστικά, παρόλο που ορισμένες φορές χάραζαν τα ονόματά τους στον κορμό τους δέντρου και έσκιζαν τις φλούδες του. Ήταν, ωστόσο, διασκεδαστικό να τα βλέπεις να τρέχουν αδιάκοπα και να γελούν τόσο πολύ.

    Όμως, το Καλοκαίρι του Φρέντυ πέρασε γρήγορα.

    Χάθηκε μια νύχτα του Οκτώβρη. Ποτέ ο Φρέντυ δεν είχε νιώσει τόση παγωνιά. Όλα τα φύλλα έτρεμαν από το κρύο. Ήταν σκεπασμένα μ’ ένα στρώμα πάχνης που γρήγορα έλιωσε κι απόμειναν μουσκεμένα και γεμάτα δροσοσταλίδες που λαμπύριζαν στον πρωινό ήλιο.
    Και, πάλι, ήταν ο Ντάνιελ που τους εξήγησε ότι αυτό που ένιωσαν ήταν ο πρώτος παγετός, το σημάδι ότι ήταν κιόλας Φθινόπωρο’ ότι ο Χειμώνας δεν θ’ αργούσε να ‘ρθει.

    Την ίδια σχεδόν στιγμή, ολόκληρο το δέντρο, στην πραγματικότητα ολόκληρο το πάρκο, μεταμορφώθηκε σε μια πύρινη εικόνα. Δεν είχε απομείνει σχεδόν κανένα πράσινο φύλλο.
    Ο Άλφρεντ είχε πάρει ένα βαθύ κίτρινο χρώμα και ο Μπεν ένα έντονο πορτοκαλί. Η Κλαίρη είχε φορέσει το κόκκινο της φωτιάς, ο Ντάνιελ ένα βαθύ πορφυρό και ο Φρέντυ το κόκκινο, το χρυσαφί και το μπλε. Πόσο όμορφοι έδειχναν όλοι τους τώρα. Ο Φρέντυ και οι φίλοι του είχαν κάνει το δέντρο τους ένα ουράνιο τόξο.

    «Γιατί βρεθήκαμε ξαφνικά με διαφορετικά χρώματα, αφού είμαστε όλοι στο ίδιο δέντρο;», ρώτησε ο Φρέντυ.
    «Ο καθένας μας είναι διαφορετικός. Νιώσαμε διαφορετικά πράγματα, είχαμε διαφορετικές εμπειρίες. Αντικρίσαμε τον ήλιο διαφορετικά. Σχηματίζαμε και στέλναμε διαφορετικά τον ίσκιο μας. Γιατί να μην έχουμε διαφορετικά χρώματα;». Όλα αυτά τα είπε με μεγάλη σοβαρότητα ο Ντάνιελ. Και απευθυνόμενος στον Φρέντυ πρόσθεσε : «Αυτή η θαυμάσια εποχή λέγεται Φθινόπωρο».

    Μια μέρα ένα πολύ παράξενο πράγμα συνέβηκε. Η ίδια αύρα, το ίδιο αεράκι, που σε άλλη εποχή έκανε τα φύλλα να χορεύουν ανάλαφρα, τώρα τα φυσούσε δυνατά πάνω στο κοτσάνι τους και τα τράνταζε αγριεμένα. Μερικά φύλλα δεν άντεξαν το ανεμόδαρμα, κόπηκαν από τα κλαράκια τους και βρέθηκαν να πετούν ψηλά στον αέρα. Στο τέλος, έπεφταν μαλακά πάνω στη γη.

    Όλα τα φύλλα φοβήθηκαν.
    «Τι συμβαίνει;», ρωτούσαν ψιθυριστά μεταξύ τους.

    «Είναι ακριβώς αυτό που συμβαίνει το Φθινόπωρο», τους εξήγησε ο Ντάνιελ.
    «Είναι καιρός για τα φύλλα ν’ αλλάξουν κατοικία. Μερικοί άνθρωποι το αποκαλούν αυτό θάνατο».

    «Θα πεθάνουμε όλοι;», ρώτησε ο Φρέντυ.

    «Ναι», αποκρίθηκε ο Ντάνιελ. «Όλα πεθαίνουν. Δεν έχει σημασία πόσο μεγάλα ή πόσο μικρά είναι, πόσο αδύνατα ή δυνατά. Πρώτα επιτελούμε το καθήκον μας. Ζούμε τον ήλιο και το φεγγάρι, τον άνεμο και τη βροχή. Μαθαίνουμε να χορεύουμε και να γελάμε. Έπειτα πεθαίνουμε».

    «Εγώ δεν θα πεθάνω!», είπε αποφασιστικά ο Φρέντυ. «Εσύ, Ντάνιελ;».
    «Ναι», απάντησε ο Ντάνιελ, «όταν έρθει η ώρα μου».
    «Πότε θα είναι αυτό;», ρώτησε ο Φρέντυ.
    «Κανένας δεν είναι σίγουρος», αποκρίθηκε ο Ντάνιελ.

    Ο Φρέντυ πρόσεξε ότι τ’ άλλα φύλλα συνέχισαν να πέφτουν. «Θα ήρθε η ώρα τους», σκέφτηκε. Είδε, μάλιστα, ότι μερικά φύλλα αντιστέκονταν για λίγο στις ριπές του ανέμου πριν πέσουν. Άλλα πάλι αφήνονταν να κοπούν από το κλωνάρι τους με το πρώτο φύσημα του ανέμου κι έπεφταν απαλά στη γη.

    Γρήγορα το δέντρο έμεινε σχεδόν γυμνό.

    «Φοβάμαι να πεθάνω», είπε ο Φρέντυ στον Ντάνιελ. «Δεν ξέρω τι υπάρχει εκεί κάτω».


    «Όλοι φοβόμαστε αυτό που δεν ξέρουμε, Φρέντυ. Είναι φυσικό», τον διαβεβαίωσε ο Ντάνιελ. «Δεν φοβόσουν, όμως, όταν η Άνοιξη έγινε Καλοκαίρι. Δεν φοβόσουν όταν το Καλοκαίρι έγινε Φθινόπωρο. Ήταν φυσικές αλλαγές. Γιατί πρέπει να φοβάσαι την εποχή του θανάτου;».

    «Πεθαίνει, ακόμα, και το δέντρο;», ρώτησε ο Φρέντυ.

    «Κάποια μέρα. Υπάρχει, όμως, κάτι πιο δυνατό από το δέντρο. Είναι η Ζωή’ που διαρκεί για πάντα. Όλοι εμείς είμαστε μέρος της Ζωής».

    «Που θα πάμε όταν πεθάνουμε;».
    «Κανένας δεν ξέρει με βεβαιότητα. Αυτό είναι το μεγάλο μυστήριο!».
    «Θα γυρίσουμε πίσω την Άνοιξη;».
    «Εμείς, ίσως, όχι’ η Ζωή, όμως, ναι».
    «Τότε ποιος ήταν ο λόγος για όλα αυτά;», συνέχισε να ρωτά ο Φρέντυ. «Τι χρειαζόταν να βρεθούμε εδώ αφού ήταν να πέσουμε και να πεθάνουμε;».



    Ο Ντάνιελ απάντησε με το σίγουρο ύφος του :

    «Ο λόγος ήταν για τον ήλιο και το φεγγάρι.
    Ήταν για τις ωραίες στιγμές που περάσαμε μαζί.
    Ήταν για τον ίσκιο, για τους γέρους και τα παιδιά.
    Ήταν για τα χρώματα το Φθινόπωρο.
    Ήταν για τις εποχές.
    Δεν είναι όλα αυτά αρκετά;»



    Εκείνο το απόγευμα, στο χρυσό φως του δειλινού, ο Ντάνιελ κόπηκε από το κλωνάρι του. Έπεσε χωρίς καμιά προσπάθεια. Καθώς έπεφτε, φαινόταν να χαμογελάει ειρηνικά. «Αντίο προς το παρόν, Φρέντυ», είπε.

    Τώρα ο Φρέντυ ήταν ολομόναχος, το μόνο φύλλο που είχε απομείνει στο κλαδί.

    Την άλλη μέρα το πρωί έπεσε το πρώτο χιόνι. Ήταν απαλό, άσπρο και ήρεμο. Το κρύο, όμως, ήταν τσουχτερό. Ελάχιστα φάνηκε ο ήλιος την ημέρα εκείνη, που ήταν πολύ σύντομη. Ο Φρέντυ διαπίστωσε οτι έχανε το χρώμα του κι ότι γινόταν εύθραυστος. Το κρύο ήταν αδιάκοπο και το χιόνι βάραινε ανυπόφορα επάνω του.

    Τα χαράματα ο άνεμος πήρε τον Φρέντυ από το κλωνάρι του. Καθόλου δεν πόνεσε. Ένιωσε να πλέει ήρεμα, απαλά και αθόρυβα μέσα στο κενό, όλο προς τα κάτω.
    Καθώς έπεφτε, είδε ολόκληρο το δέντρο για πρώτη φορά. Πόσο δυνατό και σταθερό ήταν! Ήταν σίγουρος ότι το δέντρο θα ζούσε για πολύ καιρό ακόμα. Κι ακόμα ήξερε, τώρα, ότι ο ίδιος ήταν ένα μέρος από τη ζωή του δέντρου. Η γνώση αυτή τον έκανε περήφανο.

    Ο Φρέντυ έπεσε πάνω σ’ ένα σωρό από χιόνι. Κατά κάποιο τρόπο ένιωσε να είναι μαλακά, ακόμα και ζεστά. Σ’ αυτή τη νέα του θέση ήταν πιο άνετα από κάθε άλλη φορά. Έκλεισε τα μάτια του και κοιμήθηκε. Δεν ήξερε ότι ο ξερός και άχρηστος εαυτός του, όπως τον νόμιζε τώρα θα γίνονταν ένα με το νερό και θα χρησίμευε να γίνει το δέντρο πιο δυνατό. Πιο πολύ απ’ όλα, δεν ήξερε ότι εκεί, κοιμισμένα μέσα στο δέντρο και τη γη, υπήρχαν κιόλας σχέδια για να βγουν νέα φύλλα την Άνοιξη.
     
    Last edited: 23 Σεπτεμβρίου 2009
  7. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Διέξοδο / Πατρίκιος Tίτος

    Ήθελε να κερδίσει την ελευθερία της-
    έτσι έλεγε τουλάχιστον,
    γεμάτη περιφρόνηση γι' αυτό που ήταν ο κόσμος της
    γεμάτη φόβο για ό,τι δεν ήταν κόσμος της.
    Ένα διάστημα σχετίστηκε με καλλιτέχνες
    κι αριστερούς διανοούμενους.
    Έγκαιρα δέχτηκε πως η ελευθερία
    εξαρτιόταν από οικονομικούς παράγοντες
    (η ομορφιά της μόλις που άρχιζε να φθείρεται).
    Παντρεύτηκε στην πρώτη σίγουρη ευκαιρία
    και κάθε βράδυ, στο παγωμένο της κρεβάτι
    βρίσκει πως η ζωή είναι παράλογη, εχθρική και σύντομη.
     
  8. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    ...some memory and some illusion...



    Σηκώθηκε, πήγε στην μέση του σαλονιού και γδύθηκε.
    Όχι αισθησιακά ούτε σεξουαλικά ούτε πρόστυχα ούτε τίποτε.
    Όπως γδύνεται όταν γυρίζει στο δωμάτιό της.
    Άγαρμπα και βαρετά.
    Όχι ακριβώς βαρετά.
    Μάλλον αδιάφορα.
    Γδύθηκε και στάθηκε μπροστά του.
    Εκείνος κάπνιζε.
    Το τσιγάρο του έπρεπε να είχε ήδη τιναχτεί.

    Τώρα θα μου πει να γονατίσω και να ανοίξω το στόμα μου.

    -Γονάτισε σκύλα, άνοιξε το στόμα σου και βγάλε έξω την γλώσσα.Καλά.

    Φρόντισε να αφήσει μπόλικο σάλιο πάνω στην γλώσσα της.

    Εκείνος τίναξε το τσιγάρο του πάνω στη γλώσσα της και ένοιωσε γαμάτος.

    Κατάπιε την στάχτη.

    Τώρα νομίζει πως με έκανε ενα με το πάτωμα.
    Η στάχτη όμως έχει ενδιαφέρουσα γεύση.


    -Σήκω και πήγαινε στήσου στον τοίχο με την πλάτη προς εμένα.

    Σήκωθηκε αμίλητη και έκανε όπως της είπε.
    Τώρα αρχίζει το καλό, τι στάχτες και γονατίσματα και μαλακίες..

    Την πλησίασε από πίσω και κόλλησε πάνω της.
    Άρχισε να της τρίβεται.

    Σαν σκύλος, σκέφτηκε και λυπήθηκε που έκανε αυτή την σκέψη.

    Άρχισε να καυλώνει μάλλον, αν κρίνω από την ανάσα του.
    Έφερε το χέρι του από μπροστά της και το έβαλε ανάμεσα στα πόδια της για να δει τι είχε καταφέρει.
    Όχι και πολλά πράγματα.

    Πλησίασε το πρόσωπό του στον λαιμό της και άρχισε να ανασαίνει σιγά.

    Πφ, τι υποτίθεται πως πρέπει να νοιώσω τώρα εγώ, να καυλώσω μάλλον γιατί σε όλες αρέσει αυτό.
    Ναι, και μετά θα με πηδήξει και θα χύσω.

    Το κέρατό μου, σκάσε και συγκεντρώσου!


    Προσπάθησε να νοιώσει τον ζεστό αέρα να χαϊδεύει τον λαιμό της.
    Γαμώτο, αν ήξερε πόσο πιο πολύ θα της άρεσε να την χαϊδευε με το χέρι του εκεί. Απαλά. Θα ανατρίχιαζε και θα γινόταν μούσκεμα σε δευτερόλεπτα.

    Σκέτη απογοήτευση είναι αυτός ο άνθρωπος.
    Έτσι όπως προσπαθεί.

    Κανονικά δεν θα έπρεπε να προσπαθεί γαμώτο.

    Θα έπρεπε να την βάλει κάτω και να την πλακώσει στο ξύλο.


    Την έπιασε από τον σβέρκο και την έσπρωξε στο πάτωμα.
    Γονάτισε.
    Την έπιασε από τον λαιμό και γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του.

    Οχι, οχι, μην σκεφτείς το κοριτσάκι στον Εξορκιστή! Μα τον θεό δηλαδή κοπέλα μου!!!!!

    Άνοιξε το παντελόνι του και εκείνη το στόμα της.
    Ωραία, και τώρα θα μου γαμήσει το στόμα.
    Θα πάθω τίποτα από την τόση αγωνία κάθε φορά.


    Άρχισε να τον γλύφει όπως της είχε μάθει, τον έπαιρνε κυρίως βαθειά μέχρι που φιλοτιμήθηκε να πάρει εκείνος το πάνω χέρι και να αρχίσει να της πηδά το στόμα.
    Υπέροχα, και οτι είχα αρχίσει να πιάνομαι.

    Την είχε πιάσει με το δεξί του χέρι από το κεφάλι και μπαινόβγαινε βαθειά μέσα στο στόμα της.
    Για κάποιες στιγμές, έμπαινε όλος μέσα και την κράταγε εκεί, με τα δυο του χέρια, και εκείνη να πνίγεται.

    Υποθέτω πως μετρά από μέσα του.

    Μετά από λίγες στιγμές έβγαινε απότομα και ξαναέμπαινε μόλις εκείνη είχε πάρει μια ανάσα.


    Όταν πλησίαζε να τελειώσει, την σταμάτησε.
    Την έπιασε από τα μαλλιά και την σήκωσε πάλι όρθια.

    Τι άντρας, τι σθένος, τι πυγμή!!!

    Την γύρισε πάλι προς τον τοίχο και έσπρωξε το κεφάλι της πάνω του.

    Ναι, εντάξει, καταλάβαμε, δεν χρειάζεται και να μου σπάσεις την μύτη ντε!

    Τώρα ή θα την πήδαγε ή θα έφευγε και θα πήγαινε στο βαλιτσάκι του σαδιστή.
    Μην είσαι χαζή, δεν έχεις δει ούτε ενα επεισόδιο του Sport Billy!!

    Ευτυχώς, την παράτησε και πήγε στο μέσα δωμάτιο.


    ...


    Εκείνη ένοιωσε να ανατριχιάζει από την προσμονή.
    Αυτό το γαμημένο το άγνωστο..

    Τον ένοιωσε να επιστρέφει στο δωμάτιο.
    Στάθηκε πίσω της, αρκετά πιο μακριά.

    Ένοιωσε να κρυώνει.
    Η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά.
    Έτρεμε.

    Αμίλητος.


    ...


    Και πάνω που είχε αρχίσει να ξαναζεσταίνεται και να αναρωτιέται για το ποσοστό των ναρκοληπτικών στην Ελλάδα, άκουσε εκείνον τον ήχο και πάγωσαν τα πάντα μέσα της.

    Η πρώτη έπεσε στην πλάτη της.
    Όταν ο πρώτος πόνος είναι τέτοιος, τότε τα πράγματα προβλέπονται πολύ άσχημα.


    Εκείνη φώναξε και λύγισε την μέση της όσο πιο πολύ μπορούσε για να φύγει ο πόνος.

    -Στην θέση σου, της είπε σκληρά.


    Πόσο τον λατρεύω..


    Στήθηκε πάλι και περίμενε την δεύτερη.

    Έπαιξε με το μαστίγιο δυο φορές πριν την ξαναχτυπήσει.

    Πιο δυνατά.

    Λύγισε πάλι την μέση της και σταύρωσε τα χέρια της πίσω από την πλάτη.

    Πριν προλάβει να πάρει ανάσα.. "Στην θέση σου."

    Πριν προλάβει να στηθεί, το τρίτο χτύπημα, το τέταρτο.

    Οχι τόσο γρήγορα ρε γαμώτο, φοβάμαι.

    Το πέμπτο έπεσε πάνω στα σταυρωμένα της χέρια και το έκτο στην μέση της.

    Το κέρατό μου!!!

    Άρχισε να κλαίει.

    Μα γιατί στο διάολο δεν με αφήνει να στηθώ σωστά, θα με χτυπήσει πουθενά και θα τρέχουμε..

    Εκείνος σταμάτησε.

    -Στήσου επιτέλους σωστά άχρηστη, της είπε ψυχρά.

    Δεν είναι δίκαιο.

    Στήθηκε με τα χέρια να ακουμπάνε στον τοίχο και τα πόδια της ανοικτά, την μέση της λυγισμένη και τον κώλο της τουρλωτό.

    -Μην λυγίζεις την μέση σου ηλίθια πουτάνα.


    Κόλλησε την λεκάνη της πάνω στον τοίχο.

    Ήταν παγωμένος.

    Όταν είσαι έτσι πάνω σε εναν τοίχο, δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να αποφύγεις τα χτυπήματα και να απαλύνεις τον πόνο.


    Άντεξε δυο ακόμη χτυπήματα, οχι τόσο δυνατά οσο τα πρώτα.

    Σταμάτησε.

    Τον άκουσε να ψαχουλεύει στο βαλιτσάκι.


    Ας πάρει οτι να 'ναι, μόνο να ξεφορτωθεί το γαμοchat à x queues.
    ...
    Θες και γαλλικά τρομάρα σου..



    -Στήσου στα τέσσερα, ρίξε το σώμα σου μπροστά και τούρλωσε καλά τον κώλο σου.


    Πως να λέγεται άραγε το crop στα γαλλικά;

    ..


    Αυτή την αίσθηση την λατρεύει.

    Με το πρώτο χτύπημα καύλωσε απίστευτα πολύ, ήταν ακριβώς τόσο έντονο όσο χρειαζόταν.

    Αναστέναξε και κούνησε ανεπαίσθητα τον κώλο και την μέση της.

    Εκείνος άφησε κάτω το crop και την πλησίασε.
    Γονάτισε πίσω της και έβαλε το χέρι του στο μουνί της.

    -Καύλωσες παλιοτσουλί ε;
    -Μάλιστα Κύριε, είπε και κοκκίνισε.

    -Και ποιόν ρώτησες για να καυλώσεις;
    -Κανέναν Κύριε, δεν ήξερα οτι χρειαζόταν να ρωτήσω.

    Κωλόπαιδο. Γιατί του το χαλας του ανθρώπου;

    -Κατάλαβα..

    Σηκώθηκε και πήρε πάλι το crop στο χέρι του.

    Της έριξε την δεύτερη.

    Εκείνη έβγαλε μια μικρή κραυγή και τινάχτηκε, γρήγορα όμως ξαναγύρισε στην θέση της.

    Οι επόμενες τρεις έπεσαν η μια μετά την άλλη.


    Τι καύλα θεέ μου...


    Άρχισε να την χτυπά με δύναμη, συνεχόμενα, πότε στο ενα κωλομέρι πότε στο άλλο πότε στην ουρά.

    Τι στο διάολο κάνει, εκεί δεν έχει κόκκαλα;
    Θα σκεφτόταν.
    Αλλά δεν το έκανε, τώρα απλά ένοιωθε, δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα.

    Μόνο ένοιωθε.

    Έκλαιγε και φώναζε και τραβιόταν χωρίς να το θέλει.

    Ήθελε γαμώτο να μείνει ακίνητη, να τις τρώει έτσι όπως πρέπει, να νοιώθει τα χτυπήματα ενα ενα πάνω της και να μην μπορεί να κάνει κάτι γι'αυτό.
    Αχ, ας την έδενε..

    Εκείνος μάλλον όμως απολάμβανε την εικόνα της.
    Να την χτυπάει και εκείνη να φωνάζει, να κλαίει, να τραβιέται, να προσπαθεί να ξεφύγει αλλά αμέσως να γυρίζει πίσω στην θέση της για να δεχτεί την επόμενη.

    Γιατί το κάνει άραγε, αφού δεν της αρέσει;

    Σταμάτησε.

    Την διέταξε να σηκωθεί και να πάει να σταθεί κάτω από τον κρίκο.

    Εκείνη αμίλητη και με χαμηλωμένο το κεφάλι έκανε όπως της είπε.

    Όταν ήρθε μπροστά της, άπλωσε τα χέρια της και έδεσε τους καρπούς της μεταξύ τους, μετά πέρασε ενα σκοινί ανάμεσα και τους έδεσε ψηλά στον κρίκο.

    Το σώμα της τεντώθηκε και πατούσε πλέον στο πάτωμα με το μπροστινό μισό του πέλματός της.

    Πήρε το μαστίγιο με τις χ ουρές και πήγε πίσω της.


    Άρχισε να την μαστιγώνει δυνατά, στον κώλο, την πλάτη, τα μπούτια.

    Εκείνη έκλαιγε και φώναζε και ζητούσε να σταματήσει και έκλαιγε και προσπαθούσε να τραβηχτεί μακριά και προσπαθούσε να αποφύγει το μαστίγιο και εκείνος συνέχιζε, τον είχε καυλώσει τόσο πολύ.

    Σταμάτησε για λίγο, μόνο και μόνο για να δει το σώμα της να μπαίνει σε επιφυλακή περιμένοντας το επόμενο χτύπημα.

    Και συνέχισε να την χτυπάει μέχρι που εκείνη έκλεισε τα μάτια της, σταμάτησε να κλαίει και μόνο τρανταζόταν όταν την χτυπούσε.

    Άφησε το μαστίγιο να πέσει στο πάτωμα.
    Την κοίταζε.

    Έτσι όπως κρεμόταν...

    Η πλάτη της κόκκινη, ο κώλος και τα μπούτια της κόκκινα, και μικρά στρογγυλά μωβ σημάδια.

    Πήγε κοντά της και την αγκάλιασε από πίσω.
    Πέρασε το χέρι του ανάμεσα στα πόδια της.
    Ένοιωσε τα μπούτια της υγρά πριν ακόμη ακουμπήσει στο μουσκεμένο μουνί της.

    Ένωσε τον δείκτη, τον μέσο και τον παράμεσο και τα έχωσε απότομα μέσα της.

    Την ένοιωσε καυτή και υγρή να πάλλεται.
    Αναστέναξε και τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν.
    Εκείνος την πήδαγε με τα δάχτυλά του γρήγορα και δυνατά.
    Όταν δεν μπορούσε να κρατήσει πια τα πόδια της ανοικτά, σταμάτησε.

    Ήρθε από μπροστά και της σήκωσε το κεφάλι.
    Έδιωξε τα μαλλιά από το πρόσωπό της και με την γλώσσα του την καθάρισε από τα δάκρυα.
    Την φίλησε.
    Χούφτωσε το στήθος της και το πίεσε δυνατά.
    Άρχισε να τσιμπάει τις ρώγες τις απαλά, δεν ήθελε να την πονέσει.
    Την τράβηξε επάνω του και την αγκάλιασε.

    Θεέ μου, την αγαπούσε τόσο πολύ..

    Την ένοιωσε να χαλαρώνει και να ηρεμεί στην αγκαλιά του.
    Αναστέναξε και ήταν λες και βγήκε όλη η λύπη από μέσα της.

    Τι όμορφα και απαλά και ζεστά.

    Τον αγαπάω..


    Μετά από λίγο την έσπρωξε τρυφερά μακριά του και..

    Εκείνη νομίσε πως τελείωσε το ξύλο και τον κοίταξε με ενα τόσο γλυκό βλέμμα και..

    Εκείνος πήγε ως το βαλιτσάκι και ενα άλλο μαστίγιο, με πιο λεπτές ουρές, σαν καλώδια.

    Τι μαλάκας θεέ μου, γαμώτο, ο παλιοπούστης, γαμώ το σπίτι του, τον μισώ!!!!

    Την κοίταξε και χαμογέλασε όταν είδε το θυμωμένο της βλέμμα.
    Τι αστεία που είναι!


    -Θέλω μια χάρη.
    -Λέγε.
    -Θέλω gag.
    -Θέλεις να με βρίσεις γλυκό μου;
    -Μάλιστα Κύριε, συγνώμη Κύριε αλλά δεν φταίω εγώ.Ξέρετε.

    Δεν της απάντησε, γύρισε στην βαλίτσα, πήρε ενα gag και της το φόρεσε.

    Πήγε πίσω της.

    Όχι.

    Δεν ήθελε πια.

    Το δωμάτιο έγινε ξαφνικά μαύρο.


    Άφησε το μαστίγιο, της έβγαλε το gag και πήγε στην κρεββατοκάμαρα αφήνοντάς την απορημένη.

    Μα τι στο καλό;

    Γύρισε μετά από λίγο κρατώντας ενα μικρό κουτάκι.
    Δεν την κοίταζε, το βλέμμα του περιφερόταν στον χώρο.

    Άφησε το κουτάκι στο πάτωμα και την πλησίασε.
    Την χαϊδεψε στο μάγουλο απαλά και την έχωσε ενα δυνατό χαστούκι.

    Εκείνη ξαφνιάστηκε, άνοιξε το στόμα της αλλά δεν πρόλαβε να μιλήσει.
    Το δεύτερο χαστούκι ήταν πολύ πιο δυνατό και το τρίτο ακόμη περισσότερο.

    Την έπιασε από τον λαιμό με το αριστερό του χέρι και άρχισε να την σφίγγει.

    Θεέ μου..

    Εκείνη έκλεισε τα μάτια της και έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω.
    Η αναπνοή της ηρέμησε και το σώμα της χαλάρωσε.

    Εκείνος συνέχισε να την σφίγγει.

    Σταμάτησαν τα πάντα.
    Ένοιωθε τόσο παραδομένη, τόσο απόλυτα δικιά του, τόσο ελαφριά και ελεύθερη και ευτυχισμένη.
    Και πόσο καυλωμένη θεέ μου..

    Χαλάρωσε λίγο την λαβή του να της δώσει πιο πλήρεις ανάσες και την ξαναέσφιξε.

    Το σώμα της άρχισε να τρέμει, να κοκκινίζει, οι ρώγες της πρήστηκαν.
    Άρχισε να χαϊδεύει το μουνί της, στην αρχή απαλά μετά πιο άγρια.
    Οι ανάσες της προσπαθούσαν να βγουν γρήγορες και δυνατές αλλά το χέρι του τις έκοβε τόσο υπέροχα.

    Δεν υπήρχε πια.

    Άφησε αργά τον λαιμό της και πήγε πίσω της.
    Με το δεξί του χέρι τον ξαναέσφιξε και με το αριστερό κατέβασε το παντελόνι του.
    Κόλλησε πίσω της και μπήκε μέσα της.
    Βαθειά.
    Ένοιωσε να πιέζει την μήτρα της,
    Υγρά και ζεστά και σφιχτά.

    Άρχισε να μπαινοβγαίνει μέσα της αργά, ένοιωθε το σώμα της να ανταποκρίνεται τόσο υπέροχα, άρχισε να την πηδάει πιο γρήγορα και δυνατά.

    Μπαινόβγαινε βίαια μέσα της και την άνοιγε και ένοιωθε το αίμα της να κυλάει μέσα της και την καρδιά της να χτυπά τόσο τρομακτικά γρήγορα και άκουγε τις ανάσες τις τόσο κοφτές και πνιχτές.
    Την ήθελε τόσο πολύ.
    Και εκείνη άρχισε να βλέπει μαλλιά να πετάγονται και χέρια να κουνιούνται απίστευτα γρήγορα και δεν μπορούσε να καταλάβει και ήταν όλα ενα βρώμικο μπλε.
    Συνέχισε να την γαμάει και να την πνίγει και ξαφνικά άφησε τον λαιμό της και την έπιασε από την μέση και την πίεσε πάνω του και έχυσε μέσα της τόσο υπέροχα..

    Έμεινε για λίγο εκεί και τραβήχτηκε.
    Σκούπισε τον πούτσο του πάνω στον κώλο της και την έπιασε από τα μαλλιά και την γύρισε για να τον κοιτάξει.
    Και τότε μόνο είδε πως είχε λιποθυμήσει.


    Όταν άνοιξε τα μάτια της για λίγο μπερδεύτηκε μέχρι να συνειδητοποιήσει πως δεν βρισκόταν κρεμασμένη από το ταβάνι αλλά ξαπλωμένη ανάσκελα στο πάτωμα.
    Εκείνος στεκόταν από πάνω της και την κοίταζε.
    Προσπάθησε να σηκωθεί αλλά τα πόδια της έτρεμαν. Έπεσε στα γόνατα και χαμήλωσε το κεφάλι της και περίμενε εκεί, κουλουριασμένη μπροστά στα πόδια του.

    Τον αγαπούσε τόσο πολύ.


    Χαμήλωσε και την έσπρωξε να ξαπλώσει πίσω.
    Της άνοιξε τα πόδια και της είπε να φροντίσει να τα κρατήσει ανοικτά.

    Εκείνη μπερδεύτηκε, νόμισε για μια στιγμή πως θα την έγλυφε και απόρησε.
    Αφού δεν κάνει τέτοια..

    Ακούμπησε την κλειτορίδα της με το δάχτυλό του και τα πόδια της έκλεισαν γύρω από το χέρι του.

    Δεν μπορούσε να γίνει έτσι.

    Την βοήθησε να σηκωθεί και την έδεσε πάλι από τον κρίκο.
    Πήρε μια μπάρα και έδεσε τα πόδια της στις δυο άκρες της, ανοικτά.

    Υπέροχα.
    Τώρα μπορεί να τρέμει όσο θέλει.



    Σήκωσε από το πάτωμα το κουτάκι.

    Το άνοιξε και χαϊδεψε με προσοχή τα νυστέρια.

    Την κοίταξε.

    Το βλέμμα της πέρασε για μια στιγμή από το κουτάκι και μετά χάθηκε στο δικό του.

    Τον ήθελε τόσο πολύ..


    Διάλεξε ενα νυστέρι, έκλεισε το κουτάκι και το άφησε στο πάτωμα.

    Γονάτισε μπροστά της.


    Δοκίμασε το νυστέρι στην παλάμη του και μετά πάνω της.

    Στην αρχή στην γάμπα της.
    Υπολόγισε την δύναμη που έπρεπε να βάλει και ξεκίνησε.

    Την χάραξε στο δεξί της μπούτι, στο εσωτερικό.
    Τρεις οριζόντιες χαρακιές, παράλληλες μεταξύ τους.

    Το αίμα άρχισε να τρέχει απαλά, αθόρυβα.
    Άλλες τρεις στο αριστερό της μπούτι και από μια τέταρτη στο καθένα, πιο βαθειά.

    Τα μάτια της κλειστά.
    Δεν ανέπνεε.

    Ακούμπησε το νυστέρι σε ενα ράφι και έκανε πίσω.

    Ήταν σαν να έτρεχε από το μουνί της.

    Κυλούσε αργά πάνω στα πόδια της.

    Πηχτό και ζεστό και κόκκινο κατέβαινε στα δαχτυλάκια της και έτρεχε στο πάτωμα.

    Ήταν τόσο υπέροχο.
    Μπορούσε να δει την ζωή πάνω στο λευκό της δέρμα..

    Στο πάτωμα σχηματίστηκε μια αδύναμη λιμνούλα που όσο πήγαινε και μεγάλωνε.

    Όταν το αίμα έβαζε τις άκρες τον δαχτύλων του πήγε κοντά της και την έλυσε.

    Εκείνη έπεσε στο πάτωμα, πάνω στην λιμνούλα της.

    Θεέ μου, τι υπέροχο, να πετάγονται μικρές κόκκινες σταγόνες..


    Εκείνη για λίγο έμεινε ξαπλωμένη και μετά σαν σε αργή κίνηση ανασηκώθηκε και κάθησε οκλαδόν στο πάτωμα.

    Τα μαλλιά της, η πλάτη της, τα μπούτια της, το μουνί της ήταν υγρά και κολλούσαν και μύριζαν αίμα.

    Ω θεέ μου...


    Έβαλε τα χέρια της ανάμεσα στα πόδια της και χαϊδεψε τις πληγές.
    Έκλεισε τα μάτια και αναστέναξε ενώ το χέρι της ανέβαινε πιο ψηλά.

    Άρχισε να χαϊδεύει το μουνί της, να τρίβει την κλειτορίδα της, να το γαμάει με τα δάχτυλά της, να τρίβει με την παλάμη της το πάτωμα και να το γεμίζει αίμα και να το ξαναφέρνει στο μουνί της και να ξαπλώνει ανάσκελα και να χαϊδεύεται αργά και να γυρίζει στο πλάι και να γεμίζει αίμα και να το γλύφει και να γαμάει το μουνί της και να το σκίζει.
    Και εκείνος να γδύνεται και να έρχεται κοντά της και να την γυρίζει ανάσκελα και να ξαπλώνει πάνω της και να μπαίνει μέσα της και να την γαμάει βαθειά και άγρια και δυνατά και να γλύφει το αίμα από το πρόσωπό της , από τα χείλη της, από τις ρώγες της και να την πιάνει από την μέση και να την σηκώνει και να ανεβοκατεβαίνει πάνω του πεινασμένα και να τον φιλάει και να τον γλύφει και να τον δαγκώνει και να τελειώνουν και οι δύο με δύναμη και να χύνουν και να πέφτουν πίσω στην κόκκινη λίμνη και να βυθίζονται βαθειά και να νοιώθουν αγκαλιασμένοι το πηχτό υγρό παντού γύρω τους και να φιλιούνται με πόνο και να γεμίζει το στόμα τους σάλια και αίμα και δάκρυα και να αγαπιούνται τόσο γαμημένα πολύ..





     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  9. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    - Αλήθεια;

    Είναι η πιο γλυκά υπέροχη ερώτηση που έχω ακούσει ποτέ.
    Και είναι κυρίως δική μου.
    Να γιατί πιστεύω οτι μοιάζουμε τόσο πολύ.
    Είναι περίεργο συναίσθημα να βλέπεις κάποιον να γράφει κάτι που νόμιζες πως μπορούσες να γράψεις μόνο εσύ.
    Να εκφράζεται με τον δικό σου τρόπο.
    Να συνδυάζει λέξεις και έννοιες με τον τρόπο που τις συνδυάζεις εσύ.
    Ίδιες συντακτικές ιδιαιτερότητες.
    Είναι τόσο..

    Μου αρέσει.

    Και όταν μιλάμε..
    Όταν μου μιλάει εκείνος πρώτος, ή όταν απαντάει αναπάντεχα..
    Κουνάω την νοητή ουρά μου ενθουσιασμένη και χαμογελάω σαν χαζό.

    Και τον σκέφτομαι.

    Και περιμένω να περάσει η ώρα.

    Και είναι καλύτερα ίσως να είσαι πολύ πολύ μακριά από το να είσαι μακριά.

    Και να με μπερδεύει κάπου το μια ώρα πίσω, μια ώρα μπροστά και να αγχώνομαι και να έχει και λίγο πλάκα όμως..

    Και να μας αρέσει η ομίχλη.

    Και να είναι λιγουλάκι κακός και να μην μου αρέσει και να μην το θέλω αλλά ταυτόχρονα να μου αρέσει τόσο πολύ και να το θέλω τόσο..

    Και να μιλάω περιφραστικά.

    Και να μου ζητάει να κάνω πράγματα και να θέλω να τα κάνω και να είναι η πρώτη φορά που τα κάνω και να μην εκνευρίζομαι ούτε να θυμώνω ούτε να νοιώθω άσχημα ούτε να καταπιέζομαι και να είναι τόσο γλυκά.

    Και να νομίζω τόσο έντονα πως είμαστε ίδιοι.
    Και να μου αρέσει που μπορεί να είμαστε ίδιοι.

    Και να μην του αναφέρω πράγματα που μισεί αλλά να του λέω για πράγματα που μου έχει απαγορεύσει να αναφέρω.

    Και να του ζητάω να μου πει πάλι πόσο υπέροχος είναι και να μην το βρίσκω καθόλου αστείο και να μην το βρίσκω καθόλου άσχημο και να μου αρέσει με έναν ιδιαίτερο τρόπο και να του λέω κι εγώ πόσο υπέροχος είναι..

    Και στην αρχή να ανυπομονώ και η φωνή μου να σπάει και μετά να έχει πλάκα και να γελάμε και να λέμε διάφορα και να είναι τόσο χαριτωμένο και μετά να γίνεται γλυκό και τρυφερό και μετά να σιωπούμε περισσότερο και μετά να ανασαίνω πιο έντονα και η καρδιά μου να χτυπάει πιο δυνατά και τα μάγουλά μου να κοκκινίζουν και να μην μπορώ να πω εκείνες τις λέξεις και να νοιώθω την δύναμή του και να μην μπορώ και να τον θέλω και οχι, να μην θέλω να με γαμήσει, απλά να τον θέλω και να του μιλάω όπως μου ζητάει και να ξέρω τι σημαίνει αυτό αλλά να μην ξέρω αν όντως σημαίνει αυτό που νομίζω και να μην ξέρω τι να σκεφτώ και να με μπερδεύουν περισσότερο οι χρόνοι που χρησιμοποιεί και αυτά που μου ζητάει να μάθω και να σκέφτομαι οτι μπορεί να είναι αυτό που νομίζω και να θέλω να είναι και να το φοβάμαι τόσο πολύ όμως και να σκέφτομαι οτι αφού είμαστε οι ίδιοι δεν πρέπει να το φοβάμαι και να σκέφτομαι οτι μπορεί να κάνω λάθος και να μην είμαστε οι ίδιοι και να σκέφτομαι οτι μπορεί να κάνω λάθος γενικά αλλά μετά να θυμάμαι οτι εγώ ήμουν που έλεγα οτι πρέπει να προσπαθούμε και να μην τα παρατάμε και να τολμάμε και να μην φοβόμαστε και να είμαστε δυνατοί και σκληροί και αισιόδοξοι και μετά να γίνεται πάλι γλυκό και τρυφερό και να το θέλω τόσο πολύ και να μου αρέσει που πίνουμε κρασί και να ενθουσιάζομαι με την επιλογή μου και να νοιώθω ζαλισμένη και τόσο μικρή μπροστά του και να μου αρέσει να μαθαίνω γι'αυτόν και να μου αρέσουν αυτά που μαθαίνω και να μην θέλω να πάω για ύπνο και να είμαστε τόσο απίστευτα ίδιοι σε κάποια πράγματα και να θέλω να του τα πω αλλά να μην το κάνω και να πηγαίνουμε για ύπνο, εγώ μια ώρα νωρίτερα από εκείνον και τα 1850 χιλιόμετρα να είναι τόσο λιγότερα από τα 300.


    Και να κάνω αυτό που θέλησε και να τον σκέφτομαι και να ξέρω πόσο επικίνδυνο είναι αυτό και να θέλω να του το πω και να σκέφτομαι οτι μόλις χρησιμοποίησα την ίδια λέξη με εκείνον και να θέλω να του το πω και να τον σκέφτομαι και να κάνω αυτό που θέλησε και να μένω έκπληκτη γιατί δεν περίμενα πως θα μπορούσα να κάνω αυτό που του είπα και να νοιώθω πως είναι σημαντικό που το μπόρεσα αλλά να μην μπορώ να καταλάβω ακόμα γιατί είναι σημαντικό και να θέλω να με σκέφτεται και να θέλω να με θέλει και να θέλω να συνεχίσει να χρησιμοποιεί τους ίδιους χρόνους και να μου ζητάει πράγματα να μάθω..

    Και να σκέφτομαι πως φιλιόμαστε..




     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  10. mona

    mona mea_maxima_culpa

    Απάντηση: ...some memory and some illusion...

    Πολύ έντονο,
    πολύ καλό
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  11. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Pas en État Second  

    Και να μην μου αρέσει να κάνω λάθη και να γίνεται κακός γι' αυτό.
    Και να μου αρέσει να με σκέφτεται όταν ακούει κάποιο τραγούδι.
    Και να μου αρέσουν τα πάντα.
    Και να είναι αριστερόχειρας και να μην μπορώ να του εξηγσω πόσο το λατρεύω.
    Και να είναι υπέροχος και να απολαμβάνω να μου το λέει και να θέλω να μου το λέει συνέχεια και για κάποιον λόγο να με καυλώνει αυτό.
    Και να είναι γλυκός και τρυφερός και καλός και να θέλω να τον πάρω αγκαλιά σαν να είναι το μωρό μου και να γκρινιάζει όταν νυστάζει και να είναι ακόμα πιο γλυκός τότε και να φαντάζομαι ενα αγοράκι να στριφογυρίζει στο κρεββάτι του και να έχει μουτρωμένη φατσούλα.
    Και να μου αρέσει όταν με καταλάβαινει εκεί που άλλος δεν θα μπορούσε.
    Και να λατρεύω να μου διαβάζει τις ιστορίες του και να λατρεύω που του αρέσει να του διαβάζω τις δικές μου.
    Και να λιώνω όταν του λείπω και όταν κοιτά την ώρα.
    Και να μου άρεσει για κάποιον περίεργο λόγο που ήταν καθίκι ακόμα και αν πιστεύω πως δεν ήταν.
    Και να μου αρέσει που ανησυχεί μήπως με επηρεάσει η αλήθεια και να θέλω τόσο πολύ να καταλάβει οτι δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση.
    Και να μου αρέσουν αυτά που νοιώθουμε ο ενας για τον άλλον.
    Και να μου αρέσει η ηλικία του.
    Και να ανυπομονώ.
    Και να τον καταλαβαίνω.
    Και να μπορώ να καταλάβω τους λόγους του.
    Και να μπορώ να καταλάβω πως νοιώθει.
    Και να μπορώ να καταλάβω γιατί σκέφτεται έτσι, γιατί πράττει ετσι.
    Και να μην θέλω να το σκέφτεται.
    Και να είναι τόσο υπέροχη αυτή η ισότητα που υπάρχει.
    Να με κάνει να νοιώθω τόσο ελεύθερη. Και ήρεμη. Και ασφαλής.
    Και να μου αρέσει να μαθαίνω μικρούς τρόπους.
    Και να μου αρέσει να τον τσιγκλάω.
    Και να μου αρέσει ενα σωρό απο μικρές λεπτομέρειες.
    Και να μου αρέσουν τόσο πολύ αυτά που του αρέσουν.
    Και να είναι υπέροχος.
     
  12. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Crave

    [...]


    A: A wish under pressure.

    ~

    M: Absence sleeps between the buildings at night.

    ~

    B: Just a name would be nice.
    M: You're very naïve if you think you still have these kind of choices.

    ~

    B: If it would be an act of love.

    ~

    M: Filled with emptiness.
    B: Satisfied with nothing.
    A: One touch.

    ~

    B: If you don't want me to come I won't come. You can say, it doesn't matter. I mean it matters, but it's better to say. Then I'll know so.

    ~

    B: I think about you.
    A: Dream about you.
    B: Talk about you.
    A: Can't get you out of my system.
    M: It's okay.
    B: I like you in my system.

    ~

    A: Only love can save me and love has destroyed me.

    ~

    M: And if this makes no sense then you understand perfectly.

    ~

    A: Stunned
    B: Stoned

    ~

    M: Sometimes the shape of my head alarms me. When I catch sight of it reflected in a darkened train window the landscape passing through the image of my head. Not that there is anything unusual or … alarming … about the shape of my head, but it does … alarm me.

    ~

    C: Six month plan.

    ~

    A: … and speak German to you badly …

    ~

    A: What will I do when you throw me away?

    ~

    M: You think I'm going to rape you?
    C: Yes.
    A: No.
    B: Yes.
    M: No.
    A: No.
    B: Yes.
    C: Yes.
    M: Is that possible?


    [...]