Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Daybreak

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 1 Μαϊου 2022.

  1. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 14ο

    (Φοίβη)

    Η συνάντηση ήταν στην Η203. Δεν ήξερα πόσα μέλη είχε η ομάδα αλλά στην αίθουσα ήταν καμιά δεκαριά άτομα. Αν και δεν υπήρχαν άγνωστα πρόσωπα δεν ήξερα κανέναν τους οπότε ο Ανδρέας μας έκανε τις συστάσεις.

    - «Προσπαθώ να την ψήσω να γίνει μέλος της ομάδας» είπε στους υπόλοιπους δείχνοντάς με. «Αν αναρωτιέστε γιατί με έπιασε ξαφνικά ο πόνος έπρεπε να τη δείτε χθες στο Μπάχαλο να κάνει τον Killroy στο Mr. Roboto» συνέχισε κάνοντάς με να κοκκινήσω.

    Για σήμερα είχαν κανονίσει το διάβασμα ενός μονόπρακτου, οπότε κάθισα με τη Χριστιάνα και την Κατερίνα στην άκρη και τους παρακολουθούσαμε. Για το ταλέντο του Ανδρέα δεν είχα καμία αμφιβολία και επιβεβαιώθηκα. Βέβαια, για να λέμε την αλήθεια, σε εκείνη την ομάδα δεν ήταν ο μόνος ταλαντούχος. Διάβαζαν τους διαλόγους κυκλικά, ο καθένας μία ατάκα του ρόλου που είχαν επιλέξει. Τελείωσαν μία ώρα αργότερα και μετά συνέχισαν ο καθένας με το κείμενο που είχε επιλέξει.

    Ο Ανδρέας είχε επιλέξει ένα απόσπασμα από το «Τα παλιόπαιδα τα ατίθασα» του Τσιφόρου. Ο τρόπος με τον οποίο ενάλλασσε τη φωνή του στους διαλόγους με είχε γοητεύσει. Η ιστορία που είχε επιλέξει ήταν κωμικοτραγική και στο τέλος συνέλαβα κάμποσα δακρυσμένα μάτια, δεν ήμουν μόνο εγώ που είχα επηρεαστεί.

    Κατ’ εξαίρεση με άφησαν να διαβάσω το ποίημα που είχα επιλέξει. Μου αρέσει πολύ ο Καββαδίας. Παρόλο που αρχικά είχα πει ότι θα διαβάσω το Federico Garcia Lorca τελικά άλλαξα γνώμη και διάβασα το Kuro Siwo.

    Ἡ λαμαρίνα!... Ἡ λαμαρίνα ὅλα τὰ σβήνει.
    Μᾶς ἕσφιξε τὸ Kuro Siwo σὰ μία ζώνη
    κι ἐσὺ κοιτᾶς ἀκόμη πάνω ἀπ᾿ τὸ τιμόνι,
    πῶς παίζει ὁ μπούσουλας καρντίνι μὲ καρντίνι.


    Όταν τελειώσαμε πήρα άσκηση για το σπίτι. Με τη σύμφωνη γνώμη όλων ο Αργύρης μου ζήτησε την επόμενη φορά να διαβάσω το απόσπασμα της πορείας προς το μέτωπο, από το «Άξιον εστί».

    - «Όχι ρε παιδιά!» πήγα να διαμαρτυρηθώ. «Θα τρίζουν τα κόκκαλα του Κατράκη!»
    - «Γι’ αυτό ακριβώς σου ζητάμε να το διαβάσεις. Επειδή θα σε βγάλει από το comfort zone σου, επειδή κανείς μας δεν μπορεί να φανταστεί ανάγνωση αυτού του συγκλονιστικού αποσπάσματος από άλλη φωνή από αυτή του Κατράκη.»
    - «Η φωνή μου δεν έχει το απαραίτητο gravitas!» συνέχισα.
    - «Το συναίσθημα είναι που μας ενδιαφέρει, Φοίβη μου» είπε ο Ανδρέας.

    Τι να κάνω; Αποδέχτηκα τη μοίρα μου. Εκεί το διαλύσαμε και κινήσαμε να επιστρέψουμε στα σπίτια μας. Τα κορίτσια έμεναν ψηλά στη Φορτέτσα οπότε όταν φτάσαμε έξω από το σπίτι ο Ανδρέας προσφέρθηκε να τις ανεβάσει με το αυτοκίνητο, κάτι το οποίο αμφότερες το αποδέχτηκαν με ενθουσιασμό. Μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν και εγώ αντί να μπω μέσα πήγα στο καρτοτηλέφωνο που είχε έξω από την Αθηνά και πήρα τους δικούς μου.

    - «Μπαμπά!» είπα χαρούμενη ακούγοντας τη φωνή του πατέρα μου.
    - «Κοριτσάκι μου!» μου απάντησε, πάντα έτσι με έλεγε, κοριτσάκι του. «Τι κάνεις;»
    - «Καλά είμαι, μόλις γύρισα από το Πανεπιστήμιο!»
    - «Καλά, τι πήγες να κάνεις Κυριακάτικα στο πανεπιστήμιο;»
    - «Είχε συνάντηση της θεατρικής ομάδας. Ωραία ήταν, τους διάβασα και ποίημα, το Kuro Siwo! Αλλά τα δύσκολα είναι την άλλη Κυριακή, μου ζήτησαν να τους διαβάσω την πορεία προς το μέτωπο, ξέρεις, από το άξιον εστί.»
    - «Σου άρεσε;» με ρώτησε.
    - «Ομολογώ ότι ήταν λίγο περίεργα στην αρχή αλλά τελικά μου άρεσε.»
    - «Με τα διαβάσματά πως πας;»
    - «Μια χαρά… Α δε σου είπα, βγήκε η βαθμολογία και στην πρόοδο των μιγαδικών. Δεκαράκι και πάλι» του είπα περήφανη.
    - «Μπράβο σου κοριτσάκι μου!» μου απάντησε εξίσου περήφανος.
    - «Ουφ, αυτό το 7,5 στην ψηφιακή σχεδίαση μου έχει κάτσει στο λαιμό!» του είπα παραπονεμένη.
    - «Στο χέρι σου είναι να το διορθώσεις αλλά Φοίβη μου και το 7,5 δεν είναι άσχημος βαθμός.»
    - «Ε, με ενοχλεί Μαθηματικά και Φυσική να έχω από 9 και πάνω και στα αμιγώς της επιστήμης μου να έχω 7,5».
    - «Δε χάθηκε ο κόσμος και άλλωστε στο χέρι σου είναι να το διορθώσεις!»
    - «Τέλος πάντων, εσείς τι κάνετε;»
    - «Καλά είμαστε αλλά η μαμά δεν είναι εδώ, έχει πάει τον Κωστή σινεμά»
    - «Α, μπαμπά, τα Χριστούγεννα θα φύγω από εδώ στις 17 και 20 το βράδι θα πάρω το καράβι για Χίο. Τυπικά τα μαθήματα είναι μέχρι και τις 23 αλλά δε θέλω να μείνω τόσο αργά. Θα κάτσω στη γιαγιά μέχρι να έρθω Χίο»
    - «Φοίβη, δε χρειάζεται να έρθεις με καράβι Χίο. Έλα με αεροπλάνο, ένα δεκάωρο στο πλοίο φτάνει, δε χρειάζεται και δεύτερο!»
    - «Αχ μπαμπούλη μου σ’ αγαπάω!» του είπα ενθουσιασμένη. «Θα ψάξω να βρω εισιτήριο αλλά θα κάτσω μια-δυο μέρες και στη γιαγιά»

    Είναι αλήθεια ότι ήθελα να δω τη γιαγιά μου αλλά τα βράδια στην Αθήνα θα ανήκαν στον Ανδρέα! Αυτό φυσικά, φρονίμως ποιούσα, δεν το είπα στο μπαμπά!

    - «Πότε θα επιστρέψεις;»
    - «Έντεκα Γενάρη θέλω να είμαι εδώ. Νομίζω πλοίο από Χίο έχει στις 9 του Γενάρη αλλά θα πρέπει να το επιβεβαιώσω.»
    - «Με αεροπλάνο θα πας και θα γυρίσεις Αθήνα» μου δήλωσε ο μπαμπάς κάνοντάς με να μου ξεφύγει μια χαρούμενη φωνούλα. «Κλείσε τα εισιτήρια από τώρα μόνο για να μην τα ψάχνεις τελευταία στιγμή!»
    - «Θα το κάνω!» του υποσχέθηκα. «Εσύ πότε τελικά κατεβαίνεις Αθήνα;»
    - «Πρώτη Φλεβάρη πρέπει να είμαι στο ΓΕΣ. Θα ανεβαίνω κάθε δεύτερο Σ/Κ Χίο, χαρά οι αεροπορικές…»
    - «Δεν μπορείς να πας με κανένα C-130;» τον ρώτησα.
    - «Αγάπη μου τα C-130 δεν είναι επιβατικά. Άλλωστε, μεταξύ μας, προτιμώ να πληρώσω εισιτήριο και να κάτσω σαν άνθρωπος, σε διαβεβαιώ ότι το ταξίδι με το C-130 δεν είναι ακριβώς ευχάριστο.»
    - «Μπαμπά, μπορεί να πάρεις και νέα μετάθεση;» τον ρώτησα.
    - «Φυσικά αλλά σίγουρα όχι μέχρι τις επόμενες κρίσεις. Για τα επόμενα τρία χρόνια θα είμαι Αθήνα και από εκεί και πέρα βλέπουμε.»
    - «Καλά, θα τα πούμε από κοντά αυτά. Μπαμπούλη πρέπει να κλείσω γιατί σε λίγο θα βγούμε για ποτό!»
    - «Κοριτσάκι μου να μου τα λες πιο απαλά αυτά γέρο άνθρωπο!» μου είπε κάνοντάς με να γελάσω. «Με τον Ανδρέα;» ρώτησε.
    - «Ναι, με τον Ανδρέα και άλλες δύο συμφοιτήτριες. Δε θα το ξενυχτίσουμε, μη μου ανησυχείς, άλλωστε αύριο έχω πρωινό ξύπνημα με Σούζι που τσούζει!» του είπα κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια. «Πάντως δεν έχω καταλάβει γιατί τη λένε έτσι, η κυρία Παπαδοπούλου είναι καταπληκτική δασκάλα και πολύ γλυκός άνθρωπος. Για να μη σου πω για το μυαλό της!»
    - «Θύμισέ μου, ποιο μάθημα σας διδάσκει;»
    - «Αυτό το εξάμηνο απειροστικό-Ι. Ακολουθίες, ολοκληρώματα…»
    - «Κινέζικα με άλλα λόγια!»
    - «Αποκλείεται να μην έκανες απειροστικό λογισμό κι εσύ!» του είπα.
    - «Έκανα κοριτσάκι μου αλλά τόσα χρόνια μετά… μου φαίνονται κινέζικα!»
    - «Λοιπόν, μπαμπούλη σ’ αφήνω! Να δώσεις φιλιά στη μαμά και στον Κωστή!»
    - «Θα δώσω, κοριτσάκι μου» μου είπε. Του έστειλα φιλιά στο τηλέφωνο και το έκλεισα.

    Γύρισα στο σπίτι πάνω που πάρκαρε και ο Αντρέας.

    - «Πού γύρναγες μαμαζέλ;» με ρώτησε καθώς προσπαθούσαμε να πάμε στο σπίτι με το Σίμπα να μπουρδουκλώνεται στα πόδια μας.
    - «Είχα πάρει τηλέφωνο τους δικούς μου! Αχ, το γλίτωσα το καράβι, ο μπαμπάς μου είπε να πάω και να γυρίσω με αεροπλάνο στη Χίο!»
    - «Δε θα κάτσεις Αθήνα;»
    - «Θα κάτσω τις τρεις μέρες που είπα, το εννοώ ότι θέλω να δω και τη γιαγιά μου. Απλά θα γυρίσω στις 9 του μήνα στην Αθήνα αντί για τις 7 ή 8 που υπολόγιζα. Θα κάνω κοπάνα αύριο από τη δεύτερη ώρα της Γραμμικής και θα κατέβω κέντρο να κλείσω εισιτήρια από αύριο.»
    - «Μια χαρά!» μου είπε. «Και να ξέρεις και θα σε πάω και θα σε φέρω από το αεροδρόμιο. Εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι!»
    - «Αχ, σ’ ευχαριστώ μωρό μου!»
    - «Και θα πάμε και Παλένκε!»
    - «Ναι!!!» είπα χτυπώντας πάλι χαρούμενη παλαμάκια.
    - «Τι ώρα συνεννοήθηκες τελικά με τα κορίτσια;» τον ρώτησα. Ήταν 20:30
    - «21:30 θα περάσουμε να τις πάρουμε. Λέω για Αυγό, εσύ τι λες;» με ρώτησε.
    - «Μια χαρούλα!» του απάντησα χαμογελαστή. «Ανδρέα, θα βάλω το θερμοσίφωνα για μισή ωρίτσα, το απόγευμα είχε συννεφιά και δεν λέει να μείνουμε με τις σαπουνάδες!»
    - «Εντάξει καρδούλα μου» μου είπε. «Να σου πω… εγώ λέω να φάω πάλι!» συμπλήρωσε χαμογελώντας σκανταλιάρικα.
    - «Κάτσε, θα στο ζεστάνω λίγο» του είπα και έβγαλα μια μερίδα, δηλαδή τι μία, δύο ήταν, και την έβαλα σε ένα μικρό ταψάκι. Έβγαλα από το φούρνο το μεγάλο ταψί και βάζοντας μέσα το μικρό το έβαλα στον αέρα στους 180. «Θέλεις να σου κόψω μια σαλάτα;» τον ρώτησα.
    - «Χμμμ… όχι… Θα κόψω μια ντοματούλα στη μέση!»
    - «Πριτς!» του είπα και πριν προλάβει να αντιδράσει άνοιξα το ψυγείο και έβγαλα μια ντομάτα την οποία την έκοψα σε έξι κομμάτια. Ψωμί είχε μείνει από το απόγευμα. Δέκα λεπτά αργότερα είχε ζεσταθεί και το φαγητό οπότε το έβγαλα από το φούρνο και του το σέρβιρα.
    - «Εσύ δε θα φας;» με ρώτησε.
    - «Δεν πεινάω ιδιαίτερα» του απάντησα. «Θα φτιάξω ένα τοστάκι» είπα αφού το σκέφτηκα καλύτερα. Βαριόμουν να ψήσω και έτσι έφαγα το τοστ ωμό. Όντως, δεν πεινούσα ιδιαίτερα, με το ζόρι κατάφερα να το φάω. Ο Ανδρέας από την άλλη έπεσε πάνω στο χανούμ λες και είχε να φάει καμιά εβδομάδα! Μου άρεσε πολύ να του μαγειρεύω και το πόσο το απολάμβανε έκανε την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά. Και να ήταν το μόνο… σχεδόν ό,τι και να έκανα μαζί του έκανε την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά.

    Ο Ανδρέας τέλειωσε το φαγητό του και μάζεψε τα πιάτα του και πήγε και τα έπλυνε. Θυμήθηκα ότι είχα να ταΐσω Σίμπα και γατιά και βγήκα έξω και έφερα μέσα την κατσαρόλα του ενός και τα πιατάκια των άλλων. Τα γέμισα με την τροφή τους και τα έβγαλα έξω. Ο Σίμπα έπεσε με τα μούτρα ενθουσιωδώς στο φαγητό του και σε λίγο εμφανίστηκαν και τα τρία γατάκια… δηλαδή τι γατάκια, είχαν μεγαλώσει τα σκασμένα. Τρίφτηκαν και τα τρία στα πόδια μου και μετά πήγε το καθένα στο πιατάκι του και άρχισε να τρώει.

    Όταν τέλειωσα με το τάισμα της συνοδείας μου είχε πάει 21:00. Χωρίς άλλη καθυστέρηση μπήκαμε με τον Ανδρέα στο μπάνιο. Όπως πάντα με έλουσε και με έπλυνε πρώτα με το σφουγγάρι και μετά με το χέρι του και όπως πάντα του ανταπέδωσα με τον ίδιο τρόπο. Τον ήθελα και πάλι αλλά φοβούμενοι ότι θα καθυστερήσουμε κάτσαμε και οι δύο φρόνιμοι. Βγήκαμε από το μπάνιο και σφουγγάρισα τα λίγα νερά που είχαν τρέξει.

    - «Τι θα φορέσεις;» με ρώτησε.
    - «Τζινάκι με πουκάμισο» του απάντησα.
    - «Φοίβη μου, μπορείς να βάλεις αυτό το σκούρο γκρι υφασμάτινο που μου αρέσει;» με ρώτησε κάνοντάς με να χαμογελάσω. Του άρεσε πολύ ο τρόπος με τον οποίο το εν λόγω παντελόνι τόνιζε τα μεριά μου και μου άρεσε που του άρεσε.
    - «Θα το φορέσω μωρό μου» του είπα.

    Φόρεσα και ένα ζευγάρι από τα καλά μου εσώρουχα. Ο Ανδρέας επέλεξε και εκείνος ένα γαλάζιο ανοιχτό πουκάμισο ενώ από μέσα φόρεσε ένα άσπρο φανελάκι. Κουμπώθηκα επίτηδες μέχρι πάνω, ήταν το παιχνίδι μας αυτό. Χαμογελώντας μου ξεκούμπωσε το πρώτο κουμπί και μετά μου ξεκούμπωσε και το δεύτερο. Μετά, σα να το ξανασκέφτηκε, μου κούμπωσε το ένα κουμπί.

    Έβαλα λίγη μάσκα στα μάτια μου και έβαψα απαλά τα χείλη μου, τα οποία τα δάγκωσα ελαφρά για να απλωθεί σωστά το κραγιόν. Αποφάσισα να πάρω μαζί μου το μικρό τσαντάκι και έβαλα μέσα μόνο το πορτοφόλι, τα κλειδιά μου, ένα κραγιόν και τη μαλακή θήκη των γυαλιών. Όχι ότι τα πολυχρειαζόμουν μετά την εγχείρηση που είχε ρίξει τους 9+ βαθμούς μυωπίας, και στα δυο μου μάτια, στον 1, αλλά ειδικά το βράδυ δεν ήθελα να τα κουράζω και κατά τη διάρκεια της ημέρας πάντα τα φορούσα όταν διάβαζα ή όταν έβλεπα τηλεόραση.

    - «Πώς είμαι;» τον ρώτησα.
    - «Κουκλί σκέτο!» μου απάντησε.

    Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και δύο-τρία λεπτά αργότερα ήμασταν πάνω. Είχαν κατέβει κάτω και οι δύο και μας περίμεναν, έμεναν στο ίδιο σπίτι, αν και σε διαφορετικά διαμερίσματα η καθεμία. Η Κατερίνα και η Χριστιάνα δεν είχαν γνωριστεί εδώ, ήταν συμμαθήτριες από το σχολείο. Ακριβώς όπως κι εγώ και ο Ανδρέας. Χαμογέλασα στη σκέψη και άνοιξα την πόρτα για να κατέβω και τις χαιρέτισα.

    Η Κατερίνα ήταν γύρω στο 1,60, καστανομάλλα με γλυκό πρόσωπο και λίγο γεματούλα. Η Χριστιάνα ήταν όμορφη σα μοντέλο, ίσιο μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη, μεγάλα μαύρα αμυγδαλωτά μάτια και πιο ψηλή από εμένα. Πρέπει να ήταν τουλάχιστον 1,75, μπορεί και περισσότερο. Τα στήθη της -όπως τουλάχιστον διαφαινόντουσαν από τη μπλούζα που φορούσε- πρέπει να ήταν λίγο μικρότερα από τα δικά μου.

    Πέρασε πρώτα η Κατερίνα πίσω και μετά η Χριστιάνα. Κατέβασα το κάθισμα, ήξερα ότι χωρούσε, εδώ χώρεσε ο Νίκος που ήταν λίγο πιο ψηλός από τον Ανδρέα. Όταν έκατσαν τις χαιρέτησε και ο Ανδρέας και όταν έβαλα τη ζώνη μου ξεκίνησε. Δεν είχαμε πει που θα πάμε οπότε γύρισα εγώ προς τα πίσω για να μιλήσω στα κορίτσια.

    - «Λέμε να πάμε Κοραή, κατά προτίμηση στο Αυγό ή σε κάποιο διπλανό αν δε βρούμε να κάτσουμε. Τι λέτε κι εσείς;»
    - «Μια χαρά!» απάντησε η Χριστιάνα.
    - «Εσύ Κατερίνα; Έχεις κάποια άλλη ιδέα;» τη ρώτησα.
    - «Όχι, όχι! Κι εμείς Αυγό πηγαίνουμε συνήθως αν είναι για να πιούμε καμιά μπύρα. Παίζει και καλύτερη μουσική από τα άλλα και μπορείς και να μιλήσεις σαν άνθρωπος.»

    Συνεχίσαμε την περί ανέμων και υδάτων κουβέντα και δέκα λεπτά αργότερα ήμασταν κέντρο. Ευτυχώς βρήκαμε να παρκάρουμε κοντά στη Χιτζάζ και η Κοραή δεν ήταν μακριά. Πέντε λεπτά αργότερα ήμασταν στο Αυγό που ήταν αρκετά γεμάτο ωστόσο είχε ελεύθερα δύο-τρία τραπέζια. Καθίσαμε σε ένα που ήταν σχετικά στην άκρη. Όσο να έρθουν να μας πάρουν παραγγελία η Χριστιάνα άναψε ένα τσιγάρο και το ίδιο έκανε και η Κατερίνα. Ούτε εγώ ούτε ο Ανδρέας καπνίζαμε.

    - «Για πείτε, πώς τα περάσατε χθες;» ρώτησε η Κατερίνα. «Πήγατε Μπάχαλο, απ’ ότι κατάλαβα. Κι εμείς θέλουμε να πάμε αλλά είναι στου διαόλου το κέρατο» συμπλήρωσε με παράπονο.
    - «Μπορούμε να πάμε το άλλο Σάββατο μαζί, αν θέλετε» τους είπε ο Ανδρέας. «Αν θέλουν να έρθουν και οι υπόλοιποι μπορούν με το αυτοκίνητο του Τάσου.»
    - «Ναι, καλή ιδέα» είπα χαμογελαστή.
    - «Ευχαρίστως!» απάντησε η Χριστιάνα χαμογελώντας και εκείνη με τη σειρά της. «Για πείτε, πώς τα περάσατε;»
    - «Ήταν πολύ όμορφα!» απάντησα.
    - «Απλά όμορφα; Η σιγανοπαπαδιά από εδώ έδωσε παράσταση!» είπε με περηφάνια ο Ανδρέας. «Μέχρι και το moonwalk έκανε στο Billie Jean!»
    - «Αχ χορεύεις;» ρώτησε η Χριστιάνα
    - «Ναι… μικρή πήγαινα μπαλέτο. Το σταμάτησα όταν μετακομίσαμε Αθήνα πριν αρχίσω το γυμνάσιο. Ξανάπιασα πάλι το χορό στα τέλη της δευτέρας λυκείου, στη Χίο»
    - «Πιάσε κόκκινο» είπε η Χριστιάνα. «Αν και δεν έκανα μπαλέτο κι εγώ πήγαινα σε σχολή χορού από τα 14.»
    - «Αχ, ποιοι χοροί σου αρέσουν;» τη ρώτησα.
    - «Κυρίως μοντέρνοι αλλά μου αρέσουν και οι παλιότεροι, πχ fox trot. Και λάτιν, λατρεύω λάτιν!»
    - «Κι εσύ; Κι εγώ! Μου έχει υποσχεθεί ο Ανδρέας να με πάει στο Παλένκε όσο θα είμαι Αθήνα τα Χριστούγεννα!»
    - «Θα το λατρέψεις το Παλένκε» μου είπε με σιγουριά.
    - «Το ξέρεις;»
    - «Ναι, βέβαια. Είναι κοντά στο σπίτι μου, στου Γκύζη μένουμε!»
    - «Ωραία, να πάμε και παρέα!» της είπα. «Αν και βέβαια εγώ θα είμαι Αθήνα μόνο για δύο-τρεις μέρες!»
    - «Βεβαίως» απάντησε η Χριστιάνα χαμογελώντας.
    - «Εσύ Κατερίνα, χορεύεις;» τη ρώτησα.
    - «Όχι, εγώ είμαι πιο πολύ του να ακούω και να παίζω μουσική!»

    Εκεί ήταν ο Αντρέας που πετάχτηκε.

    - «Παίζεις μουσική; Τι όργανο;»
    - «Πιάνο, keyboards και εδώ και δύο χρόνια έχω αρχίσει και κλασσική κιθάρα. Δεν είμαι τόσο καλή όσο στα δύο πρώτα…» αλλά εκεί την έκοψε ενθουσιασμένος ο Ανδρέας.
    - «Κιθάρα!!! Κι εγώ παίζω κιθάρα! Και κλασσική και ηλεκτρική, αν και εδώ έχω φέρει μόνο την κλασσική.»
    - «Εσύ παίζεις μουσική;» με ρώτησε η Χριστιάνα.
    - «Όχι, εγώ μόνο ακούω και καμιά φορά τραγουδάω. Είχα προσπαθήσει κι εγώ μικρή να μάθω κιθάρα αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν το είχα, οπότε το παράτησα. Εσύ;»
    - «Εγώ μόνο να ακούω» είπε.
    - «Γιατί; Έχεις ωραία φωνή!» της είπα και το εννοούσα, όντως είχε ωραία φωνή.
    - «Σε ευχαριστώ αλλά το φάλτσο μου σκοτώνει. Μια φορά που είχα πάει σε καραόκε παραλίγο να με πάρουν με τα σάπια λάχανα. Είχε πολύ γέλιο πάντως!»
    - «Αχ κι εγώ θέλω να πάω σε καραόκε και δε βαριέσαι, ας μου πετάξουν και σάπια λάχανα!»
    - «Ναι, έχει πλάκα!»
    - «Ανδρέα, ξέρεις κάποιο καραόκε στην Αθήνα;»
    - «Όχι αλλά φαντάζομαι μπορούμε να ρωτήσουμε! Τι θα πρωτοκάνεις στις τρεις μέρες που θα κάτσεις;»
    - «Ό,τι προλάβω!» του απάντησα ενθουσιασμένη και γύρισα προς τις άλλες δύο. «Να έρθετε κι εσείς! Pleeeeease;» τους είπα και βάλανε και οι δύο τους τα γέλια.
    - «Αμέ, γιατί όχι;» είπε η Κατερίνα και η Χριστιάνα συμφώνησε μαζί της.
    - «Αλήθεια, εσύ που μένεις;» με ρώτησε η Χριστιάνα.
    - «Ο πατέρας μου είναι στρατιωτικός και έχουμε κάνει τουρ σε όλη την Ελλάδα» απάντησα. «Μέχρι 6 χρονών ήμασταν Αθήνα, μετά για τρία χρόνια Γιάννενα και άλλα τρία χρόνια Θεσσαλονίκη. Από εκεί και πάλι Αθήνα, πάλι για τρία χρόνια και μετά Χίο, επίσης για τρία χρόνια. Ο μπαμπάς μου πήρε μετάθεση και όταν τελειώσει ο Κωστής -ο αδερφός μου- το σχολείο του θα επιστρέψουμε και πάλι Αθήνα.»
    - «Ναι, μου το είχες πει ότι ήσουν στο γυμνάσιο συμμαθήτρια με τον Ανδρέα.»
    - «Βασικά στο ίδιο σχολείο πηγαίναμε, απλά εγώ πήγαινα γυμνάσιο και ο Ανδρέας λύκειο.»
    - «Όπως εμείς οι δύο. Πω-πω, είμαστε συμμαθήτριες από την πρώτη δημοτικού!» είπε η Χριστιάνα. «Μαζί στο δημοτικό, μαζί στο γυμνάσιο, μαζί στο λύκειο, μαζί και στο Πανεπιστήμιο. Και όχι απλά συμμαθήτριες, είμαστε και παιδικές φίλες!»
    - «Το τι χαρά κάναμε όταν είδαμε πως περάσαμε και οι δύο στην ίδια σχολή, δεν λέγεται. Ο Βαγγέλης δεν ενθουσιάστηκε αλλά έτσι είναι η ζωή!» συμπλήρωσε η Κατερίνα.
    - «Ποιος είναι ο Βαγγέλης, αν επιτρέπεται;» ρώτησα.
    - «Το αγόρι μου» απάντησε η Κατερίνα. «Είναι ζόρι με την απόσταση αλλά τι να κάνεις;»
    - «Εσύ Χριστιάνα;» τη ρώτησα.
    - «Εγώ προς το παρόν είμαι μόνη»

    Ο Αντρέας πρέπει να κοκκίνησε ελαφρώς. Αν δεν είχε τύχει να συναντηθούμε εκείνο το πρωί στο Κυλικείο μπορεί η Χριστιάνα να μην ήταν μόνη.

    Συνεχίσαμε την κουβέντα όλο το βράδυ και αυτό που πρόσεξα ήταν ότι η Χριστιάνα μου έριξε κάμποσες κρυφές ματιές. Είχα κι εγώ την ανασφάλειά μου, ο Ανδρέας δεν ήταν ο μόνος του με δαύτη, ωστόσο η Χριστιάνα δεν του είχε ρίξει ούτε μια δεύτερη ματιά. Αν κάποιον κοίταζε, αυτός ο κάποιος ήμουν εγώ.

    Ρε μπας;

    Θυμήθηκα την πρώτη φορά που είχαμε συναντηθεί τυχαία στη στάση πώς πήδηξε το βλέμμα της από τον Ανδρέα σε μένα και πάλι πίσω στον Ανδρέα και πάλι πίσω σε μένα. Μπα, δεν μπορεί, σκέφτηκα μέσα μου.

    Καθίσαμε μέχρι περίπου τις 01:30 έχοντας πιει κάμποσο οι τρεις μας, ο Ανδρέας μιας και οδηγούσε είχε αρκεστεί σε μια δεύτερη μπύρα. Τα κορίτσια πάλι τα είχαμε κοπανίσει κανονικά και είχαμε λυθεί και κελαηδούσαμε. Πολύ τις έκανα κέφι και τις δύο και ομολογώ ότι τη Χριστιάνα άρχισα να την κάνω κέφι πολύ περισσότερο με άλλο τρόπο. Αυτό δε σημαίνει ότι είχα παρατήσει το μωρουλίνι μου στην άκρη, αυτό θα έλειπε! Ο ίδιος πάντως φάνηκε να το διασκεδάζει αλλά κατά τα φαινόμενα προτιμούσε να μας ακούει από το να συμμετάσχει στην κουβέντα.

    Αφήσαμε τα κορίτσια στο σπίτι που έμεναν και γυρίσαμε στο δικό μου. Ο Ανδρέας χειμώνα ή καλοκαίρι κοιμόταν μόνο με το μποξεράκι του. Του ζήτησα να το βγάλει και να ξαπλώσει γυμνός.

    - «Ορεξούλες;» με ρώτησε πονηρά.
    - «Ορεξάρες!» του απάντησα και γδύθηκα στα γρήγορα και του όρμισα!

    Κατέβηκα χαμηλά και τον πήρα στο στόμα μου. Όταν του σηκώθηκε για τα καλά τον καβάλησα, εγώ δε χρειαζόμουν άλλα προκαταρκτικά. Μου ξέφυγε ένα βογγητό ηδονής νιώθοντας το μέλος του βαθιά μέσα μου. Μου άρπαξε τα στήθη και μου τα έσφιξε δυνατά κάνοντάς με να μου ξεφύγει ακόμα ένα βογγητό, μείξη ηδονής και πόνου. Άρχισα να κουνώ τη λεκάνη μου νιώθοντας το όργανό του βαθιά μέσα μου σχεδόν να με διαπερνάει.

    - «Κι άλλο» του φώναξα ζητώντας να μου σφίξει πιο δυνατά το στήθος. Ο Ανδρέας μου τσίμπησε δυνατά και τις δύο ρόγες και μου ξέφυγε ακόμα μια φωνή. Τον γράπωσα από τη μέση και έμπηξα σχεδόν τα νύχια μου μέσα του. Έγειρα προς τα πάνω του και άλλαξα τον τρόπο με τον οποίο κινούμουν αλλάζοντας το μπρος-πίσω με το πάνω-κάτω. Μου ξέφυγε ακόμα ένας στεναγμός και επιτάχυνα το ρυθμό μου. Ο Ανδρέας άφησε το στήθος μου και με άρπαξε από τη μέση. Με έφερε προς το μέρος του και με κράτησε ακίνητη και άρχισε να μπαινοβγαίνει μέσα μου ο ίδιος με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα από αυτή που θα μπορούσα να δώσω εγώ.

    Ένιωσα πάλι τη ζέστη να απλώνεται μέσα μου και την αίσθηση του να με περνάει ηλεκτρικό ρεύμα. Ο Ανδρέας είχε ανεβάσει ακόμα περισσότερο το ρυθμό του και εγώ δάγκωσα το χέρι μου για να μην ακουστώ σε όλη Φορτέτσα.

    - «Ααααχ… μμμμμ… ααααχ ααααχ Ανδρέα μου… Ανδρέα μου… Ανδρέα… ααααχ»

    Τελειώσαμε σχεδόν μαζί, λίγο αργότερα τραβήχτηκε και όσο πιο γρήγορα μπορούσα έκανα πίσω και τον πήρα στο στόμα μου. Ίσα που πρόλαβα, ούτε μέχρι τη μέση δεν πρόλαβα να πάω προτού νιώσω το όργανό του να κάνει σπασμούς μέσα στο στόμα μου. Το έπιασα από τη βάση του και άρχισα να το μαλάζω καταπίνοντας την κάθε ριπή του, μέχρι που σταμάτησε. Εγώ δε σταμάτησα, συνέχισα να το ρουφάω και να το πιπιλάω για λίγη ώρα ακόμα. Τραβήχτηκα απαλά και ανέβηκα προς τα πάνω και ο Ανδρέας με έφερε πάνω του και με φίλησε. Ξαπλώσαμε και με πήρε στην αγκαλιά του.

    - «Πώς πέρασες;» τον ρώτησα.
    - «Ωραία ήταν. Ειδικά όταν αρχίσατε να κελαηδάτε και οι τρεις σας!»
    - «Ουφ, είχα φοβηθεί ότι βαρέθηκες!»
    - «Όχι! Ίσα-ίσα! Είχα κάτσει άκρη και σας έκανα χάζι. Εντάξει, στην αρχή ήμουν λίγο αμήχανος με την Χριστιάνα αλλά εντάξει.»
    - «Ανδρέα… δεν ξέρω πως να στο πω… Αλλά έχω την εντύπωση ότι από τους δυο μας εγώ είμαι του γούστου της και όχι εσύ!»
    - «Ε;»
    - «Εντάξει, δεν βάζω και το χέρι μου στο Ευαγγέλιο… ωστόσο τη συνέλαβα κάμποσες φορές με το βλέμμα της πάνω μου.»
    - «Αφού μιλούσατε!»
    - «Όταν δε μιλούσαμε, εννοώ.»
    - «Χμμμ…»
    - «Ομολογώ ότι κι εγώ ήμουν λίγο στην τσίτα στην αρχή. Δεν είστε ο μόνος ζηλιάρης, μεσιέ… οπότε όπως καταλαβαίνεις είχα τα μάτια μου τέσσερα» ομολόγησα.
    - «Ώχου το μωρέ που ζηλεύει!» μου είπε χαμογελαστός.
    - «Όπως και να έχει… για να επιστρέψουμε στο θέμα μας, τη συνέλαβα κάμποσες φορές να με κοιτάζει στη ζούλα. Δε μου λες, δύο χρόνια εδώ, τα έχει φτιάξει με κανέναν;»
    - «Δεν ξέρω, πάντως ομολογώ ότι δεν την έχω δει με άντρα. Και εδώ που τα λέμε ξέρω ότι έχει μοιράσει κάμποσες χυλόπιτες. Όμως ρε συ Φοίβη… δεν ξέρω, είχα την εντύπωση ότι ανταποκρινόταν, όταν τη φλέρταρα εννοώ.»
    - «Μπορεί να κάνω εγώ λάθος, τι να σου πω.»
    - «Άσε με εμένα» είπε ο Ανδρέας. «Εσένα πώς σου φάνηκε;»
    - «Μου αρέσει, Ανδρέα.»
    - «Αμάν, με σκότωσες» μου είπε.
    - «Ρε βλαμμένο δεν είπα ότι θα σε παρατήσω για τα μάτια της» του είπα φουρκισμένη.
    - «Σε πειράζω, χαζούλα. Εντάξει δεν είναι και το πιο ευχάριστο πράγμα να το ακούς, αλλά είναι παράλογο να έχεις την απαίτηση να μην αρέσει κανείς άλλος άνθρωπος στο κορίτσι σου. Και αν μη τι άλλο… εκτιμώ την ειλικρίνεια.»
    - «Ανδρέα, θα σε πείραζε αν έβγαινα μόνη μου με τη Χριστιάνα;»
    - «Μου βάζεις δύσκολα» μου ομολόγησε. «Σα φίλες όχι… αλλά ξέρεις, στο πίσω μέρος του μυαλού μου θα έχω και αυτό.»
    - «Καλά μωρό μου, δε θα βγω μαζί της αφού δε θες.»
    - «Μη βάζεις στο στόμα μου λόγια που δεν είπα. Δεν είπα ότι δε θέλω, είπα θα είναι λίγο ζόρικο.»
    - «Το ίδιο δεν είναι;»
    - «Καθόλου. Δεν είμαστε στο Ιράν των μουλάδων. Δε θα σου πω εγώ τι μπορείς να κάνεις και τι όχι, αυτό θα έλειπε.»
    - «Στο τέλος της ημέρας το ίδιο είναι, μωρό μου. Εννοώ ότι αν είναι να είσαι δύο ώρες στην πρίζα θα αισθάνομαι άσχημα.»
    - «Όχι. Σε καμία περίπτωση. Φοίβη, σε εμπιστεύομαι. Δεν είσαι ούτε Σοφία ούτε Έλσα. Μπορεί να ζηλεύω αλλά όχι γιατί δε σε εμπιστεύομαι. Και εδώ που τα λέμε εξακολουθεί να με καυλώνει η ιδέα να συνευρεθείς ερωτικά με την Χριστιάνα, αν υποθέσουμε ότι πράγματι έχει τα ίδια γούστα.»
    - «Δε νομίζω ότι θα δεχόταν να γίνει κάτι τη παρουσία σου ακόμα και αν το ήθελε και ακόμα και αν είχα την ολόθερμη συμπαράστασή σου να βρεθώ μαζί της.»
    - «Λες να μην το καταλαβαίνω βρε Φοίβη; Καλές οι καυλάντες αλλά δεν είμαστε σε τσόντα.»
    - «Καλά, όχι ότι θα γίνει και κάτι τέτοιο… στη θεωρία λέμε. Και μόνο η σκέψη να συνευρεθώ ερωτικά με κάποιον άλλον από εσένα με κάνει να νιώθω πολύ άσχημα.»
    - «Με κάποιον άλλον σίγουρα!» μου είπε. «Με κάποιαν άλλη… δεν είμαι ιδιαίτερα φανατικός.»
    - «Εμ βέβαια, το νου σου στο κοκό εσύ!» τον πείραξα.
    - «Είπε η “όχι ορεξούλες, ορεξάρες! ”» κάνοντάς με να χαμογελάσω. «Φοίβη, έχω μια ιδέα!» μου είπε.
    - «Τι ιδέα;» τον ρώτησα με περιέργεια.
    - «Σκέψου τη Χριστιάνα» μου είπε και κατέβηκε προς τα κάτω.
    - «Ανδρέα!» του είπα ελαφρώς σκανδαλισμένη από την πρόταση.
    - «Σκέψου τη Χριστιάνα, μωρό μου» μου είπε και βούτηξε τη γλώσσα του στον κόλπο μου.

    Μου ξέφυγε μια σιγανή φωνούλα. Ο Ανδρέας πήρε στο στόμα του την κλειτορίδα μου και άρχισε να την πιπιλάει. Έκλεισα τα μάτια και προσπάθησα να φανταστώ ότι ανάμεσα στα πόδια μου ήταν η Χριστιάνα και με έγλειφε. Και μόνο η σκέψη έκανε το κορμί μου να τεντωθεί ασυναίσθητα. Τον άρπαξα από τα μαλλιά και τον κόλλησα πάνω μου ενώ στη φαντασία μου ήταν η Χριστιάνα που είχα αρπάξει από το μαλλί. Ένιωσα το δάχτυλό του να μπαίνει μέσα στον κόλπο μου. Στη φαντασία μου η Χριστιάνα είχε κάτσει ανάποδα και κάναμε 69.

    Δεν ξέρω αν ήταν η φαντασία μου που βοηθούσε ή η εξαιρετική τέχνη του Ανδρέα αλλά έβλεπα αστεράκια. Είχα αρπάξει τα σεντόνια και τα έσφιγγα ενώ το σώμα μου τρανταζόταν χωρίς να μπορώ να το ελέγξω.

    Η φαντασίωση μου είχε προχωρήσει, σκεφτόμουν τη Χριστιάνα να είναι ξαπλωμένη και να της κάνω στοματικό ενώ ο Ανδρέας με έπαιρνε από πίσω ρίχνοντάς μου σφαλιάρες. Και τότε, σα να διάβαζε τη σκέψη μου, ο Ανδρέας μου έβαλε δάχτυλο πίσω και πραγματικά είδα το Θεό.

    - «ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ…. ΜΜΜΜΜΜΜ…. ΑΑΧΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΧ»

    Τα ένιωσα όλα ταυτόχρονα, τη φωτιά να φουντώνει λες και της είχα ρίξει αναμμένο σπίρτο σε ένα βαρέλι βενζίνης ενώ ταυτόχρονα έπιανα καλώδιο υπερυψηλής τάσης.

    - «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ Ανδρέα μου… ΑΑΑΧ ΜΜΜΜ Ανδρέα… Ανδρέα…. ΑΝΔΡΕΑ!» φώναξα χωρίς να μπορώ να συγκρατήσω τη φωνή μου. Ωραία, αν δε με άκουσαν μέχρι το δεύτερο όροφο να μου τρυπήσεις τη μύτη.

    - «Σταμάτα… σταμάτα…» του είπα ξέπνοη και ο Ανδρέας σταμάτησε και μου χαμογέλασε γεμάτος από τα υγρά μου. Αυτό δεν ήταν squirting, ήταν ο Νιαγάρας!
    - «I take you liked it!» μου είπε αλλά δεν του απάντησα.

    Τον έβαλα να ξαπλώσει ανάσκελα. Το όργανό του ήταν σαν κατάρτι. Το πήρα με τη μία μέχρι το λαιμό και άρχισα να κουνάω το κεφάλι μου πάνω-κάτω. Ο Ανδρέας ξαφνιάστηκε λίγο από την ένταση του στοματικού που του έκανα, αλλά σαν ξάφνιασμα ήταν από τα ευχάριστα. Είχα κλείσει τα μάτια μου και όλες μου οι αισθήσεις είχαν επικεντρωθεί στις ανάσες του και τα βογγητά του. Μου είχε προσφέρει το στοματικό της ζωής μου και δε μπορούσα να μην του το ανταποδώσω. Δεν τον έπιασα καθόλου με το χέρι, χρησιμοποίησα μόνο τα χείλη μου και τη γλώσσα μου. Πάντα τον έπαιζα και με το χέρι μου αλλιώς του ήταν δύσκολο να τελειώσει παρά το γεγονός ότι μόνο με το στόμα μου το απολάμβανε περισσότερο. Σήμερα δε θα χρησιμοποιούσα το χέρι ακόμα και αν χρειαζόταν να τον ρουφάω μέχρι να ξημερώσει.

    Έβαλα όση τέχνη δεν είχα βάλει ποτέ μέχρι τώρα. Αν καταλάβαινα τις ανάσες του και τα βογγητά του ο Ανδρέας την είχε ακούσει στερεοφωνικά κάνοντας την όρεξή μου να πολλαπλασιαστεί. Έχασα κάθε αίσθηση του χρόνου, το μόνο που υπήρχε ήταν οι ανάσες του και η αίσθηση του οργάνου του στο στόμα μου.

    - «ΑΑΑΑΑΧ… ΑΑΑΑΑΑΧ… Φοίβη μου… ΑΑΑΑΧ ΧΥΝΩ… ΧΥΝΩ…» τον άκουσα να λέει και πράγματι το όργανό του άρχισε να δονείται μέσα στο στόμα μου. Δε σταμάτησα, συνέχισα να κουνάω το κεφάλι μου πάνω-κάτω ενώ το όργανό του γέμιζε το στόμα μου με αλλεπάλληλες ριπές σπέρματος. Κατάπια και συνέχισα να τον ρουφάω και να τον γλείφω μέχρι που σχεδόν του το γυάλισα.

    - «Oh my fucking God» ήταν το μόνο που μπόρεσε να πει. Είχε ξαπλώσει στο μαξιλάρι και κοίταζε απλανής το ταβάνι.
    - «Μία σου και μία μου» του είπα σκανταλιάρικα και ανέβηκα και χώθηκα στην αγκαλιά του ενώ ο Ανδρέας κοιτούσε ακόμα το υπερπέραν.
    - «Φοίβη…» ξεκίνησε να λέει όταν βρήκε τη φωνή του. «Έκανες… έκανες αυτό που σου είπα;»
    - «Το έκανα…» του είπα και συνέχισα. «Έκλεψα λίγο όμως…»
    - «Δηλαδή;» με ρώτησε.
    - «Προς το τέλος… μπήκες κι εσύ στη σκηνή. Φαντάστηκα… φαντάστηκα ότι έκανα στοματικό στη Χριστιάνα και εσύ με έπαιρνες από πίσω ρίχνοντάς μου χαστούκια στα κωλομέρια.»
    - «Αφού είπες ότι εκείνη μάλλον δε θα ήθελε να συμμετέχω!»
    - «Φαντασίωσή μου ήταν, ότι θέλω κάνω!» του απάντησα κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.
    - «Θέλω να βγεις με τη Χριστιάνα… αλλά…»
    - «Αλλά;»
    - «Δε θα ήθελα να κάνεις κάτι περισσότερο χωρίς να το ξέρω.»
    - «Δε θα κάνω τίποτα περισσότερο χωρίς τη θερμή και ειλικρινή σου συμπαράσταση και μην αρχίσεις πάλι περί μουλάδων γιατί θα προβώ σε ωμότητες!» του δήλωσα.
    - «Σ’ αγαπάω… σ’ αγαπάω πολύ. Πολύ!» μου είπε σφίγγοντάς με πάνω του.
    - «Κι εγώ σ’ αγαπάω, Ανδρέα. Πολύ-πολύ-πολύ-πολύ-πολύ»
    - «Λοιπόν, μούτρο, ώρα για ύπνο. Έχει πάει 2:30 και αύριο θα είμαστε σαν ξεραμένες σταφίδες!»
    - «Καληνύχτα μωρό μου» του είπα δίνοντάς του ένα φιλάκι.
    - «Καληνύχτα κοριτσάρα μου» απάντησε και με πήρε spoon hug

    Πραγματικά ήταν σα να κατέβηκε ο γενικός. Ξύπνησα από τον εκνευριστικό ήχο του ξυπνητηριού. Ο Ανδρέας με είχε ακόμα στην αγκαλιά του. Τράβηξα απαλά το χέρι του και περνώντας από πάνω του -ήμουν στη μεριά, προς τον τοίχο- έκλεισα το ξυπνητήρι. Άνοιξα το ντουλάπι και έβγαλα ένα εσώρουχο και το φόρεσα, είχα κοιμηθεί γυμνή. Έβαλα τις πιτζάμες μου -αν και κανονικά είναι ώρα που τις βγάζεις- και τεντώθηκα χωρίς να μπορέσω να συγκρατήσω ένα χασμουρητό.

    Πήγα στην κουζίνα και γέμισα το βραστήρα. Όσο να βράσει το νερό πήγα και έκανα την πρωινή μου τουαλέτα και έπλυνα τα δόντια μου. Χτύπησα στα γρήγορα στην κούπα μου τον καφέ και έβαλα ζεστό νερό και μετά γάλα. Στο ενδιάμεσο είχα ανάψει την τοστιέρα για να αρχίσει να ζεσταίνεται.

    Έτρωγα κάθε μέρα πρωινό από μικρή και στην Κρήτη δεν άλλαξα συνήθειες, αν και έκανα τον Ανδρέα να αλλάξει τις δικές του. Τις πρώτες μέρες που ήμασταν μαζί έτρωγε το πρωινό που του έφτιαχνα κάθε πρωί για να μη με κακοκαρδίσει, αλλά στο τέλος το συνήθισε και τώρα πλέον δεν μπορούσε να κάνει χωρίς αυτό. Έβγαλα πορτοκάλια από το ψυγείο και τα έκοψα και έστυψα δύο ποτήρια πορτοκαλάδα. Μετά έβγαλα ψωμί για τρία τοστ και από το ψυγείο τρία κομμάτια γαλοπούλα, τρία τυρί και μια τομάτα την οποία έκοψα τη μισή σε φέτες. Άλειψα με λίγο βούτυρο την έξω μεριά των ψωμιών, έφτιαξα τα τοστ και τα έβαλα να ψήνονται. Στο ενδιάμεσο έφτιαξα και τον καφέ του Ανδρέα ο οποίος κοιμόταν ακόμα μέσα του καλού καιρού.

    Πήγα στο δωμάτιο και τον χάιδεψα απαλά για να ξυπνήσει. Άνοιξε τα μάτια του και του πήρε μερικές στιγμές προσπαθώντας να καταλάβει ποιος είναι και που βρίσκεται. Η ματιά του έπεσε πάνω μου και μου χαμογέλασε.

    - «Καλημέρα ζουζούνα μου» μου είπε απίστευτα τρυφερά.
    - «Καλημέρα αγαπούλα» του είπα ανταποδίδοντας το χαμόγελο.

    Σηκώθηκε και έβαλε το μποξεράκι και τη φόρμα του. Εγώ επέστρεψα στην κουζίνα και εκείνος πήγε στην τουαλέτα. Όταν τέλειωσε και με το πλύσιμο των δοντιών του ήρθε στο τραπέζι που καθόμουν, έσκυψε, και με φίλησε. Μετά καθίσαμε και οι δύο να φάμε το πρωινό μας συζητώντας για τα πράγματα που είχαμε να κάνουμε σήμερα.

    - «Τι ώρα θα κατέβεις κέντρο;» με ρώτησε μασουλώντας το τοστ του.
    - «Κατά τις 12:00 λέω, θα κάνω κοπάνα από τη δεύτερη ώρα της γραμμικής καθώς έχω κενό μέχρι τις 14:00.
    - «Ουφ, ίσα που θα σε προλάβω πριν φύγω για ΙΤΕ» μου είπε παραπονιάρικα.
    - «Έχω να κάνω Pascal σήμερα και ψηφιακή σχεδίαση οπότε δε με βλέπω να επιστρέφω σπίτι πριν τις 20:00» είπα ξεφυσώντας. Οι Δευτέρες μου ήταν αρκετά ζόρικες.
    - «Ωραία, μιας και έχουμε εδώ το φαγητό, θα έρθω από εδώ όταν τελειώσω από το ΙΤΕ»
    - «Ανδρέα, θα έλεγα καλού-κακού πέρνα πρώτα μια βόλτα από τη Γ, μπορεί να είμαι ακόμα εκεί.»
    - «Εντάξει καρδούλα μου, θα περάσω από τη Γ και αν δε σε βρω εκεί θα έρθω απευθείας εδώ»

    Τελειώσαμε το πρωινό μας και ο Ανδρέας με έστειλε μέσα να ντυθώ ενώ εκείνος έπλυνε τα δύο πιάτα και τα δύο ποτήρια. Έβγαλα τη φόρμα μου και φόρεσα από πάνω ένα καθημερινό σουτιέν και ένα μπλουζάκι. Από κάτω φόρεσα ένα τζιν παντελόνι και συμπλήρωσα το ντύσιμό μου με ένα ελαφρύ φούτερ. Έξω είχε συννεφιά και είχε αρχίσει να κάνει ψύχρα οπότε πήρα μαζί μου και ένα ελαφρύ τζιν μπουφάν.

    Όταν τέλειωσε με το πλύσιμο ο Ανδρέας πήγε και αυτός στο δωμάτιο και όταν βγήκε φορούσε και αυτός ένα τζιν και από πάνω ένα γκρι φούτερ. Καθίσαμε στο τραπέζι και ήπιαμε τους καφέδες μας μέχρι που πήγε 09:00. Μιας και θα πήγαινε μετά στο ΙΤΕ πήγαμε στο πανεπιστήμιο με το αυτοκίνητο το οποίο το άφησε πίσω από τα άσπρα κτήρια. Ήταν 09:10 όταν έφτασα στο ΒΞ. Η κυρία Παπαδοπούλου καθόταν στην έδρα της. Περνώντας από δίπλα της την καλημέρισα και μου το ανταπέδωσε χαμογελαστή. Τη συμπαθούσα πολύ και ας είχε το ψευδώνυμο «Σούζι που τσούζει». Κάθισα στην τρίτη σειρά των εδράνων και στις 09:15 ακριβώς άρχισε η παράδοση του μαθήματος.

    Στο διάλειμμα στις 10:00 κάθισα στο αμφιθέατρο χωρίς να βγω έξω. Η Γραμμική-Ι που είχα στις 11:00 γινόταν πάλι στο ΒΞ αλλά αυτή τη φορά βγήκα για να πάρω καφέ. Πηγαίνοντας προς το κυλικείο είδα τη Χριστιάνα και την πλησίασα.

    - «Καλημέρα!» της είπα χαμογελαστή.
    - «Καλημέρα Φοίβη» μου απάντησε ανταποδίδοντας το χαμόγελο.
    - «Πάω να πάρω καφέ» της είπα. «Θέλεις;»
    - «Όχι, πρέπει να κατέβω κέντρο να πάω τράπεζα και βαριέμαι τη ζωή μου» μου είπε.
    - «Α! Κι εγώ έχω να κατέβω κέντρο, θέλω να πάω να αγοράσω εισιτήρια. Έλεγα να κατέβω στις 12:00 και να κάνω κοπάνα τη δεύτερη ώρα της Γραμμικής αλλά αν είναι να κατέβεις τώρα κάνω κοπάνα και την πρώτη. Αλήθεια, πού είναι η Κατερίνα;»
    - «Η Κατερίνα θα είναι σήμερα σπίτι όλη μέρα, κάνει κουρά ομορφιάς» μου είπε γελώντας. «Το βράδυ έρχεται αεροπορικώς ο Βαγγέλης της, οπότε καταλαβαίνεις.»
    - «The things we do for love» της απάντησα χαμογελαστή. «Λοιπόν, δώσε μου μισό να πάω να πάρω την τσάντα μου και πάμε παρέα!»
    - «Ναι, ναι!» μου είπε χαμογελώντας. «Σε περιμένω!»

    Πήγα μέσα στο αμφιθέατρο και έβαλα βιαστικά το τετράδιό μου μέσα στην τσάντα μου και την φόρεσα στην πλάτη. Βγήκα έξω όπου με περίμενε η Χριστιάννα και εκεί πετύχαμε και τον Ανδρέα που πήγαινε να πάρει καφέ.

    - «Καλημέρα!» μας είπε.
    - «Καλημέρα!» απαντήσαμε.
    - «Για που το βάλατε, τσαπερδόνες;» ρώτησε ο Ανδρέας.
    - «Έχει και η Χριστιάνα να κατέβει στο κέντρο. Τι μια ώρα κοπάνα, τι δύο!» του είπα.
    - «Χα! Στον Ταξίαρχο να τα πεις αυτά!» μου είπε πειρακτικά.
    - «Για τρελούς ψάχνεις;» του απάντησα.
    - «Ουφ, ελπίζω να μην έχει κόσμο η τράπεζα» αναστέναξε η Χριστιάνα. «Την τελευταία φορά είχα φάει ένα δίωρο εκεί, δεν είχε καθόλου πλάκα!»

    Φίλησα τον Ανδρέα και ξεκινήσαμε. Κατεβήκαμε στην κάτω στάση και σταθήκαμε τυχερές, το λεωφορείο ήρθε σχεδόν αμέσως και, ακόμα καλύτερα, ήταν σχεδόν άδειο. Κάτσαμε δίπλα και μιλώντας περί ανέμων και υδάτων δεν καταλάβαμε καν πότε φτάσαμε κάτω. Και η Ολυμπιακή και η Εθνική ήταν στην 25ης Αυγούστου, λίγο πιο κάτω από τα Λιοντάρια. Κατεβήκαμε και οι δύο στην τράπεζα γιατί έπρεπε να τραβήξω χρήματα από το μηχάνημα.

    - «Δε νομίζω ότι θα αργήσω» είπα στη Χριστιάνα. «Θα έρθω να σε βρω εδώ όταν τελειώσω!» της είπα.
    - «Αχ, σ’ ευχαριστώ!» μου είπε. Η Χριστιάνα μπήκε στην τράπεζα αλλά όπως την είδα απ’ έξω δεν είχε κόσμο. Μάλλον θα ξεμπέρδευε στα γρήγορα.

    Εγώ πήγα στην Ολυμπιακή και έκλεισα αεροπορικά μετ’ επιστροφής από Αθήνα για Χίο στις 20/12 το απόγευμα και επιστροφή Αθήνα 8/1, πάλι με απογευματινή πτήση. Πλήρωσα και πήρα τα εισιτήρια και πήγα προς την Εθνική. Μπήκα μέσα για να πάω να κάνω παρέα στη Χριστιάνα αλλά εκείνη τη στιγμή είχε κάτσει σε ένα γραφείο και μιλούσε με ένα υπάλληλο. Με είδε και χαμογελώντας μου έκανε νόημα ότι δε θα αργούσε, οπότε βγήκα έξω. Πράγματι, ούτε πέντε λεπτά αργότερα βγήκε και εκείνη. Ήταν ακόμα 11:30, είχαμε ξεμπλέξει και οι δύο στο τσακ-μπαμ.

    - «Χριστιάνα, τι ώρα πρέπει να γυρίσεις πίσω; Εγώ έχω κενό μέχρι τις 14:00.»
    - «Εγώ μέχρι τις 13:00 αλλά, μεταξύ μας, ψιλοβαριέμαι. Πάμε για καφεδάκι;» με ρώτησε.
    - «Αμέ!» της είπα χαρούμενη.
    - «Πού λες να πάμε;» με ρώτησε.
    - «Πάμε, Ηριδανό;»
    - «Ναι, καλή ιδέα!»

    Ο Ηριδανός δεν είχε πολύ κόσμο εκείνη την ώρα αλλά άδειο δεν θα τον έλεγες. Καθίσαμε και παραγγείλαμε τους καφέδες μας. Η Χριστιάνα άναψε τσιγάρο.

    - «Διορίζεσαι my lucky charm! Πρώτη φορά που ξεμπλέκω με την τράπεζα σε τόση λίγη ώρα!» μου είπε.
    - «Αλήθεια, αν επιτρέπεται τι δουλειά είχες;» τη ρώτησα.
    - «Είχα χάσει την κάρτα μου και σήμερα πήγα και πήρα την καινούργια. Ευτυχώς, δεν άντεχα στις ουρές για το ταμείο. Τις προάλλες έφαγα δύο ώρες, γαμώ την τύχη μου!»
    - «Άουτς» είπα.
    - «Άουτς δε θα πει τίποτα. Χώρια που για να γλιτώνω τις βόλτες στο κέντρο έπρεπε κάθε φορά να τραβάω μεγάλο ποσό και να έχω και το άγχος αν θα με φτάσουν!»
    - «Ναι, το φαντάζομαι!» της είπα παρηγορητικά και άλλαξα συζήτηση. «Ο Βαγγέλης μέχρι πότε θα κάτσει;»
    - «Μέχρι την Κυριακή, αν θυμάμαι καλά. Θα τη χάσει την Κατερίνα το πανεπιστήμιο για μια εβδομάδα, μόνο στα εργαστήρια θα πηγαίνει. Καλά, όχι ότι έχει ανάγκη, είναι δύο εξάμηνα μπροστά, από άποψη μαθημάτων. Θέλει να ξεμπερδέψει νωρίς γιατί μετά θέλει να δώσει κατατακτήριες για Ιατρική. Σε αντίθεση με εμένα που η Βιολογία ήταν πρώτη μου επιλογή εκείνη ήθελε να σπουδάσει Ιατρική αλλά την έκαψε η Έκθεση.»
    - «Huh, είπα. «Σαν την Ελένη, μια συμφοιτήτρια του Ανδρέα. Και ο ίδιος ιατρική ήθελε να περάσει, έδωσε μάλιστα και δεύτερη φορά και τελικά το πήρε απόφαση και ξεκίνησε εδώ τα μαθήματα. Πάντως του αρέσει η Βιολογία. Κι αυτός σαν την Κατερίνα -για άλλους λόγους όμως- είναι ένα έτος μπροστά, βασικά έχει βάλει στόχο τελειώνοντας φέτος να έχει συμπληρώσει όλες τις μονάδες.»
    - «Την ξέρω την Ελένη» είπε η Χριστιάνα. «Βασικά τους ξέρω και τους τέσσερις της παρέας του, με είχε συστήσει ο Ανδρέας»

    Δεν ήξερα πως να το πάρω αυτό οπότε δεν μίλησα. Η Χριστιάνα το έπιασε και έβαλε τα γέλια.

    - «Φοίβη, μην αισθάνεσαι άσχημα.»
    - «Άσχημα δεν αισθάνομαι αλλά είναι λίγο περίεργο.»
    - «Ναι, σε κάποιο βαθμό το καταλαβαίνω. Κοίτα…» μου είπε και σταμάτησε. «Δεν στο λέω για να αισθανθείς καλύτερα αλλά δε θα γινόταν κάτι μεταξύ εμού και του Ανδρέα ακόμα και αν δεν υπήρχες εσύ.»

    Την κοίταξα στα μάτια και χαμήλωσε για λίγο το βλέμμα της αλλά το σήκωσε και πάλι. Δεν ήθελα να τη φέρω σε δύσκολη θέση και σταμάτησα να την κοιτάω ωστόσο το βλέμμα της έδειχνε ειλικρίνεια.

    - «Είναι υπέροχο παιδί ο Ανδρέας… αλλά…»
    - «Χριστιάνα μου, δε χρειάζεται να πεις τίποτα αν δε θέλεις. Δεν ήρθα εδώ να σου κάνω ανάκριση. Σας είχα συμπαθήσει από την πρώτη φορά που σας είδα και εσένα και την Κατερίνα και χθες σας συμπάθησα και τις δύο ακόμα περισσότερο. Δεν… Μόλις έκλεισα τα 18 μου τον Ιούλη και όσο και αν σου φαίνεται παράξενο, πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια, εδώ στην Κρήτη έκανα τις πρώτες μου φίλες, τη Μαρία και την Ελένη.»

    Και της μίλησα για το γυμνάσιο και για το λύκειο και για τις δυσκολίες των εφηβικών μου χρόνων. Ένιωθα πολύ άνετα μαζί της, το ίδιο άνετα όπως με είχαν κάνει να νιώσω Μαρία και Ελένη. Είχα ανάγκη την κοινωνικοποίηση και ένα από τα πράγματα που χρωστάω στον Ανδρέα μου είναι ότι εκείνος με τον τρόπο του μου άνοιξε τους ορίζοντες.

    Έβλεπα ότι ήθελε να μου μιλήσει και εκείνη, ωστόσο δεν την πίεσα. Της έδωσα το χώρο της και το χρόνο της για να την κάνω να νιώσει άνετα. Συνέχισα να της μιλάω για το παρελθόν μου μέχρι που φτάσαμε στο παρόν.

    - «Στην αρχή νόμιζα ότι έκαναν πουλάκια τα μάτια μου! Πρέπει να τον κοιτούσα γύρω στο πεντάλεπτο, παρά το γεγονός ότι μέσα μου ήμουν σίγουρη ότι το αγόρι που καθόταν στο τραπέζι ήταν ο Ανδρέας. Πήγα και τον χαιρέτησα… and the rest is history» της είπα χαμογελώντας σαν ονειροπαρμένη.
    - «Καλά το λένε… όσα φέρνει μια στιγμή δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος. Ξέρεις… μπορεί… μπορεί να μη γινόταν τίποτα μεταξύ των δυο μας αλλά ο Ανδρέας είναι από τις συμπάθειές μου. Είναι εξαιρετικό παιδί, ευγενικός, γλυκομίλητος… κύριος με όλη τη σημασία της λέξης. Ακόμα και ο τρόπος που με φλέρταρε… δεν ξέρω… Εννοώ ότι δε σκόπευα να κάνω κάτι μαζί του αλλά ομολογώ ότι μου άρεσε ο τρόπος του. Αλλά τι σου λέω, εσύ το γνωρίζεις καλύτερα από τον καθένα» μου είπε χαρίζοντάς μου ένα ειλικρινές χαμόγελο.
    - «Την Τετάρτη το βράδυ θα πάμε μεξικάνικο» της είπα. «Να πεις και στην Κατερίνα και τον Βαγγέλη να έρθουν, να πάμε όλοι μαζί. Ο Τάσος έχει αυτοκίνητο και ο Νίκος μηχανάκι, μπορούμε να κατεβούμε με τον Ανδρέα!»
    - «Σε ευχαριστώ, θα τους το πω! Πάντως αν αποφασιστούν να κλειστούν μέσα όλη την εβδομάδα, εγώ δε σκοπεύω να κάνω τη μοναχή! Θα έρθω -εφόσον με θέλετε- ακόμα και μόνη μου!»
    - «Φυσικά και σε θέλουμε!» της είπα και της έσφιξα το χέρι ασυναίσθητα. Ταράχτηκε λίγο αλλά δεν το τράβηξε. Συνειδητοποίησα τι έκανα και αργά -για να μην καρφωθώ- τράβηξα το χέρι μου από το δικό της.

    Κατά τις 13:30 πήγαμε στη στάση να περιμένουμε το λεωφορείο το οποίο ήρθε με καθυστέρηση και ήταν και γεμάτο, οπότε αναγκαστικά καθίσαμε όρθιες. Και όχι απλά ήμασταν παστωμένες σα σαρδέλες, είχε και κίνηση από πάνω με αποτέλεσμα να πάρει γύρω στα 25 λεπτά για να φτάσουμε στο Πανεπιστήμιο. Βαριόμασταν και οι δύο να ανεβούμε τις σκάλες της κάτω στάσης οπότε κατεβήκαμε στην πάνω. Εκείνη σταμάτησε στην πτέρυγα Θ’ για το μάθημά της ενώ εγώ πήγα στο αμφιθέατρο Γ’, όπου είχα ψηφιακή σχεδίαση, και άφησα τα πράγματά μου.

    Κατέβηκα στο κυλικείο και εκεί είδα τον Ανδρέα. Του χαμογέλασα, τον πλησίασα και του έδωσα ένα πεταχτό φιλάκι. Είχα ακόμα ένα εικοσάλεπτο μέχρι να ξεκινήσει το μάθημά μου οπότε βγήκαμε έξω, καθώς μέσα είχε πολλή φασαρία.

    - «Πώς περάσατε;» με ρώτησε.
    - «Πολύ όμορφα, θα στα πω αναλυτικά το βράδυ. Α, ελπίζω να μη σε πειράζει, κάλεσα Χριστιάνα, Κατερίνα και Βαγγέλη να έρθουν μαζί μας στο μεξικάνικο. Ο Βαγγέλης έρχεται σήμερα αεροπορικώς» του είπα όταν με κοίταξε ερωτηματικά.
    - «Όχι καρδούλα μου δεν με πειράζει. The more, the merrier και να σου πω την αλήθεια, δεν ξέρω για τον Βαγγέλη, αλλά χθες τις άλλες δύο τις συμπάθησα πολύ.»
    - «Να ξέρεις και ότι η Χριστιάνα σε συμπαθεί πολύ» του είπα και κοκκίνησε. Χαμογέλασα και τον πήρα αγκαλιά. «Ανδρέα, νομίζω ότι έχω δίκιο. Δεν μου έδωσε περισσότερες λεπτομέρειες αλλά μου έκανε ξεκάθαρο ότι δεν είχε σκοπό να κάνει κάτι μαζί σου, αλλά της άρεσε ο τρόπος που την προσέγγισες. Θα στα πω αναλυτικά το βράδυ, αν έχεις όρεξη δηλαδή!»
    - «Μωρέ προβολέα στα μάτια θα σου βάλω, θα τα ομολογήσεις όλα!» μου είπε βγάζοντας τη γλώσσα του και κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

    Καθίσαμε λίγο ακόμα έξω και μετά ο Ανδρέας πήγε στο αυτοκίνητο για να κατέβει στις Γούβες ενώ εγώ κίνησα -χαμογελαστή ακόμα- για το μάθημά μου.

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  2. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 15ο

    (Ανδρέας)

    Στις 19:30 έφυγα από το ΙΤΕ και 20 λεπτά αργότερα ήμουν στην Κνωσσό. Όπως μου είχε ζητήσει η Φοίβη ανέβηκα από την Γ’ πτέρυγα. Ήταν ακόμα εκεί, μπροστά από ένα παμπάλαιο IBM συμβατό και έγραφε Pascal. Ήταν απορροφημένη και δε με είδε μέχρι που πήγα δίπλα της. Γύρισε και μου χαμογέλασε.

    - «Σε 5-10 λεπτάκια τελειώνω» μου είπε
    - «Ωραία, πάω στο κυλικείο να σε περιμένω» της είπα χαϊδεύοντάς την στον ώμο. Έβαλε το χέρι της πάνω στο δικό μου και μου το έσφιξε. Την άφησα να τελειώσει την εργασία της και πήγα να δω αν είχε βγει η βαθμολογία στην πρόοδο της υπολογιστικής βιολογίας. Χαμογέλασα, δεκάρι. Κάθισα για λίγη ώρα να το θαυμάζω, ήταν το μοναδικό δεκάρι, είχε άλλα δύο 9άρια και μετά από 8,5 και κάτω. Χαμογελώντας ακόμα πήγα προς το κυλικείο για να κάτσω να περιμένω τη Φοίβη. Εκείνη τη στιγμή βγήκε από το εστιατόριο η Χριστιάνα. Τη χαιρέτησα και ήρθε προς το μέρος μου.
    - «Καλησπέρα!» μου είπε.
    - «Καλησπέρα» της απάντησα κι εγώ. «Έφαγες;»
    - «Όχι, όταν είδα το φαγητό που είχε αποφάσισα ότι προτιμώ να φάω κανένα τοστάκι από εδώ ή ό,τι έχει μείνει στην Αθηνά.»
    - «Η Κατερίνα;»
    - «Η Κατερίνα αυτή τη στιγμή πρέπει να είναι στο αεροδρόμιο περιμένοντας τον καλό της, δεν στο είπε η Φοίβη;»
    - «Έχεις δίκιο, μου το είπε. Έχω ένα κεφάλι σούπα, πριν λίγο σχόλασα από το ΙΤΕ»
    - «Ανδρέα, σε παρακαλώ έχε το νου σου από το επόμενο εξάμηνο αν ζητάνε φοιτητές, θα ήθελα να έρθω κι εγώ.»
    - «Και το ρωτάς! Πολύ ευχαρίστως.»

    Εκείνη τη στιγμή κατέβηκε και η Φοίβη και ήρθε προς το μέρος μας. Η Χριστιάνα είχε χαμογελάσει όταν με είχε δει αλλά όταν είδε τη Φοίβη το χαμόγελό της ήταν διαφορετικό. Δεν μπορούσα να προσδιορίσω τη διαφορά αλλά ήμουν σίγουρος ότι της είχε χαμογελάσει με διαφορετικό τρόπο.

    - «Γεια σας!» είπε η Φοίβη χαμογελώντας και στους δυο μας.
    - «Γεια σου Φοίβη» της απάντησε η Χριστιάνα.
    - «Τι λέγατε;»
    - «Για το φρικαλέο φαγητό που έχει σήμερα. Έχω ακούσει ότι το άλλο εξάμηνο ή του χρόνου το εστιατόριο το παίρνει ο Κώστας. Μακάρι, μπας και φάμε σαν άνθρωποι, έχω κάνει την Αθηνά πλούσια» είπε παραπονεμένη η Χριστιάνα.
    - «Χριστιάνα, χθες έφτιαξα χανούμ, θέλεις να έρθεις να φας μαζί μας;» ρώτησε η Φοίβη.
    - «Χανούμ;» ρώτησε με απορία.
    - «Σου αρέσουν τα παπουτσάκια;» την ρώτησα εγώ.
    - «Ναι, πολύ!» μου απάντησε.
    - «Είναι σαν παπουτσάκια αλλά αντί για κιμά έχουν λεπτοκομμένο μοσχάρι και αντί για μπεσαμέλ λιωμένο κασέρι. Θα γλείφεις και τα δάχτυλά σου, και στο λέω μετά λόγου γνώσης» είπα με πάθος ιεροκήρυκα.
    - «Δε σας γίνομαι φόρτωμα;»
    - «Τι λες μωρέ! Άκου μας γίνεσαι φόρτωμα! Θα έρθεις, το αποφάσισα!» δήλωσε δημοκρατικά η Φοίβη.
    - «Ό,τι είπε το αφεντικό» είπα εγώ κάνοντας και τις δύο να βάλουν τα γέλια.
    - «Σας... σας ευχαριστώ ρε παιδιά αλλά δεν είναι ανάγκη…»
    - «Γκρρρ» της είπε η Φοίβη κάνοντας τη Χριστιάνα να βάλει ξανά τα γέλια.
    - «Παραδίνομαι!» είπε η Χριστιάνα σηκώνοντας ψηλά τα χέρια.
    - «Attagirl» της απάντησε η Φοίβη.

    Βγήκαμε έξω και πήγαμε στο αυτοκίνητο το οποίο είχα παρκάρει στα άσπρα κτήρια και δυο λεπτά μετά ήμασταν έξω από το σπίτι της Φοίβης. Στην πόρτα όπως πάντα είχε σκαρφαλώσει ο Σίμπα κουνώντας την ουρά του σαν παλαβός.

    - «Είναι ήρεμος;» ρώτησε η Χριστιάνα.
    - «Ο μεγαλύτερος φλούφλης του νησιού» της απάντησε η Φοίβη.

    Η Χριστιάνα προφανώς είχε εμπειρία με τα σκυλιά καθώς μετά τη διαβεβαίωση της Φοίβης ότι ο Σίμπα είναι ήρεμος πήγε και τον χάιδεψε άφοβα λέγοντάς του γλυκόλογα και κάνοντας τον τελευταίο να κοντέψει να ξεριζώσει την ουρά του από το κούνημα.

    - «Μη του δίνεις θάρρος» είπε η Φοίβη «γιατί θα θέλει να ανέβει πάνω σου και να σου γλείψει το πρόσωπο, είναι το αγαπημένο του χόμπι!»
    - «Έτσι είναι;» είπε η Χριστιάνα στον Σίμπα. «Είσαι ένα σίχαμα; Είσαι σαλιάρης; Τι είσαι; Όχι μωρέ! Είσαι καλό σκυλάκι εσύ! Ναι, ναι, καλό σκυλάκι!». Τον πλησίασε και ο Σίμπα χωρίς να χάσει ευκαιρία την έγλυψε στη μύτη. «Είσαι ένα σίχαμα! Αυτό είσαι!» του είπε μιλώντας του γλυκά, κερδίζοντας ακόμα ένα γλείψιμο στη μύτη. «Αχ, γλύκας είναι!» μας δήλωσε.

    Ανοίξαμε την πόρτα και μπήκαμε μέσα με το Σίμπα ξετρελαμένο από τη χαρά του να μην ξέρει που να πρωτοπάει. Μπήκαμε στο σπίτι και η Φοίβη έδειξε στην Χριστιάνα την τουαλέτα για να πάει να πλυθεί. Όταν τέλειωσε, μπήκε και εκείνη με τη σειρά της και έπλυνε χέρια και πρόσωπο και τελευταίος πήγα εγώ.

    Η Φοίβη έβγαλε από το ψυγείο το ταψί με το χανούμ, είχαν μείνει ακόμα τρεις μερίδες, και το έβαλε στο φούρνο να ζεσταίνεται. Αφού ρώτησε τη Χριστιάνα αν θέλει ψωμί και πόσο, έβγαλε τέσσερις φέτες από την κατάψυξη και τις έβαλε στην ψηστιέρα και την άναψε. Άνοιξε το ψυγείο και συνειδητοποίησε ότι μας είχαν τελειώσει οι ντομάτες, είχε μόνο μισή για το αυριανό πρωινό.

    - «Ωραία, μας τέλειωσαν οι ντομάτες» είπε παραπονεμένη.
    - «Δεν πειράζει» απαντήσαμε και οι δύο.

    Σε δέκα λεπτά το φαγητό είχε ζεσταθεί, τα ψωμιά τα είχε βγάλει νωρίτερα από την ψηστιέρα. Έβγαλα τρία πιάτα και της τα έδωσα και έβαλε το φαγητό.

    - «Χριστιάνα, τι προτιμάς; Μπύρα ή αναψυκτικό;» την ρώτησα.
    - «Μπύρα» απάντησε. «Αχ βρε παιδιά, πολύ σας ευχαριστώ!»
    - «Χαρά μας» της είπε η Φοίβη χαρίζοντάς της ένα από τα υπέροχα κουνελίσια χαμόγελά της.
    - «Άντε, στην υγειά μας!» είπα αφού γέμισα και τα ποτήρια των κοριτσιών. Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας και πέσαμε με τα μούτρα στο φαγητό.
    - «Αχ, αυτό είναι πιο ωραίο από τα παπουτσάκια!» είπε η Χριστιάνα. «Γεια στα χέρια σου!»
    - «Ευχαριστώ» είπε η Φοίβη κοκκινίζοντας ελαφρά.
    - «Θα σας το ανταποδώσω!» είπε η Χριστιάνα. «Σας αρέσει το παστίτσιο;» ρώτησε και τους δυο μας.
    - «Ναι!» απάντησα εγώ ενθουσιασμένος.
    - «Κι εμένα!» απάντησε με τη σειρά της η Φοίβη.
    - «Then you are in for a treat. Από τη μαμά μου έχω μια συνταγή με μια μικρή παραλλαγή, δε θα σας την πω, θα σας την αφήσω για έκπληξη!» είπε χαμογελαστή. «Τι λέτε για αύριο; Θα είναι και ο Βαγγέλης με την Κατερίνα, δεν σας πειράζει, έτσι;»
    - «Όχι βέβαια, γιατί να μας πειράξει;» ρώτησα.
    - «Και μην ξεχάσεις, την Τετάρτη το βράδυ μεξικάνικο και το Σάββατο βράδυ Μπάχαλο» της υπενθύμισε η Φοίβη.
    - «Δεν ξέρω αν θα θέλει να έρθει η Κατερίνα με τον Βαγγέλη το Σάββατο, θα είναι το τελευταίο του βράδυ πριν επιστρέψει Αθήνα.»
    - «Κανείς με το ζόρι» είπε η Φοίβη. «Αν δεν θέλουν να έρθουν, πάμε οι τρεις μας. Εμείς θα πούμε και στην υπόλοιπη τετράδα αλλά θα ήθελα να πάω να χορέψω ξανά, μου είχε λείψει. Ο Ανδρέας χορεύει και αυτός οπότε αν δεν έρθουν οι άλλοι δε θα κάτσουμε κώλο κάτω!» δήλωσε με σιγουριά η Φοίβη κάνοντάς με να χαμογελάσω.

    Τελειώσαμε το φαγητό και συνεχίσαμε την κουβέντα στο τραπέζι πίνοντας τις μπύρες μου. Χαμογέλασα στη σκέψη ότι ενώ υποτίθεται πως ήμουν αυτός που φλέρταρε τη Χριστιάνα τελικά χάρη στη Φοίβη είχα μιλήσει μαζί της περισσότερο τις δύο τελευταίες μέρες παρά τα δύο προηγούμενα χρόνια.

    - «Φοίβη, μπορώ να ανάψω ένα τσιγάρο;» ρώτησε η Χριστιάνα.
    - «Ναι, βεβαίως» απάντησε η Φοίβη και έκανε να ψάξει να βρει ένα τασάκι. Είχε ένα στο σπίτι αλλά ούσα μη καπνίστρια η ίδια και μη καπνιστής εγώ ήταν αχρησιμοποίητο.

    Όταν έφερε το τασάκι το άφησε στο τραπέζι και πήγε και άνοιξε λίγο το παράθυρο του σαλονιού. Εκεί θυμήθηκε ότι είχε να ταΐσει τη συνοδεία της οπότε βγήκε έξω και έφερε μέσα την κατσαρόλα του Σίμπα και τα πιατάκια των γατιών. Τα είχε ονομάσει «Σάκη-Μάκη-Τάκη» αδιαφορώντας για το φύλο τους και είχα την εντύπωση ότι ο Μάκης ήταν μάλλον κοριτσάκι. Δε βαριέσαι. Έβαλε φαγητό και στους τέσσερεις αλλά πριν βγει έξω φώναξε τη Χριστιάνα.

    - «Χριστιάνα, αν θέλεις έλα εδώ! Θα δες θα το δεις αυτό!»

    Η Χριστιάνα υποκύπτοντας στην περιέργεια σηκώθηκε και πήγε στην πόρτα που στεκόταν η Φοίβη και είδε το Σίμπα να τρώει το φαγητό του δίπλα στα γατιά τα οποία φρόντισαν να του τριφτούν κιόλας πριν το ρίξουν και εκείνα στο φαγητό.

    - «Α στο καλό!» είπε η Χριστιάνα εντυπωσιασμένη. «Αν δεν το είχα δει με τα μάτια μου δε θα το πίστευα!»
    - «Και που είσαι ακόμα, έχει και συνέχεια» της είπε η Φοίβη χαμογελώντας. «Αλλά θα πρέπει επίσης να το δεις με τα μάτια σου»

    Γύρισαν και οι δυο τους στο τραπέζι, το οποίο στο μεταξύ το είχα μαζέψει και είχα αρχίσει να πλένω τα πιάτα και το ταψί.

    - «Μωρό μου άσε το ταψί, θα το κάνω εγώ!» μου είπε η Φοίβη.
    - «Χα! Τα στιβαρά μου μπράτσα τρίβουν πιο δυνατά!» δήλωσα τρίβοντας με μανία το ταψί που δεν έλεγε να καθαρίσει με τίποτα, το γαμήδι. Να δεις που στο τέλος θα το έτριβε εκ νέου η Φοίβη, μα τι διάολο, βουντού τους έκανε και τα καθάριζε; Μέχρι στιγμής στο πλύσιμο ταψιών είχα 0/5 και το είχα πάρει πολύ πατριωτικά αυτή τη φορά.

    Το βαρύγδουπο της δήλωσης έκανε και τις δύο να βάλουν τα γέλια.

    - «Ρόαρρρρρρ» είπε η Φοίβη κερδίζοντας ακόμα ένα γύρο γέλιου, τόσο από τη Χριστιάνα όσο και από εμένα που εκείνη τη στιγμή πάλευα με το θηρίο. «Αλήθεια, τι ώρα έρχεται σήμερα ο Βαγγέλης;»
    - «Στις 20:30 θα ξεκινούσε από Αθήνα σύμφωνα με αυτά που μου είπε η Κατερίνα» είπε η Χριστιάνα, «η οποία μου ξεκαθάρισε χωρίς πολλές-πολλές περιστροφές ότι θα τη δω αύριο» συμπλήρωσε χαμογελώντας πονηρά.

    Αποφάσισα να δεχτώ την ήττα μου από το θηρίο ως άντρας. Ξεφυσώντας άφησα το ταψί στο νεροχύτη και γύρισα προς τα κορίτσια.

    - «Δε μου λέτε, έχετε όρεξη να πάμε για μπύρα; Με εκνεύρισε το ταψί και θέλω να τα πιώ για να ξεχάσω!» τους είπα.
    - «Ευχαρίστως, αρκεί να το παραδεχτείς δημοσίως και παρουσία μαρτύρων. Who da boss?» ρώτησε η Φοίβη κάνοντάς τη Χριστιάνα να γελάσει.
    - «You, da boss?» απάντησα ερωτηματικά.
    - «Με ρωτάς, μωρό μου;»
    - «You da boss!» της απάντησα.
    - «Χριστιάνα, θα έρθεις έτσι;» ρώτησε η Φοίβη.
    - «Έτσι θα ‘ρθω; Για φαγητό είχα κατέβει, όχι για έξοδο!»
    - «Γιατί, εμείς είμαστε με τα φράκα, να πούμε;» τη ρώτησα. «Κι εμείς έτσι όπως είμαστε θα έρθουμε!»
    - «Μέσα!» απάντησε. «Άλλωστε το πρόγραμμα σήμερα δεν περιλαμβάνει τηλεόραση, αν κάνω ότι χτυπάω την πόρτα τους παίζει να μου φέρει τίποτα βαρύ στο κεφάλι και μην την βλέπετε έτσι μικρούλα και γλυκούλα, αρπάζει εύκολα!» συμπλήρωσε αναστενάζοντας η Χριστιάνα.

    Η Φοίβη σηκώθηκε και πήγε ξανά προς το παράθυρο. «Χριστιάνα, έλα να δεις!» είπε και η Χριστιάνα σηκώθηκε και εκείνη με τη σειρά της και πήγε στο παράθυρο.
    - «What???» έκανε όταν είδε το θέαμα με τον Σίμπα να έχει ξαπλώσει και τις γάτες να έχουν χωθεί στην… αγκαλιά του. «Αυτό είναι για φωτογραφία!» δήλωσε.
    - «Έπρεπε να τους δεις δυο μήνες πριν, τότε που τα γατάκια ήταν μικρά και είχαν όρεξη για παιχνίδι και τον κυνηγούσαν σε όλο το οικόπεδο. Μιλάμε τραμπουκισμός, όχι αστεία! Και η πλάκα είναι ότι ο Σίμπα είναι ενός, δεν είναι ότι μεγάλωσε μαζί τους. Για κάποιο άγνωστο λόγο τα υιοθέτησε και πού τους χάνεις, πού τους βρίσκεις είναι όλη τη μέρα σχεδόν μαζί!»
    - «Λοιπόν πάμε;» ρώτησα και μου ένευσαν αμφότερες καταφατικά. Βγήκαμε έξω, ο Σίμπα ίσα που κούνησε το κεφάλι του να μας δει συνεχίζοντας απτόητος την ξάπλα με τα γατιά. «Αυγό;» τις ρώτησα όταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο.
    - «Αυγό» απάντησε η Φοίβη και έβαλα μπρος.

    Δέκα λεπτά αργότερα παρκάραμε στην Αγίου Τίτου και ανεβήκαμε προς την Κοραή. Στο Αυγό δεν είχε πολύ κόσμο, πήγαμε και κάτσαμε σε μια άκρη. Πριν προλάβουμε καλά-καλά να βολευτούμε ήρθε η Ηρώ -ναι, την ξέραμε με το όνομά της- να μας πάρει παραγγελίες.

    - «Δε θέλω πάλι μπύρα» είπα. «Θα πάρω μια βότκα πορτοκάλι»
    - «Εμένα ένα τζιν με τόνικ» είπε η Χριστιάνα και γυρίσαμε και οι τρεις προς τη Φοίβη που ήταν αναποφάσιστη.
    - «Δοκίμασε malibu ανανά αν δε θέλεις βότκα πορτοκάλι κι εσύ. Θα σ’ αρέσει!» της είπα για να τη βοηθήσω.
    - «Ωραία, ένα malibu ανανά λοιπόν, να το δοκιμάσουμε και αυτό!»
    - «Θα σ’ αρέσει, είναι ελαφρύ ποτό και γλυκό!» της είπα με σιγουριά.

    Πιάσαμε τη χαλαρή συζήτηση μέχρι που μας έφεραν τα ποτά μας. Της Φοίβης της άρεσε πολύ το ποτό της και σχεδόν το ήπιε μονορούφι. Υποσχόμενη ότι θα είναι πιο εγκρατής παράγγειλε και δεύτερο ποτό. Όπως και χθες είχα καθίσει στην άκρη και τις παρακολουθούσα να μιλάνε μεταξύ τους.

    Ομολογώ ότι ένιωθα περίεργα μέσα μου, από τη μία μου άρεσε αυτή η διαφαινόμενη χημεία που είχαν οι δυο τους και από την άλλη, όσο και αν ντρεπόμουν γι’ αυτό, έπιασα τον εαυτό μου να ζηλεύει. Η ζήλεια μου ήταν καθαρή ανασφάλεια και η ύπαρξή της με έκανε να αισθάνομαι άσχημα, ένιωθα σα να μην εμπιστεύομαι τη Φοίβη.

    Το γεγονός ότι παράλληλα το μυαλό μου έκανε εικόνα τις δυο τους γυμνές στο κρεββάτι έκανε το τουρλουμπούκι μέσα μου ακόμα μεγαλύτερο. Είχα αρχίσει προχθές, έστω και σαν καθαρά διανοητική άσκηση, να φαντάζομαι το να κάνει κάτι η Φοίβη με τη Χριστιάνα χωρίς την παρουσία μου. Εκεί να δεις τουρλουμπούκι, η ίδια η σκέψη από τη μία μου προκαλούσε πολύ δυσάρεστα τσιμπήματα στην καρδιά και από την άλλη με καύλωνε. Χθες το βράδυ, όταν μου έκανε πίπα η Φοίβη, αυτό που σκεφτόμουν ήταν η Φοίβη και η Χριστιάνα να κάνουν μεταξύ τους 69.

    Αλλά από την άλλη, τουλάχιστον στη φαντασία μου, ήμουν παρόν στη σκηνή. Πώς θα ένιωθα πραγματικά αν αυτό γινόταν τη απουσία μου; Αν γινόταν στα κρυφά η απάντηση ήταν σίγουρη: θα με σκότωνε. Τι θα έκανα αν μου ζητούσε η Φοίβη τις ευλογίες μου να το κάνει; Δεν είχα να δώσω απάντηση. Δεν ξέρω γιατί βασάνιζα τον εαυτό μου, η Φοίβη χθες μου είχε δηλώσει ορθά-κοφτά ότι κάτι τέτοιο θα έκανε μόνο εν γνώση μου και με τις ευλογίες μου.

    Σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενές μου σχέσεις στη Φοίβη δεν ήθελα να χαλάω κανένα χατίρι. Τι είχε αυτό το κορίτσι πάνω της και μου έκανε αδύνατο να της πω όχι; Πάντα ήμουν περιποιητικός με τα κορίτσια με τα οποία συσχετιζόμουν αλλά με τη Φοίβη ήμουν σε άλλο επίπεδο. Ίσως ο λόγος να ήταν πως καμιά από τις πρώην μου δεν ήταν τόσο δοτικές μαζί μου όσο η Φοίβη.

    Σε κάθε περίπτωση όταν η μουσική δυνάμωσε βρήκα την ευκαιρία να ελέγξω την αντίδρασή μου, χρησιμοποιώντας το ως αφορμή.

    - «Φοίβη, Χριστιάνα» είπα και στις δύο διακόπτοντας τη συζήτηση που είχε γίνει ελαφρώς προβληματική λόγω εντάσεως της μουσικής, «θέλετε να κάτσετε δίπλα για να μη χρειάζεται να φωνάζετε;»

    Η Φοίβη μου χαμογέλασε και αφού μου έσκασε ένα φιλάκι πήγε και κάθισε απέναντι, δίπλα στη Χριστιάνα και συνέχισαν να κελαηδάνε, είχαν πιάσει κουβέντα περί χορού και χορευτικά σε ταινίες. Και μετά το γύρισαν και άρχισαν να συζητάνε για το fame που κατά τα φαινόμενα ήταν από τις αγαπημένες σειρές και της Χριστιάνας. Περιέγραφαν επεισόδια και σκηνές με ενθουσιασμό μικρών παιδιών. Δεν είμαι ειδικός στη γλώσσα του σώματος αλλά ο τρόπος που είχαν γείρει η μία προς την άλλη ήταν… εκκωφαντικός.

    Ήπια το ποτό μου προσπαθώντας να εστιάσω στο πόσο με καύλωνε αυτό το γεγονός προκειμένου να απαλλαγώ από το συναίσθημα της ζήλειας και της κτητικότητας. Καλά το λένε, όποιος καεί με το χυλό φυσάει και το γιαούρτι. Κάποια στιγμή που γελούσαν αναφερόμενες σε μια σκηνή η Φοίβη ασυναίσθητα πήρε τα χέρια της Χριστιάνας στα δικά της. Και τα κράτησε. Οκ, εκεί ζορίστηκα κάμποσο αλλά δεν είπα τίποτα για να μην τις φέρω σε δύσκολη θέση. Ignorance is a bliss, αν δεν μου είχε πει η Φοίβη ότι την ελκύουν κάποια άτομα του φύλου της, δε θα είχα αφιερώσει ούτε καν δεύτερη σκέψη βλέποντας τη μία να κρατάει το χέρι της άλλης.

    Η Φοίβη μάλλον με κατάλαβε ότι ζορίστηκα και με μια φυσική κίνηση πήρε το ποτό της αφήνοντας τα χέρια της Χριστιάνας. Η τελευταία άναψε τσιγάρο και τράβηξε δυο-τρεις βαθιές τζούρες. Από τη μία ένιωθα ακόμα το ενοχλητικό τσίμπημα της ζήλειας αλλά από την άλλη αυτός ο «χορός» οφείλω να πω ότι ήταν με κάποιο περίεργο τρόπο διασκεδαστικός. Η ντροπαλή αμηχανία τους μου είχε φέρει το χαμόγελο στα χείλη και προσπάθησα να συμμαζευτώ για να μην καρφωθώ.

    Μετά το γύρισαν στο σινεμά και εκεί άρχισα να συμμετάσχω κι εγώ και κάποια στιγμή είχε πάει 00:30 και μιλούσαμε για μια πρωτόγονη φυλή που ζει απομονωμένη και προστατευμένη στον Ινδικό ωκεανό, έχοντας χάσει τελείως το πως φτάσαμε εκεί. Είδα το ρολόι και σφύριξα!

    - «Κορίτσια, να το διαλύσουμε γιατί έχει πάει 00:30;»
    - «Τι πράγμα;» ρώτησε απορημένη η Χριστιάνα.
    - «Αμάν! Όντως έχει πάει 00:30» είπε η Φοίβη κοιτάζοντας το ρολόι της. «Πώς πέρασε έτσι η ώρα;»

    Φωνάξαμε την Ηρώ και πληρώσαμε και φύγαμε άρον-άρον. Δέκα λεπτά αργότερα ήμασταν στην Φορτέτσα και σταμάτησα μπροστά από το σπίτι της Χριστιάνας.

    - «Σας ευχαριστώ πολύ για την υπέροχη βραδιά» είπε χαμογελώντας η Χριστιάνα και συμπλήρωσε «όπως είπαμε, αύριο στις 20:00 σας περιμένω εδώ!»
    - «Θέλεις να φέρουμε τίποτα;» τη ρώτησε η Φοίβη.
    - «Τους εαυτούς σας!»

    Αποχαιρετιστήκαμε και κατεβήκαμε στο σπίτι της Φοίβης γιατί θέλαμε και οι δύο να κάνουμε ένα ντουζάκι, έχοντας λιακάδα σήμερα θα χρειαζόταν να ανάψουμε το θερμοσίφωνα πολύ λιγότερο απ’ όσο θα χρειαζόταν στο σπίτι μου. Η Φοίβη άναψε το θερμοσίφωνα και μου ρίχτηκε. Δεν ήμουν τελικά ο μόνος που είχε καβλώσει.

    Μιας και χρειαζόμασταν και οι δύο ντουζάκι και μέχρι να ζεσταθεί το νερό αρκεστήκαμε στο μπαλαμούτιασμα αλλά είκοσι λεπτά αργότερα μπήκαμε στο μπάνιο κουτρουβαλώντας και γδυθήκαμε σαν να μην υπάρχει αύριο. Χωθήκαμε κάτω από το καυτό νερό και η Φοίβη χωρίς να χάσει χρόνο γονάτισε μπροστά μου και με πήρε στο στόμα της, όχι ότι πραγματικά χρειαζόταν, ήμουν ήδη καβλωμένος. Τη σήκωσα και την έβαλα να σκύψει προς τον τοίχο και έβαλα το χέρι μου μπροστά της και άρχισα να την παίζω. Ο τρόπος με τον οποίο γλιστρούσαν τα δάχτυλά μου μέσα της έκαναν εκκωφαντικά ξεκάθαρο ότι η υγρασία στην εν λόγω περιοχή δεν οφείλονταν στο νερό που έπεφτε πάνω μας.

    - «Σε θέλω» μου είπε με τόσο πάθος που δεν είχα ξανακούσει. «Σε θέλω, σε θέλω!»

    Έκλεισα το νερό για να μας μείνει για αργότερα και όπως ήταν σκυμμένη μπήκα μπροστά της κάνοντάς της να της ξεφύγει ένα βογγητό. Την τράβηξα από τη μέση προς το μέρος μου και αρπάζοντάς την μετά από τα στήθη καρφώθηκα μέσα της κερδίζοντας ακόμα ένα βογγητό της. Άρχισα να κινούμαι αργά μέσα της καθώς ένιωθα πως αν άρχιζα να επιταχύνω δε θα άντεχα ούτε λεπτό.

    - «Πες μου…» της είπα και καρφώθηκα ξανά μέσα της. «Θέλεις να το κάνεις με τη Χριστιάνα;»
    - «Ανδρέα…» μου είπε αλλά εκεί καρφώθηκα ξανά μέσα της κάνοντάς της να της ξεφύγει ακόμα ένα βογγητό.
    - «Πες μου…» της είπα και άρχισα να ανεβάζω το ρυθμό μου. «Το θέλεις;»
    - «Ναι!» μου είπε ξέπνοη. «Τη θέλω…»
    - «Τη θες πολύ μωρό μου;» της είπα και καρφώθηκα πάλι μέσα της.
    - «Ναι… ναι…» μου απάντησε δυσκολευόμενη να βρει τη μιλιά της.

    Τραβήχτηκα και της έδωσα μια δυνατή στον κώλο.

    - «Είσαι άτακτη, Φοίβη; Θέλεις κοριτσάκι;»
    - «Ναι… είμαι άτακτη» μου είπε δίνοντας μου το σύνθημα. Οι ξυλιές στα βρεγμένα της κωλομέρια άρχισαν να πέφτουν συνεχείς και δυνατές. Η Φοίβη χωρίς να έχουμε συνεννοηθεί τίποτα άρχισε να μετράει. Τα μεριά της είχαν κοκκινήσει και τα χέρια μου είχαν αρχίσει να πονάνε και κάπου στις πενήντα σταματήσαμε.
    - «Δε φτάνει αυτό» της είπα και έτριψα το όργανό μου στην πίσω τρυπούλα της. «Θέλω να πάρω το κωλαράκι σου» της είπα.
    - «Πάρε… πάρε με όπως θες» μου είπε.

    Τον έβαλα για λίγο μπροστά της για να λιπανθεί αλλά δε συνέχισα για πολλή ώρα έτσι. Τραβήχτηκα και τον ακούμπησα πίσω της και σιγά αλλά σταθερά άρχισα να τον βυθίζω μέσα της.

    - «Αααααχ ΜΜΜΜΜ» της ξέφυγε το βογγητό μείξη ηδονής και πόνου.
    - «Θες να σταματήσω;» τη ρώτησα μόνο και μόνο για να ακούσω την απάντηση.
    - «Όχι… μη σταματάς… Πάρε με… σκίσε με» μου είπε upping the ante!
    - «Αυτό θέλεις; Να σε σκίσω;» τη ρώτησα βυθιζόμενος όλος πίσω της.
    - «Αααααχ… ναι… να με… να με σκίσεις… Αααααχ μμμμμ»

    Άρχισα να επιταχύνω αλλά ήμουν τόσο καβλωμένος που δε μου πήρε ούτε δύο λεπτά για να φτάσω το σημείο της μη επιστροφής και σφίγγοντας τα στήθη της δυνατά καρφώθηκα για τελευταία φορά.

    - «Χύνω… αααααχ ααααχ» φώναξα μη μπορώντας να συγκρατήσω τα βογγητά μου καθώς το όργανό μου έκανε σπασμούς αδειάζοντας το περιεχόμενό του βαθιά μέσα στο υπέροχο κωλαράκι της.
    - «Αααααχ…. Χύσε με… έτσι… αααααχ μμμμμμ» φώναξε την ίδια στιγμή η Φοίβη.

    Τραβήχτηκα απαλά από μέσα της και την γύρισα προς το μέρος μου. Χωρίς να χάσω ούτε δευτερόλεπτο γονάτισα και έφερα το μουνάκι της μπροστά από το πρόσωπό μου. Έπαιξα με τη γλώσσα μου την κλειτορίδα της και μετά την πήρα στα χείλη μου και άρχισα να την πιπιλάω. Κρατώντας την από τα κωλομέρια την έσπρωξα πάνω μου χωρίς να σταματήσω ούτε στιγμή το παιχνίδι των χειλιών μου και της γλώσσας μου. Έβαλα όλη μου την τέχνη και η ανταμοιβή μου ήρθε με την ορμή… χειμάρρου.

    - «Ανδρέα… ΑΑΑΑΑΧ Ανδρέα μου… ΜΜΜΜ ΑΑΑΑΧ Ανδρέα… Ανδρέα…»

    Ρούφηξα αχόρταγα την αλμύρα της ενώ τα δάχτυλά της είχαν πλεχτεί στα μαλλιά μου κολλώντας με και πάλι πάνω της.

    - «Σ’ αγαπάω» της είπα. «Σ’ αγαπάω όσο δε φαντάζεσαι και άλλο τόσο»

    Σηκώθηκα και με αγκάλιασε σφιχτά γέρνοντας στο στέρνο μου.

    - «Κι εγώ σ’ αγαπάω Ανδρέα μου. Σ’ αγαπάω τόσο που σχεδόν με πονάει αλλά είναι… είναι υπέροχο! Είσαι υπέροχος! Είσαι ό,τι δεν τολμούσα ποτέ να ονειρευτώ!» είπε και έβαλε τα κλάματα αιφνιδιάζοντάς με.
    - «Γιατί κλαις καρδούλα μου;» τη ρώτησα.
    - «Είμαι ευτυχισμένη. Με κάνεις εσύ ευτυχισμένη» μου είπε σφίγγοντάς με πάνω της ακόμα πιο δυνατά.
    - «Είμαι δικός σου μωρό μου» της είπα. «Δικός σου, όλος δικός σου και μόνο δικός σου» συνέχισα, χαϊδεύοντάς την τρυφερά.

    Την κράτησα μέχρι που ηρέμισε και μετά την έλουσα και την έτριψα απαλά σε όλο της το κορμί δίνοντάς της όλη μου την αγάπη και την τρυφερότητα.

    Ένιωθα υπέροχα.

    Όταν τελειώσαμε την άφησα να στεγνώσει τα μαλλιά της και αφού έπλυνα τα δόντια μου πήγα στο κρεββάτι και ξάπλωσα όπως πάντα φορώντας μόνο το μποξεράκι μου. Λίγη ώρα αργότερα ήρθε και η Φοίβη και φόρεσε ένα καθημερινό κιλοτάκι και την πιτζάμα της και από πάνω μια κοντομάνικη μπλούζα. Πέρασε από πάνω μου και πήγε στη μεριά του τοίχου και ξάπλωσε στην αγκαλιά μου.

    - «Ήταν πολύ όμορφη η βραδιά σήμερα και τέλειωσε ακόμα καλύτερα» της είπα χαϊδεύοντας την παιχνιδιάρικα τη μύτη.
    - «Πολύ μου αρέσει όταν έχεις τέτοιες ιδέες» μου είπε σκανταλιάρικα. «Ομολογώ στην αρχή ξαφνιάστηκα όταν μου ζήτησες να σκεφτώ ότι είμαι με τη Χριστιάνα αλλά μετά… αααχ. Ειδικά από το σημείο που άρχισες να μου τις βρέχεις. Παρόλο που ξέρω ότι ήταν παιχνίδι, δεν ξέρω πως να στο πω… Εννοώ… Ούτε κι εγώ δεν ξέρω τι εννοώ. Ένιωθα ταυτόχρονα τύψεις και ερεθισμό που σκεφτόμουν τη Χριστιάνα έστω και αν το έκανα επειδή μου το ζήτησες. Και μετά… οι σφαλιάρες στα πισινά και στο τέλος που με πήρες από πίσω… ήταν… ήταν απογειωτικό.»
    - «Πολύ χαίρομαι που σου άρεσε… γιατί θα ήθελα να επαναληφθεί. Μου αρέσει πολύ το κωλαράκι σου και ακόμα περισσότερο όταν, έστω και δίκην παιχνιδιού, μου δίνεις αφορμή να στο κοκκινήσω και μετά να το πάρω. Και όχι μόνο αυτό…» είπα και σταμάτησα προσπαθώντας να βρω τις λέξεις και το θάρρος, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.
    - «Και τι άλλο;» με ρώτησε.
    - «Σήμερα όλο το βράδυ… ουφ, και πως το λένε αυτό τώρα… σήμερα όλο το βράδυ σε φανταζόμουν στο μυαλό μου να κάνεις σεξ με τη Χριστιάνα. Από τη στιγμή που μου είπες ότι σε ελκύει σεξουαλικά… δε μπορώ να το βγάλω από το μυαλό μου.»
    - «Αυτά σκέφτεσαι βρε διεστραμμένε;» με ρώτησε παιχνιδιάρικα.
    - «Αυτά και άλλα πολλά. Το μυαλό μου είναι τουρλουμπούκι, πραγματικά όμως. Από τη μία η σκέψη να συνευρεθείς ερωτικά με τη Χριστιάνα με κάνει πύραυλο και από την άλλη… είναι… μακάρι και να ‘ξερα τι είναι. Είναι σαν τσίμπημα στο στήθος. Με πληγώνει σα σκέψη. Όχι, η λέξη πληγώνει είναι λάθος. Με ενοχλεί, με εξοργίζει. Είσαι δική μου και δε θέλω να σε μοιραστώ με κανέναν και καμία»
    - «Και ούτε πρόκειται» μου είπε.
    - «Πες μου ειλικρινά, δε θα ήθελες να κάνεις κάτι με τη Χριστιάνα, αν υποθέσουμε ότι έχει και εκείνη ανάλογες προθέσεις;»
    - «Μπορεί αν δεν υπήρχες εσύ. Όμως εσύ υπάρχεις και εκεί τελειώνει η υποθετική κουβέντα. Μπορεί να με ελκύει όπως φαντάζομαι και εσένα μπορεί να σε ελκύει κάποια άλλη γυναίκα αλλά αυτό δε σημαίνει ότι θα κάνω κάτι γι’ αυτό.»
    - «Φοίβη, αν το ήθελες εσύ πραγματικά θα το ήθελα κι εγώ» της είπα.
    - «Ορίστε;» με ρώτησε με απορία.
    - «Δεν ξέρω πως να το πω…Αν θέλεις να το κάνεις η ίδια, αν πραγματικά θέλεις να το κάνεις, θέλω να το κάνεις.»
    - «Ανδρέα, τι λες;» με ρώτησε με ίχνος εκνευρισμού στη φωνή.
    - «Θέλω να είσαι γεμάτη!»
    - «Δε χρειάζομαι τη Χριστιάνα για να είμαι γεμάτη, έχω εσένα βρε μπουνταλά!»
    - «Το ξέρω μωρό μου… δυσκολεύομαι να εκφράσω αυτό που σκέφτομαι, δυσκολεύομαι να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά και να βρω τις κατάλληλες λέξεις. Πρόχειρα, πολύ πρόχειρα, η σκέψη του να ανακαλύψεις αυτή τη μεριά του ερωτισμού σου με τη Χριστιάνα με διεγείρει αλλά κάπως μέσα μου νιώθω ότι αν ήσουν εσύ η ίδια που ήθελες να το κάνεις αυτό, θα μου το έκανε πιο εύκολο να το αποδεχτώ.»
    - «Και αν δε θέλω;»
    - «Τότε δε θέλεις οπότε δε χρειάζεται να το συζητάμε περισσότερο!»
    - «Δε θα σε πείραζε εσύ να είσαι σπίτι σου και εγώ να βγάζω τα μάτια μου με τη Χριστιάνα;»
    - «Δεν είπα αυτό. Είπα ότι θα μου ήταν πιο εύκολο να το αποδεχτώ αν εσύ ήσουν εκείνη που είχες αυτή την επιθυμία. Δεν ξέρω πως να στο πω, θέλω να έχεις από εμένα ό,τι περνάει από το χέρι μου να σου δώσω.»
    - «Μου δίνεις και με το παραπάνω, Ανδρέα μου. Στο είπα… είσαι ό,τι δεν τολμούσα καν να ονειρευτώ και ακόμα παραπάνω. Δε θέλω να κάνω κάτι που θα σε πληγώσει, η ίδια η σκέψη του να σε πληγώσω είναι σα μαχαιριά στην καρδιά μου!»
    - «Μπορεί και να μη με πληγώσεις, αυτό σου λέω. Αν το θέλεις η ίδια… αυτό είναι κάτι που περνάει από το χέρι μου να σου δώσω… δε θέλω να στο αρνηθώ, πώς να στο πω;»
    - «Γιατί;»
    - «Γιατί σ’ αγαπάω τόσο πολύ που θέλω να σου δώσω τα πάντα. ΤΑ ΠΑΝΤΑ! Ναι το ξέρω ότι είμαστε μόλις τρεις μήνες μαζί… αλλά έτσι νιώθω. Ξέρεις τι έχω αρχίσει να πιστεύω; Έχω αρχίσει να πιστεύω ότι είχα τσιμπηθεί μαζί σου από την πρώτη φορά που σε πήρα και χορέψαμε, πριν 3,5 χρόνια. Και απλά δεν το είχα καταλάβει. Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί ότι ήμουν ερωτευμένος μαζί σου από το πρώτο βράδι που βγήκαμε μαζί;»

    Αντί απάντησης ανασηκώθηκε και με φίλησε με πάθος.

    - «Έτσι κι αλλιώς αυτή είναι θεωρητική συζήτηση. Εννοώ πως ακόμα και αν η Χριστιάνα έχει παρόμοια με τα δικά μου γούστα, γιατί να θέλει να μπει σε μια τέτοια διαδικασία; Δεν είμαι ελεύθερη και ούτε σκοπεύω να μείνω μόνο και μόνο για να ερευνήσω αυτή μου την πλευρά. Η Χριστιάνα γιατί να το κάνει; Γιατί να μπει σε κάτι που δεν έχει κανένα μέλλον;»
    - «Μπορεί και εκείνη απλά να θέλει να δοκιμάσει, πού ξέρεις; Εννοώ το να φασωθείς μια φορά με κάποιον δε σημαίνει ντε και σώνει ότι θέλεις να κάνεις σχέση μαζί του. Όπως και να έχει αυτό με ένα τρόπο μαθαίνεται.»
    - «Όχι!»
    - «Αν δε θέλεις, τότε δε χρειάζεται να το συζητάμε. Αν όμως έστω και ένα μικρό μέρος του εαυτού σου θέλει να το δοκιμάσει… Άκου, έχω μια ιδέα. Βγες μερικές φορές μαζί της, δες αν έχεις χημεία και αν και η ίδια έχει διάθεση να δοκιμάσει κάτι χωρίς δεσμεύσεις. Μην προχωρήσεις παραπάνω από ένα φιλί. Αν… αν δω ότι αυτό δεν το αντέχω, τότε δεν το συνεχίζεις.»
    - «Δεν ξέρω… δεν μπορώ να σκεφτώ… Ανδρέα δε θέλω να γίνει κάτι και να πληγωθείς. Φοβάμαι, τρέμω στη σκέψη. Και έπειτα… έχω αρχίσει και τη συμπαθώ τη Χριστιάνα, δε θέλω να βάλω σε ρίσκο τη φιλία που πάει να αναπτυχθεί μεταξύ μας»
    - «Εντάξει μωρό μου, δεν επιμένω. Θέλω να κάνεις αυτό που θέλεις εσύ, αν προτιμάς να μείνεις στο φιλικό επίπεδο με τη Χριστιάνα, τότε μείνε εκεί. Αν θελήσεις αργότερα να διερευνήσεις και άλλες προοπτικές εδώ είμαστε και το συζητάμε. Σε αγαπάω και θέλω… θέλω να έχεις τα πάντα που μπορώ να σου δώσω.»
    - «Σε θέλω» μου είπε.

    Τη φίλησα τρυφερά και άρχισα να τη χαϊδεύω απαλά στο στήθος και μετά κατέβασα σιγά-σιγά το χέρι μου και το πέρασα κάτω από την πιτζάμα και το κιλοτάκι της και έπαιξα απαλά στα δάχτυλά μου την κλειτορίδα της. Έβαλα το δάχτυλό μου μέσα της, ήταν μούσκεμα. Τη σήκωσα και τη βοήθησα να βγάλει μπλούζα, πιτζάμα και κιλοτάκι και έμεινε γυμνή. Μου κατέβασε το μποξεράκι και με πήρε στο στόμα της μέχρι που μου έγινε και πάλι κατάρτι.

    Τη σταμάτησα και την έφερα δίπλα μου. Ανέβηκα από πάνω της και με το ένα μου χέρι οδήγησα το όργανό μου μέσα στον κόλπο της. Τα πόδια της με αγκάλιασαν τραβώντας με προς το μέρος της. Την κοίταξα στα μάτια και άρχισα να κινούμαι αργά και ρυθμικά μέσα της. Οι ματιές μας δεν έχασαν ούτε στιγμή η μία την άλλη, έκαναν έρωτα η μία στην άλλη με τον ίδιο τρόπο που έκανα έρωτα στη Φοίβη μου.

    Δεν υπήρχε τίποτα στον κόσμο πέρα από τα μάτια της και τις εκφράσεις του προσώπου της όση ώρα δινόμασταν ο ένας στον άλλον. Ήταν απαλό, ήταν τρυφερό, ήταν στοργικό, ήταν υπέροχο. Δεν τέλειωσε κανείς από τους δυο μας και για πρώτη φορά πραγματικά συνειδητοποίησα αυτό που μου είχε πει ξανά και ξανά προσπαθώντας να μετριάσει την απογοήτευσή μου κάθε φορά που δεν τελείωνε.

    Δεν είχε σημασία. Εκείνη τη στιγμή ο οργασμός δεν ήταν παρά ένα μικρό ασήμαντο κερασάκι. Ο έρωτας που κάναμε ήταν η τούρτα, ήταν εξίσου υπέροχη και χωρίς αυτό.

    Ο ύπνος μας βρήκε και τους δύο αγκαλιασμένους γυμνούς.

    Την επόμενη το πρωί όταν άνοιξα τα μάτια μου η Φοίβη ήταν στο ενιαίο χώρο που ήταν σαλόνι και κουζίνα και έφτιαχνε πρωινό. Κοίταξα το ρολόι μου, ήταν 08:15. Σηκώθηκα από το κρεββάτι και φόρεσα ένα μπλουζάκι γιατί έκανε ψύχρα. Πριν πάω να πλυθώ και να κάνω την πρωινή μου τουαλέτα πήγα μέσα και αγκάλιασα από πίσω τη Φοίβη που εκείνη τη στιγμή έκοβε τη ντομάτα για τα τοστ και τη φίλησα στο σβέρκο. Γύρισε και μου χαμογέλασε.

    - «Καλημέρα μωρό μου!»
    - «Καλημέρα κοριτσάρα μου!» της είπα και δίνοντάς της ακόμα ένα πεταχτό φιλάκι πήγα στην τουαλέτα. Όταν τέλειωσα και με το πλύσιμο των δοντιών γύρισα μέσα.
    - «Φοίβη μου, πήγαινε να ντυθείς, θα στύψω εγώ την πορτοκαλάδα» της είπα.
    - «Σε ευχαριστώ μωρό μου. Έχε σε παρακαλώ το νου σου στα τοστ!» συμπλήρωσε και πήγε στο δωμάτιο.

    Όταν τέλειωσα με το στύψιμο έβγαλα και τα τοστ που στο μεταξύ είχαν γίνει και τα έβαλα σε δυο πιατάκια και τα άφησα στο τραπέζι της κουζίνας μαζί με τα ποτήρια με την πορτοκαλάδα. Τις Τρίτες ξεκινούσαμε στις 11:00 και οι δύο οπότε τα καφεδάκια μας θα τα πίναμε στο κυλικείο. Πήγα στο δωμάτιο, η Φοίβη είχε βγάλει το μπλουζάκι που φορούσε και ήταν γυμνή από πάνω μπροστά από τη ντουλάπα της.

    Χωρίς να χάσω ούτε στιγμή, πήγα από πίσω της και φιλώντας την στο σβέρκο της κατέβασα το κιλοτάκι.

    - «Ορεξούλες;» μου είπε παιχνιδιάρικα.

    Αντί απάντησης, γονάτισα και άρχισα να γλείφω το κωλαράκι της. Λάτρευα την αλμύρα του κορμιού της σε εκείνο το σημείο μα πάνω απ’ όλα λάτρευα την αίσθηση του πόσο το απολάμβανε. Σηκώθηκα και την έβαλα να ξαπλώσει στην άκρη του κρεβατιού. Έφερα το πόδι της στο στόμα μου και άρχισα να της πιπιλάω τα δάχτυλα. Ξεκίνησα να γλείφω την πατούσα της και μετά την καμάρα της. Μετά έφερα το άλλο πόδι στο στόμα μου και επανέλαβα την κίνηση.

    Γλείφοντάς και φιλώντας την στα πόδια ανέβηκα προς τα πάνω μέχρι που έφτασα στο μουνάκι της. Έτριψα το πρόσωπό μου στην υγρασία της και μετά πέρασα τη γλώσσα μου απαλά πάνω από την κλειτορίδα της, κερδίζοντας ένα στεναγμό ηδονής. Μετά την πήρα στα χείλη μου και άρχισα να πιπιλάω και να τη γλείφω ενώ ταυτόχρονα έχωσα δύο δάχτυλα στον κόλπο της, κάνοντάς την να της ξεφύγουν και πάλι φωνούλες ηδονής.

    Τράβηξα τα χέρια μου και μη σταματώντας ούτε στιγμή να την πιπιλάω τα έφερα πάνω της και τη χούφτωσα με δύναμη και στα δύο στήθη. Της τσίμπησα δυνατά τις ρώγες και αυτή τη φορά η φωνή της ήταν μείξη πόνου και ηδονής. Σταμάτησα να ασχολούμαι με τα στήθη της και της έβαλα και πάλι δύο δάχτυλα μέσα της. Μετά -και μη σταματώντας ούτε στιγμή το παιχνίδι της γλώσσας, των χειλιών και των δοντιών μου με την κλειτορίδα της, έβαλα μέσα στον κόλπο της τον αντίχειρά και μέσα στο κωλαράκι της τον δείκτη.

    - «ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΧ» φώναξε, αυτή τη φορά οι κραυγές της ήταν πιο δυνατές. Η στάση ομολογώ ότι δεν ήταν ιδιαίτερα βολική και το χέρι μου είχε αρχίσει να κουράζεται, ωστόσο δε σταμάτησα ούτε στιγμή. Ένιωσα το σώμα της να τραντάζεται, τεντώθηκε σαν τόξο και το χέρι της που είχε όλη αυτή την ώρα στο κεφάλι μου, κόντεψε να μου ξεριζώσει το μαλλί από το σφίξιμο.

    - «ΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΧ Ανδρέα… ΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ Ανδρέα μου»

    Αυτή τη φορά δε με πιτσίλησε, δεν το έκανε πάντα, ούτε είχα καταλάβει τι διαφορετικό γινόταν κάθε φορά που την κατάφερνα να το κάνει. Σύμφωνα με την ίδια η ένταση του οργασμού της δεν ήταν διαφορετική ανάλογα με τον αν πιτσιλάει ή όχι οπότε το ερώτημα δεν είχε παρά ακαδημαϊκό χαρακτήρα.

    - «Ανδρέα μου, όχι άλλο… ΑΑΑΧ σταμάτα σε παρακαλώ» μου είπε και σταμάτησα. Σήκωσα το κεφάλι μου και της χαμογέλασα ενώ εκείνη κοιτούσε το άπειρο. Αυτή ήταν η ανταμοιβή μου, οι φωνές του οργασμού της και το απλανές βλέμμα της μετά από αυτόν.

    Τη φίλησα απαλά στο μουνάκι και σηκώθηκα προς τα πάνω της και τη φίλησα και στο στόμα. Με άρπαξε από το σβέρκο και με κόλλησε πάνω της. Μετά πήγε να κατέβει προς τα χαμηλά μου, μάλλον έχοντας σκοπό να με πάρει στο στόμα της, αλλά τη σταμάτησα.

    - «Όχι τώρα… έχω μια καλύτερη ιδέα!»
    - «Τι ιδέα;» με ρώτησε.
    - «Στο πανεπιστήμιο… στις τουαλέτες» της είπα σκανταλιάρικα.
    - «Χμμμ» μου είπε και με κοίταξε με ανεξιχνίαστο βλέμμα.
    - «Έλα μάτια μου, ντύσου να πάμε να φάμε το πρωινό μας» της είπα και με τη σειρά μου έβγαλα το κοντομάνικο που φορούσα και πήγα και το άφησα στο καλάθι με τα άπλυτα. «Φοίβη, θα πρέπει να πάμε τα ρούχα για πλύσιμο» είπα, το καλάθι στο σπίτι της είχε γεμίσει και ομοίως κόντευε να γεμίσει και αυτό στο δικό μου. «Αύριο έχω κενό 14:00 – 16:00, θα τα κατεβάσω εγώ στο καθαριστήριο» συνέχισα.
    - «Σ’ ευχαριστώ μωρουλίνι μου» την άκουσα να λέει από μέσα.

    Πήγα στην κουζίνα και πήρα μια μεγάλη σακούλα και γύρισα στην τουαλέτα και άδειασα το καλάθι με τα άπλυτα. Έκλεισα τη σακούλα καλά και πήγα και την άφησα μπροστά από την πόρτα για να μην την ξεχάσουμε φεύγοντας.

    Γύρισα στο δωμάτιο, η Φοίβη είχε ντυθεί με ένα μαύρο τζιν και από πάνω με ένα μακρυμάνικο μπλουζάκι που κούμπωνε μπροστά. Της ξεκούμπωσα ένα κουμπί και μου χαμογέλασε όπως πάντα. Έβαλε τις κάλτσες της και φόρεσε τις παντόφλες, τα παπούτσια τα αφήναμε στην παπουτσοθήκη δεξιά από την είσοδο. Φόρεσα και εγώ το τζιν μου και μια μακρυμάνικη μπλούζα. Γυρίσαμε και καθίσαμε στο τραπέζι της κουζίνας να φάμε το πρωινό μας.

    - «Φοίβη, σήμερα το βράδυ θέλω να κάνουμε μπανάκι παρέα, οπότε μετά τη Χριστιάνα θα γυρίσουμε σπίτι μου.»
    - «Εντάξει μωρό μου.»
    - «Τι μαθήματα έχεις σήμερα;»
    - «Σήμερα έχω Φυσική-Ι και ασκήσεις απειροστικού και μετά Pascal. Ευτυχώς που τις είχα λύσει την Κυριακή. Έχω ωστόσο να διαβάσω Ψηφιακή και Γραμμική, οπότε αν δε σε πειράζει, στις 17:00 που θα τελειώσω θα έρθω εδώ.»
    - «Ωραία, ξεκινάς χωρίς εμένα και εγώ θα έρθω όταν τελειώσω στις 18:00. Ό,τι προλάβω και μετά πάμε Χριστιάνα και μετά σπίτι μου.»
    - «Ωραία!» μου είπε και ήπιε τις δυο-τρεις γουλιές που της είχαν μείνει από την πορτοκαλάδα της.

    Τέλειωσα κι εγώ το πρωινό μου και η Φοίβη πήρε πιάτα και ποτήρια και τα έπλυνε στα γρήγορα. Κόντευε να πάει 09:00, βάλαμε τα παπούτσια μας και πήρα και τη σακούλα με τα άπλυτα. Αν δεν είχα να αφήσω τα άπλυτα στο σπίτι μου, θα είχαμε πάει με τα πόδια, το σπίτι της είναι σχεδόν δίπλα στο Πανεπιστήμιο. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και τρία λεπτά αργότερα σταμάτησα μπροστά από το σπίτι μου. Η Φοίβη δεν κατέβηκε, κατέβηκα μόνο εγώ και πήγα και άφησα τη σακούλα δίπλα από το δικό μου καλάθι με τα άπλυτα.

    Σε δύο λεπτά ήμασταν στο Πανεπιστήμιο. Πάρκαρα στα άσπρα κτήρια και πήγαμε στο Πανεπιστήμιο από την κάτω είσοδο, που ήταν και το κυλικείο. Τα μαθήματα άρχιζαν στις 09:00 οπότε είχε πολύ κόσμο ουρά για να πάρει καφέ. Καθίσαμε σε ένα τραπέζι και περιμέναμε, δεδομένου ότι αμφότεροι ξεκινούσαμε σήμερα στις 11:00 δεν είχαμε λόγο να βιαζόμαστε.

    Ενώ περιμέναμε ήρθε και η Ελένη.

    - «Καλημέρα!» μας είπε και κάθισε.
    - «Καλημέρα» της απαντήσαμε και οι δύο. «Ο Τάσος;» τη ρώτησε η Φοίβη.
    - «Ο Τάσος έχει διδασκαλία ασκήσεων απειροστικού-ΙΙ στις 09:00, δεν προλάβαινε!»
    - «Έτσι θα πάει, χωρίς καφέ;»
    - «Λογικά θα έχει πάρει, χθες το βράδυ πριν φύγει μου είπε ότι θα ανέβει νωρίς σήμερα, είχε να κάνει κάποια δουλειά στο γραφείο του.»

    Πήραμε τα καφεδάκια μας και συζητώντας περί ανέμων και υδάτων η ώρα πήγε 11:00, οπότε η Φοίβη πήγε στο μάθημά της και εγώ με την Ελένη στο δικό μας.

    - «Στις 15:00 θα με περιμένεις στη Θ’» είπα στη Φοίβη.
    - «Έχω Pascal στις 15:00» μου είπε.
    - «Δε θα αργήσουμε» της είπα κλείνοντάς της το μάτι, κάνοντάς την να κοκκινήσει ελαφρά.

    Η ώρα πέρασε βασανιστικά αργά αλλά επιτέλους πήγε 15:00. Η Φοίβη ήταν εκεί που είχαμε πει.

    - «Ακολούθησε με» της είπα. Ανεβήκαμε στον πάνω όροφο που ήταν τα γραφεία των Καθηγητών και των μεταπτυχιακών. Είχα πει στον Τάσο να μου δώσει το κλειδί του γραφείου του και του είχα καταστήσει σαφές ότι αν εμφανιστεί απροόπτως θα τον κάνω Jimmy Hofa και επειδή ήξερε από νεότερη Αμερικάνικη ιστορία το έπιασε το υπονοούμενο. Πήγα στο γραφείο του Τάσου και ξεκλείδωσα. Το γραφείο ήταν μικρό αλλά γι’ αυτό που είχα στο νου μου δεν χρειαζόταν και ιδιαίτερος χώρος.
    - «Πού είμαστε;» με ρώτησε η Φοίβη.
    - «Στο γραφείο του Τάσου!»
    - «Και ο Τάσος;»
    - «Μακριά από εδώ, το καλό που του θέλω!» της είπα. Κλείδωσα στα γρήγορα την πόρτα και μετά όρμισα πάνω της κολλώντας την στον τοίχο.

    Η Φοίβη ξαφνιάστηκε στην αρχή από το πάθος μου αλλά γρήγορα μπήκε στο νόημα και ανταποκρίθηκε. Έχοντας την κολλημένη στον τοίχο της σήκωσα τα χέρια και τα κόλλησα και αυτά πάνω του, κρατώντας τα με το ένα μου χέρι. Με το άλλο χούφτωσα πάνω από τη μπλούζα της το δεξί της στήθος με δύναμη και άρχισα να το μαλάζω δυνατά, ενώ η γλώσσα μου εξερευνούσε το στόμα της. Κρατώντας πάντα σταθερά με το χέρι μου τα χέρια της κολλημένα στον τοίχο, άφησα το στήθος της και κατέβασα το χέρι μου κάτω και -με κάποια δυσκολία, το ομολογώ- της ξεκούμπωσα το παντελόνι και πέρασα το χέρι μου μέσα της και τη χούφτωσα πάνω από το κιλοτάκι στην αρχή και μετά, βάζοντάς το μέσα, βούτηξα το δάχτυλό μου στον κόλπο της. Η Φοίβη προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να πνίξει τα βογγητά της, κρίνοντας από την κατάσταση της ρόγας της και της υγρασίας στον κόλπο της, είχε γίνει πύραυλος.

    Της άφησα τα χέρια και έλυσα τη ζώνη μου και κατέβασα το παντελόνι και το μποξεράκι. Την πίεσα ελαφρά στους ώμους και πιάνοντας το υπονοούμενο γονάτισε μπροστά μου. Την έπιασα από το κεφάλι και την κράτησα ακίνητη και έσπρωξα το όργανό μου προς το μέρος της. Το στόμα της άνοιξε πρόθυμα και με πήρε όλο μέσα του, μέχρι τη ρίζα. Άρχισα να κινούμαι σιγά μέσα στο στόμα της από την άκρη μέχρι τη ρίζα. Η Φοίβη είχε κλείσει τα μάτια. Συνεχίζοντας να την κρατάω από το κεφάλι άρχισα να επιταχύνω το ρυθμό μου. Η αίσθηση του οργάνου μου στο στόμα της ήταν το κάτι άλλο αλλά ο τρόπος και το μέρος που το κάναμε το απογείωνε. Παρά το γεγονός ότι ήμουν τόσο καυλωμένος που σχεδόν πονούσα, συνεχίσαμε με αυτό το ρυθμό γύρω στα δέκα λεπτά.

    Ένιωσα το τέλος να έρχεται και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα τελευταίο βογγητό, καθώς έμεινα ακίνητος μέσα στο στόμα της και το όργανό μου ξεκίνησε τους σπασμούς, γεμίζοντάς το στόμα της με αλλεπάλληλες ριπές σπέρματος. Ακόμα και όταν άδειασα τελείως, η Φοίβη συνέχισε να παίζει το όργανό μου με τη γλώσσα της και όταν τραβήχτηκα έξω έδωσε στο κεφαλάκι ένα απαλό φιλί. Μετά σήκωσε το βλέμμα της πάνω μου. Δεν είχα ιδέα πώς ήταν το βλέμμα μου αλλά φαντάζομαι κάτι του στυλ «αυτός τώρα μιλάει με το Θεό».

    Σηκώθηκε και τη φίλησα με πάθος στο στόμα. «Και τώρα μπορείς να πας στο μάθημά σου» της είπα και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα γελάκι. «Τα λέμε σπίτι σου στις 18:00, μωρό μου»
    - «Όχι!» μου είπε παραπονιάρικα. «Θα τα πούμε και στις 16:00 και στις 17:00, έτσι θα με αφήσεις;»
    - «ΙΙΙΙΙΙ! Είμαι απαράδεκτος!» της είπα με χαμηλωμένο το κεφάλι.
    - «Και θα τιμωρηθείς» μου δήλωσε με σιγουριά.
    - «Αρκεί να μην αργήσουμε να πάμε στη Χριστιάνα» της είπα νιώθοντας ωστόσο ένα περίεργο μυρμήγκιασμα στη σκέψη του πώς θα είναι η τιμωρία. Δεν είχα φανταστεί ποτέ τον εαυτό μου να της τρώει από κάποιον αλλά η ιδέα να μου το κάνει αυτό η Φοίβη… μμμμμμμ. «Πώς θα με τιμωρήσεις;»
    - «Θα δεις!» μου είπε και με άφησε στη γλυκιά αγωνία.

    Τα είπαμε και στα δύο διαλείμματα και στις 17:00 με φίλησε με τόσο πάθος -λες και θα έκανε κανένα χρόνο να με δει, ξέρω γω- και κίνησε για το σπίτι της. Εγώ γύρισα στο μάθημά μου αλλά το μυαλό μου ήταν αλλού. Ειδικά η ώρα μεταξύ 17:00 – 18:00 φάνηκε σα να διαρκεί δυο-τρεις αιώνες παρόλο που το bioinformatics ήταν από τους αγαπημένους μου τομείς. Δεν είχα αποφασίσει ακόμα πιο τομέα θα ακολουθούσα στο μεταπτυχιακό, με τραβούσαν με την ίδια ένταση γενετική μηχανική, εξελικτική βιολογία και bioinformatics αν και ομολογώ ότι η εργασία μου στο ΙΤΕ ήταν κυρίως στον πρώτο τομέα.

    Στις 18:00 έφυγα σα σίφωνας προς τα άσπρα κτίρια που είχα παρκάρει και σε τρία λεπτά ήμουν σπίτι της. Ο Σίμπα μου έκανε τις συνηθισμένες του χαρές και με δαύτον μπερδεμένο στα πόδια μου -και με τη βιασύνη που είχα- απορώ πως δε φάγαμε τα μούτρα μας.

    Μου είχε αφήσει το κλειδί στην πόρτα. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα και έβγαλα τα παπούτσια μου. Η Φοίβη καθόταν στον καναπέ φορώντας μόνο ένα μωβ δαντελωτό φανελάκι το οποίο τόνιζε τα στήθη της με τρόπο που με ξετρέλαινε και από κάτω το ασορτί δαντελωτό κιλοτάκι. Ήταν καθισμένη όλη στον καναπέ κρατώντας αγκαλιά τα πόδια της. Δε μου μίλησε, μου έκανε νόημα με το δάχτυλο να την πλησιάσω, πράγμα που έκανα σα μαγνητισμένος.

    Μου πέταξε ένα μαξιλάρι στο πάτωμα και πιάνοντας το υπονοούμενο γονάτισα πάνω του. Γύρισε προς το μέρος μου και μου άπλωσε το πόδι της. Πήρα όλα τα δάχτυλα στο στόμα μου και άρχισα να τα γλείφω και να τα φιλάω. Συνέχισα να το κάνω μέχρι που η ίδια με σταμάτησε και μου έδωσε το άλλο της πόδι στο οποίο είχε επανάληψη.

    - «Πήγαινε στο ντουλάπι και φέρε μου το μαύρο μου το τσαντάκι» με διέταξε και σηκώθηκα από το μαξιλάρι και πήγα και της το έφερα και της το έδωσα. Σηκώθηκε και ξυπόλητη πήγε και κάθισε στο τραπέζι. Έβγαλε το βιβλίο της Γραμμικής και ένα τετράδιο. Μετά άνοιξε το τσαντάκι και μου έδωσε ένα μπουκαλάκι και βαμβάκι. «Περιποιήσου τα πόδια μου. Πρώτα θα τα ξεβάψεις και μετά θα τα βάψεις με το χρώμα που θα σου πω» μου είπε. Πήρα το μαξιλάρι και κάθισα πάνω του. Το όργανό μου πήγαινε να σπάσει μέσα στο παντελόνι μου. Η Φοίβη χωρίς να μου ρίξει άλλη ματιά γύρισε προς το πλάι και άρχισε να γράφει.

    Όταν τέλειωσα και με το τελευταίο δάχτυλο χωρίς να μου μιλήσει μου έδωσε δύο βερνίκια.

    - «Το κρεμ θα το απλώσεις σε όλο το νύχι εκτός από την άκρη. Την άκρη θα τη βάψεις με αυτό» μου είπε και μου έδειξε ένα άλλο βερνίκι, άσπρο.
    - «Μάλιστα» της είπα και έβαλα βαμβάκι ανάμεσα στα δάχτυλά της. Ξεκίνησα από το μεγάλο δάχτυλο και το έβαψα προσεκτικά στην άκρη με το άσπρο μανό. Ο καλός Θεούλης με είχε προικίσει με εξαιρετικά σταθερό χέρι -αχ, το όνειρό μου να γίνω χειρουργός- και όταν τέλειωσα με το άσπρο έπιασα το κρεμ και το άπλωσα στρωτά. Όταν τέλειωσα επιθεώρησα προσεκτικά τη δουλειά μου.
    - «Καλό είναι;» τη ρώτησα. Κοίταξε το πόδι της προσεκτικά.
    - «Εξαιρετικό, ευχαριστώ Ανδρέα μου» μου είπε χαμογελαστή.
    - «Ωραία» χαμογέλασα κι εγώ και έπιασα να κάνω το επόμενο. Όσο μικρότερο ήταν το νύχι τόσο περισσότερο παιδευόμουν αλλά δεν το έβλεπα καθόλου σαν αγγαρεία. Αν αυτό ήταν …τιμωρία, θα προσπαθούσα να είμαι άτακτος όλη την ώρα!

    Το γεγονός ότι η ίδια συνέχισε να διαβάζει χωρίς να μου δίνει σημασία με έκανε να νιώθω ότι την υπηρετώ και εκεί που ο παλιός Ανδρέας θα άρχιζε τα καντήλια, ο Ανδρέας της Φοίβης ένιωθε την καρδιά του να χοροπηδάει μέσα στο στέρνο του.

    Όταν τέλειωσα με τα πόδια της μου έδωσε και της έκανα με τον ίδιο τρόπο και τα χέρια αλλά αυτή τη φορά δε μπορούσε να γράφει, οπότε αρκέστηκε στο διάβασμα, γυρνώντας σε κάθε χέρι την καρέκλα της για να τη βολεύει στο γύρισμα της σελίδας.

    Το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικό. Η Φοίβη είχε όμορφα, μακριά και λεπτά δάχτυλα και ο συνδυασμός που είχε επιλέξει -τότε δεν ήξερα ότι λέγεται Γαλλικό- ήταν υπέροχος. Ανυπομονούσα να στεγνώσουν τα πόδια της για να τα ξαναπάρω στο στόμα μου.

    Στο τέλος η Φοίβη έκανε κάτι ακόμα καλύτερο. Με έβαλε να ξαπλώσω ανάσκελα στο πάτωμα με το μαξιλάρι και ακούμπησε πάνω μου τα πόδια της σα να ήμουν υποπόδιο. Αυτό ήταν τιμωρία… όχι γιατί δε μου άρεσε, ΤΟ ΛΑΤΡΕΨΑ, αλλά το όργανό μου την είχε ακούσει στέρεο.

    Και η τιμωρία είχε συνέχεια… δεν το ήξερα αλλά εκείνη την ημέρα θα ζούσα την πρώτη μου στέρηση οργασμού.

    Αχ, Φοίβη!

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  3. D Q Juls

    D Q Juls Αρχή...Διαδρομή...Ηδονή...

    Τόσο "φρέσκο" και "δροσερό". Μου βγάζει μια εφηβική γλύκα!  
     
  4. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 16ο

    (Φοίβη)

    Ένιωθα περίεργα, όμορφα περίεργα. Ο Ανδρέας στα πόδια μου έκανε το υποπόδιο και εγώ προσπαθούσα να συγκεντρωθώ στο διάβασμά μου, πράγμα όχι ιδιαίτερα εύκολο. Έστω και αν ξέραμε και οι δυο μας ότι δεν ήταν παρά ένα παιχνίδι, η εξουσία που είχα πάνω του αυτή τη στιγμή ήταν απίστευτα ηδονική. Ήταν πολύ μπερδεμένο μέσα μου καθώς στο γραφείο του Τάσου είχε συμβεί ακριβώς το αντίθετο και μέσα μου δεν μπορούσα να αποφασίσω ποιο μου άρεσε περισσότερο.

    Ήταν τόσο ίδιο και συνάμα τόσο διαφορετικό. Λάτρευα να του δίνομαι όπως λάτρευα να μου δίνεται. Είχα γονατίσει μπροστά του στο γραφείο του Τάσου με την ίδια προθυμία που έδειχνε αυτή τη στιγμή ο Ανδρέας ξαπλωμένος κάτω έχοντας τα πόδια μου πάνω του. Στο γραφείο του Τάσου ένιωθα πως ό,τι και αν μου ζητούσε θα το έκανα με τον ίδιο τρόπο που εδώ και λίγη ώρα ο Ανδρέας έκανε ό,τι του ζητούσα.

    Ίσως γι’ αυτό ταιριάζαμε τόσο πολύ, το πόσο μας γέμιζε να προσφέρουμε ο ένας στον άλλον, ενώ ταυτόχρονα μοιραζόμασταν τα πάντα λες και ήμασταν χρόνια μαζί. Από το πρώτο βράδυ που με φίλησε στη Χιτζάζ, δεν είχε περάσει ούτε μια νύχτα που να μην είμαστε μαζί. Μαζί κοιμόμασταν, μαζί ξυπνούσαμε, μαζί διαβάζαμε και κοντά του δεν υπήρχε ούτε μια βαρετή στιγμή. Ακόμα και αν δεν κάναμε τίποτα και μόνο η παρουσία του ήταν αρκετή για να νιώθω γεμάτη.

    Η ιδέα της συνεύρεσης με τη Χριστιάνα ήταν περισσότερο δική του «εμμονή» -αν μου επιτρέπεται η έκφραση- παρά δική μου. Δε λέω, ένιωθα φυσική έλξη για τη Χριστιάνα και, παραδέχομαι, περιέργεια να εξερευνήσω κάθε πτυχή του ερωτισμού μου -που μέχρι τρεις μήνες πριν κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου- αλλά όχι στο βαθμό του να νιώσω ότι πρέπει να κάνω κάτι γι’ αυτό. Μου είπε χθες το βράδυ πως αν το ήθελα πραγματικά θα το ήθελε και εκείνος αλλά η αλήθεια είναι ότι μάλλον το ανάποδο συνέβαινε, περισσότερο το σκεφτόμουν επειδή το ανέφερε ο ίδιος παρά μόνη μου.

    - «Ανδρέα μου, σήκω από το πάτωμα» του είπα.
    - «Γιατί; Καλά κάθομαι!» μου απάντησε και μου έβγαλε τη γλώσσα.

    Ουφ!

    Είχα ορέξεις πάλι. Θα προτιμούσα αντί να μου κάνει το υποπόδιο να μου κάνει στοματικό. Χμμμ…

    Τράβηξα τα πόδια μου από πάνω του. Υλοποιώντας την ιδέα που μου ήρθε εκείνη τη στιγμή, κατέβασα στα γρήγορα παντελόνι και το κιλοτάκι και κάθισα πάνω του, ανοίγοντας τα πόδια μου και φέρνοντας το αιδοίο μου στο πρόσωπό του. Με κοίταξε χαμογελαστός και μπαίνοντας στο νόημα άρχισε να με πιπιλάει και να με γλείφει. Έκλεισα τα μάτια μου και αφέθηκα στην περιποίηση που μου πρόσφερε το στόμα του. Με άρπαξε από τα κωλομέρια και σχεδόν με έσφιξε πάνω στο πρόσωπό του.

    Το κορμί μου είχε μυρμηγκιάσει και πάλι. Αυτό… αχ…

    - «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» φώναξα μη μπορώντας να συγκρατηθώ μεγαλώνοντας ακόμα περισσότερο τον ενθουσιασμό του Ανδρέα. «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» φώναξα πάλι όταν ένιωσα το δάχτυλό του να μπαίνει βαθιά πίσω μου.

    Την πρώτη φορά που μου είχε πει ότι είχε φαντασιωθεί τον απαυτό μου είχα νιώσει έντονη αμηχανία και να που τώρα το δάχτυλο του μέσα του πολλαπλασίαζε την απόλαυση που μου πρόσφερε το στόμα του.

    Έχασα οποιαδήποτε αίσθηση του χρόνου, υπήρχε μόνο η αίσθηση της γλώσσας και των χειλιών του στην κλειτορίδα μου και τον κόλπο μου και του δάχτυλού του που μπαινόβγαινε στην πίσω τρυπούλα μου. Ένιωσα πάλι σα να με διαπερνά ρεύμα και με το πίσω μέρος του χεριού μου έκλεισα το στόμα μου και… η έκρηξη, ΘΕΕ ΜΟΥ!

    - «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΧ Ανδρέα μου…. ΑΧ ΑΧ ΑΧ Ανδ…. ΑΑΑΑΑΑΧ Ανδρέαααααα ΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ ΑΑΑΑΧ» φώναξα καθώς το χέρι που σχεδόν δάγκωσα δεν κατάφερε να πνίξει τα βογγητά και τους στεναγμούς ηδονής μου.

    Τα πόδια μου έτρεμαν, με μεγάλη δυσκολία κατάφερα να σηκωθώ από πάνω του.

    - «Μω… μωρό μου…» είπα ξέπνοη.
    - «Σου άρεσε, καρδούλα μου;»
    - «Αχ… Δεν… αχ… Ήταν… Θεέ μου… Σ’ ευχαριστώ Ανδρέα μου… Σ’ ευχαριστώ!»

    Χαμογελώντας, από το ένα αυτί μέχρι το άλλο, σηκώθηκε και με κοίταξε στα μάτια.

    - «Σ’ αγαπάω» μου είπε απλά.
    - «Σ’ αγαπάω» του απάντησα και ξάπλωσα το κεφάλι μου στο στέρνο του ενώ τα χέρια του με αγκάλιασαν χαϊδεύοντάς με τρυφερά στην πλάτη.

    Με τούτα και με κείνα είχε πάει 19:15 και στις 20:00 έπρεπε να είμαστε στη Χριστιάνα. Είχα ανάψει το θερμοσίφωνα όταν είχα έρθει, καθώς σήμερα είχε συννεφιά, οπότε χωρίς άλλη καθυστέρηση μπήκαμε και οι δύο στο μπάνιο.

    Ο Ανδρέας όπως πάντα με έλουσε και με έτριψε από την κορυφή μέχρι τα νύχια, τα υπέροχα βαμμένα από εκείνον νύχια. Του είχα τάξει τιμωρία και υποτίθεται ότι του είχα ζητήσει να μου ξεβάψει και να μου βάψει μετά -με γαλλικό παρακαλώ!- τα νύχια σαν μικρή αγγαρεία -η ίδια το βαριόμουν πολύ!- αλλά το είχε κάνει με τόσο ενθουσιασμό που κατάλαβα ότι εκείνος μόνο ως αγγαρεία δεν το έκανε. Μετά τον έβαλα να μου κάνει το υποπόδιο και ο κύριος είχε κάτσει του καλού καιρού και μου χάιδευε και μου έγλειφε τα πόδια.

    Χμμμ… μου έμενε κάτι ακόμα! Είχα έμπνευση σήμερα.

    Γονάτισα και τον πήρα στο στόμα μου και άρχισα να τον ρουφάω και να τον γλείφω με ενθουσιασμό. Το έκανα για αρκετή ώρα έχοντας επικεντρωθεί στις ανάσες του και στην αίσθηση του οργάνου του στο στόμα μου, είχα μάθει να καταλαβαίνω πότε πλησίαζε το τέλος, τόσο από τις ανάσες όσο και από τον τρόπο με τον οποίον δονούνταν το όργανό του πριν αρχίσει τους τελικούς του σπασμούς. Όταν ένιωσα ότι πλησιάζουμε σε εκείνο το σημείο τραβήχτηκα.

    - «Για τιμωρία δε θα τελειώσεις σήμερα!» του είπα.
    - «Θα με αφήσεις έτσι;» μου είπε παραπονιάρικα και παραλίγο να τον ξαναπάρω στο στόμα μου αλλά έστω και με τα χίλια ζόρια έδειξα χαρακτήρα.
    - «Τιμωρία που ήθελες να με αφήσεις χωρίς αγκαλίτσα στα διαλείμματα» του είπα.
    - «Συγνώμη μωρό μου» μου είπε και με έσφιξε πάνω του και με φίλησε. «Δε θα το ξανακάνω, στο υπόσχομαι!» μου είπε κάνοντάς με να λιώσω.
    - «Άντεεεε» του είπα παραπονογλυκουλινιάρικα.

    Και παραλίγο να κάνουμε έρωτα μέσα στο μπάνιο αλλά αυτή τη φορά ήταν ο Ανδρέας που έδειξε χαρακτήρα.

    - «Αφενός είμαι τιμωρία και δεν είμαι σίγουρος ότι δε θα τελειώσω με το που μπω μέσα σου και αφετέρου μας περιμένουν! Μην πάμε με άδεια χέρια, να πάμε να πάρουμε και κανένα γλυκό!»
    - «Έχεις δίκιο μωρουλίνι μου»

    Σκουπιστήκαμε και ο Ανδρέας πήγε μέσα να ντυθεί αφήνοντάς με να στεγνώσω τα μαλλιά μου με το πιστολάκι. Εκείνος ντύθηκε με μια απλή μακρυμάνικη μπλούζα και ένα τζιν. Εγώ διάλεξα μια μαύρη μίνι κρουαζέ φούστα και από πάνω ένα μπεζ αμάνικο πλεχτό μπλουζάκι με σχετικά βαθύ ντεκολτέ, που λάτρευε ο Ανδρέας, και τέλος το ασορτί με την φούστα σακάκι.

    - «Πώς σου φαίνομαι;» τον ρώτησα.
    - «Εκθαμβωτική!» μου απάντησε μονολεκτικά.
    - «Αχ, γι’ αυτό σ’ αγαπάω!» του είπα χαμογελώντας του παιχνιδιάρικα.
    - «Φοίβη, σοβαρά μιλάω. Είσαι ΕΚΘΑΜΒΩΤΙΚΗ!»
    - «Σ’ ευχαριστώ πολύ μωρουλίνι μου!» του είπα ενώ η καρδιά μου έκανε πέντε τούμπες από τη χαρά της.
    - «Το σίγουρο είναι ότι δε θα κάνεις εύκολη τη ζωή της Χριστιάνας αν όντως…»
    - «Μήπως είναι too much;» τον ρώτησα ξαφνικά ανήσυχη.
    - «Όχι, μια χαρά είσαι. Έχεις υπέροχα στήθη και αυτό το μπλουζάκι τα αναδεικνύει.»
    - «Αχ αχ» απάντησα χαμογελώντας σα χαζό.
    - «Και που ξέρεις, μπορεί να μην είμαστε μόνο δύο αυτοί που θα …θαυμάσουν!»
    - «Ε;» του είπα.
    - «Σε εμένα αρέσουν σίγουρα! Φαντάζομαι ότι το ίδιο θα ισχύει και για το αγόρι της Κατερίνας, δε θυμάμαι πως τον λένε, αν και το καλό που του θέλω είναι να δείξει εγκράτεια γιατί αν δεν τον φυτέψει η Κατερίνα θα τον φυτέψω εγώ!»
    - «Οθέλλο μου εσύ!»
    - «Όχι που θα το κάνουμε εδώ αμέρικαν μπαρρρρ!»
    - «Ενώ ας πούμε αν αρέσουν στην Χριστιάνα -φαντάζομαι αυτή είναι η τρίτη- όλα μια χαρά ε;»
    - «Γι’ αυτό εκκρεμεί δικαστική απόφαση!»
    - «Τα καλά και συμφέροντα, αυτό έχω να πω!»
    - «Ναι, γιατί εσένα σε χαλάει!»
    - «Τώρα μιλάμε για της αδερφές των άλλων!» του είπα βγάζοντας τη γλώσσα μου.
    - «Άντε, βάσανο, πάμε να πάρουμε κανένα γλυκό. Δε μου λες; Μήπως να σταματήσουμε και σε καμιά κάβα να πάρουμε και κρασί;»
    - «Εγώ βάσανο;» του είπα παραπονιάρικα.
    - «Το γλυκύτερο βασανάκι του κόσμου!» μου είπε χαμογελαστά δίνοντάς μου ένα τρυφερό πεταχτό φιλάκι.

    Χτύπησα παλαμάκια με τα χέρια μου, όπως έκανα κάθε φορά που κάτι με ενθουσίαζε.

    - «Τι κρασί ταιριάζει με το παστίτσιο;» τον ρώτησα.
    - «Δεν έχω ιδέα από κρασιά. Ρωτάμε στην κάβα!»

    Πριν φύγουμε έβαλα φαγητό στην …αγέλη μου και μπήκαμε στο αυτοκίνητο και κατηφορίσαμε στην Κνωσσού για να βρούμε ζαχαροπλαστείο και κάβα. Από το ζαχαροπλαστείο πήραμε μια τούρτα σοκολάτα και ένα κουτί καλτσούνια και από την κάβα -αφού ρωτήσαμε- ένα Αγιωργίτικο Νεμέας.

    - «Ανδρέα, στο ψυγείο σου έχουν μείνει τομάτες;»
    - «Νομίζω ότι πρέπει να έχω δυο-τρεις»
    - «Μήπως να περάσουμε από Χαλκιαδάκη να πάρουμε καμιά τομάτα;»
    - «Δε χρειάζεται Φοίβη μου, έχω δυο-τρεις ντομάτες, μας φτάνουν για τα τοστάκια μέχρι το Σάββατο το πρωί που θα πάμε για ψώνια»
    - «Φιλάκι;» του είπα γλυκουλινιάρικα.
    - «Πολλά φιλάκια!!!!!» μου είπε και με πήρε αγκαλιά και με κάτσιασε και τον κάτσιασα κι εγώ, όχι παίζουμε!

    Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πέντε λεπτά αργότερα παρκάραμε έξω από το σπίτι τους. Τα κορίτσια είχαν νοικιάσει σε ένα διώροφο και έμεναν στο δεύτερο όροφο. Χτυπήσαμε το κουδούνι και όταν μας άνοιξε μπήκαμε μέσα και ανεβήκαμε τα σκαλιά. Στην είσοδό της μας περίμενε η Χριστιάνα που φορούσε ένα πολύ όμορφο μάξι φόρεμα με εμφατικά διακριτικό ντεκολτέ, δε μπορούσα να το περιγράψω αλλιώς, και η Χριστιάνα είναι γυναίκα που έχει πρόσωπο και σώμα μοντέλου. Ο Ανδρέας ξεροκατάπιε, αφενός γιατί η Χριστιάνα ήταν κούκλα και αφετέρου διαπιστώνοντας ότι μάλλον είχε ντυθεί πιο πρόχειρα απ’ όσο θα έπρεπε.

    - «Καλώς τους» μας είπε η Χριστιάνα και την πήρα αγκαλιά και φιληθήκαμε σταυρωτά. Τα στήθη μας ακούμπησαν το ένα το άλλο και ένιωσα μια υπέροχη ανατριχίλα.
    - «Καλώς σε βρήκαμε» της είπα. Ο Ανδρέας δίστασε λίγο στην αρχή αλλά μετά τη φίλησε σταυρωτά και εκείνος.
    - «Βρε τι κουβαλήσατε; Δεν ήταν ανάγκη!» είπε η Χριστιάνα χαμογελώντας όταν τις έδωσα τις τσάντες.
    - «Εμ τι, πρώτη φορά σπίτι σου έτσι θα ερχόμασταν;» τη ρώτησα.
    - «Ναι αλλά τώρα με κάνεις να αισθάνομαι άσχημα, χθες ήρθα με άδεια χέρια!» μου είπε.
    - «Άλλο χθες» της είπα. «Χθες δεν ήρθες, σε ήρθαμε» συμπλήρωσα κάνοντάς την να χαμογελάσει πλατιά.

    Περάσαμε μέσα. Το διαμέρισμά της ήταν δυάρι, μικρό μεν, με εξαιρετική διαρρύθμιση δε. Δυάρι ήταν και το δικό μου και του Ανδρέα αλλά και στους δυο μας η κουζίνα και το σαλόνι ήταν ενιαία. Στο διαμέρισμα της Χριστιάνας η κουζίνα ήταν σε δικό της χώρο. Το σαλόνι της ήταν αρκετά μεγάλο και εκτός από καναπέ και δύο πολυθρόνες είχε και τραπεζαρία.

    - «Η Κατερίνα και ο Βαγγέλης;» ρώτησα τη Χριστιάνα.
    - «Θα έρθουν σε λίγο. Καθίστε, καθίστε. Θέλετε να πιείτε κάτι;» μας ρώτησε.
    - «Εγώ μια μπύρα θα την έπινα» είπε ο Ανδρέας.
    - «Εγώ δε θέλω μπύρα, θα πιώ μετά κρασί» είπα με τη σειρά μου.
    - «Θέλεις χυμό; Αναψυκτικό;»
    - «Ναι, θα πιώ μια 7-up, αν έχεις»
    - «Έχω. Σας τα φέρνω σε δύο λεπτά!»

    Σηκώθηκε και πήγε μέσα αλλά την ακολούθησα. Στην κουζίνα είχε τρεις ντομάτες κομμένες στη μέση, μάλλον είχε αρχίσει να κόβει σαλάτα όταν ήρθαμε.

    - «Με την άδειά σου» της είπα και, χωρίς πραγματικά να ζητήσω την άδεια, άρχισα να κόβω τις τομάτες.
    - «Βρε! Άστα κάτω!»
    - «Έχεις να βάλεις μπύρα και αναψυκτικό εσύ!» της είπα και συνέχισα. Πήρα το μεγάλο κρεμμύδι που είχε βγάλει στον πάγκο και έκοψα τις δύο του άκρες και μετά το ξεφλούδισα και το έκοψα ρίχνοντάς το μέσα στο μπολ. «Τι άλλο θα βάλουμε στη σαλάτα;»
    - «Πιπεριές, αν τις τρώτε, ελιές και φέτα και φυσικά αλάτι, λάδι και ρίγανη!»
    - «Τις τρώμε» της είπα και η Χριστιάνα άνοιξε το ψυγείο και μου έδωσε δυο πράσινες πιπεριές, το τάπερ με τις ελιές και τη φέτα.
    - «Αχ Φοίβη μου σ’ ευχαριστώ πολύ!» μου είπε χαρίζοντάς μου ένα γλυκό χαμόγελο. «Πάω να δώσω τη μπύρα στον Ανδρέα και επιστρέφω!»
    - «Τίποτα, Χριστιάνα μου!» της είπα και πήρα τις πιπεριές και αφού τις έπλυνα άρχισα να τις κόβω. Όταν τελείωσα έριξα και τις ελιές αλλά πριν κόψω τη φέτα έριξα αλάτι και ρίγανη και ανακάτεψα καλά τη σαλάτα. Μετά έκοψα δύο μεγάλα κομμάτια φέτα και έριξα από πάνω λάδι και συμπλήρωσα ακόμα λίγη ρίγανη. «Έτοιμη η σαλάτα» της δήλωσα όταν επέστρεψε στην κουζίνα.
    - «Ωραία! Το παστίτσιο το έκλεισα λίγο πριν έρθετε» είπε και έδειξε το φούρνο στον οποίο είχε ανοίξει την πόρτα. Σε αντίθεση με εμένα και τον Ανδρέα το σπίτι της Χριστιάνας είχε κανονικού μεγέθους κουζίνα.
    - «Αλήθεια, του χρόνου τι θα κάνετε;» τη ρώτησα.
    - «Θα πάρω το παπάκι του αδερφού μου αναγκαστικά. Αγόρασε μηχανή μεγαλύτερου κυβισμού και ήταν να το πουλήσει αλλά τελικά θα το πάρω εγώ. 125 κυβικά είναι, μη νομίζεις, αλλά μια χαρά θα κάνει τη δουλειά του.»
    - «Έχεις δίπλωμα μηχανής;»
    - «Ναι, και μηχανής και αυτοκινήτου.»
    - «Ο ψωριάρης χώρια;» ακούσαμε από το σαλόνι την παραπονεμένη φωνή του Ανδρέα.
    - «Ooops» είπε χαμογελαστή η Χριστιάνα αλλά εγώ θύμωσα με τον εαυτό μου.

    Πήγαμε μέσα και πήγα και κάθισα δίπλα στον Ανδρέα και τον πήρα αγκαλιά.

    - «Συγνώμη μωρουλίνι μου, μας έπιασε η πάρλα!»
    - «Τι να σε κάνω που σ’ αγαπάω;» μου είπε.
    - «Awwww» είπε χαμογελαστή η Χριστιάνα αλλά εκείνη τη στιγμή χτύπησε η πόρτα και πήγε και άνοιξε και πέρασαν μέσα η Κατερίνα με ένα χαμογελαστό νεαρό άνδρα με μακρύ μαλλί, μουστάκι και μούσι, ο οποίος υπέθεσα ότι ήταν ο Βαγγέλης.
    - «Γεια σας γεια σας» είπε η Κατερίνα. Από εδώ ο Βαγγέλης. Βαγγέλη, ο Ανδρέας και η Φοίβη» είπε δείχνοντάς μας, είχαμε σηκωθεί από τον καναπέ όταν μπήκαν τα παιδιά.
    - «Χαίρω πολύ» είπε ο Ανδρέας χαμογελαστός και έδωσε το χέρι του στον Βαγγέλη που ανταπέδωσε χαιρετισμό και χειραψία.
    - «Χαίρω πολύ» είπα δίνοντάς του το χέρι. Η χειραψία του ήταν στιβαρή, με εκνεύριζε απίστευτα το «νεκρό» χέρι.
    - «Παιδιά συγνώμη αλλά θα σκάσω» είπε ο Βαγγέλης και έβγαλε τη μακρυμάνικη που φορούσε. Από μέσα φορούσε μια κοντομάνικη μαύρη μπλούζα που είχε το σκίτσο κάποιου μουσικού, αν κρίνω από την κιθάρα.
    - «Randy Rhoads» φώναξε ο Ανδρέας ενθουσιασμένος. Το χαμόγελο του Βαγγέλη έγινε ακόμα πλατύτερο. «Πώπω, το να μάθω το σόλο στο Mr. Crowley ήταν το πιο ζόρικο πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου και ο Randy το έπαιζε σα να μην τρέχει κάστανο!»
    - «Παίζεις κιθάρα;» τον ρώτησε ο Βαγγέλης ακόμα πιο ενθουσιασμένος.
    - «Ναι και κλασσική και ηλεκτρική. Δε στο κρύβω ότι το ενδιαφέρον μου για την ηλεκτρική κιθάρα ξεκίνησε την πρώτη φορά που άκουσα σόλο του Randy.»
    - «Ήταν γίγαντας…» είπε ο Βαγγέλης και αναστέναξαν και οι δύο.
    - «Ήταν;» ρώτησα.
    - «Ναι, σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα το ’82. Ήταν 26 χρονών» μου απάντησε ο Βαγγέλης.

    Τα δύο αγόρια έπιασαν ενθουσιώδη συζήτηση για metal και rock και μείναμε τα τρία κορίτσια να κοιταζόμαστε μεταξύ μας.

    - «Δε θα τελειώσουν ούτε αύριο» είπε η Κατερίνα. «Κύλισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι.»
    - «Θα έρθετε αύριο μαζί μας στο μεξικάνικο, έτσι;» ρώτησα την Κατερίνα ενώ η Χριστιάνα πήγε μέσα στην κουζίνα και γύρισε φέρνοντας ένα κουτί μπύρα και ένα ποτήρι το οποίο έδωσε στην Κατερίνα.
    - «Ναι, ναι! Για το Σάββατο δεν ξέρω, όχι ότι εγώ δε θέλω, αλλά αφενός η μουσική που φαντάζομαι ότι θα παίζει δεν είναι του γούστου του Βαγγέλη και αφετέρου θα είναι και το τελευταίο του βράδυ εδώ.»
    - «Πόσο καιρό είστε μαζί;» τη ρώτησα.
    - «Ουυυ, από την πρώτη λυκείου. Εκείνος τότε πήγαινε τρίτη. Μόνο που ο Βαγγέλης πέρασε Αθήνα, πολυτεχνείο, εμένα με έκαψε η έκθεση.»
    - «Ναι, μου το είπε η Χριστιάνα.»
    - «Τι είπε η Χριστιάνα;» ρώτησε η τελευταία όταν επέστρεψε στο σαλόνι. Ανδρέας και Βαγγέλης είχαν ξεχάσει ότι υπάρχουμε συνεχίζοντας την ενθουσιώδη συζήτηση περί μουσικής.
    - «Ότι η έκθεση έκαψε την Κατερίνα.»
    - «Χριστιάνα, βγάλε το παστίτσιο γιατί αλλιώς δε μας βλέπω να τρώμε» είπε η Κατερίνα.
    - «Πάμε» είπα και σηκώθηκα. «Έρχομαι να σε βοηθήσω»

    Η Κατερίνα έστρωσε το τραπεζομάντιλο και εγώ με την Χριστιάνα πήγαμε μέσα να φέρουμε το φαγητό. Η Χριστιάνα πήρε το ταψί με το παστίτσιο και εγώ πήρα τη σαλάτα και το ψωμί. Όσο η τελευταία ταχτοποιούσε το ταψί πήγαμε με την Κατερίνα στην κουζίνα και φέραμε πιάτα, μαχαιροπίρουνα και ποτήρια.

    - «Ανδρέα, Βαγγέλη, τι θα πιείτε;» τους ρώτησα. «Έχουμε μπύρες, αναψυκτικά και κρασί.»
    - «Τι κρασί;» ρώτησε ο Βαγγέλης.
    - «Αγιωργίτικο Νεμέας, μας είπαν στην κάβα ότι πάει με το παστίτσιο.»
    - «Θαυμάσια! Κρασί τότε» απάντησε ο Βαγγέλης.
    - «Κι εγώ κρασί θα πιώ» είπε και ο Ανδρέας.

    Καθίσαμε και οι τέσσερείς μας στο τραπέζι ενώ η Χριστιάνα μας γέμισε τα πιάτα. Έβαλα κρασί στα ποτήρια του Ανδρέα, του Βαγγέλη και στο δικό μου. Η Χριστιάνα, όπως και η Κατερίνα, επέλεξαν μπύρα.

    - «Καλωσήρθατε!» είπε η Χριστιάνα όταν κάθισε και εκείνη στο τραπέζι.
    - «Καλώς σε βρήκαμε» απαντήσαμε οι υπόλοιποι.

    Ξεκινήσαμε να τρώμε. Έκοψα ένα κομμάτι από το παστίτσιο και παρατήρησα ότι κάτω-κάτω είχε ψημένο φύλλο. Ο συνδυασμός του τραγανιστού φύλλου με το μακαρόνι, τον πικάντικο κιμά και τη μπεσαμέλ ήταν μια πανδαισία.

    - «Μμμ, υπέροχο!» είπα. «Δεν ήξερα ότι βάζουν φύλλο στο παστίτσιο!»
    - «Δεν βάζουν κανονικά, ήταν η έκπληξη που σας έλεγα χθες το βράδυ» είπε η Χριστιάνα. «Ελπίζω να σας αρέσει!»
    - «Άμα δε φάμε και το ταψί, τυχερή θα είσαι!» της είπε ο Ανδρέας κάνοντας τους υπόλοιπους να χαχανίσουμε.

    Όλοι -όλοι όμως!- ζητήσαμε και δεύτερη μερίδα. Ποτέ δεν ήμουν άνθρωπος που έτρωγε πολύ και κάποια στιγμή νόμιζα ότι θα μου βγει από τη μύτη, αλλά δε μπορούσα να σταματήσω. Το φαγητό ήταν υπέροχο. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι θα μάθω τη συνταγή για να το φτιάχνω κι εγώ.

    Διαπιστώσαμε επίσης πως θα έπρεπε να έχουμε πάρει και δεύτερο μπουκάλι από το υπέροχο γλυκό κρασί.

    - «Ουφ, έπρεπε να πάρουμε και δεύτερο μπουκάλι» είπα.
    - «Προλαβαίνουμε!» πετάχτηκε ο Ανδρέας. «Βαγγέλη, έρχεσαι για παρέα;»
    - «Μέσα!» είπε και σηκώθηκε.
    - «Ψιτ, έχουν μείνει κι άλλα κομμάτια, να τα βρούμε επιστρέφοντας» είπε ο Ανδρέας που είχε φάει το δεύτερο και κατά τα φαινόμενα ήθελε και τρίτο.

    Ενώ τα αγόρια κατέβηκαν για να πάνε να προλάβουν την κάβα, Χριστιάνα και Κατερίνα ανάψανε τσιγάρο.

    - «Ουφ, είχα γκανιάσει» είπε η Κατερίνα. «Ο Βαγγέλης δεν καπνίζει, την ενοχλεί ο καπνός τη ντροπή των μεταλλάδων» συνέχισε τρυφερά.
    - «Από ιατρικής απόψεως, καλά κάνει, μέλλουσα κυρά-γιατρίνα!» της είπα.
    - «Λες να μην το ξέρω; Ουφ, άντε κόφ’ το και είναι ωραίο το ρημάδι…» είπε τραβώντας απολαυστικά μια ρουφηξιά.
    - «Χριστιάνα, αν δε μου δώσεις τη συνταγή θα σε απαγάγω και θα σε κλειδώσω σε υπόγεια και θα σε δέρνω μέχρι να ομολογήσεις!» της είπα.
    - «Αχνε!» απάντησε κάνοντάς μας και τις τρεις να βάλουμε τα γέλια!
    - «Το λέω κι εγώ στον Ανδρέα καμιά φορά όταν και καλά με απειλεί!»
    - «Δεν μπορώ να φανταστώ τον Ανδρέα να κάνει αγριάδες!» απάντησε η Χριστιάνα. «Μη με παρεξηγήσεις, αλλά είναι τόσο γλυκούλης!»
    - «You would be surprised!» απάντησα χωρίς να το καλοσκεφτώ. Είχαμε αδειάσει τρία άτομα ένα μπουκάλι κρασί και εγώ δεν είμαι από τους ανθρώπους που πίνουν, το αλκοόλ είχε αρχίσει να με λύνει.
    - «Τι εννοείς;» ρώτησε η Χριστιάνα σοβαρεύοντας ξαφνικά, μάλλον το μυαλό της είχε ακολουθήσει τελείως διαφορετικό μονοπάτι από αυτό που είχα στο μυαλό μου.
    - «Μην πάει ο νους σου στο κακό βρε!» της είπα. «Δεν εννοούσα ότι μου συμπεριφέρεται άσχημα, ίσα-ίσα. Οι αγριάδες που εννοώ… είναι από αυτές που μου αρέσουν» της απάντησα.
    - «Μάλιστα, μάλιστα!» είπε μειδιώντας αινιγματικά.
    - «Αχνε, που λέει και μια φίλη» της είπα χαχανίζοντας.
    - «Guilty as charged» ομολόγησε η Χριστιάνα.
    - «Θεέ μου, έχω μπλέξει με τις έκφυλες» είπε με προσποιητή απελπισία η Κατερίνα.
    - «Αχ το τσαμένο το αθώο» είπε πειρακτικά η Χριστιάνα.
    - «Χμμμ…» είπα εγώ.
    - «Είμαι θορυβώδης, τι να κάνω;» είπε κοκκινίζοντας η Κατερίνα.
    - «Να δαγκώνεις την πίσω μεριά του χεριού σου!» της απάντησα συμβουλευτικά.
    - «Πιάνει;» με ρώτησε.
    - «Όχι, αλλά κάνει ωραία εικόνα!» της είπα κάνοντας και τις δύο να βάλουν εκ νέου τα γέλια.
    - «Έκφυλες! Έχω μπλέξει με έκφυλες!» δήλωσε, επιστρέφοντας στην προσποιητή απελπισία, η Κατερίνα.
    - «Άντε στην υγειά μας» είπε η Χριστιάνα τσουγκρίζοντας τα ποτήρια. Ήπια όσο κρασί είχε μείνει ενώ οι δυο τους συνέχισαν με τις μπύρες τους.
    - «Πότε θα πάτε Αθήνα;» ρώτησα αλλάζοντας κουβέντα.
    - «Για 17 λέμε και οι δύο» απάντησε η Κατερίνα.
    - «Για 17 λέμε κι εμείς!» τους είπα χτυπώντας ενθουσιωδώς παλαμάκια. «Βέβαια εγώ μετά έχω και άλλο ταξίδι αλλά ο μπαμπάς μού έκανε δωράκι τα αεροπορικά εισιτήρια για Αθήνα-Χίο μετ’ επιστροφής. Θα κάτσω και τρεις μέρες Αθήνα να δω τη γιαγιά μου και θα φύγω μετά.»
    - «Θα πάμε στο Παλένκε, που έλεγες;» ρώτησε η Χριστιάνα.
    - «Ναι! Ναι! Μωρέ θα του δώσουμε να καταλάβει!» της είπα χαρίζοντάς της ένα αστραφτερό χαμόγελο. «Πότε θα επιστρέψετε Ηράκλειο;» τις ρώτησα.
    - «Εγώ θα κάτσω Αθήνα μέχρι σχεδόν να ξεκινήσει η εξεταστική» είπε η Κατερίνα. «Από 20 Γενάρη και μετά.»
    - «Εγώ θα γυρίσω νωρίτερα, θέλω ησυχία για να μπορέσω να διαβάσω.» είπε η Χριστιάνα. «Λέω για αμέσως μετά των Φώτων.»
    - «Εγώ θα γυρίσω από Χίο 8 Γενάρη, θα κοιμηθώ στη γιαγιά μου και την άλλη μέρα το βράδυ θα φύγουμε για Ηράκλειο ή τουλάχιστον έτσι σκεφτόμαστε, δεν έχουμε κλείσει ακόμα εισιτήρια. Χριστιάνα, αν είναι κάτσε δυο-τρεις μέρες παραπάνω για να μην ταξιδεύεις μόνη σου.»
    - «Δεν είναι άσχημη ιδέα» είπε η Χριστιάνα. «Σκέφτομαι σοβαρά να φέρω από τώρα το παπί, ο αδερφός μου έχει πάρει ήδη τη μηχανή, δεν υπάρχει λόγος να το έχω να κάθεται ένα ολόκληρο εξάμηνο και πραγματικά έχω βαρεθεί τις αστικές και το αλλοπρόσαλλο πρόγραμμά τους.»
    - «Δε λες καλά που θα το έχουμε και αυτό» είπε η Κατερίνα. «Μ’ αρέσει πολύ αυτό το σπίτι, δε θα ήθελα από το πουθενά να αρχίσω να ψάχνω για καινούριο και οι Βούτες είναι στου διαόλου τη μάνα.»
    - «Ναι, ξέρω, έχω πάει στο ΙΤΕ κάμποσες φορές για να κάνω παρέα στον Ανδρέα και για να μάθω Unix γιατί αν περίμενα να βρω θέση στη Γ’ φέξε μου και γλίστρησα.»
    - «Αλήθεια, πότε αποφάσισες να σπουδάσεις επιστήμη υπολογιστών;»
    - «Πρώτη γυμνασίου, στη μέση σχεδόν της χρονιάς, πήρε ο πατέρας μου μετάθεση Αθήνα, μέχρι τότε ήμασταν Θεσσαλονίκη και βρέθηκα τελείως έξω από τα νερά μου. Έχασα τις φίλες που είχα από το δημοτικό, βρέθηκα στη μέση της χρονιάς σε ξένο περιβάλλον… ήταν δύσκολο. Μια μέρα με είχαμε πάει σε μια έκθεση υπολογιστών με τους γονείς μου, αρχές νομίζω δευτέρας γυμνασίου, και μαγεύτηκα, δε μπορούσα να σταματήσω να μιλάω. Οι γονείς μου είχαν να με δουν να χαμογελάω πραγματικά από τη στιγμή που φύγαμε από Θεσσαλονίκη. Γράφτηκα σε μια σχολή τότε και ο πατέρας μου μού αγόρασε τον Amstrad 6128. Αυτό ήταν, από τη στιγμή που κάθισα για πρώτη φορά μπροστά στον υπολογιστή μου, ήξερα τι θέλω να κάνω στη ζωή μου. Σε αντίθεση με τον Κωστή -τον αδερφό μου- που έπαιζε μόνο παιχνίδια εγώ ασχολήθηκα με προγραμματισμό. Στη σχολή είχα μάθει basic αλλά έμαθα μόνη μου και logo και μετά και assembly, δεν ξεκολλούσα από τον υπολογιστή. Δεν θα πω ότι είχαν ενθουσιαστεί από τη μανία μου με τον υπολογιστή αλλά από την άλλη εξακολουθούσα να έχω βαθμούς πάνω από 19,5 στο σχολείο και ομοίως συνέχιζα να είμαι αριστούχα και στα αγγλικά και στα γαλλικά και στα γερμανικά.»
    - «Δεν είχες καθόλου παρέες στο γυμνάσιο;» με ρώτησε η Χριστιάνα. «Δεν μπορώ να φανταστώ πως ήταν, με την Κατερίνα είμαστε φίλες και συμμαθήτριες από τον παιδικό σταθμό!»
    - «Δεν είχα, όχι. Η μόνη με την οποία αντάλλασσα καμιά κουβέντα ήταν η Ευτυχία, η αδερφή του Ανδρέα. Το μόνο μας κοινό ήταν ότι και εκείνη ήταν πολύ καλή μαθήτρια. Ωστόσο η Ευτυχία ήταν το πιο όμορφο κορίτσι της τάξης και πολύ εξωστρεφής. Εγώ από την άλλη ήμουν ασχημόπαπο, φορούσα πατομπούκαλα γιατί είχα πάνω από 7,5 βαθμούς μυωπία και σιδεράκια γιατί είχα στραβά δόντια. Βάλε και το γεγονός της ξαφνικής αλλαγής περιβάλλοντος, είχα κλειστεί τελείως στον εαυτό μου και δεν έκανα καμία προσπάθεια να ανοιχτώ, όχι ότι είχε πραγματικά ενδιαφερθεί κανείς να με γνωρίσει, πέραν από την Ευτυχία, εννοώ. Από εκείνη γνώρισα τον Ανδρέα. Έκανε πάρτι για τα γενέθλιά της και με κάλεσε. Δε με είχαν καλέσει ποτέ σε πάρτι και αν δεν ήταν η Ευτυχία δε θα είχα κάνει τον κόπο να πάω. Ο Ανδρέας… ο Ανδρέας ήταν το πιο όμορφο αγόρι στο σχολείο, σχεδόν οι μισές είμασταν καψουρεμένες μαζί του. Ακόμα κι εγώ. Ομολογώ ότι ένας από τους λόγους που αποφάσισα να δεχτώ την πρόσκληση ήταν πως στο πάρτι θα ήταν παρόν και ο Ανδρέας για να μας επιτηρεί, ήταν η συμφωνία που είχε κάνει η Ευτυχία με τον κύριο Μαρίνο και την κυρία Βούλα για να φύγουν και να επιστρέψουν στις 01:00 καθότι ο Ανδρέας ήταν από μικρός εξαιρετικά υπεύθυνο παιδί. Ουφ ελπίζω να μη σας κουράζω!»
    - «Όχι, καθόλου!» είπαν και οι δύο μαζί.
    - «Τέλος πάντων… εκείνο το πάρτι άλλαξε τη ζωή μου και το λέω πολύ σοβαρά. Παρά το γεγονός ότι ήμουν καψουρεμένη μαζί του δεν περίμενα ότι θα μου ρίξει ούτε μια δεύτερη ματιά. Και όμως κάποια στιγμή ήρθε και μου ζήτησε να χορέψουμε. Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν βαλτός για να κάνουν καζούρα στο φύτουλα της τάξης. Δεν μπορούσα να έχω πέσει περισσότερο έξω. Με πήρε να χορέψουμε, ήταν το Love Hurts των Nazareth και …δε με άφησε. Χόρεψε μαζί μου όλες τις μπαλάντες μέχρι το τέλος του πάρτι. Όπως μπορείτε να φανταστείτε, είχα χαζέψει. Η καψούρα έγινε μέσα σε ένα βράδυ έρωτας και ας ήξερα ότι δεν υπήρχε κανένα μέλλον. Ο Ανδρέας πήγαινε τρίτη λυκείου τότε και εγώ ήξερα ότι το καλοκαίρι φεύγουμε για Χίο. Όπως και να έχει ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος εφηβικός μου έρωτας, παρά το γεγονός ότι στη Χίο τελικά έκανα κάποιες παρέες. Όταν πήγα εκείνη την Τετάρτη στο κυλικείο να πάρω καφέ και τον είδα, νόμιζα ότι τα μάτια μου κάνουν πουλάκια. Δεν έκαναν! Ε, τη συνέχεια την ξέρετε…» τους είπα χαμογελώντας με ονειροπόλο βλέμμα. «Εσύ το Βαγγέλη πώς τον γνώρισες;» ρώτησα την Κατερίνα.
    - «Από το ωδείο. Δεν πήγαινε στο ίδιο σχολείο με εμάς. Ο Βαγγέλης με κάποιους φίλους του θέλαν να φτιάξουν συγκρότημα αλλά τους έλειπαν keyboards. Με ρώτησε αν ενδιαφέρομαι και πήγα από καθαρή περιέργεια. Έκαναν κανονική audition, όχι αστεία, το είχαν πάρει πολύ στα σοβαρά. Ε, τους έφαγα όλους τους και έγινα μέλος στο συγκρότημα. The rest is history που λέει και μια φίλη από τη βόρεια Αφρική» είπε χαμογελώντας μου και κλείνοντάς μου το μάτι.
    - «Πώς το λέτε το συγκρότημά σας;»
    - «The White people» μου είπε και την κοίταξα με ελαφρά απορία, είναι η αλήθεια. «Από την ομώνυμη ιστορία τρόμου του Arthur Machen, δεν είμαστε μέλη της Κου-Κλουξ-Κλαν!» συμπλήρωσε.
    - «Είναι καλοί!» είπε η Χριστιάνα «και το λέω εγώ που η metal δεν είναι του γούστου μου.»
    - «Πότε επιστρέφεις είπες στην Αθήνα;» με ρώτησε ξανά η Κατερίνα.
    - «Στις 8 του Γενάρη, απόγευμα»
    - «Μια χαρά! Στις 8 του Γενάρη θα παίξουμε σε ένα μπαρ στο Χαλάνδρι, αν έχετε όρεξη να έρθετε να μας δείτε και να μας ακούσετε!»
    - «Αμέ, γιατί όχι! Χριστιάνα, εσύ θα πας;»
    - «Θα με έγδερνε ζωντανή αν δεν πήγαινα» απάντησε η Χριστιάνα.
    - «Πολύ ωραία!» είπα χτυπώντας πάλι ενθουσιωδώς παλαμάκια.
    - «Έχεις πολύ πλάκα όταν το κάνεις αυτό!» είπε χαμογελώντας μου γλυκά η Χριστιάνα. Η Κατερίνα δεν είπε τίποτα, απλά χαμογέλασε κι εκείνη.
    - «Ναι, το έχω αυτό… όταν με ενθουσιάζει κάτι πολύ χτυπάω παλαμάκια» είπα ανταποδίδοντας το χαμόγελο, κυρίως στην Χριστιάνα, να τα λέμε αυτά.

    Τα κορίτσια είχαν ανάψει και δεύτερο τσιγάρο και η Χριστιάνα σηκώθηκε και πήγε και άνοιξε λίγο το παράθυρο για να μην γεμίσει κάπνα το σαλόνι. Μου είχε τελειώσει το κρασί και δεν ήθελα να ανακατέψω τα ποτά, ενώ οι δυο τους άνοιξαν και άλλο ένα κουτάκι μπύρα η καθεμία.

    - «Σίγουρα δε θέλεις κι εσύ λίγη μπύρα;» με ρώτησε η Χριστιάνα.
    - «Όχι μωρέ, δε θέλω να τα ανακατέψω. Θα περιμένω τα αγόρια να γυρίσουν, λίγο πριν το Χαλκιαδάκη κατεβαίνοντας προς τα κάτω είναι η κάβα, δε νομίζω ότι θα αργήσουν» Και πράγματι έτσι έγινε, δεν πρόλαβα καλά-καλά να τελειώσω την πρόταση και χτύπησε το κουδούνι, Ανδρέας και Βαγγέλης είχαν επιστρέψει.
    - «Ήσασταν φρόνιμες όσο λείπαμε;» ρώτησε ο Βαγγέλης.
    - «Καθόλου, ίσα που προλάβαμε και φυγαδέψαμε τους γκόμενους!» του απάντησε η Κατερίνα βγάζοντάς του τη γλώσσα!
    - «Θα σε αφαλοκόψω άπιστο γύναιο!» την απείλησε ο Βαγγέλης.
    - «Με τα κέρατα Βαγγέλη, με τα κέρατα!» του είπε ο Ανδρέας κάνοντάς μας να σκάσουμε όλοι στα γέλια. «Δεν βλέπω κίνηση» συνέχισε δείχνοντας το πιάτο του που ήταν άδειο και το ταψί με το παστίτσιο.
    - «Βρε κροκόδειλε, θα φας και τρίτο;» τον ρώτησα.
    - «Με έχεις ρέψει, τι να κάνω;» είπε κάνοντάς τους όλους να βάλουν εκ νέου τα γέλια και εμένα να κοκκινήσω σαν παντζάρι!
    - «Κάτσε καλά, θα γίνει της Λυσιστράτης το κάγκελο» τον ψευτοαπείλησα.
    - «Αυτό είναι ωμός εκβιασμός!» μου δήλωσε και μετά γύρισε προς την Χριστιάνα. «Εξακολουθώ να μη βλέπω κίνηση και αγχώνομαι!»
    - «Βαγγέλη εσύ θα φας άλλο;» τον ρώτησε η Χριστιάνα όταν έβαλε το τρίτο κομμάτι στον Ανδρέα.
    - «Τι, έτσι θα τον αφήσω; Χωρίς συμπαραστάτη;» είπε και έκανε high five με τον Ανδρέα. Είχαν κολλήσει πολύ καλά οι δυο τους. «Ααα, Ανδρέα, στις 8 του Γενάρη θα παίξουμε σε μπαρ στο Χαλάνδρι. Θα έρθετε;»
    - «Μας το είπε πριν λίγο η Κατερίνα» πετάχτηκα εγώ.
    - «Φυσικά και θα έρθουμε, τι ερώτηση είναι αυτή; Με πλήγωσες τώρα, θα πάω να πνίξω τον πόνο μου!» είπε και ρίχτηκε στο παστίτσιο.
    - «Δε θα προλάβει να με δει καλά-καλά η γιαγιά μου και θα εξαφανιστώ» είπα.
    - «Θα σε δει την Κυριακή!» μου δήλωσε ο Ανδρέας.
    - «Η γιαγιά σου;» με ρώτησε ο Βαγγέλης.
    - «Ο πατέρας μου είναι στρατιωτικός και τώρα μένουμε στη Χίο. Θα γυρίσω αεροπορικώς Αθήνα στις 8 του Γενάρη, γύρω στις 19:00 θα είμαι εδώ αν δεν υπάρξει καθυστέρηση και θα πάω να κάτσω στη γιαγιά μου.»
    - «Καλά, μην το έχεις και άγχος. Γύρω στις 23:00 θα ξεκινήσουμε!»
    - «Ουφ, με βλέπω να κουβαλάω και την ηλεκτρική κιθάρα εδώ» είπε ο Ανδρέας. «Από την άλλη σκέφτομαι πολύ σοβαρά να ανεβάσω και το αυτοκίνητο Αθήνα οπότε είναι ευκαιρία να τη φέρω μαζί με όλα τα συμπράγκαλά της.»
    - «Σκέφτεσαι να ανεβάσεις το αυτοκίνητο;»
    - «Ναι μωρέ, θέλω να μπορώ να κινούμαι ελεύθερα χωρίς να στερώ στον πατέρα μου το δικό του. Ή έστω να του αφήνω το δικό μου και να παίρνω το νέο, τη λατρεύω την Carina!»
    - «Toyota και πάλι, ε;» ρώτησε ο Βαγγέλης.
    - «Είναι σκυλιά του πολέμου!» είπε ο Ανδρέας.
    - «Δεν τους αντέχω!» είπε η Κατερίνα καθώς Ανδρέας και Βαγγέλης είχαν πιάσει αυτή τη φορά συζήτηση για τα αυτοκίνητα.
    - «Ποιος; Τι;» ρώτησε ο Βαγγέλης.
    - «Τίποτα μωρό μου, συνεχίστε» του είπε η Κατερίνα.

    Όταν τέλειωσαν με το φαγητό τα αγόρια πήγαν στον καναπέ και συνέχισαν την κουβέντα που είχαν.

    - «Έλα, Χριστιάνα, θα σε βοηθήσουμε να μαζέψεις» της είπα και σηκωθήκαμε μαζί με την Κατερίνα και αρχίσαμε να μαζεύουμε το τραπέζι. Το ταψί είχε αδειάσει, λογικό ήταν, οι δυο τους μόνο έφαγαν έξι κομμάτια και άλλα έξι φάγαμε οι υπόλοιπες τρεις.
    - «Άστε τα στο νεροχύτη, θα τα πλύνω» είπε η Χριστιάνα αλλά η Κατερίνα δεν άκουγε κουβέντα.
    - «Εγώ θα πλύνω τα πιάτα. Εσύ μαγείρεψες και η Φοίβη έκοψε τη σαλάτα και έφερε και τα κρασιά!»
    - «Έχουμε φέρει και γλυκά» τους είπα.
    - «Απαπα, μια μπουκιά ακόμα να φάω, θα σκάσω!» είπε η Κατερίνα ανοίγοντας το νερό και βρέχοντας το σφουγγάρι.
    - «Θα πάω να ρωτήσω τους κροκόδειλους αν θέλουν γλυκό» προθυμοποιήθηκα. «Κι εγώ μια από τα ίδια, νιώθω ότι θα μου βγει από τη μύτη. Χριστιάνα, οπωσδήποτε τη συνταγή!»
    - «Ναι βρε, μην σκας, θα στη φέρω αύριο.»
    - «Α, μιας και είπαμε αύριο, θα περάσουμε να σας πάρουμε γύρω στις 21:00, ο Τάσος θα είναι στην Ελένη και εκείνης το σπίτι είναι στα Λιοντάρια. Νίκος και Μαρία θα έρθουν με το μηχανάκι του Νίκου.»
    - «Ωραία!» απάντησε η Χριστιάνα που είχε βαρεθεί τις συγκοινωνίες.

    Πήγα μέσα στο σαλόνι, δεν ξέρω τι έλεγαν αλλά ο Βαγγέλης είχε γείρει και χτυπιόταν από τα γέλια ενώ ο Ανδρέας δεν πήγαινε πολύ πίσω.

    - «Θέλετε γλυκό;» τους ρώτησα.
    - «Εγώ όχι τώρα» είπε ο Ανδρέας. «Αργότερα ίσως» συμπλήρωσε.
    - «Χμμμ, τι γλυκό;» ρώτησε ο Βαγγέλης.
    - «Έχουμε πάρει μια σοκολατίνα και έχουμε φέρει και ένα κουτί καλτσούνια.»
    - «Αχ καλτσούνια! Τα λατρεύω τα καλτσούνια!» είπε ο Βαγγέλης.
    - «Ωραία, θα φέρω εδώ το κουτί και δώστε του να καταλάβει» είπα και πήγα μέσα. «Ήρθα να πάρω τα καλτσούνια, ο Βαγγέλης ενθουσιάστηκε» είπα στην Κατερίνα που έπλενε ακόμα τα πιάτα.
    - «Να ζήσουμε να τα θυμόμαστε. Αυτός είναι ικανός να φάει και το κουτί!»
    - «Γι’ αυτό τα φέραμε, για να φαγωθούν!» τους είπα και γύρισα στο σαλόνι αφήνοντας το κουτί στο τραπεζάκι. Ο Βαγγέλης πήρε ένα καλτσούνι και το ίδιο έκανε και το «αργότερα ίσως» αγαπουλίνι μου. Γύρισα στην κουζίνα.
    - «Τσάμπα γύρισες, μόλις τέλειωσα» είπε η Κατερίνα και συμπλήρωσε «έτοιμο και το ταψί. Πάμε κι εμείς μέσα;»

    Γυρίσαμε και οι τρεις μας στο σαλόνι.

    - «Ααααχ» είπε ο Ανδρέας. «Τώρα πραγματικά νιώθω ότι έχω σκάσει!»
    - «Εμένα χωράει κι άλλο!» δήλωσε ο Βαγγέλης και πήρε ακόμα ένα καλτσούνι.

    Η Χριστιάνα πήγε και άνοιξε το ράδιο, μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαμε βάλει μουσική. Η Κατερίνα πήγε και έκατσε πάνω στα πόδια του Βαγγέλη αλλά επειδή δεν ήθελα να αφήσω την Χριστιάνα να μας κρατάει το φανάρι κάθισα στην πολυθρόνα δίπλα στον Ανδρέα ενώ εκείνη κάθισε στην άλλη πολυθρόνα.

    Βαγγέλης και Κατερίνα δεν έκατσαν πολύ ώρα, εντάξει, κάπου τους καταλαβαίνω. Δεν είχε πάει καν 22:00 όταν μας είπαν ότι αποχωρούν.

    - «Χριστιάνα, σε ευχαριστούμε πολύ για το υπέροχο φαγητό! Ανδρέα, Φοίβη χάρηκα πραγματικά που σας γνώρισα» μας είπε σφίγγοντάς μας θερμά τα χέρια ο Βαγγέλης.
    - «Αύριο μεξικάνικο!» του υπενθύμισα. «Θα περάσουμε στις 21:00 να σας πάρουμε!»
    - «Υπέροχα. Λοιπόν, καλή σας νύχτα και τα λέμε αύριο»
    - «Καληνύχτα» είπε η Κατερίνα φιλώντας την Χριστιάνα και αρπάζοντας και εμένα στην αγκαλιά της, δίνοντάς μου δύο ενθουσιώδη φιλιά. Ξαφνιάστηκα λίγο αλλά ανταπέδωσα με τον ίδιο ενθουσιασμό.
    - «Με συγχωρείτε για λίγο» είπε η Χριστιάνα όταν έφυγαν τα παιδιά. Ξέχασα να δώσω στην Κατερίνα τις σημειώσεις, τρέχω να τους προλάβω!» είπε και αφού πήγε στο δωμάτιό της να πάρει τα χαρτιά, βγήκε να πάει δίπλα στην Κατερίνα.

    Ο Ανδρέας μου έκανε νόημα να πάω δίπλα του. Κάθισα και με έσφιξε στην αγκαλιά του και με φίλησε.
    - «Θες να σας αφήσω μόνες;» με ρώτησε αιφνιδιάζοντάς με τελείως.
    - «Ε;» τον ρώτησα κοιτώντας τον σα χαζή.
    - «Θα πω ότι είχα υποσχεθεί να πάω κάτι στο Νίκο και το είχα ξεχάσει. Μπορώ να λείψω για μια ώρα.»
    - «Ανδρέα δεν…»
    - «Δεν έχουμε πολύ χρόνο. Φοίβη, θα άξιζε να μπορούσες να δεις με τα ίδια σου τα μάτια πως κοιτάζετε η μία την άλλη κάποιες στιγμές. Το βλέπω στα μάτια σου, το θέλεις και αφού το θέλεις εσύ το θέλω κι εγώ» μου είπε.

    Τον κοίταξα αναποφάσιστη. Ήθελα να του πω ότι περισσότερο το ήθελε ο ίδιος παρά εγώ αλλά το κρασί είχε λύσει τις άμυνές μου κάνοντάς με να το δω καθαρά ότι το ήθελα και η ίδια.

    - «Φοίβη μου, δε σε πιέζω να κάνεις κάτι. Αν δε θέλεις να φύγω δε θα φύγω. Απλά θέλω να σου δώσω την ευκαιρία να μείνετε λίγο μόνες σας να μιλήσετε.»
    - «Δε θέλω να γίνει κάτι και να πληγωθείς» του είπα ξανά.
    - «Σε εμπιστεύομαι πως δε θα με πληγώσεις» μου είπε.
    - «Πώς το ξέρεις ρε Ανδρέα, πώς μπορείς να το ξέρεις;»
    - «Δεν μπορώ. Αυτό σημαίνει το σε εμπιστεύομαι.»
    - «Και αν μας έρθει να φιληθούμε;»
    - «Φιληθείτε!»
    - «Και δε θα σε πειράξει;»
    - «Δεν ξέρω, αυτό θέλω να διαπιστώσω!»
    - «Άρα θα πληγωθείς!»
    - «Όχι Φοίβη μου, απλά θα με έχει πειράξει. Δε θα πληγωθώ όμως, δεν θα έχεις κάνει κάτι κρυφά και πίσω από την πλάτη μου.»
    - «Ποτέ δε θα έκανα κάτι τέτοιο!»
    - «Σε πιστεύω. Και αυτό προσπαθώ να σου πω, δε χρειάζεται ντε και σώνει να το καταπιέσεις. Το δοκιμάζουμε και βλέπουμε. Αλλά πες μου, δεν έχουμε χρόνο!»
    - «Είσαι σίγουρος;» τον ρώτησα.
    - «Σιγουρότατος» μου απάντησε και εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε η Χριστιάνα.
    - «Ευτυχώς τους πρόλαβα αν και η αλήθεια είναι ότι με αγριοκοίταξε λίγο στην αρχή η Κατερίνα» είπε η Χριστιάνα κάνοντάς μας να γελάσουμε.
    - «Αμάν! Κι εγώ έχω να δώσω τις σημειώσεις στο Νίκο. Του το είχα τάξει, θα με γδάρει ζωντανό!» είπε ο Ανδρέας. «Κορίτσια, με συγχωρείτε για λίγο, θα πρέπει να πάω από το σπίτι να πάρω τις σημειώσεις και να του τις πάω. Δε φαντάζομαι να αργήσω πολύ! Εκτός και αν θες Χριστιάνα να σε αφήσουμε να ξεκουραστείς.»
    - «Όχι, όχι!» είπε η Χριστιάνα. «Σιγά μην πέσω από τις 22:00 λες και έχω αύριο το πρωί να μοιράσω το γάλα!»
    - «Έφυγα, σε καμιά ώρα το πολύ θα είμαι πίσω» είπε ο Ανδρέας και δίνοντάς μου ένα φιλάκι έφυγε.
    - «Η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο» είπε η Χριστιάνα και άναψε τσιγάρο. «Θα πιείς άλλο;» με ρώτησε δείχνοντάς μου το ποτήρι που είχε αδειάσει.
    - «Άμα μου κάνεις παρέα, ναι» της είπα.
    - «Θα πιώ μια μπύρα ακόμα!» είπε και πετάχτηκε μέσα στην κουζίνα. Όταν γύρισε ήρθε και κάθισε δίπλα μου, στον καναπέ. Γέμισε το ποτήρι μου και αφού γέμισε και το δικό της μου το έδωσε. «Τσιν-τσιν!» είπε.
    - «Cheers» της είπα και ήπια μια γουλιά κρασί.
    - «ΑΑΑΑΑΧ» ακούστηκε η Κατερίνα από τον τοίχο.
    - «Αυτά τραβάω από εχθές» είπε η Χριστιάνα.
    - «Το παραδέχτηκε ότι είναι φασαριόζα» είπα γελώντας.
    - «ΑΑΑΑΑΑΧ» ακούστηκε και πάλι.
    - «Τουλάχιστον περνάει καλά!» της είπα χαχανίζοντας. «Εντωμεταξύ πότε πρόλαβαν, πριν δυο λεπτά ήσουν εκεί!»
    - «Είδες ταχύτητα;»
    - «Δεν τους αδικώ, να σου πω την αλήθεια» παραδέχτηκα. «Φαντάζομαι κι εγώ αν είχα να δω τον Ανδρέα ένα μήνα δε θα προλάβαινε να κλείσει η πόρτα!»

    Η Χριστιάνα δεν απάντησε.

    - «Συγνώμη, δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση» της είπα.
    - «Όχι, καθόλου, μη στεναχωριέσαι. Έχω λόγο που είμαι μόνη μου» είπε και κατέβασε σχεδόν μονοκοπανιά το ποτήρι που είχε γεμίσει με μπύρα. Ξαναγέμισε το ποτήρι της αλλά ήταν φανερά αμήχανη. Δεν την πίεσα, αν ήθελε να μιλήσει θα την άφηνα να το κάνει η ίδια.
    - «Μέχρι τα 16 μου δεν είχα κάνει σχέση. Τα έφτιαξα με ένα αρκετά μεγαλύτερό μου που είχα γνωρίσει στη σχολή χορού, εκείνος ήταν 25. Η αλήθεια είναι ότι μου άρεσε η παρέα του και με είχε γοητεύσει το γεγονός ότι ασχολούνταν μαζί μου. Βέβαια, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, εκείνος είχε ένα πράγμα και μόνο στο μυαλό του. Δε θα έλεγα ότι ήταν τραυματική εμπειρία, ίσα-ίσα ήταν πολύ τρυφερός και προσεκτικός και όχι μόνο την πρώτη φορά. Με παράτησε γρήγορα αλλά στην πραγματικότητα είχε περάσει και δεν είχε ακουμπήσει. Η αλήθεια είναι ότι… δεν… δεν με τραβάνε οι άντρες. Μη λέω ψέματα, ώρες-ώρες έχω πιάσει τον εαυτό μου να ζηλεύει -με τον καλό τρόπο- την Κατερίνα αλλά είναι σα να ζηλεύω τα ψάρια που έχουν βράγχια.»
    - «Οι γυναίκες;» τη ρώτησα στα ίσια.
    - «Σαν ιδέα. Δεν έχω δοκιμάσει. Γιατί, θα με ρωτήσεις, και από τη μεριά σου δε θα έχεις άδικο…» είπε αλλά την έκοψα.
    - «Όχι, δε θα σε ρωτήσω, αυτό είναι αυστηρά προσωπικό και αφορά εσένα και κανέναν άλλον» είπα και σταμάτησα να πιώ ακόμα μια γουλιά κρασί. «Ο Ανδρέας ήταν το crush, δηλαδή τι crush, ήταν ο έρωτας των εφηβικών μου χρόνων ωστόσο… ωστόσο στην πενταήμερη -είχαμε πάει Θεσσαλονίκη- ήμουν στο ίδιο δωμάτιο με τρεις συμμαθήτριές μου. Ετοιμαζόμασταν για έξοδο και η Αλεξάνδρα ήταν στο μπάνιο. Ήθελα να μπω κι εγώ και της χτύπησα την πόρτα. “Η Φοίβη είμαι, αργείς;” τη ρώτησα. “Πέρνα μέσα παιδάκι μου” μου απάντησε και άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Ήταν γυμνή και έκανε ντους στη μπανιέρα. Μου έχει μείνει αυτή η σκηνή, ένιωσα απίστευτη διέγερση. Η Αλεξάνδρα ήταν λίγο πιο ψηλή από εμένα, μελαχρινή και αθλήτρια, έπαιζε βόλεϊ. Είχε συνηθίσει να είναι γυμνή παρουσία άλλων κοριτσιών. Είχε υπέροχο σώμα. Έπιασα τον εαυτό μου να τη φαντασιώνεται και διστακτικά -πολύ διστακτικά- αποδέχτηκα ότι μου αρέσουν και άτομα του δικού μου φύλου. Δεν… δεν ξέρω αν θα μπορούσα ποτέ να νιώσω τα ίδια συναισθήματα που νιώθω για τον Ανδρέα μου αλλά σίγουρα μπορώ -και νιώθω- έντονη διέγερση με κάποιες γυναίκες.»
    - «Γιατί μου το είπες αυτό;» με ρώτησε η Χριστιάνα.
    - «Γιατί…» ξεκίνησα να λέω αλλά κόμπιασα. Έψαξα να βρω τα λόγια. «Γιατί μου αρέσεις ακριβώς με αυτόν τον τρόπο» της ομολόγησα αποφασίζοντας ότι η ξερή αλήθεια ήταν η προτιμότερη οδός.
    - «Δεν…» είπε και κόμπιασε.
    - «Χριστιάνα, δε στο λέω περιμένοντας κάτι από εσένα. Ήθελα να στο πω να το ξέρεις, αν… αν σου αρέσουν οι γυναίκες, δεν είσαι η μόνη.»
    - «Φοίβη…» ξεκίνησε να μου λέει και κόμπιασε. Με κοίταξε στα μάτια και τα χαμήλωσε και τα ξανασήκωσε. Με κοιτούσε με τόση ανάγκη, τόση λαχτάρα που χωρίς καν να το σκεφτώ της έπιασα το χέρι και της το χάιδεψα τρυφερά. Δεν το τράβηξε. «Φοίβη… κι εσύ… κι εσύ μου αρέσεις με αυτό τον τρόπο… αλλά… Έχεις τον Ανδρέα σου και επιπλέον… και επιπλέον… δεν ξέρω… δεν ξέρω αν θα μπορούσα να ανταποδώσω συναισθήματα… δεν… δεν είμαι σαν κι εσένα.»
    - «Ο Ανδρέας δεν είναι πρόβλημα» της είπα και σήκωσα το χέρι μου χαϊδεύοντάς την απαλά στο πρόσωπο. «Έφυγε για να μας αφήσει μόνες.»
    - «Τι;» είπε μην πιστεύοντας στ’ αφτιά της.
    - «Το ξέρει, του το έχω πει. Δεν του έχω κρύψει τίποτα. Αν… αν δεν είχα την ενθάρρυνσή του αυτή η κουβέντα δε θα είχε γίνει ποτέ.»
    - «Μα… μα δεν τον πειράζει; Πώς είναι δυνατόν;»
    - «Δεν ξέρει αν θα τον πειράξει ή όχι. Επί λέξη μου είπε “Δεν ξέρω, αυτό θέλω να διαπιστώσω”. Μεταξύ μας ούτε κι εγώ μπορώ να το καταλάβω. Αλλά ξέρεις κάτι; Δε χρειάζεται να το καταλάβω.»

    Ή ταν ή επί τας

    Έγειρα προς το μέρος της. Η Χριστιάνα έκλεισε τα μάτια της δίνοντάς μου να καταλάβω αυτό που χρειαζόταν να καταλάβω. Ακούμπησα τα χείλη μου στα δικά της. Συνεχίζοντας να τη χαϊδεύω στο πρόσωπο άνοιξα το στόμα μου και ένιωσα το δικό της να ανταποκρίνεται. Οι γλώσσες μας συναντήθηκαν στις άκρες των χειλιών μας και χάιδεψαν διερευνητικά η μία την άλλη. Με έπιασε με τη σειρά της απαλά από το πρόσωπο και με τράβηξε προς τα πάνω της. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει και κάτω είχα γίνει μούσκεμα. Την αγκάλιασα και την ξάπλωσα πίσω προς τον καναπέ μη σταματώντας ούτε στιγμή το φιλί. Με αγκάλιασε με τη σειρά της και με έσφιξε πάνω της.

    Το φιλί της ήταν τόσο ίδιο και τόσο διαφορετικό από εκείνο του Ανδρέα. Διαφορετικό στην υφή, διαφορετικό στην αίσθηση ακόμα και στη γεύση. Είχαν όμως ένα κοινό, και τα δύο με έκαναν να νιώθω υπέροχα. Με έσφιξε πιο δυνατά πάνω της και ανταπέδωσα το σφίξιμο με περισσότερο πάθος. Ήθελα να εξερευνήσω όλο της το κορμί αλλά είχα υποσχεθεί στον Ανδρέα ότι αν ήταν να συμβεί κάτι μεταξύ μας δε θα ξεπερνούσαμε το φιλί αν δεν έδινε και ο ίδιος τη συγκατάθεσή του.

    Τραβήχτηκα απαλά και την κοίταξα στα μάτια. Δεν της μίλησα, μόνο τη χάιδευα τρυφερά στο πρόσωπο. Η Χριστιάνα μου χαμογέλασε και έκλεισε τα μάτια παραδομένη στο τρυφερό μου χάδι.

    - «Πώς ήταν;» την ρώτησα.
    - «Καλύτερο απ’ ότι το είχα φανταστεί» μου ομολόγησε. «Εσένα… εσένα σου άρεσε;»
    - «Πολύ-πολύ!» της είπα χαϊδεύοντάς την. Δεν ήξερα γιατί αλλά η Χριστιάνα μου έβγαζε κάτι το προστατευτικό. «Δεν είχα ποτέ φίλες… οι πρώτες που απέκτησα ήταν εδώ στο Ηράκλειο, η Μαρία και η Ελένη αλλά ακόμα και εκείνες τις γνώρισα μέσω του Ανδρέα» της είπα κρατώντας της το χέρι και χαϊδεύοντάς το. «Μου άρεσε… μου άρεσε τρελά το φιλί αλλά δε θέλω να γίνει κάτι και… δε θέλω να γίνει κάτι και να χαλάσει μεταξύ μας η φιλία που πάει να ξεκινήσει» της είπα.
    - «Μετάνιωσες;» με ρώτησε.
    - «Καθόλου! Καθόλου! Απλά… είμαι ερωτευμένη με τον Ανδρέα και δεν… δεν θέλω να σου δώσω… εννοώ… δε θέλω να σου δώσω ελπίδες που δεν μπορούν να εκπληρωθούν.»
    - «Ελπίδες… Φοίβη, δεν περιμένω κάτι από εσένα. Εννοώ, ακόμα και αν δεν υπήρχε ο Ανδρέας… δεν είμαι… γαμώτο, δεν ξέρω πως να το πω. Δεν είμαι για σχέση. Με πνίγει η σκέψη να δεσμεύσω τον εαυτό μου. Με τον Γιάννη, τότε στα 16… όχι απλά δε με πείραξε, ένιωσα απέραντη ανακούφιση. Ούτε εγώ θέλω να χαλάσει η φιλία που πάει να γεννηθεί και αν δεν υπήρχε ο Ανδρέας… θα σου φανεί περίεργο… αλλά δε θα ένιωθα… εννοώ θα ένιωθα φόβο, θα ένιωθα άβολα. Τώρα το γεγονός ότι ο Ανδρέας υπάρχει με καθησυχάζει. Φοίβη, μπορώ να ανάψω ένα τσιγάρο;» με ρώτησε.
    - «Γιατί με ρωτάς βρε;» τη ρώτησα και μετά μου έκανε κλικ. Την πήρα αγκαλιά, πιο παθιασμένα αυτή τη φορά, και φιληθήκαμε για αρκετή ώρα. Τραβήχτηκα απαλά και της χαμογέλασα. «Τώρα μπορείς» της είπα κάνοντάς την κι εκείνη να χαμογελάσει.

    Ήπια μια γουλιά από το κρασί μου ενώ η Χριστιάνα γέμισε ακόμα ένα ποτήρι μπύρα από την οποία ήπιε μερικές γουλιές κάνοντας το τσιγάρο της.

    - «Φοίβη, μπορώ να πω στην Κατερίνα τι έγινε μεταξύ μας;»
    - «Φυσικά!» της απάντησα.
    - «Η Κατερίνα είναι η μόνη πέρα από σένα που… που ξέρει.»
    - «Χριστιάνα μου, δε χρειάζεται να το ρωτάς, το θεωρώ αυτονόητο. Εγώ έχω τον Ανδρέα μου και η μόνη φίλη που θα ήθελα αυτή τη στιγμή να της το πω, το ξέρει ήδη»
    - «Θέλω να σε φιλήσω και πάλι» μου είπε.
    - «Και περιμένεις πρόσκληση;» τη ρώτησα παιχνιδιάρικα.

    Άφησε το τσιγάρο της στο τασάκι και με φίλησε. Η μυρωδιά της μπύρας και του καπνού στο στόμα της δε με πείραξε καθόλου, θα έλεγα ότι με άναψε ακόμα περισσότερο. Την ξάπλωσα στον καναπέ και φιλιόμασταν μέχρι την ώρα που χτύπησε η πόρτα. Κοίταξα το ρολόι, είχε περάσει μια ώρα και δε μου φάνηκε να έχουν περάσει περισσότερα από μερικά δευτερόλεπτα. Σηκωθήκαμε και οι δύο και στρώσαμε όπως όπως τα ρούχα μας και η Χριστιάνα πήγε και άνοιξε την πόρτα.

    - «Δεν άργησα έτσι;» είπε ο Ανδρέας ο οποίος όχι απλά ήρθε αλλά μας είχε φέρει και τρία milkshakes. «Η Φοίβη μου είχε πει ότι σου αρέσει η βανίλια Μαδαγασκάρης» είπε στη Χριστιάνα χαμογελώντας της και δίνοντάς της το milkshake της.
    - «Αχ, ευχαριστώ πολύ» είπε η Χριστιάνα χαρούμενη.
    - «Δεν είναι καταπληκτικός;» τη ρώτησα παίρνοντάς τον αγκαλιά και δίνοντάς του ένα τρυφερό φιλί.
    - «Υπέροχος είναι!» είπε χαμογελώντας.
    - «Φοίβη, δε θα πιείς άλλο κρασί, έτσι;» με ρώτησε η Χριστιάνα.
    - «Όχι, αρκετά για σήμερα και άλλωστε έχω και το milkshake.»
    - «Ανδρέα εσύ;»
    - «Εγώ έχω σταματήσει να πίνω εδώ και αρκετή ώρα, πριν καν φύγουν τα παιδιά. Είμαι με το αυτοκίνητο, μην το ξεχνάς αυτό!»
    - «Σωστά!» είπε η Χριστιάνα και μάζεψε και το δικό του ποτήρι πηγαίνοντάς το μέσα. Στην αρχή δεν κατάλαβα γιατί την έπιασε τώρα να πάει μέσα τα ποτήρια αλλά δε μου πήρε παρά μερικά δευτερόλεπτα να μου κόψει ότι το έκανε για να μας αφήσει για λίγο μόνους.
    - «Λοιπόν, τα είπατε;» με ρώτησε χαμηλόφωνα ο Ανδρέας. Δεν του απάντησα, του κούνησα απλά το κεφάλι καταφατικά χαμογελώντας του με νόημα, δαγκώνοντας τα χείλη μου. «Χμμμ…» είπε. «Έγινε… αυτό που νομίζω;»
    - «Φιληθήκαμε» του είπα μονολεκτικά. «Αλλά δεν προχωρήσαμε παραπάνω από το φιλί. Οκ, δεν ήταν ένα, ήταν κάμποσα… αλλά δεν κάναμε τίποτα περισσότερο.»
    - «Ήθελες να κάνετε κάτι περισσότερο;»
    - «Ναι» του ομολόγησα χωρίς ίχνος δισταγμού. Δεν απάντησε. «Ανδρέα… πως… πως αισθάνεσαι;»
    - «Περίεργα… αλλά όμορφα περίεργα, μην πάει το μυαλό σου στο κακό. Αν και υπάρχει ένα πράγμα που με πειράζει…»
    - «Τι;» τον ρώτησα ανήσυχη.
    - «Ότι είμαι τιμωρία» είπε βγάζοντάς μου τη γλώσσα του.
    - «Σ’ αγαπάω» του είπα και τον έσφιξα πάνω μου φιλώντας τον βαθιά.
    - «Σ’ αγαπάω» μου απάντησε όταν τελειώσαμε το φιλί πασχίζοντας να βρει τις ανάσες του.
    - «Ανδρέα, σοβαρά τώρα. Δεν σε πείραξε;»
    - «Όχι. Με πειράζει που είμαι τιμωρία και… αλλά το άλλο καθόλου.»
    - «Ξέρεις τι μου είπε η Χριστιάνα; Ότι αν δεν υπήρχες εσύ δεν θα είχε γίνει αυτό που έγινε πριν λίγο. Της αρέσουν οι γυναίκες αλλά… δεν ξέρω αν είναι αυτό τον καιρό ή είναι γενικά έτσι, ωστόσο δε θέλει δεσμεύσεις. Ήταν απόλυτα ξεκάθαρη.»
    - «Τότε ακόμα καλύτερα… έτσι;»
    - «Έτσι ακριβώς. Μου αρέσει και με ελκύει ερωτικά, Ανδρέα, αλλά υπάρχεις εσύ. Δεν υπάρχει άλλος χώρος για ερωτικά συναισθήματα στην καρδιά μου, μου τη γεμίζεις πλήρως.»
    - «Πώς ήταν;» με ρώτησε αλλά δεν πρόλαβα να απαντήσω γιατί εκείνη τη στιγμή επέστρεψε στο σαλόνι η Χριστιάνα.
    - «Αχ, μου είχε λείψει η βανίλια Μαδαγασκάρης» είπε απολαμβάνοντας φανερά το milkshake της.
    - «Δεν είναι υπέροχος ο γλυκούλης μου;» τη ρώτησα.
    - «Είναι!» απάντησε τραβώντας ακόμα μια ρουφηξιά.

    Ήπιαμε τα milkshakes μας συνεχίσαμε την κουβέντα και χωρίς να το καταλάβουμε πήγε σχεδόν μεσάνυχτα.

    - «Ανδρέα μου, είναι ώρα να φύγουμε» του είπα.
    - «Ναι, έχεις δίκιο!» απάντησε και σηκωθήκαμε και οι δύο. «Σε ευχαριστούμε για το υπέροχο φαγητό και την παρέα» της είπε ο Ανδρέας.
    - «Εγώ σας ευχαριστώ» μας είπε και μας συνόδεψε μέχρι την πόρτα.
    - «Κατέβα σε παρακαλώ στο αυτοκίνητο και έρχομαι» του είπα χωρίς να περάσω από την εξώπορτα. Ο Ανδρέας, αφού τη φίλησε σταυρωτά, καληνύχτισε τη Χριστιάνα και κατέβηκε στο αυτοκίνητο. Εγώ γύρισα προς το μέρος της και τη χάιδεψα απαλά στο πρόσωπο, απομακρύνοντας μια τούφα που είχε πέσει στο πρόσωπό της. Έφερα το πρόσωπό μου κοντά της και η Χριστιάνα ούσα πιο ψηλή έσκυψε το κεφάλι της και φιληθήκαμε στο στόμα, πιο τρυφερά στην αρχή και πιο παθιασμένα στη συνέχεια. «Του τα είπα όλα όσο ήσουν στην κουζίνα. Είμαστε καλά… πολύ καλά» της είπα χαμογελώντας.
    - «Ουφ, μου έφυγε ένα βάρος τώρα» είπε η Χριστιάνα.
    - «Το κατάλαβα» της είπα χαϊδεύοντάς την τρυφερά. «Δεν υπάρχει κανένας λόγος ούτε να νιώθεις βάρος, ούτε να ανησυχείς. Είμαστε καλά, πραγματικά καλά». Πήρε το χέρι μου και το έφερε στο στόμα της και το φίλησε.
    - «Καληνύχτα Φοίβη μου»
    - «Καληνύχτα» της είπα δίνοντάς της ένα πεταχτό φιλάκι στο στόμα.

    Κατέβηκα στις σκάλες και πήγα στο αυτοκίνητο όπου με περίμενε ο Ανδρέας. Ήμουν μούσκεμα, τον ήθελα μέσα μου σαν τρελή. Αλλά η τιμωρία είναι τιμωρία. Χαμογέλασα καθώς εκεί μου ήρθε ξαφνική έμπνευση, ο ερεθισμός μου με είχε κάνει εφευρετική σαν Αμερικάνο Δικαστή! Χαμογελώντας ακόμα, μπήκα στο αυτοκίνητο και κινήσαμε για το σπίτι του.

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  5. D Q Juls

    D Q Juls Αρχή...Διαδρομή...Ηδονή...

    Μου έλειψαν πολύ οι ιστορίες σου!
     
     
  6. anima0

    anima0 Regular Member

    Αυτό είναι που λένε "ανοιχτό πανεπιστήμιο"; μου αρέσει!
     
  7. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 17ο
    (Ανδρέας)

    Μιας και δεν είχα εξ αρχής σκοπό να πάω στο Νίκο και θέλοντας να τις αφήσω μονάχες τους πήγα στο σπίτι μου να κάτσω για να περάσει η ώρα. Μέσα μου ένιωθα ένα πολύ περίεργο σφίξιμο του οποίου η κοντινότερη περιγραφή ήταν ζήλεια με ευχάριστες αποχρώσεις. Εμπιστευόμουν τη Φοίβη ότι δε θα προχωρούσε περισσότερο από ένα φιλί αλλά η αλήθεια είναι ότι εκείνη τη στιγμή θα ευχόμουν να μην της έχω δώσει αυτόν τον περιορισμό.

    Ήταν ακριβώς σαν παιχνίδι με τη φωτιά. Από τη μία η σαγήνη της φλόγας και από την άλλη ο κίνδυνος να γίνω παρανάλωμα. Ήλπιζα με όλη μου την ψυχή στη χειρότερη να μην είναι παρά ένα ελαφρύ έγκαυμα. Τι να έκαναν τώρα άραγε; Να μιλάνε; Να φιλιούνται; Να κάνουν κάτι παραπάνω παρά τις διαβεβαιώσεις της Φοίβης ότι δε έκανε τέτοιο πράγμα;

    Πώς μπορείς να εμπιστεύεσαι τον άλλον και ταυτόχρονα να το σκέφτεσαι ως ενδεχόμενο; «Πού είναι η συνέπειά σου Ανδρέα;» μάλωσα τον εαυτό μου. Όχι, η Φοίβη δε θα προχωρούσε, δε θα έκανε το κάτι παραπάνω. Σταμάτα να το σκέφτεσαι.

    Αναστέναξα και έπιασα την κιθάρα, είχα κάμποσες μέρες να παίξω. Οι πρώτες νότες του “Mexican” των Babe Ruth πλημμύρισαν το δωμάτιό μου. Η εισαγωγή της είναι κλασσική κιθάρα αλλά μετά τη συνοδεύει και ηλεκτρική. Μου είχε λείψει η ηλεκτρική κιθάρα μου, αποφάσισα ότι θα την κατέβαζα και αυτή.

    Πόσο θα ήθελα να παίξω το solo του Mr. Crowley, που τόσο με είχε κουράσει να το μάθω; Ή το εισαγωγικό solo του Sails of Charon; Ή να παίξω το κλάμα της στο Stargazer ή στο Gipsy Queen. Ναι, μπορούσα να τα παίξω και με την κλασσική κιθάρα αλλά ο ήχος δεν ήταν ο ίδιος.

    Συνέχισα να παίζω για λίγη ώρα αλλά το μυαλό μου γύρναγε συνεχώς στη Φοίβη. Παράτησα την κιθάρα στην άκρη και έτριψα λίγο τα μαλλιά μου. Δεν μπορούσα να προσδιορίσω τι ήταν ακριβώς αυτό που αισθανόμουν, δεν ήταν ακριβώς προσμονή. Δεν ήταν δυσάρεστο πάντως και η σκέψη ότι εκείνη τη στιγμή η Φοίβη μπορεί να φιλιόταν με τη Χριστιάνα με έκανε να καυλώνω.

    Αυτό που χρειαζόμουν αυτή τη στιγμή ήταν να παίξω ένα καλό γρόθο να έρθω στα ίσια μου αλλά από την άλλη δεν ήθελα να παραβώ την «τιμωρία» της Φοίβης. Έπαιξα λίγο τα δάχτυλά μου στο τραπέζι και πήρα τα κλειδιά του αυτοκινήτου για να βγω μια βόλτα στην πόλη. Δεν είχαν περάσει καλά-καλά ούτε είκοσι λεπτά και τους είχα πει ότι θα λείψω το πολύ μια ώρα. Βέβαια αυτό σήμαινε ότι θα μπορούσα να γυρίσω και τώρα αλλά δεν ήθελα να πάρω το λόγο μου πίσω. Είπα στη Φοίβη ότι θα τις αφήσω μόνες τους και αυτό ακριβώς θα έκανα.

    Μπήκα στο αυτοκίνητο και από τη Ναθένα βγήκα στην λεωφόρο Κνωσσού και από εκεί κατέβηκα προς το κέντρο. Έστριψα προς την Εθνικής Αντιστάσεως και όταν έφτασα στο ύψος της Ικάρου έστριψα αριστερά προς πλατεία Ελευθερίας. Συνέχισα στην Επιμενίδου και κάνοντας τον κύκλο βγήκα 25ης Αυγούστου. Υπό κανονικές συνθήκες, και μιας και οι περιστάσεις με είχαν φέρει στα Λιοντάρια, δε θα το είχα σε τίποτα να χτυπήσω ένα κομμάτι πίτσας από το Everest αλλά είχα φάει τρία κομμάτια παστίτσιο, παραλίγο να αρχίσουν να μου βγαίνουν τα μακαρόνια από τη μύτη.

    Ήθελα κάτι γλυκό αλλά είχαμε την τούρτα στο σπίτι της Χριστιάνας. Milkshake? Καλή ιδέα! Θα έπαιρνα και στα κορίτσια. Κοίταξα το ρολόι, η όλη βόλτα μου είχε πάρει 25 λεπτά το οποίο σήμαινε είχα ακόμα ένα τέταρτο για σκότωμα. Ήμουν τυχερός και βρήκα να παρκάρω λίγο πριν την πλατεία Αγίου Τίτου. Πήγα στην κρεπερί που έφτιαχνε και milkshakes. Ζήτησα μία σοκολάτα για την Φοίβη, μία απλή βανίλια για μένα και μία βανίλια Μαδαγασκάρης η οποία άρεσε στην Χριστιάνα όπως είχε πει στην Φοίβη τη Δευτέρα το πρωί που είχαν πιει καφέ στον Ηριδανό.

    Πήρα τη βάση και την ακούμπησα προσεκτικά στο κάθισμα του συνοδηγού και ξεκίνησα να πάρω το δρόμο της επιστροφής. Στον πεζόδρομο πριν τη Καινούργια Πόρτα είχε πολύ κόσμο, μάλλον κάποια εκδήλωση είχε εκεί. Βγήκα στην πλατεία Κύπρου αλλά αποφάσισα αντί να πάω από Κνωσσού να ανέβω από Ακαδημίας Μασταμπά και να πάω μέσω Σινάνη προς Άη Γιάννη. Στην Παπαναστασίου ήταν το εργαστήρι με τα κρουασάν. Κοπάνησα με το χέρι μου το μέτωπό μου, ορίστε, τρεις ολόκληρους μήνες ο γάιδαρος δεν είχα φέρει το κορίτσι μου να φάει κρουασάν με ζεστή πραλίνα, όπως έβγαινε από το φούρνο του εργαστηρίου. Θα το λάτρευε η Φοίβη! Το σημείωσα νοερά και από Παπαναστασίου βγήκα Σόλωνος και την ανέβηκα μέχρι που έφτασα στην πλατεία της Φορτέτσας όπου έμενε η Χριστιάνα.

    Είχε περάσει μία ώρα και δέκα λεπτά, είχα κρατήσει το λόγο μου. Χτύπησα το κουδούνι και όταν μου άνοιξε ανέβηκα τα σκαλιά. Αυτή τη φορά το συναίσθημα μπορούσα να το ερμηνεύσω, ήταν γλυκιά αγωνία.

    - «Δεν άργησα έτσι; Σας έφερα και milkshakes. Πήρα τη γεύση που σου αρέσει, η Φοίβη μου είχε πει είναι η βανίλια Μαδαγασκάρης, ορίστε το δικό σου!» της είπα και της έδωσα το milkshake της.
    - «Δεν είναι καταπληκτικός;» είπε η Φοίβη που είχε σηκωθεί. Με πήρε αγκαλιά και μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί.

    Καθίσαμε κάτω αλλά τη Χριστιάνα την έπιασε η προκοπή και μάζεψε τα ποτήρια με τα ποτά και τα πήγε στην κουζίνα. Κόντευα να σκάσω από την αγωνία να μάθω.

    - «Τα είπατε;» τη ρώτησα αλλά αντί για απάντηση μου ένευσε το κεφάλι της χαμογελώντας με τρόπο που με έκανε να καταλάβω ότι δεν είχαν αρκεστεί στη συζήτηση. «Έγινε αυτό που νομίζω;» τη ρώτησα.
    - «Φιληθήκαμε κάμποσες φορές αλλά μείναμε εκεί, δεν κάναμε τίποτα παραπάνω.»
    - «Θα ήθελες κάτι παραπάνω;»
    - «Ναι» μου απάντησε χωρίς να διστάσει. «Ανδρέα… πως αισθάνεσαι;» με ρώτησε γεμάτη αγωνία.
    - «Περίεργα» ομολόγησα. «Ευχάριστα περίεργα» συνέχισα για να μην την τρομάξω.

    Είχαν φιληθεί. Είχαν φιληθεί και δε με είχε πειράξει. Δεν μπορούσα για ακόμα μια φορά να προσδιορίσω τι ακριβώς ήταν αυτό που ένιωθα αλλά το μόνο σίγουρο ήταν πως δεν ήταν δυσάρεστο.

    Και καύλες, είχα απίστευτες καύλες. «Το μόνο που με πειράζει είναι ότι είμαι τιμωρία» αστειεύτηκα και η Φοίβη έβαλε ανακουφισμένη τα γέλια.

    - «Σ’ αγαπάω» μου είπε και μου έδωσε ένα τόσο βαθύ φιλί που μου έκοψε την ανάσα.
    - «Σ’ αγαπάω» της απάντησα όταν βρήκα την ανάσα μου.

    Σταματήσαμε τη συζήτηση καθώς επέστρεψε η Χριστιάνα. Καθίσαμε άλλη μια ώρα εκεί μέχρι που η Φοίβη συνειδητοποίησε ότι είχε πάει μεσάνυχτα. Καληνύχτισα την Χριστιάνα αλλά η Φοίβη μου είπε να κατέβω στο αυτοκίνητο και να την περιμένω. Πολύ θα ήθελα να τις δω να φιλιούνται μπροστά μου αλλά η Φοίβη έκρινε ότι δεν είμαστε ακόμα εκεί και με «έδιωξε». Κατέβηκα στο αυτοκίνητο νιώθοντας ότι το όργανό μου θα σπάσει. Λίγη ώρα αργότερα κατέβηκε και η Φοίβη και μπήκε στο αυτοκίνητο χαμογελώντας.

    - «Τα “ξαναείπατε” να υποθέσω;» τη ρώτησα.
    - «Ναι, μπορείς να το πεις κι έτσι» μου είχε χαρίζοντάς μου ένα υπέροχο κουνελίσιο χαμόγελο.
    - «Λοιπόν, πάμε σπίτι μου, έτσι;»
    - «Ναι, μόνο σταμάτα λίγο σπίτι μου να πάρω την τσάντα με τετράδια και σημειώσεις γιατί ξέχασα να την πάρω μαζί φεύγοντας.»
    - «Θες να κοιμηθούμε σπίτι σου;»
    - «Όχι!» μου είπε υπονοώντας ξεκάθαρα πως αφενός δε θα κοιμόμασταν αμέσως και αφετέρου είχε …πονηρούς σκοπούς, σκόπευε να ακουστεί! Στην αρχή πάντως δεν ήταν … “φασαριόζα”, στη συνέχεια έγινε. Ή -ίσως- απλά έγινα καλύτερος.
    - «Είμαι τιμωρία!» της είπα χαμογελώντας της σκανταλιάρικα.
    - «I know» μου είπε χαμογελώντας μου αινιγματικά. Οκ, αν δε με άφηνε να τελειώσω θα ήταν ζόρι, το παραδέχομαι. Για την ακρίβεια δεν ήμουν σίγουρος ότι δε θα τελείωνα ακόμα και αν απλά μου τον άγγιζε. Σταμάτησα μπροστά από την γκαραζόπορτα και η Φοίβη κατέβηκε και με τη συνοδεία του Σίμπα πήγε μέχρι το σπίτι της. Γύρισε ένα-δυο λεπτά αργότερα, πάλι με το Σίμπα συνοδεία. «Πάμε» μου είπε όταν μπήκαμε μέσα.

    Σε τρία λεπτά ήμασταν σπίτι μου. Μπήκαμε μέσα και άφησε την τσάντα με τα τετράδιά της στο τραπέζι. Κάθισα στον καναπέ και της έκανα νόημα να έρθει να κάτσει δίπλα μου.

    - «Πώς αισθάνεσαι;» με ρώτησε
    - «Αυτό που σου είπα και πριν. Ευχάριστα περίεργα. Από τη μία ομολογώ ότι ζηλεύω αλλά από την άλλη η ίδια η ιδέα το ότι ήσουν μαζί της είναι απίστευτα διεγερτική, πόσο μάλλον όταν η ίδια ομολογείς ότι θα ήθελες να προχωρήσεις παραπάνω από ένα φιλί.»
    - «Δεν ήταν ένα, ήταν περισσότερα!»
    - «Έστω! Δεν ξέρω, μου είναι πολύ δύσκολο να περιγράψω τι ακριβώς είναι αυτό που αισθάνομαι αλλά κράτα ότι έχει ευχάριστες αποχρώσεις. Εσένα σου άρεσε;»
    - «Πολύ» απάντησε αναστενάζοντας.
    - «Γιατί αναστενάζεις βρε;»
    - «Γιατί φοβάμαι ότι θα γίνει κάτι και θα σε πληγώσω και δε θέλω να σε πληγώσω.»
    - «Αν το είχες κάνει πίσω από την πλάτη μου θα πληγωνόμουν. Από τη στιγμή που εγώ ο ίδιος σου δίνω τις ευχές μου…»
    - «Ακόμα κι έτσι…» με διέκοψε «μπορεί να συμβεί κάτι και να πληγωθείς.»
    - «Μπορεί να μου πέσει και ένα δέντρο στο κεφάλι και να με αφήσει στον τόπο. Φοίβη μου, η ζωή μας είναι γεμάτη από μικρές ή μεγάλες αποφάσεις, από μικρά ή μεγάλα ρίσκα. Στο τέλος της ημέρας σημασία έχει να ζεις, όχι απλά να επιβιώνεις, αλλιώς θα έχεις να λογοδοτήσεις στον ίδιο σου τον εαυτό.»
    - «Από την άλλη…» ξεκίνησε και σταμάτησε για λίγο. «Κοίτα, η Χριστιάνα μου είπε χωρίς πολλές περιστροφές ότι αν δεν υπήρχες εσύ δε θα είχε γίνει τίποτα απ’ ότι έγινε. Νομίζω ότι και οι δύο θέλουμε το ίδιο, να εξερευνήσουμε πτυχές του εαυτού μας χωρίς ωστόσο δεσμεύσεις η μία προς την άλλη πέρα του να περάσουμε καλά.»
    - «Ένας λόγος παραπάνω για να μη μου αγχώνεσαι, χαζούλα» της είπα και την έσφιξα δυνατά στην αγκαλιά μου. «Κανονίσατε να βγείτε μόνες σας;»
    - «Όχι, δεν έχουμε κανονίσει κάτι. Δεν ήθελα να κανονίσω τίποτα χωρίς να το έχω τελείως ξεκαθαρισμένο μεταξύ μας.»
    - «Μακάρι να μπορούσα να είμαι κάπου που να μπορούσα να σας βλέπω. Ξέρω… ξέρω, μη με κοιτάς έτσι, το ξέρω ότι αυτό πολύ δύσκολα θα συμβεί.»
    - «Θα στα διηγηθώ όμως όλα» μου είπε και σηκώθηκε από τον καναπέ και έπιασε το μαλλί της κότσο. Γονάτισε μπροστά μου, με βοήθησε να βγάλω το παντελόνι και το μποξεράκι και χωρίς πολλά-πολλά με πήρε στο στόμα της. Ήμουν τόσο καυλωμένος που χρειάστηκε υπερπροσπάθεια να μην τελειώσω με το που με πήρε μέσα της και η Φοίβη είναι αστέρι.

    Είχα κλείσει τα μάτια μου και το απολάμβανα με όλο μου το είναι έχοντας ξεχάσει ότι είμαι σε …τιμωρία αλλά μου το θύμισε η Φοίβη. Όταν έφτασα μία τρίχα από το να τελειώσω σταμάτησε και με κοίταξε στα μάτια.

    - «Είσαι τιμωρία!» μου είπε και σταμάτησε. Σηκώθηκε και με πήρε από το χέρι και πήγαμε μέσα όπου γδύθηκε σε χρόνο ρεκόρ και ξάπλωσε γυμνή στο κρεββάτι. «Εγώ όμως δεν είμαι» μου είπε χαμογελώντας πονηρά.
    - «Άτιμο θηλυκό» της είπα και χαχάνισε. «Θέλω μια χάρη» συνέχισα.
    - «Τι χάρη;»
    - «Θέλω όσο στο κάνω αυτό να φαντασιωθείς τη Χριστιάνα.»
    - «Αυτό, ποιο;» με ρώτησε.

    Αντί απάντησης ξάπλωσα ανάμεσα από τα πόδια της και άρχισα να τη γλείφω απαλά στην κλειτορίδα. Έβαλε το χέρι της πάνω στο κεφάλι μου και άρπαξε τα μαλλιά μου και κόλλησε το στόμα μου στο αιδοίο της. Ήταν μούσκεμα και μύριζε υπέροχα. Άρχισα να τη γλείφω και να την πιπιλάω με μεγαλύτερη ένταση κάνοντας το σώμα της να τραντάζεται. Χωρίς να το σκεφτώ καθόλου σάλιωσα το μεσαίο του δεξιού χεριού και το έβαλα πίσω της κάνοντάς την να της ξεφύγει ένα βογγητό μίξη πόνου και καύλας. Άρχισα να τη γαμάω με το δάχτυλο προσπαθώντας να μην κόψω καθόλου το ρυθμό μου στο στοματικό. Ήταν τέρμα καυλωμένη από πριν γιατί δεν πήρε ούτε πέντε λεπτά να αρχίσει τα «ΑΑΑΑΑΑΑ ΜΜΜΜΜ» και να τελειώσει φωνάζοντας το όνομά μου.

    Της είχε κοπεί σχεδόν η ανάσα. Σηκώθηκα και ξάπλωσα δίπλα της και άνοιξα την αγκαλιά μου και χώθηκε μέσα της.

    - «Έκανες αυτό που σου ζήτησα;»
    - «Το έκανα.»
    - «Πώς ήταν;»
    - «Πολύ έντονο… ήσουν υπέροχος!»
    - «Ναι αλλά είμαι ακόμα τιμωρία» της είπα ρίχνοντας άδεια για να πιάσω γεμάτα.
    - «Ναι, είσαι!» μου είπε και μου έβγαλε τη γλώσσα της. «Και τώρα νάνι!»
    - «Ουφ, άκαρδη! Καληνύχτα μωρό μου!»
    - «Καληνύχτα αγάπη μου»

    Για τη Φοίβη ήταν σα να έπεσε ο γενικός. Όσο για μένα… τι να κάνω ο φουκαράς, αναγκάστηκα να κοιμηθώ ανάσκελα γιατί το όργανό μου δεν έλεγε να πέσει με τίποτα.

    Το πρωί η Φοίβη ξύπνησε πριν από εμένα γιατί όταν με ξύπνησε μου είχε φτιάξει πρωινό. Κοίταξα το ρολόι, η ώρα ήταν ακόμα 08:00. Την κοίταξα με απορία.

    - «Δεν κάναμε χθες ντουζάκι, έτσι θα πάμε στο Πανεπιστήμιο;»

    Ένα δίκιο το είχε. Έφαγα το τοστ μου και ήπια την πορτοκαλάδα μου και γύρω στις 08:15 ο θερμοσίφωνας είχε ζεστάνει το νερό. Μπήκαμε και οι δύο στο ντους. Το κωλόπαιδο όσο την έλουζα είχε βάλει το χέρι της χαμηλά και με έπαιζε.

    - «Μην παίρνεις θάρρος, η τιμωρία σου εξακολουθεί να ισχύει» μου είπε και συνέχισε να με χουφτώνει και να με χαϊδεύει και ένιωθα σα να είναι έτοιμος να σπάσει.

    Όταν βγήκαμε από το ντους το όργανό μου ήταν ακόμα ορθωμένο με αποτέλεσμα να έχω δυσκολία στο να βάλω το παντελόνι μου. Η Φοίβη μου έβγαλε -πάλι- κοροϊδευτικά τη γλώσσα και φόρεσε μπλούζα από πάνω και από κάτω τζιν και τα σνίκερς της.

    Η μέρα κύλισε σχετικά αργά και είχα να πάω και στο ΙΤΕ με αποτέλεσμα να γυρίσω στο σπίτι γύρω στις 19:30. Είχα κάνει ό,τι διάβασμα χρειαζόταν στο ΙΤΕ και είχα πει και στη Φοίβη ότι σήμερα θα διάβαζε μόνη της γιατί θα αργούσα. Αν και πεινούσα δεν έφαγα δεδομένου ότι το βράδυ θα τρώγαμε στο Μεξικάνικο.

    Έβαλα στα γρήγορα το θερμοσίφωνα να ζεσταθεί και στις 20:00 μπήκα για ένα γρήγορο ντουζάκι. Όταν τελείωσα ντύθηκα με ένα τζιν, μπλουζάκι και πουκάμισο και μπήκα στο αυτοκίνητο για να πάω στο σπίτι της Φοίβης. Συνοδεία του Σίμπα που όπως πάντα είχε μπλεχτεί στα πόδια μου έφτασα έξω από την πόρτα της. Δεν είχε αφήσει τα κλειδιά στην πόρτα οπότε χτύπησα το τζάμι για να με ακούσει. Η Φοίβη φορώντας ακόμα το μπουρνούζι της και μια πετσέτα στο κεφάλι μου άνοιξε χαμογελώντας την πόρτα και όταν πέρασα μέσα με έσφιξε πάνω της και με φίλησε. Το μπουρνούζι άνοιξε λίγο και τα μάτια μου καρφώθηκαν στα στήθη της.

    - «Στα μάτια να με κοιτάς, είσαι ακόμα τιμωρία!» μου είπε πειρακτικά.
    - «Δεν τιμωρήθηκα αρκετά;» τη ρώτησα με μια δόση απόγνωσης.
    - «Θα σας ειδοποιήσουμε» συνέχισε πάλι σε πειρακτικό τόνο.
    - «Τι έχεις συνεννοηθεί τελικά με τα κορίτσια; Τι ώρα θα περάσουμε να τους πάρουμε;»
    - «Θα είναι μόνο η Χριστιάνα, Κατερίνα και Βαγγέλης αποφάσισαν να πάνε εκδρομή τρεις μέρες στο Ρέθυμνο, θα γυρίσουν Σάββατο πρωί. Στις 21:00 της είχα πει»
    - «Αυτοί χάνουν!»
    - «Αναμφίβολα. Λοιπόν, πάω να ντυθώ»
    - «Έρχομαι κι εγώ να πάρω μάτι. Αχ, που καταντήσαμε, στο φάτε μάτια ψάρια!»
    - «Δες το θετικά, τα μεσάνυχτα η τιμωρία σου λήγει!»
    - «Χμμμμ χμμμμ» είπα χαμογελώντας με νόημα.

    Αντί απάντησης μου κούνησε προκλητικά τον κώλο της και πήγε στο δωμάτιό της. Παρά τη δήλωσή μου δεν την ακολούθησα, κάθισα στο τραπέζι της κουζίνας και χάζεψα τις σημειώσεις της. Χαμογέλασα καθώς ανάμεσα στις εξισώσεις και στα διαγράμματα είχε ζωγραφιές που συνήθιζε να κάνει όταν βαριόταν στην παράδοση. Πολυσχιδής και πολυτάλαντη η Φοίβη μου, εγώ δε θα μπορούσα ποτέ να ζωγραφίσω τόσο όμορφα. Κάποιες από τις ζωγραφιές της είχαν πολύ χιούμορ, σε μια κυβική ρίζα με μια ατελείωτη παράσταση από κάτω είχε ζωγραφίσει στο τέλος του ένα ανθρωπάκι να κρέμεται σα να ήταν σε κρεμάλα, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

    - «Γιατί γελάς» με ρώτησε από μέσα.
    - «Για το κακό ριζικό που βρήκε το ανθρωπάκι στις σημειώσεις σου» της απάντησα.
    - «Και τι ριζικό, κυβικό!» την άκουσα να λέει από μέσα.

    Λίγη ώρα μετά ήρθε και με βρήκε. Είχε φορέσει ένα μακό μπλουζάκι που τόνιζε υπέροχα τα στήθη της και παντελόνι που έφτανε λίγο πριν το ύψος της γάμπας και αθλητικά παπούτσια με σοσόνια. Στην αριστερή της γάμπα φαινόταν η διπλή αλυσιδίτσα που της είχα κάνει δώρο πριν τρεις εβδομάδες.

    Τα μαλλιά της ήταν ακόμα υγρά οπότε πήγε στο μπάνιο και άκουσα το σεσουάρ να δουλεύει. Βγήκε μετά από λίγη ώρα, φόρεσε και τα γυαλιά της και μου χάρισε το υπέροχο κουνελίσιο χαμόγελό της.

    - «Έτοιμη, αγαπουλίνο!» μου δήλωσε.

    Είχαμε ακόμα 15 λεπτά μέχρι να πάμε να πάρουμε τη Χριστιάνα και κάτσαμε στο τραπέζι και είπαμε για τη μέρα μας. Στις 21:00 ήμασταν στο αυτοκίνητο και μερικά λεπτά αργότερα έξω από το σπίτι της Χριστιάνας η οποία ήταν έτοιμη και όταν της χτύπησε το κουδούνι η Φοίβη κατέβηκε αμέσως. Η Χριστιάνα ήταν και εκείνη ντυμένη απλά. Φιλήθηκαν στο μάγουλο και ήρθαν προς το αυτοκίνητο. Η Φοίβη σήκωσε το κάθισμα και η Χριστιάνα πέρασε πίσω.

    - «Καλησπέρα» μου είπε χαμογελαστή.
    - «Καλώς το κορίτσι» της απάντησα επίσης χαμογελαστά. «Πώς ήταν η μέρα σου;»
    - «Κουραστική» απάντησε μονολεκτικά προσπαθώντας να βολευτεί πίσω για να μπορέσει η Φοίβη να κατεβάσει το κάθισμα και να κάτσει κι εκείνη.

    Το τέταρτο που χρειάστηκε για να φτάσουμε στο κέντρο πέρασε με χαλαρή συζήτηση. Η τύχη με βοήθησε και βρήκαμε να παρκάρουμε στην 25ης Αυγούστου σχεδόν στο ύψος των Λιονταριών οπότε δε μας πήρε πολλή ώρα να φτάσουμε στη Χάνδακος όπου ήταν το μεξικάνικο. Μαρία-Νίκος και Ελένη-Τάσος ήταν ήδη εκεί και ψέματα μη λένε, ένα ντουβρουτζά τον έφαγαν όταν μας είδαν να μπαίνουμε και οι τρεις μαζί αλλά γρήγορα ανέκτησαν την ψυχραιμία τους.

    - «Σήμερα φέραμε και παρέα!» είπε η Φοίβη χαμογελαστά.
    - «Γεια σας» είπε ντροπαλά η Χριστιάνα.

    Νίκος και Τάσος δε μίλησαν, τουλάχιστον είχαν την προνοητικότητα να μην ανοίξουν τα στόματά τους και πετάξουν κανένα βατράχι. Ελένη και Μαρία αντιδράσανε πιο ψύχραιμα.

    - «Καλώς την» είπε η Μαρία.
    - «Πού το άφησες το έτερον ήμισυ βρε κακούργα;» τη ρώτησε η Ελένη που γνώριζε καλύτερα και Χριστιάνα και Κατερίνα και είχε περισσότερο θάρρος μαζί της.
    - «Με το άλλο έτερον της ήμισυ! Ήρθε το αγόρι από την Αθήνα και έχουν πάρει τα όρη και τ’ άγρια βουνά!»

    Παρά το αρχικό ξάφνιασμα η ώρα κύλησε πολύ ευχάριστα. Φάγαμε το σκασμό και γύρω στις 23:00 είπαμε να το διαλύσουμε.

    - «Κορίτσια, θέλετε να πάμε σπίτι ή να πάμε να πιούμε καμιά μπυρίτσα και μετά σπίτι;»
    - «Αμέ, εγώ μέσα» είπε η Φοίβη και συμπλήρωσε «Χριστιάνα, ψήνεσαι;»
    - «Αν ψηθώ κι άλλο θα αρπάξω!» είπε και εγώ αλλά και η Φοίβη το καταλάβαμε τελείως διαφορετικά.
    - «Καλά, δεν πειράζει! Άλλη φορά» είπα.
    - «Εχμ… εννοώ ότι είμαι ψημένη ήδη!» μας διευκρίνισε.

    Σε πέντε λεπτά ήμασταν στην Κοραή. Το Αυγό είχε αρκετό κόσμο ωστόσο δε δυσκολευτήκαμε να βρούμε να κάτσουμε. Παραγγείλαμε τα ποτά μας και αρχίσαμε να συζητάμε περί ανέμων και υδάτων μέχρι που κάποια στιγμή αντιλήφθηκα κάποιον να μου κάνει νόημα. Ήταν το boss στο ΙΤΕ ο οποίος είχε βγει έξω με άλλους δυο καθηγητές και τρεις διδακτορικούς φοιτητές.

    - «Με συγχωρείτε λίγο» είπα στα κορίτσια και πήγα να χαιρετήσω.

    Πραγματικά ο σκοπός μου ήταν απλά να χαιρετήσω αλλά με τούτα και με κείνα κατάφερα να κολλήσω πάνω από 20 λεπτά. Γύρισα στο τραπέζι με τη Φοίβη και τη Χριστιάνα και τις κοίταξα απολογητικά.

    - «Συγνώμη βρε παιδιά αλλά πιάσαμε την κουβέντα και ξεχάστηκα.»
    - «Ανδρέα μου, αν θες να κάτσεις κι άλλο, δεν πειράζει» μου είπε η Φοίβη κάνοντάς με να νιώσω ακόμα περισσότερες τύψεις. Τις κοίταξα αναποφάσιστος. «Μην αισθάνεσαι άσχημα βρε χαζούλη.»
    - «Σίγουρα;» ρώτησα αβέβαιος.
    - «Ναι μωρουλίνι μου σίγουρα.»

    Πήρα το ποτό μου και κάθισα άλλη μισή ώρα εκεί αλλά αυτό ήταν το όριο που έβαλα στον εαυτό μου και παρά το γεγονός ότι είχε ξεκινήσει μια πολύ όμορφη συζήτηση, τους άφησα και γύρισα στα κορίτσια.

    - «Back, και αυτή τη φορά δεν ξαναφεύγω» τους δήλωσα. Είχαν κάτσει η μία δίπλα στην άλλη για να μπορούν να συζητήσουν και έτσι κάθισα από την απέναντι μεριά.
    - «Καλώς το μου» είπε η Φοίβη χαρίζοντάς μου ακόμα ένα γλυκό κουνελίσιο χαμόγελο.
    - «Τι λέγατε;» τις ρώτησα.
    - «Τίποτα συγκεκριμένο» απάντησε η Χριστιάνα, «να τώρα λέγαμε για το παπάκι του αδερφού μου που θα κατεβάσω στην Κρήτη μετά τις γιορτές.»
    - «Έχεις κράνος, έτσι;» τη ρώτησα.
    - «Εννοείται!» μου απάντησε.

    Με τούτα και με κείνα πέρασε ακόμα μία ώρα και επειδή είχε πάει αργά αποφασίσαμε να το διαλύσουμε. Περάσαμε πρώτα από το δικό μου σπίτι να πάρω την τσάντα μου με τα τετράδιά μου και μετά αφού ανεβάσαμε τη Χριστιάνα σπίτι της και την αφήσαμε κατεβήκαμε στο σπίτι της Φοίβης.

    Ίσα που πρόλαβε να κλείσει την πόρτα πριν της ορμήσω, ο ερεθισμός που είχα ήταν απερίγραπτος.

    - «Σιγά βρε λυσσάρη!» μου είπε γελώντας. Με πήρε από το χέρι και πήγαμε στο δωμάτιο. Δε με άφησε να κάτσω στο κρεββάτι, μου κατέβασε παντελόνι και μποξεράκι, και μένοντας μόνο με το κιλοτάκι της γονάτισε μπροστά μου και με πήρε στο στόμα της.

    Είχα που είχα τις καύλες του αιώνα, το έκανε και με όλη της την τέχνη και δεν μου πήρε ούτε 4-5 λεπτά να τελειώσω στο στόμα της πλημμυρίζοντάς το, και είχε μαζευτεί πολύ πράγμα. Η Φοίβη τα κατάπιε όλα και σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε.

    - «Απαπαπα, δε σε ξαναφήνω τόσο πολύ τιμωρημένο, κόντεψες να με πνίξεις!»

    Ξαπλώσαμε και την πήρα αγκαλιά και κουλουριάστηκε πάνω μου.

    - «Φοίβη μου, συγνώμη για πριν στο Αυγό…» πήγα να ξεκινήσω.
    - «Βρε χαζούλη, σταμάτα να ζητάς συγνώμη. Δε με παράτησες και μόνη μου και εδώ που τα λέμε βρήκαμε ευκαιρία και κουβεντιάσαμε και πιο προσωπικά πράγματα!»
    - «Αχά!»
    - «Ναι… μιλήσαμε γι’ αυτό που έγινε χθες, πόσο άρεσε και στις δυο μας… και…»
    - «Και…;»
    - «Της… της είπα πως το εξέλαβες και ότι δε σου έχω κρύψει τίποτα και… και είπαμε… αν δηλαδή συμφωνείς κι εσύ… αύριο να βγούμε οι δυο μας.»
    - «Οοοοοκ» είπα διστακτικά.
    - «Ανδρέα, αν δε θέλεις…» ξεκίνησε να λέει αλλά τη διέκοψα.
    - «Φοίβη… Δεν είναι ότι δε θέλω, θέλω. Σου είπα, δεν μπορώ να σου εξηγήσω καλά αυτό που νιώθω αλλά οι αποχρώσεις είναι ευχάριστες, αυτό δε σου είπα; Και ακόμα περισσότερο ισχύει το άλλο που σου έχω πει: θέλω να σου δώσω ό,τι περνάει από το χέρι μου εφόσον είναι κάτι που πραγματικά θέλεις.»
    - «Υπάρχει ένας όρος που μου έβαλε η Χριστιάνα, ο οποίος για εκείνη είναι sine qua non. Δεν είναι τίποτα περίεργο αλλά μπορεί να σε φέρει σε αμήχανη θέση.»
    - «Ποιος είναι ο όρος;»
    - «Η Χριστιάνα θέλει να είναι 1000% σίγουρη ότι είσαι κι εσύ εντάξει. Ο όρος της είναι αύριο που θα βγούμε να είσαι κι εσύ παρών όταν θα ξεκινήσουμε για έξω και να απαντήσεις καταφατικά όταν σε ρωτήσει αν εσύ είσαι εντάξει με όλο αυτό.»
    - «Οκ, αν αυτό σας καθησυχάσει και τις δύο…»
    - «Αν… αν μας βγει… θα είσαι εντάξει αν το συνεχίσουμε σπίτι της;»
    - «Ο δικός μου όρος που θα πρέπει να αποδεχτεί η Χριστιάνα είναι ότι αν συμβεί αυτό θα μου τα πεις με τι νι και με το σίγμα και αυτό μπορεί να περιλαμβάνει και ανατομική της περιγραφή. Δε θα της το πω εγώ, θα της το πεις εσύ και σε εμπιστεύομαι ότι σε περίπτωση που το αρνηθεί δε θα προχωρήσετε.»
    - «Fair» μου είπε η Φοίβη.

    Μείναμε για λίγο ακίνητοι. Μην είμαι ψεύτης, ένιωθα αμήχανα αλλά φαντάζομαι ότι το ίδιο ένιωθε και η Φοίβη. Αποφάσισα να σπάσω εγώ την αμηχανία κατεβάζοντας το χέρι μου ανάμεσα στα πόδια της. Ήταν μούσκεμα. Τη φίλησα και ανέβηκα από πάνω της. Η Φοίβη μου άνοιξε τα πόδια της να με υποδεχτεί.

    - «Σ’ αγαπάω» της είπα. «Σ’ αγαπάω και είσαι δική μου και ας το δείχνω με περίεργο τρόπο.»
    - «Δική σου είμαι Ανδρέα μου. Δική σου και μόνο δική σου… και ας το δείχνω με περίεργο τρόπο.»

    Δε χρειάστηκε να πούμε κάτι άλλο, μπήκα μέσα της απαλά και άρχισα να κινούμαι, πιο τρυφερά στην αρχή, πιο έντονα και πιο δυνατά στη συνέχεια. Ένιωσα τα νύχια της να μπήγονται στην πλάτη μου και επιτάχυνα ακόμα περισσότερο. Τα αγκομαχητά της ηδονής της, τα «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» και τα «ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ» με ξετρέλαναν και έπιασα να φαντάζομαι να τα βγάζει ενώ η Χριστιάνα της κάνει στοματικό.

    - «Ανδρέα μου! ΑΝΔΡΕΑ ΜΟΥ…. ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΧ» την άκουσα να φωνάζει και δεν μπορούσα να κρατηθώ άλλο, τραβήχτηκα, σηκώθηκα από το κρεβάτι και άρχισα να τον παίζω. Η Φοίβη ανασηκώθηκε, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού με τα πόδια στο πάτωμα και μου άνοιξε το στόμα της. Τον ακούμπησα στα χείλη της και συνέχισα να τον παίζω και λίγες στιγμές αργότερα τον έβαλα μέσα στο στόμα της και πιάνοντάς την από το κεφάλι της τον κάρφωσα μέχρι το λαιμό αδειάζοντας ό,τι είχε απομείνει από τον πρώτο γύρο.

    Πήγε στη μεριά της του κρεββατιού και ξάπλωσα και της άνοιξα την αγκαλιά μου και χώθηκε μέσα της. Κουκουλωθήκαμε καλά-καλά κάτω από το ελαφρύ πάπλωμα και εκεί κατέβηκε η παροχή.

    Το πρωί που χτύπησε το ξυπνητήρι δεν άνοιγε το μάτι μου. Η Φοίβη σηκώθηκε και έφτιαξε πρωινό και καφέ και έφαγε κάμποση ώρα προσπαθώντας να με ξυπνήσει.

    - «Θέλω να κοιμηθώ κι άλλο» είπα με παραπονεμένη φωνή. «Μην πάμε μάθημα σήμερα!»
    - «Σήκω τεμπελχανά!» μου είπε και τι να κάνω, αναστέναξα και σηκώθηκα. «Σου έχω φτιάξει και καφεδάκι» συμπλήρωσε και με έστειλε να πλύνω τα δόντια μου και να κάνω και την πρωινή μου τουαλέτα. Όταν τελείωσα η Φοίβη είχε ήδη ντυθεί και είχε καθίσει στο τραπέζι και με περίμενε. Πήγα στο δωμάτιο και ντύθηκα κι εγώ στα γρήγορα και γύρισα μέσα και τη φίλησα πριν κάτσω στο τραπέζι και ορμίσω σα λύκος στα τοστ και στην πορτοκαλάδα.

    - «Τι ώρα έχετε κανονίσει το βράδυ με την Χριστιάνα;» τη ρώτησα ακόμα μπουκωμένος.
    - «Δεν έχουμε κανονίσει ακόμα, είπαμε να το κανονίσουμε σήμερα στη σχολή.»
    - «Αν απαιτεί να …σε παραδώσω στην έξοδό σας, θα πρέπει να είναι μετά τις 20:00, σήμερα έχω πολλή δουλειά στο ΙΤΕ»
    - «Δε νομίζω ότι θα υπάρχει θέμα. Τι ώρα θα πας στο ΙΤΕ;»
    - «Θα φύγω στις 15:00, μετά το δεύτερο μάθημα.»
    - «Αλήθεια, γιατί έβαλες ξυπνητήρι στις 08:00 αφού σήμερα τα μαθήματά μας ξεκινάνε και των δύο στις 11:00;»
    - «Εχμ, σας υπενθυμίζω υψηλοτάτη ότι σήμερα κοιμηθήκαμε στο σπίτι σας και ενεργοποίησα το δικό σας ξυπνητήρι!»
    - «Είναι κι αυτό. Ωραία, τι θα κάνουμε τώρα μέχρι τις 11:00;»
    - «Θα κατέβουμε κέντρο να πάμε να πάρουμε τα ρούχα από το καθαριστήριο. Καλύτερα να είμαστε και οι δυο γιατί δεν ξέρω αν θα βρω να παρκάρω εκεί τέτοια ώρα, θα κατέβεις εσύ να τα πάρεις και θα περιμένω απ’ έξω με τα alarm.»
    - «Βαριέμαι!» μου είπε με παράπονο.
    - «Αν θέλεις σήμερα να επαναλάβεις το ντύσιμο που άρεσε προχθές στη Χριστιάνα, θα κάνεις την ανάγκη φιλοτιμία!»
    - «Ουφ, καλά!»

    Ήπιαμε τον καφέ μας χωρίς βιασύνη και γύρω στις 09:30 κατεβήκαμε προς το κέντρο. Παρά τους φόβους μου βρήκα να παρκάρω έξω ακριβώς από το καθαριστήριο οπότε άφησα τη Φοίβη στο αυτοκίνητο και πήγα και πήρα εγώ τα ρούχα. Γυρίσαμε πρώτα σπίτι της να αφήσει τα δικά της ρούχα και μετά περάσαμε από το δικό μου να αφήσω και εγώ τα δικά μου. Και επειδή όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια, γυρίσαμε και πάλι από το σπίτι της για να πάρουμε τις τσάντες με τις σημειώσεις μας.

    Με τούτα και με κείνα στο Πανεπιστήμιο φτάσαμε γύρω στις 10:30. Καθίσαμε στο κυλικείο όπου βρήκαμε τον Τάσο να παίζει σκάκι με κάποιον που δεν τον είχαμε ξαναδεί. Η Φοίβη κοίταξε προσεκτικά τη σκακιέρα.

    - «Phoebe, what’s your assessment?» τη ρώτησε ο Τάσος μετακινώντας τον ίππο του.
    - «Γιατί μιλάμε αγγλικά;»
    - «Γιατί ο Vasily δεν ξέρει ελληνικά. Είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής από το Princeton, ετοιμάζουν δημοσίευση με τη Σουζάνα. Από το επόμενο εξάμηνο θα είναι εδώ ως επισκέπτης καθηγητής για ένα χρόνο»
    - «Do you really wanna know?» τον ρώτησε.
    - «I do!» απάντησε.
    - «You blundered. If Vasily sees it, it will be checkmate at most at 7 or even as low as 5, depending on your reply to his move.»
    - «Vasily saw it» της απάντησε ο Vasily κοιτάζοντάς την εντυπωσιασμένος. Έκανε την κίνησή του και η Φοίβη ένευσε καταφατικά.
    - «Μόλις έχασες» είπε στον Τάσο και του έβγαλε γλώσσα.

    Εγώ δεν είχα καταλάβει την τύφλα μου και ψεύτης μην είμαι, ένιωσα ένα μικρό τσιμπηματάκι ζήλιας.

    - “I’ ll be damned” είπε ο Τάσος όταν επιτέλους το είδε και εκείνος. Έριξε το βασιλιά του. «Let me introduce you. Vasily here, is a post-doctoral fellow at the University of Princeton. Phoebe is freshman in Computer Science and Andrew is in his third year in Biology»
    - “Nice to meet you” είπα και έδωσα το χέρι μου. Η χειραψία του Vasily ήταν ζεστή και κέρδισε λίγους πόντους συμπάθειας. Η Φοίβη έδωσε και αυτή το χέρι της στον Vasily και καθίσαμε και οι τέσσερεις στο τραπέζι.
    - “Phoebe, are you interested in playing a game?” τη ρώτησε ο Βασίλης.
    - “I have class at 11:00, we could play rapid or blitz but we don’t have a clock” του απάντησε η Φοίβη αλλά ο Vasily άνοιξε την τσάντα του και έβγαλε ένα.
    - «But we do!» της είπε χαμογελαστός. «10 minutes?»
    - «Great!» απάντησε ενθουσιώδης η Φοίβη.

    Ο Vasily ήταν καλός. Πολύ καλός. Πολύ-πολύ καλύτερος από τον Τάσο. Το πρώτο παιχνίδι ήρθε ισόπαλο. Το ίδιο και το δεύτερο. Κόντευε να πάει 11:00 αλλά κανείς δεν έδειχνε τη διάθεση να σηκωθεί.

    - “Bullet?” ρώτησε η Φοίβη
    - “Bullet, it is” απάντησε ο Vasily. Η Φοίβη με τα άσπρα, ο Vasily με τα μαύρα. Τους έβλεπα σα μαγεμένος, εγώ αν έκανα τυχαίες κινήσεις θα τις έκανα πιο αργά απ’ ότι οι δυο τους. Γύρω από το τραπέζι είχε μαζευτεί κι άλλος κόσμος και παρακολουθούσε.

    Την παρτίδα την πήρε η Φοίβη. Νόμιζα ότι τελειώσαμε αλλά έκανα λάθος.

    - “Fair is fair, we must play another one. This time you ‘ll get the white” είπε η Φοίβη στο Vasily που συμφώνησε χαμογελαστός. Την δεύτερη παρτίδα την πήρε εκείνος.
    - «Draw!» είπε η Φοίβη και έδωσε το χέρι της χαμογελαστή.
    - «Draw» συμφώνησε και ο Vasily ανταποδίδοντας χειραψία και χαμόγελο.
    - “It was very meeting you” είπαμε και οι δύο και τους χαιρετήσαμε και φύγαμε σχεδόν τρεχάτοι γιατί είχε πάει 11:05.

    Είδα τη Φοίβη ξανά στα διαλείμματα στις 12:00 και στις 13:00 που έπρεπε να φύγω για να πάω στο ΙΤΕ.

    - «Οχτώ, οχτώ και τέταρτο θα είμαι σπίτι σου» της είπα.
    - «Τι θα κάνεις μετά;»
    - «Δεν έχω κανονίσει κάτι. Θα πάω σπίτι μου και θα δω τηλεόραση υποθέτω.»
    - «Όταν γυρίσουμε το βράδυ, θα αφήσω την Χριστιάννα σπίτι της και μετά θα πω στο ταξί να με φέρει στο δικό σου»
    - «Εντάξει ματάκια μου. Λοιπόν, φεύγω τώρα και τα λέμε το βραδάκι, ναι;»

    Αντί απάντησης με έσφιξε πάνω της και με φίλησε με πάθος.

    - «Σ’ αγαπάω!» μου είπε.
    - «Κι εγώ σ’ αγαπάω μωρό μου» της είπα, τη χάιδεψα τρυφερά στο πρόσωπο και κίνησα για το αυτοκίνητο.

    Η μέρα στο ΙΤΕ κύλισε βασανιστικά αργά, το μυαλό μου ήταν στη Φοίβη. Αν κρίνω από το απόγευμα θα είχα μάλλον δύσκολο βράδυ περιμένοντάς την, αλλά παρά τη διαφαινόμενη φρίκη που είχα αρχίσει να τρώω δεν ήθελα να πάρω πίσω το λόγο μου. Της είπα ότι θέλω να της δώσω ό,τι περνάει από το χέρι μου και θα το έκανα, ο κόσμος να χαλάσει.

    Στις 20:10 ήμουν σπίτι της, η Χριστιάννα δεν είχε κατέβει ακόμα. Η Φοίβη είχε ντυθεί όπως και προχθές, με την κοντή φουστίτσα, καλσόν, το ανοιχτό πλεχτό μπλουζάκι και το ασορτί με τη φούστα σακάκι και βλέποντάς την η καρδιά μου έκανε πάλι μερικές τούμπες, ήταν ένα κουκλί.

    Ακούσαμε τον Σίμπα να γαυγίζει χαρούμενος απ’ έξω, είχε έρθει η Χριστιάννα. Ήταν έξω από την πόρτα και του έκανε χαρούλες και ο Σίμπα είχε σταθεί στα δύο πόδια και χοροπηδούσε. Τον έχω δει να χοροπηδάει στα τέσσερα, πρώτη φορά τον είδα να χοροπηδάει στα δύο.

    Η Χριστιάννα ήταν σαν μοντέλο που είχε ξεφύγει από τις σελίδες κάποιου περιοδικού. Φορούσε ένα υπέροχο μαύρο φόρεμα με σχετικά βαθύ ντεκολτέ και είδα και έπαθα να μην καρφώσω το βλέμμα μου πάνω του. Το στήθος της όπως φαινόταν θα πρέπει να ήταν ελαφρά μικρότερο από αυτό της Φοίβης αλλά όχι πολύ. Βγήκαμε και οι δύο έξω και χαιρετηθήκαμε. Η Χριστιάννα μου φάνηκε αρκετά αμήχανη και υπό άλλες περιστάσεις θα το διασκέδαζα αλλά τώρα δεν ήθελα να βρίσκεται σε δύσκολη θέση, οπότε αντί να μου μιλήσει εκείνη, της μίλησα εγώ.

    - «Να περάσετε καλά και να το κάψετε» είπα και τους έκλεισα πονηρά το μάτι. Μετά σοβαρεύτηκα και κοίταξα την Χριστιάννα. «Ξέρω και είμαι εντάξει, δε χρειάζεται να πεις κάτι.» Έριξα μια απαλή ξυλιά στον κώλο της Φοίβης. «Τα λέμε όταν γυρίσετε, καλά να περάσετε!»

    Η Φοίβη με αγκάλιασε και με φίλησε στο στόμα. Έκλεισε παιχνιδιάρικα το μάτι πρώτα σε μένα και μετά στη Χριστιάννα -που είχε χάσει τη μιλιά της- και παίρνοντας την πρωτοβουλία, πήρε αγκαζέ τη Χριστιάννα και έκανε να κινήσει προς τη στάση. Η Χριστιάννα στάθηκε για λίγο και γύρισε και με κοίταξε. Της χαμογέλασα καθησυχαστικά και της έκλεισα παιχνιδιάρικα το μάτι. Κοκκίνησε ελαφρώς αλλά χαμογέλασε και εκείνη με τη σειρά της και μετά γυρνώντας πήρε τη Φοίβη και κίνησαν για την βραδινή τους έξοδο.

    Εμένα πάλι η καρδιά μου έπαιζε ταμπούρλο, ένιωθα πολύ έντονο αυτό περίεργο συναίσθημα που δεν μπορούσα να καθορίσω επακριβώς, αυτό το κράμα ζήλειας και προσμονής που αν και είχε ευχάριστες αποχρώσεις δεν θα το έλεγα και ευχάριστο. Αναστέναξα και μπήκα στο αυτοκίνητο. Στην αρχή κίνησα για να πάω σπίτι αλλά δε με χωρούσε ο τόπος. Αποφάσισα να βγω βόλτα με το αυτοκίνητο και χωρίς καλά-καλά ο ίδιος να το καταλάβω μία ώρα και κάτι αργότερα βρέθηκα στον Άγιο Νικόλα.

    Αποφάσισα, μιας και έφτασα ως εκεί, να βολτάρω στο λιμάνι, δεν ήθελα σε καμία περίπτωση εκείνη την ώρα να γυρίσω σπίτι και να κάτσω να δω τηλεόραση. Πρέπει να κάθισα κοντά μια ώρα βολτάροντας πριν αποφασίσω να επιστρέψω στο αυτοκίνητο. Πεινούσα, δεν είχα φάει, και αποφάσισα στο γυρισμό να περάσω από τα λιοντάρια να πάρω πίτσα από το Έβερεστ. Όταν έφτασα Ηράκλειο η ώρα πρέπει να ήταν κοντά 23:30. Πήρα την πίτσα από το Έβερεστ και γύρισα σπίτι μου όπου κάθισα και την έφαγα και εκεί συνειδητοποίησα τη δίψα μου. Πήρα μια μπύρα από το ψυγείο και σχεδόν την ήπια μονορούφι. Άνοιξα και δεύτερη και κάθισα να την πιώ με την ησυχία μου στο σαλονάκι ακούγοντας μουσική.

    Τελικά άνοιξα και τρίτη μπύρα. Είχε πάει κοντά 01:00 αλλά με αυτή την υπερένταση που είχα δε θα μπορούσα να κοιμηθώ με τίποτα, πόσο μάλλον έχοντας να περιμένω τη Φοίβη που ήταν έξω με την Χριστιάννα και… Προσπαθούσα να φανταστώ τι θα μπορούσαν να κάνουν και η σκέψη αυτή ταυτόχρονα με ενοχλούσε και με καύλωνε. Θα πουλούσα και την ψυχή μου στο διάβολο να μπορώ να παρακολουθήσω τις περιπτύξεις τους, το είχα δέσει μέσα μου ότι εκεί που θα πήγαιναν θα έβγαζαν τα μάτια τους. Άνοιξα το θερμοσίφωνα, όταν γύριζε η Φοίβη ήθελα να πάμε να κάνουμε μπάνιο μαζί.

    Τελικά γύρω στις 02:00 χτύπησε η πόρτα και πετάχτηκα σαν ελατήριο. Απ’ έξω στεκόταν η Φοίβη χαμογελαστή. Άνοιξα την πόρτα και κυριολεκτικά μου ρίχτηκε! Σφίχτηκε πάνω μου και με φίλησε βαθιά. Οι γλώσσες μας μπλέχτηκαν μέσα στα στόματά μας. Όταν σταματήσαμε το φιλί την πήρα από το χέρι και πήγαμε στο δωμάτιο. Την έγδυσα και την οδήγησα στο μπάνιο. Γέμισα τη μπανιέρα καυτό νερό και χώθηκα μέσα, στο βαθύ μέρος της. Της έκανα νόημα και ήρθε και κάθισε μπροστά από εμένα και όταν βολεύτηκε έγειρε πάνω μου.

    - «Πώς τα περάσατε;» τη ρώτησα μαλάζοντας ταυτόχρονα δυνατά τα στήθη της.
    - «Ήταν πολύ όμορφα» μου είπε.
    - «Πού πήγατε;»
    - «Στο Στρόμπολι πήγαμε.»
    - «Α, χορέψατε κιόλας;»
    - «Αμέ! Και ήπιαμε και χορέψαμε και μιλήσαμε…»
    - «Και τι άλλο κάνατε;»
    - «Ήμασταν φρόνιμες…» ξεκίνησε να λέει και συμπλήρωσε «μέσα σε κάποια λογικά πλαίσια» βγάζοντας πειρακτικά τη γλώσσα της.
    - «Χμμμ…»
    - «Αγκαλίτσα και φιλάκια και προς το τέλος λίγο ψαχούλεμα πάνω από τα ρούχα» μου είπε. «Χμμ, επικροτούμε βλέπω» συνέχισε νιώθοντας το όργανό μου να την πιέζει.
    - «Φωτιά θα έπεφτε να με κάψει» της είπα σφίγγοντας τα στήθη της δυνατά. «Σήκω» τη διέταξα και σηκώθηκε και σηκώθηκα κι εγώ. Κόλλησα πίσω της και φιλώντας το σβέρκο της άρχισα και πάλι να της μαλάζω τα στήθη. «Τι είδους ψαχούλεμα;»
    - «Σαν κι αυτό που κάνεις τώρα» μου απάντησε με καυλωμένη φωνή «αλλά πάνω από τα ρούχα. Τη χάιδεψα και τη χούφτωσα και το ίδιο έκανε και εκείνη.»
    - «Πώς ήταν η εμπειρία;»
    - «Περίεργη. Εννοώ… έχω στήθος από δέκα χρονών αλλά η αίσθηση του ξένου στήθους στα χέρια μου ήταν τόσο ξένη και συνάμα τόσο οικεία. Το φιλί είναι φιλί… δεν ξέρω… φιλάει όμορφα αλλά όχι τόσο όμορφα όσο εσύ. Το δικό σου είναι μεθυστικό σχεδόν. Αλλά η αίσθηση του στήθους της στη χούφτα μου… ήταν υπέροχο. Επιτέλους κατάλαβα γιατί τα αγοράκια ξετρελαίνεστε με τα boobies!»
    - «Πώς ήταν το στήθος της;»
    - «Πάνω από τα ρούχα χουφτωθήκαμε. Το στήθος της είναι περίπου σε μέγεθος σαν το δικό μου. Υπέροχη αίσθηση… το στήθος της είναι υπέροχο, γεμάτο και στητό.»
    - «Και τα δικά σου είναι, Φοίβη μου»
    - «Μπορεί… αλλά η αίσθηση του στήθους της στην χούφτα μου… Αααχ. Εννοώ όταν με χάιδεψε εκείνη δεν ένιωσα κάποια διαφορά, αν εξαιρέσουμε ότι το έκανε πιο απαλά απ’ ότι το κάνεις εσύ και φυσικά έχει και μικρότερο χέρι. Ήταν… ήταν όμορφο, όσο όταν με χαϊδεύεις και εσύ στο στήθος.»
    - «Next time» της είπα χαμογελαστός. Πέρασα το χέρι μου μπροστά της και το βύθισα στο μουνάκι της. Ήταν μούσκεμα και δεν ήταν από το νερό.
    - «Εσύ;» με ρώτησε.
    - «Εγώ… τι;» της είπα βγάζοντας το δάχτυλο από το μουνάκι της και βάζοντάς το πίσω. Την έβαλα να σκύψει και ακούμπησα το όργανό μου στην πίσω τρυπούλα της.
    - «Εσύ… ΑΑΑΑΑΑΧ» έβγαλε ένα στεναγμό πόνου καθώς άρχισα να βυθίζω το όργανό μου σταθερά και βαθιά πίσω της. «ΑΑΑΑΑΧ»

    Άρχισα να κινούμαι μέσα της, σιγά μεν αλλά σταθερά.

    - «Εγώ…» της είπα και καρφώθηκα μέσα της κερδίζοντας ακόμα ένα ηδονικό βογγητό πόνου. «Εγώ… έφτασα μέχρι τον Άγιο Νικόλα» της είπα και καρφώθηκα ακόμα μια φορά, όλος μέσα της αυτή τη φορά.
    - «Στον Άγιο Νικόλα;» με ρώτησε πνιχτά ενώ το όργανό μου βυθιζόταν μέσα-έξω στο κωλαράκι της.
    - «Ναι, δεν ήθελα να κάτσω σπίτι. Ένιωθα αυτό το περίεργα ευχάριστο αίσθημα αλλά ένιωθα ότι δε με χωράει ο τόπος. Το μόνο που μπορούσα να φανταστώ είναι εσένα γυμνή στο κρεββάτι με τη Χριστιάννα και να το κάνετε… και μετά να σε παίρνω από πίσω.»
    - «Δεν… ΑΑΑΑΧ δεν… δεν το κάναμε…»
    - «Εγώ όμως το κωλαράκι σου το παίρνω έτσι και αλλιώς» της είπα και καρφώθηκα με δύναμη πίσω της κερδίζοντας ακόμα ένα βογγητό μείξη πόνου και ηδονής.

    Δεν είπαμε κάτι άλλο, συνέχισα να την παίρνω με αυτό τον αργό ρυθμό. Τραβιόμουν μέχρι σχεδόν να βγει όλος έξω και μετά ξανά μέχρι τη ρίζα του μέσα της ενώ και με τα δυο μου χέρια της μάλαζα δυνατά τα στήθη. Συνέχισα σε αυτό τον αργό, σχεδόν υπνωτικό ρυθμό για πάνω από 10-15 λεπτά αλλά όταν επιτάχυνα το τέλος ήρθε σε χρόνο ρεκόρ.

    - «Αααααχ, χύνω… χύνω το κωλαράκι σου μωρό μου… Ααααχ Αααααχ»
    - «Ναι… αααχ χύσε με… Αααχ… Ανδρέα μου… ΑΝΔΡΕΑ ΜΟΥ… χύσε με…»

    Όταν τελειώσαμε άνοιξα την τάπα για να αδειάσει η μπανιέρα. Κάναμε ένα γρήγορο ντουζάκι -χωρίς να βρέξουμε τα μαλλιά μας- και αφού σκουπιστήκαμε πήγαμε και χωθήκαμε κάτω από το πάπλωμα.

    - «Αύριο θα κάνουμε κοπάνα» της δήλωσα. «Αύριο όλο το πρωί θα σε έχω όλη δική μου, θα σε πάρω πολλές φορές… από παντού!»
    - «Ναι μωρό μου… θα είμαι όλη δική σου να με πάρεις όπως θέλεις…» μου είπε εξίσου παθιασμένα.

    Την πήρα στην αγκαλιά μου και έπεσα να κοιμηθώ χαμογελαστός. Μια υπέροχη νέα μέρα περίμενε να ξημερώσει.

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  8. sapfw

    sapfw out of order Contributor

    Επιτέλους!!!

    ΥΓ. Το καλό πράγμα αργεί  
     
  9. D Q Juls

    D Q Juls Αρχή...Διαδρομή...Ηδονή...

    Και ήρθε και σε ωραία μέρα και ώρα. Δωράκι για να μας φτιάξει τη διάθεση! ♥️
     
  10. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 18ο
    (Φοίβη)

    Το πρωί ξύπνησα πρώτη. Άφησα τον Ανδρέα να κοιμάται και, αφού έκανα την πρωινή μου τουαλέτα και έπλυνα τα δόντια μου, πήγα και έφτιαξα το πρωινό μας και καφέ. Δεν βιαζόμουν, έτσι και αλλιώς θα κάναμε κοπάνα σήμερα. Όταν τελείωσα, τα έβαλα στο τραπέζι της κουζίνας και πήγα να ξυπνήσω τον Ανδρέα. Έσκυψα και τον φίλησα αλλά εκείνος μουρμούρισε κάτι χωρίς να ανοίξει τα μάτια του. Αποφάσισα να πάρω πιο δραστικά μέτρα. Ο Ανδρέας κοιμόταν χειμώνα ή καλοκαίρι μόνο με το εσώρουχό του. Χώθηκα κάτω από το πάπλωμα, του κατέβασα το μποξεράκι, και πήρα το μη ερεθισμένο όργανό του στο στόμα μου και άρχισα να το πιπιλάω και να το γλείφω. Το αποτέλεσμα ήταν το κάτω κεφάλι να ξυπνήσει για τα καλά ενώ το πάνω κεφάλι έριχνε ακόμα υπνάρες. Εγώ συνέχισα το έργο μου απτόητη ώσπου, κάποια στιγμή, ένιωσα το πάπλωμα να τραβιέται, κατά τα φαινόμενα είχε ξυπνήσει και το πάνω κεφάλι.

    Ανασήκωσα το δικό μου, πάντα έχοντας το όργανό του στο στόμα μου, και τον κοίταξα. Ήταν μια γλύκα, προσπαθούσε ακόμα να boot-άρει, αλλά ήταν φανερό ότι του άρεσε η πρωινή μου περιποίηση. Συνέχισα το έργο μου, με ακόμα περισσότερο ενθουσιασμό, και δεν πήρε πολλή ώρα μέχρι οι κόποι μου να ανταμειφθούν και το στόμα μου να γεμίσει από μια σεβαστή ποσότητα καυτού σπέρματος. Κατάπια κοιτάζοντάς τον στα μάτια και συνέχισα να τον γλείφω μέχρι που τον έκανα να γυαλίσει. Ο Ανδρέας μού χαμογέλασε και μου έκανε νόημα να πάω προς το μέρος του. Ανέβηκα προς τα πάνω και αφού μου έδωσε ένα βαθύ φιλί μου άνοιξε την αγκαλιά του, την καλύτερη αγκαλιά του κόσμου, και χώθηκα μέσα της.

    - «Καλημέρα, κοριτσάρα μου!»
    - «Καλημέρα, αγαπουλίνο! Σήκω να ετοιμαστείς και να πλύνεις τα δόντια σου, έχω φτιάξει πρωινό!»
    - «Σ’ ευχαριστώ μωρό μου, αλλά τώρα θέλω άλλο είδους πρωινό… το ανάλογο με αυτό που πήρες εσύ!» μου δήλωσε και χωρίς να χάσει χρόνο χαμήλωσε στο κρεββάτι και μου τράβηξε το κάτω μέρος της πιτζάμας και μετά το κιλοτάκι, αφήνοντάς με τελείως γυμνή από κάτω. Και μετά… μετά ήρθαν οι μέλισσες!

    Το στόμα του και η γλώσσα του με ξετρέλαιναν ενώ ταυτόχρονα τα χέρια του μάλαζαν με μεγάλη δύναμη, σε βαθμό που τα πονούσαν, και τα δυο μου στήθη. Εγώ πάλι ήμουν αλλού γι’ αλλού, έχοντας παρασυρθεί στη δίνη της ηδονής που μου πρόσφερε ο αγαπημένος μου.

    - «Κι άλλο! Κι άλλο! Πιο δυνατά! Πιο δυνατά!» φώναξα στον Ανδρέα κάνοντάς τον να αυξήσει τη δύναμη με την οποία μου μάλαζε τα στήθη. Τα ένιωθα σαν μέσα σε μέγγενη αλλά ο δυνατός πόνος ήταν απίστευτα ηδονικός. Τον άρπαξα από τα μαλλιά και κάρφωσα το κεφάλι του ανάμεσα στα πόδια μου. Ο Ανδρέας τράβηξε το δεξί του χέρι από το στήθος μου και μου έβαλε δάχτυλο βαθιά μέσα στον κόλπο μου, κάνοντάς με να ξεφύγει μια δυνατή κραυγή. Μετά, έβαλε τον αντίχειρά του μέσα στον κόλπο μου και τον δείκτη του πίσω μου, κάνοντάς με να δω αστεράκια.

    Δεν είχα καν φαντασιωθεί το παρά φύσιν, όταν άρχισα να παίζω και να ανακαλύπτω τη σεξουαλικότητά μου, και κοίτα να δεις πόσο μου άρεσε, όχι μόνο με το δάχτυλό του αλλά και με το όργανό του. Η Ελένη δεν το είχε κάνει ποτέ έτσι και η Μαρία μου είχε εξομολογηθεί ότι το έκανε μόνο και μόνο γιατί άρεσε στο Νίκο, σε εκείνη δεν άρεσε ιδιαίτερα.

    Με τα δάχτυλά του να μπαινοβγαίνουν μπρος και πίσω μου και με τη γλώσσα του να με περιποιείται δεν χρειάστηκε πολλή ώρα μέχρι να νιώσω αυτή την υπέροχη αίσθηση της ζέστης να απλώνεται από χαμηλά προς ψηλά που έκανε το σώμα μου να τραντάζεται λες και το διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα.

    - «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΝΔΡΕΑ ΜΟΥ… ΑΝΔΡΕΑ ΜΟΥ!!! ΑΝΔΡΕΑΑΑΑΑΑ!» φώναξα ενώ τα μάτια μου έβλεπαν αστεράκια και πεταλουδίτσες πράσινες, κόκκινες και κίτρινες, που έλεγε και η Βουγιουκλάκη. Πεταλουδίτσες που τις ακολούθησε ένας μίνι κατακλυσμός, δεν σκουιρτάρω πάντα αλλά όταν το κάνω, δεν αστειεύομαι!

    Το μωρουλίνι μου με άφησε να βρω τις ανάσες μου και αφού μου έδωσε ένα ακόμα φιλάκι στα χαμηλά μου, σηκώθηκε και πήγε στην τουαλέτα. Εγώ κοιτούσα -χωρίς να βλέπω- το ταβάνι με ένα ηλίθιο χαμόγελο να έχει απλωθεί από τη μία άκρη του προσώπου μου ως την άλλη. Με μεγάλη δυσκολία κατόρθωσα να συγκεντρωθώ και να βρω τη δύναμη να σηκωθώ από το κρεβάτι. Πήγα μέσα στην κουζίνα και περίμενα τον Ανδρέα να τελειώσει. Δεν άργησε, και ούτε δυο-τρία λεπτά αργότερα ήρθε και με βρήκε. Ήπιε μερικές γουλιές από την πορτοκαλάδα του.

    - «Αχ!» είπε με απόλαυση. «Αυτό θα πει πρωινό με τα όλα του!»
    - «Εσύ να τα βλέπεις αυτά που δεν έτρωγες πρωινό!»
    - «Πού να ξέρω ο φουκαράς τι έχανα!»
    - «Χιχιχι» του χαμογέλασα πονηρά.
    - «Δε μου λες, θες να κάτσουμε μέσα ή να πάμε να βολτάρουμε; Όπως βλέπω έχει πολύ όμορφη μέρα!»
    - «Κάποιος μου έταξε ότι σήμερα θα κάτσουμε μέσα και θα με πάρει παντού από παντού!» του είπα παιχνιδιάρικα.
    - «Το δεύτερο δεν έχει χωροταξικό περιορισμό. Αυτό μπορεί να γίνει και έξω από το σπίτι!»
    - «Δημοσίως;»
    - «Ε καλά, δεν είπα ότι θα γίνει και στα Λιοντάρια περιμένοντας σουβλάκια από τη Θράκα!» μου είπε βγάζοντας πειρακτικά τη γλώσσα του αλλά μετά σοβάρεψε. «Αν θέλεις πάντως να κάτσουμε μέσα, δεν έχω πρόβλημα!»
    - «Όχι μωρό μου, δε χρειάζεται να κάτσουμε μέσα. Είναι όντως υπέροχη μέρα, δε θα έλεγα όχι για μια εκδρομούλα. Πού λες να πάμε;»
    - «Ξέρεις τι; Έχω όρεξη για οδήγηση σήμερα. Μιας και έχεις πάει Κνωσσό, θέλεις να πάμε Φαιστό;»
    - «Αμέ! Πολύ! Αλλά δεν είναι μακριά;»
    - «Όχι ιδιαίτερα, καμιά 60αριά χιλιόμετρα αν θυμάμαι καλά. Μια-μιάμιση ώρα με το αυτοκίνητο, ανάλογα και τι κίνηση θα βρούμε.»
    - «Λες να έχει κόσμο χειμωνιάτικα;»
    - «Δε νομίζω, αλλά ποτέ δεν ξέρεις! Λοιπόν, άντε να ετοιμαστούμε γιατί από τη σχολή μπορώ να κάνω κοπάνα σήμερα αλλά όχι από το ΙΤΕ, πρέπει στις 17:00 να είμαι εκεί.»

    Τελειώσαμε το πρωινό μας και πήγαμε και ετοιμαστήκαμε στα γρήγορα. Μετά μπήκαμε στο Θρασύβουλα και ξεκινήσαμε. Η Κνωσσού είχε αρκετή κίνηση και φάγαμε κάμποση ώρα μέχρι να βγούμε στον κόμβο προς την Εθνική Ηρακλείου-Ρεθύμνου. Όταν φτάσαμε στο Γιόφυρο, βγήκαμε από την εθνική και μπήκαμε στην επαρχιακή Ηρακλείου-Φαιστού, όπως κάνουμε όταν πάμε στο ΙΤΕ. Βέβαια αντί να βγούμε στην Πανεπιστημίου και μετά στην Καλοκαιρινού, συνεχίσαμε προς τη Φαιστό.

    Ο δρόμος, μέχρι και την αγία Βαρβάρα, είναι σχεδόν ευθεία και ακόμα και μετά δεν έχει πολλές στροφές. Παρά την κίνηση που είχαμε φάει αρχικά στην Κνωσσού, μία ώρα αργότερα ήμασταν στον αρχαιολογικό χώρο της Φαιστού, για την ακρίβεια στο Μινωικό Παλάτι, γιατί στη Φαιστό υπάρχει και ο αρχαιολογικός χώρος της Αγίας Τριάδας.

    Ήταν πολύ όμορφα αν και η αλήθεια είναι ότι θύμιζε περισσότερο Μυκήνες παρά την Κνωσσό. Δεν ξέρω, μπορεί να ήταν η τοποθεσία του χώρου η αιτία, πάντως το ίδιο το μέρος είχε αυτό το …vibe αν και η τεχνοτροπία δεν ήταν η ίδια.

    Δεν είχε πολύ κόσμο αλλά η μέρα ήταν ηλιόλουστη και έκανε ζέστη, με αποτέλεσμα, δύο ώρες μετά, να έχουμε κορακιάσει, καθώς κανείς από τους δυο μας δε σκέφτηκε να σταματήσουμε να πάρουμε δύο μπουκάλια νερό και για κάποιο λόγο, η καντίνα που υπήρχε εκεί ήταν κλειστή.

    Όταν φύγαμε γυρίσαμε στη Φαιστό και σταματήσαμε σε ένα περίπτερο να πάρουμε δύο μπουκάλια νερό. Και άλλα δύο για αργότερα, γιατί τα πρώτα τα ήπιαμε σχεδόν μονορούφι.

    - «Ιδέα!» μου είπε ο Ανδρέας.
    - «Ακούει!» του είπα χτυπώντας τα χέρια μου με ενθουσιασμό, κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.
    - «Σε λατρεύω όταν χτυπάς παλαμάκια κάθε φορά που σε ενθουσιάζει κάτι!» μου είπε και μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί. «Θα έρθουμε φυσικά και το καλοκαίρι για να κάνουμε μπάνιο, αλλά τι θα έλεγες να πάμε και μία από Μάταλα;»
    - «Υπέροχη ιδέα! Θα προλάβουμε όμως; Πέντε η ώρα πρέπει να είσαι στο γραφείο σου!»
    - «Ναι μωρό μου θα προλάβουμε, είναι μόλις 12:30 και τα Μάταλα δεν είναι πάνω από μισή ώρα δρόμος από εδώ!»
    - «Πάμε τότε!» του είπα χτυπώντας πάλι παλαμάκια με ενθουσιασμό!

    Μισή ώρα αργότερα ήμασταν στα Μάταλα, Μάταλα τα οποία μέχρι τότε τα είχα δει μόνο σε φωτογραφίες από καρτ-ποστάλ. Είχε ελαφρύ νοτιά, εξ ου και η ζέστη, και η θάλασσα είχε ελαφρύ κυματισμό. Ήταν υπέροχα, η θάλασσα λες και σε προκαλούσε να πας να βουτήξεις μέσα της, έστω και αν ήταν μέσα Δεκέμβρη. Δεν άντεξα, έβγαλα τα παπούτσια μου και περπάτησα ξυπόλητη στην ζεστή άμμο. Η θάλασσα πάλι, παρά την προκλητική της ομορφιά, ήταν μπούζι, ξύλιασα όταν βούτηξα μέσα τα πόδια μου, βγάζοντας μια τσιρίδα που πρέπει να ακούστηκε μέχρι …τη Φαιστό. Ο Ανδρέας έβαλε και πάλι τα γέλια.

    Καθίσαμε μέχρι να στεγνώσουν τα πόδια μου και γυρίσαμε στο αυτοκίνητο για να ξεπλύνω με λίγο νερό την άμμο που είχε μείνει. Αφού στέγνωσα καλά-καλά, φόρεσα κάλτσες και παπούτσια και πήγαμε να δούμε τις σπηλιές.

    - «Το καλοκαίρι βρωμάνε κατρουλιό» με προειδοποίησε «αλλά τώρα μέσα στο καταχείμωνο ελπίζω τα πράγματα να είναι καλύτερα.»

    Αν μύριζαν έτσι το χειμώνα, δεν θα ήθελα να φανταστώ πως θα μύριζαν το καλοκαίρι, εγώ πάντως με την καμία δε θα έμενα εδώ. Δεν μύριζαν ακριβώς κατρουλιό αλλά είχαν μια ταγγή μυρωδιά η οποία, εμένα τουλάχιστον, με αναγούλιαζε. Περάσαμε τις σπηλιές και κάτσαμε να λιαστούμε στα βράχια ενώ από κάτω έσκαγε απαλά η θάλασσα.

    - «Έλα μαζί μου» είπε σε κάποια στιγμή ο Ανδρέας και τον ακολούθησα κάνοντας το κρι-κρι. Κάμποση ώρα αργότερα φτάσαμε σε ένα απομονωμένο σημείο που βλέπαμε κάτω τη θάλασσα αλλά δε φαινόμασταν ούτε από πάνω ούτε από το χωριό. Με κοίταξε με ανεξιχνίαστο βλέμμα και μου ένευσε να τον πλησιάσω, πράγμα που έκανα. Όταν έφτασα δίπλα του με πίεσε στους ώμους κάνοντάς με να καταλάβω ότι ήθελε να γονατίσω, πράγμα που έκανα υπάκουα. Με έπιασε από το μαλλί απαλά και με κράτησε με τέτοιο τρόπο ώστε να τον κοιτάζω, ενώ ταυτόχρονα, με το άλλο χέρι του, έλυσε τη ζώνη του και ξεκούμπωσε το παντελόνι του. Το όργανό του πετάχτηκε έξω και χωρίς να χάσω χρόνο το πήρα στο στόμα μου.

    Παρά το γεγονός ότι δε φαινόμασταν, ένιωθα εκτεθειμένη και αυτό ενέτεινε τη διέγερσή μου και -εικάζοντας από το αποτέλεσμα- και την διέγερση του Ανδρέα, ο οποίος αντιθέτως με τις περισσότερες φορές, δεν αφέθηκε στο ρυθμό μου αλλά άρχισε να τον βάζει και να τον βγάζει όλο μέσα στο στόμα μου. Παρά το γεγονός ότι έχω σχεδόν ανύπαρκτο γκαγκ-ρεφλέξ, υπήρξαν δύο-τρεις φορές που πνίγηκα.

    Ο Ανδρέας με σταμάτησε και με σήκωσε με τα χέρια του. Με γύρισε προς τα βράχια και ήρθε από πίσω μου. Μου σήκωσε τη μπλούζα και μου κατέβασε με μανία το σουτιέν που φορούσα και με χούφτωσε δυνατά από τα στήθη, τσιμπώντας ταυτόχρονα τις ρώγες μου. Μου κατέβασε παντελόνι και κιλοτάκι και τον ακούμπησε στην πίσω τρυπούλα μου. Μπήκε μέσα μου χωρίς τη συνήθη προετοιμασία, κάνοντάς με να μου ξεφύγει ένα ουρλιαχτό, πόνεσε *πολύ*. Τα χρειάστηκε και ο ίδιος κατά τα φαινόμενα γιατί σταμάτησε.

    - «Φοίβη μου, σε πονάω; Θέλεις να σταματήσω;»
    - «Με πονάς» του είπα «αλλά έτσι και σταματήσεις θα σε πετάξω από τα βράχια!» του δήλωσα -και καλά- απειλητικά.

    In retrospect, θα έπρεπε να το έχω διατυπώσει πιο προσεκτικά, γιατί παρασύρθηκε ακόμα περισσότερο και μου έδωσε και κατάλαβα! Με το χέρι του μου έκλεισε το στόμα και ταυτόχρονα καρφώθηκε όλος μέσα μου. Η κραυγή μου πνίγηκε από το χέρι του, όπως και η επόμενη, όπως και η μεθεπόμενη. Πραγματικά μου έδωσε και κατάλαβα, συνήθως όταν με έπαιρνε από πίσω, ο πόνος και το τσούξιμο περνούσαν μετά από λίγο, αλλά όχι αυτή τη φορά.

    Έσφιξα τα δόντια μου κάνοντας υπομονή, μπορεί να μη …λάτρευα, ακριβώς, την αίσθηση του όργανού τού μέσα στον κώλο μου εκείνη τη στιγμή, αλλά μου άρεσε, το λάτρευα που τον ικανοποιούσα. Τα πνιχτά βογγητά του και τα «αααχ αααχ» του ήταν αυτά που μετέτρεπαν τον αρκετά δυνατό πόνο σε απλή ενόχληση.

    - «Μ’ αρέσει… μ’ αρέσει το κωλαράκι σου… λατρεύω να το ξεσκίζω…» μου είπε μέσα σε πνιχτά βογγητά, σχεδόν τρώγοντας τα λόγια του.
    - «Κι εμένα μ’ αρέσει Ανδρέα μου… μ’ αρέσει να με παίρνεις έτσι…μ’ αρέσει να με παίρνεις με κάθε τρόπο!»
    - «Θέλω… θέλω να φανταστείς ότι γλείφεις την Χριστιάννα ενώ εγώ σε παίρνω από πίσω!»

    Αντί απάντησης προσπάθησα να το κάνω νοητική εικόνα στο μυαλό μου. Η θέση που ήμουν δε βόλευε, δεν ήμουν καθισμένη στα τέσσερα ή μπρούμητα, ήμουν όρθια και με είχε βάλει να σκύψω σε ένα βράχο μπροστά μου. Ο κώλος μου έτσουζε και πονούσε ωστόσο κατάφερα με τα μάτια της φαντασίας μου να με φέρω -ως εικόνα- να είμαι καθιστή στα τέσσερα και να κάνω στοματικό στην Χριστιάννα ενώ ο Ανδρέας με έπαιρνε από πίσω.

    Αυτό ήταν το μυστικό που έκανε τον πόνο σχεδόν να εξαφανιστεί, και εκεί που πονούσα και έτσουζε, κόντεψα να τελειώσω και από πάνω. Θα ήταν αξιοσημείωτο κατόρθωμα αν το είχα καταφέρει, αλλά στο τέλος μόνο ο Ανδρέας τελείωσε, καρφώθηκε μέσα μου για τελευταία φορά και τον ένιωσα να τελειώνει με σπασμούς.

    - «ΑΑΑΑΑΧ, ΧΥΝΩ… ΧΥΝΩ…. ΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΧ»
    - «ΧΥΣΕ ΑΝΔΡΕΑ ΜΟΥ… ΧΥΣΕ ΜΩΡΟ ΜΟΥ… ΧΥΣΕ ΜΕ… ΝΑΙ… ΝΑΙ…» κατόρθωσα να φωνάξω, μου είχε κοπεί σχεδόν η ανάσα.

    Η αλήθεια είναι ότι ένα μικρό ατύχημα το είχαμε, κάτι που έκανε εμένα παντζάρι και τον Ανδρέα να τον πιάσει βήχας από το γέλιο. Του έδωσα μερικά χαρτομάντηλα για να καθαριστεί και τον έδιωξα με τις κλωτσιές να πάει σε διπλανά βραχάκια, γιατί υπάρχουν όρια στο πόσα είμαι διατεθειμένη να μοιραστώ με τον Ανδρέα, και ούτε το νο.1 ούτε πολύ περισσότερο το νο.2, είναι μέσα σε αυτά.

    Χώρια που έτσουζε και ο κώλος μου. Αυτά έχουν οι περιπέτειες στας εξοχάς.

    Η αλήθεια είναι ότι παρά την γκρίνια μου ένιωθα απίστευτα όμορφα. Επειδή το μέρος που είμαστε είχε γίνει πλέον biological hazard, ακολούθησα τον Ανδρέα στην εξορία του και ευτυχώς είχε πάει αριστερά, γιατί αν είχε πάει δεξιά θα έπρεπε να περάσει από εδώ που βρισκόμουν ή εναλλακτικά θα έπρεπε να βουτήξουμε και οι δύο στη θάλασσα που ήταν 10 μέτρα από κάτω μας και να επιστρέψουμε κολυμπώντας. Ντρεπόμουν που έφυγα έτσι, αλλά τι να κάνω; Με παρηγόρησε η σκέψη, ότι μέχρι να έρθει το καλοκαίρι, ο …βιολογικός κίνδυνος θα έχει εκλείψει!

    Γυρίσαμε στο αυτοκίνητο και εκεί ο Ανδρέας με ρώτησε αν ήθελα να πάμε στο Τυμπάκι για να φάμε. Δεν ψηνόμουν ιδιαίτερα, χώρια που είχε πάει ήδη 15:00, οπότε του απάντησα αρνητικά. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και στα πρώτα χιλιόμετρα είχαμε ανοιχτά τα παράθυρα γιατί αλλιώς -χειμώνας ή όχι- θα γινόμασταν ψητοί στα κάρβουνα. Βέβαια μετά τις Μοίρες αναγκαστήκαμε και τα ανεβάσαμε καθώς στο βουνό έκανε ψύχρα. Είχα ακουμπήσει στην άκρη και κοίταζα πότε έξω από το παράθυρο και πότε τον Ανδρέα μου που οδηγούσε τραγουδώντας τα τραγούδια που είχε στην κασέτα που είχε βάλει. Ήταν υπέροχος, πώς να μην είμαι ερωτευμένος πιγκουίνος με την πάρτη του. Μου χαμογέλασε χωρίς να σταματήσει να τραγουδάει τους στοίχους

    Oh, I want my gypsy queen,
    will she still be torn between her father and lover?
    One day I will go to him strong enough to fight and win…
    A kind of a man, that he’ll understand, OOOH!

    - «Σ’ αγαπάω!!!!» μου φώναξε. «Σ’ αγαπάω Φοίβη *ΜΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥ*»
    - «Κι εγώ σ’ αγαπάω, Ανδρέα *ΜΟΥΥΥΥΥΥΥΥ*» του απάντησα χαμογελώντας τρισευτυχισμένη με την καρδιά μου να χοροπηδάει μέσα στα στήθη μου.

    Και εκεί πετάχτηκε ένα αλεπουδάκι στο δρόμο και ο Ανδρέας πάτησε φρένο με όλη του τη δύναμη, κάνοντας το αυτοκίνητο σχεδόν να ντεραπάρει. Σταματήσαμε στην άκρη του δρόμου, ο Ανδρέας είχε γίνει άσπρος.

    - «Φοίβη, είσαι καλά;»
    - «Ναι μωρό μου, καλά είμαι. Κοψοχολιασμένη αλλά καλά.»

    Ο Ανδρέας βγήκε έξω και τον ακολούθησα, το αλεπουδάκι ήταν στην άκρη του δρόμου, χτυπημένο αλλά ζωντανό. Πήγε και έσκυψε από πάνω του. Το φουκαριάρικο είχε τρομάξει αλλά δεν έδειχνε να έχει χτυπήσει σοβαρά. Πάνω που προσπαθούσαμε να σκεφτούμε πως θα το πιάσουμε για να το πάμε σε κάποιο κτηνίατρο, το αλεπουδάκι σηκώθηκε και δείχνοντας μας τα δόντια του απομακρύνθηκε. Καθίσαμε ακίνητοι και το παρακολουθούσαμε. Το αλεπουδάκι πήγε και κάθισε σε απόσταση ασφαλείας αλλά δεν έκανε προσπάθεια να απομακρυνθεί περισσότερο.

    - «Είναι με τη μαμά του!» του είπα δείχνοντας του απέναντι μια αλεπού που μας κοίταζε επιφυλακτικά.
    - «Έλα να φύγουμε σιγά-σιγά να μην τα τρομάξουμε» μου είπε ο Ανδρέας και πράγματι, αμ έπος αμ έργο, κινήσαμε με αργές και ήρεμες κινήσεις προς το αυτοκίνητο. Η μαμά αλεπού πήγε προς το αλεπουδάκι της και αφού το μύρισε, το έγλειψε καθησυχαστικά. Το πόση ανακούφιση νιώσαμε όταν είδαμε το αλεπουδάκι να ακολουθεί τη μητέρα του χαρωπό χωρίς καν να κουτσαίνει, δεν λέγεται.
    - «Αααχ, νιώθω σα να γέρασα δέκα χρόνια σε μια στιγμή!» του είπα.
    - «Αμ εγώ; Τέλος πάντων, τέλος καλό, όλα καλά!

    Μπήκαμε στο αυτοκίνητο, ακόμα τρέμοντας και οι δύο -οφείλω να ομολογήσω- και συνεχίσαμε το δρόμο της επιστροφής.

    - «Ουφ, νιώθω τύψεις που σε τρέχω στην Κνωσσού» του είπα όταν περνούσαμε από το ύψος του ΙΤΕ.
    - «Έλα τώρα χαζούλα, σιγά. Δεν ήμαστε με τα πόδια και άλλωστε αν σε έπαιρνα μαζί μου τι θα έκανες μέχρι τις 20:00; Δεν έχεις καν σημειώσεις μαζί σου για να διαβάσεις. Αλήθεια, τι θα κάνεις;»
    - «Θα πάω στη Γ’, στα PCs, για να τελειώσω την εργασία μου στην Pascal. Θα πρέπει να ψήσω τους δικούς μου να πάρω υπολογιστή, αν μη τι άλλο να μπορώ να κάτσω να γράψω τον κώδικα στο σπίτι με την ησυχία μου.»
    - «Δε νομίζω ότι θα έχουν αντιρρήσεις, ειδικά με τους βαθμούς που έχεις στις προόδους και στις ασκήσεις σου μέχρι τώρα!»
    - «Ναι μωρέ, ούτε κι εγώ φαντάζομαι ότι θα μου φέρουν αντιρρήσεις, αλλά από την άλλη θα πρέπει να δώσουμε τουλάχιστον μια διακοσοπενηντάρα και όσο και αν δεν έχουμε οικονομικό πρόβλημα, δεν μας τρέχουν και από τα μπατζάκια!»
    - «Το καταλαβαίνω Φοίβη μου αλλά όπως και να έχει τα λεφτά αυτά είναι επένδυση στο μέλλον σου, δεν θα πάρεις τον υπολογιστή για να χαζολογάς σε παιχνίδια.»
    - «Να σου πω, δεν είναι όλα τα παιχνίδια απλό χαζολόγημα. Για παράδειγμα υπάρχουν τα adventures με τους γρίφους τους, που πρέπει να το κουράσεις πολύ για να προχωρήσεις. Θα ήθελα να παίξουμε κάποιο τέτοιο adventure μαζί!»
    - «Πολύ ευχαρίστως ματάκια μου!» μου απάντησε χαμογελαστός, κάνοντάς με για άλλη μια φορά να χτυπήσω ενθουσιωδώς παλαμάκια.

    Είκοσι λεπτά αργότερα με άφησε στο σπίτι μου, έπρεπε να πάρω μαζί μου τη δισκέτα πριν πάω να συνεχίσω την εργασία μου. Τον φίλησα στο παράθυρο και ανέβηκε μερικά μέτρα παραπάνω ώστε να μπορέσει να κάνει αναστροφή στο χώρο που είχε δίπλα από την είσοδο του σπιτιού που έμενα. Τον χαιρέτησα και τον ακολούθησα με τα μάτια μου, μέχρι που βγήκε από τη Σόλωνος στην Κνωσσού και βγήκε από το οπτικό μου πεδίο. Αναστέναξα και μπήκα μέσα όπου με υποδέχτηκε με χοροπηδήματα ο Σίμπα. Έφτασα σπίτι γεμάτη σάλια, πανάθεμά τον, και πήγα γρήγορα στο μπάνιο για να πλυθώ.

    Πήρα τη δισκέτα μου και κάποιες σημειώσεις που είχα κάνει και κίνησα προς το πανεπιστήμιο. Δεν βρήκα κάποιο γνωστό στο κυλικείο, που πήγα να πάρω καφέ, και έτσι με τον καφέ ανά χείρας πήγα στην πτέρυγα Γ’ και κάθισα σε ένα από τα αρχαιολογικής αξίας PC που υπήρχαν και τα οποία μοιραζόμασταν με το Μαθηματικό. Η αίθουσα με τα SUN workstations και τα VT ήταν γεμάτη αλλά η αίθουσα με τα PCs παντελώς άδεια.

    Αναστέναξα και έβαλα μέσα τη δισκέτα σε ένα από τα PC και το άνοιξα. Όταν τέλειωσε το boot, έβαλα μια δεύτερη δισκέτα μέσα και ξεκίνησα την Pascal. Έριξα μια ματιά στις σημειώσεις μου όπου είχα γράψει σε βήματα τον αλγόριθμο που είχα σχεδιάσει. Γύρω στις 18:00 -και πολύ νωρίτερα απ’ όσο είχα υπολογίσει- είχα τελειώσει, το πρόγραμμα ήταν σωστό. Διάβαζε και έγραφε σωστά τα δεδομένα στο αρχείο που μας είχαν δώσει και έκανε και σωστό error handling.

    Ένιωθα το μυαλό μου νια-νια και μιας και δεν μπορούσα να γυρίσω σπίτι, καθώς είχα πει του Ανδρέα ότι θα τον περιμένω εδώ, κατέβηκα στο κυλικείο να πάω να πάρω ακόμα ένα καφέ με την ελπίδα να συναντήσω καμιά γνωστή φάτσα. Στο κυλικείο αυτή τη φορά καθόταν ο Vasily και διάβαζε απορροφημένος κάποιο περιοδικό. Τον πλησίασα και με είδε και μου χαμογέλασε.

    - «May I?» τον ρώτησα αφού πήρα τον καφέ μου.
    - «Mi casa, su casa!» μου απάντησε χαρίζοντάς μου το χαμόγελο της Colgate.

    Κάθισα και πιάσαμε χαζοκουβέντα περί ανέμων και υδάτων. Η αλήθεια είναι ότι θα ήθελα να παίξω μια παρτίδα σκάκι μαζί του αλλά για κάποιο απροσδιόριστο λόγο, ντρεπόμουν να του το ζητήσω. Τελικά μου το πρότεινε εκείνος. Πήγα και έφερα μια σκακιέρα και ο Vasily έβγαλε το ρολόι, κατά τα φαινόμενα το κουβαλούσε μαζί του όπου πήγαινε!

    Πήρε ένα πιόνι και αφού έκρυψε τα χέρια του πίσω από την πλάτη, μου τα πρότεινε, φέρνοντάς τα πάλι μπρος, για να διαλέξω. Διάλεξα το λάθος χέρι και έτσι ξεκίνησε εκείνος με τα άσπρα.

    Ξεκίνησε e4 στο οποίο ανταπάντησα με e5 και ακολούθησε Nf6 με εμένα να απαντάω με Nc6. Κλασσική ιταλική παρτίδα, συνέχισε με Bc4 και απάντησα με Bc5 και εκεί αποπειράθηκε το γκαμπί του Έβανς.

    - “Evans!” του είπα και μου χαμογέλασε. Απάντησα με τον καλύτερο τρόπο που υπάρχει στο γκαμπί του Έβανς, αποδεχόμενη το, και παίζοντας Bxb4

    Όπως αναμενόταν έπαιξε c3 και απάντησα με Be7. Συνέχισε με d4 αλλά εκεί του είχα έκπληξη, αντί του πιο συνηθισμένου Na5, έπαιξα d6, γραμμή που δεν ακολουθείται ιδιαίτερα συχνά, ελπίζοντας -και καταφέρνοντας- να τον αιφνιδιάσω.

    Συνεχίσαμε, ώσπου κάμποσες κινήσεις μετά το τεχνητό μου ροκέ ο Vasily υπέπεσε σε blunder, παίζοντας Nf5 αντί του σωστού Nd5 αφήνοντας το πιόνι στο a4 ανυπεράσπιστο και το f2 με μόνη υποστήριξη του βασιλιά, μετά την επόμενη κίνησή μου. Έπαιξα Rxd1 παίρνοντάς του τον πύργο με τον πύργο μου και κάνοντας τσεκ και απάντησε με την μόνη κίνηση που μπορούσε να κάνει, Qxd1 στην οποία απάντησα αμέσως με Qa2 απειλώντας ταυτόχρονα το ανυπεράσπιστο a4 και το f2, έχοντας ταυτόχρονα και αξιωματικό στο c5.

    Από εκεί και πέρα ήταν διαδικαστικό, έπαιξα με προσοχή ώστε να αποφύγω τα πιθανά checks, αναγκάζοντάς τον στην 38 κίνηση να παραιτηθεί.

    - “Well, that was not expected!” είπε με ειλικρινή θαυμασμό.
    - “Yeah, I created an imbalance on my 5th move, it’s not a usual line!”
    - “That you did! Damn, you *are* good!”
    - “Thank you, my good Sire!” του απάντησα. “Care to play another one?”
    - “By all means!” είπε και παίξαμε και δεύτερη παρτίδα, την οποία κέρδισα και πάλι. “Damn, that hurt!” μου είπε με ψεύτικο παράπονο. Παίξαμε και τρίτη παρτίδα αλλά αυτή τη φορά μου έστησε μια υπέροχη παγίδα στην οποία έπεσα σα χάνος. Έβαλα τα γέλια όταν κατάλαβα τι έκανε. Έριξα το βασιλιά μου, δεν υπήρχε νόημα να μπω στο end game με τόσο σοβαρό μειονέκτημα.
    - “You are a sneaky bastard!” του είπα χαμογελώντας ακόμα με θαυμασμό.
    - “I learnt from the best” μου είπε και έβγαλε τη γλώσσα του κοροϊδευτικά. Μετά κοίταξε το ρολόι του και σφύριξε! “Oh shit, Dr. Papadopoulou is waiting, and I lost track of time!”
    - “It happens to the best of us” του είπα παρηγορητικά ενώ ο ίδιος μάζευε βιαστικά τα πράγματά του. “It really was a pleasure!” του είπα.
    - “That it was!” μου απάντησε χαμογελαστός και βάζοντας την τσάντα στην πλάτη του. “See you around!” είπε και έγινε μπουχός.

    Αναστέναξα κοιτάζοντας το ρολόι μου, ήταν ακόμα 19:00. Είχα πέσει πέρα για πέρα έξω στον υπολογισμό του πόσο θα μου πάρει να τελειώσω την Pascal, είχα υπολογίσει τέσσερις ώρες και μου είχε πάρει κάτι λιγότερο από μία. Εκεί φαίνεται πως οι Θεοί με λυπήθηκαν καθώς από το αμφιθέατρο ΣΠ βγήκαν οι βιολόγοι που είχαν μάθημα και μέσα σε αυτούς ήταν η Χριστιάννα.

    - «Χριστιάννα!» της φώναξα, κάνοντας ταυτόχρονα νοήματα. Με είδε και ήρθε στο τραπέζι που καθόμουν. «Καλώς την» της είπα. «Πώς είσαι;»
    - «Λυσσασμένη στην πείνα και με μυαλό κουρκούτι!» μου απάντησε. «Θα έπρεπε να απαγορεύεται από το νόμο Μοριακή-ΙΙ Παρασκευή απόγευμα! Εσύ τι κάνεις; Πού είναι ο Ανδρέας;»
    - «Ο Ανδρέας είναι στο ΙΤΕ, θα γυρίσει γύρω στις 20:00 και τώρα που το λες ούτε εγώ έχω φάει σήμερα, ψήνεσαι για Ευτύχη;»
    - «Χμμμ» απάντησε αλλά πάνω που το σκεφτόταν ήρθε η Ελένη.
    - «Καλώς την» της είπα και της έδειξα να καθίσει. «Ο Τασούλης;»
    - «Ο Τασούλης είναι με την Σούζι και τον Vasily και μετά θα πάνε έξω για φαγητό, σήμερα θα έχει προσευχή και περισυλλογή!»
    - «Να τον πληρώσεις με το ίδιο νόμισμα. Πρότεινα στην Χριστιάννα να πάμε να φάμε Ευτύχη, ούτε εγώ έχω φάει σήμερα και ομοίως νηστικός θα πρέπει να είναι και ο Ανδρέας.»
    - «Χμμμ» απάντησε και η Ελένη με τη σειρά της.
    - «Ρε σταματήστε να μουγκανίζετε και αποφασίστε! Είστε μέσα; Ωραία, μέχρι να αποφασίσετε, θα πάω να πάρω ένα τηλέφωνο στον Ανδρέα να του το πω! Εμείς θα πάμε, έτσι ή γιουβέτσι!»
    - «Δεν του το έχεις πει;» με ρώτησε η Ελένη.
    - «Όχι, αλλά πιστεύεις ότι υπάρχει περίπτωση να πω στον Ανδρέα τη λέξη “Ευτύχης” και να απαντήσει αρνητικά;»
    - «Ένα δίκιο το έχεις!» είπε γελώντας η Ελένη.
    - «Και δύο μη σου πω!» τους είπα και τις άφησα μόνες τους να πάω στο καρτοτηλέφωνο στην είσοδο. Πήρα στα γρήγορα τον Ανδρέα και τον ενημέρωσα για τα καθέκαστα. Ήταν ομοίως λυσσασμένος στην πείνα αλλά ακόμα και αν δεν ήταν, ο Ανδρέας δεν ήταν άνθρωπος που θα έλεγε όχι σε πρόταση να πάμε να φάμε στον Ευτύχη.

    Γύρισα στο τραπέζι, η Χριστιάννα ήταν προς το παρόν μόνη της καθώς η Ελένη είχε πάει τουαλέτα. Χωρίς να το σκεφτώ της έπιασα τρυφερά το χέρι.

    - «Ήταν πολύ όμορφα χθες το βράδι. Πέρασα υπέροχα!»

    Εκείνη, αντί απάντησης, χαμογέλασε ντροπαλά χαϊδεύοντας με τη σειρά της το χέρι μου. Κοιταχτήκαμε τρυφερά για μερικές στιγμές και μετά, καθώς η Ελένη επέστρεφε, της άφησα απρόθυμα το χέρι.

    - «Ο Ανδρέας, όπως ήταν αναμενόμενο, είναι μέσα με τα μπούνια για Ευτύχη! Εσείς αποφασίσατε;»
    - «Δεν έχω πάει ποτέ Ευτύχη, αλλά τον έχω ακουστά!» είπε η Χριστιάννα και συμπλήρωσε «και επειδή δε θέλω να βρεθώ ποτέ στη θέση να πω πως έκανα φοιτήτρια στο Ηράκλειο χωρίς να φάω Ευτύχη, μέσα!»
    - «Εσύ Ελένη;» τη ρώτησα.
    - «Είμαι κουρασμένη, να σας πω την αλήθεια… αλλά Ευτύχης είναι αυτός!»
    - «Ωραία, ο Ανδρέας θα είναι εδώ γύρω στις 20:00 οπότε έχουμε ακόμα μια ωρίτσα για σκότωμα!»
    - «Εσείς έχετε, εγώ έχω κι άλλο μάθημα» είπε η Ελένη αναστενάζοντας.
    - «Ωχ ναι, σήμερα έχεις μέχρι τις 20:00» της είπα καθώς το θυμήθηκα.
    - «Αυτόν που έβγαλε το πρόγραμμα του χειμερινού εξαμήνου θα πρέπει να τον πάμε στο δικαστήριο της Χάγης κατηγορούμενο για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας! Άκου μάθημα μέχρι τις 20:00 Παρασκευιάτικα!»
    - «Ναι, αυτό λέγαμε με τη Χριστιάννα πριν έρθεις, και εκείνη τώρα σχόλασε!»
    - «Αλήθεια πουλάκια μου, εσείς που χαθήκατε σήμερα;» με ρώτησε η Ελένη.
    - «Εμείς σήμερα… κάναμε κοπάνα και πήγαμε Φαιστό και μετά Μάταλα» τους είπα βγάζοντας κοροϊδευτικά τη γλώσσα μου.
    - «Θα την πνίξω!» δήλωσε η Ελένη κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. «Ουφ, πάω να πάρω καφέ, εσύ μαδάμ έχεις» είπε απευθυνόμενη προς εμένα και μετά γυρνώντας προς τη Χριστιάννα τη ρώτησε «Χριστιάννα, θέλεις εσύ καφέ;»
    - «Όχι, αν πιώ καφέ το βράδυ θα κάνω το δράκουλα. Ένα τσαγάκι, θα το έπινα πάντως.»
    - «Θέλεις κάποια γεύση;» ξαναρώτησε η Ελένη.
    - «Όχι, απλό τσάι με μια κουταλιά ζάχαρη, μια χαρά είναι.» απάντησε και η Ελένη πήγε να πάρει τον καφέ της και το τσάι της Χριστιάννας.
    - «Τι κάνουμε μέχρι να έρθει ο Ανδρέας;» τη ρώτησα. «Είσαι για μια παρτίδα σκάκι;»
    - «Χαχαχα, μαζί σου; Άσε, μου τα προλάβανε. Θα είναι πολύ βαρετό παιχνίδι, θα με κερδίσεις πολύ εύκολα. Για ένα τάβλι δε θα έλεγα όχι, πάντως!»
    - «Ωραία, ας παίξουμε τάβλι» της απάντησα χαμογελαστή.

    Μάζεψα τη σκακιέρα και τα πιόνια και πήγα και τα άφησα στη θέση τους. Από εκεί πήρα ένα τάβλι και επέστρεψα στο τραπέζι που καθόμασταν. Πήρα τα μαύρα και πήρε τα άσπρα και ξεκινήσαμε τις πόρτες.

    Η Ελένη κάθισε μαζί μας για πέντε λεπτά ακόμα και μας άφησε για να επιστρέψει στο μάθημά της. Η Χριστιάννα πήρε τις πόρτες αλλά της πήρα διπλό το πλακωτό και μονό το φεύγα. Μετά της πήρα μονό και τις πόρτες αλλά το 4-1 έγινε γρήγορα 4-4 καθώς μου πήρε δύο συνεχόμενες παρτίδες, μία διπλή στο πλακωτό και μία μονή στο φεύγα. Κέρδισε, έστω και στη ζαριά, την τελευταία παρτίδα πόρτες, ολοκληρώνοντας έτσι την ανατροπή.

    - «Αύριο έχουμε να πάμε Μπάχαλο» της υπενθύμισα, όταν επέστεψε στη θέση της, έχοντας πάει να αφήσει το τάβλι στη θέση του.
    - «Αχ ναι, θέλω να χορέψω! Ήταν τόσο όμορφα χθες και πολύ θα ήθελα να το επαναλάβω!»
    - «Το χορό;» τη ρώτησα κλείνοντάς της παιχνιδιάρικα το μάτι.
    - «Και όχι μόνο» μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι με τη σειρά της. «Φοίβη…ο… ο Ανδρέας πως το πήρε;»
    - «Μη μου ανησυχείς… μια χαρά το πήρε… μπούτι δεν έκλεισα όλη νύχτα!» της είπα, κάνοντάς την να γελάσει αμήχανα. «Μην ανησυχείς!» της είπα καθησυχαστικά, πιάνοντας της και πάλι το χέρι και χαϊδεύοντάς το τρυφερά.
    - «Θα ήμουν ψεύτρα αν σου έλεγα ότι με πειράζει… αλλά δεν μπορώ να καταλάβω αυτή την αντίδραση!» μου είπε.
    - «Να σου πω την αλήθεια, ούτε εγώ μπορώ να την καταλάβω. Εννοώ ότι δεν μπορώ να φέρω τον εαυτό μου στη θέση του χωρίς να θέλω να ανοίξω κάποιο κεφάλι, αλλά ο ίδιος μου έχει αποδείξει με τη στάση του, ότι όχι απλά δεν τον πειράζει, αλλά του αρέσει κι από πάνω. Τι να πω, άγνωσται αι βουλαί…»
    - «Μα δεν ζηλεύει;»
    - «Αμ εδώ είναι το θέμα, δεν είναι ότι δεν ζηλεύει!»
    - «Αλλά;»
    - «Αλλά… τι να σου πω… Αυτό που έχω καταλάβει είναι ότι δεν νιώθει απειλή. Τον ανάβει η σκέψη των μεταξύ μας περιπτύξεων αλλά δε νιώθει απειλή, ειδικά όταν του μετέφερα τη διαβεβαίωσή σου πως αν δεν υπήρχε ο Ανδρέας δεν θα γινόταν τίποτα μεταξύ μας. Βέβαια, ούτε αυτό το καταλαβαίνω αλλά…»
    - «Είναι αυτό που είναι και sine qua non» μου δήλωσε κατηγορηματικά η Χριστιάννα.
    - «I’m here, aren’t I?» της απάντησα απλά, διαλύοντας τις όποιες ανησυχίες της. “Be that as it may, θα ήθελα -αν θέλεις κι εσύ- να μου το εξηγήσεις.»
    - «Σου είπα… δε θέλω δεσμεύσεις. Φοίβη… όπως κι εσύ, έτσι κι εγώ ψάχνομαι. Δεν… δεν έχω κάνει σχέση με γυναίκα ως τώρα και, παρόλο που τα γούστα μου κατά τα φαινόμενα είναι αυτά που είναι, δε θέλω να δοκιμάσω και αν αποτύχει να πάρω κάποια άλλη στο λαιμό μου. Με εσένα… με εσένα νιώθω ασφαλής, νιώθω ασφαλής γιατί υπάρχει από πίσω ο Ανδρέας. Ελεύθερες και οι δύο να εξερευνήσουμε, έστω και αν αυτό είναι εκ του ασφαλούς. Είμαι ευγνωμονούσα που η τύχη σε έριξε στο μονοπάτι μου και μπορώ… μπορώ να το κάνω αυτό χωρίς να φοβάμαι την κατάληξη.»
    - «Τι θα γίνει ωστόσο αν αρχίσεις και αποκτάς αισθήματα;»
    - «Αν γίνει αυτό… θα το σταματήσουμε εκεί και θα κατεβούμε από τη Ρόδα του Λούνα Παρκ. Θα έχουμε ωστόσο να θυμόμαστε το γύρο που κάναμε!»
    - «Μου άρεσε ο ποιητικός τρόπος που το έθεσες. Ρόδα… why not?»
    - «Ωραία, τώρα που το είπες, σκέφτηκα μια ακόμα πιο ποιητική αναλογία.»
    - «Αχά! Για πες!»
    - «Καρουζέλ!» μου είπε η Χριστιάννα χαϊδεύοντάς μου το χέρι.

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  11. D Q Juls

    D Q Juls Αρχή...Διαδρομή...Ηδονή...

    Πριν αρχίσω να διαβάζω θα πω ένα πράγμα...
    Ο άγιος Βασίλης υπάρχει και ήρθε νωρίς!    
     
  12. sapfw

    sapfw out of order Contributor

    Oh yes... Santa is here!!!