Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Carousel

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος dora_salonica, στις 8 Μαρτίου 2008.

  1. john_slave96

    john_slave96 Contributor

    Πολύ όμορφα όλα. Αλλά θα πω και κάτι άλλο:πλησιάζουν στον πού όμορφο τρόπο που γράφει η Δώρα, για αυτό λέω ότι είναι ταλαντούχος. Περιμένω με αγωνία να εκδώσει κάτι δικό της.
     
  2. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Πώς ο Ρόαρκ πήρε την παρθενιά της Ντομινίκ:

    “Τον πλησίασε και σταμάτησε το άλογό της τόσο απότομα, που λίγο έλειψε να τιναχτεί από τη σέλα σαν ελατήριο. Σταμάτησε κι εκείνος.

    Δεν μίλησαν. Έμειναν να κοιτάζονται. Εκείνη σκέφτηκε ότι κάθε σιωπηλή στιγμή που περνούσε ήταν αποκαλυπτική: αυτή η χωρίς λόγια συνάντηση μαρτυρούσε πως ήξεραν κι οι δυο ότι κάθε χαιρετισμός ήταν περιττός.

    Τελικά η Ντομινίκ ρώτησε, με άχρωμη φωνή:

    «Γιατί δεν ήρθατε να τοποθετήσετε το μάρμαρο;»

    «Δεν φαντάστηκα ότι θα είχε διαφορά αν ερχόμουν εγώ ή κάποιος άλλος. Ή μήπως είχε, μις Φράνκον;»

    Η Ντομινίκ δεν ένιωσε τα λόγια του σαν ήχους, αλλά σαν δυνατό χτύπημα στο στόμα της. Σήκωσε το κλαδί που κρατούσε και το κατέβασε με ορμή στο πρόσωπό του, αναγκάζοντας με την ίδια κίνηση το άλογό της ν’ απομακρυνθεί καλπάζοντας.

    ************

    Η Ντομινίκ ήταν καθισμένη μπροστά στην τουαλέτα της. Η ώρα ήταν περασμένη. Στο μεγάλο, άδειο σπίτι βασίλευε απόλυτη σιωπή κι από το σκοτεινό κήπο δεν ακουγόταν ούτε θρόισμα φύλλων, παρ’ όλο που οι μπαλκονόπορτες του δωματίου της ήταν ανοιχτές…

    Δεν άκουσε τα βήματα στον κήπο. Τα άκουσε μόνο όταν είχαν πια φτάσει στη βεράντα της. Έσμιξε τα φρύδια κι έστρεψε το βλέμμα προς την μπαλκονόπορτα.

    Εκείνος μπήκε στο δωμάτιο. Φορούσε τα ρούχα της δουλειάς, το βρώμικο πουκάμισο με τ’ ανασηκωμένα μανίκια, το λεκιασμένο με σκόνη γρανίτη παντελόνι. Στάθηκε κοιτάζοντάς τη. Στο πρόσωπό του δεν υπήρχε η γελαστή έκφραση μιας συνεννόησης. Το πρόσωπό του ήταν σκυθρωπό, σκληρό και αυστηρό, φλογισμένο από το πάθος, με μάγουλα βαθουλωτά, με χείλη σφιγμένα. Η Ντομινίκ πετάχτηκε όρθια κι έμεινε σαν άγαλμα, με τα χέρια προς τα πίσω και τα δάχτυλα ανοιχτά. Εκείνος δεν κινήθηκε. Μια φλέβα τρεμόπαιζε στο πλάι του λαιμού του.

    Έπειτα πήγε κοντά της. Την έσφιξε σαν η σάρκα του να είχε χωθεί στη δική της κι εκείνη ένιωσε τα μπράτσα του στα πλευρά της, τα πόδια της κολλημένα στα δικά του, το στόμα του στα χείλη της.

    Δεν ήξερε αν την τράνταξε πρώτα το ρίγος του τρόμου, στέλνοντας τους αγκώνες της στο λαιμό του, κάνοντας το σώμα της να συστρέφεται για να του ξεφύγει, ή αν έμεινε για λίγο ασάλευτη στην αγκαλιά του, συγκλονισμένη από την αίσθηση του δέρματός του πάνω στο δέρμα της, μια αίσθηση που την είχε σκεφτεί και την περίμενε, χωρίς να ξέρει ότι θα ήταν έτσι, χωρίς καν να το διανοηθεί, γιατί αυτό δεν αποτελούσε μέρος της ζωής, αλλά ήταν κάτι που δεν μπορούσε κανείς να το αντέξει περισσότερο από ένα δευτερόλεπτο.

    Προσπάθησε να τραβηχτεί μακριά του. Η προσπάθειά της εξουδετερώθηκε από τα μπράτσα του, που δεν την είχαν καν αισθανθεί. Οι γροθιές της σφυροκοπούσαν τους ώμους του, το πρόσωπό του. Το ένα του χέρι άδραξε τους δυο καρπούς της και τους ακινητοποίησε πίσω της, αναγκάζοντας το κεφάλι της να γείρει πίσω. Εκείνη ένιωσε τα χείλη του στο στήθος της. Με μια άγρια κίνηση ελευθερώθηκε.

    Έπεσε με την πλάτη στην τουαλέτα κι έμεινε εκεί, ζαρωμένη, σφίγγοντας σπασμωδικά με τα δάχτυλα την άκρη του επίπλου, με μάτια άχρωμα, διεσταλμένα από τον τρόμο. Εκείνος γελούσε. Ή, πιο σωστά, υπήρχε στο πρόσωπό του η κίνηση του γέλιου, αλλά χωρίς τον ήχο. Ίσως να την είχε αφήσει ελεύθερη με τη θέλησή του. Στεκόταν μπροστά της, με τα πόδια ανοιχτά, με τα χέρια κρεμασμένα, αφήνοντάς τη να νιώθει ακόμα πιο έντονα την παρουσία του κορμιού του από τη μικρή αυτή απόσταση ανάμεσά τους παρά αν την είχε στην αγκαλιά του. Τα μάτια της στυλώθηκαν στην πόρτα πίσω του κι εκείνος αντιλήφθηκε την πρόθεσή της να τρέξει προς τα εκεί για να γλιτώσει. Τέντωσε το χέρι του, χωρίς να την αγγίξει, καθηλώνοντάς τη στη θέση της. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της και την είδε να κουβαριάζεται ακόμα πιο πολύ στην τουαλέτα. Την άφησε λίγο σε αναμονή. Ύστερα την πλησίασε, τη σήκωσε στα χέρια του σαν πούπουλο και κατευθύνθηκε προς το κρεβάτι. Εκείνη έμπηξε τα δόντια της στο χέρι του κι ένιωσε το αίμα στην άκρη της γλώσσας της. Εκείνος τράβηξε πίσω το κεφάλι της, αναγκάζοντας το στόμα της ν’ ανοίξει πάνω στο δικό του.

    Η Ντομινίκ πάλευε σαν άγριο ζώο, αλλά χωρίς φωνή. Δεν καλούσε σε βοήθεια. Ένιωθε τον απόηχο των χτυπημάτων της στις κοφτές ανάσες του και καταλάβαινε ότι η αντίστασή της τον ευχαριστούσε. Άπλωσε το χέρι της κι έπιασε το πορτατίφ στο κομοδίνο της, αλλά εκείνος το άρπαξε και το πέταξε στο πάτωμα. Το κρύσταλλο έγινε χίλια κομμάτια μέσα στο σκοτάδι.

    Την είχε ρίξει στο κρεβάτι κι η Ντομινίκ ένιωθε το αίμα να σφυροκοπάει στο λαιμό της, στα μηνίγγια της, στα μάτια της, ένιωθε το μίσος και τον ανίσχυρο τρόμο να βράζουν στο αίμα της. Ένιωθε το μίσος και τα χέρια του. Τα χέρια του, που εξερευνούσαν το κορμί της. Τα χέρια του, που έσπαζαν γρανίτη. Τον πολέμησε μ’ έναν τελευταίο σπασμό. Τότε ο ξαφνικός πόνος διαπέρασε το σώμα της μέχρι ψηλά στο λαιμό. Έμπηξε μια στριγκλιά κι έπειτα έμεινε ασάλευτη.

    Ήταν μια πράξη που μπορούσε να εκτελεστεί με τρυφερότητα, σαν σφραγίδα έρωτα, ή με περιφρόνηση, σαν σύμβολο ταπείνωσης και κατάκτησης. Μπορούσε να ήταν η πράξη ενός εραστή ή ενός στρατιώτη που βιάζει μια γυναίκα του εχθρού. Εκείνος την εκτέλεσε σαν πράξη καταφρόνιας. Δεν ήταν έρωτας, ήταν ατίμωση. Κι αυτό την έκανε να μένει ασάλευτη κι υποταγμένη. Μια μόνο κίνηση τρυφερότητας από μέρους του, κι εκείνη θα είχε μείνει ψυχρή, ανέγγιχτη από αυτό που συνέβαινε στο σώμα της. Η πράξη όμως ενός αφέντη, που την αποκτούσε ξεδιάντροπα, περιφρονητικά, της πρόσφερε το είδος της έκστασης που είχε πάντα ονειρευτεί. Ξαφνικά τον ένιωσε να τρέμει από την αγωνία μιας ηδονής αβάσταχτης ακόμα και γι αυτόν και κατάλαβε ότι του την είχε χαρίσει η ίδια, ότι προερχόταν από τον εαυτό της, από το σώμα της, και δάγκωσε τα χείλη του, σίγουρη ότι εκείνος είχε θελήσει να της το αποκαλύψει αυτό.

    Τώρα ήταν ξαπλωμένος διαγώνια στο κρεβάτι, μακριά της. Η Ντομινίκ βρισκόταν ανάσκελα, εκεί όπου την είχε αφήσει. Άκουγε τις τελευταίες τρεμουλιαστές ανάσες του. Ένιωθε άδεια, ανάλαφρη κι επίπεδη.

    Τον είδε να σηκώνεται, είδε τη σιλουέτα του να κατευθύνεται προς την μπαλκονόπορτα και να βγαίνει στη βεράντα χωρίς να προφέρει ούτε λέξη, χωρίς να της ρίξει ούτε μια ματιά. Αυτό δεν την ενόχλησε, δεν είχε καμιά σημασία. Άκουσε τα βήματά του να απομακρύνονται στον κήπο.

    Έμεινε ξαπλωμένη πολλή ώρα. Έπειτα πέρασε τη γλώσσα της στα ανοιχτά χείλη της. Από κάπου μέσα της ανέβηκε ένας ήχος, ο ξερός, κοφτός, αηδιαστικός ήχος ενός λυγμού. Κι όμως δεν έκλαιγε, τα μάτια της ήταν στεγνά και γουρλωμένα. Ο ήχος έγινε κίνηση, ένα ρίγος που κατέβαινε από το λαιμό στο στομάχι της. Πετάχτηκε από το κρεβάτι κι έμεινε διπλωμένη στα δυο, πιέζοντας με τα χέρια το στομάχι της. Άκουσε το κομοδίνο να τρίζει στο σκοτάδι κι αναρωτήθηκε αδιάφορα πώς ήταν δυνατό να κινείται από μόνο του. Τότε κατάλαβε ότι έτρεμε η ίδια. Δεν ήταν τρομαγμένη και της φαινόταν ανόητο να τρέμει με τέτοιο τρόπο, σαν να την είχε πιάσει λόξυγκας. Σκέφτηκε ότι έπρεπε να κάνει ένα μπάνιο, ένιωσε επιτακτικά αυτή την ανάγκη.

    Σύρθηκε με κόπο στο λουτρό κι άναψε το φως. Κοιτάχτηκε σ’ έναν ψηλό καθρέφτη. Είδε τους πορφυρούς μώλωπες που είχε αφήσει το στόμα του στο σώμα της. Και τότε κατάλαβε, μ’ ένα πνιχτό βογκητό, ότι δεν θα έκανε μπάνιο. Ήξερε ότι ήθελε να διατηρήσει την αίσθηση του κορμιού του, τα ίχνη του κορμιού του στο δικό της, ήξερε και τι σήμαινε αυτή της η επιθυμία. Έπεσε στα γόνατα, σφίγγοντας τις άκρες της μπανιέρας. Δεν κατόρθωνε να μπει μέσα. Τα δάχτυλά της χαλάρωσαν το σφίξιμό τους κι έμεινε ασάλευτη στο δάπεδο. Τα πλακάκια ήταν σκληρά και κρύα κάτω από το σώμα της. Έμεινε εκεί ως το πρωί.»

    (Άυν Ραντ, «Κοντά στον ουρανό»)
     
  3. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    "Και κάναμε πισωκολλητό. Εγώ με το μέτωπο ακουμπισμένο στη μπανιέρα (άσπρη και κρύα), τα γόνατα λυγισμένα, τους αστραγάλους τεντωμένους, αυτός μου χώνει τον πούτσο του μέσα με μεγάλη προσοχή, όπως μια μοδιστρούλα περνάει τη βελόνα της, κρατώντας τον στο χέρι (δεν τον βλέπω αλλά το νιώθω) και οδηγώντας τον να εξερευνήσει το ανώμαλο έδαφος με όλες αυτές τις τρύπες μου: τον κώλο και το μουνί...

    Δεν ξέρω πώς να κινηθώ, αν τσιτώσω το σώμα το πολύτιμο πραματάκι του θα βγει, θα χάσει την κατεύθυνσή του, αν μείνω σαν καλό παιδί κουρνιασμένη εκεί χωρίς να σφίγγω ούτε να διαστέλλω, σαν άγαλμα, τότε και ο έρωτας γίνεται γυμναστική, ένα είδος πάλης δεξιοτεχνίας όπου, παράδοξα, πρέπει να νικήσουν και οι δυο...

    Θάθελα να ξαναγυρίσουμε κανονικά, εγώ από κάτω αυτός από πάνω, να' μαστε καλά και οι δυο. Του το λέω, γυρίζοντας το κεφάλι σα φοράδα που διώχνει μύγες. Κι αν θες να ξέρεις, νιώθω και λίγο ταπεινωμένη. Ναι, μου φαίνεται πως είμαι καμιά σκυλίτσα, καμιά δούλα, κάτι άσκημο, κι έπειτα δεν μπορώ να σε κοιτάζω στα μάτια, δεν μπορώ να ελέγχω αν μ' αγαπάς. "Και βέβαια σ' αγαπάω, γουρουνίτσα, και είναι τόσο όμορφα να σε πάρω έτσι από πίσω, σα νά 'μαστε δυο εραστές..."

    Μου γλείφει το λαιμό, το σβέρκο, παραμερίζοντας τα μαλλιά μου, τα χέρια του μου μαλάζουν τα στήθη που σ' αυτή τη στάση είναι δυο αχλάδια που κρέμονται σα μπρελόκ. Αρχίζει να σπρώχνει, αργά κι έπειτα όλο και με περισσότερη φόρα, από τη θέση ισχύος που έχει πάρει, και γω για παιχνίδι του λέω έλεος μάιν Καπιτάν, έλεος μάιν Καμαράντ, νιώθω σαν να με βιάζουν, και ποτέ δεν είχα νιώσει πόνο τόσο ωραίο σαν αυτή την επίθεση από πίσω, από ένα πράμα που δεν βλέπω. Ο ιδρώτας κολλάει τα μαλλιά μου τούφες τούφες στο μέτωπο, και με τα χέρια σπρώχνω την άκρη της μπανιέρας, θά 'θελα να τον χαϊδέψω, το Ρόκκο, το γλυκό σγουρό μου Ρόκκο, μα δεν το βλέπω, μα ακούω την ευτυχία του που κοντανασαίνει πάνω μου."

    (Ρόκκο και Αντόνια, "Γουρούνια με φτερά")
     
  4. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    “Οι στρατιώτες άφηναν λίγους λίγους να περνάνε. Ξεχώριζαν μια ομάδα, την ξαπόστελναν, περίμεναν, ξαπόστελναν άλλη. Η Λίζα προσπάθησε να καταπιεί ένα κομματάκι τυρί, αλλά ανακάλυψε πως δεν κατέβαινε κάτω. Μέσα της αποδέχτηκε κάτι που ήξερε απ’ τη στιγμή που πέρασαν το φράχτη: πως θα τους τουφεκίσουν. Τινάχτηκε πάνω, σαν εικοσάχρονη κοπέλα, σήκωσε και τον Κόλια, κι όρμησε προς τον φράχτη μαζί του. Κι άλλοι πολλοί πάλευαν να βγουν, ενώ το πλήθος έσπρωχνε για να μπει. Τραβώντας από το χέρι το γιο της, έφτασε στον ψηλό Κοζάκο που έδινε διαταγές. «Συγγνώμη, εγώ δεν είμαι Εβραία» του είπε λαχανιασμένη.

    Της ζήτησε ταυτότητα. Ψαχούλεψε στην τσάντα της και, ευτυχώς, βρήκε μια παλιά ταυτότητα που είχε λήξει πια. Την είχε βγάλει όταν ήρθε στη Ρωσία, κι έγραφε το επώνυμο Έρντμαν, και υπηκοότητα ουκρανική. Της είπε πως μπορεί να περάσει. «Αυτός τι είναι;» τη ρώτησε δείχνοντας το αγόρι.

    «Ο γιος μου. Κι αυτός Ουκρανός είναι!»

    Επέμενε όμως να δει τα χαρτιά του, κι όταν η Λίζα προφασίστηκε πως τα είχε χάσει, της άρπαξε την τσάντα και βρήκε ένα δελτίο τροφίμων. «Μπέρενστάιν!» είπε. «Εβραιάκι! Γύρνα πίσω!» Έσπρωξε πέρα τον Κόλια, και το παιδί εξαφανίστηκε μέσα στο πλήθος που σπρωχνόταν. Η Λίζα προσπάθησε να προσπεράσει τον Κοζάκο, αλλά της έφραζε το δρόμο με το χέρι του. «Εσύ δεν είσαι Εβραία, κυρά μου, δεν είναι ανάγκη να περάσεις» έκανε. «Πρέπει!» του είπε με πνιγμένη φωνή. «Σε παρακαλώ!» Ο Κοζάκος κούνησε το κεφάλι του. «Μόνο οι Εβραίοι».

    «Είμαι Εβραία!» φώναξε, προσπαθώντας να παραμερίσει το χέρι του. «Είμαι! Ο πατέρας μου ήταν Εβραίος. Πίστεψέ με σε παρακαλώ!» Της χαμογέλασε μορφάζοντας, αλά δεν την άφησε να περάσει.

    «Mayim rabbim lo yukhelu lekhabbot et-ha-ahavah uneharot lo yisthtefuha!» ούρλιαξε η Λίζα. Ο Κοζάκος ανασήκωσε τους ώμους περιφρονητικά, κατέβασε το χέρι του και της έκανε νόημα να περάσει. Ξεχώρισε το πανιασμένο πρόσωπο του Κόλια, κι όρμησε προς το μέρος του παλεύοντας να παραμερίσει το πλήθος. Ρίχτηκε στην αγκαλιά της. «Τι συμβαίνει, μαμά;» τη ρώτησε.

    «Δεν ξέρω αγάπη μου». Τον κρατούσε σφιχτά και τον κανάκευε. Ένας πελώριος φαντάρος πλησίασε μια κοπέλα που έστεκε δίπλα τους και της είπε: «Αν πλαγιάσεις μαζί μου, θα σ’ αφήσω να φύγεις». Το σαστισμένο πρόσωπο της κοπέλας δεν άλλαξε έκφραση, και σε λίγο ο φαντάρος έφυγε. Η Λίζα όρμησε πίσω του και τον τράβηξε απ’ το μανίκι. «Άκουσα τι είπες της κοπέλας» του φώναξε. «Πάρε εμένα! Κι έπειτα άσε με να φύγω με το γιο μου». Ο φαντάρος κοίταξε ανέκφραστα την τρελόγρια, και συνέχισε το δρόμο του…

    Τώρα βρίσκονταν σ’ έναν μακρόστενο διάδρομο, που δεξιά κι αριστερά τον όριζαν στρατιώτες με σκυλιά. Οι στρατιώτες είχαν ανασηκώσει τα μανίκια τους, και κράδαιναν λαστιχένια γκλομπ και ραβδιά. Τα χτυπήματα έπεφταν βροχή, κι από τις δυο μεριές, πάνω σε κεφάλια, πλάτες, ώμους. Αίμα κυλούσε μέσα στο στόμα της, αλλά τα χτυπήματα μόλις που τά ‘νιωθε: όλη της η έγνοια ήταν να προστατέψει κάπως το κεφάλι του Κόλια. Ένιωθε μόνο τα άγρια χτυπήματα που έπεφταν πάνω του – το γκλομπ που του τσάκισε τους βουβώνες – κι όχι εκείνα που δεχόταν το δικό της κορμί. Η κραυγή του ήταν μόνο μια κλωστή μέσα στην πελώρια κραυγή του πλήθους, που την έκοβαν οι ξέφρενες φωνές των στρατιωτών και τα γαβγίσματα των σκύλων. Κι όμως η Λίζα την ξεχώρισε, την ένιωσε να σκεπάζει τη δική της. Το αγόρι σκόνταψε. Τον άρπαξε απ’ τα μπράτσα και δεν τον άφησε να πέσει. Ποδοπατούσαν τώρα τα πεσμένα κορμιά και τα σκυλιά που τους είχαν ορμήξει. «Schnell, schnell!» κάγχαζαν οι στρατιώτες.

    Σωριάστηκαν σ’ ένα ξέφωτο ζωσμένο στρατιώτες, σ’ ένα χλοερό τετράγωνο, σπαρμένο με ρούχα. Η ουκρανική αστυνομία άρπαζε τους ανθρώπους, τους χτυπούσε και φώναζε: «Γδυθείτε! Γρήγορα! Schnell!» Ο Κόλια ήταν διπλωμένος στα δυο από τον πόνο κι έκλαιγε με λυγμούς, αλλά η Λίζα άρχισε να του ξεκουμπώνει τρέμοντας το πουκάμισο. «Γρήγορα, αγάπη μου! Κάνε ότι σου λένε.» Είχε δει πως, όποιος δίσταζε, δεχόταν κλωτσιές, και χτυπιές με σιδερένιες γροθιές και γκλομπ. Έβγαλε το φόρεμα και το μεσοφόρι της, έπειτα τα παπούτσια και τις κάλτσες, βοηθώντας στο μεταξύ και το γιο της, γιατί τα χέρια του έτρεμαν και δε μπορούσε να τα καταφέρει με τα κουμπιά και με τα κορδόνια των παπουτσιών. Ένας αστυνομικός άρχισε να τη χτυπά με το γκλομπ του στην πλάτη και στους ώμους. Μέσα στον πανικό της, δε μπορούσε να ξεκουμπώσει γρήγορα τον κορσέ. Ο αστυνομικός ρίχτηκε μανιασμένος στην τρελόγρια με το πλαδαρό στήθος, και της τον ξέσκισε…

    Τους έβλεπε έναν έναν, άντρες και γυναίκες να σφίγγουν τα χέρια πάνω στα γεννητικά τους όργανα καθώς περνούσαν την τρύπα. Το ίδιο και τα πιο πολλά παιδιά. Οι άντρες και τ’ αγόρια πονούσαν απ’ τα χτυπήματα που δέχτηκαν σ’ αυτό το σημείο, πιο πολύ όμως ήταν μια ενστικτώδης ντροπή, σαν κι αυτήν που έκανε τον Κόλια να μη θέλει να τον βλέπει όταν γδυνόταν. Έβαλε κι αυτός τα χέρια του εκεί μόλις γδύθηκε, και απ’ τον πόνο, και από μια έμφυτη συστολή. Σ’ αυτή τη στάση έθαψαν το σώμα του Χριστού. Οι γυναίκες προσπαθούσαν να σκεπάσουν και το στήθος με τα μπράτσα τους. Ήταν τρομερό και παράξενο, να τους βλέπεις να νοιάζονται για την κοσμιότητά τους, την ώρα που τους έπαιρναν για εκτέλεση…

    «Εμπρός! Πάμε! Σηκωθείτε!» φώναξε ο αστυνομικός. Οι άνθρωποι σηκώθηκαν σαν μεθυσμένοι. Ήταν σιωπηλοί και αξιοπρεπείς, σαν να τους φώναζαν για φαϊ…Πέρασαν την τρύπα και βγήκαν σ’ ένα λατομείο, που οι πλαγιές του έκλειναν σχεδόν τον ουρανό…Η δεξιά όχθη του Δνείπερου κόβεται από βαθιές χαράδρες, κι αυτή ειδικά η χαράδρα ήταν πελώρια, μεγαλόπρεπη, βαθιά και πλατιά σαν φαράγγι..Τριγύρω είχε νεκροταφεία, δάση και κτήματα. Οι ντόπιοι την έλεγαν Μπάμπι Γιαρ...Τους σταμάτησαν και τους γύρισαν με το πρόσωπο στη χαράδρα…Ένας Γερμανός τέλειωσε τον καφέ του και πλησίασε το πολυβόλο...Πιο πολύ ένιωσε, παρά είδε τα σώματα να πέφτουν από το πεζούλι, και το κύμα απ’ τις σφαίρες να τους πλησιάζει. Και, μια στιγμή πριν τους φτάσουν οι σφαίρες, τράβηξε το χέρι του Κόλια, του φώναξε «Πήδα!» και βούτηξαν μαζί στο γκρεμό…

    Είχε πέσει σε μια λίμνη αίμα, ξαπλωμένη στο δεξί πλευρό, με το δεξί της χέρι πλακωμένο, σε αφύσικη γωνία. Δεν την πονούσε…Δεν πονούσε πουθενά…

    Άκουσε ανθρώπους να περπατούν λίγο πιο κει – πάνω στα πτώματα. Είχαν κατέβει Γερμανοί, που έσκυβαν κι έπαιρναν πράγματα από τους νεκρούς, πυροβολώντας κάπου κάπου όσους έδιναν σημεία ζωής.

    Ένας Ες-Ες έσκυψε πάνω από μια γριά, πεσμένη στο πλάι, γιατί είχε δει κάτι που γυάλιζε. Το χέρι του άγγιξε ελαφρά το στήθος της καθώς άρπαζε το σταυρό να τον τραβήξει, και σίγουρα ένιωσε κάποια αναλαμπή ζωής. Άφησε το σταυρό και σηκώθηκε. Μάζεψε πίσω το πόδι του, και με την αρβύλα του της τσάκισε το αριστερό της στήθος. Το σώμα της μετατοπίστηκε από τη δύναμη της κλωτσιάς, αλλά δεν έβγαλε άχνα. Ο Γερμανός δεν έμεινε ικανοποιημένος. Σήκωσε πάλι την αρβύλα του και την κλώτσησε άγρια στην πύελο. Ακούστηκε μόνο το κόκαλο που έσπαγε μ’ έναν ξερό κρότο. Ευχαριστημένος τώρα, της τράβηξε το σταυρό κι απομακρύνθηκε, κορφολογώντας τα πτώματα…

    Πάνω της έπεσαν χώματα. Ήταν φριχτό να τη θάψουν ζωντανή. Έβαλε μια τρομερή φωνή: «Είμαι ζωντανή! Σας παρακαλώ, σκοτώστε με!» Η φωνή της βγήκε σαν πνιγμένος ψίθυρος, αλλά ο Ντεμιντένκο την άκουσε. Της τίναξε τα χώματα από το πρόσωπό της. «Έι, Σεμάσκο!» φώναξε. «Αυτή εδώ είναι ζωντανή!» Ο Σεμάσκο πλησίασε, περπατούσε ανάλαφρα παρά τον όγκο του. Έσκυψε κι αναγνώρισε τη γριά που είχε προσπαθήσει να τον δωροδοκήσει για να την αφήσει να βγει. «Τότε, να της ρίξουμε κάνα πούτσο!» κάγχασε. Ο Ντεμιντένκο χαμογέλασε στραβά κι άρχισε να ξεθηλυκώνει τη ζώνη του. Ο Σεμάσκο έστησε κάτω το ντουφέκι του, και γύρισε ανάσκελα τη γυναίκα. Το κεφάλι της έγειρε αριστερά, και βρέθηκε να κοιτάζει τα γυάλινα μάτια ενός αγοριού. Ο Ντεμιντένκο της άνοιξε απότομα τα πόδια.

    Σε λίγο ο Σεμάσκο τον πήρε στο ψιλό, κι ο Ντεμιντένκο μουρμούρισε πως έκανε πολύ κρύο, και η γριά ήταν πολύ άσχημη. Κουμπώθηκε και μάζεψε το ντουφέκι του. Με τη βοήθεια του Σεμάσκο, βρήκε το άνοιγμα, και το διασκέδασαν χώνοντάς της την ξιφολόγχη, προσεχτικά, σχεδόν τρυφερά. Η γριά δεν έβγαζε άχνα, αλλά την έβλεπαν να ανασαίνει ακόμη. Πάντα πολύ μαλακά, Ο Ντεμιντένκο μιμήθηκε τις κινήσεις της συνουσίας. Ο Σεμάσκο χαχάνιζε άγρια, και το γέλιο του αντήχησε στις πλαγιές της χαράδρας, καθώς το σώμα της γυναίκας τιναζόταν πίσω και χαλάρωνε, τιναζόταν και χαλάρωνε. Μετά απ’ αυτούς τους σπασμούς έπαψε ν’ αντιδρά, και τους φάνηκε πως δεν ανάσαινε πια. Ο Σεμάσκο γκρίνιαξε πως χάνουν την ώρα τους. Ο Ντεμιντένκο έστριψε την ξιφολόγχη και την κάρφωσε μέσα μέσα, βαθιά…

    Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, η προσπάθεια της εξαφάνισης των νεκρών συνεχίστηκε, αλλά τώρα πια είχε περάσει σε άλλα χέρια...Πετρωμένα στην τελευταία τους στάση, όπως στην Πομπηία, τα πτώματα ξεθάβονταν ακόμα, δυο χρόνια αργότερα...Κανείς, ωστόσο, δε θεώρησε σωστό να εξευμενίσει τη χαράδρα μ' ένα μνημείο. Τη γέμισαν τσιμέντο, και πάνω της έφτιαξαν έναν κεντρικό δρόμο, έναν τηλεοπτικό σταθμό, και θεόρατες πολυκατοικίες. Τα πτώματα θάφτηκαν, κάηκαν, πνίγηκαν, και ξαναθάφτηκαν κάτω από το τσιμέντο και το ατσάλι..."

    (D. M. Thomas, «Το Λευκό Ξενοδοχείο»)
     
  5. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    "Έλυσε τη φαρδιά δερμάτινη ζώνη του με την πελώρια μπρούντζινη αγκράφα και την έβγαλε από τις θηλιές. Διπλώνοντάς τη στα τέσσερα, άρχισε να χτυπάει συλλογισμένος τη μια του παλάμη. Μόρφασα, καθώς σκέφτηκα ότι ετοιμαζόταν να με δείρει. Αντί γι αυτό χαμογέλασε ευχάριστα και την πέταξε σε μια καρέκλα. Έπειτα με πλησίασε κουτσαίνοντας και άρπαξε από ένα στήθος στο κάθε του χέρι και με τράβηξε κοντά του. Με φίλησε, με τη γλώσσα του να μπαινοβγαίνει στο στόμα μου σαν του φιδιού. "Δεν είναι καλύτερα έτσι από την τελευταία φορά;" ρώτησε κάνοντας ένα βήμα πίσω. Χαμογέλασα αβέβαια, θολωμένη από το ουίσκι.

    Έλυσε τη ζώνη της φούστας μου. Ήταν φούστα φάκελος και καθώς τραβούσε τη μια άκρη, έδωσε ταυτόχρονα μια απότομη σπρωξιά στον ώμο μου, έτσι που στροβιλίστηκα σα χορεύτρια του ταγκό, ξετυλίγοντας παράλληλα τη φούστα. Έπειτα ξεκούμπωσε μεθοδικά το πουκάμισό μου με το στρογγυλό γιακαδάκι και το κράτησε καθώς γλιστρούσα τα μπράτσα μου έξω από τα μανίκια. Κούνησε το κεφάλι του μ' ένα ειρωνικό ύφος γεμάτο αποδοκιμασία και πλατάγισε τη γλώσσα του όταν μου έβγαλε το σουτιέν κι ανακάλυψε την ενισχυτική βάτα.

    "Με την ευκαιρία", είπε καθώς επιθεωρούσε τα γυμνά μου στήθια, που τις θηλές τους είχε βάψει γύρω γύρω με ζουμί από λιωμένους καρπούς πριν από οχτώ χρόνια, "μου χρωστάς πέντε δολλάρια". Τον κοίταξα δίχως να καταλαβαίνω. "Είσαι δεκαεφτά χρονών, τώρα, και φοράς πουκάμισα". Θυμήθηκα το στοίχημα που είχαμε βάλει παιδιά και κοκκίνησα. "Αλλά", με διαβεβαίωσε μεγαλόψυχα, πιάνοντάς με ψηλά από το μπράτσο και οδηγώντας με προς την ξύλινη πλατφόρμα του ύπνου, "εμένα αυτό μου φτάνει". Με μια επιδέξια κίνηση μου έβγαλε την κυλότα και μ' έριξε ανάσκελα. Το ταβάνι, καθώς το κοίταζα, άρχισε να γυρίζει. Ανοιγόκλεισα μερικές φορές τα μάτια μου και προσπάθησα να νετάρω πάνω στον Κλεμ. Έβγαζε από την τσέπη του μπουφάν του ένα μπουκαλάκι βαζελίνη χουάιτ ρόουζ. Έπειτα έσβησε το φως της οροφής, αφήνοντας το δωμάτιο στο σκοτάδι.

    Άκουσα τον ήχο ενός φερμουάρ που κάποιος το κατέβαζε κάπου εκεί κοντά. Έπειτα άκουσα κάτι να σκίζεται και κάτι να σκάει. Με τα μάτια ορθάνοιχτα στο σκοτάδι είδα κάτι να έρχεται κατά πάνω μου. Είχε το μέγεθος και το σχήμα ενός μικρού σαλαμιού, ήταν κιτρινοπράσινο και γυάλιζε. Μικρές πράσινες παραφυάδες, σαν τις ακίδες στους διαστημικούς δορυφόρους, προεξείχαν από τη στρογγυλεμένη άκρη του. Καθώς παρακολουθούσα απορροφημένη σαν την Αγία Τερέζα όταν έβλεπε τα στίγματα του Χριστού, το φωσφορίζον όραμα άρχισε να κατεβαίνει μέχρι που βρέθηκε να πλανάται πάνω από την κοιλιά μου. Έπειτα, ενώ κοίταζα με μάτια ορθάνοιχτα, το αντικείμενο χώθηκε ανάμεσα στα πόδια μου. Το ένιωσα να μπαίνει μέσα μου μ' έναν καυτό πόνο. Έπειτα άκουσα τον Κλεμ να λέει, "Ω Χριστέ μου! Θες να μου πεις δηλαδή ότι τόσο καιρό εσύ κι εκείνη η αδερφή ο Σπαρκς μαλακιζόσαστε;"

    Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου στο σκοτάδι. Στο κάτω κάτω, αυτό ήταν. Αυτή ήταν η εμπειρία για την οποία αιώνες τώρα οι άνθρωποι θυσίαζαν τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητά τους. Πόλεμοι είχαν γίνει, βασίλεια είχαν πέσει για το ποιος θα εκτελούσε την πράξη αυτή με ποιαν. Άρχισα να αδημονώ: γιατί δε συνέχιζε ο Κλεμ; Δε μας έμενε και πολύς καιρός προτού μας κάνει και τους δυο μικρά κομματάκια ο Τζο Μπομπ. Ας το απολαμβάναμε τουλάχιστον όσο προλαβαίναμε.

    Κι ο Κλεμ συνέχισε ορμώντας μέσα μου και σπρώχνοντας άγρια πάλι και πάλι, σα φονιάς που μαχαιρώνει το θύμα του βλέποντάς το να σαλεύει. Αυτό συνεχίστηκε για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα. Τελικά, πάνω που είχα αρχίσει να ψιλοβαριέμαι, ο Κλεμ σταμάτησε απότομα. Το κιτρινοπράσινο σαλάμι αναδύθηκε και κολύμπησε στον αέρα για μερικά δευτερόλεπτα, μοιάζοντας σα να ετοιμαζόταν ν' αναληφθεί στους ουρανούς, απ' όπου είχε κατέβει. Έπειτα ακούστηκε ένας θόρυβος από σπάσιμο κι εξαφανίστηκε.

    Δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι αυτό ήταν εκείνο για το οποίο ο Τζο Μπομπ κι εγώ προετοιμαζόμαστε δυο χρόνια τώρα. "Θες να πεις ότι αυτό είναι όλο;" ρώτησα με απογοήτευση. Δεν ήταν δυσάρεστο, μ' εξαίρεση τον πρώτο πόνο, αλλά δε μπορόύσα να το δω ακριβώς σαν το αποκορύφωμα της γυναικείας μου υπόστασης. Ειλικρινά, η διακόρευση του παρθενικού μου υμένα είχε περίπου το ίδιο νόημα με το σκίσιμο του χαρτιού που περιβάλλει το αποστειρωμένο τάμπαξ.

    "Μην κάνεις τόσες ερωτήσεις", σφύριξε. Μέχρι ν' ανάψει το φως, είχε ντυθεί εντελώς, λες και το επεισόδιο με το γυαλιστερό σαλάμι να μην είχε συμβεί ποτέ. Τον κοίταξα, μέσα από το μεθυσμένο θόλωμά μου, σαστισμένη.

    "Την Παρασκευή το βράδι", είπε δίχως να με κοιτάξει, καθώς άνοιξε με κόπο την ατσάλινη πόρτα και μ' άφησε εκεί ξαπλωμένη σε μια μικρή λίμνη από αίμα. Καημένη μητέρα, δεν είχε την ευκαιρία να απαθανατίσει άλλη μια από τις χρυσές πρεμιέρες μου με την κόντακ ινσταμάτικ της."

    (Λίζα Άλθερ, "Σε στενό οικογενειακό κύκλο")
     
  6. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    «Βρέθηκαν τέλος γυμνοί, ο ένας απέναντι στον άλλο. Είχε βυθίσει το χέρι του μέσα στο υγρό της αιδοίο και γλιστρούσε τα δάχτυλά του προς το άνοιγμα του πρωκτού, που σε όλες τις γυναίκες ήταν το σημείο εκείνο του κορμιού τους που αγαπούσε περισσότερο. Το δικό της ήταν εξαιρετικά εξογκωμένο, πράγμα που έδινε καθαρά την ιδέα του μεγάλου πεπτικού σωλήνα που τελείωνε εδώ, ελαφρά τονισμένος. Ψηλαφούσε αυτό το σταθερό και υγιές στόμιο, αυτό το δαχτυλίδι, το ωραιότερο απ’ όλα, που στη γλώσσα της επιστήμης το ονομάζουν σφιγκτήρα, όταν ένιωσε ξαφνικά τα δάχτυλα της γυναίκας – καμηλοπάρδαλης να ακουμπούν στο ίδιο σημείο, στα δικά του οπίσθια. Επαναλάμβανε όλες τις κινήσεις του, με την ακρίβεια ενός καθρέφτη...

    Δεν του είχε ξανατύχει μια γυναίκα ψηλότερη απ’ αυτόν να σταθεί μπροστά του, να μισοκλείσει τα μάτια και να του ψηλαφήσει τον πρωκτό. Για να ξεπεράσει την αμηχανία του, την έσπρωξε απότομα προς το κρεβάτι.

    Η ξαφνική του χειρονομία την βρήκε απροετοίμαστη. Το μεγάλο της κορμί έπεσε προς τα πίσω, με το πρόσωπό της σκεπασμένο από κόκκινες κηλίδες και με το τρομαγμένο ύφος κάποιου που έχει χάσει την ισορροπία του. Όπως ήταν όρθιος μπροστά της, την άρπαξε κάτω απ’ τα γόνατα και της σήκωσε πολύ ψηλά τα πόδια, που ήσαν μισάνοιχτα. Ξαφνικά, θα έλεγε κανείς ότι ήσαν τα σηκωμένα χέρια του στρατιώτη που πανικοβλήθηκε και που παραδίνεται μπροστά σ’ ένα όπλο που τον σημαδεύει.

    Η αδεξιότητα μαζί με τον πόθο, ο πόθος μαζί με την αδεξιότητα, άναβαν όλες τις αισθήσεις του Τόμας. Έκαναν έρωτα για πολλή ώρα. Παρατηρούσε το πρόσωπό της, σκεπασμένο από κόκκινες κηλίδες και έψαχνε εκεί την τρομαγμένη έκφραση μιας γυναίκας που της έβαλαν τρικλοποδιά κι έπεσε, την ανεπανάληπτη έκφραση που του έκανε ν’ ανεβαίνουν στο κεφάλι κύματα επιθυμίας…

    Φεύγοντας, αισθανόταν σε εξαίρετη διάθεση. Προσπαθούσε να αναπλάσει τα κύρια σημεία, να συμπυκνώσει την ανάμνηση σε μια χημική αντίδραση που θα επέτρεπε να προσδιορίσει αυτό που εκείνη είχε το μοναδικό (το δικό της εκατομμυριοστό της ανομοιότητας). Κατέληξε σε μία φόρμουλα από τρία στοιχεία.

    1. η αδεξιότητα μαζί με το πάθος,
    2. το τρομαγμένο πρόσωπο κάποιου που χάνει την ισορροπία του και πέφτει,
    3. τα πόδια σηκωμένα όπως τα χέρια ενός στρατιώτη που παραδίνεται μπροστά σ’ ένα όπλο που τον σημαδεύει.

    Επαναλαμβάνοντας τη φόρμουλα αυτή, δοκίμαζε το υπέροχο συναίσθημα ότι για μια ακόμα φορά είχε κυριεύσει ένα θραύσμα του κόσμου. Ότι είχε κόψει με το φανταστικό του νυστέρι μια λεπτή λωρίδα απ’ τον άπειρο ιστό του σύμπαντος.»

    (Μίλαν Κούντερα, «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι»)
     
  7. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Ο Τζιμ Μουρ παντρεύτηκε τη Γιέλκα Σέπιτς, μια γιουγκοσλάβα, κόρη ενός χοντρού και υπομονετικού αγρότη από το Πάιν Κάνυον. Ο Τζιμ δεν ήταν περήφανος για την ξένη φαμίλια της, για τα πολλά αδέρφια και ξαδέρφια της, όμως του ευφραινόταν η καρδιά με την ομορφιά της. Η Γιέλκα είχε μάτια μεγάλα κι ερωτηματικά σαν ελαφίνας. Η μύτη της ήταν λεπτή, με ίσιες, κοφτές γραμμές, τα χείλη της βαθιά κι απαλά. Η επιδερμίδα της Γιέλκα πάντοτε άφηνε έκθαμβο τον Τζιμ, γιατί ανάμεσα σε δυο βραδιές ξεχνούσε πόσο όμορφη ήταν. Ήταν τόσο ήρεμη κι ήσυχη και τρυφερή, που ο Τζιμ συχνά σκεφτόταν με αηδία τη συμβουλή του πατέρα της τη μέρα του γάμου. Ο γέρος, θολωμένος και πρησμένος απ’ τη μπύρα του γλεντιού, σκούντησε με τον αγκώνα τον Τζιμ στα πλευρά και μισογέλασε με νόημα, έτσι που τα μικρά σκούρα μάτια του σχεδόν εξαφανίστηκαν κάτω απ’ τα πρησμένα και ρυτιδωμένα βλέφαρα.

    «Τώρα, μην είσαι μεγάλο βλάκα», είπε. «Γιέλκα σλάβο κορίτσι. Όχι σαν αμερικάνο κορίτσι. Άμα κακός, δείρει. Άμα καλός πολύ καιρό, πάλι δείρει. Εγώ δέρνει μάνα του. Πατέρα μου δέρνει μάνα μου. Σλάβο κορίτσι! Δεν αρέσει άντρα που δε βγάζει διάολο στο ξύλο».

    «Δε θα δείρω τη Γιέλκα», είπε ο Τζιμ.

    Ο πατέρας χαμογέλασε και τον σκούντησε πάλι με τον αγκώνα του.

    «Μην είσαι μεγάλο βλάκα», προειδοποίησε. «Κάτσε και θα δει». Και κύλησε πάλι προς το βαρέλι της μπύρας.

    Ο Τζιμ ανακάλυψε αρκετά σύντομα πως η Γιέλκα δεν ήταν σαν τις αμερικάνες κοπέλες. Ήταν πολύ ήσυχη. Δεν μιλούσε ποτέ πρώτη, απαντούσε μονάχα στις ερωτήσεις του, και τότε πάλι με σύντομες, απαλές απαντήσεις. Έμαθε τον άντρα της όπως είχε μάθει αποσπάσματα από τις Γραφές…Ήταν εκλεκτή σύζυγος, μα δεν υπήρχε συντροφικότητα μέσα της. Τα μεγάλα μάτια της τον ακολουθούσαν, κι όταν χαμογελούσε αυτός, χαμογελούσε κι εκείνη καμιά φορά, ένα ξεκομμένο, καλυμμένο χαμόγελο…Έμοιαζε τόσο με ζώο, που καμιά φορά ο Τζιμ τη χτυπούσε χαϊδευτικά στο κεφάλι και το σβέρκο, με την ίδια παρόρμηση που τον έκανε να χαϊδέψει ένα άλογο…

    Προτού περάσει πολύς καιρός, συνειδητοποίησε ότι δε μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί της, με κανένα τρόπο. Αν είχε κάποια ξεχωριστή, δική της ζωή, ήταν τόσο απόμακρη, που βρισκόταν έξω απ’ την εμβέλειά του. Το φράγμα μέσα στα μάτια της δεν ήταν κάτι που μπορούσε να βγει, αφού δεν ήταν ούτε εχθρικό ούτε σκόπιμο…

    ................................................................

    …Ο Τζιμ είδε τη Γιέλκα ξαπλωμένη ανάσκελα, το ένα γυμνό, αφράτο της μπράτσο ριγμένο πάνω στο μέτωπο και τα μάτια της. Δε μπορούσε να διακρίνει ποιος ήταν ο άντρας, μιας και το κεφάλι του ήταν στραμμένο απ’ την άλλη. Ο Τζιμ κοιτούσε, κρατώντας την ανάσα του. Τότε η Γιέλκα τινάχτηκε μέσα στον ύπνο της κι ο άντρας γύρισε το κεφάλι και αναστέναξε – ο ξάδερφος της Γιέλκα, ο κρεμανταλάς, αμήχανος ξάδερφος…

    Ο Τζιμ βούτηξε το χέρι του στη γούρνα κι ανακάτεψε το φεγγάρι, σπάζοντάς το σε ρυάκια φως που στροβιλίζονταν. Έβρεξε το κούτελό του με τα βρεμένα του χέρια και σηκώθηκε. Αυτή τη φορά δεν κουνιόταν με τόση ησυχία, την κουζίνα όμως τη διέσχισε στις μύτες των ποδιών του και στάθηκε στην πόρτα της κρεβατοκάμαρης. Η Γιέλκα κούνησε το μπράτσο της κι άνοιξε λίγο τα μάτια. Ύστερα, τα μάτια άνοιξαν και γούρλωσαν, ύστερα γυάλισαν, υγρά. Ο Τζιμ κοίταξε μέσα στα μάτια της. Το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο. Μια μικρή σταγόνα έτρεξε απ’ τη μύτη της Γιέλκα και κάθισε στο κοίλωμα, στο πάνω χείλι της. Τον κοίταξε κι αυτή επίμονα.

    Ο Τζιμ σήκωσε τον κόκορα του ντουφεκιού. Ο μεταλλικός ήχος αντήχησε σ’ όλο το σπίτι. Ο άντρας στο κρεβάτι στριφογύριζε ανήσυχα στον ύπνο του. Τα χέρια του Τζιμ τρεμόπαιζαν. Σήκωσε το όπλο στον ώμο του και το έσφιξε για να μην τρέμει. Απ’ το σκόπευτρο είδε το μικρό άσπρο τετράγωνο ανάμεσα στα φρύδια και τα μαλλιά του άντρα. Το μπροστινό στόχαστρο σάλεψε μια στιγμή κι έπειτα έμεινε ακίνητο.

    Ο πάταγος της ντουφεκιάς έσκισε τον αέρα. Ο Τζιμ, κοιτάζοντας πάντα πίσω απ’ την κάνη, είδε ολόκληρο το κρεβάτι να τραντάζεται απ’ το χτύπημα. Μια μικρή, μαύρη, αναίμακτη τρύπα άνοιξε στο μέτωπο του άντρα. Πίσω όμως, το κούφιο σημάδι πήρε μυαλά και κόκαλα και τα έχυσε στο μαξιλάρι.

    Ο Τζιμ ξανακοίταξε αργά αργά τη Γιέλκα. Η μύτη της έτρεχε. Τα μάτια της είχαν μετακινηθεί απ’ αυτόν, στην άκρη του ντουφεκιού. Κλαψούριζε απαλά, σαν κουταβάκι μες το κρύο.

    ...........................................................................

    «Πού είν’ η γυναίκα σας, κύριε Μουρ;» ρώτησε ο βοηθός του σερίφη.

    «Δεν ξέρω», είπε κουρασμένα. «Κάπου τριγύρω».

    «Είστε σίγουρος ότι δεν τη σκοτώσατε κι αυτή;»

    «Όχι, δεν την άγγιξα. Θα τη βρω και θα τη φέρω το απόγευμα. Αυτό δηλαδή, αν δε με θέλετε για να με πάρετε τώρα».

    «Έχουμε την κατάθεσή σας», είπε ο ιατροδικαστής. «Και, μα το Χριστό, έχουμε μάτια, δεν είν’ έτσι, Γουίλ; Βέβαια, από τεχνικής πλευράς, υπάρχει κατηγορία φόνου εναντίον σας, αλλά θ’ αποσυρθεί. Έτσι γίνεται πάντα σ’ αυτά τα μέρη. Πάρτε την κάπως με το μαλακό, τη γυναίκα σας, κύριε Μουρ».

    «Δε θα της κάνω κακό», είπε ο Τζιμ.

    ..................................................................

    Ο Τζιμ μπήκε αργά στο σπίτι κι έβγαλε ένα μαστίγιο από βοϊδόπετσο, εννιά πόδια στο μάκρος. Διέσχισε την αυλή και μπήκε στην αποθήκη. Καθώς σκαρφάλωνε τη σκάλα για τον αχυρώνα, άκουσε το ψιλό κλαψούρισμα του κουταβιού ν’ αρχίζει.

    Όταν ο Τζιμ ξαναβγήκε απ’ την αποθήκη, κουβαλούσε τη Γιέλκα ριγμένη στον ώμο του. Δίπλα στη γούρνα, την απόθεσε τρυφερά στο χώμα. Τα μαλλιά της ήταν λερωμένα με κομμάτια στάχυα. Η πλάτη της μπλούζας της είχε ρυάκια αίμα.

    Ο Τζιμ έβρεξε το παρδαλό μαντήλι στην κάνουλα κι έπλυνε τα δαγκωμένα χείλη της και το πρόσωπό της και βούρτσισε τα μαλλιά της προς τα πίσω. Τα σκονισμένα, μαύρα μάτια της ακολουθούσαν κάθε κίνηση που έκανε.

    «Με πόνεσες», είπε. «Με πόνεσες πολύ».

    Εκείνος ένευσε με σοβαρότητα. «Όσο πιο πολύ μπορούσα χωρίς να σε σκοτώσω!»

    Ο ήλιος έλαμπε καυτός πάνω στο χώμα. Μερικές μύγες βούιζαν τριγύρω, ψάχνοντας για το αίμα.

    Τα πρησμένα χείλια της Γιέλκα προσπάθησαν να γελάσουν. «Έφαγες τίποτα για πρωινό;»

    «Όχι», είπε εκείνος. «Τίποτα».

    «Καλά, τότε θα σου τηγανίσω μερικά αυγά». Σηκώθηκε στα πόδια της αγκομαχώντας.

    «Άσε με να σε βοηθήσω», είπε αυτός. «Θα σε βοηθήσω να βγάλεις τη μπλούζα σου. Στεγνώνει και θα κολλήσει. Θα πονέσει».

    «Όχι, θα το κάνω μόνη μου». Η φωνή της είχε ένα περίεργο κουδούνισμα μέσα της. Τα σκούρα μάτια της ξαπόστασαν με ζεστασιά πάνω του για μια στιγμή και μπήκε κουτσαίνοντας στο σπίτι.

    Ο Τζιμ περίμενε καθισμένος στην άκρη της γούρνας. Είδε τον καπνό να βγαίνει απ’ την καμινάδα και ν’ αρμενίζει ίσια πάνω, μέσα στον ουρανό. Σε λίγα λεπτά, η Γιέλκα τον φώναξε απ’ την πόρτα της κουζίνας.

    «Έλα, Τζιμ. Το πρωινό σου».

    Τέσσερα αυγά μάτια και τέσσερις χοντρές φέτες μπέικον ήταν απλωμένα πάνω σ’ ένα ζεστό πιάτο, γι αυτόν. «Ο καφές θα ‘ναι έτοιμος σ’ ένα λεπτό», είπε.

    «Δε θα φας εσύ;»

    «Όχι. Όχι τώρα. Το στόμα μου είναι πολύ πρησμένο.»

    Έφαγε τ’ αυγά του πεινασμένα και σήκωσε το βλέμμα του προς το μέρος της. Τα μαύρα της μαλλιά ήταν στιλπνά απ’ το χτένισμα. Είχε φορέσει μια φρέσκια άσπρη μπλούζα. «Θα πάμε στην πόλη το απόγευμα», είπε. «Θα παραγγείλω ξυλεία. Θα χτίσουμε καινούργιο σπίτι, πιο κάτω στο φαράγγι».

    Τα μάτια της πετάχτηκαν στην κλειστή πόρτα της κρεβατοκάμαρης, και μετά πάλι σ’ αυτόν. «Ναι», είπε. «Θα ‘ναι ωραία». Και τότε, ύστερα από ένα λεπτό, «θα με μαστιγώσεις άλλο – γι αυτό;»

    «Όχι, όχι άλλο, γι αυτό».

    Τα μάτια της χαμογέλασαν. Κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα του κι ο Τζιμ άπλωσε το χέρι και της χάιδεψε τα μαλλιά και το σβέρκο.


    (Τζων Στάινμπεκ, «Το φονικό»)
     
  8. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Ο Μόνυ Βιμπέσκου προερχόταν από μια πολύ πλούσια οικογένεια. Ο προπάππος του ήταν οσποδάρος, κάτι που αντιστοιχεί με το βαθμό του υπονομάρχη στη Γαλλία…Φτάνοντας μπροστά στο υποπροξενείο της Σερβίας, ο Μόνυ έριξε ένα μακρύ κατούρημα στον τοίχο και ύστερα χτύπησε την πόρτα…Ο πρίγκιπας Βιμπέσκου ανέβηκε γοργά στο πρώτο πάτωμα. Ο υποπρόξενος Μπάντι Φορνόσκι ήταν ολόγυμνος στο σαλόνι του. Ξαπλωμένος στο μαλακό σοφά του, ήταν εξαιρετικά καυλωμένος. Δίπλα του στεκόταν η Μύρα, μια μελαχρινή από το Μαυροβούνιο, και του γαργαλούσε τ’ αρχίδια. Ήταν κι αυτή ολόγυμνη και όπως έσκυβε, έδειχνε έναν υπέροχο, τουρλωτό κώλο, σκουρόχρωμο και γλυκό, με δέρμα απαλό και τσιτωμένο σαν ώριμο ροδάκινο. Ανάμεσα στα κωλομέρια της, χωρισμένα από μια σκουρόχρωμη βαθιά χαράδρα, μπορούσε κανείς να δει την απαγορευμένη οπή της σαν στρογγυλή καραμέλα. Τα πόδια της χύνονταν ατέλειωτα και νευρώδη, και όπως η Μύρα ήταν υποχρεωμένη να τα κρατά ανοιχτά, αποκάλυπταν το μουνί της, παχύ, χυμώδες, καλογραμμένο και στολισμένο από μια κατάμαυρη χαίτη.

    Η είσοδος του Μόνυ δεν την ενόχλησε καθόλου. Στην άλλη άκρη, ξαπλωμένα σε μια πολυθρόνα δυο όμορφα κορίτσια με μεγάλους κώλους σχημάτιζαν ένα λεσβιακό σύμπλεγμα, βγάζοντας χαμηλόφωνα, καυλωμένα «Αχ». Ο Μόνυ απαλλάχθηκε γοργά από τα ενδύματά του, και με τον πούτσο ορθωμένο στον αέρα, όρμησε πάνω στις λεσβίες, προσπαθώντας να τις χωρίσει. Τα χέρια του όμως γλιστρούσαν στα υγρά, λεία κορμιά που πάλευαν σαν φίδια. Βλέποντάς τες να αφρίζουν από ηδονή, και έξαλλος που δεν μπορούσε να τη μοιραστεί, άρχισε να χαστουκίζει τον χοντρό, λευκό κώλο που βρισκόταν από πάνω. Αυτό φάνηκε να ερεθίζει θανάσιμα εκείνη στην οποία ανήκε ο χοντρός αυτός κώλος, οπότε βάλθηκε να τον χτυπά με όλη του τη δύναμη και καθώς ο πόνος επικράτησε στη λαγνεία, η ωραία κοπέλα της οποίας τον όμορφο κώλο είχε κάνει ροζ, ανασηκώθηκε θυμωμένη λέγοντας:

    «Βρομιάρη, πρίγκιπα των ξεκωλιάρηδων, μη μας ενοχλείς, δεν θέλουμε τον χοντρό σου πούτσο. Δώσε το ζαχαρωτό σου στη Μύρα. Άσε μας ν’ αγαπηθούμε. Δεν συμφωνείς, Ζουλμέ;»

    «Ναι, Τονέ», απάντησε η άλλη κοπέλα.

    Ο πρίγκιπας, κραδαίνοντας το τεράστιο πέος του, φώναξε:

    «Πώς, μικρές βρόμες; Πιάνοντας η μια τον κώλο της άλλης;»

    Μετά, αρπάζοντας τη μια πάσχισε να την φιλήσει στο στόμα. Ήταν η Τονέ, μια όμορφη μελαχρινή, που το κατάλευκο κορμί της είχε, στα κατάλληλα σημεία, όμορφες κρεατοελιές που το έκαναν να φαίνεται ακόμα λευκότερο. Το πρόσωπό της ήταν το ίδιο λευκό, και μια ελιά στο αριστερό μάγουλο πρόσθετε ιδιαίτερη γοητεία στην όψη αυτής της σκανταλιάρας κοπέλας. Το στήθος της στόλιζαν δυο υπέροχες ρώγες, σκληρές σαν μάρμαρο, γύρω γύρω γαλάζιες και στη μέση απαλά ροζ όπως αυτό της φράουλας. Τη δεξιά ρώγα κηλίδωνε μια υπέροχη ελιά, βαλμένη εκεί σαν μύγα, μια μύγα δολοφόνος.

    Ο Μόνυ Βιμπέσκου την άρπαξε και πέρασε τα χέρια του κάτω από τον χοντρό της κώλο, που ήταν στρογγυλός σαν γευστικό πεπόνι που είχε ωριμάσει κάτω από τον ήλιο του μεσονυκτίου. Τόσο λευκός και γεμάτος ήταν. Κάθε της κωλομέρι έμοιαζε με λαξευμένο μάρμαρο της Καράρας χωρίς το παραμικρό ψεγάδι, και τα μπούτια της φάνταζαν σαν κολώνες ελληνικού ναού. Όμως τι διαφορά! Τα μπούτια της ήταν χλιαρά και τα κωλομέρια της κρύα, πράγμα που δείχνει καλή υγεία. Το ξύλο τα είχε κάνει λίγο ροζ, έτσι που θα ‘λεγε κανείς ότι ήταν φτιαγμένα από κρέμα ανακατεμένη με βατόμουρα. Αυτή η θέα είχε ερεθίσει μέχρι τρέλας τον άμοιρο Βιμπέσκου. Το στόμα του πότε πιπίλαγε μια μια τις σκληρές ρώγες της Τονέ και πότε περιδιάβαινε το λαιμό και τον ώμο της γεμίζοντάς την σάλια. Τα χέρια του έσφιγγαν τον χοντρό αυτόν κώλο, σφιχτό σαν καρπούζι σκληρό και σαρκώδες. Πασπάτευε αυτά τα βασιλικά κωλομέρια και είχε χώσει το δείκτη του σε μια κωλοτρυπίδα συναρπαστικά στενή. Η χοντρή του πούτσα, που καύλωνε όλο και περισσότερο, χτυπούσε σε ένα υπέροχο κοραλλένιο μουνί, γαρνιρισμένο από μια εκπληκτικά λαμπερή μαύρη τούφα.

    Εκείνη του φώναξε στα ρουμάνικα: «Όχι δεν θα μου τη χώσεις», και συγχρόνως κούναγε τα όμορφα στρογγυλά μπούτια της. Το χοντρό καυλί του Μόνυ είχε κιόλας αγγίξει με το κόκκινο ξαναμμένο κεφάλι του την υγρή στενωπό της Τονέ. Αυτή του ξέφυγε πάλι, αφήνοντας μια πορδή, όχι μια χυδαία πορδή, αλλά μια πορδή με ήχο κρυστάλλινο, που την έκανε να γελάσει κάπως βίαια και νευρικά. Η αντίστασή της χαλάρωσε, τα μπούτια της άνοιξαν, και το χοντρό εργαλείο του Μόνυ είχε ήδη κρύψει το κεφάλι του στο στενό άνοιγμα, όταν η Ζουλμέ, η φίλη και λεσβιακή της σύντροφος, άρπαξε ξαφνικά τ’ αρχίδια του Μόνυ και, πιέζοντάς τα στο μικρό της χέρι του προκάλεσε τέτοιο πόνο, που το καυλί του αχνίζοντας βγήκε από το καταφύγιό του προς μεγάλη απογοήτευση της Τονέ, που είχε αρχίσει κιόλας να κουνάει ναζιάρικα τον χοντρό της κώλο.

    ……………………………………………………….

    «Δεσποινίς, μόλις σας είδα, τρελός από έρωτα, αισθάνθηκα τα γεννητικά μου όργανα να στρέφονται προς την ηγεμονική σας ομορφιά και ένιωσα τόσο ξαναμμένος σαν να είχα πιει ένα ποτήρι ρακί».

    «Πού; Πού το είπατε;»

    «Καταθέτω τα πλούτη μου και τον έρωτά μου στα πόδια σας. Αν σας είχα στο κρεβάτι μου, θα σας αποδείκνυα, είκοσι φορές και χωρίς σταματημό, το πάθος μου. Έντεκα χιλιάδες παρθένες ή έντεκα χιλιάδες βέργες ας με τιμωρήσουν αν λέω ψέματα».

    «Και τι ψέματα!»

    «Τα αισθήματά μου δεν είναι κίβδηλα…Δεν μιλώ έτσι σ’ όλες τις γυναίκες. Δεν είμαι έκφυλος».

    «Μη μου πεις!»

    Η συζήτηση αυτή γινόταν στη λεωφόρο Μαλεσέρμπ, ένα ηλιόλουστο πρωινό. Ήταν Μάιος, η φύση ξαναγεννιόταν και τα σπουργίτια του Παρισιού κελαηδούσαν ερωτικά στα καταπράσινα δέντρα. Ευγενικά, ο πρίγκιπας Μόνυ Βιμπέσκου απηύθυνε αυτά τα λόγια σε μιαν όμορφη, λεπτή κοπέλα, πολύ κομψά ντυμένη που κατέβαινε προς τη Μαντλέν. Την ακολουθούσε μετά βίας, τόσο γρήγορα περπατούσε. Ξαφνικά, εκείνη γύρισε απότομα και ξέσπασε στα γέλια.

    «Δεν τελειώσατε ακόμη; Αυτή τη στιγμή δεν έχω χρόνο. Πηγαίνω να δω μια φίλη, στην οδό Ντυφό, μα αν είστε έτοιμος να περιποιηθείτε δυο γυναίκες διψασμένες για πολυτέλεια και έρωτα, αν είστε, τέλος πάντων, Άνδρας στο χρήμα και στο πέος, ελάτε μαζί μου».

    Εκείνος όρθωσε το όμορφο κορμί του, και φώναξε:

    «Είμαι Ρουμάνος πρίγκιπας, κληρονομικός οσποδάρος».

    «Κι εγώ», είπε εκείνη, «είμαι η Κωλκωλίνα της Αγκόνας, είμαι δεκαεννέα χρονών και έχω αδειάσει ήδη τ’ αρχίδια δέκα εξαίρετων στον έρωτα ανδρών, καθώς και το πορτοφόλι δεκαπέντε εκατομμυριούχων»…

    .................................................

    Η ατμόσφαιρα γρήγορα ζεστάθηκε και η Αλεξίνα που είχε κάποτε ένα Ρουμάνο εραστή πήγε να φέρει τη φωτογραφία του από το υπνοδωμάτιό της. Ο πρίγκιπας και η Κωλκωλίνα την ακολούθησαν. Έπεσαν και οι δύο πάνω της και την έγδυσαν γελώντας. Η ρόμπα της έπεσε στο πάτωμα και έμεινε με τη βαμβακερή πουκαμίσα που άφηνε να φαίνεται ένα παχουλό, όμορφο σώμα με λακάκια στις σωστές μεριές.

    Ο Μόνυ και η Κωλκωλίνα την έριξαν στο κρεβάτι και ελευθέρωσαν τα όμορφα, ροζ, σκληρά και μεγάλα βυζιά της, που ο Μόνυ άρχισε να γλείφει στις ρώγες. Η Κωλκωλίνα έσκυψε και, σηκώνοντας την πουκαμίσα της, άφησε να φανούν δυο μπούτια στρογγυλά και χοντρά, που ενώνονταν κάτω από ένα σταχτόξανθο, ίδιο με τα μαλλιά της, μουνί. Η Αλεξίνα βγάζοντας μικρές φωνές ηδονής έβαλε τα λεπτά της πόδια πάνω στο κρεβάτι, καθώς άφηνε μ’ έναν ξερό θόρυβο τις παντοφλίτσες της να πέσουν στο πάτωμα. Με τα πόδια ορθάνοιχτα, στο γλείψιμο της φίλης της, ανασήκωνε τον κώλο της, σφίγγοντας τα χέρια γύρω από το λαιμό του Μόνυ.

    Το αποτέλεσμα δεν άργησε να έρθει. Τα κωλομέρια της σφίχτηκαν, άρχισε να κλωτσά στον αέρα όλο και πιο ζωηρά, και έχυσε λέγοντας:

    «Βρωμιάρηδες, με ερεθίζετε, πρέπει να με ικανοποιήσετε».

    «Υποσχέθηκε πως θα το κάνει είκοσι φορές!» είπε η Κωλκωλίνα καθώς γδυνόταν.

    Ο πρίγκιπας την μιμήθηκε. Γδύθηκαν ταυτόχρονα και καθώς η Αλεξίνα κείτονταν αποκαμωμένη στο κρεβάτι, μπόρεσαν ν’ αλληλοθαυμάσουν τα κορμιά τους. Ο χοντρός κώλος της Κωλκωλίνας κουνιόταν ηδονικά κάτω από μια μέση πολύ λεπτή και τα χοντρά αρχίδια του Μόνυ φούσκωναν κάτω από ένα τεράστιο καυλί που άρπαξε η Κωλκωλίνα,

    «Βάλ’της το», είπε. «Εμένα θα μου το κάνεις μετά!»

    Ο πρίγκιπας πλησίασε το μέλος του στο μισάνοιχτο μουνί της Αλεξίνας, που ρίγησε στο πλησίασμά του.

    «Με σκοτώνεις!» φώναξε.

    Όμως το καυλί εισχώρησε μέχρι τ’ αρχίδια και ξαναβγήκε για να χωθεί πάλι σαν πιστόνι. Η Κωλκωλίνα ανέβηκε στο κρεβάτι και έφερε το μαύρο της μουνάκι πάνω στο στόμα της Αλεξίνας, ενώ ο Μόνυ της έγλειφε την κωλοτρυπίδα. Η Αλεξίνα που κουνούσε τον κώλο της σαν λυσσασμένη, έβαλε το ένα της δάχτυλο στην κωλοτρυπίδα του Μόνυ που καύλωσε περισσότερο μ’ αυτό το χάδι. Πέρασε τα χέρια του κάτω από τον κώλο της Αλεξίνας που σφιγγόταν με απίστευτη δύναμη, εγκλωβίζοντας στο πυρωμένο της μουνί το τεράστιο καυλί που μόλις και μετά βίας μπορούσε να κουνηθεί.

    Σε λίγο η διέγερση και των τριών ηρώων μας κορυφώθηκε, η ανάσα του βάρυνε. Η Αλεξίνα έχυσε τρεις φορές και μετά ήρθε η σειρά της Κωλκωλίνας που αμέσως έσκυψε για να δαγκώσει ναζιάρικα τ’ αρχίδια του Μόνυ. Η Αλεξίνα βάλθηκε να φωνάζει σαν δαιμονισμένη και κουλουριάστηκε σαν φίδι όταν ο Μόνυ εκτόξευσε μέσα στην κοιλιά της το ρουμάνικο σπέρμα του. Η Κωλκωλίνα έβγαλε βίαια το πέος από την τρύπα και το στόμα της πήρε τη θέση του για να γευτεί το σπέρμα που χυνόταν πηχτό. Η Αλεξίνα, την ίδια στιγμή, πήρε στο στόμα το καυλί του Μόνυ πλένοντάς το προσεχτικά και κάνοντάς το να καυλώσει ξανά.

    Ένα λεπτό μετά ο πρίγκιπας ρίχτηκε πάνω στην Κωλκωλίνα, μα το καυλί του έμεινε προ των θυρών γαργαλώντας την κλειτορίδα της. Κρατούσε στο στόμα του τη μια της ρώγα. Η Αλεξίνα χάιδευε και τους δυο.

    «Βάλτον μου», φώναξε η Κωλκωλίνα, «δεν αντέχω άλλο!»

    Όμως το καυλί έμενε πάντα επί θύραις. Εκείνη έχυσε δυο φορές και έμοιαζε απελπισμένη, όταν ξαφνικά το καυλί του Μόνυ εισχώρησε μέσα της μέχρι τη μήτρα, οπότε τρελή από τη διέγερση και τη λαγνεία δάγκωσε τον Μόνυ στ’ αυτί τόσο δυνατά, που ένα κομμάτι του της έμεινε στο στόμα. Το κατάπιε φωνάζοντας μ’ όλη της τη δύναμη και κουνώντας μεγαλειωδώς τον κώλο της. Η πληγή, από την οποία το αίμα έτρεχε ποτάμι, φάνηκε να ερεθίζει τον Μόνυ, που βάλθηκε να κουνιέται πιο δυνατά και δεν εγκατέλειψε το μουνί της Κωλκωλίνας, παρά μόνο αφού έχυσε τρεις φορές, ενώ εκείνη έχυσε δέκα φορές….

    (Γκιγιώμ Απολλιναίρ, «Οι έντεκα χιλιάδες βέργες», μετάφραση Βασίλης Νικολαϊδης, εκδόσεις Ερατώ, 2000)
     
    Last edited: 23 Ιουλίου 2008
  9. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    «Μη φεύγετε, όμορφη, ξανθιά μου δεσποινίς, έχω δυο λόγια να σας πω».

    Ταυτόχρονα, έκλεισε την πόρτα, κι αρπάζοντας την όμορφη Μαριέτα από τη μέση, τη φίλησε λαίμαργα στο στόμα. Εκείνη στην αρχή αντιστάθηκε, σφίγγοντας με δύναμη τα χείλη. Όμως σύντομα κάτω από την πίεση, άρχισε να αφήνεται, και στο τέλος άνοιξε το στόμα της. Η γλώσσα του πρίγκιπα εισχώρησε μέσα του, η Μαριέτα τη δάγκωσε και ύστερα άρχισε να γαργαλάει με την ευκίνητη γλώσσα της την άκρη της γλώσσας του Μόνυ.

    Με το ένα χέρι, ο νεαρός αγκάλιαζε τη μέση της, με το άλλο ανασήκωνε το φουστάνι της. Δεν φορούσε εσώρουχα. Το χέρι του βρέθηκε γρήγορα ανάμεσα σε δυο μπούτια χοντρά και στρογγυλά, που δεν θα τα περίμενε κανείς έτσι φτιαγμένα, γιατί ήταν ψηλή και λεπτή. Το μουνί της ήταν πολύ τριχωτό. Ήταν πολύ ζεστή, και το χέρι του βρέθηκε σύντομα στο εσωτερικό μιας άγριας χαράδρας, ενώ η Μαριέτα αφηνόταν, σπρώχνοντας προς τα εμπρός την κοιλιά της. Το δικό της χέρι περιφερόταν στο άνοιγμα του παντελονιού του Μόνυ, που κατάφερε να το ξεκουμπώσει. Έβγαλε έξω το υπέροχο σκήπτρο, που δεν είχε, παρά ελάχιστα διακρίνει μπαίνοντας στο δωμάτιο. Μαλακίζονταν γλυκά. Εκείνος τσιμπώντας την κλειτορίδα της. Εκείνη, πιέζοντας με τον αντίχειρά της το κεφάλι του πούτσου του. Την έσπρωξε προς το σοφά όπου την έβαλε να καθίσει. Της σήκωσε τα πόδια και τ’ ακούμπησε πάνω στους ώμους του, κι εκείνη ξεκουμπώθηκε κι άφησε να πεταχτούν δυο υπέροχες καυλωμένες ρώγες, που ο Μόνυ άρχισε να γλείφει εναλλάξ, χώνοντας μέσα στο μουνί την καυτή του πούτσα. Σε λίγο αυτή άρχισε να φωνάζει:

    «Είναι ωραία! Είναι ωραία!...Τι ωραία το κάνεις..»

    Άρχισε να δίνει ακανόνιστα σπρωξίματα με τον κώλο της. Έπειτα την αισθάνθηκε να χύνει ξεφωνίζοντας:

    «Να!...Χύνω…Να!...Πάρ’ τα όλα!» Και ύστερα, ξαφνικά, του άρπαξε την πούτσα, και είπε:

    «Αρκετά για εδώ!» Την έβγαλε από το μουνί και την έβαλε σε μια άλλη τρύπα, ολοστρόγγυλη, τοποθετημένη λίγο πιο κάτω, όμοια με μάτι κύκλωπα, ανάμεσα σε δυο σάρκινα ημισφαίρια, λευκά και φρέσκα.

    Η πούτσα, λουσμένη από τα γυναικεία υγρά, χώθηκε εύκολα και, αφού, γάμησε με ζέση, ο πρίγκιπας εξαπέλυσε όλο του το σπέρμα μέσα στον κώλο της ωραίας καμαριέρας. Έπειτα έβγαλε έξω την πούτσα του που έκανε «φλοπ», όπως όταν ανοίγουμε ένα μπουκάλι, και στην άκρη της υπήρχε ακόμα χύση ανακατεμένο με λίγο σκατό!

    ………………………………………..

    Ο πρίγκιπας γδύθηκε γρήγορα και ήταν τελείως γυμνός όταν μπήκαν η Αλεξίνα και η Κωλκωλίνα, ντυμένες με εξαίσια νυχτικά. Άρχισαν να γελούν και τον πλησίασαν για να τον φιλήσουν. Εκείνος κάθισε, και ύστερα πήρε τις δύο νεαρές, την καθεμιά σε κάθε του πόδι, σηκώνοντας όμως τα νυχτικά τους έτσι, ώστε να μένουν σεμνά ντυμένες και να αισθάνεται τους κώλους τους γυμνούς πάνω στα μπούτια του. Μετά βάλθηκε να τις μαλακίζει, ενώ αυτές του γαργαλούσαν το πέος. Όταν τις αισθάνθηκε αρκετά ερεθισμένες, τους είπε:

    «Τώρα, θα παίξουμε το σχολείο».

    Τις έβαλε να καθίσουν σε μια καρέκλα απέναντί του και αφού σκέφτηκε για μια στιγμή, τους είπε:

    «Δεσποινίς Αλεξίνα Παμφάγη, πώς λέγεται ο βασιλεύς της Ιταλίας;»

    «Μα νομίζεις ότι με απασχολεί; Δεν έχω ιδέα», απάντησε η Αλεξίνα.

    «Πηγαίνετε στο κρεβάτι», φώναξε ο καθηγητής.

    Την έβαλε να καθίσει γινατιστή πάνω στο κρεβάτι με την πλάτη γυρισμένη, της σήκωσε το νυχτικό και άνοιξε τη σχισμή της κιλότας, απ’ όπου αναδύθηκαν τα ημισφαίρια των μεριών της, απαστράπτοντα από λευκότητα. Άρχισε να τα χτυπά με την παλάμη του. Σύντομα ο πισινός άρχισε να κοκκινίζει. Αυτό ερέθισε την Αλεξίνα, που τούρλωνε όλο και περισσότερο τον κώλο της, μα σε λίγο κι ο ίδιος ο πρίγκιπας δεν κρατιόταν άλλο. Περνώντας τα χέρια του γύρω από το μπούστο της νεαρής, χούφτωσε τα βυζιά της κάτω από το νυχτικό, μετά κατεβάζοντας το ένα χέρι του γαργάλησε την κλειτορίδα της και αισθάνθηκε ότι το μουνί της ήταν κάθυγρο…

    Ακόμη μερικά κουνήματα, και ο Μόνυ εξαπέλυσε το χύση του. Εκείνη έμεινε ξαπλωμένη στο κρεβάτι, ενώ ο Μόνυ πήγε να πλυθεί και η Κωλκωλίνα σηκώθηκε να κατουρήσει. Πήρε έναν κουβά, στάθηκε όρθια από πάνω με τα πόδια ανοιχτά, σήκωσε το νυχτικό της και κατούρησε για πολλή ώρα, μετά, για να τινάξει τις τελευταίες σταγόνες που κρέμονταν από τις τρίχες, άφησε μια μικρή πορδή, τρυφερή και διακριτική που ερέθισε ιδιαιτέρως τον Μόνυ.

    «Χέσε μέσα στα χέρια μου, χέσε μέσα στα χέρια μου!» φώναξε. Εκείνη χαμογέλασε. Χαμήλωσε λίγο τον κώλο της και άρχισε να σφίγγεται πάνω από τα χέρια του Μόνυ που είχε καθίσει πίσω της. Μέσα από τη λινή διάφανη κιλότα φαίνονταν τα όμορφα μυώδη μπούτια της. Μαύρες κάλτσες ανέβαιναν μέχρι πάνω από τα γόνατά της και αγκάλιαζαν δυο υπέροχες γάμπες ασύγκριτης ωραιότητας, ούτε πολύ χοντρές ούτε πολύ λεπτές. Ο κώλος, στη θέση που βρισκόταν, ξεπεταγόταν θαυμαστά καδραρισμένος από τη σχισμή της κιλότας. Ο Μόνυ κοιτούσε προσεχτικά τα δυο ρόδινα, μελαχρινά κωλομέρια, χνουδωτά και ζωντανεμένα από το γενναιόδωρο αίμα. Διέκρινε το τέλος της σπονδυλικής στήλης που προεξείχε ενώ λίγο πιο κάτω άρχιζε η σχισμή του πισινού. Στην αρχή πλατιά, μετά στενότερη και βαθύτερη, καθώς τα κωλομέρια πάχαιναν. Έφτανε έτσι μέχρι τη σκούρα, στρογγυλή και γεμάτη ζάρες κωλοτρυπίδα. Οι προσπάθειες της νεαρής είχαν σαν αρχικό αποτέλεσμα να διασταλεί η κωλοτρυπίδα και να φανεί το δέρμα, απαλό και ροζ, που βρισκόταν στο εσωτερικό και έμοιαζε με γυριστό χείλος.

    «Χέσε λοιπόν», φώναξε ο Μόνυ.

    Σύντομα εμφανίστηκε μια μυτούλα σκατό, μικρό και ασήμαντο, που έδειξε το κεφάλι του και χάθηκε αμέσως στη σπηλιά του. Στη συνέχεια ξαναφάνηκε, ακολουθούμενο βραδέως και μεγαλοπρεπώς από το υπόλοιπο λουκάνικο, που ήταν μία από τις ωραιότερες κουράδες που ένα χοντρό έντερο θα μπορούσε να δημιουργήσει.

    Το σκατό έβγαινε λιπαρό και καλοσχηματισμένο, πλεγμένο με ηρεμία, σαν παλαμάρι πλοίου. Αιωρείτο χαριτωμένα ανάμεσα στα όμορφα κωλομέρια που άνοιγαν όλο και περισσότερο. Σύντομα άρχισε να τραντάζεται πιο δυνατά. Ο κώλος διεστάλη ακόμα περισσότερο, και το σκατό έπεσε, ολόζεστο και αχνιστό, στα χέρια του Μόνυ που τα είχε τεντώσει για να το δεχτούν. Τότε φώναξε: «Μείνε έτσι!» και σκύβοντας της έγλειψε την κωλοτρυπίδα, παίζοντας την κουράδα στα χέρια του. Έπειτα την έλιωσε με λαγνεία και πασάλειψε μ’ αυτή όλο του το σώμα. Η Κωλκωλίνα γδυνόταν για να κάνει ότι και η Αλεξίνα, που είχε γυμνωθεί και έδειχνε στον Μόνυ τον χοντρό της κώλο τον διάφανο, όπως τον έχουν οι ξανθές. «Χέσε επάνω μου», φώναξε ο Μόνυ στην Αλεξίνα ξαπλώνοντας κατά γης. Αυτή κάθισε ανακούρκουδα από πάνω του. Μπορούσε να απολαύσει το θέαμα που προσέφερε η κωλοτρυπίδα της. Οι πρώτες προσπάθειες είχαν σαν αποτέλεσμα να βγει λίγο σπέρμα, που είχε αποθέσει εκεί ο Μόνυ. Μετά ήρθε το σκατό, κίτρινο και μαλακό, που έπεσε σε πολλές δόσεις, και καθώς εκείνη γελούσε και κουνιόταν, το σκατό έπεφτε πότε στη μια μεριά και πότε στην άλλη πάνω στο σώμα του Μόνυ, που σύντομα είχε την κοιλιά του στολισμένη με αρκετούς από αυτούς τους εύοσμους γυμνοσάλιαγκες.

    Ταυτόχρονα, η Αλεξία κατουρούσε και το ζεστό συντριβανάκι, πέφτοντας πάνω στην πούτσα του Μόνυ, είχε ξυπνήσει τα κτηνώδη του ένστικτα. Το κοντάρι του άρχισε να σηκώνεται σιγά σιγά και να φουσκώνει και φτάνοντας στο κανονικό του μέγεθος, η βάλανος φάνταζε κόκκινη σαν χοντρό δαμάσκηνο, στα μάτια της νεαρής, που πλησίασε, γονάτισε και βοήθησε την εν στύσει πούτσα να εισχωρήσει ανάμεσα στα βελούδινα χείλη του ορθάνοιχτου μουνιού της…Ο Μόνυ καταχεσμένος απολάμβανε εκ βαθέων…


    (Γκιγιώμ Απολλιναίρ, «Οι έντεκα χιλιάδες βέργες», μετάφραση Βασίλης Νικολαϊδης, εκδόσεις Ερατώ, 2000)
     
  10. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Ο πρίγκιπας Μόνυ και ο Κορναμπέ μπήκαν στο Οριάν Εξπρές…Ένας υπάλληλος της εταιρίας των βαγκόν λι που μπήκε, ανακοίνωσε πως ήταν η ώρα του δείπνου και ότι πολλοί ταξιδιώτες βρίσκονταν ήδη στο εστιατόριο του τρένου…Σ’ ένα τραπέζι στο βάθος, στην αντίθετη πλευρά απ’ όπου δειπνούσε ο Μόνυ, κάθονταν δυο γυναίκες ξανθές και εξαιρετικά ωραίες….Ο πρίγκιπας γύρισε και αναγνώρισε τη μία από αυτές, ντυμένη πιο ταπεινά από την άλλη: ήταν η Μαριέτα, η υπέροχη καμαριέρα του Γκραντ οτέλ. Σηκώθηκε αμέσως και κατευθύνθηκε προς τις δυο κυρίες. Χαιρέτησε την Μαριέτα και απευθύνθηκε στην άλλη νεαρή γυναίκα που ήταν όμορφη και πολύ ωραία ντυμένη. Τα μαλλιά της, ξεβαμμένα με οξυζενέ, της έδιναν όψη μοντέρνα που γοήτευσε τον Μόνυ…

    «Επιτρέψτε μου», είπε ευγενικά ο Μόνυ, «να αποτίσω φόρο τιμής στην μεγαλειοτάτη ομορφιά σας».

    «θα δούμε», είπε η κυρία, «περιμένοντας όμως και εφόσον συστηθήκατε, θα σας συστηθώ κι εγώ…Εστέλ Ρονάνζ…»

    «Η μεγάλη ηθοποιός του Γαλλικού Θεάτρου;» ρώτησε ο Μόνυ.

    Η κυρία έγνεψε καταφατικά…

    «Απαγγείλατέ μου κάτι…κάποιους στίχους», ζήτησε ο Μόνυ.

    Του απήγγειλε, καθώς τους άλλαζαν πιάτα, την Πρόσκληση σε Ταξίδι. Καθώς ξετυλιγόταν το θαυμάσιο ποίημα στο οποίο ο Μπωντλαίρ είχε κλείσει μέσα του κάτι από την ερωτική του θλίψη, από την παθιασμένη νοσταλγία του, ο Μόνυ αισθάνθηκε ότι τα πόδια της ηθοποιού άρχισαν ν’ αγκαλιάζουν τις γάμπες του. Γρήγορα πέρασαν κάτω από την μπέρτα, και έφτασαν στο πέος του Μόνυ που κρεμόταν λυπημένο έξω από το παντελόνι του…Εκεί τα πόδια σταμάτησαν, και παίρνοντας με λεπτότητα το πέος ανάμεσά τους, άρχισαν να κινούνται μπρος πίσω με αρκετά περίεργο τρόπο. Το πέος του νεαρού σκλήρυνε γρήγορα και αφέθηκε στα παιχνίδια των λεπτοκαμωμένων παπουτσιών της Εστέλ Ρονάνζ…

    «Το όνειρό μου», είπε η Εστέλ, «είναι να γίνω αστέρι του μιούζικ χωλ».

    «Προσέξτε!» ξανάρχισε ο Μόνυ. «Ο σκοτεινός κύριος διευθυντής που κάνει τ’ αστέρια να πέφτουν θα σας μπλέξει σε ατέλειωτες δίκες».

    «Μην σας απασχολεί, Μόνυ. Φτιάξτε μου κι άλλους στίχους πριν πάμε για ύπνο».

    «Καλά», είπε ο Μόνυ, και αυτοσχεδίασε αυτούς τους ευαίσθητους μυθολογικούς στίχους:

    ΗΡΑΚΛΗΣ ΚΑΙ ΟΜΦΑΛΗ

    Ο κώλος
    της Ομφάλης
    Νικημένος
    Κυλιέται

    «Νιώθεις
    Τον μυτερό μου
    Φαλλό;»
    «Τι Άνδρας!...»

    Σκυλί
    Με πεθαίνεις!...
    Τι Όνειρο…

    «…Αντέχεις;»
    Ο Ηρακλής
    Την γαμεί

    ΠΥΡΑΜΟΣ ΚΑΙ ΘΙΣΒΗ
    Η Κυρία
    Θίσβη
    Λιποθυμά
    «Μωρό!»…

    Ο Πύραμος
    Σκυφτός
    Την κόβει
    Με θαυμασμό

    Η ωραία
    Λέει: «Βεβαίως!»
    Και μετά

    Χύνει
    Όπως
    Ο άνδρας της

    «Είναι καταπληκτικό! Υπέροχο! Θαυμάσιο! Μόνυ είσαι ποιητής θεϊκός. Έλα να με γαμήσεις στις κουκέτες, η ψυχή μου σκιρτάει»…

    ……………………………………….

    Η Μαριέτα κακάριζε σαν κότα που κελαηδούσε σαν τσίχλα στ’ αμπέλια. Ο Μόνυ είχε βάλει γύρω της τα χέρια του και της τσάκιζε τις ρώγες. Θαύμαζε την ομορφιά της Εστέλ και το τέλειο χτένισμά της που φανέρωνε το χέρι ενός επιδέξιου κομμωτή. Ήταν μια μοντέρνα γυναίκα με όλη τη σημασία της λέξης. Μαλλιά κυματιστά, πιασμένα με κοκαλάκια σε χρώμα ασορτί με την σοφά ξεβαμμένη κώμη της. Το σώμα της ήταν φοβερά γοητευτικό. Ο κώλος της ήταν νευρώδης και προκλητικά ορθός. Το πρόσωπό της, μακιγιαρισμένο με τέχνη, της έδινε τον γαργαλιστικό αέρα μιας πόρνης υπερπολυτελείας. Τα βυζιά της λίγο πεσμένα μα καθόλου άσχημα, ήταν μικρά, ισχνά και σε σχήμα αχλαδιού. Όταν τα ‘πιανες ήταν μαλακά και λεία, που νόμιζες ότι πιάνεις μαστούς γαλακτοφόρου κατσίκας και, όταν γύριζε, χοροπηδούσαν σαν μαντηλάκι που το στριφογυρνάς στο χέρι…
    ………………………………

    Όταν ο Μόνυ γύρισε, είδε τον φρικαλέο Κορναμπέ καθισμένο πάνω στο πρόσωπο της Εστέλ. Ο κολοσσιαίος κώλος του κάλυπτε το πρόσωπο της ηθοποιού. Είχε χέσει και τα σκατά, δύσοσμα και μαλακά, χύνονταν από παντού.

    Κρατούσε ένα τεράστιο μαχαίρι και όργωνε την πάλλουσα κοιλιά. Το κορμί της ηθοποιού τιναζόταν πότε πότε από μικρούς σπασμούς.

    «Περίμενε», είπε ο Μόνυ, «μείνε καθιστός».

    Και ξαπλώνοντας πάνω στην ετοιμοθάνατη, έχωσε το σηκωμένο καυλί του στο θνήσκον μουνί. Απόλαυσε έτσι τους τελευταίους σπασμούς της γυναίκας που ψυχορραγούσε και ο ύστατος αυτός πόνος πρέπει να της ήταν αφόρητος. Βούτηξε τα χέρια του στο ζεστό αίμα που ανάβλυζε από την κοιλιά. Όταν έχυσε, η ηθοποιός δεν κουνιόταν πια. Ήταν άκαμπτη και τα ανεστραμμένα μάτια της ήταν γεμάτα σκατά…

    (Γκιγιώμ Απολλιναίρ, «Οι έντεκα χιλιάδες βέργες», μετάφραση Βασίλης Νικολαϊδης, εκδόσεις Ερατώ, 2000)
     
  11. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    "Αν η βραδιά ήταν σημειωμένη στο ημερολόγιο για σεξ, ο Άιρα κι εγώ βλέπαμε τηλεόραση για καμιά ώρα. Έπειτα ανεβαίναμε πάνω και βάζαμε μπροστά.

    «Τι κάνω στραβά;» ρωτούσε σαστισμένος. «Πίστεψέ με, Τζίνυ, ποτέ πριν δεν ξαναείχα αυτό το πρόβλημα. Όσο δυστυχισμένη κι αν ήταν η γυναίκα μου, το ξέρω ότι την ικανοποιούσα σεξουαλικά".

    «Δικό μου είναι το πρόβλημα, όχι δικό σου», τον παρηγορούσα καθώς ήταν ξαπλωμένος με το κεφάλι του στο στήθος μου. «Αλλά στ’ αλήθεια δε βλέπω το λόγο γιατί πρέπει να έχω κι εγώ οργασμό. Δηλαδή, είμαι απόλυτα ευτυχισμένη να βλέπω εσένα να τελειώνεις». Η αλήθεια ήταν ότι φοβόμουνα να έρθω σε οργασμό. Με την Έντι, έχανα κάθε αίσθηση χρόνου σε τέτοιες περιπτώσεις, έμπαινα σ’ ένα βασίλειο όπου βασίλευε το Αιώνιο παρόν. Διάφορα αλλόκοτα πράγματα συνέβαιναν. Δεν ήθελα πια να έχω σχέση μ’ όλα αυτά. Μ’ άρεσε που ήξερα ακριβώς τι ώρα ήταν, τι λεπτό ποιας ώρας, δεν ήθελα να κάνω τον χρόνο να σταματήσει, ή τη γη να σειστεί, ή τίποτα απ’ όλα αυτά. Ήθελα να έχω σταθερή επαφή με τούτο τον κόσμο, να ελέγχω απόλυτα τις αισθήσεις μου.

    «Μα νιώθω ανεπαρκής που σε χρησιμοποιώ μόνο για να τελειώσω. Οι άντρες θέλουν να γνωρίζουν κι οι γυναίκες την ίδια χαρά που γνωρίζουν κι αυτοί».

    «Δεν καταλαβαίνω γιατί. Μια χαρά τα πηγαίναμε τόσους αιώνες που δεν τους απασχολούσε η χαρά των γυναικών τους. Γιατί τώρα;» Δεν ήξερα πώς θα μπορούσα να του εξηγήσω ότι…ήθελα μονάχα γαλήνη κι ησυχία και μια ζωή με κάποια τάξη απ’ αυτόν. Στο κάτω κάτω, ήταν μοντέρνος σερνικός, πίστευε σε ίσο οργασμό για ίση προσπάθεια. Πώς να τον πείσω απλώς να με χρησιμοποιεί και να μη στεναχωριέται γι αυτό;

    ……………………

    «Κάθισα και σκέφτηκα το προβληματάκι μας, Τζίνυ», είπε ο Άιρα ένα βράδυ στο κρεβάτι.

    «Ποιο προβληματάκι;» Δεν ήξερα ότι είχαμε κανένα. Για μένα, τα πάντα ήταν χάρμα…

    «Το γεγονός ότι δεν σε ικανοποιώ σεξουαλικά».

    «Ω, μα με ικανοποιείς!»…

    «Έχεις συνηθίσει να κάνεις συναρπαστική ζωή, Τζίνυ – στη Βοστώνη, μ’ όλες εκείνες τις φίλες σου που ήταν…διαφορετικές…Η ζωή μαζί μου θα πρέπει να σου φαίνεται πολύ βαρετή μετά απ’ όλα αυτά».

    «Μ’ αρέσει έτσι βαρετή. Δηλαδή, θέλω να πω δε νομίζω ότι είναι βαρετή, καθόλου. Μ’ αρέσει η ζωή μας, όπως είναι, Άιρα. Δε θα σε είχα παντρευτεί, αν δε μ’ άρεσε».

    «Γι αυτό - », είπε αγνοώντας με, αποφάσισα να προσπαθήσω να κάνω τα πράγματα πιο συναρπαστικά. Θέλω τόσο πολύ να είσαι ευτυχισμένη μαζί μου όσο κι εγώ μαζί σου, Τζίνυ». Πέταξε από πάνω του τις κουβέρτες, κι αποκάλυψε το υπέροχο γυμνό κορμί του, ωχρό άσπρο κάτω από το λαιμό. Αλλά κάτι μαύρο σκέπαζε τα γεννητικά του όργανα.

    «Τι στο διάβολο;»

    «Δερμάτινο σπασουάρ», είπε με καμάρι. «Μπρος. Πιάστο». Το άγγιξα δοκιμαστικά. «Σ’ ερεθίζει;»

    «Να σου πω, δεν ξέρω - »

    «Τώρα! Για σένα!» Από κάτω από το κρεβάτι τράβηξε ένα διαφανές αδιάβροχο και το κράτησε για να το φορέσω. «Μπρος! Φόρεσέ το!»

    Το φόρεσα – κι ένιωσα σαν τροχαίος τόπλες…

    «Πώς σου φαίνεται;» ρώτησε με παιδιάστικο ενθουσιασμό.

    «Πλάκα έχει».

    Έσβησε το φως και με αγκάλιασε. Έτριξα σα σελοφάν. «Ε, και τώρα τι γίνεται, Άιρα;»

    Σηκώθηκε καθιστός και άναψε το φως και πήρε ένα βιβλίο από το κομοδίνο του και συμβουλεύτηκε τα περιεχόμενα. «Ε, ναι, λοιπόν. Νομίζω ότι πρέπει να κοιταχτούμε. Λέει ότι μερικές γυναίκες ερεθίζονται με τη μυρωδιά του δέρματος».

    Έτσι ο Άιρα κι εγώ καθίσαμε και κοιταζόμαστε. Έπειτα έβγαλε το σπασουάρ του, κι εγώ έβγαλα το διάφανο αδιάβροχό μου, κι εκείνος έχωσε το τριχωτό κεφάλι του ανάμεσα στα πόδια μου - μια ταραντούλα φωλιασμένη ανάμεσα σ’ ένα τσαμπί παραγινωμένες μπανάνες. Καθώς ο Άιρα διασκέδαζε, εγώ σκεφτόμουν αν θα ‘ πρεπε να βγάλω το μοσχάρι ή τις χοιρινές μπριζόλες από την κατάψυξη για να μαγειρέψω την άλλη μέρα.

    Δεν τελείωσα. Ο Άιρα ανακάθισε και σημείωσε δύο Χ στο βιβλίο στα κεφάλαια με τον τίτλο «Δέρμα» και «Πολυαιθυλένη». «Μην απογοητεύεσαι, Τζίνυ. Κάθε φορά θα δοκιμάζουμε κι από κάτι διαφορετικό».

    ………………………………….

    O Άιρα γύρισε και με κοίταξε με το ειδικό εκείνο βλέμμα που έδειχνε ότι ήταν 8:30 Παρασκευή βράδυ, και το ημερολόγιο έγραφε σεξ. Ξεκούμπωσε τη ζώνη του.

    «Απόψε θα κάνουμε έρωτα και θα τελειώσεις», με πληροφόρησε.

    «Μα στ’ αλήθεια, Άιρα, δε θέλω».

    «Δε με νοιάζει τι θέλεις εσύ. Εγώ θέλω να είσαι ευτυχισμένη». Τα σκοτεινά υγρά μάτια του κοίταξαν πεινασμένα τα στήθια μου και το στομάχι μου κάτω από το μουσκεμένο πουκάμισό μου που είχε κολλήσει πάνω μου. «Αν κι αυτό δεν κάνει τίποτα, δεν ξέρω πια τι να πω».

    «Αυτό ποιο;» ρώτησα φοβισμένη.

    «Μείνε εδώ». Ανέβηκε βιαστικά πάνω και ξαναγύρισε με το εγχειρίδιό του και μια χαρτοσακούλα. Καθώς διάβαζε τις οδηγίες για την αποψινή γυμναστική, παρατήρησα το πουλί του να σαλεύει μέσα από το μπατζάκι των βερμούδων του.

    Στράφηκε προς το μέρος μου, ανασαίνοντας βαριά, με τα ρουθούνια ορθάνοιχτα. Από τη χαρτοσακούλα έβγαλε – ένα ζευγάρι χειροπέδες.

    «Ωχ Χριστέ μου», βόγκηξα. Είχα ξαναπεράσει απ’ αυτό το στάδιο – δεμένη στην πλατφόρμα του ύπνου στο καταφύγιο με την αλυσίδα της μοτοσικλέτας του Κλεμ.

    «Στ’ αλήθεια, Άιρα, προτιμώ να το κάνω στο κρεβάτι δίχως πολλές φασαρίες».

    «Όχι, όχι, θέλω να είναι συναρπαστικό για σένα, Τζίνυ. Δε θέλω να βαριέσαι μαζί μου».

    Μ’ έναν αναστεναγμό, έβγαλα τα ρούχα μου καθώς ο Άιρα πέταγε κι αυτός από πάνω του τα δικά του. «Και τώρα;» ρώτησα σκυθρωπά, γυμνή, μουσκεμένη και παγωμένη στη μέση του λίβινγκ ρουμ.

    Με πήρε από το μπράτσο και με οδήγησε μερικά βήματα. Έπειτα τράβηξε κοντά δυο καρέκλες αντίκες. Σκαρφάλωσε στη δικιά του και μου έγνεψε να σκαρφαλώσω κι εγώ στη δικιά μου. Όταν ανέβηκα, βρέθηκα φάτσα με φάτσα μ’ ένα πελώριο δρύινο δοκάρι που διέσχιζε ολόκληρο το δωμάτιο. Ο Άιρα ξεκλείδωσε τις χειροπέδες κι έκλεισε το ένα βραχιόλι γύρω από το δεξιό καρπό του. Έπειτα πέρασε το χέρι του πάνω από το δοκάρι κι έκλεισε τον αριστερό μου καρπό στο άλλο βραχιόλι.

    «Ωραία, τώρα κρατήσου από την αλυσίδα με το αλυσοδεμένο σου χέρι για να μην πονάς». Όταν το έκανα σωστά. Συνέχισε, «Τώρα, κατέβα με τρόπο από την καρέκλα σου».

    Το έκανα κι αυτό και βρεθήκαμε κρεμασμένοι στήθος με στήθος από το ένα χέρι απ’ το δοκάρι, ενωμένοι από τις χειροπέδες. Ο Άιρα ήταν πολύ ερεθισμένος. Η στύση του με τρύπαγε στα πλευρά σαν το δάχτυλο του χειρούργου που ψηλαφίζει τον άρρωστο για να δει αν έχει σκωληκοειδίτιδα.

    «Πώς σου φαίνεται;» ρώτησε με κομμένη την ανάσα, καθώς έγερνε το κεφάλι για να μου γλείψει τη μασχάλη.

    «Πολύ όμορφο», τον διαβεβαίωσα, νιώθοντας ότι το περασμένο στη χειροπέδη χέρι μου ετοιμαζόταν να πεταχτεί από τη θέση του…

    «Θα τα καταφέρουμε, τί λές;»

    «Δεν είμαι σίγουρη ότι κατάλαβα τι…» Ο Άιρα τύλιξε το ελεύθερο χέρι του γύρω από τη μέση μου και με τράβηξε κοντά του.

    «Εντάξει, τώρα θα το βάλουμε μέσα».

    Τον κοίταξα για μια στιγμή μην μπορώντας να το πιστέψω. Έπειτα πολύ υποχρεωτικά σήκωσα τα πόδια μου που κρέμονταν στον αέρα, σε διάφορες γωνίες, αλλά ποτέ στην κατάλληλη για τη διείσδυση. Στην διάρκεια των προσπαθειών μου, κλώτσησα την καρέκλα μου και την έριξα κάτω. Ένιωθα σα μαριονέτα με μπερδεμένους σπάγκους. Τελικά, κατόρθωσα να ζευγαρώσω με τον άντρα μου τυλίγοντας τα πόδια μου γύρω από τη μέση του. Αλλά έτσι κρεμασμένοι που ήμαστε, κανένας από τους δυο μας δε μπορούσε να σαλέψει ίντσα.

    «Έγραφε ακριβώς πώς γίνεται αυτό στο βιβλίο;» ρώτησα κρύβοντας ένα μορφασμό καθώς ο ώμος μου άρχισε να πονάει αφόρητα.

    «Όχι ακριβώς. Έλεγε πάνω-κάτω: «Όταν βρεθείτε έτσι κρεμασμένοι δε θα συναντήσετε καμιά δυσκολία για ν’ ανακαλύψετε θαυμάσιους καινούργιους τρόπους για να ερεθίσετε ο ένας τον άλλο μέχρι να έρθετε σε οργασμό».

    «Α».

    Σε λίγο είπα, «Ε, Άιρα – νομίζω ότι καλύτερα να κατέβω. Με πονάει στ’ αλήθεια πολύ το χέρι μου».

    Ο Άιρα αναστέναξε νικημένος άλλη μια φορά ενώ η στύση του είχε αρχίσει να μαραίνεται μέσα μου. «Οκέι». Πήρε το κλειδί της χειροπέδης που κρατούσε στο ελεύθερο χέρι του και άπλωσε το χέρι του για να ξεκλειδώσει τον καρπό μου. Καθώς το έκανε αυτό το κλειδί του έπεσε.

    Κοιταχτήκαμε με φρίκη καθώς συνειδητοποιήσαμε το μέγεθος της συμφοράς μας. Το ασημένιο κλειδί γυάλιζε κοροϊδευτικά στο χαλί, ενώ οι αστραπές αναβόσβηναν και η βροχή μαστίγωνε τα τζάμια. Ο ώμος μου δεν πονούσε πια – είχε μουδιάσει εντελώς. Τώρα όμως ο καρπός μου έστελνε μηνύματα αγωνίας στα κέντρα πόνου του εγκεφάλου μου. Ένα βραχιόλι είχε χαραχτεί στον καρπό μου χάρη στις εναέριες ακροβασίες μου.

    «Άιρα, αν μπορέσεις να σταθείς στην καρέκλα σου, ίσως εγώ να χαμηλώσω όσο πρέπει για να σηκώσω το κλειδί με τα δάχτυλα των ποδιών μου».

    Πιστεύοντας ότι άξιζε τον κόπο να δοκιμάσουμε, έψαξε να βρει την καρέκλα του με τα πόδια του. Καθώς την έψαχνε, την κλώτσησε και την πέταξε κι αυτή κάτω. «Χριστούλη μου», μούγκρισε. Αρπάζοντας το δοκάρι με το ελεύθερο χέρι του, έκανε μια αξιοθαύμαστη έλξη με το ένα μόνο χέρι, πράγμα που εμένα με χαμήλωσε σχεδόν μέχρι το χαλί.

    Όχι όμως όσο έπρεπε. Τα τεντωμένα μου δάχτυλα κρέμονταν μια ολόκληρη ίντσα πάνω από το κλειδί.

    «Πιο χαμηλά», είπα απαλά.

    «Δε μπορώ», είπε με κομμένη την ανάσα μέσα από σφιγμένα δόντια. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή το ποντίκι του υποχώρησε και ξανάπεσε κάτω, τινάζοντάς με στο προηγούμενο ύψος μου.

    Κοιταχτήκαμε με απόγνωση.

    «Με συγχωρείς», ψιθύρισε.

    «Είχες καλό σκοπό».

    «Ήθελα μόνο να σε κάνω ευτυχισμένη».

    «Τι θα γίνουμε; Θα πεθάνουμε από την πείνα, έτσι δεν είναι; Ή θα πεθάνουμε από τη δίψα πρώτα;»

    «Κάποιος θα με αναζητήσει στο γραφείο, ή σε μια από τις συνεδριάσεις μας. Θα έρθουν να δουν τι γινόμαστε και…»Κοιταχτήκαμε προσπαθώντας ν’ αποφασίσουμε, αν θα προτιμούσαμε να ήμαστε ζωντανοί ή νεκροί όταν θα μας έβρισκε κάποια απ’ τις θειές του.

    «Η θεία σου η Μπέτυ θα ‘ ρθει να πάρει την παγωνιέρα της την Κυριακή». Έγνεψε ναι, με μάτια κλειστά και τον ιδρώτα να στάζει από το πλατύ όμορφο μέτωπό του.

    Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Κοιταχτήκαμε με ανανεωμένη ελπίδα. Το τηλέφωνο ήταν πάνω σ’ ένα τραπέζι στον τοίχο ακριβώς κάτω απ’ αυτό το δοκάρι.

    «Αν κρατηθούμε με το άλλο χέρι και σπρώξουμε, Τζίνυ, νομίζω ότι μπορούμε να συρθούμε προς τον τοίχο».

    Το τηλέφωνο σταμάτησε να χτυπάει. Δοκιμάσαμε το σχέδιο του Άιρα, και πέτυχε. Με κάθε σύρσιμο ένιωθα έναν αφόρητο πόνο στον αιχμάλωτο ώμο μου. Έπειτα από λίγο όμως είχαμε φτάσει τον τοίχο. Ο Άιρα τέντωσε τα πόδια του κι έπιασε το ακουστικό. Μετέφερε το ακουστικό στο ελεύθερο χέρι του με μια κίνηση που θα ζήλευε ακόμα και ουρακοτάγκος. Έπειτα γύρισε δοκιμαστικά το καντράν με το δεύτερο δάχτυλο του δεξιού ποδιού του.

    Με κοίταξε αναποφάσιστος. «Σε ποιον θα τηλεφωνήσουμε;» ρώτησε πιέζοντας το κουμπί με το δάχτυλό του για ν’ ανοίξει η γραμμή.

    «Το θείο Λου;» Ο Άιρα δεν το βρήκε αστείο.

    «Την αστυνομία;»

    «Δεν υπάρχει αστυνομία στο Σταρκς Μπογκ. Το ξέρεις».

    «Την Πυροσβεστική».

    «Καλή ιδέα». Άρχισε να σχηματίζει τον αριθμό. Έπειτα θυμήθηκε ότι ο αριθμός της Πυροσβεστικής ήταν ο δικός μας, μια και κείνος ήταν ο αρχηγός.

    «Ξέρω», είπε με έμπνευση. «Τον Ρόντνυ».

    «Όχι! Δε θέλω να ‘ρθει αυτός ο βιαστής να με δει γυμνή και στο έλεός του».

    «Κάποιος θα πρέπει να ‘ρθει».

    «Όχι ο Ρόντνυ».

    «Τότε ποιος;»

    «Η Άντζελα;»

    «Με δουλεύεις; Θα το μάθει όλη η πόλη!»

    «Ξέρω! Η Μόνα».

    «Ποια;»

    «Μια γυναίκα που έμενε μαζί μου στο σπιτάκι».

    «Εντάξει, καλά, υποθέτω», μουρμούρισε δυστυχισμένα. «Τι αριθμό έχει;»

    Σχημάτισε τον αριθμό με το δάχτυλο του ποδιού του και μου έδωσε το ακουστικό. Με ανακούφιση το άκουσα να χτυπάει. Την τελευταία φορά που είχα τηλεφωνήσει στο κοινόβιό τους, τους είχαν κόψει το τηλέφωνο γιατί είχαν αφήσει κάποιο λογαριασμό απλήρωτο. Μια αντρική φωνή απάντησε. Πολλά γέλια και δυνατή μουσική ακούγονταν από μέσα.

    Η Αθήλια φάνηκε να χαίρεται που μ’ άκουγε. «Γιατί δεν έρχεστε κι εσείς; Έχουμε μια γιορτή για τη σπορά, ξέρεις για τη γονιμότητα».

    «Φαίνεται διασκεδαστικό. Αλλά φοβάμαι ότι – είμαι μπλεγμένη αυτή τη στιγμή. Κυριολεκτικά, Αθήλια, βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση. Λυπάμαι που σου το ζητάω αυτό ενώ έχετε το πάρτι σας. Αλλά θα μπορούσες σε παρακαλώ να έρθεις αμέσως στο σπίτι του Άιρα να με βοηθήσεις;»…

    «Καλά, εντάξει, ναι, βέβαια. Αν βρω αυτοκίνητο…(Αλ, να πάρω το φορτηγό σου μέχρι το Σταρκς Μπογκ; Βέβαια, πάμε όλοι)…Έφτασα Τζίνυ». Έκλεισε πριν προλάβω να της πω να μη φέρει τους φίλους της.

    Μερικά λεπτά αργότερα οχτώ άνθρωποι με τις κόρες των ματιών τους σε διάφορα στάδια διαστολής μπήκαν σκουντουφλώντας μέσα. Έριξαν μια ματιά στον Άιρα και μένα να κρεμόμαστε γυμνοί πάνω από το τηλέφωνο, κι ούτε ξανάδωσαν σημασία.

    Η Μόνα πλησίασε και κοίταξε προς τα πάνω μέσα από τους μαβιούς φακούς της κι είπε συρτά. «Άλλο πράμα, να πούμε, Τζιν».

    Η Αθήλια στάθηκε δίπλα στη Μόνα και με κοίταξε στοργικά και είπε, «Τι μπορώ να κάνω για σένα, Τζίνυ;»

    Έγνεψα προς τον Άιρα που κρεμόταν δίπλα μου και είπα, «Θυμάστε τον Άιρα; Άιρα από δω η Μόνα και η Αθήλια που μέναμε μαζί στο σπιτάκι πρόπερσι το χειμώνα;»

    «Πώς είστε;» ρώτησε ο Άιρα, κοιτάζοντάς τις μέσα από την τριχωτή του μασχάλη. «Θυμάμαι πού σας έχω ξαναδεί. Είχατε έρθει στο γάμο μας, έτσι δεν είναι;»

    Κούνησαν ευγενικά το κεφάλι.

    «Λοιπόν, ο λόγος που σας τηλεφώνησα…Βλέπετε εκείνο το κλειδί στο χαλί εκεί πέρα; Θα σας πείραζε να το δώσετε στον Άιρα; Και να βάλετε εκείνες τις καρέκλες κάτω από τα πόδια μας; Ευχαριστούμε πολύ».

    Ο Άιρα μας ξεκλείδωσε και κατεβήκαμε τρίβοντας τους πονεμένους καρπούς μας”.

    (Λίζα Άλθερ, «Σε στενό οικογενειακό κύκλο», μετάφραση Ρένα Χατχούτ, Εκδόσεις γράμματα, 1981).
     
  12. Kaveiros

    Kaveiros Regular Member

    Απάντηση: Carousel

    Το τερεζα μπατιστα το ειχα διαβασει πριν καμια δεκαρια χρονια,το ειχα ξεχασει και
    διαβαζοντας το τωρα μου προκαλει σαφως εντονοτερα συναισθηματα...και υστερα
    σου λενε οτι ο στρατος ειναι οπισθοδρομικος.Το εν λογω βιβλιο το ειχα διαβασει κατα τη διαρκεια
    της θητειας μου και το ειχα δανειστει απο τη βιβλιοθηκη του στρατου!
    Thanks dora