Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Blue Hotel

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος margarita_nikolayevna, στις 11 Μαρτίου 2022.

  1. margarita_nikolayevna

    margarita_nikolayevna Captain's property Contributor

    Έπαιζα στο χέρι μου το ποτήρι με το κρασί, ανακινώντας το και χαζεύοντας το λαμπύρισμα που έκανε μέσα το κερί, χωρίς να κάνω κάποια συγκεκριμένη σκέψη για αρκετή ώρα. Μέχρι που θυμήθηκα εκείνες τις μέρες της οδύνης και του τρόμου, τότε που έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου όταν έμαθα ότι Εκείνος ήταν στο νοσοκομείο με αμφίβολη έκβαση…

    Λες και από κάποια περίεργη συμπαντική ειρωνεία ή συμπαράσταση, κάθε τρεις και λίγο το ραδιόφωνο έπαιζε το παρακάτω κομμάτι:

    There's a time that I remember, when I did not know no pain

    When I believed in forever, and everything would stay the same

    Now my heart feel like December when somebody say Υour name

    'Cause I can't reach out to call Υou, but I know I will one day, yeah

    Everybody hurts sometimes

    Everybody hurts someday,

    But everything gon' be alright

    Go and raise a glass and say…
    Προσπαθούσα, προσπαθούσα να φανταστώ το μετά, όπως πάντα έλεγε… Σε κάθε δυσκολία, σε κάθε στενοχώρια, σε κάθε ζόρι, έλεγε «δες τον εαυτό σου όταν περάσει αυτό, δες το επόμενο βήμα, δες την επόμενη μέρα –πού θα είσαι;». Προσπαθούσα απεγνωσμένα να το κάνω. Το μόνον, όμως, που υπήρχε ήταν ένα μακρόσυρτο τώρα, χωρίς τέλος, χωρίς να μπορώ να δω τον ορίζοντα. Προετοιμαζόμουν για κάθε ενδεχόμενο.

    Cheers to the wish you were here, but you're not

    'Cause the drinks bring back all the memories

    Of everything we've been through…

    Τι ειρωνεία… τι τραγική ειρωνεία… Αυτό που είχα ευχηθεί τόσες φορές, αυτή η απαλλαγή –και μάλιστα χωρίς να έχω εγώ το βάρος ότι εγκατέλειψα θέση και σχέση-, ήταν η ισχυρότερη προοπτική. Και τότε… τότε συνειδητοποίησα ότι δεν ήθελα αυτή την προοπτική.

    'Cause the drinks bring back all the memories

    And the memories bring back, memories bring back you

    There's a time that I remember when I never felt so lost

    When I felt all of the hatred was too powerful to stop (ooh, yeah)

    Now my heart feel like an ember and it's lighting up the dark

    I'll carry these torches for ya that you know I'll never drop…

    Δεν μπορούσα, δεν άντεχα να Τον χάσω. Δεν μπορούσα να αντέξω στη σκέψη ότι θα μπορούσε από στιγμή σε στιγμή να ακουστεί ο μακρόσυρτος ήχος ενός μηχανήματος και Εκείνος να γίνει απλά μια ανάμνηση. Για αυτό, έκανα το μοναδικό πράγμα που μπορούσα: Τον έβαλα εντός μου κι έγινα… Αυτός.

    Ό,τι δεν είχε –ίσως- πετύχει η εκπαίδευση και η υπακοή τόσα χρόνια, έγινε τόσο απλά και τόσο φυσικά.

    Με όλο το θυμό που μπορεί να κουβαλούσα με τα χρόνια, Τον συν-χώρεσα. Και μαζί με Αυτόν κι εμένα. Συν-χώρεσα εμένα. Τον εαυτό που είμαι. Και τον εαυτό που θα ήθελα να γίνω. Καμία καταδίωξη πια.

    - «Σε τι πίνουμε;», η φωνή του Γιώργου διέκοψε τη ρέμβη μου.

    - «Toast to the ones here today/Toast to the ones that we lost on the way», του απήγγειλα τους στίχους.

    Δεν απάντησε κάτι. Με πήρε αγκαλιά και μου έβαλε λίγο ακόμη κρασί στο ποτήρι.

    Παρά τη σχετική δροσιά, ήταν ευχάριστο να κάθεσαι στο μπαλκόνι, με ένα ελαφρύ σκέπασμα και να ακούς τη βραδινή ησυχία.

    Σκέφτηκα για ποιο λόγο μου είπε ο Οδυσσέας να πιω τα δυο ποτήρια κρασί. Κάποιο τελετουργικό κάθαρσης; Και τι να έκανε εκείνος αυτό το βράδυ; Προσπάθησα να ψηλαφίσω εντός μου το πώς αισθανόμουν ότι ένιωθε σήμερα. Και όταν μου ζήτησε να βρεθούμε πριν το Πάσχα.

    Αποφάσισα όμως ότι επειδή δεν είμαι και γερό ποτήρι, ήταν και κουραστική η μέρα, δεν είχα την δέουσα νηφαλιότητα για να το αισθανθώ. Οπότε πήρα το Γιώργο αγκαλιά. Και πήγαμε για ύπνο.

    Πριν αποκοιμηθώ σκεφτόμουν πόσο με χαλούσαν παλιά οι περιορισμοί. Νόμιζα ότι αν όλοι οι δρόμοι είναι ανοικτοί, απρόσκοπτα, μόνον τότε μπορεί να έχει ένταση και αξία η εμπειρία. Και, όμως! Ίσως κάποιες φορές, οι περιορισμοί είναι που μας φέρνουν κοντά με τον άλλο. Μας βάζουν στο ίδιο μήκος κύματος. Και αυτό είναι το πιο σημαντικό. Και αν είσαι στο ίδιο μήκος κύματος, τότε ανοίγουν όλες οι δυνατότητες… Τότε γίνονται άπειρες…

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ--
     
  2. Ariti

    Ariti Premium Member

    Αναρωτιέμαι γιατί εγώ τη διάβασα ΤΩΡΑ και όχι νωρίτερα...!
    Τι καταπληκτικά δοσμένη ιστορία... Εξαιρετική συνεργασία στη συγγραφή, οι χαρακτήρες σκιαγραφήθηκαν με τέτοιο τρόπο που νιώθω ότι τους γνωρίζω χρόνια και η πλοκή είναι μυθιστορηματική...
    Γιατί, γιατί, ΓΙΑΤΙ δεν έχει συνεχιστεί;;;;;;;
     
  3. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Συγγραφικό μπλόκο από τη μεριά μου… Ελπίζω κάποια στιγμή να το ξεπεράσω και να συνεχίσουμε από εκεί που είχαμε μείνει, αν δηλαδή έχει ακόμα όρεξη η @margarita_nikolayevna
     
  4. Ariti

    Ariti Premium Member

    Το ελπίζω...! Ας γίνει μια προσπάθεια...!  Δε θελω να μένω με την περιέργεια και είχε και εκείνη την καταπληκτική σήμανση στο τέλος "ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ"...
     
  5. margarita_nikolayevna

    margarita_nikolayevna Captain's property Contributor

    Ωπ, έσκυψα και πιάνω το γαντακι  
     
  6. SunDestr

    SunDestr New Member

    Θέλω να πω κάτι...
    Είναι πάρα πολύ καλό,πραγματικά είναι καλό,αν κατάλαβα καλά είναι προϊόν συνεργασίας δύο ατόμων.
    Μου θύμισε κάτι...
    Είχα πει το εξής.
    "Εγώ είμαι η Ν*****α και εσύ είσαι ο Γιώργος.
    Είμαστε το διαιρεμένο σωματίδιο,όπου και να πάμε θα είμαστε η ίδια οντότητα,με όσους και να κοιμηθούμε θα κοιμόμαστε πάντα μαζί,θα ζεις μέσα μου και εγώ μέσα σε εσένα,δε θα είσαι ποτέ ξανά μόνη."
    Αυτά και άλλα πολλά είχα πει,τα έχω φυλαγμένα όλα.
     
  7. Ariti

    Ariti Premium Member

    Ευτυχώς!!!   
     
  8. Ariti

    Ariti Premium Member

  9. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Το ποτήρι με το κρασί έμεινε ακουμπισμένο στο τραπέζι, μισογεμάτο. Δεν το είχα αγγίξει ακόμα.

    Ήθελα.
    Δεν ήθελα.
    Κάθε 13η Απριλίου, αυτή η ώρα θα με έβρισκε αλλού.Σε κάποιο δωμάτιο ξενοδοχείου.
    Μόνος.

    Ένα μπουκάλι παραδίπλα, ένα ποτήρι γεμάτο μέχρι πάνω, και ο ήχος της σιωπής να χτυπάει σαν σφυρί στο κρανίο μου.
    Αλλά όχι φέτος. Φέτος, ήμουν εδώ.
    Εδώ, στην ίδια θέση που είχα καθίσει τόσες φορές μαζί του.
    Στο τραπέζι εκείνο, στο μέρος που είχε γίνει στέκι μας όταν ακόμα πιστεύαμε πως η ζωή είναι ανοιχτό βιβλίο. Ότι όλα πάνε μπροστά. Ότι δεν υπάρχουν επιστροφές.

    Είκοσι εννιά χρόνια.
    Είκοσι εννιά γαμημένα χρόνια από εκείνη την ημέρα.
    Και σήμερα, για πρώτη φορά, δεν ήμουν μεθυσμένος.
    Χαμογέλασα.

    «Κοίτα να δεις, ρε Βασίλη...»

    Σήκωσα το ποτήρι.
    Πρόποση.
    Απέναντι, η καρέκλα άδεια.
    Όπως και τόσα χρόνια.
    Αλλά αυτό δεν με σταμάτησε ποτέ.

    «Λοιπόν, παπάρα...»

    Δεν περίμενα απάντηση.
    Η πρώτη γουλιά κύλησε αργά. Το κρασί βαρύ, γνώριμο.
    Και τότε τον άκουσα.
    Όχι σαν φάντασμα. Όχι απόκοσμα.
    Καθαρά.
    Απόλυτα.
    Σαν να καθόταν απέναντί μου. Όπως παλιά.

    «Δεν είσαι λιάρδα πάλι. Το λες και πρόοδο.»

    Χαμογέλασα.

    «Ναι. Μου πήρε λίγο παραπάνω, αλλά ξέρεις πώς είναι αυτά. Κάλλιο αργά...»
    «Επειδή έκαψες μια φωτογραφία;»
    «Όχι, ρε μαλάκα. Επειδή τελείωσε.»
    «Τελείωσε, τι;»

    Άφησα το ποτήρι στο τραπέζι.
    Τον κοίταξα, ή τουλάχιστον το μέρος όπου θα ήταν αν ήταν εδώ.

    «Η αυτοτιμωρία.»

    Σιωπή

    «Η Ishani…»
    «Η Ishani, τι;»
    «Έκανε μια επιλογή που δεν είχε δικαίωμα να κάνει.»

    Σταμάτησα.

    «Δεν πήρε μόνο εκείνη στο λαιμό της, πήρε κι εμένα μαζί.»

    Είκοσι εννιά χρόνια.

    «Και;»
    «Συνειδητοποίησα ότι αν είσαι τυχερός στη ζωή σου… πάντα υπάρχει ένας Εκείνος. Ή μια Εκείνη.»

    Σιωπή.

    «Μιλάς με γρίφους, γέροντα.»

    Δεν απάντησα. Ήπια ακόμα μια γουλιά κρασί.

    «Τη συγχώρεσα, Βασίλη. Και μαζί της, συγχώρεσα και τον εαυτό μου.»
    «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι!»

    Μια στιγμή απόλυτης ησυχίας.

    Και μετά, το γέλιο του.

    Χαμηλό.

    Βουβό σχεδόν.

    Γέλασα κι εγώ.

    «Ξέρεις τι συνειδητοποίησα;»

    Δεν απάντησε.

    «Ότι για πρώτη φορά… δεν έχω ιδέα τι θα κάνω.»

    Δεν με τρόμαζε.

    Για τριάντα χρόνια ήξερα ακριβώς πώς θα ήταν η κάθε μου 13η Απριλίου.

    Αλλά όχι αυτή.

    Όχι η επόμενη.

    Όχι πια.

    Έσκυψα προς τα εμπρός.

    Ακούμπησα τους αγκώνες στο τραπέζι και κοίταξα το ποτήρι.

    «Αν ήσουν εδώ, ξέρω τι θα έκανες. Θα γέλαγες. Θα φώναζες στην κοπέλα μέσα να φέρει κι άλλο κρασί. Θα με σκουντούσες στον ώμο.»

    Πήρα βαθιά ανάσα.

    «Γαμώτο, ρε Βασίλη… Πόσο μού ’χεις λείψει.»
    «Ζω ακόμα, αγορίνα μου.»
    «Ζεις…» είπα με πίκρα.
    «Μέσα από τον Φοίβο και τη Ζωή.»

    Δεν απάντησα.

    «Θυμάσαι όταν αγχωνόσουν για τα λεφτά, τότε στις πρώτες μέρες; Θυμάσαι τι σου έλεγα;»

    Ήπια ακόμα μία γουλιά.

    «Ό,τι μας ανήκει είναι όσα ζήσαμε. Και, όταν όλα τελειώσουν, δύο μέτρα γης.»

    Κούνησα το κεφάλι. «Βιάστηκες να διεκδικήσεις την περιουσία σου, παλιομαλάκα.»

    Δεν απάντησε.
    Δεν χρειαζόταν.
    Ήπια ακόμα μια γουλιά και έκλεισα τα μάτια.
    Δεν είχε αλλάξει τίποτα.
    Αλλά είχε αλλάξει τα πάντα.
    Σήκωσα το ποτήρι.
    Απέναντι, το δικό του ποτήρι.
    Γεμάτο.
    Και έτσι θα έμενε.

    Έμεινα εκεί για λίγο.
    Και μετά...
    Έβγαλα το τηλέφωνο.

    Τον άκουγα ακόμα να γελάει.

    Άνοιξα τη μουσική.

    Η φωτιά ξεκίνησε αμέσως.

    I am the God of hellfire and I bring you
    Fire, I'll take you to burn
    Fire, I'll take you to learn
    I'll see you burn

    You fought hard and you saved and earned
    But all of it's going to burn
    And your mind, your tiny mind, you know you've really been so blind
    Now's your time, burn your mind, you're falling far, too far behind
    Oh no, oh no, oh no
    You're gonna burn

    Fire, to destroy all you've done
    Fire, to end all you've become
    I'll feel you burn

    You've been livin' like a little girl in the middle of your little world
    And your mind, your tiny mind, you know you've really been so blind
    Now's your time to burn your mind, you're fallin' far too far behind
    (Ooh-ooh-ooh-ooh)

    Fire, I'll take you to burn
    Fire, I'll take you to learn
    You're gonna burn
    You're gonna burn
    You're gonna burn, burn, burn, burn, burn, burn, burn, burn, burn, burn, burn, yeah

    Fire, Take you to burn
    Fire, I'll take you to learn
    Fire, I'll take you to bed
    Fire, I'll take you, fire


    Ο Βασίλης θα γούσταρε.

    Όπως εγώ.


    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
    Last edited: 11 Ιανουαρίου 2025
  10. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Το ποτήρι του Βασίλη έμεινε γεμάτο.

    Έτσι έπρεπε.

    Δεν σήκωσα το τηλέφωνο αμέσως. Άφησα το τραγούδι να παίζει, να με ποτίσει μέχρι το κόκκαλο. Στο μυαλό μου, μπορούσα να τον δω: το στραβό του χαμόγελο, εκείνη την ειρωνεία στη φωνή του, το βλέμμα που έλεγε «σε ξέρω καλύτερα απ’ ό,τι ξέρεις εσύ τον εαυτό σου.»

    Και ξαφνικά, η σιωπή μετά τη μουσική ήταν εκκωφαντική. Δεν ήθελα να πάω σπίτι. Δεν ήθελα να πάω πουθενά.

    Έβαλα το σακάκι μου και βγήκα έξω. Η νύχτα ήταν ήρεμη, σχεδόν αποπνικτική από την άνοιξη που πάλευε να γίνει καλοκαίρι. Τα φώτα του δρόμου τρεμόπαιζαν.

    Προχώρησα προς το αυτοκίνητο χωρίς να βιάζομαι. Ήξερα ήδη ότι δεν θα πήγαινα κατευθείαν πίσω. Δεν ήξερα, όμως, ακόμα πού πήγαινα.

    Και αυτή η αβεβαιότητα είχε μια ηρεμία, σχεδόν λυτρωτική.

    Για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια, η 13η Απριλίου δεν είχε προδιαγεγραμμένη κατάληξη. Μπήκα στη Μαντόνα, έβαλα το κλειδί στη μίζα και έμεινα να ακούω τον ήχο της μηχανής.

    Δεν είχα πιει αρκετά για να με επηρεάζει το αλκοόλ. Αλλά αρκετά για να με βαρύνει η μνήμη. Τα δάχτυλά μου έπαιξαν με το τηλέφωνο.

    Όχι. Όχι σήμερα. Όχι αυτή τη νύχτα.

    Άφησα το κινητό στο κάθισμα του συνοδηγού και ξεκίνησα.

    Ο δρόμος άδειος. Η πόλη μισοκοιμισμένη. Οδήγησα χωρίς να σκέφτομαι, αφήνοντας τις στροφές να με καθοδηγήσουν. Ήξερα πως η διαδρομή με έφερνε στα βόρεια, μακριά από το σπίτι.

    Πού πήγαινα; Δεν ήξερα.

    Μέχρι που το ήξερα.

    Η διαδρομή ήταν παλιά, γνώριμη.

    Λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη, ο χωματόδρομος που οδηγούσε εκεί που πηγαίναμε με τον Βασίλη, τότε που η ζωή ήταν ακόμα ένα παιχνίδι, μια σειρά από δυνατότητες και τίποτα δεν ήταν χαμένο.

    Χώρεσα το αμάξι στο πλάτωμα και έσβησα τη μηχανή.

    Βγήκα έξω.

    Ο αέρας της νύχτας πιο καθαρός εδώ.

    Το έδαφος υγρό από την υγρασία, τα δέντρα σιωπηλά, οι σκιές μακριές.

    Έγειρα στην πόρτα. Δεν είχε σημασία το μέρος, όχι πραγματικά. Αλλά εδώ, σε αυτό το μέρος, η μνήμη δεν πονούσε το ίδιο.

    Δεν ήταν φυλακή. Ήταν ανάμνηση.

    Κοίταξα τα αστέρια. Ανάσανα. Για πρώτη φορά σε είκοσι εννιά χρόνια, η 13η Απριλίου δεν ήταν βαρίδι. Ήταν κάτι άλλο.

    Δεν ήξερα ακόμα τι.

    Σήκωσα το τηλέφωνο. Η Ishani ήταν η Καλυψώ μου. Αλλά κάπως κατάφερα και έφτασα πίσω. Πριν, όμως, μπορέσω να προχωρήσω, είχα κάποιους λογαριασμούς να κλείσω.

    Μπορεί να μην την ερωτεύτηκα όπως την Ishani, αλλά τη Μάρθα την αγάπησα.

    Ίσως… ίσως να ήταν αργά πλέον, αλλά έστω και τώρα όφειλε να μάθει την αλήθεια.

    Το τηλέφωνο χτυπούσε στο αυτί μου. Δύο φορές. Τρεις. Τέσσερις.

    «Οδυσσέα;»

    Η φωνή της Μάρθας ήρεμη, αλλά με εκείνη την ανεπαίσθητη ένταση που σήμαινε ότι ήξερε. Ξερό βήξιμο.

    «Είσαι σπίτι;»
    «Ναι.»
    «Έλα μαζί μου για ένα ποτό.»

    Δεν υπήρχε καμία ερώτηση του τύπου «Είσαι καλά;» ή «Τι συμβαίνει;» ή «Πού είσαι;»

    Γιατί ήξερε. Ήξερε τι μέρα είναι. Ξεφύσηξε ελαφρά.

    «Έλα να με πάρεις.»

    Έβαλα μπρος και ξεκίνησα.

    Το μπαρ ήταν από εκείνα τα παλιά, αυτά που ο χρόνος είχε ξεχάσει. Στις γωνίες, χαμηλός φωτισμός. Κάπου στο βάθος, ένας τύπος έπαιζε αδιάφορα με τη μπίλια σε ένα τάβλι.

    Η Μάρθα κάθισε απέναντί μου, σταυρώνοντας τα χέρια.

    Το ποτό της ήρθε. Δεν το άγγιξε αμέσως. Δεν με πίεσε. Δεν ρώτησε. Ήξερε ότι θα μιλούσα όταν ήταν η ώρα.

    «Ξέρεις ποια ήταν η Ishani;»

    Το βλέμμα της έμεινε σταθερό.

    «Ναι. Μου είχε πει ο Βασίλης.»
    «Τι σου είχε πει;»
    «Λίγα πράγματα. Ότι ήταν η πρώτη σου μεγάλη αγάπη. Ότι χάθηκε. Ότι η 13η Απριλίου ήταν η μέρα που… έφυγε.»
    «Τίποτα άλλο;»
    «Όχι. Δεν μου είπε ποτέ περισσότερα. Είχα ρωτήσει κάποτε, και μου είπε ότι δεν είναι δική του ιστορία να πει.»
    «Ήρθε η ώρα να το μάθεις.»

    Της είπα τα πάντα. Όχι σε κομμάτια. Όχι μισόλογα. Όχι ωραιοποιήσεις.

    Όλη την αλήθεια.

    Για τη Λαχόρη. Για τον αρραβώνα. Για τις κρυφές στιγμές. Για την συμφωνία μας. Για το γράμμα. Για το πώς την έκλαψα σαν νεκρή πριν πεθάνει.

    Για το σώμα της, δύο μέρες μετά, σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου.

    Για το πώς πέθανα μαζί της εκείνη την ημέρα.

    Για τον Βασίλη. Για το παγκάκι. Για το πώς με κράτησε όρθιο όταν το έμαθα.

    Για το πώς από τότε, κάθε 13η Απριλίου, έπινα μέχρι να γίνω κάτι λιγότερο από άνθρωπος.

    Η Μάρθα με άκουγε σιωπηλή.

    Μόνο όταν τελείωσα έπιασε το ποτήρι της και το έφερε στα χείλη της. Ήπιε αργά. Το άφησε στο τραπέζι.

    «Σχεδόν τριάντα χρόνια.» Δεν ήταν ερώτηση.
    «Ναι.»
    «Και σήμερα;»

    Χαμογέλασα αχνά.

    «Σήμερα την συγχωρέσα. Και μαζί της, συγχωρέσα και εμένα.»
    Δίστασε. «Οδυσσέα, γιατί μου τα είπες όλα αυτά;»
    «Γιατί η ζωή μου σταμάτησε μια Απριλιάτικη μέρα πριν 13 χρόνια. Γιατί… γιατί όταν έφυγε ο Βασίλης… βρήκα ξανά σκοπό στη ζωή μου. Εσένα. Τα παιδιά.»
    «Μετάνιωσες;»
    «Μόνο για το γεγονός ότι τα μάτια μου άνοιξαν όταν χάσαμε το Βασίλη. Μακάρι να ζούσε… και ας μην ερχόταν ποτέ αυτή η λύτρωση.»
    Μου χάιδεψε το χέρι τρυφερά. «Δεν ορίζουμε εμείς το πεπρωμένο μας, Οδυσσέα.»
    «Όχι, δεν το ορίζουμε. Ορίζουμε ωστόσο το πώς το αντιμετωπίζουμε.»
    Το βλέμμα της σκοτείνιασε.
    «Δεν το πάω εκεί που νομίζεις,» τη διαβεβαίωσα. «Σε αγάπησα και σ’ αγαπώ. Αυτό δεν αλλάζει.»
    «Δεν ξέρω τι θέλω να κάνω. Κι εγώ σ’ αγαπάω Οδυσσέα…»
    «Αλλά;»
    «…»
    Χαμογέλασα. «Εδώ θα είμαι, ό,τι και αν αποφασίσεις. Αν θέλεις να χωρίσουμε, ας χωρίσουμε. Αν θέλεις… ξέρεις… απλά δε θέλω να ξέρω τις λεπτομέρειες.»
    «Κι εσύ;»
    «Θέλεις να μάθεις τις λεπτομέρειες;»
    Δεν απάντησε αμέσως. Ήπιε μια γουλιά κρασί. «Όχι.» Αναστέναξε. «Και τώρα;»
    «Λίγο ακόμα θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν,
    τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο,
    τη θάλασσα να κυματίζει.
    Λίγο ακόμα, να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα.»

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---