Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Daybreak

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 1 Μαϊου 2022.

  1. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 32ο
    (Φοίβη)

    Ακούγοντας τη συμβουλή του Ανδρέα ότι σε δέκα μέρες θα άνοιγε η ανανεωμένη λέσχη και μάλιστα υπό το management του Κώστα, δεν σηκώσαμε το super market όταν πήγαμε στο Χαλκιαδάκη. Πάντως πορτοκάλια πήρα για ένα τάγμα, μου είχε γυρίσει στις εργοστασιακές ρυθμίσεις τόσες μέρες ο αχαΐρευτος μην τρώγοντας πρωινό και θα ξεπλήρωνε όλες του τις αμαρτίες. Για αύριο θα μαγείρευα εγώ μοσχαράκι κοκκινιστό στην κατσαρόλα που τόσο άρεσε του μπαμπά μου, αλλά και του Ανδρέα όταν το δοκίμασε. Είχαμε την τύχη να βρούμε και σε προσφορά χωριάτικες χυλοπίτες, ποιος μας έπιανε! Φυσικά πήραμε και τα απαραίτητα υλικά για τα πρωινά μας -και καμιά φορά και βραδινά μας- τοστ καθώς και γάλατα που είχαν τελειώσει. Ούτε η Χριστιάνα έπινε πορτοκαλάδα στο πρωινό της αλλά δεν είναι κάτι που δεν διορθωνόταν με ένα ελαφρύ αγριοκοίταγμα και λίγο γκάζι, οπότε πήρε και εκείνη πορτοκάλια για να συνοδεύει με πορτοκαλάδα το πρωινό της.

    Όταν τελειώσαμε από το σούπερ μάρκετ, κατεβήκαμε προς το κέντρο και πήγαμε σε ένα μαγαζί με ηλεκτρολογικό εξοπλισμό, αρχικά για να πάρω το πολύμπριζο και να το έχω έτοιμο όταν στήσω τον υπολογιστή και να δω και μερικά φώτα για το γραφείο. Χωρίς να το έχω έτοιμο δεν ήθελα να δεσμευτώ αγοράζοντας κάποιο, ωστόσο σημείωσα δυο-τρία που μου άρεσαν, μάλιστα ένα από αυτά το πρότεινε η Χριστιάνα. Ο Ανδρέας το έβλεπε πολύ πιο πρακτικά το ζήτημα «ρε φως να είναι!» οπότε από τη μεριά του δεν είχα επιπλέον προτάσεις.

    Όταν τελειώσαμε και από εκεί, o Ανδρέας έριξε την ιδέα να κατέβουμε Λιοντάρια ώστε να μας κεράσει milk shakes, αλλά αυτό θα μπορούσε να γίνει και το βράδι, που έτσι κι αλλιώς είπαμε να κατέβουμε Αυγό για μπύρα, οπότε τελικά αποφασίσαμε να γυρίσουμε πίσω ώστε να μαγειρέψουμε κιόλας. Για να μην έχουμε δράματα με τον Σίμπα, αποφασίσαμε και αφήσαμε τα ψώνια μας στο σπίτι του Ανδρέα και μετά, έχοντας μόνο τα απαραίτητα υλικά για τη σαλάτα του Σεφ καθώς και τα κουτιά με τις μπύρες, ανηφορήσαμε προς το σπίτι της Χριστιάνας. Φτάσαμε γύρω στις 13:00, οπότε αφού τη βοηθήσαμε να ταχτοποιήσει τα ψώνια της, στρωθήκαμε στην προετοιμασία του φαγητού, με τον Ανδρέα να κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας να μας κάνει παρέα.

    Έχω να δηλώσω, καθώς ήμασταν και οι τρεις με τις φόρμες, ότι συνέλαβα το μάτι του Ανδρέα να κοιτάει εκτός από το δικό μου κώλο και τον κώλο της Χριστιάνας, κατάλαβες ο κύριος; Η αλήθεια ήταν πως ήταν υπέροχος όπως διαγραφόταν κάτω από τη φόρμα και χαμογέλασα στη σκέψη καθώς χωρίς τη φόρμα είναι ακόμα πιο υπέροχος κι εγώ είχα την τύχη και την χαρά να τον δω από πολύ κοντά. Κάποια στιγμή ζήτησα από τη Χριστιάνα λάδι και εκείνη έσκυψε να πιάσει το μπουκάλι από ντουλάπι που είχε κάτω και όπως έσκυψε μου τουρλώθηκε καλά-καλά. Συνέλαβα πάλι τον Ανδρέα να κοιτάζει με τρόπο και εκεί τον έκανα πύραυλο, έχωσα ένα γερό μπάτσο στο κωλαράκι της Χριστιάνας, κλείνοντας ταυτόχρονα το μάτι στον Ανδρέα, κάνοντας την πρώτη να χοροπηδήσει και τον δεύτερο να δαγκωθεί.

    - «Άου!» είπε η Χριστιάνα η οποία ξέχασε το λάδι και πετάχτηκε όρθια.
    - «Σους!» της είπα. «Και ξέχασες και το λάδι!». Η Χριστιάνα αναστέναξε και έσκυψε να πιάσει το λάδι και εκεί της έριξα και δεύτερη, ωστόσο αυτή τη φορά απλά χαχάνισε. «Ψιτ, μην το βρεις δικαιολογία να φέρεις το λάδι σε πάνω ντουλάπι!» την προειδοποίησα και ακολούθησε και δεύτερος γύρος χαχανητού. Το λάδι πάντως αυτή τη φορά δεν το ξέχασε. Μετά θυμήθηκε ότι ο Ανδρέας ήταν στην κουζίνα και μεταμορφώθηκε σε Ινδιάνα. Ανδρέας, ο οποίος πάλευε -προσπαθώντας φιλότιμα να μη φανεί- να ταχτοποιήσει τον πρόεδρο που μάλλον είχε ξετρελαθεί με το θέαμα. Έτσι, για να μάθεις να κοιτάς ξένους κώλους!

    Όταν έγινε το φαγητό αποφασίσαμε να κάτσουμε να φάμε στο μικρό τραπεζάκι που είχε στην κουζίνα και αν μην τρέχουμε να στρώσουμε την τραπεζαρία. Οι τρεις μας με τα πιάτα μας και τη γαβάθα με τη σαλάτα χωρούσαμε μια χαρά. Μπορεί αυτή τη φορά να μην πέσαμε σα λύκοι, πάντως φάγαμε με πολλή όρεξη.

    - «Ωραίο πράγμα!» είπε ο Ανδρέας κατεβάζοντας μια πιρουνιά από τα μακαρόνια του.
    - «Θα συμφωνήσω» είπα με τη σειρά μου.
    - «Αχ, χαίρομαι που σας αρέσει!» είπε η Χριστιάνα. Στο μεταξύ ο Ανδρέας γέμισε και τα τρία ποτήρια με μπύρα και έκανε πρόποση.
    - «Άντε, καλώς ξαναβρεθήκαμε πάλι και καλή εξεταστική!» είπε και σήκωσε το ποτήρι του.
    - «Καλή αρχή!» είπε η Χριστιάνα και σήκωσε και εκείνη το ποτήρι της.
    - «Καλώς βρεθήκαμε και πάλι όλοι μαζί!» συμπλήρωσα εγώ και τσουγκρίσαμε και οι τρεις.

    Όταν τελειώσαμε το φαγητό μας, τη βοήθησα να μαζέψει το τραπέζι και ο Ανδρέας μας έδιωξε με τις κλωτσιές για να πλύνει τα πιάτα. «Εσείς μαγειρέψατε, δεν ακούω κουβέντα!» είπε στη Χριστιάνα όταν πήγε να διαμαρτυρηθεί.
    - «Ναι αλλά εσύ μας πήγες για ψώνια!»
    - «Γκρρρ» απάντησε. «Φοίβη, κάνε τα κουμάντα σου!» μου είπε.
    - «Αμέσως!» του απάντησα και έχωσα μια σφαλιάρα στα μεριά της Χριστιάνας, κάνοντάς την να χοροπηδήσει σαν ξαφνιασμένη Ινδιάνα, το έχει εύκολο το κοκκίνισμα τελικά, είτε πάνω είτε κάτω! «Allez!» της είπα και πήγαμε και κάτσαμε στο σαλόνι. Όταν μείναμε μόνες μας, δεν κρατήθηκα, την άρπαξα και της έδωσα ένα βαθύ φιλί στο στόμα. Η Χριστιάνα δίστασε για μερικές στιγμές αλλά τελικά ανταπέδωσε. Εγώ όμως δεν έμεινα στο φιλί, το χέρι μου πέρασε και από το στήθος της, και από το μουνάκι της και από τον κώλο της, κάνοντάς την σχεδόν να παραλύσει. Την άφησα και κάθισα στον καναπέ και της έκανα νόημα με το χέρι να έρθει να κάτσει δίπλα μου. «Μου έλειψες» της είπα.
    - «Κι εμένα» μου απάντησε. «Αλλά… ο Ανδρέας…»
    - «Ο Ανδρέας θα έδινε και το δεξί του χέρι να μας δει να παίζουμε μεταξύ μας, πόσες φορές θα πρέπει να στο πω να σταματήσεις να έχεις αυτό το φόβο; Το ξέρω ότι δεν είναι εύκολο, αλλά πραγματικά θέλω να νιώθεις άνετα μπροστά του.»
    - «Μα νιώθω άνετα μπροστά του απλά όχι… εννοώ… καταλαβαίνεις…»
    - «Το καταλαβαίνω… αλλά αυτό με ένα τρόπο ξεπερνιέται.»
    - «Τι εννοείς;» με ρώτησε.
    - «Αυτό!» της απάντησα και της ρίχτηκα στον καναπέ. Την ξάπλωσα και έπεσα πάνω της και άρχισα να τη φιλάω με πάθος ενώ το δεξί μου χέρι της μάλαζε δυνατά το στήθος πάνω από τη φόρμα της. Μετά μας σήκωσα πάλι και απλά την πήρα στην αγκαλιά μου και τη φίλησα χωρίς να χουφτωνόμαστε. Ακούσαμε τον Ανδρέα να έρχεται προς το σαλόνι αλλά δε σταμάτησα. «Μη σταματάς, μωρό μου» της είπα. «Φίλα με…»
    - «Μωρό μου;» μου ψιθύρισε.
    - «Ναι, μωρό μου» της είπα φιλώντας την και πάλι. Ένιωσα πάνω μας το βλέμμα του Ανδρέα, πραγματικά το ένιωσα, αλλά δε σταμάτησα αμέσως. Το φιλί συνέχισε για λίγα λεπτά ακόμα και μετά αποτραβήχτηκα απαλά. Τη χάιδεψα στο πρόσωπο. «Μωρό μου» της είπα. Η Χριστιάνα με κοίταξε ντροπαλά πάλι, αλλά πιο λυμένη. «Ανδρέα, έλα εδώ» του είπα και του έδειξα να κάτσει αριστερά μου. «Είστε και οι δύο τα μωρά μου» τους είπα σφίγγοντάς τους πάνω μου.
    - «Ξέρεις ότι ήμαστε και οι δύο μεγαλύτεροί σου, έτσι;» ρώτησε ο Ανδρέας.
    - «Έτερον εκάτερον!» απάντησα. «Μωρό μου» τον ρώτησα, «σε πειράζει να φιλήσω το μωρό μου;»
    - «Θα πέσει φωτιά να με κάψει!» είπε. Γύρισα προς τη Χριστιάνα και πιάνοντάς την απαλά από το πρόσωπο την τράβηξα προς τα μένα, αυτή τη φορά ακολούθησε υπάκουα και χωρίς κανένα δισταγμό. Όταν σταματήσαμε να φιλιόμαστε με τη Χριστιάνα, γύρισα και φίλησα και το άλλο μου μωρό, το οποίο ανταπέδωσε με ενθουσιασμό. Τραβήχτηκα και ξάπλωσα στην αγκαλιά του Ανδρέα, προτρέποντας τη Χριστιάνα να ξαπλώσει στη δική μου αγκαλιά. Ένιωθα… Ένιωθα υπέροχα. Πόσο είχε αλλάξει η ζωή μου μέσα σε μερικούς μήνες! Ένιωθα τον εαυτό μου ελεύθερο πλέον να ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει. Είναι… είναι απίστευτο το λυτρωτικό συναίσθημα της αποδοχής, ποτέ μου δεν το είχα νιώσει μέχρι που συνάντησα ξανά τον Ανδρέα στο κυλικείο. Μαζί του… μαζί του είχα ξεκινήσει το υπέροχο ταξίδι ανακάλυψης και αποκάλυψης πλευρών του εαυτού μου μόνο και μόνο… μόνο και μόνο γιατί ένιωθα μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής μου την αποδοχή… την αποδοχή αυτού που πραγματικά είμαι, γι’ αυτό που πραγματικά είμαι. Και… και δεν απελευθέρωνα μόνο τον εαυτό μου, έφερνα μαζί μου στην επιφάνεια και τη Χριστιάνα, την ντροπαλή, introvert Χριστιάνα, που κάτω από την εκρηκτική της εμφάνιση, έκρυβε ένα πραγματικό ηφαίστειο που κοιμόταν 20 χρόνια γιατί είχε ακριβώς τον ίδιο φόβο… το ίδιο τραύμα… Η αποδοχή του Ανδρέα με απελευθέρωσε και… και η δική μου αποδοχή απελευθέρωσε τη Χριστιάνα.
    - «Τι σκέφτεσαι;» με ρώτησε ο Ανδρέας.
    - «Δεν θα άλλαζα αυτή τη θέση μου αυτή τη στιγμή με τίποτα στον κόσμο!» του είπα.
    - «Εμένα όμως θα μου επιτρέψεις να αλλάξω τη δική μου για… για τεχνικούς λόγους» μας είπε και σκάσαμε και οι δύο στα γέλια, του φουκαρά πρέπει να του είχε γίνει κάγκελο. «Άτιμα θηλυκά! Θα με στείλετε πριν την ώρα μου!». Μετά το ξανασκέφτηκε και συμπλήρωσε «Παρακαλώ να σημειωθεί ότι δεν παραπονιέμαι!»
    - «Αλλά τι κάνεις;» τον πείραξα.
    - «Προσπαθώ να βολευτώ!» είπε και έκανε κάποιες κινήσεις με τη λεκάνη του. «Καλύτερα έτσι» είπε με κάμποση ανακούφιση, προκαλώντας ένα νέο γύρο γέλιου.
    - «Η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο!» είπε η Χριστιάνα και σηκώθηκε και πήγε μέσα να φέρει τα τσιγάρα της. Όταν επέστρεψε, ήρθε και ξαναχώθηκε στην αγκαλιά μου ενώ εγώ ήμουν ακόμα στην αγκαλιά του Ανδρέα. «Πρώτα αγκαλίτσα!» μας δήλωσε. Μετά ανασηκώθηκε και έκατσε λίγο πιο πολύ προς την άκρη και άναψε το τσιγάρο της. Στην αρχή -αν και δεν έλεγα τίποτα- με ενοχλούσε πολύ ο καπνός, αλλά είχα αρχίζει να τον συνηθίζω. Σε καμία περίπτωση δεν είχα σκοπό να αρχίσω κι εγώ το κάπνισμα, αλλά τουλάχιστον πλέον είχα μπορέσει να αρχίσω να το ανέχομαι. Η αλήθεια είναι πάντως ότι η Χριστιάνα δεν κάπνιζε πολύ, και τη παρουσία μου, κάπνιζε ακόμα λιγότερο.

    Όταν έσβησε το τσιγάρο της πάντως, σηκώθηκε και πήγε να ανοίξει το παράθυρο να αεριστεί ο χώρος. Μετά γύρισε και χώθηκε ξανά στην αγκαλιά μου κλείνοντας τα μάτια της. Γύρισα προς τον Ανδρέα ελαφρά το κεφάλι μου και του χαμογέλασα δείχνοντάς του με μια κίνηση του κεφαλιού μου την Χριστιάνα που είχε ξαπλώσει και απολάμβανε το ελαφρύ μου χάδι σα γατάκι, μόνο το χουρχουρητό έλειπε. Ο Ανδρέας μου χαμογέλασε και εκείνος με τη σειρά του.

    - «Το βράδυ που θα βγούμε, θα πάρω τηλέφωνο και τη Μαρία να έρθει μαζί μας αν δεν έχει κανονίσει κάτι!» μας είπε. «Μπορεί να έχει έρθει και ο Νίκος από το Ρέθυμνο!»
    - «Ναι, να την πάρεις!» του είπα. «Ελένη και Τάσος πότε έρχονται;» τον ρώτησα.
    - «Το άλλο Σάββατο, στις 22» μας είπε. «Επίσης από αύριο θα αρχίσω να πηγαίνω ΙΤΕ τα πρωινά και καλό είναι Χριστιάνα να αρχίσεις να έρχεσαι και εσύ.»
    - «Ναι, βέβαια!» του απάντησε.
    - «Ουφ, κι εγώ θα μείνω μόνη μου;» παραπονέθηκα.
    - «Έλα κι εσύ βρε χαζούλα!» μου είπε ο Ανδρέας. «Έχει ησυχία στο εργαστήριο οπότε μπορείς να διαβάσεις όταν εγώ και η Χριστιάνα θα έχουμε δουλειές. Και όπως είδες έχει και PC στο γραφείο, οπότε αν έχεις να κάνεις κάποια άσκηση σε Pascal, μπορείς να την κάνεις εκεί. Και τώρα που το σκέφτομαι, έχει χώρο στα γραφεία να στήσεις προσωρινά και το δικό σου PC, δεν υπάρχει λόγος να το έχουμε στην κούτα του μέχρι να σου έρθει το γραφείο.»
    - «Χα! Δεν το είχα σκεφτεί!» ομολόγησα.
    - «Οπότε θα έχεις τι να κάνεις όσο εγώ και η Χριστιάνα δουλεύουμε. Χριστιάνα, λέω να πηγαίνουμε και να ερχόμαστε όλοι μαζί, μην έρχεσαι με το μηχανάκι. Μπορείς, όπως και η Φοίβη, να κάνεις κι εσύ εκεί τα διαβάσματά σου.»
    - «Εντάξει, γιατί όχι;» απάντησε εκείνη χαμογελώντας πλατιά. «Τι ώρες θα πηγαίνουμε;»
    - «Λέω κατά τις 09:00, άντε 09:30 να είμαστε εκεί και θα καθόμαστε μέχρι τις 17:00. Έχω αρκετή δουλειά να κάνω, ευτυχώς έχω λιγότερα διαβάσματα από τις δυο σας οπότε με παίρνει μία, δύο ώρες το απόγευμα. Αν και αύριο λέω να πάμε λίγο πιο αργά, αφού θα πάμε σήμερα για τις μπυρίτσες μας, να μην το έχουμε άγχος να ξυπνήσουμε πρωινιάτικα. Τι λέτε;»
    - «Μέσα!» απαντήσαμε και οι δύο.
    - «Δε μου λέτε;» ρώτησε η Χριστιάνα. «Έχετε όρεξη για μια παρτίδα Monopoly;»
    - «Αμέ!» είπα εγώ. «Ανδρέα;» τον ρώτησα.
    - «Ναι αλλά μη μου γκρινιάζετε που θα σας πάρω και τα σώβρακα!» μας δήλωσε.
    - «Σιγά ρε καπιτάλα!» του είπα γελώντας.
    - «Είπα και λάλησα και αμαρτία ουκ έχω!» μας δήλωσε.

    Ένα έχω να πω, αν υπήρχε παραλλαγή strip Monopoly, όχι απλά θα μας είχε γδύσει, θα μας είχε πάρει ακόμα και το δέρμα. Με γέλια και πειράγματα εκατέρωθεν πέρασε η ώρα χωρίς να το καταλάβουμε, πήγε σχεδόν 17:00. Είπαμε στη Χριστιάνα ότι θα περάσουμε να την πάρουμε γύρω στις 21:00 και κατηφορίσαμε προς τα κάτω.

    - «Φοίβη, μιας που θα περάσουμε που θα περάσουμε από το σπίτι για να πάρουμε τα ψώνια και να τα φέρουμε στο δικό σου, θέλεις να κάνουμε μπανάκι;» με ρώτησε.
    - «Θα είσαι φρόνιμος;» τον ρώτησα.
    - «Θεός φυλάξει! Φυσικά και όχι!» με διαβεβαίωσε.
    - «Σαν δεν ντρέπεσαι!» του είπα.
    - «Καθόλου όμως!» μου είπε και συνέχισε προς το σπίτι του. Όταν φτάσαμε, έβαλε το θερμοσίφωνα να ζεστάνει και έπιασε την κλασσική του κιθάρα. «Τι θέλεις να σου παίξω;» με ρώτησε.
    - «Ό,τι θες εσύ!» του απάντησα χαμογελαστή.

    Από τις πρώτες νότες αναγνώρισα το τραγούδι. The Doors, Spanish Caravan. Σε λίγο ακολούθησε η υπέροχη φωνή του Ανδρέα μου.

    Carry me caravan, take me away.
    Take me to Portugal, take me to Spain.
    Andalusia, with fields full of grain.
    I have to see you again and again.
    Take me, Spanish Caravan, yes, I know you can.

    Εκεί επιτάχυνε λίγο το ρυθμό της κιθάρας του.

    Trade winds find Galleons lost in the sea,
    I know where treasure is waiting for me,
    Silver and gold in the mountains of Spain,
    I have to see you again and again.
    Take me, Spanish caravan, yes, I know you can.

    - «Σου άρεσε;»
    - «Πολύ-πολύ Ανδρέα μου. Θα μου ξαναπείς το Bella ciao?»
    - «Βρε δεν πάει μετά τους Doors!»
    - «Ξανάαααααα» του είπα. Τι να κάνει, αναστέναξε και άρχισε να παίζει και να τραγουδάει:

    Una mattina mi sono svegliato,
    o bella, ciao! bella, ciao! bella, ciao, ciao, ciao!
    Una mattina mi sono svegliato,
    e ho trovato l'invasor.

    - «Σ’ ευχαριστώ!» του είπα όταν τελείωσε.
    - «Τι με ευχαριστείς βρε;» μου είπε.
    - «Για όλα, Ανδρέα. Δεν έχω άλλον να ευχαριστήσω τόσο πολύ όσο εσένα!»
    - «Φοίβη, τι λες;» με ρώτησε απορημένος.
    - «Εσύ με έβγαλες από το καβούκι μου. Σε εσένα το χρωστάω αυτό. Η… η ζωή μου έχει αλλάξει ριζικά τους τελευταίους μήνες, επιτέλους νιώθω… νιώθω ελεύθερη… νιώθω ελεύθερη να απλώσω τα φτερά μου και να πετάξω και αυτό το οφείλω σε εσένα και μόνο σε εσένα!»
    - «Δεν… δεν ξέρω τι να σου απαντήσω. Αρκεί… αρκεί να μην πετάξεις μακριά μου» μου είπε.
    - «Για τρελούς ψάχνεις;» του απάντησα και όρμισα και χώθηκα στην αγκαλιά του. Ίσα πρόλαβε να κατεβάσει την κιθάρα. Εμένα με πήραν πάλι τα ζουμιά.
    - «Τι είναι κοριτσάκι μου; Γιατί κλαις;» με ρώτησε τρυφερά.
    - «Είμαι ευτυχισμένη» του δήλωσα και σφίχτηκα ακόμα πιο πολύ πάνω του.

    Δεν είχε άλλο τραγούδι, κάθισα εκεί χωμένη στην αγκαλιά του, με τα χέρια του να με σφίγγουν πάνω του και να με χαϊδεύουν, κάνοντάς με να νιώθω ζεστασιά, ασφάλεια μα πάνω απ’ όλα αποδοχή. Για όλα όσα είμαι και όλα όσα δεν είμαι.

    - «Πάμε να χωθούμε στη μπανιέρα, κοριτσάρα μου;» με ρώτησε. Δεν του απάντησα, απλά έγνεψα καταφατικά. Μπήκαμε μέσα στο μπάνιο και αφέθηκα να με γδύσουν τα χέρια του τρυφερά και συνάμα ερωτικά. Του το ανταπέδωσα και αγκαλιαστήκαμε και οι δύο γυμνοί και φιλιόμασταν όσο το νερό γέμιζε τη μπανιέρα. Μπήκε πρώτα εκείνος και τον ακολούθησα, κάθισε στο βαθύ μέρος της μπανιέρας και ξάπλωσα πίσω και πάνω του. «Για πες μου τώρα, τι σε έπιασε πριν;»
    - «Τίποτα. Απλά αισθάνθηκα ευγνωμοσύνη!» του είπα.
    - «Ευγνωμοσύνη; Τι λες βρε;»
    - «Ναι, ευγνωμοσύνη. Προς το σύμπαν που σε έριξε στο δρόμο μου και προς εσένα που με πήρες στην αγκαλιά σου. Που… που με αποδέχτηκες όπως ήμουν. Και δεν εννοώ τώρα… αλλά όταν μου είπες ότι… ότι είχες τσιμπηθεί μαζί μου από εκείνο τον πρώτο χορό… Πέρα από τους δικούς μου ήσουν… ήσουν ο πρώτος που με αποδέχτηκες όπως ακριβώς ήμουν, γι’ αυτό ακριβώς που ήμουν. Μέχρι… μέχρι που βρεθήκαμε ξανά και πάλι… ποτέ δε μου άρεσε ο εαυτός μου. Ποτέ δεν ένιωθα αυτοπεποίθηση. Είναι… είναι σα να ξεπήδησε μια νέα Φοίβη. Που της αρέσει ο εαυτός της, που δε φοβάται να… δε φοβάται. Γιατί… γιατί με είχες αποδεχτεί όπως ήμουν.»
    - «Δεν έχεις αλλάξει Φοίβη μου. Το μόνο που άλλαξε είναι επιτέλους το πως βλέπεις εσύ τον εαυτό σου. Για μένα είσαι η ίδια γλυκιά, σπιρτόζα κοπελίτσα που με είχε κάνει να ξελιγωθώ στα γέλια, που με είχε κάνει να τσιμπηθώ με την απίστευτη φατσούλα με τα σιδεράκια και τα πατομπούκαλα και κυρίως με αυτό το απίθανο τυπάκι που κρυβόταν μέσα της. Δεν κέρδισες τη δική μου αποδοχή, μωρό μου. Τη δική σου κέρδισες.»
    - «Δεν… δεν ξέρω» του είπα αβέβαιη.
    - «Και όμως στο βάθος του μυαλού σου το ξέρεις. Και με τον ίδιο τρόπο που άρχισες να βγαίνεις από το καβούκι σου, τράβηξες και τη φιλενάδα σου από το δικό της.»
    - «Είδες που έρχεσαι στα λόγια μου; Η αποδοχή σου με έκανε να αποδεχτώ εγώ τον εαυτό μου και η αποδοχή μου της Χριστιάνας την έκανε να αποδεχτεί και η ίδια τον δικό της εαυτό.»
    - «Δεν είναι το ίδιο. Φοίβη μου, εσύ αποδέχτηκες τον εαυτό σου. Η Χριστιάνα απλά αποτίναξε τα ίδια της τα δεσμά.»
    - «Δεν ξέρω» είπα πάλι αβέβαιη.
    - «Άκου, στο τέλος της ημέρας δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Σημασία έχει ότι αισθάνεσαι καλά με τον εαυτό σου και αυτό ισχύει και για εσένα και για τη Χριστιάνα. Και για μένα.»
    - «Για σένα;» τον ρώτησα παραξενεμένη.
    - «Για μένα, ναι. Τι νόμιζες, ότι έχω ανοσία από τους φόβους και τις ανασφάλειες; Δεν επηρέασες μόνο τη Χριστιάνα, Φοίβη μου, επηρεάζεις και εμένα. Ξέρεις τι ένιωσα όταν σε είδα στο σαλόνι να φιλιέσαι με την Χριστιάνα;»
    - «Τι;» τον ρώτησα, κομμάτι ανήσυχη, είναι η αλήθεια.
    - «Ούτε ίχνος ζήλειας, μόνο ερωτισμό. Μόνο καύλα. Ούτε καν ένα ανεπαίσθητο ίχνος ζήλειας. Και δεν είναι επειδή είμαι απλά καυλοράπανο, που λες κι εσύ. Δεν αισθάνομαι πλέον ίχνος ανασφάλειας μαζί σου. Είσαι τόσο ανοιχτή, τόσο καθάρια, που για πρώτη φορά σε σχέση μου νιώθω τελείως ήσυχος. Πώς το ξέρω; Δεν το ξέρω, αλλά δεν έχει σημασία ή μάλλον έχει τεράστια σημασία. Δεν το ξέρω, ακριβώς αυτό είναι η εμπιστοσύνη. Και όσο και αν σου φαίνεται απίστευτο, η ταφόπλακα στα όποια απομεινάρια ζήλειας μου είχαν μείνει, είναι που αποκάλεσες μπροστά μου τη Χριστιάνα «μωρό μου». Γιατί δεν ένιωσες καν την ανάγκη να κρύψεις την ερωτική σου έλξη και την τρυφερότητα που νιώθεις για εκείνη. Το ξέρω πως δεν την βλέπεις με τον ίδιο τρόπο που βλέπεις εμένα αλλά όσο και αν προσπαθείς να το κρύψεις από τον εαυτό σου, φοβούμενη και εγώ δεν ξέρω τι, σου έχω νέα. Έχεις αρχίσει και ερωτεύεσαι τη Χριστιάνα.»

    Μου ήρθε ντουβρουτζάς και ο λόγος ήταν ότι μπροστά στα ίδια μου τα μάτια έγινε η αποκάλυψη αυτού που φοβόμουν ακόμα και να το σκεφτώ. Ναι, είχα αρχίσει να ερωτεύομαι και τη Χριστιάνα. Και το περίεργο είναι ότι αυτό δεν ερχόταν σε καμία αντίθεση με το τι ένιωθα για τον ίδιο τον Ανδρέα, με κάποιο περίεργο τρόπο, το ενίσχυε ακόμα περισσότερο.

    - «Κι… κι εσύ;» μπόρεσα μόνο να ψελλίσω;
    - «Εγώ το μόνο που έχω να σου πω είναι να της πεις την αλήθεια. Γιατί αυτό που έχεις αρχίσει και νιώθεις για τη Χριστιάνα δεν είναι μόνο από τη μεριά σου, είναι και από τη δική της και σε διαβεβαιώ πως από τη δική της είναι σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό. Ωστόσο Φοίβη μου, αυτό είναι κάτι που πρέπει να το ξεκαθαρίσετε μεταξύ σας. Να παραδεχτείτε την αλήθεια και να προχωρήσετε αγκαλιάζοντάς την και όχι καταπιέζοντάς την. Αν νιώθετε μια φορά όμορφα όταν είστε μαζί, θα νιώσετε δέκα φορές καλύτερα, εκατό φορές. Χίλιες φορές.»
    - «Κι… κι εσύ;» τον ρώτησα.
    - «Εγώ τι, Φοίβη μου; Δε μου στερείς κάτι δίνοντας στη Χριστιάνα, δεν το καταλαβαίνεις; Μακάρι να μπορούσαμε και οι τρεις μαζί αλλά αυτό είναι μια απλή ευχή, ποτέ δεν ήταν -και ποτέ δε θα γίνει- προαπαιτούμενο. Άκουσε με ωστόσο, μιλήστε οι δυο σας, παραδεχτείτε την αλήθεια που τρομάζετε να δείτε και… και θα δείτε με τα ίδια σας τα μάτια πόσο ομορφότερο θα είναι.»
    - «Σ’ αγαπάω!» του είπα βάζοντας και πάλι τα κλάματα.
    - «Κι εγώ σ’ αγαπάω, κλαψιάρα!» με πείραξε τρυφερά. Συνέχισε να με χαϊδεύει, μέχρι που ηρέμισα τελείως. Καθίσαμε χαλαροί, ξαπλωμένοι μέσα στο καυτό νερό χωρίς να μιλάμε, απολαμβάνοντας απλά ο ένας την παρουσία του άλλου. Μείναμε γύρω στη μία ώρα ακόμα μέσα στο νερό και μετά, αφού σηκωθήκαμε και αδειάσαμε τη μπανιέρα, κάναμε ντουζ για να ξεπλυθούμε από τους αφρούς. Βγήκαμε και σκουπιστήκαμε. «Θα σε περιμένω μέσα» μου είπε, αφήνοντάς με να στεγνώσω τα μαλλιά μου. Δε μου πήρε πολλή ώρα, πήγα τρέχοντας μέσα, πέταξα το μπουρνούζι και χώθηκα γυμνή στην αγκαλιά του.

    Με έσφιξε πάνω του και αρχίσαμε να φιλιόμαστε ενώ το χέρι του ταξίδευε πάνω στο κορμί μου, από το λαιμό και το στήθος μέχρι το κέντρο της θηλυκότητάς μου, ανάμεσα στα πόδια μου. Δεν χρειαζόταν κανένα άλλο προκαταρκτικό, ήμουν έτοιμη για εκείνον από τη στιγμή που άρχισε να μου τραγουδάει συνοδεία κιθάρας, μιάμιση ώρα πριν. Ανέβηκε πάνω μου και άνοιξα τα πόδια μου για να τον υποδεχτώ. Γλίστρησε μέσα μου κάνοντάς με να μου φύγει ένα βογγητό ηδονής και άρχισε να κινείται απαλά. Ένιωθα τη φωτιά να ξεκινάει από τα λαγόνια μου και να απλώνεται προς το στομάχι μου και προς τα στήθη μου αλλά οι φλόγες της αντί για πόνο πρόσφεραν ηδονή και ηρεμία. Του δινόμουν με όλο μου το είναι και το βάρος του δεν με καταπλάκωνε, με έκανε να νιώθω ζέστη και ασφάλεια. Δεν είχα ποτέ νιώσει τόσο έντονα να ανήκω σε ένα άνθρωπο και δεν είχα νιώσει ποτέ τόσο έντονα να μου ανήκει κάποιος, όπως εκείνη τη στιγμή ο Ανδρέας.

    Άνοιξα τα μάτια μου και τον κοίταξα. Εκείνος με κλειστά τα δικά του και το μέτωπό του ιδρωμένο, συνέχιζε να κινείται μέσα μου με ρυθμό που όλο και αυξανόταν. Αυτό που είχε ξεκινήσει σα φωτιά στα λαγόνια μου είχε γίνει πυρκαγιά και με πυρπολούσε σε ψυχή και σώμα. Έμπηξα τα νύχια μου στο στήθος του και τον γρατζούνησα δυνατά ενώ ο οργασμός μου ήταν τόσο δυνατός που μου κόπηκε σχεδόν η ανάσα καθώς ο Ανδρέας είχε επιταχύνει τόσο πολύ που το κρεββάτι κοπανούσε στον τοίχο σε κάθε του κίνηση. Όταν έφτασε και εκείνος στο τέλος, τραβήχτηκε και ήρθε και τον έβαλε μέσα στο στόμα μου, το οποίο άνοιξα πρόθυμα παίρνοντάς τον σχεδόν όλο μέσα μου. Κοκκάλωσε ολόκληρος και τότε το όργανό του άρχισε να κάνει σπασμούς μέσα στο στόμα μου, γεμίζοντάς το με σπέρμα. Κατάπια για τελευταία φορά και τραβήχτηκε από το στόμα μου και ξάπλωσε ξέπνοος δίπλα μου. Στο στέρνο του έτρεχε λίγο αίμα από τις βαθιές νυχιές που του είχα κάνει πάνω στη λύσσα μου. Πέρασα το δάχτυλό μου από πάνω του, σκούπισα το αίμα και το έφερα στο στόμα μου γευόμενη τη μεταλλική του γεύση.

    Ο Ανδρέας άρχισε να τραγουδάει

    See these eyes so green
    I can stare for a thousand years.
    Colder than the moon
    It’s been so long.

    Feel my blood enraged!
    It’s the fear of losing you.
    Don’t you know my name?
    You’ve been so long.

    And I ‘ve putting out fire…
    With gasoline!

    - «Αχ μωρό μου το λες υπέροχα, κι αυτό έπρεπε να το τραγουδήσετε προχθές!» του είπα ενθουσιασμένη. Εκείνος κοίταξε το στέρνο του.
    - «Cat people. Για σένα το έγραψαν, λυσσάρα!» μου είπε.
    - «Είμαι και φαίνομαι!» του απάντησα. «Θα το υποστείς!»
    - «Και… και να κάνεις και αυτό που σου είπα πριν.»
    - «Θα το κάνω» του υποσχέθηκα.
    - «Δε μου λες, το πρωί πήρες τηλέφωνο τους δικούς σου;»
    - «Ναι, όταν με άφησες πριν ξεκινήσω δουλειές κατέβηκα και τους πήρα τηλέφωνο. Εσύ;»
    - «Εγώ δεν βρήκα κανέναν και τους άφησα μήνυμα στον τηλεφωνητή. Λοιπόν, ντύσου, πάω να πάρω κι εγώ τηλέφωνο τη Μαρία»
    - «Εντάξει μωρό μου» του είπα. Ενώ ο Ανδρέας πήγε μέσα για να κάνει το τηλεφώνημα εγώ σηκώθηκα και άρχισα να ντύνομαι, βασικά πάλι φόρμα φόρεσα, θα άλλαζα σπίτι μου. Μετά από λίγο γύρισε. «Τη βρήκες;»
    - «Όχι, ήταν ο Σήφης στο τηλέφωνο. Η Μαρία είναι στον Ομαλό, στους παππούδες της. Θα γυρίσει την Τετάρτη.»
    - «Κρίμα» είπα. Μου είχε λείψει, όλοι μου είχαν λείψει, δεν έβλεπα την ώρα να τους ξαναδώ και πάλι.
    - «Λοιπόν, γύρω στις 20:00 θα σε πάω στη Χριστιάνα. Θέλω να κάνεις αυτό που σου είπα, θέλω να μιλήσετε. Θα γυρίσω να σας πάρω και τις δύο στις 21:00 να πάμε για τη μπυρίτσα μας.»
    - «Εντάξει Ανδρέα μου» του είπα. Κοίταξα το ρολόι, κόντευε να πάει 19:00.

    Πήραμε όσες σακούλες με ψώνια δεν προορίζονταν για το σπίτι του Ανδρέα και κινήσαμε για το σπίτι μου. Εκείνος είχε ντυθεί με αυτά που θα φορούσε το βράδυ, έμενε μόνο εγώ να ντυθώ. Όταν παρκάραμε απ’ έξω, ο Σίμπα μας περίμενε στην πόρτα χοροπηδώντας. Μιας και ήμουν εγώ με τη φόρμα, ανέλαβα εγώ να τον κατευνάσω, οπότε τον άφησα να με πάρει αγκαλιά και να με κάνει γραμματόσημο, δίνοντας έτσι το χρόνο στον Ανδρέα να πάει με τα πράγματα έξω από το σπίτι. Πάντως, έστω και αν δεν άφησε το Σίμπα να τον πάρει αγκαλιά, δεν τον άφησε χωρίς χάδια. Τα γατιά είχαν αποφασίσει πως όσο δώσανε, δώσανε, γιατί δεν εμφανίστηκαν ξανά μέχρι που ήρθε η ώρα για το τάισμα της αγέλης, λίγο πριν φύγουμε και πάλι με τον Ανδρέα.

    Ο Σίμπα, που το πρωί είχε φάει δύο κιλά κονσέρβα, ρίχτηκε στις κροκέτες του λες και είχε να φάει από πρόπερσι. Τα γατιά ήταν πιο μπλαζέ, αλλά ρίχτηκαν και εκείνα στο φαγητό. Μιας και θα πηγαίναμε απλά για μπύρα δεν ντύθηκα εξεζητημένα, τζινάκι, μποτάκια και από πάνω μια μαύρη μπλούζα και ζακέτα. Όταν φτάσαμε έξω από το σπίτι της Χριστιάνας ήταν 20:00, χτύπησα το κουδούνι ελπίζοντας να μην την έχω πετύχει την ώρα που έκανε μπάνιο.

    - «Ποιος είναι;» ρώτησε η Χριστιάνα.
    - «Εγώ είμαι!» της είπα.
    - «Στις 21:00 δεν είπαμε; Θεέ μου, στις 20:00 είπαμε; Δεν έχω τελειώσει ακόμα!»
    - «Παιδί μου μη σε πιάνει πανικός. Άνοιξέ μου και έχω ξεροσταλιάσει!» της είπα και άκουσα το βουητό της πόρτας που ξεκλείδωνε. Έκανα νόημα στον Ανδρέα να ξεκινήσει και μαζεύοντας ό,τι θάρρος είχα, ανέβηκα τις σκάλες. Η Χριστιάνα ήταν στην πόρτα και με περίμενε. Φορούσε φόρμα και το μαλλί της ήταν τυλιγμένο σε μια πετσέτα, μάλλον την είχα πετύχει μόλις βγήκε από το μπάνιο.
    - «Ο Ανδρέας;» με ρώτησε.
    - «Θα έρθει στις 21:00 που είχαμε πει. Εγώ ήρθα νωρίτερα γιατί… τέλος πάντων, θα σου πω μέσα!» της είπα. Περάσαμε και πήγαμε στο σαλόνι. Η Χριστιάνα με κοιτούσε με ένα ύφος ανησυχίας και η αλήθεια είναι πως δεν την αδικώ. Κάθισα στον καναπέ και χτύπησα το χέρι μου πάνω του, κάνοντας της νόημα να έρθει να κάτσει δίπλα μου.
    - «Φοίβη, τι συμβαίνει;» με ρώτησε όταν κάθισε.

    Αχ και πως το λένε αυτό;

    Αντί απάντησης, την έπιασα τρυφερά από το πρόσωπο και τη φίλησα απαλά στο στόμα. Ανταπέδωσε το φιλί, ακόμα μπερδεμένη. Τραβήχτηκα και πήρα βαθιά ανάσα.

    - «Χριστιάνα;» τη ρώτησα.
    - «Πες μου. Συνέβη… συνέβη τίποτα;» μου είπε πάλι με το βλέμμα της να προδίδει ανησυχία.
    - «Όχι δε συνέβη τίποτα τώρα. Ή μάλλον έχει αρχίσει και συμβαίνει εδώ και μερικές μέρες»
    - «Θα μου πεις ή θα με σκάσεις;» μου απάντησε.
    - «Δεν ξέρω πως να στο πω… οπότε θα στο πω απλά πως έχει: Έχω αρχίσει και σε ερωτεύομαι» της είπα κατορθώνοντας επιτέλους να το μπουμπουνίσω. Η Χριστιάνα που έμεινε κεραυνόπληκτη δικαίωσε τη χρήση της λέξεως. «Γιατί στο λέω; Γιατί θέλω να το ξέρεις. Μου είχες πει ότι δε θέλεις έρωτες και σου είχα πει ότι δεν μπορώ να ερωτευτώ. Ε, τελικά μπορώ. Και το κάνω. Και δε θέλω να κρύβομαι ούτε από τον εαυτό μου ούτε από εσένα. Και… και το αστείο είναι πως… όχι πως δεν το είχα συνειδητοποιήσει… απλά… φοβόμουν απλά και μόνο… απλά και μόνο να το σκεφτώ. Και τελικά… τελικά ο Ανδρέας μου άνοιξε τα μάτια. Μου είπε πως έχω αρχίσει να σε ερωτεύομαι και αντί… αντί να το αντιπαλεύω, να το αγκαλιάσω. Αυτό μου είπε. Και… και επίσης μου είπε και κάτι άλλο…»
    - «Τι σου είπε» με ρώτησε ξεψυχισμένα η Χριστιάνα.
    - «Ότι το ίδιο κάνεις κι εσύ. Πες μου… ισχύει;»
    - «Ισχύει» είπε χαμηλώνοντας το βλέμμα της. «Συγνώμη Φοίβη… σου είχα πει ότι… ξέρω τι σου είχα πει… αλλά… αλλά μου ήταν αδύνατο να μη σε ερωτευτώ.»
    - «Ε, κατά τα φαινόμενα έτσι την πάτησα κι εγώ.» της είπα.
    - «Και τώρα;» με ρώτησε φανερά ανήσυχη.
    - «Και τώρα απλά δε χρειάζεται να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας.»
    - «Και ο Ανδρέας;»
    - «Ο Ανδρέας ήταν αυτός που με ταρακούνησε και με έκανε να αντικρύσω την αλήθεια. Ο Ανδρέας ήταν που επέμεινε να μιλήσουμε. Γιατί… γιατί αυτό που νιώθουμε η μία για την άλλη…είναι κάτι όμορφο, κάτι υπέροχο. Δε θα έπρεπε να το φοβόμαστε, θα έπρεπε να το αγκαλιάσουμε. Και… και θέλω να το αγκαλιάσω, δε θέλω να το φοβάμαι.»
    - «Ούτε εγώ θέλω να φοβάμαι!» είπε η Χριστιάνα δακρυσμένη. «Ούτε εγώ θέλω να φοβάμαι» είπε ακόμα πιο δυνατά βάζοντας τα κλάματα. «Δε θέλω να φοβάμαι» μου είπε ξανά και χώθηκε στην αγκαλιά μου.
    - «Και δε χρειάζεται να φοβάσαι, μωρό μου» της απάντησα τρυφερά. «Δε χρειάζεται να φοβάσαι τίποτα. Κι εγώ το νιώθω… δεν… δεν ξέρω πως μπορώ να το νιώθω για δύο ανθρώπους αλλά μπορώ και το κάνω. Και δε με νοιάζει τίποτα. Τίποτα.»

    Αντί απάντησης ύψωσε το κεφάλι της προς εμένα και γύρεψε το στόμα μου. Την πήρα αγκαλιά και φιλιόμασταν και φιλιόμασταν και φιλιόμασταν, και σταματημό δεν είχαμε. Ούτε χάδι, ούτε χούφτωμα, ούτε τίποτα. Φιλί, μόνο φιλί. Αλλά όχι απλό φιλί, όχι. Φιλί των ερωτευμένων. Πρέπει να φιλιόμασταν πάνω από δέκα λεπτά πριν τραβηχτούμε απαλά η μία από την άλλη. Η Χριστιάνα ήταν και πάλι κόκκινη και τα μάτια της ήταν κλαμένα αλλά χαμογελούσαν.

    - «Τι είδους σχέση είναι αυτή που έχουμε» αναρωτήθηκε τραβώντας μια τζούρα.
    - «Δεν έχω ιδέα πως λέγεται, αν λέγεται κάπως, και δε με νοιάζει κιόλας. Έχει σημασία;»
    - «Όχι ιδιαίτερη. Απλά… είχα το φόβο…»
    - «Να μην τον έχεις. Άκου Χριστιάνα μου, δεν το ξέρω το μέλλον, δεν είμαι η Πυθία, ξέρω μόνο το παρόν. Η ζωή μας είναι το παρόν. Δε μου αρέσουν τα μεγάλα λόγια και δεν θέλω να τα λέω. Η κατάσταση έχει όπως έχει οπότε μόνο μία ερώτηση μένει να απαντηθεί. Θέλεις; Εγώ την απάντηση στον εαυτό μου την έδωσα.»
    - «Σου απάντησα» μου είπε η Χριστιάνα.
    - «Μου απάντησες» παραδέχτηκα και την έσφιξα πάνω μου και βυθιστήκαμε σε ένα νέο βαθύ φιλί. Από το ραδιόφωνο ακουγόταν το κελάηδημα της φωνής της Γιοβάννας, λες και το σύμπαν μας έδινε εκείνη τη στιγμή τις ευλογίες του.

    Στην αγκαλιά μου κι απόψε σαν άστρο κοιμήσου.
    Δεν απομένει στον κόσμο ελπίδα καμιά.
    Τώρα που η νύχτα κεντά με φιλιά το κορμί σου,
    Μέτρα τον πόνο και άσε με μόνο στην ερημιά.

    Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου, σε περιμένω να ρθεις
    Μ’ ένα τραγούδι του δρόμου να ‘ρθεις όνειρό μου
    Το καλοκαίρι που λάμπει τ’ αστέρι με φως να ντυθείς.


    - «Και μιας που λέμε για ντύσιμο, δεν πας να ντυθείς; Σε λίγη ώρα θα περάσει ο Ανδρέας να μας πάρει να κατέβουμε κέντρο. Α, δε θα είναι η Μαρία, έχει πάει στους παππούδες της, θα γυρίσει την Τετάρτη.»
    - «Πάω! Θα ντυθώ κι εγώ απλά!» μου είπε.
    - «Ναι μωρό μου!» της είπα χωρίς να το σκεφτώ.
    - «Πόσο μ’ αρέσει που με λες μωρό σου!» μου είπε χαμογελώντας μέχρι τα αφτιά.
    - «Άντε σουσουραδίτσα -που λέει και ο πατέρας μου- πήγαινε να ντυθείς!» της είπα.
    - «Πάω! Όχι, φιλάκι πρώτα!» είπε και έσκυψε και μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί. «Πάω!» είπε. Κάθισα χαμογελαστή στον καναπέ ενώ από μέσα άκουσα την Χριστιάνα να τραγουδάει και αυτή το «αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου». Γύρισε μετά από κανένα δεκάλεπτο ντυμένη αλλά με το μαλλί της ακόμα βρεγμένο. «Πάω να τα στεγνώσω, αν στο μεταξύ έρθει ο Ανδρέας άνοιξέ του» μου είπε και γύρισε μέσα να αρχίσει το στέγνωμα, κάτι που έπαιρνε κάμποση ώρα γιατί η Χριστιάνα έχει μακριά μαλλιά. Πράγματι, δεν είχε τελειώσει ακόμα με το στέγνωμα όταν από κάτω χτύπησε το κουδούνι. Πάτησα το κουμπί και του μίλησα.

    - «Ανδρέα, ανέβα πάνω σε παρακαλώ, δεν έχει τελειώσει ακόμα η Χριστιάνα» του είπα. Ανέβηκε και του άνοιξα την πόρτα. Μου έδωσε ένα φιλάκι και μπήκε μέσα.
    - «Τα είπατε;» με ρώτησε απλά.
    - «Αμέ! Γι’ αυτό καθυστερήσαμε και λίγο, η αλήθεια είναι πως όταν ήρθα μόλις είχε βγει από το μπάνιο.»
    - «Όλα καλά;» με ρώτησε με αγωνία
    - «Ναι, όλα καλά» του απάντησα και το ύφος ανακούφισης που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του απέδειξε με τον πιο τρανταχτό τρόπο πως μόνο προσποιητή δεν ήταν η αγωνία του και πως ήταν ειλικρινής σε όλα όσα μου είχε πει, όχι ότι αμφέβαλλα. Λίγη ώρα αργότερα ήρθε και η Χριστιάνα.
    - «Καλώς τον, συγνώμη που άργησα λίγο!» του είπε.
    - «Είχες καλό λόγο, φαντάζομαι» της είπε και της έκλεισε συνωμοτικά το μάτι.
    - «Τον καλύτερο!» του είπε κλείνοντάς του με τη σειρά της το μάτι.
    - «Λοιπόν αγαπουλίνια, πάμε;» τους είπα κάνοντας και τους δύο να γελάσουν.
    - «Πάμε!» απάντησαν και οι δύο και κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο.

    Είκοσι λεπτά αργότερα ήμασταν στην πλατεία Ελευθερίας και βρήκαμε να παρκάρουμε σχετικά ψηλά στην Ιδομενέως οπότε δεν είχε πολύ περπάτημα μέχρι την Κοραή. Το Αυγό δεν ήταν άδειο αλλά δεν είχε και πολύ κόσμο, οπότε είχαμε πολλά τραπέζια στη διάθεσή μας. Τελικά προτιμήσαμε να κάτσουμε κάπου στο βάθος. Δώσαμε την παραγγελία μας και ούτε πέντε λεπτά αργότερα ήρθαν και οι μπύρες μας.

    Η καρδιά μου χοροπηδούσε μέσα στα στήθη μου, ένιωθα απίστευτα όμορφα και χαλαρά. Πώς είχε αλλάξει έτσι η ζωή μου μέσα σε μόλις μερικούς μήνες; Ήταν σαν ψέμα, σαν παραμύθι. Και δεν ήταν μόνο η χημεία μου με τον Ανδρέα και με τη Χριστιάνα, ήταν και η μεταξύ τους χημεία. Μπορεί να μην έτρεφαν ο ένας προς τον άλλον τα αισθήματα που έτρεφαν προς εμένα αλλά ο easy going τρόπος του Ανδρέα και η φυσική του ευγένεια ήταν κάτι που μιλούσε στη Χριστιάνα κάνοντάς την να νιώθει πιο άνετα, πιο απελευθερωμένα.

    Εννοώ… για παράδειγμα, ξέρω ότι δεν της αρέσει να μιλάει για την οικονομική της κατάσταση αλλά δεν είχα καταλάβει το λόγο μέχρι εκείνο το βράδυ μας είπε όλη την οικογενειακή της ιστορία. Πως ο πατέρας της έκανε στην Αμερική τεράστια περιουσία, και πώς γνώρισε εκεί την πρώτη του γυναίκα, η μητέρα της Χριστιάνας ήταν η δεύτερη. Ήταν θλιβερή ιστορία που χάραξε βαθιά τον πατέρα της και ήταν ο λόγος που ο τελευταίος τα παράτησε όλα και γύρισε Ελλάδα. Δεν ξέραμε ότι η Χριστιάνα και ο Θέμης είχαν ένα ετεροθαλή αδερφό που σκοτώθηκε μαζί με τη μητέρα του όταν ο πατέρας της Χριστιάνας κουρασμένος έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και ντεραπάρισε, λίγο έξω από τη Βαλτιμόρη και πως ο ίδιος βγήκε από το κώμα μετά από δύο εβδομάδες μαθαίνοντας πως μόνο εκείνος είχε επιζήσει. Πώς γύρισε Ελλάδα για να ηρεμίσει και να βρει τον εαυτό του και πως μια βραδιά γνώρισε την πιανίστρια που θα τον έβγαζε από την προσωπική του κόλαση.

    - «Τέλος πάντων, η ουσία είναι πως όσο και αν ακούγεται κλισέ, τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία» είπε η Χριστιάνα. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα μπορούσα να κάνω χαβαλέ λέγοντας «ωστόσο είναι προτιμότερο να μπορείς να πνίξεις τον πόνο σου σε μοχίτο στην Καραϊβική απ’ ότι σε ταβέρνα στα Καμίνια» αλλά η περίσταση δεν σήκωνε αστεία.

    Η ατμόσφαιρα είχε βαρύνει λίγο αλλά εκεί βοήθησε ο Ανδρέας αλλάζοντας με πολύ έντεχνο τρόπο την κουβέντα και λίγη ώρα αργότερα βρεθήκαμε να γελάμε και οι τρεις μας με κάποιες ιστορίες του πατέρα του από όταν ήταν φαντάρος. Που δεν ήταν φαντάρος, έφεδρος αξιωματικός ήταν, αλλά δεν αλλάζει κάτι. Σε κάθε περίπτωση όταν τελειώσαμε και την τρίτη μπύρα μας η ατμόσφαιρα είχε αλλάξει άρδην.

    - «Θέλετε να πάμε για πίτσα;» μας ρώτησε ο Ανδρέας.
    - «Αν πεινάτε, έχει μείνει ακόμα μακαρονάδα» είπε η Χριστιάνα.
    - «Δε θα έλεγα όχι» απάντησε ο Ανδρέας. «Φοίβη;»
    - «Δεν πεινάω ιδιαίτερα, αλλά συμφωνώ, γιατί όχι;»

    Κάπως έτσι δεκαπέντε λεπτά αργότερα βρεθήκαμε στο σπίτι της Χριστιάνας. Καθίσαμε και οι τρεις στην κουζίνα ενώ εκείνη ζέσταινε το φαγητό.

    - «Θέλετε να κόψω σαλάτα;» μας ρώτησε.
    - «Όχι μωρέ!» απάντησε ο Ανδρέας. «Φοίβη θες εσύ;»
    - «Ούτε κι εγώ θέλω. Σας είπα, δεν πεινάω ιδιαίτερα.»
    - «Μωρέ είναι λίγα τα μακαρόνια, γι’ αυτό λέω» επέμεινε η Χριστιάνα.
    - «Δεν πειράζει, όσα είναι» της απάντησε και για τους δυο μας ο Ανδρέας.

    Πράγματι δεν είχε μείνει και πολύ, δε νομίζω ότι ο Ανδρέας χόρτασε πραγματικά ωστόσο εκείνος επέμεινε ότι ήταν μια χαρά. Αυτή τη φορά αφήσαμε τα πιάτα στο νεροχύτη και γυρίσαμε στο σαλόνι όπου αφού βάλαμε το ραδιόφωνο να παίζει, καθίσαμε και οι τρεις στον καναπέ ενώ η Χριστιάνα άναψε ένα τσιγάρο. Η μουσική των Golden earing πλημμύρισε το σαλόνι.

    When she is lonely and the longing gets too much
    She sends a cable, coming in from above
    Don't need no phone at all

    We've got a thing that's called radar love
    We've got a wave in the air
    Radar love


    Όταν τέλειωσε το τσιγάρο της, καθίσαμε πάλι όμως το μεσημέρι, εγώ είχα γείρει πάνω στον Ανδρέα με τη Χριστιάνα να έχει γείρει πάνω μου.

    - «Κορίτσια συγχωρείστε με αλλά θα σκάσω!» είπε ο Ανδρέας και σηκώθηκε και πήγε στην τουαλέτα. Και εγώ και η Χριστιάνα είχαμε πάει στην τουαλέτα στο Αβγό αλλά ο κύριος μας έκανε το δύσκολο και ιδού, ήρθε η ώρα να ξεπληρώσει τις αμαρτίες του. Εγώ, από την άλλη, έσφιξα την Χριστιάνα πιο δυνατά πάνω μου.
    - «Πως είσαι μωρό μου;» τη ρώτησα.
    - «Νιώθω μια υπέροχη γλυκιά ζαλάδα!»
    - «Θέλεις να φύγουμε να σε αφήσουμε να κοιμηθείς, όταν επιστρέψει ο Ανδρέας;»
    - «Όχι!!!! Δε θέλω να φύγετε, μη φύγετε!»
    - «Καλά βρε!» της είπα. «Απλά είπα μήπως!»
    - «Να μη λες!» μου είπε και σφίχτηκε πάνω μου. Εκείνη τη στιγμή επέστρεψε και ο Ανδρέας. «Μη φύγετε!» του είπε.
    - «Ε;» ρώτησε χωρίς να καταλαβαίνει.
    - «Τη ρώτησα αν θέλει να την αφήσουμε μόνη της να κοιμηθεί και έχει σηκώσει τα λάβαρα της επανάστασης!» του εξήγησα.
    - «Βρε, πάλι ντίρλα έχεις γίνει;» την ρώτησε ο Ανδρέας.
    - «Όχι! Απλά… καλά δεν καθόμαστε; Τι σας έπιασε να φύγετε;»
    - «Μα δε μας έπιασε! Απλά σε ρώτησα… Ωχ, παραιτούμαι!» της απάντησα.
    - «Και μπράβο σου!» μου ανταπάντησε.
    - «Μα τω Θεώ δε σας ξαναφήσω να πιείτε» μας απείλησε ο Ανδρέας.
    - «Μα…» πήγα να διαμαρτυρηθώ.
    - «Μαμούνια!» μας απάντησε.
    - «Δε θα περάσει ο φασισμός!» απάντησε με πάθος η Χριστιάνα.
    - «Ό,τι λέει η συντρόφισσα» απάντησα κάνοντας τον Ανδρέα να βάλει τα γέλια.
    - «Άντε, σουφραζέτες, κάντε στην άκρη να κάτσω κι εγώ!» μας είπε και σε λίγο βρεθήκαμε πάλι σε τριπλή αγκαλιά.

    Ένιωθα υπέροχα μέσα στην αγκαλιά του Ανδρέα έχοντας ταυτόχρονα στη δική μου αγκαλιά την Χριστιάνα. Η αλήθεια είναι ότι ήμουν τρελά καυλωμένη και το ίδιο ήταν και ο Ανδρέας. Τους ήθελα και τους δύο αλλά πώς θα το ξεκινούσα; Και έπειτα, αν και ήμουν σίγουρη για τον Ανδρέα, για τη Χριστιάνα δεν ήμουν καθόλου και δεν ήθελα να τη φέρω σε δύσκολη θέση. Αν δεν βρέξεις κώλο ψάρι δεν τρως, είπα μέσα μου. Ανασηκώθηκα λίγο και φίλησα τον Ανδρέα ενώ ταυτόχρονα κατέβασα το ελεύθερο χέρι μου στο δεξί στήθος της Χριστιάνας και άρχισα να το μαλάζω απαλά στην αρχή. Η ρώγα της ήταν πετρωμένη και αυτό μου έδωσε θάρρος. Σταμάτησα το φιλί με τον Ανδρέα και γύρισα προς τη Χριστιάνα και κόλλησα τα χείλη μου στα δικά της. Η Χριστιάνα ανταπέδωσε αμέσως και χωρίς δισταγμό. Ο Ανδρέας σηκώθηκε διακριτικά και πήγε και κάθισε απέναντι στην πολυθρόνα.

    - «Ανδρέα;» τον ρώτησα, σταματώντας.
    - «Εδώ είμαι μωρό μου» μου είπε χαμογελώντας μου καθησυχαστικά.
    - «Γιατί έφυγες;»
    - «Για να νιώσει άνετα η Χριστιάνα» μου απάντησε χωρίς δισταγμό.
    - «Νιώθεις άβολα μωρό μου;» τη ρώτησα. «Συγνώμη, δεν το είχα καταλάβει!»
    - «Όχι, δε νιώθω άβολα! Είναι λίγο περίεργα αλλά… αλλά δε νιώθω άβολα!»
    - «Δεν πειράζει! Μου αρέσει να σας βλέπω… αν δεν σας πειράζει!» μας είπε.
    - «Εμένα καθόλου!» του απάντησα και γύρισα προς τη Χριστιάνα. «Μωρό μου αν…συγνώμη… νιώθω ότι κάπου έχασα τον έλεγχο. Δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση.»
    - «Δεν το έχεις κάνει» με διαβεβαίωσε. «Λογικό δεν είναι να νιώθω λίγο περίεργα; Εννοώ… ότι… ότι δεν το έχω ξανακάνει αυτό… εννοώ… καταλαβαίνεις τι εννοώ! Αλλά είναι απλά περίεργο, δεν είναι δυσάρεστο ή άβολο. Άλλωστε ξέρω… ξέρω πως ούτε εσύ ούτε ο Ανδρέας θα μου κάνατε κάτι… κάτι που δε θέλω. Το ξέρω. Θυμάσαι; Αυτό είναι η εμπιστοσύνη. Σε εμπιστεύομαι… σας εμπιστεύομαι και τους δύο» μου είπε και με τράβηξε πάνω της και με φίλησε.

    Αυτή τη φορά δεν υπήρχε επιστροφή. Αρχίσαμε να χαϊδεύουμε η μία την άλλη. Έβγαλα χωρίς δισταγμό μπλούζα και σουτιέν μένοντας γυμνή μπροστά της. Μπορεί να μου έλεγε ότι νιώθει άνετα αλλά το πραγματικό τεστ θα ήταν εδώ. Μπροστά μου είχε μείνει γυμνή, μπροστά στον Ανδρέα όχι. Όταν έκανα να τη γδύσω, το έκανε η ίδια χωρίς κανένα δισταγμό. Πέταξε μπλούζα και σουτιέν και έμεινε γυμνή από τη μέση και πάνω μπροστά στον Ανδρέα. Κατέβασα στα γρήγορα παντελόνι και κιλοτάκι και κάθισα στον καναπέ, γνέφοντας στη Χριστιάνα να με πλησιάσει. Την έβαλα και γονάτισε μπροστά μου και τράβηξα τη λεκάνη μου προς την άκρη του καναπέ. Η Χριστιάνα χωρίς να πει δεύτερη κουβέντα έσκυψε και άρχισε να με γλείφει και να με ρουφάει. Ο Ανδρέας κατέβασε το παντελόνι του και έβγαλε το όργανό του έξω και άρχισε να το παίζει αργά ενώ η Χριστιάνα με περιποιόταν με τη γλώσσα της. Τη σταμάτησα και τη σήκωσα. Αφού την έγδυσα τελείως, γονάτισα μπροστά της και άρχισα να τη γλείφω. Την άρπαξα από τους γλουτούς και την κόλλησα πάνω μου ενώ η γλώσσα μου πότε χάιδευε την κλειτορίδα της, πότε μπαινόβγαινε στο μουνάκι της. Ο Ανδρέας σηκώθηκε από την καρέκλα του και ήρθε και κάθισε από πίσω μου. Πέρασε τα χέρια του από μπροστά μου και άρχισε να μου μαλάζει τα στήθη ενώ εγώ έκανα στοματικό στη Χριστιάνα, πραγματοποιώντας μία από τις κοινές μας φαντασιώσεις.

    - «Πάμε μέσα;» ρώτησε με βραχνή φωνή η Χριστιάνα, εννοώντας το δωμάτιό της.
    - «Ναι, πάμε» απάντησα. Σηκώθηκα και σηκώθηκε και ο Ανδρέας και όλοι μαζί κινήσαμε για το δωμάτιό της. Αν και η Χριστιάνα είχε διπλό κρεββάτι ο Ανδρέας στην αρχή δεν ξάπλωσε μαζί μας, κάθισε σε μια καρέκλα και μας κοίταζε. Εμείς ξαπλώσαμε και αρχίσαμε να φιλιόμαστε και να χαϊδεύουμε η μία την άλλη σε όλο το σώμα. Πρώτα της έγλειψα εγώ το στήθος και μετά ανέβηκα και με έγλειψε εκείνη. Μετά ξάπλωσα και η Χριστιάνα κάθισε στα τέσσερα με τον κώλο της σε πλήρη θέα στον Ανδρέα και άρχισε να μου κάνει στοματικό. Ο Ανδρέας που μέχρι εκείνη τη στιγμή απλά τον έπαιζε, κόντεψε να πάθει αποπληξία με τον υπέροχο κώλο της Χριστιάνας σε πλήρη θέα. Νιώθοντας ότι δε θα αντέξει ούτε μερικά δευτερόλεπτα, σταμάτησε να τον παίζει και ανέβηκε και εκείνος στο κρεββάτι, και ήρθε και τον έβαλε στο στόμα μου, φτάνοντάς τον μέχρι σχεδόν το λαρύγγι, αλλά ούτε που το κατάλαβα καθώς εκείνη τη στιγμή ένιωσα τη γνώριμη φωτιά να απλώνεται που ήταν το σημάδι του επικείμενου οργασμού. Το όργανο του Ανδρέα με έπνιγε και ενστικτωδώς τον έβγαλα από το στόμα μου για να μην του πατήσω καμιά δαγκωνιά πάνω στη λύσσα μου και έχουμε άλλα. Το σώμα μου άρχισε να τραντάζεται σαν να το χτυπάει ρεύμα ενώ ο Ανδρέας με το όργανό του μου έριχνε σκαμπίλια στο πρόσωπο. «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ». Θεέ μου, τι ήταν αυτό; ΤΙ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟ;

    Όταν ηρέμισα, έβαλα τη Χριστιάνα να ξαπλώσει και όρμισα σχεδόν στο μουνάκι της. Εκεί έγινε κάτι που δεν περίμενα ούτε εγώ, ούτε ο Ανδρέας. Η Χριστιάνα γύρισε και τον φίλησε. Ο Ανδρέας ξαφνιάστηκε στην αρχή αλλά ανταπέδωσε. Σε αντίθεση με όσα πίστευα, εκείνη τη στιγμή δεν ένιωσα ζήλεια, ίσα-ίσα, η καύλα μου πολλαπλασιάστηκε. Η Χριστιάνα έβαλε το χέρι της πάνω στο κεφάλι μου και με κόλλησε πάνω της. Ένιωσα το κορμί της να τραντάζεται και το στόμα μου πλημμύρισε με τα υγρά της ενώ τα ξεφωνητά της πνιγόντουσαν από το φιλί που έδινε ακόμα στον Ανδρέα. Με το στόμα μου γεμάτο ανέβηκα προς τα πάνω και φίλησα τον Ανδρέα δίνοντάς του μια γεύση από τα υγρά της Χριστιάνας.

    - «Μμμμ… υπέροχη γεύση» είπε ο Ανδρέας.
    - «Μωρό μου, κάτσε ξαπλωτός» του είπα. Ο Ανδρέας έκατσε ξαπλωτός και άνοιξε την αγκαλιά του, στην οποία η Χριστιάνα χώθηκε δίχως ίχνος δισταγμού. Η τελευταία εικόνα μου πριν πάρω το όργανό του στο στόμα μου και κλείσω τα μάτια ήταν η Χριστιάνα να έχει ανασηκωθεί και να φιλάει τον Ανδρέα ενώ το χέρι του της χάιδευε και της μάλαζε απαλά το στήθος. Με μένα να δίνω τον καλύτερο εαυτό μου στο τσιμπούκι και τον ίδιο να χαμουρεύεται ταυτόχρονα με τη Χριστιάνα, δεν άντεξε ούτε λεπτό και το στόμα μου γέμισε από το σπέρμα του. Αυτή τη φορά ωστόσο τα κατάπια όλα, καθώς πριν μπορεί να ήμουν σίγουρη ότι ο Ανδρέας δε θα είχε καμία αντίρρηση να δοκιμάσει τα υγρά της Χριστιάνας, τώρα όμως δεν ήμουν καθόλου σίγουρη ότι η Χριστιάνα θα ήθελε να δοκιμάσει αυτά του Ανδρέα. Θα το έκανε αν τη φιλούσα αλλά δεν ήθελα να γίνει, όχι έτσι.

    Ανέβηκα στο κρεββάτι και ξάπλωσα στη μέση, έχοντας αριστερά μου τη Χριστιάνα και δεξιά μου τον Ανδρέα, Ανδρέα ο οποίος ακόμα πάλευε να βρει τις ανάσες του.

    - «Πώς ήταν;» τους ρώτησα.
    - «Πρέπει να έχω πεθάνει και να είμαι στον Παράδεισο, δεν εξηγείται αλλιώς!» απάντησε ο Ανδρέας κάνοντας εμένα και τη Χριστιάνα να βάλουμε τα γέλια.
    - «Φοίβη… Ανδρέα… ελπίζω… ελπίζω να μην σας πείραξε που… που…»
    - «Που με φίλησες; Να με πειράξει; Πας καλά παιδί μου; Ούτε σε χίλια χρόνια δεν το περίμενα… Πώς… πώς σου ήρθε;» τη ρώτησε ο Ανδρέας.
    - «Φοίβη;» με ρώτησε με αγωνία.
    - «Δε με πείραξε μωρό μου. Σε αντίθεση με όσα φανταζόμουν όχι απλά δεν ένιωσα ζήλεια… αλλά η… η καύλα μου πολλαπλασιάστηκε επί δέκα. Εννοώ… εγώ… εγώ είμαι ερωτευμένη και με τους δυο σας αλλά… ξέρω ότι… εννοώ…» είπα μασώντας τα λόγια μου. Μακάρι και να ήξερα και η ίδια τι εννοούσα.
    - «Δεν ξέρω πως μου ήρθε. Το μόνο που ξέρω είναι ότι ήταν όμορφο. Δεν… δεν ένιωσα αηδία όπως με… ξέρεις… Και… και όταν με χάιδεψε… το έκανε τόσο τρυφερά, τόσο όμορφα. Ένιωσα… ένιωσα άνετα, δεν ξέρω πως να το πω. Ήθελα… εννοώ…»
    - «Χριστιάνα, είχα πει κάτι στη Φοίβη και θα το πω και σε εσένα. Δεν είναι tit for tat και ελπίζω να μην το έκανες γι’ αυτό το λόγο.»
    - «Όχι… το ήθελα… το ήθελα και η ίδια. Εννοώ… η Φοίβη μας ήταν γονατισμένη και σου έκανε στοματικό… ήθελα να σου δώσω κι εγώ κάτι, αυτό στο βαθμό που μπορώ… όχι από αίσθηση ευγνωμοσύνης… αλλά επειδή το ένιωθα και η ίδια. Ένιωσα… ένιωσα απίστευτη ηδονή… ήθελα… ήθελα και η δική σου να είναι… Εγώ το ήθελα.»
    - «Κορίτσια, θέλω… θέλω κάτι αν… αν θέλετε κι εσείς!»
    - «Τι;» τον ρώτησα.
    - «Θέλω… θέλω να… να σας βάψω κάποια στιγμή τα νύχια των ποδιών!»
    - «Ορίστε;» τον ρώτησε η Χριστιάνα.
    - «Του αρέσει να μου βάφει τα νύχια και σε διαβεβαιώ ότι το κάνει καλύτερα απ’ όσο το κάνω εγώ!» της είπα. «Δε θα το μετανιώσεις, that I can promise!»
    - «Είσαι σίγουρος;» τον ρώτησε αβέβαιη.
    - «Μου αρέσουν τα όμορφα γυναικεία πόδια και δάχτυλα και οι δυο σας είστε το κάτι άλλο. Μου αρέσει να τα περιποιούμαι!»
    - «Ε, τότε μη σου χαλάσω το χατίρι» του είπε πειρακτικά.
    - «Όχι, να μη μου το χαλάσεις!»
    - «Παιδιά; Να σας ζητήσω κι εγώ μια χάρη;» μας ρώτησε η Χριστιάνα.
    - «Για πες» τη ρώτησα.
    - «Μη φύγετε απόψε.»
    - «Ανδρέα, τι λες;» τον ρώτησα.
    - «Δεν πάω σπίτι μου απόψε!» μου απάντησε. «Επίσης, ο ήλιος ο πράσινος, ο ήλιος που ανατέλλει μας οδηγεί!»
    - «Νιιιιιιιι» είπα χτυπώντας ενθουσιασμένη παλαμάκια. Ουφ, παρά τον απίστευτο δυνατό οργασμό που είχα, οι καύλες μου δεν είχαν πέσει. «Και τώρα θέλω κι εγώ μια χάρη» τους είπα.
    - «Τι χάρη;» ρώτησε η Χριστιάνα.
    - «Γύρνα την πλάτη σου προς εμένα» της είπα. Πέρασα το χέρι μου από κάτω της και την πήρα αγκαλιά κουτάλα. Ξεκίνησα να τη φιλάω στο σβέρκο ενώ με το ελεύθερο χέρι μου άρχισα να μαλάζω το στήθος της. «Ανδρέα… μωρό μου…» είπα και του τούρλωσα το κωλαράκι μου, το έπιασε αμέσως το υπονοούμενο. Ξάπλωσε στο πλάι από πίσω μου και άρχισε να τρίβει το όργανό του μέχρι που του έγινε κατάρτι. Σάλιωσε το δάχτυλό του και το έβαλε στο κωλαράκι μου. Ταυτόχρονα, κατέβασα το δικό μου ελεύθερο χέρι και το βύθισα στο μουνάκι της Χριστιάνας και ξεκίνησα να την παίζω. Όταν τα δάχτυλά μου υγράνθηκαν επαρκώς, σταμάτησα να παίζω το μουνάκι της και βύθισα το δάχτυλό μου στο κωλαράκι της, ακριβώς πάνω στο στιγμή που το όργανο του Ανδρέα άρχισε να βυθίζεται στο δικό μου. «Αααααααχ» φώναξα νιώθοντας ταυτόχρονα ηδονή και πόνο. Άρχισα να γαμάω το κωλαράκι της Χριστιάνας με το δάχτυλό μου, ενώ το άλλο μου χέρι, αυτό που ήταν κάτω από το σβέρκο της, το έφερα μπροστά στο στόμα της βάζοντας μέσα της τον μέσο, τον οποίο η Χριστιάνα πιπίλησε πρόθυμα. «ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ» φώναξα πάλι καθώς ο Ανδρέας γυρισμένος στο πλάι όργωνε το κωλαράκι μου. Η Χριστιάνα βογκούσε και εκείνη από ηδονή και ήταν εκείνη που πήρε την επόμενη πρωτοβουλία. Ο Ανδρέας είχε ακουμπήσει το χέρι του πάνω μου προσπαθώντας να στηριχτεί για να έχει δύναμη να καρφώνεται μέσα μου. Η Χριστιάνα πήρε το χέρι του και το έβαλε πάνω στο δεξί της στήθος, μη σταματώντας ούτε στιγμή να μου πιπιλάει το δάχτυλο του ενός χεριού ενώ το άλλο ήταν βαθιά μέσα στο κωλαράκι της. Ο Ανδρέας γράπωσε για τα καλά τη Χριστιάνα από το στήθος και έτσι άρχισε να με καρφώνει ακόμα πιο δυνατά κάνοντάς με να το χάσω τελείως. Το κωλαράκι μου είχε ανοίξει τελείως και ο Ανδρέας το γαμούσε χωρίς έλεος, σφίγγοντας και μαλάζοντας εναλλάξ τα στήθη της Χριστιάνας της οποίας ήμουν εγώ που της γαμούσα το κωλαράκι χωρίς έλεος. Παρά το γεγονός ότι ήταν πίσω μου και όχι μπροστά μου, ένιωσα και πάλι τη φωτιά να απλώνεται ξεκινώντας από τα λαγόνια μου και ο οργασμός μου ήρθε την ίδια στιγμή που ο Ανδρέας καρφώθηκε για τελευταία φορά μέσα μου και οι σπασμοί του βαθιά μέσα στο κωλαράκι μου πολλαπλασίασαν την ένταση του δικού μου σε βαθμό που δεν μπορούσα να φανταστώ ότι μπορούσα να νιώσω στο παρά φύσιν.

    Όταν τραβήχτηκε από μέσα μου, τους άφησα και πήγα στην τουαλέτα ώστε να μη λερωθεί το σεντόνι από το σπέρμα που θα έφευγε από το κωλαράκι μου, είχαμε μάθει από τις ατυχείς μας εμπειρίες. Γύρισα μετά από λίγο, Ανδρέας και Χριστιάνα ήταν ξαπλωμένοι ανάσκελα και οι δυο τους και προσπαθούσαν να βρουν τις ανάσες τους. Ήταν η σειρά του Ανδρέα να πάει μέσα να ξεπλυθεί. Γύρισε μετά από λίγο και ξάπλωσε και αυτός.

    - «Όλο εκπλήξεις είσαι σήμερα» είπε στη Χριστιάνα. «Όχι ότι παραπονιέμαι!»
    - «Ε τι να κάνω η έρμη; Η Φοίβη είχε απασχολημένα και τα δύο της χέρια και τα κορίτσια ήθελαν σφίξιμο.»
    - «Από αυτό άλλο τίποτα. Όποτε θέλουν τα κορίτσια σφίξιμο, εγώ θα είμαι πάντα εδώ!»
    - «Καημενούλη μου» του είπα κοροϊδευτικά. «Θυσία γίνεσαι!»
    - «Είμαι μια σύγχρονη Ιφιγένεια, τι να πω!»
    - «Να μην πεις τίποτα! Καλά περάσαμε εμείς οι δύο αλλά αφήσαμε το κορίτσι χωρίς οργασμό!»
    - «Δεν παραπονέθηκα!» είπε η Χριστιάνα.
    - «Δε σε ρωτήσαμε, μαδάμ!» της είπα και χαμήλωσα ανάμεσα στα πόδια της και άρχισα να της κάνω στοματικό.
    - «Χριστιάνα, μου επιτρέπεις;» τη ρώτησε ο Ανδρέας και όταν εκείνη του έγνεψε καταφατικά, χαμήλωσε πάνω από το στήθη της και άρχισε να πιπιλάει τη ρώγα της ενώ με το άλλο του χέρι της χάιδευε το στήθος. Εγώ ρίχτηκα με ακόμα περισσότερη όρεξη στο έργο μου και με τη βοήθεια του πρώτου μου μωρουλινίου, κάναμε το δεύτερο μου μωρουλίνι να τραντάζεται και να ξεφωνίζει σε χρόνο λιγότερο από πέντε λεπτά.
    - «Πιο δυνατά!» φώναξε η Χριστιάνα, μάλλον απευθυνόμενη στον Ανδρέα γιατί εγώ, τι να έκανα πιο δυνατά η δόλια; Και σιγά μην της χαλούσε το χατίρι η ψευτο-Ιφιγένεια του γλυκού νερού, γιατί σε λίγο οι φωνές και τα τραντάγματα πολλαπλασιάστηκαν κι άλλο. Δεν ξέρω αν έχετε ακούσει την έννοια “flash flood” αλλά εγώ ακριβώς έτσι ένιωσα, τα τραντάγματα τα ακολούθησε ο Νιαγάρας.
    - «Ένα έχω να πω» είπε ο Ανδρέας όταν ξαπλώσαμε και οι τρεις κάτω από το πάπλωμα. «Αυτό… ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα!»
    - «Θέλω τσιγάρο!» είπε η Χριστιάνα. «Θα έρθετε να μου κάνετε παρέα;»
    - «Εγώ δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου» απάντησε ο Ανδρέας.
    - «Πάμε μωρό μου, θα έρθω εγώ. Δυνατό φύλο σου λέει μετά, πφφφφ» είπα περιφρονητικά. Σηκωθήκαμε και οι δύο και πήγαμε στο σαλόνι τσίτσιδες. Εκεί διαπιστώσαμε ότι αυτό ήταν εξαιρετικά κακή ιδέα και γυρίσαμε στο δωμάτιο και πήραμε δύο μικρά κουβερτάκια και επιστρέψαμε τυλιγμένες και οι δύο στο σαλόνι.
    - «Αααχ» είπε η Χριστιάνα τραβώντας ηδονικά μια τζούρα. «Καλά το λένε, τα τρία καλύτερα πράγματα στον κόσμο είναι ένα ποτό πριν και ένα τσιγάρο μετά!»
    - «Στην περίπτωσή μας ήταν καρμπονάρα!» της υπενθύμισα.
    - «Potatoes – potatos» μου απάντησε.
    - «Ήταν πολύ όμορφα» της είπα.
    - «Ήταν» μου απάντησε χαμογελώντας πλατιά.
    - «Πώς σου φάνηκε;» τη ρώτησα.
    - «Όπως ακούστηκε» μου απάντησε βάζοντας τα γέλια.
    - «Ομολογώ ότι με εξέπληξες πάντως. Δεν περίμενα να αποζητήσεις ενεργή συμμετοχή του Ανδρέα»
    - «Κοίτα» μου απάντησε σοβαρά. «Δεν είναι το ίδιο όπως το δικό σου φιλί και άγγιγμα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήταν άσχημο. Και έπειτα… πώς θα μπορούσα να τον αφήσω έξω;»
    - «Χριστιάνα, θα θυμώσω τώρα. Δε θυμάσαι τι σου είπαμε και οι δύο;»
    - «Φοίβη, περιπλέκεις τα πράγματα χωρίς λόγο. Αν θέλεις κάτι κι εσύ το θέλω κι εγώ, πώς να στο δώσω να το καταλάβεις; Και μόνο το γεγονός ότι το θέλεις εσύ με κάνει να το θέλω κι εγώ, δεν ξέρω με πόσους διαφορετικούς τρόπους να στο πω.»
    - «Δηλαδή αν σου πω πήγαινε και πάρ’του πίπα, εσύ θα το κάνεις;»
    - «Ναι Φοίβη θα το κάνω.»
    - «Χριστιάνα, τι λες;»
    - «Αυτό που δεν θέλεις να καταλάβεις. Αν το θέλεις εσύ, το θέλω κι εγώ. Δεν θα το κάνω για τον Ανδρέα και ας μη μου είναι αδιάφορος, θα το κάνω για σένα.»
    - «Από μόνη σου, από τελείως μόνη σου, θα το έκανες;»
    - «Όχι, δε θα το έκανα. Ωστόσο Φοίβη μου, δεν είμαι μόνη μου. Δεν είμαι. Και μου άρεσε όταν τον φίλησα, και μου άρεσε όταν με έγλειφε και μου χάιδευε τα στήθη και μου άρεσε όταν μου τα έσφιγγε και τα δάγκωνε. Γιατί δεν είμαι μόνη μου. Γιατί ο Ανδρέας ως Ανδρέας είναι απλά φίλος αλλά ο Ανδρέας με τη Φοίβη όπως ήταν σήμερα… ήταν κάτι άλλο…Είναι κάτι άλλο. Δεν ξέρω πως να στο δώσω να το καταλάβεις. Εκτός… εκτός και αν σε πειράζει εσένα.»
    - «Όχι μωρό μου» τη διαβεβαίωσα. «Δεν είναι ζήλεια, δεν σου κάνω ζήλεια. Ξέρεις… μου το είχε πει και ο Ανδρέας και η ξερή μου η κεφάλα αδυνατούσε να το καταλάβει. Μου είχε πει… αν θέλω κάτι εγώ και περνάει από το χέρι του να μου το δώσει, θέλει να το αποκτήσω. Όχι… δε με πείραξε. Απλά… απλά φοβήθηκα… φοβάμαι μη σε κάνω να κάνεις κάτι παρά τη θέλησή σου.»
    - «Φοίβη, κοίτα με στα μάτια. Άκου προσεκτικά αυτό που θα σου πω. ΜΕ ΤΗ ΘΕΛΗΣΗ ΜΟΥ ΤΟ ΕΚΑΝΑ. Αν μου πεις «πήγαινε και πάρ’του πίπα» με τη θέλησή μου θα το κάνω. Αν κάτι περνάει από το χέρι μου να στο δώσω, θα στο δώσω. Γιατί το δέχεσαι αυτό από τον Ανδρέα και δεν το δέχεσαι από μένα;»
    - «Δεν ξέρω… Έχεις δίκιο… Με τρομάζει… με τρομάζει αυτό»
    - «Ένας λόγος παραπάνω να νιώθω ασφαλής.» μου απάντησε απλά.
    - «Ροντέο, είναι πραγματικό ροντέο»
    - «Carpe diem, quam minimum credula postero» που έλεγε και ο Οράτιος. «Εσύ το είπες το απόγευμα με διαφορετικά λόγια. Η ζωή είναι στο παρόν»
    - «Το είπα» παραδέχτηκα.
    - «Φοίβη, μετάνιωσες;» με ρώτησε.
    - «Καθόλου. Ο φόβος μου είναι μήπως το μετάνιωσες εσύ»
    - «Χαζό δεν είναι; Παραδεχτήκαμε ότι είμαστε ερωτευμένες η μία με την άλλη και ακόμα και τώρα το φοβόμαστε»
    - «Έχεις δίκιο μωρό μου. Έχεις δίκιο» της είπα και την έσφιξα στην αγκαλιά μου.
    - «Πω-πω, απανωτά εγκεφαλικά θα πάθει η Κατερίνα»
    - «Είναι λίγο ασυνήθιστη η κατάστασή μας είναι η αλήθεια αλλά είναι αυτό που είναι! Λοιπόν, πάμε να ξαπλάρουμε;»
    - «Ναι, πάμε» μου απάντησε και γυρίσαμε στο κρεββάτι. Ο Ανδρέας είχε κουκουλωθεί κάτω από το πάπλωμα. Το σήκωσε και ξαπλώσαμε και οι δύο γυμνές κάτω από τα σκεπάσματα.
    - «Καλώς τα μου» μας είπε. «Και τώρα ύπνο γιατί αύριο έχουμε και ΙΤΕ.» Ο Ανδρέας είχε ξαπλώσει στην μία άκρη, εγώ στη μέση και η Χριστιάνα στην άλλη άκρη. Έδωσα ένα φιλάκι και στους δύο και πήρα την Χριστιάνα αγκαλιά κουτάλα ενώ ο Ανδρέας πήρε με τη σειρά του εμένα με τον ίδιο τρόπο. «Καληνύχτα κοριτσάρες μου» μας είπε.
    - «Καληνύχτα!» του απαντήσαμε και οι δύο. Έσφιξα γερά πάνω μου τη Χριστιάνα και ο ύπνος ήρθε χωρίς να τον καταλάβω.

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  2. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 33ο
    (Ανδρέας)

    Τα κορίτσια κατά τα φαινόμενα είχαν ξυπνήσει πριν από εμένα καθώς όταν άνοιξα τα μάτια μου -και μου πήρε κάμποσο να θυμηθώ ποιος είμαι, που είμαι και γιατί υπάρχω- ήμουν μόνος μου και γυμνός κάτω από τα σκεπάσματα. Εκεί συνειδητοποίησα ότι αυτά που έζησα χθες το βράδυ δεν ήταν κάποιο πυρετικό παραλήρημα, ήταν η πραγματικότητα. Πραγματικότητα που δεν είχα τολμήσει να τη φανταστώ ούτε στα πιο υγρά μου όνειρα. Προσπάθησα να απομακρύνω τις χθεσινοβραδινές εικόνες από το μυαλό μου γιατί ο πούτσος μου είχε γίνει κάγκελο και όχι τίποτε άλλο, κατουριόμουν κιόλας. Αναστέναξα και σηκώθηκα από το κρεββάτι. Πάνω στην καρέκλα μου είχαν αφήσει διπλωμένα προσεκτικά τα ρούχα μου. Ντύθηκα και με τον πρόεδρο να μην λέει να σταματήσει τις σούζες πήγα μέσα.

    - «Κορίτσια;» φώναξα.
    - «Στο σαλόνι είμαστε» απάντησε η Φοίβη ωστόσο πριν πάω στο σαλόνι, είχα να κάνω μια επίσκεψη από το μέρος. Έκλεισα τα μάτια μου και πήρα βαθιές ανάσες καθώς αυτό δεν ήταν απλές πρωινές κατουρόκαυλες, ήταν μια κατηγορία μόνο του. Μου πήρε κανένα δεκάλεπτο να καταφέρω να κατουρήσω αλλά τα κατάφερα. Κοίταξα το ρολόι μου, έλεγε 12:30. Καλά κρασιά, να δω πότε θα πηγαίναμε στο ΙΤΕ. Έπλυνα τα χέρια μου και γύρισα στο σαλόνι.
    - «Καλώς το μου» μου είπε η Φοίβη. «Σου έχω φτιάξει καφεδάκι, μωρό μου» μου είπε και μου έδειξε το τραπεζάκι.
    - «Καλημέρα!» μου είπε χαμογελαστή η Χριστιάνα. Ήταν και οι δύο ντυμένες με φόρμα, προφανώς η Χριστιάνα είχε δώσει κάποια δεύτερη στη Φοίβη και ναι μεν η Χριστιάνα ήταν πιο ψηλή αλλά αυτοί οι 6 πόντοι δεν ήταν σοβαρή διαφορά ώστε τα ρούχα να φαίνονται παράταιρα πάνω στη Φοίβη μου.
    - «Καλημέρα» απάντησα κι εγώ και κάθισα κι εγώ στον καναπέ, στο χώρο που μου έκαναν. «Έχετε ξυπνήσει ώρα;»
    - «Γύρω στις 11:00, φτιάξαμε καφεδάκι και πρωινό. Σε παρακαλώ να πας να φας το τοστ σου και να πιείς την πορτοκαλάδα σου. Το τοστ είναι στο τραπέζι και το ποτήρι με την πορτοκαλάδα το έχουμε βάλει στο ψυγείο» μου είπε η Φοίβη.
    - «Ναι μαμά, πάω!» της είπα πειρακτικά, αλλά η αλήθεια είναι ότι πεινούσα. Μου είχαν φτιάξει όχι ένα αλλά δύο τοστ, με τυρί, γαλοπούλα, ντομάτα και αυγό και σως. Έβγαλα την πορτοκαλάδα από το ψυγείο και μέχρι να φάω και την τελευταία μπουκιά από το τοστ, είχα πιεί και την υπόλοιπη πορτοκαλάδα. Αφού έπλυνα πιάτο και ποτήρι γύρισα στο σαλόνι και κάθισα στον καναπέ.
    - «Σου άρεσαν τα τοστ;» με ρώτησε η Χριστιάνα.
    - «Ναι, πολύ!» απάντησα. «Είχαμε πάρει σως χθες; Δεν το είχα προσέξει!»
    - «Όχι» απάντησε η Χριστιάνα. «Την έφτιαξα εγώ το πρωί, δική μου συνταγή! Σου άρεσε;»
    - «Πολύ! Και έδενε υπέροχα και με την τομάτα και με το αυγό!»
    - «Η Φοίβη ήθελε να φάμε καλό πρωινό, ποια είμαι εγώ να της πάω κόντρα;» της είπε χαμογελώντας της.
    - «Μωρέ θα σας βάλω και τους δύο σε τάξη!» μας ψευτοαπείλησε.
    - «Εντωμεταξύ να δω τι ώρα θα πάμε στο ΙΤΕ» τους είπα.
    - «Αυτό λέγαμε πριν» μου είπε η Φοίβη. «Θα πάμε το μεσημεράκι και θα κάτσουμε μέχρι το απόγευμα και μετά θα γυρίσουμε σπίτι μου να σας φτιάξω το κοκκινιστό. Πάμε Ευτύχη αύριο αν είναι που θα έχουν επιστρέψει Μαρία και Νίκος!»
    - «Sold!» τους απάντησα. «Να περάσουμε μόνο πρώτα από το σπίτι σου να πάρουμε τον υπολογιστή! Και να κάνουμε και ένα ντουζ» τους είπα.
    - «Εμείς κάναμε» είπε χαμογελώντας σκανταλιάρικα η Φοίβη.
    - «Μεταξύ άλλων» συμπλήρωσε τελείως ξεψαρωμένη η Χριστιάνα και χαχάνισαν και οι δυο τους. Κοίτα να δεις!
    - «Δε μου λέτε, θέλετε να με πεθάνετε;» τις ρώτησα!
    - «Τα τοστ, τους καφέδες και τις πορτοκαλάδες εννοούσαμε έκφυλε, που πήγε το πορνοδιαστροφικό μυαλό σου;» με μάλωσε η Φοίβη.
    - «Μεταξύ άλλων» είπε πάλι η Χριστιάνα και αυτή τη φορά δεν ήταν απλά χαχανητό, κόντεψαν να πνιγούν στο γέλιο και οι δυο τους.
    - «Πάω να ντυθώ» είπε η Φοίβη και σηκώθηκε αφήνοντάς με μόνο με τη Χριστιάνα.
    - «Πολύ χαίρομαι που το διασκεδάζετε» της είπα.
    - «Έπρεπε να δεις το πρόσωπό σου!» μου είπε.
    - «Χριστιάνα» της είπα σοβαρός παίρνοντάς της τα χέρια στα χέρια μου. «Το εννοώ αυτό που είπα. Μπορεί να το είπα πειρακτικά αλλά το εννοώ. Θέλω… θέλω να το καταλάβεις.»
    - «Σε πιστεύω» μου είπε με μάτια που έλαμπαν.
    - «Άντε, πήγαινε να αλλάξεις κι εσύ σουσουράδα» της είπα. Μου χαμογέλασε και σηκώθηκε. Μετά σα να σκέφτηκε κάτι και γύρισε προς τα εμένα. «Σ’ ευχαριστώ» μου είπε και έσκυψε και με πήρε αγκαλιά. «Σ’ ευχαριστώ!»
    - «Δεν έχεις λόγο να με ευχαριστείς» της είπα χαϊδεύοντάς την τρυφερά στο πρόσωπο. Τη φίλησα απαλά στο μέτωπο. «Άντε, πήγαινε να ντυθείς!»
    - «Πάω! Πετάω!» μου είπε και έφυγε σχεδόν χοροπηδώντας. Εγώ συνέχισα τον καφέ μου ενώ από μέσα άκουγα τσιρίδες ενθουσιασμού συνοδευόμενες από χαχανητά. Χαμογέλασα στη σκέψη ότι δεν είχα ιδέα τι είδους σχέση ήταν αυτή που άρχισε να αναπτύσσεται μεταξύ μας αλλά για πρώτη φορά στη ζωή μου δεν έδινα δεκάρα για την ονοματολογία. Ήταν αυτή που ήταν. Γύρισαν και οι δύο μετά από κανένα πεντάλεπτο, η Φοίβη φορούσε τα ίδια που είχε βάλει χθες, ενώ η Χριστιάνα φορούσε ένα απλό τζιν με ένα απλό μακρυμάνικο μπλουζάκι και από κάτω σνίκερς. Δεν φύγαμε αμέσως, τελειώσαμε τους καφέδες μας ενώ η Χριστιάνα άναψε κι ένα τσιγάρο. Όταν τελειώσαμε η Χριστιάνα μάζεψε τα ποτήρια και το τασάκι και πήγε στην κουζίνα.
    - «Το είπα στη Χριστιάνα, θα το πω και σε σένα» είπα στη Φοίβη. «Χαίρομαι που το διασκεδάζετε και δεν το λέω ούτε ειρωνικά, ούτε πειρακτικά.»
    - «Το ξέρω μωρό μου» μου απάντησε η Φοίβη. «Το ξέρω!»
    - «Το ξέρω πως το ξέρεις αλλά θέλω να με ακούσεις να στο λέω κιόλας!»
    - «Ανδρέα, δε χρειάζεται να μου πεις τίποτα. Το ξέρω… το ξέρω από την αγωνία που είχες χθες όταν με ρώτησες πως πήγε η… η εξομολόγηση που κάναμε η μία στην άλλη. Το ξέρω από την ανακούφιση που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό σου όταν σου είπα πως όλα ήταν εντάξει. Δεν χρειάζεται να μου πεις τίποτα περισσότερο, αγαπούλα μου, μου μίλησε το ίδιο σου το σώμα με τρόπο χίλιες φορές πιο εύγλωττο.»
    - «Η Χριστιάνα;» τη ρώτησα.
    - «Και η Χριστιάνα το ξέρει. Της το έδειξες χθες.»
    - «Κι όμως, μου φαίνεται σα να υπάρχει κάτι που σε προβληματίζει.»
    - «Όχι μωρό μου. Απλά… απλά προσπαθώ να συνηθίσω την ιδέα. Θυμάσαι τι μου είχες πει; Ό,τι θέλεις και περνάει από το χέρι μου θέλω να στο δώσω. Με είχε τρομάξει λίγο στην αρχή και με είχε τρομάξει πως να διαχειριστώ τέτοιο πράγμα, τέτοιο δόσιμο. Και η Χριστιάνα… και η Χριστιάνα το ίδιο μου είπε. Και δεν είναι ένας, είστε δύο. Με τρομάζει… σα να έχω κάποια μαγική δύναμη πάνω σας και… δεν ξέρω πως να στο πω, κάπως με τρομάζει»
    - «Φοίβη, το γεγονός ότι αυτό σε τρομάζει θα έπρεπε να σε καθησυχάζει ταυτόχρονα.»
    - «Huh… την ίδια ακριβώς παρατήρηση έκανε και η Χριστιάνα.»
    - «Είδες; Δε στο λέω μόνο εγώ. Αυτό σε έτρωγε;»
    - «Ναι μωρό μου.»
    - «Να μη σε τρώει!»
    - «Δε θέλω να κάνετε κάτι χωρίς τη θέλησή σας επειδή το θέλω!»
    - «Φοίβη, αν κάνω κάτι επειδή το θέλεις θα το κάνω με τη θέλησή μου. Αν… αν δω ότι δεν θέλω, δεν μπορώ να το κάνω, δε θα το κάνω!»
    - «Το ξέρω Ανδρέα, το ξέρω γιατί σε ξέρω. Όμως… όμως τώρα αρχίζω και μαθαίνω σε βάθος τη Χριστιάνα και παρά το γεγονός ότι μου είπε ακριβώς το ίδιο, δε νιώθω την ίδια σιγουριά»
    - «Θα τη νιώσεις με τον καιρό, Φοίβη μου. Baby steps!»
    - «Σ’ αγαπάω!»
    - «Κι εγώ μωρό μου». Εκείνη την ώρα επέστρεψε και η Χριστιάνα από την κουζίνα.
    - «Έτοιμη κι εγώ!» μας δήλωσε.
    - «Ωραία, σηκωθείτε τσούπρες» τους είπα και κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο. Δύο λεπτά αργότερα ήμασταν μπροστά από το σπίτι της Φοίβης με τον Σίμπα να μην ξέρει σε ποιον να πρωτοκάνει χαρές. Πήρε αγκαλιά την Χριστιάνα και εκείνη τον έσφιξε πάνω της και του μιλούσε γλυκά ενώ ο Σίμπα την έγλειφε τρισευτυχισμένος σε όλο της το πρόσωπο. Κινήσαμε προς το σπίτι της Φοίβης. Στο μπαλκόνι είχε βγει η κυρά-Ματούλα.
    - «Καλά που ήρθες, σε λίγο φέρνουν τη βιβλιοθήκη» της είπε χωρίς να σχολιάσει άλλο την απουσία της εκείνο το βράδυ. «Τώρα με πήραν τηλέφωνο ότι ξεκινάνε, και ότι θα κατέβαινα για να δέσω τον Σίμπα»
    - «Δεν χρειάζεται κυρά-Ματούλα, θα τον δέσω εγώ!» είπε η Φοίβη.
    - «Έχω μια καλύτερη ιδέα» τους είπα. «Χριστιάνα, έχεις όρεξη να πάμε ποδαράτο μέχρι το κυλικείο για να πάρουμε καφέδες για να έχουμε μαζί μας; Θα πάρουμε μαζί και το Σίμπα, να κάνει και αυτός τη βόλτα του.»
    - «Ναι!!!!» είπε χειροκροτώντας η Φοίβη! «Να πάτε, να πάτε!»
    - «Θα τον κρατάς εσύ, έτσι;» με ρώτησε η Χριστιάνα.
    - «Ναι εγώ θα τον κρατάω! Εσύ θα κρατάς τους καφέδες στο γυρισμό!»
    - «Εντάξει!» είπε χαμογελαστή.
    - «Σίμπα, έλα εδώ!» του είπα και του έδειξα την αλυσίδα. «Βόλτα;»
    - «Τι αλυσίδα είναι αυτή;» ρώτησε η Χριστιάνα. «Άγκυρα θα ρίξουμε;»
    - «Ξέρεις, ακριβώς το ίδιο ρώτησα κι εγώ χθες όταν την είδα!» της απάντησα. Ο Σίμπα ήρθε χαρούμενος και του έβαλα την αλυσίδα στο κολάρο.

    Αυτή τη φορά δε χρειάστηκε να χτυπήσω στο παράθυρο καθώς είχε έρθει μαζί και η Χριστιάνα. Ωστόσο αν δε χτύπησα εγώ, το έκανε για λογαριασμό μου ο Σίμπα που σκαρφάλωσε και αυτός και έβαλε την κεφάλα του για να δει τι γίνεται στο κυλικείο, κατορθώνοντας όπως και χθες να βγάλει σχεδόν όλο τον κόσμο έξω για να ασχοληθεί μαζί του. Τα χάδια και τα κεράσματα πήγαν σύννεφο κάνοντας το Σίμπα να ξετρελαθεί από τη χαρά του. Με χίλια ζόρια και κατόπιν έντονων διαμαρτυριών τόσο από αυτόν, όσο και των θαμώνων του κυλικείου που τον έκαναν χάζι, πήραμε το δρόμο της επιστροφής μισή ώρα αργότερα.

    - «Απίθανος είναι» μου είπε η Χριστιάνα.
    - «Είναι ο κερατάς!» συμφώνησα.

    Αν και ο Σίμπα δεν ήταν επιθετικός, τα σκυλιά και τα γατιά που συναντούσαμε αλλάζανε δρόμο βάζοντας τα πόδια στην πλάτη όταν τον βλέπαν και -μεταξύ μας- δεν τα αδικούσα, ήταν πραγματικά θεόρατος. Αποφασίσαμε να γυρίσουμε από την άλλη μεριά, κάνοντας βόλτα πίσω από τα άσπρα κτήρια ώστε ο Σίμπα να περπατήσει λίγο παραπάνω. Κάναμε τη βόλτα μας χωρίς να βιαζόμαστε και όταν επιστρέψαμε πίσω, βρήκαμε την βιβλιοθήκη τοποθετημένη και τη Φοίβη να χαμογελάει σα χαζή. Η κυρά Ματούλα δεν είχε κάνει τσιγκουνιές, η βιβλιοθήκη ήταν μεγάλη και μοντέρνα.

    - «Καλορίζικη!» της είπα ενώ η Φοίβη είχε αρχίσει ήδη να τη γεμίζει βιβλία.
    - «Δεν είναι υπέροχη; Κοίτα, έχει και φωτισμό!» μου είπε
    - «Το γραφείο πότε θα το έχει έτοιμο;»
    - «Την άλλη εβδομάδα. Το φτιάχνει αυτός που έφτιαξε και τη βιβλιοθήκη, τώρα πήρε τα μέτρα ώστε να χωράνε όλα όπως πρέπει.»
    - «Ωραία, ωραία. Λοιπόν κορίτσια, καθίστε να πάω να κάνω ένα ντουζάκι και να αλλάξω και φεύγουμε!» τους είπα.

    Έκανα ένα γρήγορο καυτό ντουζ και αφού σκουπίστηκα προσεκτικά και τυλιγμένος σαν πιροσκί με το μπουρνούζι πήγα γρήγορα στο δωμάτιο της Φοίβης και άλλαξα. Ντύθηκα κι εγώ με τζιν και φούτερ και όταν τελείωσα βγήκα και τις είδα να κάνουν διάσκεψη για το τι επιπλέον μπιχλιμπίδια θα έπρεπε να βάλουν στη βιβλιοθήκη, καθώς δε θα γέμιζε μόνο με βιβλία. Μιλούσαν χαμογελαστές και αναψοκοκκινισμένες και οι δύο από τη χαρά τους και δεν μπορούσα να μην τις κάνω χάζι, οπότε αντί να τις διακόψω, κάθισα στο τραπέζι απλά παρατηρώντας τες. Δεν παρακολουθούσα τι έλεγαν, πάντως σε κάποια φάση η Φοίβη πάτησε μια ευτυχισμένη τσιρίδα και αφού χτύπησε παλαμάκια πήρε αγκαλιά τη Χριστιάνα και τη φίλησε πεταχτά.

    - «Ανδρέα!!! Ανδρέα!!!» μου φώναξε.
    - «Εδώ είμαι!» της είπα.
    - «Η Χριστιάνα είχε μια υπέροχη ιδέα!»
    - «Για πες!»
    - «Στον τοίχο δίπλα από τη βιβλιοθήκη, εκεί που από κάτω θα είναι το γραφείο, να βάλω ένα κάδρο που θα έχει ακόμα πιο μικρά καδράκια και να τα γεμίσω με φωτογραφίες από την αγέλη μας! Και θα μου δώσει και φωτογραφία του Τσάρλι!!!! Και δίπλα να κρεμάσω ακόμα ένα τέτοιο κάδρο με φωτογραφίες απ’ όλη την παρέα!!!!»
    - «Καλά, μην κατουρηθείς κιόλας!» της είπα πειρακτικά.
    - «Καλά που μου το θύμισες!» είπε και έφυγε τρέχοντας προς την τουαλέτα, κάνοντας και εμένα και τη Χριστιάνα να βάλουμε τα γέλια, η Φοίβη ήταν μια ζωγραφιά! Όταν επέστρεψε στο σαλόνι τη ρώτησα αν ήθελε να πάρουμε μαζί τον υπολογιστή στο ΙΤΕ.
    - «Ναι μωρέ, να έχω κι εγώ κάτι να ασχοληθώ!» μας είπε. «Έχω να κάνω και την τελική εργασία στην Pascal, τηλεφωνικό κατάλογο με τα menu του και τα όλα του!»
    - «Ωραία, θα πάρω εγώ το monitor που είναι και το πιο βαρύ και πάρτε οι άλλες δύο τα υπόλοιπα» τους είπα. Ζαλώθηκα το κουτί με το monitor, που δεν ήταν και το πιο βολικό πράγμα και κίνησα προς το αυτοκίνητο. Η Χριστιάνα πήρε τα κουτιά με το πληκτρολόγιο και τα ηχεία και τα προγράμματα ενώ η Φοίβη πήρε το κουτί του υπολογιστή. Τα φορτώσαμε προσεκτικά στο πορτμπαγκάζ και ξεκινήσαμε.
    - «Δε θα πάμε ΙΤΕ;» με ρώτησε η Φοίβη όταν έστριψα στη Ναθένα.
    - «Θα πάμε αλλά μιας και θα έχουμε CD-Player, αμαρτία είναι να είμαστε στα μουγκά!»
    - «Νιιιιι» είπε χτυπώντας παλαμάκια. «Μουσική!!!!!»

    Λίγη ώρα αργότερα σταμάτησα μπροστά από το σπίτι μου και κατέβηκα και γύρισα φορτωμένος με κάμποσα CD. Τα έδωσα στη Φοίβη να τα κρατάει και ξεκινήσαμε. Ούτε στην Κνωσσού ούτε στην Εθνική είχε ιδιαίτερη κίνηση, μας πήρε γύρω στα 20 λεπτά για να φτάσουμε στο ΙΤΕ. Ζαλωθήκαμε τα πράγματα και πηγαίνοντας σιγά-σιγά καταφέραμε και φτάσαμε στο εργαστήριο. Αφού χαιρετηθήκαμε και για το τυπικό πήραμε την άδεια να στήσουμε τον υπολογιστή της Φοίβης σε ένα άδειο γραφείο, τη βοηθήσαμε να ξεπακετάρει και μετά εγώ γύρισα στο workstation μου. Έβγαλα από την τσάντα μου τα χαρτιά με τα αδρά σχεδιαγράμματα που είχα κάνει σχετικά με τις βελτιστοποιήσεις που είχα στου νου και ξεκίνησα να γράφω κώδικα. Σήκωσα το κεφάλι μου από εκεί δύο ώρες αργότερα. Φοίβη και Χριστιάνα καθόντουσαν δίπλα-δίπλα και η Φοίβη κάτι εξηγούσε στη Χριστιάνα που κουνούσε κάθε τόσο καταφατικά το κεφάλι της.

    Αποφάσισα ότι είχε έρθει ώρα για διάλειμμα και πήγα και κάθισα κι εγώ δίπλα στα κορίτσια. Η Φοίβη έδειχνε τα windows 3.1 στην Χριστιάνα ανοίγοντας παράθυρα αριστερά και δεξιά. Ο υπολογιστής της ήταν τέρας, δεν καταλάβαινε τίποτα.

    - «Φοίβη, σύνδεσες το CD player?» τη ρώτησα κάποια στιγμή.
    - «Ναι, το έχω συνδέσει και έχουμε δύο τρόπους να παίξουμε μουσική, μπορώ να συνδέσω τα ηχεία και στην κάρτα ήχου αλλά και στην έξοδο του CD.»
    - «Έχει κάποιο πρόγραμμα; Μπορείς να διαλέξεις τι θα παίξεις;»
    - «Αμέ, το συνοδευτικό CD έχει και πρόγραμμα για να παίξει μουσική.»
    - «Ωραία ωραια!» είπα και πήγα μέσα και γύρισα με ένα CD. Πάτησα το κουμπί του CD player και το πορτάκι άνοιξε. Τοποθέτησα το CD και πάτησα πάλι το eject και το τράβηξε μέσα. Η Φοίβη άνοιξε το πρόγραμμα και επέλεξε το πρώτο track και πάτησε play. Η μουσική του Hendrix πλημμύρισε το χώρο.

    “There must be some kind of way outta here!”
    Said the joker to the thief.
    “There's too much confusion,
    I can't get no relief.
    Businessmen they drink my wine,
    Plowmen dig my earth,
    None will level on the line,
    Nobody offered his word.”


    - «Αυτά είναι! » είπα ευχαριστημένος. «Με γεια σου καρδούλα μου!»
    - «Ευχαριστώ μωρουλίνι μου. Ουφ αρκετά χαζέψαμε, έχω να ξεκινήσω και την Pascal» μας είπε.
    - «Κι εγώ είμαι στη μέση» είπε η Χριστιάνα. «Υπολόγιζα ότι θα μου πάρει δυο μέρες αλλά αν συνεχίσουμε έτσι μέχρι το τέλος θα έχω τελειώσει το πρώτο μέρος. Ο Νικήτας το βράδυ θα μου έχει έτοιμο και το δεύτερο μέρος, το οποίο είναι αρκετά πιο πολύπλοκο, οπότε αντί για οργανική θα κοιτάξω να τελειώσω το πρώτο σήμερα. Εσύ πώς πας;»
    - «Τσακώνομαι με τον debugger» απάντησα ξερά. «Λοιπόν, επιστρέφω κι εγώ στο κλουβί μου!»

    Ούτε πως κατάλαβα πως πέρασε η ώρα. Μία φορά ακόμα η Φοίβη ήρθε και μου έφερε ένα τρίτο καφέ και σχεδόν δε σήκωσα κεφάλι. Κάποια στιγμή ήρθε και με σήκωσε με το ζόρι.

    - «Σήκω, έχει πάει 19:30. Δεν πεινάς;»
    - «Τώρα που το λες… αλλά δώσε μου πέντε λεπτάκια ακόμα!»
    - «Αυτό μου είπες και στις 19:00, και έξι πεντάλεπτα αργότερα ζητάς και έβδομο. Η αίτησή σας απορρίπτεται, τους ζυγούς λύσατε!» μου είπε.
    - «Αυτό λέγεται καταπίεση!» της είπα.
    - «Καλά σου κάνω! Κλείσε τον υπολογιστή, τώρα!» μου είπε.
    - «Εντάξει εντάξει!» είπα υποχωρώντας. «Ορίστε, έσωσα το αρχείο και έκανα log-out!» Σηκώθηκα από το γραφείο και βγήκα έξω. «Πού είναι Νικήτας;»
    - «Έχει φύγει εδώ και ένα δίωρο!»
    - «Χριστιάνα τελείωσες;»
    - «Ένα έχω να σου πω, εδώ και μια ώρα διαβάζω οργανική-ΙΙ, δε σε σώζει τίποτα!»
    - «Άργησα λίγο, ε;» ρώτησα αθώα για να πάρω απάντηση κάτι σε ΜΧΡΜΦΧΦΓΚΡΡ και από τις δυο. Φρονίμως ποιών το βούλωσα και δεν είπα τίποτα. Κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο και είκοσι λεπτά αργότερα ήμασταν στο σπίτι της Φοίβης.
    - «Ανδρέα, μπορείς να με πας σπίτι μου να κάνω ένα γρήγορο ντουζάκι;» με ρώτησε η Χριστιάνα. «Δε χρειάζεται να με περιμένεις, θα κατέβω με το μηχανάκι»
    - «Και το ρωτάς;» της είπα.
    - «Εγώ κατεβαίνω, πάω να ξεκινήσω την προετοιμασία του φαγητού!» είπε η Φοίβη και κατέβηκε από το αυτοκίνητο. «Χριστιάνα, ντύσου απλά και άνετα» τη διέταξε με ύφος drill sergeant.
    - «Δηλαδή;» τη ρώτησε η Χριστιάνα.
    - «Βάλε καμιά φόρμα να είσαι άνετα, δεν είναι επίσημο δείπνο!» της δήλωσε.
    - «Μάλιστα» της απάντησε και βγήκε έξω και κάθισε στο μπροστινό κάθισμα και με το που δέθηκε ξεκινήσαμε. Σε πέντε λεπτά ήμουν και πάλι πίσω. Με το Σίμπα κατά πόδας μπήκα στο σπίτι της Φοίβης.
    - «Θες καμιά βοήθεια μωρό μου;» τη ρώτησα.
    - «Όχι μωρουλίνι μου, κάνε μου απλά παρεούλα!» Πρώτα πήγα και την αγκάλιασα όπως ήταν πάνω από τις κατσαρόλες και της έδωσα ένα φιλάκι στο σβέρκο και μετά κάθισα στο τραπέζι.
    - «Για πες, πώς σου φάνηκε ο καινούργιος υπολογιστής;»
    - «Αχ, είναι τέλειος» μου απάντησε. «Όταν έκανα το πρώτο compile με το που πάτησα το enter με έβγαλε πάλι στο command prompt, νόμιζα ότι είχε error αλλά αυτό είχε κάνει compile αστραπιαία! Που το μισό λεπτό που περίμενα στα χρέπια της Γ. Και έχω και τα windows και το office. Και έχει και πασιέντζα!»
    - «Μπράβο μωρό μου. Ουφ, έπηξα σήμερα»
    - «Ναι μωρέ Ανδρέα, δεν σήκωσες κεφάλι. Δεν κάνει καλό να κάθεσαι τόση ώρα χωρίς ούτε ένα διάλειμμα!»
    - «Έχεις δίκιο μωρό μου, απλά απορροφήθηκα τελείως. Πάντως νομίζω ότι είμαι σε καλό δρόμο, μου πετάει κάποια σκόρπια errors και κάποιες φορές χάνει το συγχρονισμό αλλά θα το λύσω, που θα πάει. Υπάρχει πάντως μεγάλη βελτίωση στην ταχύτητα και παίρνει και άλλο!»
    - «Μπράβο μωρό μου» μου απάντησε. Συνεχίσαμε την περί ανέμων και υδάτων κουβέντα για κανένα δεκάλεπτο ακόμα και τότε ήρθε η Χριστιάνα.
    - «Με τα πόδια ήρθες;» την ρώτησα.
    - «Όχι, με το μηχανάκι! Αφού σας είπα!»
    - «Και που είναι το μηχανάκι;» τη ρώτησα.
    - «Έξω, που θες να είναι;»
    - «Πήγαινε φέρ’το μέσα παιδάκι μου» τη μάλωσα.
    - «Κι ο Σίμπα;»
    - «Ο Σίμπα και ορθάνοιχτη να του αφήσεις την πόρτα δεν βγαίνει έξω. Allez!»
    - «Ουφ καλά» απάντησε και ένα λεπτό αργότερα γύρισε με το μηχανάκι. Ο Σίμπα πήγε και το μύρισε και του έριξε και ένα κατούρημα στη ρόδα. «Βρε σίχαμα, τι είναι αυτά που κάνεις;» τον ψευτομάλλωσε η Χριστιάνα και εκείνος της κούνησε ευτυχισμένος την ουρά του. Μετά ξάπλωσε δίπλα από το μηχανάκι και ρίχνοντας ένα βαρύ αναστεναγμό, έκλεισε τα μάτια και το έριξε στον ύπνο.

    Μιας και το φαγητό ήταν στις κατσαρόλες του ήδη και γινόταν και δε χρειαζόταν άλλη επιτήρηση, η Φοίβη μας δήλωσε ότι θα πάει να κάνει ένα γρήγορο ντουζάκι. Πράγματι μπήκε στο μπάνιο και ούτε δέκα λεπτά αργότερα βγήκε τυλιγμένη με το μπουρνούζι της και πήγε στο δωμάτιό της. Μ’ αρέσει που ξαφνικά μας είχαν πιάσει οι ντροπές μας ενώ χθες είχαμε βγάλει τα μάτια μας με όλους τους τρόπους και είχαμε κοιμηθεί και οι τρεις γυμνοί στο ίδιο κρεββάτι. Η Φοίβη γύρισε μετά από λίγο φορώντας φόρμα αλλά από πάνω την είχε ξεκούμπωτη και από μέσα φορούσε ένα αρκετά προκλητικό φανελάκι και χωρίς σουτιέν αν κρίνω από τις πετρωμένες ρώγες της οι οποίες διαγράφονταν ξεκάθαρα, το κορίτσι είχε ορέξεις! Η Χριστιάνα την είδε πάντως και ξεροκατάπιε και εγώ αποφάσισα να τις αφήσω λίγο μόνες.

    - «Λοιπόν, πάω να κάνω κι εγώ ένα ντουζάκι και να αλλάξω τους είπα». Μπήκα στο μπάνιο με σκοπό να κάνω ένα γρήγορο ντουζ αλλά ήταν τόσο υπέροχη η αίσθηση του καυτού νερού πάνω μου, που κάθισα πάνω από δέκα λεπτά και έλουσα και τα μαλλιά μου ενώ στην αρχή σκόπευα απλά να κάνω ένα χέρι μόνο το σώμα μου. Για να μη χρειάζεται να τρέχω κι εγώ μέσα με τα μπουρνούζια είχα πάρει τη φόρμα που θα φορούσα μαζί μου και έτσι όταν στέγνωσα τελείως, ντύθηκα και βγήκα έξω. Τα κορίτσια ήταν ακόμα στο τραπέζι και χαχανίζανε, ίσως να είχα παρεξηγήσει τις προθέσεις της Φοίβης ή ίσως είχε κρίνει ότι δεν ήταν ακόμα η ώρα και δεν υπήρχε από κανέναν αμφιβολία για το ποιος ήταν ο ηγέτης της αυτής της ιδιότυπης τριάδας. «Έχασα τίποτα;» τις ρώτησα.
    - «Μπα, χαζομάρες λέγαμε» απάντησε η Φοίβη. Χωρίς να απαντήσω πήγα από πίσω της και άρχισα να την τρίβω απαλά στο σβέρκο και στους ώμους.
    - «Ααααχ, μωρό μου… ααααχ» είπε η Φοίβη με φανερή απόλαυση ενώ εγώ συνέχισα να την τρίβω και στην πλάτη και στα χέρια για κανένα δεκάλεπτο ακόμα.
    - «Χριστιάνα, θες να σου κάνω κι εσένα ένα μασαζάκι;» την ρώτησα.
    - «Αμέ!» μου απάντησε χωρίς δισταγμό, η αλήθεια είναι ότι δεν το περίμενα. Πραγματικά είχε αρχίσει να νιώθει περισσότερη οικειότητα μαζί μου. Πήγα από πίσω της και άρχισα να την τρίβω και εκείνη απαλά και την ένιωσα να λιώνει κάτω από τα χέρια μου.
    - «Σ’ αρέσει;» τη ρώτησα. Αντί απάντησης άρχισε να κάνει σα γάτα που χουρχουρίζει κάνοντάς μας να βάλουμε τα γέλια. Την περιποιήθηκα και εκείνη κανένα δεκάλεπτο τρίβοντάς την καλά-καλά σε ώμους, σβέρκο, χέρια και πλάτη. Σταμάτησα και γύρισα προς τη Φοίβη.
    - «Μωρό μου, πόση ώρα θέλει ακόμα το φαγητό;»
    - «Καμιά ώρα ακόμα το κρέας και μετά κανένα 20λεπτο τα μακαρόνια, πείνασες;»
    - «Όχι, ήθελα να δω αν έχω ώρα!»
    - «Για ποιο πράγμα;» με ρώτησε.
    - «Foot massage!» της είπα και η Φοίβη χτύπησε παλαμάκια ενθουσιασμένη.
    - «Νιιιιιι! Foot massage!» είπε.
    - «Λοιπόν, πηγαίνετε και καθίστε και οι δύο στον καναπέ» τους είπα. Μέχρι να το κάνουν πήγα στο αποθηκάκι που ήταν πίσω από το υπνοδωμάτιο και έφερα τις δύο λεκάνες, βέβαια η μία ήταν μεγάλη αλλά τι να κάνω; Όπως και να έχει πήγα στο μπάνιο και τις γέμισα και τις δύο με ζεστό νερό. Πήγα στον καναπέ και πήρα στα χέρια μου πρώτα τα πόδια της Φοίβης. Της έβγαλα τα σνίκερς και τις κάλτσες που φορούσε και σήκωσα τη φόρμα της μέχρι το γόνατο. Έτριψα απαλά για λίγη ώρα τα πόδια της και μετά την έβαλα να κάτσει βουτώντας τα πόδια της μέσα στη λεκάνη. Γύρισα προς την Χριστιάνα και έκανα ακριβώς το ίδιο, πρώτα της έλυσα το παπούτσι και της έβγαλα αργά -σχεδόν ερωτικά- τις κάλτσες και αφού την έτριψα και εκείνη για λίγο και της σήκωσα τη φόρμα μέχρι τα γόνατα την έβαλα να κάτσει και εκείνη με τα πόδια μέσα.

    Γύρισα στο μπάνιο και πήρα το απαλό σφουγγάρι, το αφρόλουτρο και τον τρίφτη ποδιών. Πρώτα άνοιξα το φως της εξώπορτας και μετά έκλεισα τα φώτα στο σαλόνι οπότε σε συνδυασμό με τις κουρτίνες να μη φαινόμαστε απ’ έξω. Επειδή ήταν αρκετά σκοτεινά, πήγα και άναψα το φωτισμό της βιβλιοθήκης και ρύθμισα το ροοστάτη ώστε να είναι απαλός. Έπειτα γύρισα μπροστά από τον καναπέ στον οποίον κάθονταν τα κορίτσια και, αφού έβαλα ένα μαξιλάρι στο πάτωμα, κάθισα οκλαδόν μπροστά από τη Φοίβη. Βούτηξα το σφουγγάρι στο νερό για να βραχεί καλά και του έριξα λίγο αφρόλουτρο. Μετά πήρα το αριστερό της πόδι στα χέρια μου και άρχισα να το τρίβω απαλά με το σφουγγάρι, στη φτέρνα, στην πατούσα, ανάμεσα στα δάχτυλα και μετά στην καμάρα, χωρίς να αφήσω εκατοστό απεριποίητο. Της ακούμπησα το πόδι πάλι στη λεκάνη και μετά έπιασα το δεξί της πόδι και επανέλαβα τη διαδικασία. Η όλη διαδικασία με είχε καυλώσει απίστευτα και με έκανε να νιώθω μια γλυκιά υπερένταση.

    Όταν πήρα το δεξί πόδι της Χριστιάνας και άρχισα να το τρίβω απαλά η τελευταία δεν κατόρθωσε να κρύψει ένα ηδονικό αναστεναγμό. Αυτό κάπως τρίγκαρε τη Φοίβη που γύρισε προς τη Χριστιάνα και άρχισε να τη φιλάει παθιασμένα ενώ το χέρι της άρχισε απαλά να μαλάζει πάνω από τη φόρμα τα στήθη της δεύτερης που είχε κυριολεκτικά αρχίσει να λιώνει. Χωρίς δισταγμό η Φοίβη κατέβασε το φερμουάρ της φόρμας της Χριστιάνας και σηκώνοντάς το σουτιέν της τελευταίας προς τα πάνω τα χούφτωσε καλά-καλά και πάλι, πριν σκύψει και αρχίσει να της πιπιλάει τις ρώγες. Μιας και δεν είχα αρχίσει ακόμα το σαπούνισμα του ποδιού της Χριστιάνας, το έφερα στο στόμα μου και άρχισα να πιπιλάω απαλά τα δάχτυλά της, ενώ το χέρι μου ακόμα της έτριβε την πατούσα. Πήρα όσο χωρούσε μέσα μου το πόδι της στο στόμα μου και άρχισα να το δαγκώνω απαλά και να το ρουφάω ενώ η Φοίβη ρουφούσε και δάγκωνε τις ρώγες του δεξιού στήθους της Χριστιάνας ενώ το με το άλλο χέρι της μάλαζε με δύναμη το αριστερό. Άφησα το δεξί πόδι της Χριστιάνας και επανέλαβα με το αριστερό. Είχα καυλώσει τέρμα, τον ένιωθα να κοντεύει να σπάσει.

    Πήρα την πετσέτα που είχα φέρει μαζί μου και στέγνωσα καλά-καλά τα πόδια, πρώτα της Χριστιάνας και μετά της Φοίβης. Εκείνες όπως ήταν βυθισμένες στο ερωτικό τους παιχνίδι, σχεδόν δεν το πήραν χαμπάρι. Ήταν και οι δύο γυμνές από πάνω και φιλιόντουσαν και χούφτωναν η μία την άλλη με πάθος. Όταν τους πρότεινα να πάμε να συνεχίσουμε μέσα, ακολούθησαν χωρίς δισταγμό. Η Φοίβη στο δωμάτιό της έχει δύο ημίδιπλα κρεββάτια, στο ένα κοιμόμασταν και το άλλο δεν το χρησιμοποιούσαμε ποτέ, εκτός από τις φορές που πετάγαμε πάνω του τα ρούχα μας πριν ορμίσουμε ο ένας στον άλλον. Άφησα τα κορίτσια να πάνε στο κρεββάτι που κοιμόμαστε και κάθισα στο απέναντι κρεββάτι να χαζέψω το θέαμα. Πρέπει να με είχαν ευλογήσει όλες οι θεότητες όλων των θρησκειών του κόσμου, δεν μπορούσε να εξηγηθεί αλλιώς αυτό που ζούσα. Άρχισα να τον παίζω ενώ τα κορίτσια έκαναν 69, με τη Χριστιάνα ξαπλωμένη από κάτω και τη Φοίβη από πάνω. Τον έπαιζα πολύ αργά γιατί αν αύξανα ταχύτητα και στο παραμικρό δε νομίζω ότι θα μπορούσα να συγκρατηθώ ούτε μερικά δευτερόλεπτα, πόσο μάλλον ακούγοντας τους πνιχτούς ήχους και το αγκομαχητό των κοριτσιών καθώς πρόσφεραν ηδονή η μία στην άλλη.

    Παρά το γεγονός ότι θα ήθελα να μπω κι εγώ στο μουνάκι ή το κωλαράκι της Φοίβης -και μην λέω ψέματα, και της Χριστιάνας παρόλο που ήξερα ότι γι’ αυτό δεν υπήρχε καμία περίπτωση- τις άφησα να περιποιηθούν η μία την άλλη χωρίς να τις διακόψω. Εκείνες σταμάτησαν το 69 και η Φοίβη κάθισε πάνω στη Χριστιάνα και άρχισαν να τρίβονται δυνατά με τη Φοίβη να έχει γείρει το κεφάλι της πίσω και τη Χριστιάνα να της χουφτώνει και τα δύο στήθη με δύναμη.

    - «Πιο δυνατά!» διέταξε η Φοίβη. «Πιο δυνατά!» και η Χριστιάνα υπάκουσε και έσφιξε ακόμα περισσότερο τα στήθη της πρώτης ενώ ταυτόχρονα τσιμπούσε τις ρώγες της με τον αντίχειρα και το δείκτη. «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΧ κι άλλο… κι άλλο!!!» είπε πνιχτά η Φοίβη.
    - «ΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜ» έκανε με τη σειρά της και η Χριστιάνα, είχαν αρχίσει και οι δυο τους να ανεβάζουν ένταση και δεν ήμασταν για τέτοια. Σταμάτησα να τον κάνω λάστιχο και έβαλα στα γρήγορα την πρώτη κασέτα που βρήκα στο συρτάρι του κομοδίνου και πάτησα play. Ομολογώ ότι η μουσική δεν ταίριαζε με την περίσταση αλλά στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι. Αν η Χριστιάνα δεν ήξερε τα -ομολογουμένως περίεργα για την ηλικία της- μουσικά γούστα της Φοίβης θα το μάθαινε σήμερα.

    Κάτω στης μαργαρίτας τ’ αλωνάκι
    Στήσαν χορό τρελό τα μελισσόπουλα
    Ιδρώνει ο ήλιος τρέμει, τρέμει, τρέμει το νερό
    Στάχια ψηλά λυγίζουνε στο μελαμψό ουρανό.

    Πέρα μέσα στα χρυσά νταριά
    κοιμούνται αγοροκόριτσα
    Ο ύπνος τους μυρίζει πυρκαγιά
    Στα δόντια τους ο ήλιος σπαρταράει


    Σε κάθε περίπτωση ο σκοπός επετεύχθη, η φωνή της Κοχ κάλυψε τις κραυγές τους. Και μεταξύ μας ένιωθα βαθιά μέσα μου ότι η δεύτερη στροφή, γεμάτη ωμό, πρωτόγονο ερωτισμό, ταίριαζε σε αυτό που βιώναμε τον τελευταίο καιρό. Πέσανε και οι δύο ξέπνοες στο κρεββάτι οπότε κι εγώ πάτησα στοπ.

    - «Συγνώμη για την παράταιρη μουσική υπόκρουση αλλά είχατε αρχίσει να ακούγεστε» τους είπα απολογητικά.
    - «Μα κι εσύ Κοχ βρήκες να βάλεις βρε Ανδρέα;» με ρώτησε η Φοίβη.
    - «Πήρα την πρώτη κασέτα που βρήκα στην τύχη, τι να κάνω;»
    - «Ήταν λίγο άκυρη η μουσική» είπε η Χριστιάνα. «Μη με παρεξηγείς, δεν ήταν άσχημη, απλά δεν ταίριαζε» είπε απολογητικά στη Φοίβη.
    - «Κορίτσια, σας άρεσε το foot massage?» τις ρώτησα.
    - «Εσύ τι λες» μου απάντησε η Φοίβη ενώ η Χριστιάνα χαχάνισε. Αν είχα καμία αμφιβολία για το κατά πόσο ένιωθε άνετα η τελευταία στην παρουσία μου, πλέον εξαφανίστηκε. Ούσα τελείως γυμνή –έστω και κάτω από τον απαλό φωτισμό- δεν έκανε καμία κίνηση να κρύψει τη γύμνια της. «Ανδρέα, πήγαινε σε παρακαλώ να ανάψεις το θερμοσίφωνα μωρό μου, δε νομίζω ότι το νερό θα φτάσει» μου ζήτησε.
    - «Πάω καρδούλα μου» της είπα και πετάχτηκα μέσα και άνοιξα το θερμοσίφωνα. Γύρισα πίσω και η Φοίβη μου έκανε νόημα να πάω κι εγώ στο κρεββάτι τους και να κάτσω στη μέση. Ένιωσα πολύ άβολα -είναι η αλήθεια- καθώς μην έχοντας εκτονωθεί ο πρόεδρος είχε υψωθεί σαν κατάρτι αλλά κατάφερα να το παίξω άνετος. Κάθισα στη μέση και τα δύο κορίτσια χώθηκαν στην αγκαλιά μου και όταν έγινε αυτό ένας Θεός μόνο ξέρει πως δεν έχυσα αυτεπάγγελτα.
    - «Χάιδεψέ με» είπε η Χριστιάνα.
    - «Ο… ορίστε;» ρώτησα απορημένος.
    - «Χάιδεψέ με» μου είπε ξανά και τότε η Φοίβη κατέβηκε προς τα κάτω και με πήρε στο στόμα της. Μου ανταπέδιδαν με κάποιο τρόπο το δωράκι που τους είχα κάνει και όσο και αν έλεγα ότι δεν είναι “tit-for-tat” δεν έφερα καμία αντίρρηση, άλλωστε δεν τους το ζήτησα εγώ, εκείνες μόνες τους αποφάσισαν να μου το προσφέρουν.

    Χούφτωσα απαλά το στήθος της Χριστιάνας και άρχισα να το μαλάζω προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω τη γλώσσα του σώματός της. Αν έδειχνε την παραμικρή δυσφορία θα το έκοβα επί τόπου, όσο και αν με καύλωνε αυτό που κάναμε, υπήρχαν κάποια όρια που δεν ήμουν διατεθειμένος να τα περάσω, όχι τουλάχιστον αν ήθελα να μπορώ να κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη χωρίς να θέλω να τον φτύσω. Θα μου πεις όταν έπαιρνα από πίσω τη Φοίβη -και κάποιες φορές το έκανα αρκετά… χμμμ… όχι ακριβώς βίαια… έντονα ας πούμε, δεν την πονούσα; Δεν της προκαλούσα δυσφορία; Βέβαια πάντα τη ρωτούσα και πάντα μου έλεγε να συνεχίσω αλλά στην αρχή τουλάχιστον υπήρχε δυσφορία. Η διαφορά ήταν ότι με τη Χριστιάνα δεν νομίζω ότι η δυσφορία θα μετατρεπόταν σε ευχαρίστηση. Οποιαδήποτε σκέψη κόπηκε μαχαίρι καθώς η Χριστιάνα με φίλησε στο στόμα βάζοντας γλώσσα. Δεν ξέρω αν το έκανε για μένα ή για τη Φοίβη, πάντως δεν έδειξε δυσφορία οπότε σταμάτησα να το σκέφτομαι και αφέθηκαν να το απολαύσω. Από τη στιγμή που σταμάτησα να ανησυχώ για τη Χριστιάνα, με τα χέρια μου να χουφτώνουν και να μαλάζουν τα στήθη της ενώ η γλώσσες μας χάιδευαν η μία την άλλη και με τη Φοίβη να μου προσφέρει περιποίηση με το στόμα της, δε μου πήρε ούτε μερικά λεπτά για να φτάσω το σημείο της μη επιστροφής. Κοκκαλώνοντας ολόκληρος και σφίγγοντας το στήθος της Χριστιάνας άδειασα με ηδονικούς σπασμούς μέσα στο στόμα της Φοίβης μου η οποία με το στόμα της με στράγγιζε ρουφώντας, καταπίνοντας και πιπιλώντας ενώ με τα χέρια της μου μάλαζε τα μπαλάκια κάνοντάς με να δω το Θεό. Όταν τέλειωσε και αφού κατάπιε για τελευταία φορά, ανέβηκε και χώθηκε στην αγκαλιά μου ενώ το ίδιο έκανε και η Χριστιάνα από την άλλη μεριά.

    - «Δε σε ρωτάω αν σου άρεσε, παραλίγο να με πνίξεις!» μου είπε η Φοίβη χαμογελώντας.
    - «Σας ευχαριστώ» είπα και στις δύο.
    - «Φιλάς πολύ όμορφα!» μου είπε η Χριστιάνα.
    - «Χμμμ…» μουρμούρισε η Φοίβη.
    - «Αλλά όχι σαν τη Φοίβη!» βιάστηκε να συμπληρώσει κάνοντας εμένα αυτή τη φορά να χαχανίσω.
    - «Χριστιάνα με τα κίτρινα ποιον αγαπάς καλύτερα, ποιον αγαπάς καλύτερα τη Φοίβη σου ή το γείτονα!» άρχισα να τραγουδάω κάνοντάς και τις δύο να γελάσουν.
    - «Δε φοράω κίτρινα!» μας δήλωσε και σηκώθηκε πάνω από το στέρνο μου και φίλησε τη Φοίβη που ανταπέδωσε κάνοντας τον πρόεδρο να πεταχτεί πάλι σούζα.
    - «Ψιτ, παραγνωριστήκαμε!» είπε η Φοίβη απευθυνόμενη προς το όργανό μου.
    - «Χριστιάνα, να σε ρωτήσω κάτι;» της είπα.
    - “Shoot” μου απάντησε μονολεκτικά.
    - «Τι νιώθεις όταν σε φιλάω; Τι νιώθεις όταν σε χαϊδεύω;»
    - «Αν με ρωτάς αν αισθάνομαι άσχημα, η απάντηση είναι όχι. Δεν αισθάνομαι άσχημα.»
    - «Μα… εσύ… εννοώ ότι σου αρέσουν μόνο οι γυναίκες… πώς… Εννοώ ρε παιδί μου, εγώ δε θα αισθανόμουν καλά να φιλούσα ή να με χούφτωνε ένας άνδρας.»
    - «Δεν ξέρω πως να το περιγράψω… ή μάλλον ξέρω. Η Φοίβη δρα ως καταλύτης.»
    - “Now, this is an interesting analogy” είπα εντυπωσιασμένος. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έτσι αλλά η αναλογία που έκανε η Χριστιάνα ήταν TO THE POINT. Όπως οι καταλύτες βοηθάνε με την παρουσία τους να γίνουν χημικές αντιδράσεις μεταξύ ενώσεων που δε θα αντιδρούσαν ποτέ μεταξύ τους, έτσι και η παρουσία της Φοίβης δρούσε ακριβώς με τον ίδιο αναλογικά τρόπο, ως ερωτικός καταλύτης.
    - «Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έτσι!» ομολόγησε και η Φοίβη από τη μεριά της. «Εξαιρετική αναλογία!»
    - «Με την εξαίρεση ότι ο εν λόγω καταλύτης αντιδρά άψογα και με τις δύο ενώσεις, ενώ συνήθως οι καταλύτες κάνουν τις πάπιες!» είπα.
    - «Όχι παίζουμε! Περιμένατε κάτι λιγότερο από μένα;» μας ρώτησε.
    - «Να μας ταΐσεις!» της είπα πειρακτικά.
    - «Είναι και αυτό… άντε, σηκωθείτε, πάμε μέσα!» είπε και όσον αφορά εμένα μπορεί να είχα ακόμα ορεξούλες αλλά είχα λυσσάξει και στην πείνα. Πιθανότατα και τα κορίτσια το ίδιο. Με τις ερωτικές μας περιπτύξεις κόντευε να περάσει η ώρα, το κρέας ήταν σχεδόν έτοιμο. Στο μεταξύ η Φοίβη έφτιαξε και τη μακαρονάδα και είκοσι λεπτά αργότερα -που μου φάνηκαν αιώνας, να τα λέμε αυτά- το φαγητό ήταν έτοιμο. Εδώ που τα λέμε δεν ήμουν ο μόνος που είχε λυσσάξει, αν κρίνω με τι όρεξη έφαγαν το φαγητό και οι δυο τους και όχι μόνο αυτό: Με συνόδεψαν και στο δεύτερο πιάτο, για την ακρίβεια εγώ έφαγα ακόμα μία μερίδα, έστω και μικρότερη, ενώ τα κορίτσια μοιράστηκαν και αυτά μια μερίδα μεταξύ τους. Βάλε και το ένα μπουκάλι μπύρα που ήπιαμε ο καθένας μας, δεν ήταν παράλογο που στο τέλος ξαπλώσαμε πίσω στις καρέκλες σα χορτασμένοι βόες. Η Χριστιάνα έκανε να σηκωθεί να πάει στο παράθυρο να ανάψει ένα τσιγάρο αλλά τη σταμάτησε η Φοίβη.

    - «Άνοιξε το παράθυρο λίγο και έλα κάτσε εδώ, μην στέκεσαι όρθια!»
    - «Σίγουρα, δε σας ενοχλεί;» ρώτησε η Χριστιάνα.
    - «Τι να σε κάνουμε που σε αγαπάμε;» της είπε η Φοίβη. «Έλα, μη στέκεσαι μόνη στην άκρη σαν τον ψωριάρη!»
    - «Ουφ, σας ευχαριστώ» είπε η Χριστιάνα, ωστόσο κάθισε στην άλλη άκρη του τραπεζιού, σχετικά μακριά μας ώστε να μη μας ενοχλεί με τον καπνό. Άναψε το τσιγάρο της και τράβηξε ηδονικά μια τζούρα. «Πρέπει να το κόψω κάποια στιγμή το ρημάδι, αλλά είναι απόλαυση!» μας δήλωσε.
    - «Αλήθεια, από πότε καπνίζεις;» τη ρώτησα.
    - «Από τα 16 μου» μας απάντησε.
    - «Η Κατερίνα στο κόλλησε;» τη ρώτησα ξανά.
    - «Όχι, η Κατερίνα το ξεκίνησε αργότερα, στο πανεπιστήμιο και πριν ρωτήσεις, όχι δεν την κόλλησα εγώ!»
    - «Και πώς το ξεκίνησες;»
    - «Κάπνιζε ο Άλκης… ξέρεις… ο… ο…Τέλος πάντων, in retrospect η νευρικότητα και το πόσο χάλια ένιωθα όταν… ξέρετε… θα έπρεπε να με είχαν κάνει να βάλω τα πόδια στην πλάτη αλλά ήθελα να αποδείξω στον εαυτό μου ότι είμαι φυσιολογική.»
    - «Είσαι φυσιολογική, τι είναι αυτά που λες ρε Χριστιάνα;» της είπα φουντωμένος. Η Φοίβη δε μιλούσε.
    - «Δε μου ήταν εύκολο…Τέλος πάντων, στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα. Πάντως ακόμα και με τον Άλκη δεν ήταν όλα χάλια… εννοώ… μπορεί οι πράξεις καθαυτές να μη μου άρεσαν αλλά μου άρεσε που το ευχαριστιόταν.»
    - «Και αυτό ήταν αρκετό;» τη ρώτησα με φανερή απορία.
    - «Όχι, δεν ήταν αρκετό αλλά το έκανε ανεχτό, σε ένα βαθμό τουλάχιστον.»
    - «Εντάξει… αυτό το καταλαβαίνω κάπου… εννοώ καμιά φορά η Φοίβη στη λύσσα της με νυχιάζει αρκετά βαθιά και παρόλο που πονάει μ’ αρέσει γιατί το ευχαριστιέται το κορίτσι μου. Φαντάζομαι με τον ίδιο τρόπο που της αρέσει όταν της ρίχνω εγώ σφαλιάρες στα πισινά.»
    - «Δεν είναι ακριβώς το ίδιο» παρατήρησε η Φοίβη. «Εννοώ ότι οι σφαλιάρες στα πισινά μ’ αρέσουν έτσι κι αλλιώς και απλά ταιριάζουμε στο ότι σου αρέσει κι εσένα να τις ρίχνεις.»
    - «Εσύ γιατί κοκκίνησες;» ρώτησα την Χριστιάνα.
    - «Γιατί και εκείνης της αρέσει να τις τρώει στα πισινά!» απάντησε για λογαριασμό της η Φοίβη κάνοντάς τη Χριστιάνα να γίνει ακόμα πιο κόκκινη.
    - «Σε λάθος μέρος κοκκίνησες» την πείραξα και κέρδισα το γέλιο και των δυο τους.
    - «Ουφ, ποιος βγαίνει έξω τώρα» είπε με απόγνωση η Χριστιάνα.
    - «Γιατί δεν κάθεσαι εδώ βρε χαζούλα;» τη ρώτησε η Φοίβη.
    - «Ε όχι… δε θέλω να σας φορτωθώ!» μας είπε.
    - «Δε μου λες; Θέλεις να με νευριάσεις τώρα;» απάντησε η Φοίβη. «Δηλαδή εμείς χθες σου φορτωθήκαμε;»
    - «Όχι… όχι βέβαια!» απάντησε δαγκωμένη η Χριστιάνα.
    - «Τότε μη σε ξανακούσω να το πεις αυτό το πράγμα» επέμεινε η Φοίβη αυστηρά.
    - «Μάλιστα… συγνώμη!»
    - «Έτσι μπράβο.»
    - «Είσαι χαζούλα» είπα εγώ πιο τρυφερά στη Χριστιάνα.
    - «Είμαι» απάντησε εκείνη φανερά στεναχωρημένη.
    - «Έλα, λήξη!» είπε ξανά η Φοίβη και σηκώθηκε και πήγε στη Χριστιάνα και τη χάιδεψε απαλά. Η Χριστιάνα τρίφτηκε πάνω της σα γατάκι.
    - «Τσούπρες; Έχετε όρεξη να βγάλουμε μια βόλτα τον Σίμπα, να περπατήσουμε και λίγο για να ξεφουσκώσουμε;»
    - «Αμέ!» απάντησαν και οι δυο τους. Αφήσαμε τα πιάτα στο νεροχύτη για να τα πλύνουμε αργότερα και βγήκαμε έξω όπου ο Σίμπα εκτελούσε χρέη χαλιού. Για πότε πετάχτηκε ο μούργος πάνω όταν του είπαμε τη λέξη «βόλτα» δεν λέγεται.

    Με εμένα να κρατάω το Σίμπα και τα κορίτσια αριστερά μου βγήκαμε στο δρόμο και ανηφορήσαμε προς το πανεπιστήμιο. Περπατήσαμε σιγά-σιγά, φτάσαμε στα άσπρα κτήρια και μετά πήραμε το δρόμο από πίσω και φτάσαμε μέχρι τη γειτονιά μου και μετά επιστρέψαμε από την πίσω πλευρά, πάλι στα άσπρα κτήρια. Εκεί ο Σίμπα έκανε τη γνωριμία και με τη Μπέλα, μια κοπροσκυλίτσα που είχε υιοθετήσει το πανεπιστήμιο, η οποία παρά το γεγονός ότι ήταν δεν ήταν το ένα τρίτο του Σίμπα και σε αντίθεση με τα υπόλοιπα σκυλιά που βλέπαμε στο δρόμο, δεν έκοψε ρόδα μυρωμένα. Ο Σίμπα κόντεψε να χεστεί από τη χαρά του όταν η Μπέλα τον άφησε να τη μυρίσει χωρίς να το βάλει στα πόδια. Δε μας έκανε καρδιά να γυρίσουμε πίσω έχοντας Σίμπα και Μπέλα να κάνουν χαρούλες ο ένας στην άλλη και έτσι κάναμε ακόμα ένα γύρο όλου του πανεπιστημίου, μέχρι που η λαίδη αποφάσισε πως αρκετό PR έκανε για μια μέρα και αφού τη χάιδεψαν τα κορίτσια έφυγε προς το κυλικείο. Ο Σίμπα έκανε να με τραβήξει δυνατά και του πάτησα ένα γερό γκάζι και με κατεβασμένα αφτιά και κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία μας ακολούθησε στην επιστροφή χωρίς να χρειαστεί να τον τραβάω.

    Πρέπει να είχαμε περπατήσει πάνω από μία ώρα όταν επιστρέψαμε σπίτι. Η Φοίβη έβαλε στην αγέλη να φάει και για πρώτη φορά είδα το Σίμπα να πέφτει σε βαθιά περισυλλογή και να μην ορμάει με τη μία στο φαγητό. Πότε πρόλαβε και ερωτεύτηκε ο κόπρος; Βέβαια πέντε λεπτά αργότερα αποφάσισε ότι αρκετά οι έρωτες για σήμερα και ρίχτηκε στην κατσαρόλα με τις κροκέτες σα να μην υπήρχε αύριο. Στο μεταξύ εγώ και η Χριστιάνα πλύναμε και σκουπίσαμε τα πιάτα και όταν τελειώσαμε καθίσαμε πάλι στο τραπέζι.

    - «Είστε για μια αγωνία;» τις ρώτησα.
    - «Έχω μια καλύτερη ιδέα!» είπε η Φοίβη. «Πάμε να κάνουμε ένα ντουζάκι και οι τρεις μαζί!» είπε κάνοντας και εμένα και τη Χριστιάνα να ξεροκαταπιούμε. «Έλα δε θέλω ντροπές, τόσα έχουμε κάνει από χθες! Allez» μας είπε.

    Όταν σου χαρίζουν γάιδαρο δεν τον κοιτάς στα δόντια, αυτό έχω να πω.

    Βάλαμε το τηλέφωνο στη θέση του ντουζ και ανοίξαμε το νερό. Ήταν η ΑΠΟΛΥΤΗ νιρβάνα, τα γυμνά μας κορμιά αλλάζανε συνεχώς θέσεις και πότε εγώ ήμουν στη μέση, πότε η Φοίβη ήταν στη μέση και πότε η Χριστιάνα. Βέβαια εγώ είχα και ένα μαρτζαφλάρι που εξείχε αλλά αυτό δεν ενοχλούσε καμιά από τις δυο τους, ίσα ίσα που τις έκανε να χαχανίζουν. Ειδικά όταν ήμουν στη μέση και ένιωθα τα γυμνά στήθη των κοριτσιών να πιέζουν το στέρνο και την πλάτη μου ένιωθα ότι θα μείνω από την καύλα. Τα κορίτσια χουφτώνονταν αβέρτα μεταξύ τους και το ίδιο έκανα κι εγώ, ήταν η πρώτη φορά που χούφτωσα το μουνάκι και το κωλαράκι της Χριστιάνας. Το χάδι μου δεν την ενόχλησε αλλά η αλήθεια είναι ότι δε μου ανταπέδωσε το χούφτωμα, μόνο η Φοίβη με χούφτωνε.

    Νόμιζα ότι τα είχα δει όλα μέχρι που βάλαμε τη Χριστιάνα στη μέση και άρχισε να τη γλείφει η Φοίβη μπροστά ενώ εγώ από πίσω της της έγλειφα το σβέρκο και της χούφτωνα τα στήθη. Χαμήλωσα κι εγώ και άρχισα να της γλείφω την πίσω τρυπούλα ενώ ο Φοίβη της έκανε στοματικό και η Χριστιάνα τα είδε όλα. Δάγκωσε το χέρι της για να μην ακουστεί μέχρι …τα Χανιά αλλά ακόμα και έτσι δεν μπόρεσε να καλύψει τελείως τα βογγητά της. Χωρίς να τη ρωτήσουμε αλλάξαμε θέσεις και άρχισα εγώ να της κάνω στοματικό ενώ η Φοίβη ήταν όρθια πίσω της και με το ένα χέρι τη χούφτωνε στο στήθος ενώ το άλλο το είχε χώσει μέσα στο κωλαράκι της Χριστιάνας και τη γαμούσε με αυτό. Συνεχίστηκε αυτό για μερικά λεπτά και τότε η Χριστιάνα με γράπωσε από τα μαλλιά και με κόλλησε πάνω της. Την ένιωσα να τρέμει και να τραντάζεται και τέλειωσε στο στόμα μου.

    Σήκωσα το κεφάλι μου και την κοίταξα χαμογελαστός, γλείφοντας τα χείλη μου. Η Χριστιάνα μου έγνεψε να σηκωθώ και όταν το έκανα με πήρε αγκαλιά και με φίλησε με πάθος στο στόμα. Μετά ήταν η σειρά της Φοίβης να τη βάλουμε στη μέση και να της κάνουμε το ίδιο και δεν είχα παράπονο, έφαγα πολύ κώλο εκείνη την ημέρα. Άφησα τη Χριστιάνα να της κάνει στοματικό και σηκώθηκα και έκανα στη Φοίβη ότι έκανε και η ίδια πριν λίγα λεπτά στη Χριστιάνα, τη χούφτωνα και της γαμούσα τον κώλο με το δάχτυλο. Όταν την ένιωσα να πλησιάζει προς το τέλος άρπαξα το κεφάλι της και το γύρισα ελαφρά προς το μέρος μου και της έκλεισα το στόμα με το στόμα μου πνίγοντας τα βογγητά της στο φιλί.

    Και μετά ήρθε η σειρά μου. Η Φοίβη γονάτισε και με πήρε στο στόμα της και άρχισε να με ρουφάει με ενθουσιασμό. Η Χριστιάνα γονάτισε από πίσω της και άρχισε να τη χουφτώνει και να της μαλάζει τα στήθη όσο η Φοίβη με περιποιούνταν με το στόμα της. Μετά η Φοίβη σταμάτησε, με έβγαλε από το στόμα της και ζήτησε στη Χριστιάνα να γονατίσει δίπλα της και κάπως έτσι βρέθηκα και με τα δύο κορίτσια γονατισμένα μπροστά μου και το όργανό μου να κινδυνεύει να σπάσει. Η Φοίβη με πήρε πρώτα βαθιά στο στόμα της και μετά τραβήχτηκε και φιλήθηκε βαθιά με τη Χριστιάνα που ανταπέδωσε χωρίς κανένα δισταγμό. Αυτό συνεχίστηκε μερικές φορές και τότε η Φοίβη έβγαλε τον πούτσο μου και τον έτριψε στο στόμα της Χριστιάνας η οποία έβγαλε χωρίς να διστάσει τη γλώσσα της έξω με μου έγλειψε το κεφαλάκι. Μετά ο πούτσος μου επέστρεψε στο στόμα και …το λαρύγγι της Φοίβης και μετά πάλι τα ίδια, μόνο που αυτή τη φορά η Χριστιάνα πήρε το κεφαλάκι στο στόμα της με τη γλώσσα της να με παίζει. Τα είχα δει όλα, δεν άντεχα άλλο…

    - «Ααχχχ… δεν … δεν αντέχω… αααχ» είπα και τραβήχτηκα από το στόμα της Χριστιάνας και άρχισα να τον παίζω χωρίς να το σκεφτώ. Προσπάθησα να κατευθύνω το όργανό μου προς τη Φοίβη αλλά τα σκάγια πήραν και τη Χριστιάνα και κάμποσα πετάχτηκαν στο στόμα της που ήταν ακόμα ανοιχτό. Πάντως το περισσότερο πήγε εκεί που στόχευα αλλά όταν τελείωσα αισθάνθηκα άσχημα. «Χριστιάνα συγνώμη… ήρθε απότομα… δεν πρόλαβα…» ξεκίνησα να λέω.

    Και εκεί η Χριστιάνα αντί απάντησης έκλεισε το στόμα και κατάπιε αυτά που είχαν πέσει μέσα του. Μου έκλεισε το μάτι παιχνιδιάρικα ενώ η Φοίβη έγλειψε όσο σπέρμα είχε πέσει στο πρόσωπο της Χριστιάνας και δεν είχε μπει στο στόμα της. Στη συνέχεια η Χριστιάνα έκανε ακριβώς το ίδιο στη Φοίβη και εγώ ακόμα όρθιος προσπαθούσα φιλότιμα να κλείσω το στόμα μου για να μην καταπιώ ό,τι έντομο κυκλοφορούσε.

    --ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ--
     
  3. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 34ο
    (Φοίβη)

    Σηκώσαμε και οι δύο τα μάτια μας και είδαμε τον Ανδρέα να μας κοιτάζει σα χάνος με ανοιχτό το στόμα και δεν καταφέραμε να συγκρατήσουμε και οι δύο τα χαχανητά μας. Ήξερα πως η Χριστιάνα τα είχε κάνει όλα με τον Άλκη αλλά δεν ήθελα να τα κάνει και με τον Ανδρέα μόνο και μόνο για να μη με δυσαρεστήσει. Η κίνηση που έκανα πριν από μερικά λεπτά, ενώ έπαιρνα πίπα στον Ανδρέα, να τον βγάλω από το στόμα μου και να τον τρίψω στο πρόσωπο της Χριστιάνας, δεν ήταν κάτι αυθόρμητο και στιγμιαίο. Ο Ανδρέας μου με λέει θηλυκό Μακιαβέλλι και τουλάχιστον εδώ δεν είχε άδικο. Πρώτα την φίλησα μόλις έχοντας βγάλει το όργανο του Ανδρέα από το στόμα μου και από το ίδιο το φιλί κατάλαβα ότι δεν προσποιούνταν, αλλά μετά -και πάλι υπολογισμένα- έτριψα το όργανό του στο στόμα της, παρατηρώντας της σα γεράκι, προσπαθώντας να τη διαβάσω.

    Η Χριστιάνα έβγαλε έξω τη γλώσσα της και του έγλειψε το κεφαλάκι και η κίνησή της ήταν αυθόρμητη, ήθελε και το έκανε. Όπως ήθελε και το έκανε όταν τον πήρε λίγο αργότερα στο στόμα της. Όπως ήθελε και κατάπιε το έστω και ελάχιστο σπέρμα που πετάχτηκε στο στόμα της όταν ο Ανδρέας τέλειωσε τόσο ξαφνικά που ίσα που πρόλαβε να τραβηχτεί. Μπήκε στο στόμα της και πιτσιλίστηκε και στο πρόσωπο μέχρι ο Ανδρέας να καταφέρει να βρει στόχο, δηλαδή εμένα. Ο φουκαράς είχε παγώσει νομίζοντας πως έστω και άθελά του θα είχε εξοργίσει τη Χριστιάνα και εκείνη του έκλεισε το μάτι, έγλειψε τα χείλη της και κατάπιε. Πήγα και της έγλειψα και της καθάρισα το πρόσωπο από το σπέρμα του Ανδρέα αλλά την κίνηση να μου το ανταποδώσει και με μετά να φιληθούμε την έκανε η ίδια και το πρόσωπό μου είχε μαζέψει πολύ περισσότερο σπέρμα από το δικό της.

    Κοιταχτήκαμε και οι δύο παιχνιδιάρικα και μετά, λες και ήμασταν συντονισμένες, σηκώσαμε και οι δύο τα μάτια μας προς τον Ανδρέα που έχασκε σα χάνος προσπαθώντας να κάνει το μυαλό του να πιστέψει αυτό που είχαν δει τα μάτια του. Ήταν τόσο γλυκούλης με αυτό το ύφος μίξης απορίας, ανακούφισης και δυσπιστίας αλλά ακόμα και έτσι δεν κατορθώσαμε ούτε η μία, ούτε και η άλλη να πνίξουμε τα γέλια μας.

    - «Θα με τρελάνετε εσείς οι δύο» ήταν το μόνο που είπε.
    - «Ναι, πες μου ότι σε χάλασε!» του απάντησα προκλητικά, δίνοντάς του το χέρι για να με βοηθήσει να σηκωθώ.
    - «Όχι, θα πέσει φωτιά να με κάψει» είπε ενώ βοηθούσε και τη Χριστιάνα να σηκωθεί με τη σειρά της. «Απλά… ήταν τόσο ξαφνικό… Χριστιάνα;» τη ρώτησε αβέβαια ο Ανδρέας.
    - «Όταν τελείωσα στο στόμα σου, παραπονέθηκες;» τον ρώτησε.
    - «Όχι!» απάντησε ο Ανδρέας «αλλά εγώ… εννοώ εσύ…»
    - «Δεν έχει εγώ και εσύ. Προσφέραμε ευχαρίστηση ο ένας στον άλλον»
    - «Μα εσένα δε σου αρέσει!» της είπε ο Ανδρέας.
    - «Αυτό είναι που δεν λέτε να καταλάβετε και οι δυο σας» μας δήλωσε η Χριστιάνα. «Μαζί σας μου αρέσει.»
    - «Δεν μπορώ να το καταλάβω!» είπε ο Ανδρέας.
    - «Δεν χρειάζεται» του είπε η Χριστιάνα. «Σου άρεσε που με έκανες να τελειώσω;» τον ρώτησε.
    - «Φυσικά, το ρωτάς;»
    - «Για τον ίδιο λόγο μου αρέσει κι εμένα.»
    - «Ναι, αλλά εμένα μου αρέσει και η πράξη, εσένα όχι!»
    - «Μπορεί να μην πετάω τη σκούφια μου αλλά μου αρέσει η κατάληξή της. Δεν είσαι ο πρώτος τυχόντας Ανδρέα!»
    - «Ρε συ Ανδρέα, θυμάσαι τι μου έλεγες όταν σου έλεγα τις δικές μου φοβίες; Σταμάτα να το κουράζεις κορίτσι μου και απόλαυσέ το. Ε, κάνε το ίδιο!» του απάντησα θέλοντας να τελειώσει αυτή η συζήτηση. Για όνομα! Ήμασταν και οι τρεις γυμνοί και αντί να συνεχίζουμε να βγάζουμε τα μάτια μας καθόμασταν και το υπεραναλύαμε, δηλαδή κάπου ώπα!
    - «Απλά… απλά ήθελα να… οκ, δεν έχει σημασία.» είπε τελικά. «I will enjoy the ride!»
    - «Ακριβώς» του απάντησα χουφτώνοντάς τον.
    - «Θα με ξεζουμίσετε!» με ψευτοκατηγόρησε.
    - «Καλά θα σου κάνουμε!» του απάντησα.

    Βγήκαμε έξω να σκουπιστούμε και μιας και δεν είχαμε βρέξει τα μαλλιά μας δεν μας πήρε και πολύ ώρα. Πήγαμε σχεδόν τρεχάλα στο δωμάτιο.

    - «Ανδρέα, ξάπλωσε» του είπα, πράγμα που έκανε. Γονάτισα και τον πήρα στο στόμα μου και άρχισα να τον ρουφάω μέχρι που του έγινε και πάλι κατάρτι. «Χριστιάνα, κάτσε στο πρόσωπό του» της είπα και υπάκουσε χωρίς δισταγμό. Με το που το έκανε ο Ανδρέας άρχισε να τη ρουφάει και να τη γλείφει κάνοντας τη Χριστιάνα να μη μπορέσει να συγκρατήσει τους στεναγμούς της. Τον ρούφηξα για λίγο ακόμα και μετά κάθισα αργά και προσεκτικά πάνω του και το όργανό του βυθίστηκε βαθιά μέσα στον κόλπο μου κάνοντάς με να μου ξεφύγει ένα μουγκρητό. Η Χριστιάνα έκανε τη λεκάνη της μπρος πίσω και τότε μου ήρθε μια άλλη ιδέα. «Αλλαγή στάσης, Χριστιάνα γύρνα προς τα εμένα». Βέβαια έτσι ο Ανδρέας δεν μπορούσε να της κάνει αιδοιολειξία αλλά συνέχισε γλείφοντάς της το κωλαράκι και δε νομίζω να χάλασε κανέναν από τους δύο. Έσκυψα ελαφρά προς τα μπροστά και χωρίς να σταματήσω να κάνω κινήσεις με τη λεκάνη μου, κάνοντας κάθε φορά το όργανο του Ανδρέα να καρφώνεται βαθιά μέσα μου, φίλησα τη Χριστιάνα. Δεν ήταν εύκολο να βρούμε ρυθμό έτσι, το παραδέχομαι, αλλά το όλο σκηνικό ήταν υπέροχο.
    - “Αααααχ” φώναξε η Χριστιάνα και στην αρχή δεν κατάλαβα γιατί αλλά κοίταξα χαμηλά και είδα πως ο Ανδρέας είχε καταφέρει να περάσει το χέρι του από κάτω της, παίζοντάς την. Η Χριστιάνα ανασηκώθηκε λίγο ώστε να έχει περισσότερο ελεύθερο το χέρι του ο Ανδρέας και σε λίγο αρχίσαμε τα «ΜΜΜΜΜ» και τα «ΑΑΑΑΧ» ντουέτο. Το παιχνίδι αυτό κράτησε πολλή ώρα μέχρι που κουράστηκα και εγώ και ο Ανδρέας και παρά το γεγονός ότι κανείς μας δεν είχε οργασμό, ως παιχνίδι ήταν υπέροχο. Και εκεί η Χριστιάνα αποφάσισε να αποδείξει οριστικά στον Ανδρέα ότι αυτά που έλεγε πριν στο μπάνιο, δεν ήταν λόγια του αέρα. Όταν σηκώθηκα με ρώτησε «Μου επιτρέπεις;» και όταν της απάντησα γνέφοντας καταφατικά, σηκώθηκε και κατέβηκε προς το κάτω μέρος του κρεββατιού και έσκυψε και πήρε το όργανο του Ανδρέα στο στόμα της.

    Ομολογώ ότι ένιωσα λίγο περίεργα βλέποντας μια άλλη γυναίκα να έχει τον Ανδρέα στο στόμα της καθώς αυτή τη φορά -και παρά την καύλα που ένιωθα- αυτή συνοδεύτηκε με ένα μικρό τσίμπημα ζήλειας. Δεν είπα τίποτα ωστόσο, απλά ανακάθισα δίπλα στον Ανδρέα που είχε κλείσει τα μάτια και είχε πιάσει γραμμή με Βαλχάλα και παρατηρούσα τη Χριστιάνα να τον τσιμπουκώνει. Ο Άλκης της είχε πει ότι το έκανε καλά και, βλέποντας και εκείνη να το κάνει και το πως το απολάμβανε ο Ανδρέας, μάλλον είχε τα δίκια του. Αναρωτήθηκα πως θα ήταν να έκανα κι εγώ στοματικό σε άλλο άνδρα με τον Ανδρέα να μας κοιτάει, και τι το ήθελα; Ένιωσα τα λαγόνια μου να σφίγγονται και το κορμί μου να ηλεκτρίζεται, η σκέψη με καύλωσε Α-Π-Ι-Σ-Τ-Ε-Υ-Τ-Α. Μετά ένιωσα αμέσως τύψεις και παραλίγο να με πιάσουν τα κλάματα την ίδια στιγμή και άντε μετά να εξηγήσεις τα τι και πως, αλλά ευτυχώς κατάφερα να συγκρατηθώ. Η Χριστιάνα ανασήκωσε τα μάτια της και με κοίταξε, μάλλον ένιωθε τον Ανδρέα να είναι κοντά στο τέλος και με ρωτούσε τι να κάνει. Της έγνευσα και πάλι καταφατικά και όταν ο Ανδρέας πήγε να τη σπρώξει, του έκανε το χέρι στην άκρη και σφάλισε τα χείλη της γύρω από το όργανό του ενώ εκείνο έκανε σπασμούς μέσα στο στόμα της αδειάζοντας το περιεχόμενό του. Η Χριστιάνα κατάπιε τις πρώτες ριπές και μετά τα μάζεψε στο στόμα της και ήρθε και με φίλησε, ανταλλάσσοντας ακόμα μία φορά μαζί μου το σπέρμα του Ανδρέα, Ανδρέας ο οποίος τσιμπιόταν -και δεν κάνω πλάκα- προσπαθώντας να καταλάβει αν αυτό που είχε ζήσει ήταν κάποιο τρελό, υγρό όνειρο.

    - «Ξύπνιος είσαι, μην τσιμπιέσαι» του είπα ενώ το μυαλό μου ακόμα προσπαθούσε να ξεκολλήσει από σκέψη που είχε κάνει πριν από μερικά λεπτά.
    - «Κορίτσια, θέλετε σοκολάτα;» μας ρώτησε και τις δύο τελείως άκυρα.
    - «Ναι, πολύ θα ήθελα αγαπουλίνι μου» του απάντησα.
    - «Κακάο είναι ή σοκολάτα;» τον ρώτησε η Χριστιάνα.
    - «Σοκολάτα με γάλα. Είναι γλυκιά οπότε δε χρειάζεται ζάχαρη» της απάντησε
    - «Ωραία, ούτε κι εγώ θα πω όχι!» του είπε χαμογελαστή.

    Ο Ανδρέας σηκώθηκε και πήγε μέσα ενώ εμείς ξαπλώσαμε κάτω από το πάπλωμα αντικρυστά η μία στην άλλη.

    - «Φοίβη… ελπίζω να μη σε πείραξε η πρωτοβουλία μου.» μου είπε.
    - «Με αιφνιδίασες είναι η αλήθεια αλλά όχι δε με πείραξε.»
    - «Φοίβη, οι δυο σας είστε ζευγάρι από το Σεπτέμβρη και γνωρίζεστε κάποια χρόνια. Το ξέρω ότι δε με βλέπετε έτσι -και σε παρακαλώ μη νευριάσεις που θα στο πω- αλλά μερικές φορές όταν σας βλέπω νιώθω… νιώθω κάπως παρείσακτη. Μη με διακόψεις σε παρακαλώ, το ξέρω ότι δε με βλέπετε έτσι, σου λέω πως νιώθω εγώ μερικές φορές. Αν… Αν ο Ανδρέας δεν το είχε θελήσει δε θα είχε γίνει τίποτα μεταξύ μας, ποτέ δε θα το έκανες αυτό κόντρα στη θέλησή του. Νιώθω… δεν ξέρω πως να στο πω, νιώθω ευγνωμοσύνη. Το ξέρω ότι λέτε ότι δεν είναι tit-for-tat αλλά δεν μπορώ να νιώσω καλά με τον εαυτό μου αν δεν του το ανταποδώσω με κάποιο τρόπο.»
    - «Καταλαβαίνω τι θες να πεις μωρό μου» της είπα. «Αλλά αν αυτό σε κάνει να αισθάνεσαι άσχημα…»
    - «Μα αυτό προσπαθώ να σου πω, Φοίβη μου, άσχημα θα ένιωθα αν δεν έκανα αυτό που έκανα. Δεν το συζητάω ότι απολαμβάνω πολύ περισσότερο το να γλείφω εσένα από το να παίρνω πίπα στον Ανδρέα αλλά η ίδια η πράξη δε μου προκαλεί απέχθεια. Το έκανα και στον Άλκη για άλλους λόγους αλλά ο Ανδρέας δεν είναι Άλκης. Σε εκείνον το έκανα μηχανικά και επειδή προτιμούσα να τελειώνει στο στόμα μου από το να κάνουμε σεξ είτε κανονικά είτε παρά φύσιν. Με τον Ανδρέα δεν το κάνω μηχανικά, θέλω να το ευχαριστηθεί μόνο και μόνο επειδή θέλω να το ευχαριστηθεί. Δεν είναι απλά κάποιος άντρας, είναι το αγόρι σου… ένα υπέροχο, τρυφερό και ευγενικό αγόρι που με αγκάλιασε όπως με αγκάλιασες κι εσύ.»
    - «Εντάξει, μωρό μου» της είπα. «Αφού είναι κάτι που σου αρέσει και στην ίδια, ας τον κάνουμε κάθε φορά να βλέπει το Θεό. Γιατί έχεις δίκιο, δεν είναι ο πρώτος τυχαίος. Είναι ο Ανδρέας. Ο Ανδρέας μου. Και εσύ… εσύ είσαι η Χριστιάνα μου.»
    - «Πόσο μου αρέσει να μου το λες αυτό» μου είπε χαμογελώντας μου. «Να σου εκμυστηρευτώ και κάτι άλλο;»
    - «Αμέ!» της είπα.
    - «Θα ήθελα να… να μου κάνεις ό,τι σου κάνει ο Ανδρέας.»
    - «Ναι, εδώ έχουμε ένα μικρό τεχνικό πρόβλημα!» της είπα κάνοντάς τη να βάλει τα γέλια.
    - «Υπάρχει τρόπος!» μου είπε.
    - «Δηλαδή;» τη ρώτησα.
    - «Υπάρχουν ξέρεις και… ομοιώματα!»
    - «Μιλάς για δονητή;» τη ρώτησα. Μέχρι εκεί γνώριζα.
    - «Όχι… το είχα δει σε ένα πορνοπεριοδικό. Είναι πλαστικό πέος το οποίο μπορείς να το φορέσεις με ζώνη και… και να με… ξέρεις… με δαύτο.»
    - «Εχμ… οκ, τώρα με μπέρδεψες.»
    - «Γιατί;»
    - «Γιατί σου αρέσουν οι γυναίκες που δεν διαθέτουν τέτοιο εξάρτημα!» της είπα κάνοντας τη να βάλει τα γέλια.
    - «Δεν είναι το εξάρτημα που δε μου αρέσει, Φοίβη μου… Οι συνήθεις φορείς του είναι! Θα… θα ήθελα πολύ να το κάνουμε μαζί έτσι!»
    - «Να κάτι που δεν είχα φανταστεί!» της απάντησα.
    - «Σε ενοχλεί η σκέψη;» με ρώτησε.
    - «Όχι, καθόλου! Απλά δεν το είχα σκεφτεί. Πώς να το σκεφτώ; Εννοώ θεωρούσα ότι δεν σου αρέσει η αίσθηση του πέους στον κόλπο σου.»
    - «Η αίσθηση του πέους μου αρέσει… αυτοί που έχουν πέη δε μου αρέσουν με αυτό τον τρόπο» μου απάντησε. «Όταν μου το έκανε ο Άλκης απλά έσφιγγα τα δόντια μου και το υπέμενα. Η σκέψη να μου το κάνεις εσύ… κάνει τη βρύση να τρέχει!» μου είπε και έπιασε το χέρι μου και το οδήγησε στο μουνάκι της. Όντως, ήταν μούσκεμα.
    - «Αυτό το εξάρτημα προς το παρόν δεν το έχω…» ξεκίνησα να λέω ενώ ταυτόχρονα χαμήλωσα και κάθισα ανάμεσα στα πόδια της. «Έχω όμως αυτό!» της είπα και της έδειξα το χέρι μου και χωρίς να περιμένω απάντηση της έβαλα δύο δάχτυλα μέσα στο μουνάκι της και άρχισα να την παίζω. Η Χριστιάνα τεντώθηκε και της ξέφυγε μια φωνούλα ηδονής.
    - «Έτοιμες και οι σοκο…» ξεκίνησε να λέει ο Ανδρέας αλλά σταμάτησε βλέποντάς με να παίζω το μουνάκι της Χριστιάνας. Άφησε τις σοκολάτες στο κομοδίνο και κάθισε στο απέναντι κρεββάτι παρακολουθώντας το θέαμα. Σταμάτησα για λίγο.
    - «Ανδρέα, κάτσε με την πλάτη στο κεφαλάρι. Χριστιάνα ξάπλωσε με την πλάτη σου στον Ανδρέα» τους είπα, πράγμα που έκαναν αμέσως.

    Εγώ άρχισα πάλι να παίζω με το μουνάκι της Χριστιάνας, η οποία είχε γείρει πάνω στον Ανδρέα, που αμέσως άρχισε να χουφτώνει δυνατά και με τα δυο του χέρια τα στήθη της. Πήρε στα δάχτυλά του τις ρώγες της και άρχισε να τις τσιμπάει αυξάνοντας τη δύναμή του. Το βογγητό της ήταν μείξη πόνου και ηδονής. Εγώ αύξησα ακόμα περισσότερο την ένταση, κάνοντας το σώμα της Χριστιάνας να τεντωθεί. Ο Ανδρέας έφερε το ένα χέρι του μπροστά από το στόμα της και της το έκλεισε προσεκτικά χωρίς να σταματήσει με το άλλο χέρι να μαλάζει και να τσιμπάει εναλλάξ τα στήθη της. Τα πνιχτά βογγητά της αυξήθηκαν και το σώμα της τεντώθηκε πάλι σαν τόξο και λίγα στιγμές αργότερα το χέρι μου πλημμύρισε από τα υγρά της.

    Η Χριστιάνα έπεσε ξέπνοη στο πλάι αλλά ο Ανδρέας είχε ορέξεις, σηκώθηκε και βάζοντάς με να κάτσω με τα τέσσερα πάνω στο κρεββάτι ήρθε από πίσω μου. Τον βύθισε μέσα στο μουνάκι μου κάνοντάς με να δω αστεράκια. Η Χριστιάνα αποφάσισε να λάβει και αυτή μέρος και ήρθε και κάθισε γονατιστή μπροστά μου, βάζοντας τα στήθη της στο πρόσωπό μου. Με τον Ανδρέα να με γαμάει με μανία και με την Χριστιάνα να τρίβει τα στήθη της στο πρόσωπό μου δεν χρειάστηκαν να περάσουν ούτε μερικά λεπτά πριν νιώσω το γνώριμο κάψιμο που άρχισε να απλώνεται στα λαγόνια μου με τα βογγητά του οργασμού μου να πνίγονται πάνω στα στήθη της Χριστιάνας. Ο Ανδρέας τραβήχτηκε και άρχισε να μου ρίχνει δυνατά χαστούκια στα κωλομέρια. Μετά τον ακούμπησε στο κωλαράκι μου και χωρίς να διστάσει άρχισε να τον βυθίζει μέσα του. Ήταν τέτοια η καύλα και η λύσσα μου που ο πόνος σχεδόν δεν έγινε καν register. Ο Ανδρέας επιτάχυνε το ρυθμό του αλλά το τσούξιμο που ένιωθα ήταν… ήταν τόσο γλυκό… τόσο υπέροχο…

    - «Πιο δυνατά!» φώναξα. «Πιο δυνατά!»

    Με γράπωσε από τα μαλλιά και έφερε το κεφάλι μου προς τα πίσω ενώ το όργανό του όργωνε το κωλαράκι μου. Ο σφικτήρας μου είχε παραδοθεί τελείως στις ορέξεις του και σε κάθε του κίνηση καρφωνόταν βαθιά μέσα μου κάνοντάς τα σώματά μας να πλαταγίζουν. Η Χριστιάνα πέρασε τα χέρια της από κάτω και άρχισε να μου τσιμπάει και να μου στρίβει τις ρώγες, Θεέ μου, ήταν υπέροχος ο πόνος. Ένιωσα τη φωτιά και πάλι να απλώνεται στα λαγόνια μου. Ο Ανδρέας κοκκάλωσε μέσα μου τελειώνοντας και η φωτιά στα λαγόνια μου έγινε έκρηξη…

    …Και μετά έφυγα σίφωνας για την τουαλέτα για να μην έχουμε άλλα. Γύρισα λίγα λεπτά αργότερα. Και οι δύο τους ήταν ντυμένοι και η αλήθεια είναι ότι αν δεν κάναμε κάτι να ζεσταθούμε, μια δροσούλα την είχε. Εγώ να πω την αμαρτία μου είχα ακόμα ορέξεις αλλά ο Ανδρέας ήταν ένα παϊδάκι από το έμφραγμα, έτσι όπως τον είχαμε ξεζουμίσει σήμερα, οπότε αποφάσισα για το υπόλοιπο της βραδιάς να το δώσω ρεπό. Έβαλα κι εγώ τις πιτζάμες μου και κάθισα οκλαδόν στο κρεββάτι και ο Ανδρέας έπιασε τη σοκολάτα μου και μου την έδωσε.

    - «Δεν ξέρω για εσάς» ξεκίνησε ο Ανδρέας «αλλά εγώ έχω αρχίσει και πιστεύω στη μετενσάρκωση!»
    - «Πώς έτσι;» τον ρώτησα.
    - «Δεν εξηγείται αλλιώς, κάτι πολύ καλό πρέπει να έκανα στην προηγούμενη ζωή μου για να αξιωθώ στην παρούσα να ζήσω αυτό που ζω!»
    - «Έχεις σκεφτεί ότι απλά μπορεί να έκανες κάτι πολύ καλά σε αυτή σου τη ζωή;» τον ρώτησα.
    - «Χριστιάνα… ααααχ» της είπε.
    - «I take you liked it» του απάντησε.
    - «Δε φάνηκε;» της είπε.
    - “You’re in for a treat, then” του είπε αινιγματικά.
    - «Θυμάσαι που ανησυχούσες για τα δέκα κιλά που είχες πάρει;» τον πείραξα.
    - «Ναι, καλό θα είναι η απώλεια να μην περιορίζεται σε υγρά!»
    - «Εντάξει, θα σου κάνουμε περισσότερη γυμναστική τότε!» τον πείραξε με τη σειρά της η Χριστιάνα κάνοντάς με να χαχανίσω.
    - «Δεν ξαναμιλάω!» είπε και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά από τη σοκολάτα του.
    - «Έτσι μπράβο, αναπλήρωσε υγρά εσύ και μη σε μέλει!» τον πείραξα.
    - «Πίσω λυσσάρες!» μας είπε κάνοντας το σήμα του σταυρού.
    - «Πφφφ, δυνατό φύλο σου λέει μετά. Ρε συ Χριστιάνα πώς το λένε αυτό το πράγμα που μου είπες προηγουμένως;»
    - «Ποιο πράγμα;»
    - «Αυτό το πλαστικό που το δένεις στη ζώνη.»
    - «Ααα…χαχαχα» είπε γελώντας. «Strap onτο λένε. »
    - «Να πάρουμε να έχουμε!» της είπα. «Μην το πεθάνουμε το παλικάρι!»
    - «Τι λέτε μωρέ; Τι να το κάνω εγώ το strap-on;»
    - «Α, πουλάκι μου, ξέρεις τι είναι;» τον ρώτησα.
    - «Φυσικά και ξέρω. Εσύ δεν καταλαβαίνω τι το θέλεις… ααααααα… οκ! Ναι, δεν το είχα σκεφτεί αυτό!» είπε συνειδητοποιώντας τι το ήθελα.
    - «Και πού το βρίσκουμε αυτό;» τον ρώτησα.
    - «Ξέρω γω; Σε κανένα sex shop φαντάζομαι»
    - «Sex shop???» είπα εγώ που δεν είχα ακούσει ξανά τέτοιο πράγμα νιώθοντας σα να έχω μεγαλώσει σε κάποιο ιδιότυπο μεσαίωνα.
    - «Ναι… έχει διάφορα πράγματα, χειροπέδες, ζώνες, μαστίγια…» είπε η Χριστιάνα
    - «Μαστίγια;» είπα ανοίγοντας το στόμα μου σα χάνος.
    - «Χειροπέδες! Ωραία ιδέα!» είπε ο Ανδρέας.
    - «Εντάξει, νιώθω σα να έχω πέσει με αλεξίπτωτο από τον Άρη!» τους είπα.
    - «Έλα μωρέ μη νομίζεις, κι εγώ σε κάποιο τσοντοπεριοδικό το είχα διαβάσει» είπε ο Ανδρέας.
    - «Υπάρχει κανένα τέτοιο στο Ηράκλειο;» ρώτησα.
    - «Δεν έχω ιδέα» απάντησε ο Ανδρέας. «Φαντάζομαι ότι όλο και κάποιο θα υπάρχει αλλά εγώ τουλάχιστον δεν ξέρω. Να ρωτήσουμε τη Μαρία, αυτή μπορεί να ξέρει!»
    - «Και τι θα της πούμε μωρέ; Θέλουμε να πάρουμε strap-on;»
    - «Όχι βρε μπούφο!» μου είπε ο Ανδρέας. «Μπορούμε να πούμε ότι ψάχνουμε άλλα πράγματα, πχ κάποιο ζευγάρι χειροπέδες ή τίποτα ιδιαίτερα προκλητικά εσώρουχα ή κάτι τέτοιο.»
    - «Υπάρχει παιδιά, υπάρχει. Μου το είχε πει η Κατερίνα, είχε κατέβει για ψώνια και το είχε δει, κάπου κοντά στην αρχή της Καλοκαιρινού. Μπορούμε να κατέβουμε μια βόλτα στο κέντρο και να το ψάξουμε.»
    - «Καλή ιδέα!» είπα.
    - «Εντωμεταξύ δεν ξέρω αν το έχετε πάρει χαμπάρι αλλά έχει πάει 01:00» συνέχισε αλλάζοντας θέμα η Χριστιάνα και η αλήθεια είναι ότι με τις περιπτύξεις μας είχα χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου.
    - «Εγώ πάντως θα ξεραθώ. Λοιπόν, τσούπρες, ύπνο!» είπε ο Ανδρέας. Μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί και στέλνοντας ένα πεταχτό προς τη Χριστιάνα μας γύρισε την πλάτη και κατέβασε γενικό. Τον έχει εύκολο τον ύπνο -δεν λέω- αλλά δεν του πήρε ούτε λεπτό να άρχιζει να ροχαλίζει ελαφρά. Η αλήθεια ήταν ότι στο κρεββάτι της Χριστιάνας ήταν πιο βολικά αλλά προς το παρόν δεν ήταν διαθέσιμο. Ξαπλώσαμε με τα πρόσωπά μας να βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής.
    - «Ήταν πολύ όμορφες οι δύο τελευταίες μέρες» της είπα σιγανά.
    - «Ναι, ήταν υπέροχες. Ακόμα τρέμουν τα πόδια μου, με την καλή έννοια!» μου είπε και αντί απάντησης την φίλησα τρυφερά και σε λίγο οι γλώσσες μας αγκαλιάζονταν μέσα στα στόματά μας. Χωρίς να σταματήσω το φιλί πέρασα το χέρι μου κάτω από την φανέλα της Χριστιάνας και άρχισα να της χαϊδεύω και να της μαλάζω απαλά τα στήθη ενώ ταυτόχρονα ένιωθα τα δικά της χέρια πάνω στα στήθη μου να κάνουν το ίδιο. Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά στο στήθος μου. Δεν ξέρω πως το είχα καταφέρει αλλά το αίσθημα αυτό πλέον δεν μου ήταν πρωτόγνωρο, το αναγνώρισα αμέσως. Ήταν έρωτας, ήμουν ερωτευμένη με τη Χριστιάνα και αυτό τα έκανε όλα ακόμα πιο όμορφα. Είχε δίκιο ο Ανδρέας μου, από τη στιγμή που ανοιχτήκαμε και ομολογήσαμε η μία στην άλλη τον έρωτά μας η απόλαυση πολλαπλασιάστηκε.

    - «Να σου εξομολογηθώ κάτι;» την ρώτησα.
    - «Αμέ!» μου είπε.
    - «Όταν… όταν πήρες στο στόμα σου τον Ανδρέα, εδώ στο κρεββάτι, φαντάστηκα στιγμιαία τον εαυτό μου να κάνει πίπα σε κάποιον άλλον και ο Ανδρέας να με κοιτάζει.»
    - «Και;»
    - «Κόντεψα να τελειώσω και μόνο με τη σκέψη και μετά ένιωσα τύψεις και παραλίγο να βάλω τα κλάματα και μετά θα είχαμε άλλα γιατί εσύ εκείνη την ώρα τον είχες στο στόμα σου και άντε να σας εξηγήσω τι με έπιασε και γιατί, οπότε συμμάζεψα τον εαυτό μου και κάθισα και σας είδα. Ήταν πολύ ερωτικό!»
    - «Η αλήθεια είναι ότι αν έβαζες εκείνη τη στιγμή τα κλάματα θα το παίρναμε αλλιώς!» παραδέχτηκε η Χριστιάνα. «Όσο για το άλλο… φαντασίωση είναι Φοίβη μου, γιατί αισθάνεσαι άσχημα;»
    - «Γιατί δε νομίζω ότι κάτι τέτοιο θα άρεσε στον Ανδρέα!» της είπα.
    - «Πολύ πιθανό. Από την μία δεν ήταν παρά μια σκέψη και από την άλλη, ακόμα και στη σκέψη αυτή, ο Ανδρέας ήταν πάλι παρόν. Και στην τελική σε έχει δει να κάνεις σε εμένα στοματικό, τον είδες να διαμαρτύρεται;»
    - «Δεν είναι το ίδιο!»
    - «Ακριβώς το ίδιο είναι, Φοίβη μου. Το ότι εγώ είμαι γυναίκα και όχι άνδρας δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο Ανδρέας σε έχει δει να προσφέρεις ικανοποίηση με το στόμα σου σε κάποιον άλλον εκτός από τον ίδιο. Το φύλο μπορεί να είναι διαφορετικό αλλά στην ουσία της η πράξη ως πράξη είναι η ίδια.»
    - «Μπορεί» απάντησα. «Ωστόσο ακόμα και αν όλα είναι μια ιδέα η ιδέα καθαυτή έχει τη δική της σημασία!»
    - «Δεν διαφωνώ σε αυτό, εξ ου και η αρχική μου απάντηση ότι είναι πολύ πιθανό. Η ιδέα να με πάρεις εσύ με strap-on με κάνει και υγραίνομαι, η ιδέα να μπει μέσα μου κάποιος άντρας, not so much»
    - «Εσύ να τ’ ακούς που μου έλεγες ότι αν σου ζητήσω να δώσεις κώλο στον Ανδρέα θα το έκανες!»
    - «Θα το έκανα, Φοίβη. Δε θα το ευχαριστιόμουν όσο αν μου το έκανες εσύ, αλλά θα το έκανα, όχι για τον Ανδρέα αλλά για σένα. Και αυτή είναι η διαφορά με την πίπα που του έκανα πριν, αυτήν την έκανα για τον ίδιο.»
    - «Μη με βάζεις σε πειρασμό!» της είπα.
    - «Δεν προσπαθώ να σου αποδείξω κάτι» μου είπε. «Προσπαθώ να σου δώσω να καταλάβεις ότι αν κάτι σου προκαλεί ευχαρίστηση και μπορώ να στο δώσω εγώ, θα στο δώσω και αυτό θα μου δώσει ικανοποίηση. Το γεγονός ότι στο συγκεκριμένο αυτός που θα το λάβει είναι ο Ανδρέας είναι added bonus που θα με κάνει να νιώσω ακόμα καλύτερα. Αλλά δε θα σου πω ψέματα, θα προτιμούσα αυτό να μου το κάνεις εσύ παρά ένας άνδρας, ακόμα και αν αυτός ο άνδρας είναι ο Ανδρέας»
    - «Εντάξει, το δέχομαι. Αλλά μη μου παραπονεθείς αν σου πω κάτσε στα τέσσερα, δεν λέω, μου αρέσει το παρά φύσιν, αλλά τις τελευταίες μέρες μου έχει αλλάξει τα φώτα το μωρουλίνι μου και τα κωλαράκια είναι φτιαγμένα για άλλη δουλειά!» της είπα πειρακτικά.
    - «Δε θα σου παραπονεθώ!» μου υποσχέθηκε.
    - «Σε πειράζω βρε χαζούλα!» της είπα.
    - «Το ξέρω Φοίβη μου αλλά αυτό που σου είπα ισχύει.»
    - «Έχω ερεθιστεί πάλι» της είπα και της έπιασα το χέρι και το οδήγησα μέσα από την πιτζάμα και κάτω από το κιλοτάκι. «Θέλω το στόμα σου» συνέχισα. Δεν απάντησε, απλά χαμήλωσε στο κρεββάτι και ανασήκωσα τη λεκάνη μου βοηθώντας την να μου κατεβάσει πιτζάμα και κιλοτάκι. Με τον Ανδρέα δίπλα μας, να ροχαλίζει του καλού καιρού, χαλάρωσα και αφέθηκα στην απόλαυση που μου πρόσφερε η Χριστιάνα με το στόμα της και παρόλο που της πήρε αρκετή ώρα κατάφερε να με κάνει να τελειώσω για ακόμα μία φορά στη βραδιά. Με βοήθησε να βάλω ξανά τα ρούχα μου και χώθηκε στην αγκαλιά μου και της χάιδευα απαλά τα μαλλιά μέχρι που με πήρε ο ύπνος.

    Το πρωί ο Ανδρέας σηκώθηκε κατά τα φαινόμενα πρώτος γιατί όταν άνοιξα τα μάτια μου στο κρεββάτι ήμουν μόνη μου με τη Χριστιάνα. Σηκώθηκα και πήγα μέσα, καθόταν στην κουζίνα πίνοντας το καφέ και διαβάζοντας κάποιες σημειώσεις.

    - «Καλημέρα μωρό μου» μου είπε και πήγα και τον φίλησα. «Πήγαινε να πλύνεις τα δόντια σου να σου φτιάξω καφεδάκι» συνέχισε. Πράγματι πήγα μέσα και έκανα την πρωινή μου τουαλέτα και όταν τελείωσα και έπλυνα και τα δόντια μου ο καφές με περίμενε στο τραπέζι.
    - «Αααχ» είπα τραβώντας ηδονικά μια γερή γουλιά. «Πώς κοιμήθηκες;»
    - «Πιάστηκα λίγο. Την επόμενη φορά τσούπρες θα σας αφήσω και θα πάω στο άλλο κρεβάτι, αν μη τι άλλο ώστε να μπορείτε να βγάλετε και τα μάτια σας χωρίς να την πληρώνει ο άμαχος πληθυσμός!»
    - «Χιχιχι, μας κατάλαβες;»¨
    - «Προς το τέλος, ναι. Αφού προς στιγμή νόμιζα ότι γινόταν σεισμός όπως τρανταζόσουν αλλά ακούγοντας τις πνιχτές φωνές σου το έπιασα το υπονοούμενο!»
    - «Δεν είπες τίποτα!» τον κατηγόρησα.
    - «Τι να πω βρε μωρό μου; Νύσταζα κιόλας και ξέρω ‘γω; Σας έχει φοβηθεί το μάτι μου, είπα να κάνω την πάπια πριν μου προκαλέσετε ολική αφυδάτωση!»
    - «Ναι, πες ότι έχεις και παράπονο!» του είπα
    - «Όχι βέβαια. Η αλήθεια είναι ότι δεν περίμενα να μου κάνει πίπα η Χριστιάνα αλλά σάμπως και περίμενα τίποτα από αυτά που έχω ζήσει τις τελευταίες μέρες;»
    - «Πώς ήταν;»
    - «Εξαιρετική, οφείλω να ομολογήσω. Ωστόσο συνολικά Φοίβη μου εσύ το κάνεις καλύτερα.»
    - «Η αλήθεια είναι ότι έχω βαθύ λαρύγγι» τον πείραξα.
    - «Ναι, έχεις, αλλά δεν είναι μόνο αυτό, και η Χριστιάνα με πήρε χθες αρκετά βαθιά στο στόμα της. Η διαφορά Φοίβη μου είναι ότι εσένα σου αρέσει που μου το κάνεις.»
    - «Η Χριστιάνα το έκανε για εσένα Ανδρέα, όχι για εμένα.»
    - «Δεν λέω ότι δεν το έκανε με όρεξη ή ότι δεν έδωσε τον καλύτερο εαυτό της μωρό μου. Δεν λέω ότι δεν το απόλαυσα. Λέω ότι η διαφορά σας είναι ότι εσύ το κάνεις όχι απλά για να με ευχαριστήσεις αλλά γιατί απολαμβάνεις την ίδια την πράξη και πίστεψέ με, είναι σημαντική λεπτομέρεια. Αλλά άσε με εμένα, αγοράκι είμαι, σιγά μην και δεν ευχαριστιόμουν μια καλή πίπα, εσύ πώς ένιωσες βλέποντάς μας;»
    - «Στην αρχή ένιωσα ένα τσίμπημα ζήλειας, το ομολογώ. Όμως σαν εικόνα ήταν πολύ διεγερτική και επιπλέον το απολάμβανες τόσο που σε καμία περίπτωση δε θα επέτρεπα στον εαυτό μου να σου κάνει χαλάστρα. Έπειτα… έπειτα αυτό Ανδρέα ήταν κάτι που ήθελε η ίδια η Χριστιάνα να το κάνει για σένα, ήθελε να σε ευχαριστήσει. Μου το είπε μετά, όταν πήγες να φτιάξεις σοκολάτες.»
    - «Λένε ότι όταν σου χαρίζουν γάιδαρο να μην τον κοιτάς στα δόντια ωστόσο σε αυτή την περίπτωση δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, Φοίβη. Η Χριστιάνα δεν είναι γάιδαρος που μου χαρίζεται, είναι ένας άνθρωπος που έχει γίνει σημαντικός και για τους δυο μας.»
    - «Ανδρέα μου, κράτα αυτό: ήθελε να το κάνει και της άρεσε που το έκανε και της άρεσε ακόμα περισσότερο που το έκανε για σένα. Της αρέσει να προσφέρει. Μου το είπε χωρίς περιστροφές. Ναι, προφανώς και της αρέσει περισσότερο να γλείφει εμένα από το να κάνει πίπα σε σένα ωστόσο είναι κάτι που θα το κάνει με μεγάλη χαρά και προθυμία *ΓΙΑ ΣΕΝΑ* και το κάνει επειδή το επιθυμεί η ίδια. Το επιθυμεί η ίδια.»
    - «Εντάξει. Ωχ που να τα έλεγα αυτά και να μην με περνούσαν για τρελό!»
    - «Αυτοί που σε ξέρουν και σε καταλαβαίνουν δε θα σε περνούσαν ούτε στιγμή για τρελό γιατί θα καταλάβαιναν μια χαρά τους ενδοιασμούς σου. Αλλά στην περίπτωσή μας ισχύει αυτό που μου είχες πει και εσύ τις προάλλες: Σταμάτα να ανησυχείς γι’ αυτό και απόλαυσέ το!»
    - «Η αλήθεια είναι ότι το απόλαυσα!» μου είπε γελαστός.
    - «Ε, τότε η Χριστιάνα πέτυχε αυτό που ήθελε γιατί ήθελε ακριβώς αυτό: Να το απολαύσεις!»
    - «Εντάξει, εντάξει, το κατάλαβα!»
    - «Έχω κι εγώ ωστόσο να σου εξομολογηθώ κάτι»
    - «Ναι ε; Σαν τι;» με ρώτησε με περιέργεια.
    - «Να το βράδυ… που έβλεπα τη Χριστιάνα να σου κάνει πίπα… αναρωτήθηκα φευγαλέα πως θα ήταν εγώ να κάνω πίπα σε κάποιον άντρα και εσύ να μας βλέπεις. Και… και καύλωσα τόσο πολύ στην εικόνα που έκανα που κόντεψα να τελειώσω μόνο με τη σκέψη. Και μετά με έπιασαν τύψεις και παραλίγο να βάλω τα κλάματα και ευτυχώς κρατήθηκα γιατί θα το παίρνατε και οι δύο τελείως διαφορετικά και άντε μετά να σας εξηγήσω τι και πως…»
    - «Ένα-ένα μου τα βγάζεις» μου απάντησε.
    - «Ναι, το φαντάστηκα ότι δε θα σου άρεσε η εικόνα… αλλά δεν ήθελα να μη στο πω.»
    - «Θα ήθελες να το κάνεις αυτό;» με ρώτησε.
    - «Απλά το φαντασιώθηκα για μερικές στιγμές. Δεν ξέρω αν θα ήθελα ποτέ να κάνω τέτοιο πράγμα… εννοώ δεν έχω φανταστεί τον εαυτό μου με κάποιον άλλον και ούτε θέλω να κάνω κάτι τέτοιο… Εννοώ… αυτό που με έφτιαξε δεν ήταν η πίπα σε κάποιον άλλον αλλά το γεγονός ότι αυτό γινόταν μπροστά σου.»
    - «Γιατί αυτό συγκεκριμένα;» με ρώτησε.
    - «Δεν ξέρω μωρό μου. Απλά βλέποντας εσένα να έχεις γείρει και να απολαμβάνεις την πίπα που σου έκανε η Χριστιάνα… απλά μου ήρθε πώς θα μου φαινόταν να είμαι εγώ που κάνω πίπα σε κάποιον ενώ εσύ να μας βλέπεις… και… και καύλωσα, έτσι απλά!»
    - «Έλα εδώ» μου είπε και σηκώθηκα και στάθηκα μπροστά του. Δεν τολμούσα καν να τον κοιτάξω, έτρεμα από μέσα μου. Μου έκανε νόημα και έκατσα στα πόδια του. «Σε ευχαριστώ που μου το είπες»
    - «Σε στεναχώρησα όμως!» του απάντησα.
    - «Μου είπες κάτι που δεν ήξερες πως θα αντιδράσω όταν το ακούσω. Μου το είπες όμως Φοίβη, δεν το έκρυψες… δικαιώνοντας ακόμα μια φορά την εμπιστοσύνη που σου έχω!»
    - «Δε θα το έκανα ποτέ αυτό!» του είπα. «Απλά το φαντασιώθηκα για μερικές στιγμές!»
    - «Πόσα πράγματα δεν έχουμε κάνει τον τελευταίο καιρό που στην αρχή ήταν απλά φαντασίωση για μερικές στιγμές; Ομολογώ ότι δεν είχα φαντασιωθεί ποτέ κάτι τέτοιο και η ίδια η εικόνα δε θα έλεγα ότι με ξετρελαίνει αλλά από την άλλη… Φοίβη, χθες εσύ είδες εμένα να μου κάνει τσιμπούκι μια άλλη γυναίκα.»
    - «Δεν είναι το ίδιο μωρό μου, ήταν η Χριστιάνα, δεν ήταν μια απλή γυναίκα.»
    - «Και αν ποτέ γίνει αυτό που… δε θα είναι με τον πρώτο τυχαίο στο δρόμο. Όπως και να έχει, δε θέλω να νιώθεις άσχημα για τις φαντασιώσεις. Οι φαντασιώσεις είναι απλά φαντασιώσεις και στο τέλος της ημέρας… αυτό που έχει σημασία είναι οι πράξεις.»
    - «Σ’ αγαπάω!»
    - «Κι εγώ σ’ αγαπάω μωρό μου» μου απάντησε. «Αλλά προς το παρόν μόνο έναν άνδρα θέλω να πάρεις στο στόμα σου» συμπλήρωσε.

    Χαμογέλασα και σηκώθηκα από πάνω του. Ο Ανδρέας σηκώθηκε από την καρέκλα και έβγαλε πιτζάμα και μποξεράκι. Γονάτισα μπροστά του και αγκαλιάζοντάς τον από τους γλουτούς τον πήρα στο στόμα μου δίνοντας τον καλύτερο εαυτό μου. Έκλεισα τα μάτια μου και αφέθηκα στο ρυθμό που μου έδινε το χέρι του. Μου άρεσε να του κάνω πίπα, μου άρεσε το όργανό του να γεμίζει το στόμα του, μου άρεσε η γεύση του, μου άρεσε η μυρωδιά του, μου άρεσαν οι κοφτές του ανάσες μα πάνω απ’ όλα μου άρεσε η ηδονή που του πρόσφερα. Έχασα κάθε αίσθηση του χρόνου, όλο το είναι μου είχε επικεντρωθεί στην αίσθηση του γεμάτου στόματος μου και στις ανάσες του. Ένιωσα το γνώριμο τρεμούλιασμα και τους πρώτους σπασμούς και με κράτησε ακίνητη ενώ το στόμα μου πλημμύριζε με το σπέρμα του. Κατάπια ξανά και ξανά και ξανά μέχρι που δεν έμεινε τίποτα. Τραβήχτηκα απαλά φιλώντας του το κεφαλάκι και σήκωσα τα μάτια μου και τον κοίταξα. Κάθε μα κάθε φορά αυτή ήταν η ανταμοιβή μου, το βλέμμα του.

    - «Σε μένα και στον Ανδρέα είχε λείψει το πρωινό ή σε σένα;» με ρώτησε η Χριστιάνα που στεκόταν ακουμπώντας στην κάσα της πόρτας, δεν την είχαμε πάρει καθόλου χαμπάρι.
    - «Είσαι ώρα εδώ;» τη ρώτησα προσπαθώντας να σηκωθώ.
    - «Πριν λίγο σηκώθηκα και δεν έχω παράπονο, ήταν ενδιαφέρον το ξύπνημα!»
    - «Χριστιάνα, στο ντουλαπάκι δίπλα στον καθρέφτη έχω μια καινούργια οδοντόβουρτσα. Άνοιξέ την για να πλύνεις τα δόντια σου. Στο μεταξύ θέλεις καφεδάκι;» τη ρώτησα αλλάζοντας κουβέντα.
    - «Αχ ναι, θέλω ένα. Ξέρεις, μέτριο με λίγο γάλα!»
    - «Ξέρω μωρό μου» της απάντησα.
    - «Τι ξέρεις μωρό σου, αφού εγώ θα τον φτιάξω!» είπε ο Ανδρέας.
    - «Ξέρεις μωρό της!» του είπε πειρακτικά η Χριστιάνα και μπήκε στο μπάνιο.
    - «Ορίστε, μας δουλεύει και από πάνω!» είπε και σηκώθηκε να φτιάξει τον καφέ της Χριστιάνας. Λίγη ώρα αργότερα βγήκε και η Χριστιάνα. Πήγε και άνοιξε τα παράθυρα και μετά κάθισε στην άλλη άκρη του τραπεζιού. Ο Ανδρέας της έδωσε τον καφέ της και η Χριστιάνα ήπιε μια γερή γουλιά και άναψε ένα τσιγάρο.
    - «Ευχαριστώ Ανδρέα μου» του είπε με το χαμόγελο της Colgate ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της.
    - «Άντε, πιείτε τα καφεδάκια σας να ξεκινάμε σγα-σγα» είπε ο Ανδρέας.
    - «Γίνεται να κάνουμε κοπάνα από το ΙΤΕ το πρωί;»
    - «Εγώ δεν μπορώ, μωρό μου, έχω πολλή δουλειά!»
    - «Ουφ καλά!» είπα.
    - «Πλέον έχουμε το μηχανάκι. Ούτε εγώ έχω ιδιαίτερη δουλειά και η αλήθεια είναι ότι θέλω να ξεκινήσω τις επαναλήψεις. Έρχομαι και σε παίρνω αργότερα αν είναι και πάμε παρέα στο ΙΤΕ» μου είπε η Χριστιάνα.
    - «Νιιιι» είπα χτυπώντας παλαμάκια. «Και μπορούμε να περάσουμε και χμ… από την Καλοκαιρινού!»
    - «Το νου σου στο κοκό εσύ!» με πείραξε ο Ανδρέας.
    - «Πρρρρρ» του έκανα με τη γλώσσα και τα χείλη κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.
    - «Είσαι ζωγραφιά!» μου είπε ο Ανδρέας κάνοντάς με να χτυπήσω και πάλι παλαμάκια ενθουσιασμένη. «Ναι, κάντε το έτσι. Στο μεταξύ όταν πάω ΙΤΕ θα πάρω τηλέφωνο Νίκο και Μαρία για να κανονίσουμε Ευτύχη για το βράδυ!»
    - «Ναι αλλά δε θέλω να σε αφήσω μοναχούλη!» του είπα παραπονεμένα.
    - «Δε θα είμαι καλή παρέα μωρό μου, πρέπει να τελειώσω τις τροποποιήσεις που κάνω και έχω ακόμα αρκετό δρόμο μπροστά μου.»
    - «Ουφ καλά!» του είπα ξεφυσώντας. «Εσύ γιατί γελάς, μαδάμ;» ρώτησα τη Χριστιάνα.
    - «Τίποτα, απλά σας κάνω χάζι!»
    - «Λοιπόν, εγώ πάω να κάνω ένα ντουζάκι και έφυγα»
    - «Ανδρέα, θέλεις να σου φέρουμε τίποτα από το κέντρο;» τον ρώτησα.
    - «Ναι, δύο πίτσες από τα Έβερεστ και ένα περιποιημένο μεγάλο ποτήρι φραπέ από την κρεπερί.»
    - «Εντάξει μωρό μου» του είπα και ο Ανδρέας πήγε στο μπάνιο για να κάνει ντουζ.
    - «Θέλεις να διαβάσουμε παρεούλα;» ρώτησα τη Χριστιάνα.
    - «Δεν έχω εδώ τα βιβλία μου!»
    - «Πάμε σπίτι σου να διαβάσουμε, θα πάρω εγώ τις δικές μου σημειώσεις μαζί.»
    - «Αμέ, γιατί όχι; Τι θα διαβάσεις;»
    - «Απειροστικό και γραμμική άλγεβρα. Φρεσκάρισμα στη θεωρία και κυρίως θα λύσω ασκήσεις.»
    - «Εντάξει, κι εγώ θα κάνω πάλι επανάληψη Οικολογία-Ι και Οργανική-ΙΙ»

    Καθίσαμε λίγη ώρα και φλυαρούσαμε μέχρι που βγήκε και ο Ανδρέας από το μπάνιο. Πήγε μέσα και άλλαξε και λίγο αργότερα ήρθε να μας βρει στην κουζίνα. Πάνω στην ώρα, θα έλεγα, καθώς εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι, ήταν η κυρά-Ματούλα. Σηκώθηκα και πήγα και άνοιξα την πόρτα.

    - «Καλημέρα κορίτσι μου» μου είπε.
    - «Καλημέρα κυρά-Ματούλα!» της απάντησα.
    - «Σου έχω καλά νέα, με πήρε τηλέφωνο ο Χατζάκης, θα σου έχει έτοιμο το γραφείο αύριο το πρωί και όχι την επόμενη εβδομάδα που είχε πει αρχικά!»
    - «Υπέροχα!» είπα χαμογελαστή. «Έλα μέσα να δεις τη βιβλιοθήκη!» της είπα.
    - «Καλημέρα κυρά Ματούλα» της είπαν ντουέτο Ανδρέας και Χριστιάνα.
    - «Καλημέρα παιδιά μου» τους απάντησε και γύρισε να επιθεωρήσει τη βιβλιοθήκη.
    - «Εδώ κι εδώ λέμε να βάλουμε κάδρα!» της είπα.
    - «Να το στολίσεις όπως σ’ αρέσει!» μου είπε.
    - «Κυρά Ματούλα, θέλεις να σου φτιάξω ένα καφεδάκι;» τη ρώτησα.
    - «Όχι Φοίβη μου, σ’ ευχαριστώ. Έχω να πάω τον Ανδρέα στο ΠΕ.ΠΑ.Γ.Ν.Η για τις εξετάσεις του και θα φύγουμε σε λίγο.»
    - «Θα σας πάει η Ελένη;» ρώτησα εννοώντας την κόρη της.
    - «Όχι, η Ελένη είναι δουλειά. Θα καλέσουμε ραδιοταξί.»
    - «Κυρά Ματούλα δεν χρειάζεται» της είπε ο Ανδρέας. «Σε λίγο θα ανέβω στο ΙΤΕ, μπορώ να σας πάω εγώ στο ΠΕ.ΠΑ.Γ.Ν.Η, δίπλα είναι!»
    - «Αχ, σ’ ευχαριστώ αγόρι μου» του είπε η κυρά-Ματούλα. «Μέχρι να τελειώσεις τον καφέ σου θα έχω κατέβει με τον Ανδρέα» του είπε.
    - «Με την ησυχία σας κυρά-Ματούλα» της ανταπάντησε ο Ανδρέας και εκείνη αφού μας χαιρέτησε ανέβηκε πάνω. «Λοιπόν, τι θα κάνετε εσείς κορίτσια;»
    - «Διάβασμα. Απλά θα διαβάσουμε παρεούλα»
    - «Ωραία, ωραία. Και κατά τι ώρα λέτε να έρθετε πάνω;»
    - «Τι ώρα είναι τώρα; 10:30; Ε, μετά τις τρεις, να κάνουμε και το διάβασμά μας, να περάσουμε και μια βόλτα από το κέντρο. Λοιπόν, πάω να κάνω κι εγώ ένα ντουζάκι και επιστρέφω» τους είπα και τους άφησα και πήγα να κάνω ένα γρήγορο ντουζ. Ουφ, τι ωραία που ήταν χθες που είχαμε μπει μαζί και οι τρεις. «Φοίβη, συμμαζέψου» μάλωσα τον εαυτό μου, «έχεις και διάβασμα!». Κάθισα όλη κάτω από το καυτό νερό και το άφησα να κυλάει στο κορμί μου. Έλουσα τα μαλλιά μου και τρίφτηκα σε όλο το σώμα με το απαλό σφουγγάρι. Όταν τελείωσα έριξα και ένα γρήγορο σφουγγάρισμα και βγήκα για να πάω να αλλάξω. Μέχρι να στεγνώσω και το μαλλί μου, είχε κατέβει η κυρά-Ματούλα με τον κυρ-Ανδρέα.

    - «Λοιπόν, κορίτσια φεύγω!» μας είπε ο Ανδρέας και ήρθε να μου δώσει ένα πεταχτό φιλί. «Τα λέμε το απογευματάκι, να προσέχετε σας παρακαλώ!»
    - «Θα προσέχουμε μωρό μου» του απάντησα. «Λοιπόν, Χριστιάνα, έτοιμη κι εγώ, κάτσε να βάλω στην αγέλη να φάει και φεύγουμε!»
    - «Θέλεις βοήθεια;» με ρώτησε.
    - «Όχι, κατέβα με το μηχανάκι στην είσοδο και έρχομαι κι εγώ» της είπα. Έβαλα στην αγέλη να φάει και μετά βάζοντας στην τσάντα μου τις σημειώσεις απειροστικού και γραμμικής κατέβηκα και βρήκα τη Χριστιάνα που με περίμενε. Μου έδωσε το κράνος, το φόρεσα, ανέβηκα και ξεκινήσαμε. Δε μας πήρε ούτε 3 λεπτά να φτάσουμε έξω από το σπίτι της. Ανεβήκαμε πάνω και κάθισα στο τραπέζι του σαλονιού αδειάζοντας τις σημειώσεις μου.
    - «Πάω να κάνω κι εγώ ένα γρήγορο ντουζάκι και έρχομαι. Στο μεταξύ θα βάλω και γαλλικό να ετοιμάζεται.»
    - «Μια χαρά!» της είπα και την άφησα να πάει μέσα.

    Έβγαλα χαρτί και στυλό και άρχισα να μουρμουράω διαβάζοντας και γράφοντας. Απορροφημένη στο διάβασμα δεν κατάλαβα πότε πέρασε η ώρα μέχρι να έρθει στο σαλόνι και η Χριστιάνα με τους καφέδες. Τους άφησε στο τραπέζι και ξαναπήγε μέσα για να φέρει τα βιβλία και τις σημειώσεις της και ξεκίνησε και εκείνη το διάβασμα. Ανά μια ώρα κάναμε διάλλειμα δέκα λεπτά για να καθαρίσει το κεφάλι μας και μετά επιστρέφαμε στα διαβάσματά μας. Κόντευε 14:00 όταν αποφασίσαμε να σταματήσουμε για σήμερα. Η Χριστιάνα ήταν ντυμένη με τη φόρμα της οπότε πήγε μέσα για να αλλάξει, καθώς το βράδυ θα πηγαίναμε στον Ευτύχη.

    Κατεβήκαμε στο κέντρο και η αλήθεια είναι ότι με το μηχανάκι μας πήρε πολύ λιγότερη ώρα. Μιας και ξέραμε μόνο στο περίπου που ήταν το sex shop, πήγαμε στην αρχή της Καλοκαιρινού και την ανεβήκαμε μέχρι τη Μακαρίου χωρίς να το βρούμε. Κάναμε ένα μεγάλο γύρο, ξαναβγήκαμε στην Ίδης και μετά πήραμε την πρώτη παράλληλη της Καλοκαιρινού και εκεί ανακύψαμε σε ένα στενάκι το sex shop. Σταμάτησε το μηχανάκι και κατεβήκαμε και οι δύο ελαφρώς αμήχανες.

    - «Άντε πάμε!» είπα στην Χριστιάνα με προσποιητό κουράγιο. “Act like you have it and it shall be given to you” ή αλλιώς “fake it until you make it”

    Μπήκαμε στο sex shop και προσπαθούσα να κρατήσω το στόμα μου κλειστό με αυτά που έβλεπα.

    - «Μπορώ να σας βοηθήσω;» μας ρώτησε ο υπάλληλος του μαγαζιού αλλά τι να του έλεγα;
    - «Όχι ευχαριστούμε, απλά κοιτάμε!» του είπα, τι να του πω.
    - «Για δες αυτό» μου έκανε με νόημα η Χριστιάνα.
    - «Ο Χριστός και η Παναγία! Αυτό δεν είναι για σεξ, για ανασκολοπισμό είναι» είπα βλέποντας ένα πλαστικό πέος τεραστίου μεγέθους κάνοντας τη Χριστιάνα να βάλει τα γέλια. «Αυτό πώς σου φαίνεται;» τη ρώτησα δείχνοντάς της κάτι σε πιο φυσιολογικό μέγεθος. Το έπιασε στο χέρι της και το περιεργάστηκε.
    - «Δεν ξέρω! Καλό μου φαίνεται για δες κι εσύ!» μου είπε και το έπιασα στο χέρι μου. Ήταν περίεργη η αίσθηση αλλά δεν απείχε και τρομερά -στην αφή τουλάχιστον- από αυτή ενός κανονικού πέους. «Μεγαλούτσικο μου φαίνεται, μήπως να βρούμε κάτι μικρότερο;» την ξαναρώτησα.
    - «Δεν ξέρω… σάμπως έχω ξαναδοκιμάσει;» με ρώτησε και συνεχίσαμε την αναζήτηση. Βρήκαμε ένα σε πιο βολικό μέγεθος αλλά δε μας άρεσε ούτε το χρώμα του ούτε η υφή του. Τελικά αποφάσισα να πάρω τη βοήθεια του υπαλλήλου.
    - «Παρακαλώ;» μας είπε.
    - «Έχετε κάτι σαν αυτό αλλά σε λίγο μικρότερο μέγεθος; Και… και που είναι η ζώνη του;»
    - «Αυτό είναι σκέτη dildo. Βλέπετε από πίσω που έχει αυτή την εσοχή;»
    - «Ναι…» του απάντησα αβέβαιη.
    - «Είναι για να μπορεί να προσαρμοστεί σε ζώνη» είπε και μου έδειξε μια συλλογή. Δεν ήταν ακριβώς ζώνες, κάποιες έμοιαζαν με εσώρουχο που μπροστά είχε μια τρύπα.
    - «Αυτή!» μου είπε η Χριστιάνα δείχνοντάς μου μια ζώνη η οποία είχε και τιράντες και στη φωτογραφία οι τιράντες περνούσαν μπροστά από τα στήθη του μοντέλου.
    - «Μπαίνει αυτό το πράγμα εκεί;» την ρώτησα. Το κοιτάξαμε αναποφάσιστες και μετά ζητήσαμε εκ νέου την βοήθεια του υπαλλήλου. Μας έδειξε πως κούμπωνε. Μια χαρά, κρατήσαμε τη ζώνη και την dildo στην άκρη και ψάξαμε μήπως βρούμε και κάτι άλλο. Κάποια στιγμή είδα κάτι που έμοιαζε με μικρή ρακέτα. «Τι είναι πάλι τούτο;» ρώτησα φωναχτά.
    - «Αυτό είναι paddle» μας εξήγησε ο υπάλληλος που νόμιζε ότι μιλούσα σε εκείνον. Το κοίταξα πιο προσεκτικά και από την εικόνα δίπλα κατάλαβα τον προορισμό του. Χμμμ… εμένα μου άρεσε να τις τρώω με το χέρι. «Χριστιάνα, έλα λίγο εδώ» της είπα.
    - «Τι είναι αυτό;»
    - «Paddle, της απάντησα. «Καταλαβαίνω ότι είναι για ξυλιές αντί του χεριού.» Το πήρα στα χέρια μου και μου έριξα μια δοκιμαστική στον κώλο αλλά με το τζιν που φορούσα δεν κατάλαβα. Η Χριστιάνα φορούσε υφασμάτινο παντελόνι. Κοίταξα γύρω και όταν βεβαιώθηκα ότι ήμασταν μόνες, της έριξα μια με το paddle.
    - «Άου!»
    - «Πώς ήταν;»
    - «Πόνεσε!»
    - «Ναι, το κατάλαβα από το άου. Σε σχέση με το χέρι, πως ήταν;»
    - «Λίγο πιο έντονο!»
    - «Οκ, sold» απάντησα και συνέχισα να ψάχνω. Είχε μαστίγια, είχε βίτσες, είχε πολύ πράγμα. Πήρα μια βίτσα και έριξα μια δοκιμαστική στο χέρι μου. Δεν κατάλαβα κάτι. Μου έριξα μια γερή στα μπούτια και εκεί το κατάλαβα και το παρακατάλαβα. Πολύ οξύς πόνος. Από την άλλη η ιδέα να με χτυπάει ο Ανδρέας με τη βίτσα ή να το κάνω εγώ στη Χριστιάνα ήταν πιο διεγερτική από το paddle. Αποφάσισα να πάρω και τη βίτσα και το πολύ-πολύ να μας ξέμενε.
    - «Φοίβη, έλα να δεις!» μου είπε και πήγα και τη βρήκα μπροστά από μια συλλογή από δονητές. «Αχ, το ερωτεύτηκα αυτό!» μου είπε και μου έδειξε ένα μαρτζαφλάρι που είχε δύο εξογκώματα.
    - «Τι είναι τούτα;» τη ρώτησα.
    - «Αυτό μπαίνει μπροστά, το άλλο μέρος αν θες μπαίνει πίσω και αυτό κάνει μασάς στην κλειτορίδα!» μου είπε. Εγώ δεν ενθουσιάστηκα με την προοπτική αλλά από την άλλη εγώ δε χρειαζόμουν και δονητή. Η Χριστιάνα έκανε να το αφήσει.
    - «Γιατί δεν το παίρνεις;» τη ρώτησα.
    - «Ουφ, ντρέπομαι λίγο!»
    - «Κι εγώ αλλά τι να κάνω;» και της έδειξα το paddle, τη βίτσα και τη ζώνη με την πλαστική dildo. «Είδες πουθενά χειροπέδες;»
    - «Όχι!»
    - «Του Ανδρέα του άρεσε η ιδέα!»
    - «Ναι, το κατάλαβα… αλλά θέλει και κρεβάτι με κάγκελα!»
    - «Γιατί, ντε και σώνει πρέπει να δεθούμε στο κρεββάτι;»
    - «Τι να σου πω, ξέρω όσα είδα στο Βασικό Ένστικτο!»
    - «Δεν το έχω δει»
    - «Να το νοικιάσουμε να το δούμε!»
    - «Πού να το νοικιάσουμε και που να το δούμε;» τη ρώτησα.
    - «Εχμ, στο σπίτι δεν έχω μόνο τηλεόραση, έχω και βίντεο!»
    - «Σοβαρά; Δεν το είχα προσέξει!»
    - «Ναι, όταν ήμασταν στο δωμάτιο ήμασταν απασχολημένες με άλλα» μου είπε χαμογελώντας μου πονηρά.

    Συνεχίσαμε την περιήγησή μας και βρήκαμε και τις χειροπέδες αλλά το sex shop δεν είχε μόνο σεξουαλικά αντικείμενα, είχε και βιβλία, είχε και ρούχα είχε και εσώρουχα. Είδα ένα baby doll που το λάτρεψα.

    - «Ωραίο είναι!» μου είπε η Χριστιάνα όταν της το έδειξα. Τελικά διαλέξαμε ένα η κάθε μία μας και, αφού βεβαιωθήκαμε ότι θα μας έκανε, είμαστε και ψηλά κορίτσια, τι να κάνουμε, πήγαμε στο ταμείο με ένα ζευγάρι χειροπέδες, δύο baby doll, ένα δονητή, ένα paddle, μία βίτσα, ένα dildo και μια ζώνη για δαύτο. Εκεί κατόπιν παραινέσεως του παιδιού που δούλευε εκεί, πήραμε και δύο μπουκάλια με λιπαντικό.
    - «Ναι, δεν τα παίρνω αυτά μαζί μου στο ΙΤΕ!» είπα στη Χριστιάνα.
    - «Δεν χρειάζεται, να είναι καλά το μηχανάκι!»

    Δέκα λεπτά αργότερα ήμασταν έξω από το σπίτι μου. Πήρα τα δικά μου πράγματα και τα πήγα μέσα και τα καταχώνιασα μέσα σε ένα σάκο στην ντουλάπα. Η βίτσα δε χωρούσε οπότε αναγκαστικά την άφησα έξω, στριμώχνοντάς την σε μια γωνιά στο βάθος. Γύρισα και ανεβήκαμε στο σπίτι της Χριστιάνας για να αφήσουμε εκεί και τα δικά της πράγματα. Χαχανίζοντας και οι δύο κατεβήκαμε και πάλι στο μηχανάκι και πήγαμε Λιοντάρια για να πάρουμε τις πίτσες και τους καφέδες. Ευτυχώς η κρεπερί, είχε ειδικές σακούλες που έμπαιναν οι καφέδες που ήταν ό,τι έπρεπε για όσους έχουν μηχανάκι. Πήρα μια μονή και μια διπλή και τις άφησα για λίγο στην Χριστιάνα. Πετάχτηκα στο Έβερεστ και πήρα τέσσερεις πίτσες, δύο για τον Ανδρέα και από μία για μένα και τη Χριστιάνα και όταν γύρισα πίσω, και αφού έβαλα το κράνος, ανέβηκα προσεκτικά στο παπί και η Χριστιάνα μου έδωσε τις άλλες δυο σακούλες. Αυτή τη φορά -μιας και δεν ψάχναμε- ανεβήκαμε στα γρήγορα όλη την Καλοκαιρινού και πέντε λεπτά αργότερα βγήκαμε στην 62 Μαρτύρων, που ήταν πραγματικά μαρτυρική για όσους έχουν αυτοκίνητο. Με το παπί την περάσαμε στο τσακ-μπαμ και δεν αργήσαμε να φτάσουμε στο ΙΤΕ.

    - «Ήρθαμε!» είπα μπαίνοντας στο γραφείο του Ανδρέα, Ανδρέας ο οποίος μασουλούσε ένα μολύβι και μίλαγε μέσα από τα δόντια του.
    - «Καλώς τες!»
    - «Ορίστε και το καφεδάκι σου και οι πίτσες σου! Μίλησες με τα παιδιά;»
    - «Ναι αμέ, δώσαμε ραντεβού στις 21:00»
    - «Ανδρέα, όταν φεύγουμε θα πρέπει να πακετάρουμε και το PC μου, αύριο θα μου φέρει το γραφείο!»
    - «Κανένα πρόβλημα καρδούλα μου. Η Χριστιάνα;»
    - «Μέσα, με το Νικήτα κάτι λένε.»
    - «Πώς πήγε το διάβασμα;»
    - «Μια χαρά, δε σηκώσαμε κεφάλι μέχρι τη στιγμή που κατεβήκαμε κέντρο!»
    - «Το βρήκατε;»
    - «Αμέ! Θα τα δεις το βράδυ, δεν τα πήραμε μαζί μας!»
    - «Χαχαχα, εντάξει»
    - «Λοιπόν, μωρουλίνι, πάω μέσα να τελειώσω την εργασία μου στην Pascal και να δω τι θα κάνω μέχρι την ώρα που θα φύγουμε»
    - «Εντάξει Φοίβη μου»

    Γύρισα στο μεγάλο χώρο του εργαστηρίου και κάθισα στο γραφείο που είχα στήσει τον υπολογιστή μου, δίπλα από αυτόν που καθόταν η Χριστιάνα και ξεκίνησα. Εκεί είχα τη φαεινή ιδέα -επηρεασμένη από τα μαθήματα Unix- να δώσω δυνατότητα στο πρόγραμμα να μπορεί να δουλέψει και από command line, παρόλο που εν γένει ήταν menu driven. Αυτό σήμαινε κάμποσο rewrite στα internals αλλά σάμπως είχα να κάνω και τίποτε άλλο; Εκεί σκέφτηκα και άλλο abstraction, να μπορώ να ορίσω με custom configuration τη δομή του καταλόγου ώστε να μπορείς να προσθέσεις δυναμικά νέα πεδία ή να ορίσεις τελείως δική σου δομή. Μου άρεσε πολύ η νέα μου ιδέα και έπεσα με τα μούτρα να γράφω κώδικα. Ο τηλεφωνικός κατάλογος είχε μετατραπεί σε μίνι βάση δεδομένων της οποίας ο χρήστης μπορούσε να ορίσει τη δομή, τα πεδία, να κάνει αναζητήσεις, να μπορεί να αλλάξει on the fly βάση και να χρησιμοποιεί μια άλλη και φυσικά να μπορεί να τυπώσει σε εκτυπωτή ή οθόνη ή να εξάγει τα δεδομένα, είτε όλα είτε μέρος τους. Δε σήκωσα κεφάλι, με τράβηξε σούρνοντας η Χριστιάνα δύο φορές για να κάνουμε διάλειμμα. Καλά που τα έχωνα χθες στον Ανδρέα, δηλαδή!

    - «Κορίτσια, λέω να την κάνουμε σιγά-σιγά» είπε ο Ανδρέας. Κοίταξα το ρολόι μου, είχε πάει ήδη 19:30
    - «Αν καταφέρεις να ξεκολλήσεις την κυρία από το PC της» είπε αποδοκιμαστικά η Χριστιάνα κοιτώντας με.
    - «Από τώρα; Στις 21:00 δεν έχουμε ραντεβού με τα παιδιά;» ρώτησα προσπαθώντας να κερδίσω χρόνο, είχα πάρει φωτιά και δεν ήθελα να σταματήσω.
    - «Αύριο θα σου έρθει το νέο γραφείο, πρέπει να πάρουμε τον υπολογιστή μαζί μας και δεν θέλω να τον κουβαλάω με το αυτοκίνητο στο κέντρο, μπορεί να μη βρούμε να παρκάρουμε κοντά και δε θέλω να το έχουμε άγχος. Και έπειτα είναι ευκαιρία να αφήσει και η Χριστιάνα το παπί στο σπίτι της και να κατεβούμε στον Ευτύχη όλοι μαζί με ένα αυτοκίνητο!»
    - «Ουφ καλά!» είπα και σώζοντας το πρόγραμμα και σε δίσκο και σε δισκέτα, έκλεισα τον υπολογιστή. Τα κουτιά τα είχαμε βάλει στο γραφείο του Ανδρέα, οπότε δέκα λεπτά αργότερα ήταν όλα πακεταρισμένα και έτοιμα για την επιστροφή στο σπίτι. Κατεβήκαμε κουβαλώντας όλοι πράγματα στο parking και τα ταχτοποιήσαμε στο αυτοκίνητο.
    - «Χριστιάνα, θα περάσουμε να σε πάρουμε στις εννιά παρά!» της είπε ο Ανδρέας.
    - «Εντάξει, θα σας περιμένω!» μας είπε και αφού μας χαιρέτησε ανέβηκε στο μηχανάκι και ξεκίνησε. Ξεκινήσαμε κι εμείς λίγο αργότερα.

    Η Χριστιάνα αποφάσισε να πάει από Εθνική και έτσι την ακολουθήσαμε και εμείς και ο Ανδρέας φρόντισε να την έχει μπροστά του, με αρκετό χώρο ώστε να μπορεί να φρενάρει, χωρίς ωστόσο να αφήνει να χωθεί κάποιο άλλο αυτοκίνητο. Στρίψαμε στον Άη Γιάννη και πήραμε την Παπαναστασίου και πέντε λεπτά αργότερα ήμασταν μπροστά από το σπίτι. Η Χριστιάνα μας χαιρέτησε και ξεκίνησε ξανά. Ο Ανδρέας έβαλε μέσα το αυτοκίνητο και το έφερε σχεδόν μέχρι την πόρτα ώστε να μην μας πέσουν τα πάκια κουβαλώντας και πλέον ήμασταν οι δυο μας. Με το Σίμπα να μπλέκεται στα πόδια μας μας πήρε κάμποσο μέχρι να τακτοποιήσουμε όλα τα πράγματα. Τα άφησα στην κούτα τους, θα τα ταχτοποιούσα αύριο που θα ερχόταν και το γραφείο.

    Κοίταξα το ρολόι, ήταν ακόμα 20:00 και είχα αρχίσει να πεινάω, η πίτσα δεν έφτανε. Είχα ξεχάσει τελείως τα πράγματα που είχαμε αγοράσει από το sex shop, μου τα θύμισε ο Ανδρέας.

    - «Για δείξε μου τι πήρατε!»
    - «Αμέσως!» του είπα και πήγα στο δωμάτιο και έφερα τα πράγματα έξω.
    - «Τι είναι αυτό;» με ρώτησε δείχνοντας το paddle.
    - «Paddle» του απάντησα, «για να μην κουράζεις τα χεράκια σου»
    - «Χμμμ» είπε. «Ενδιαφέρον!»
    - «Α, ξέχασα και τη βίτσα!» είπα και σηκώθηκα να πάω μέσα.
    - «Την ποια;» με ρώτησε γουρλώνοντας τα μάτια του.
    - «Αυτό!» του έδειξα όταν επέστρεψα από την ντουλάπα.
    - «Ρε συ αυτό θα πονάει πολύ!»
    - «Ναι, η αλήθεια είναι ότι τσούζει!» του απάντησα.
    - «Και που το ξέρεις εσύ;» με ρώτησε καχύποπτα κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
    - «Έριξα μια δοκιμαστική στα μπούτια μου και φαντάσου ότι ήταν και πάνω από το παντελόνι. Θέλει λίγη προσοχή!»
    - «Δεν ξέρω…» είπε διστακτικά. «Να σου πω την αλήθεια στη σκέψη είναι πιο… διεγερτικό από τη ρακέτα που πήρες…»
    - «Paddle λέγεται» τον διόρθωσα.
    - «Ορίστε, έγινε και ειδική!»
    - «Μη διακόπτεις! Ορίστε, κοίτα τι πήρα για σένα» του είπα και του έδειξα το baby doll. «Πήρε και η Χριστιάνα ένα αλλά μη γλείφεσαι, πρώτα πρέπει να τα πλύνουμε!» του είπα.
    - «Να σε δω με τι μούτρα θα πας να τα πάρεις από το καθαριστήριο!» μου είπε.
    - «Με τα δικά σου!» του απάντησα κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.
    - «Μωρέ καλά σε λέω θηλυκό Μακιαβέλλι!» μου είπε γελώντας ακόμα!
    - «Ήμανε!» τον διαβεβαίωσα. «Επίσης πήρα και αυτό» του είπα και του άνοιξα το κουτί με τις χειροπέδες.
    - “Now you talking!” μου είπε.
    - «Α, και πήρα και ένα μπουκάλι λιπαντικό!»
    - «Χμμμ… τσούζει Θανάση μου;»
    - «Το κωλαράκι είναι φτιαγμένο για άλλη δουλειά και μου έχεις αλλάξει τα φώτα τις τελευταίες μέρες!» του είπα.
    - «Ναι, δεν έχω παράπονο!»
    - «Αυτό θα σου έλειπε. Πήραμε επίσης και ένα strap-on και ζώνη για να το φορέσω. Θα σου αρέσει, έχει και ζώνη και τιράντες»
    - «Μακριά απ’ τον κώλο μου!» απάντησε ο Ανδρέας.
    - «Δεν στο υπόσχομαι!» του δήλωσα «αλλά ναι, βασικά για αλλού προορίζεται. Δεν το πήρα μαζί μου, το άφησα στη Χριστιάνα. Επίσης η κυρία πήρε και δονητή αλλά εγώ δε χρειάζομαι, έχω εσένα!» του δήλωσα.
    - «I will do my best, ma’am” είπε πειρακτικά.
    - «Το καλό που σου θέλω αλλιώς θα σε κυνηγάω με το strap-on να δεις κι εσύ τη γλύκα, μεσιέ!»
    - «Η γλύκα θα είναι να μη με πιάσεις!» μου είπε βγάζοντας πειρακτικά τη γλώσσα του.
    - «Τέτοιος είσαι;» του είπα. «Άνοιξε το χέρι σου!»
    - «Μαααα…»
    - «Μαμούνια!»
    - «Ουφ» ξεφύσησε και μου άπλωσε τα χέρια του ανοιχτά. Πήρα τη βίτσα και του έριξα μερικές σε κάθε χέρι, όχι ιδιαίτερα δυνατές. «Αι! Αυτό πονάει!» μου είπε.
    - «Που να το φας στον κώλο!» του είπα.
    - «Είχα την εντύπωση πως η κεντρική ιδέα ήταν να το φας στον δικό σου κώλο!»
    - «Και της Χριστιάνας» απάντησα αφηρημένη.
    - «Δεν υπάρχει περίπτωση» μου είπε σοβαρεύοντας ξαφνικά.
    - «Όχι εσύ βρε, εγώ!»
    - «Έχει τέτοιες ορέξεις η Χριστιάνα;»
    - «Με το χέρι της αρέσει πάντως. Η αλήθεια είναι ότι σαν ιδέα μου αρέσει να σας ρίξω μερικές στα κωλαράκια σας με δαύτο»
    - «Άσε το κωλαράκι μου ήσυχο!» μου είπε.
    - «Γι’ αυτό κανόνισε φουκαρά μου!» τον ψευτοαπείλησα.
    - «Μη με απειλείς, μην πάρω την βίτσα και στον μαυρίσω!»
    - «Χιχιχι, αυτή είναι η ιδέα!» του είπα βγάζοντάς του τη γλώσσα.
    - «Σ’ αγαπάω!»
    - «Κι εγώ σ’ αγαπάω μωρουλίνι μου, πολύ πολύ πολύ!»
    - «Αλήθεια, τι σε έπιασε σήμερα και δε σήκωσες κεφάλι από τον υπολογιστή σου; Νόμιζα ότι είχες τελειώσει!»
    - «Είχα τελειώσει αλλά μετά σκέφτηκα να του προσθέσω και κάποιες extra λειτουργικότητες ώστε να μπορεί να κάνει κάποια βασικά πράγματα και από command line και αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε αλλαγή των internals και εκεί σκέφτηκα και άλλες αλλαγές και τελικά από τηλεφωνικός κατάλογος θα είναι μίνι βάση δεδομένων, ο χρήστης θα μπορεί να ορίσει ελεύθερα τα πεδία, τον τύπο τους, τα input masks και τα validations για καθένα από αυτά. Ουσιαστικά το ξαναγράφω από την αρχή.»
    - «Θα προλάβεις;» με ρώτησε.
    - «Ναι βρε. Και στη χειρότερη, έχω και την αρχική έκδοση που είναι μόνο τηλεφωνικός κατάλογος. Για μένα το κάνω, όχι για το μάθημα, μου αρέσει ο προγραμματισμός.»
    - «Οπότε αύριο δε θα έρθεις στο ΙΤΕ, ε;»
    - «Όχι μωρουλίνι μου… σε πειράζει;»
    - «Όχι, έχω κι εγώ αρκετή δουλειά ακόμα οπότε έτσι κι αλλιώς δε θα είχαμε και πολλά πάρε δώσε. Θα πάω από νωρίς αλλά θα γυρίσω αν είναι γύρω στις 17:00»
    - «Ωραία-ωραία, έχει μείνει λίγο μοσχάρι με μακαρόνια, κόβουμε και μια σαλάτα και αν χρειαστεί τηγανίζουμε και καμιά πατάτα.»
    - «Ουφ, μη μιλάμε για φαγητό, έχω λυσσάξει στην πείνα!» παραπονέθηκε ο Ανδρέας.
    - «Μια από τα ίδια, μη νομίζεις»
    - «Να σου πω, δεν ξεκινάμε σιγά-σιγά;»
    - «Στις 21:00 δεν είπες στα παιδιά;»
    - «Δεν πειράζει, θα παραγγείλουμε ορεκτικά και θα τους περιμένουμε, να τσιμπήσουμε έστω καμιά πατάτα ή λίγο σαλάτα.»
    - «Εντάξει μωρό μου, πάμε» του είπα και ξεκινήσαμε να πάρουμε τη Χριστιάνα. Κατέβηκα και χτύπησα το κουδούνι.
    - «Ποιος είναι;» ρώτησε στο θυροτηλέφωνο.
    - «Εμείς είμαστε Χριστιάνα, έχουμε λυσσάξει και οι δύο στην πείνα και λέμε να πάμε λίγο νωρίτερα.»
    - «Κανένα πρόβλημα, κατεβαίνω αμέσως!» μου είπε και πράγματι ένα λεπτό αργότερα κατέβηκε τα σκαλιά.
    - «Γρήγορα κατέβηκες!» της είπε ο Ανδρέας.
    - «Μα έτοιμη ήμουν, απλά είχα βάλει μουσική και σας περίμενα.»
    - «Ωραία, έμπα μέσα να ξεκινήσουμε»

    Είκοσι λεπτά αργότερα, και είκοσι λεπτά νωρίτερα από το αρχικά προγραμματισμένο ραντεβού, ήμασταν στον Ευτύχη. Παραγγείλαμε τα ορεκτικά και τις μπύρες και του είπαμε ότι περιμέναμε άλλους δύο για να παραγγείλουμε και τα κυρίως πιάτα. Η αλήθεια είναι ότι είχαμε λυσσάξει στην πείνα και οι τρεις και με πολύ κόπο συγκρατηθήκαμε και δεν ορμίσαμε στα ορεκτικά. Πάντως έστω και τσιμπολογώντας λίγες πατάτες, σαλάτα και ψωμί, έκανε την αναμονή πιο εύκολη. Στις 21:05 και με πέντε λεπτά καθυστέρηση εμφανίστηκαν Νίκος και Μαρία. Πετάχτηκα ενθουσιώδης και πήρα στην αγκαλιά μου τη Μαρία και της έσκασα δύο φιλιά στα μάγουλα.

    - «Μαράκι μουυυυυυυυ» της φώναξα και την άρπαξα στην αγκαλιά μου και έτσι όπως είναι και μινιόν, την έκανα και δυο σβούρες.
    - «Σιγά βρε τυφώνα, θα με διαλύσεις» μου είπε χαμογελώντας.
    - «Εμένα στο φτύσιμο, ε;» είπε ο Νίκος.
    - «Έλα εδώ βρε παραπονιάρη!» του είπα και τον έσφιξα στην αγκαλιά μου δυνατά.
    - «Σιγά βόα!» με πείραξε.
    - «Για να μη λες!» του ανταπάντησα. Αφού χαιρετήθηκαν και με τον Ανδρέα και με τη Χριστιάνα καθίσαμε όλοι μαζί στο τραπέζι και αρχίσαμε να λέμε πως τα περάσαμε την περίοδο των διακοπών. Στο μεταξύ ήρθαν από το μαγαζί και παραγγείλαμε και τα κυρίως πιάτα και συνεχίσαμε την κουβέντα μέχρι που ήρθε το φαγητό. Ένα έχω να πω, παραλίγο να αρχίσει να μου βγαίνει από τα αφτιά.

    - «Αααχ, από την πρόοδο στην Κβάντο-1 είχα να φάω έτσι» είπε ο Νίκος.
    - «Να φας ή να τον φας;» τον πείραξε η Μαρία.
    - «Λεπτομέρειες!» απάντησε.
    - «Δεν πειράζει, θα τους σκίσεις στην εξεταστική του Γενάρη» είπα προσπαθώντας να τον ενθαρρύνω.
    - «Με την όπισθεν» απάντησε αναστενάζοντας.
    - «Αισιόδοξος» τον πείραξε η Χριστιάνα.
    - «Ρεαλιστής» ανταπάντησε. «Τέλος πάντων, ό,τι είναι να γίνει θα γίνει!»
    - «Αφού δεν μπορείς να το αποφύγεις, προσπάθησε να το απολαύσεις!» τον πείραξε ξανά η Χριστιάνα.
    - «Μπα-μπα, πολύ ξεθάρεψε τούτη!» είπε ο Νίκος κοιτάζοντάς την.
    - «Κακές παρέες παιδί μου, τι περίμενες;» απάντησε χωρίς να διστάσει η Χριστιάνα.
    - «Οι χειρότερες!» τον διαβεβαίωσα και η Χριστιάνα με κοίταξε χαμογελαστή.

    «Να δεις τι σου ‘χω για μετά!» σκέφτηκα μέσα μου και με πολύ προσπάθεια κατάφερα να πνίξω ένα πονηρό γελάκι.

    --ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ--
     
  4. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 35ο
    (Ανδρέας)

    Χαιρετίσαμε τα παιδιά και κινήσαμε για το αυτοκίνητο έχοντας μια σακούλα αποφάγια για τον τριχωτό κροκόδειλο που ζούσε στην αυλή της Φοίβης. Τα κορίτσια ήθελαν να πάρουμε σοκολάτα και να δούμε ταινία στο βίντεο οπότε δεν τους χάλασα το χατίρι. Πάρκαρα κοντά στα λιοντάρια και τις άφησα να πάνε στο βίντεο κλαμπ και εγώ πήγα στην κρεπερί και πήρα τρεις ζεστές σοκολάτες, η μία με γεύση φράουλα και οι άλλες δύο με γεύση μπανάνα. Πήρα τις σοκολάτες στη βάση και γύρισα στο αυτοκίνητο για να τις περιμένω.

    - «Τη βρήκαμε!» είπε η Φοίβη χαρούμενη. Δεν είχα ιδέα ότι είχαν κάποια συγκεκριμένη στο μυαλό τους.
    - «Ποια ψάχναμε;» τη ρώτησα όταν μπήκαν μέσα και ξεκινήσαμε.
    - «Το βασικό ένστικτο» μου απάντησε.
    - «Ενδιαφέρουσα επιλογή!» είπα χαμογελώντας πονηρά.
    - «Κι εσύ την έχεις δει;» με ρώτησε.
    - «Δεν την έχω δει αλλά έχω ακούσει τα καλύτερα!» της είπα.
    - «Είναι ωραίο θρίλερ» είπε η Χριστιάνα.
    - «Οι περιγραφές που έχω ακούσει δεν παραπέμπουν σε θρίλερ!» την πείραξα.
    - «Και όμως είναι, θα δεις!» με διαβεβαίωσε.
    - «Ανδρέα, μην ξεχάσεις να σταματήσεις από το σπίτι για να δώσω τα κόκαλα στο Σίμπα.» μου υπενθύμισε η Φοίβη.
    - «Εντάξει μωρό μου» της είπα και πράγματι, όταν φτάσαμε στη Σόλωνος σταμάτησα έξω από το σπίτι της.
    - «Δε χρειάζεται να βγείτε, δε θ’ αργήσω!» είπε η Φοίβη και κατέβηκε από το αυτοκίνητο.
    - «Επιτέλους μόνοι» πήγα να πειράξω την Χριστιάνα.
    - «Αχνε!» μου απάντησε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. Πόσο είχε αλλάξει μέσα σε λίγο καιρό.
    - «Καλά το είπε ο Νίκος, έχεις ξεψαρώσει τελείως εσύ μαδάμ!»
    - «Μου πήρε λίγο αλλά τα κατάφερα!» απάντησε βγάζοντάς μου γλώσσα.
    - «Τι να πεις, είναι θαυματουργό αυτό το κορίτσι!»
    - «Μην υποτιμάς τον εαυτό σου και δεν αστειεύομαι τώρα Ανδρέα. Όλο αυτό που έχει γίνει σε μεγάλο βαθμό οφείλεται σε σένα.»
    - «Σ’ ευχαριστώ αλλά νομίζω…» ξεκίνησα να λέω αλλά η Χριστιάνα με διέκοψε.
    - «Δεν έχει “αλλά” Ανδρέα και δεν το λέω μόνο εγώ και η Φοίβη το ίδιο λέει.»
    - «Εγώ δεν το βλέπω έτσι. Εννοώ ότι η Φοίβη είναι στα μάτια μου το ίδιο γοητευτική όσο ήταν η 14-χρονη Φοίβη στον 17χρονο Ανδρέα και ας μην είχε γίνει τίποτα τότε μεταξύ μας. Μπορεί να μη φοράει τα χοντρά γυαλιά και τα σιδεράκια αλλά για εμένα δεν θα άλλαζε τίποτα, όπως δεν είχε αλλάξει για τον 17χρονο εαυτό μου που είχε τσιμπηθεί με ένα απίθανο 14χρονο μούτρο που τον έκανε να ξεκαρδίζεται στα γέλια και να μη θέλει να το αφήσει από την αγκαλιά του. Μόνη της έκανε τα όποια βήματα.»
    - «Ξέροντας ότι έχει εσένα δίπλα της, Ανδρέα, μην υποτιμάς τη συμβολή σου. Θυμάμαι… θυμάμαι εκείνο το μεσημέρι στο λιμάνι που μου είχε ξεφύγει… κι εσύ απλά μου χαμογέλασες ζεστά και μου είπες “θα τη βρεις και θα σε βρει κι εκείνη” λες… λες και ήταν το πιο φυσιολογικό…»
    - «Χριστιάνα!» της είπα αυστηρά.
    - «Λάθος λέξη… οκ, σα να ήταν το πιο συνηθισμένο πράγμα! Αυτό!»
    - «Εγώ δε θεωρώ επίτευγμα να αποδέχομαι τους κοντινούς μου ανθρώπους γι’ αυτό που είναι. Το θεωρώ περίπου αυτονόητο.»
    - «Θα έπρεπε αλλά δεν είναι» μου απάντησε. «Πέραν της Κατερίνας κανείς…» πήγε να πει αλλά τη διέκοψα.
    - «Έδωσες σε κανέναν την ευκαιρία;
    - «Όχι…» απάντησε διστακτικά.
    - «Δώσε την ευκαιρία και μπορεί να εκπλαγείς. Στο μεταξύ θα έχεις δίπλα σου και την Κατερίνα και την Φοίβη και εμένα και μην πεις “σ’ ευχαριστώ” θα πάρω πέτρα!»
    - «Αυτό λέγεται καταπίεση!»
    - «Να διαμαρτυρηθείς στο σωματείο!» την πείραξα.
    - «Αλήθεια, τι κάνει το σωματείο μια ώρα;» με ρώτησε.
    - «Καλή ερώτηση» απάντησα και αναρωτήθηκα τι να σχεδίαζε πάλι ο θηλυκός Μακιαβέλλι. Δεν προλάβαμε να αναρωτηθούμε περισσότερο γιατί εκείνη την ώρα βγήκε με ένα σάκο στο χέρι η περί ούσας ο λόγος. «Τι κουβάλησες πάλι;» την ρώτησα όταν μπήκε μέσα.
    - «Πήρα τις σημειώσεις μου για να κάτσω αύριο το πρωί να διαβάσω με τη Χριστιάνα» μας απάντησε.
    - «Αφού βρε όργιο αύριο το πρωί θα έρθει ο μαραγκός με το γραφείο σου» της υπενθύμισα.
    - «Χα! Αυτό νόμιζα κι εγώ αλλά πέτυχα την κυρά Ματούλα που πότιζε τις τριανταφυλλιές και μου είπε ότι ο ξυλουργός θα έρθει αύριο γύρω στις 14:00 οπότε μιας και εσύ θα πας πρωινιάτικα ΙΤΕ να κάνουμε κι εμείς κανένα διάβασμα!»
    - «Βρε την ξενοδόχα τη ρώτησες;»
    - «Η ξενοδόχα θέλει να βγει έξω και να αρχίζει να χορεύει από τη χαρά της!» απάντησε από πίσω η Χριστιάνα.
    - «Ορίστε άπιστε!» μου δήλωσε με στόμφο. Δεν απάντησα, τι να απαντούσα άλλωστε; Σε τρία λεπτά παρκάραμε μπροστά από το σπίτι της Χριστιάνας και ανεβήκαμε πάνω.
    - «Παιδιά, δώστε μου μισό να πάω να φορέσω κάτι πιο άνετο» είπε η Χριστιάνα.
    - «Ωραία βολευτήκατε εσείς» τους είπα, εγώ ήμουν ακόμα με πουκάμισο και τζιν.
    - «Σταμάτα γκρινιάρη, σου έφερα κι εσένα τις πιτζάμες σου» μου είπε η Φοίβη και τις έβγαλε από το σάκο και μου τις έδωσε. Ένιωσα λίγο άβολα να αλλάζω στο σαλόνι αλλά τι να έκανα; Γδύθηκα στα γρήγορα και φόρεσα τις πιτζάμες μου και δίπλωσα προσεκτικά πουκάμισο και παντελόνι. Η Φοίβη έβγαλε από το σάκο και τις δικές της πιτζάμες και το paddle. Μου χαμογέλασε συνωμοτικά και πήγε μέσα στο δωμάτιο της Χριστιάνας και σε λίγο ακούστηκε ένα «Άουυυ» και δυνατά χαχανητά. «Ανδρέα, έλα και φέρε και τις σοκολάτες» άκουσα από μέσα την Φοίβη.
    - «Μάλιστα κύριε Λοχαγέ» απάντησα και πήρα τις σοκολάτες και πήγα μέσα. Οι τσούπρες είχαν ξαπλώσει στο υπέρδιπλο κρεβάτι της Χριστιάνας και χαχανίζανε. Τους έδωσα τις σοκολάτες. Στο μεταξύ η Χριστιάνα είχε ανοίξει τηλεόραση και βίντεο οπότε απλά έβαλα την κασέτα μέσα και ανέβηκα κι εγώ στο κρεβάτι. Με τη Φοίβη στη μέση, ξαπλώσαμε αναπαυτικά και βάλαμε την ταινία να παίζει. Και δε φτάνει το ερωτικό περιεχόμενο της ταινίας, είχα και τη Φοίβη να μου βάζει χέρι σε διάφορες σκηνές, με αποτέλεσμα να με έχει κάνει πύραυλο. Προσπαθούσα να συγκεντρωθώ στην ταινία και δεν ήταν καθόλου εύκολο. Για παράδειγμα στη σκηνή που ο πρωταγωνιστής πήρε από πίσω την ψυχολόγο, η Φοίβη μου τον έπαιζε κανονικά και με το νόμο. Σε άλλη σκηνή την πήρα πρέφα να χαϊδεύει έτσι τη Χριστιάνα, αν κρίνω από τους μορφασμούς που έκανε το πρόσωπό της. «Ρε θα μας αφήσεις να δούμε την ταινία;» την κατηγόρησα.
    - «Γιατί μωρό μου, σε εμποδίζω;» μου απάντησε αθώα.
    - «Με παρενοχλείς σεξουαλικά!» της είπα.
    - «Καλά σου κάνω!» μου απάντησε θρασύτατα.
    - «Έτσι ε;» της είπα και πήρα το τηλεκοντρόλ, πάτησα στοπ και της ρίχτηκα και άρχισα να τη γαργαλάω. «Χριστιάνα, κράτα την ακίνητη!» φώναξα ενώ η Φοίβη από κάτω γελούσε και πάλευε να μου ξεφύγει.
    - «Προδοσία!» φώναξε μέσα από τα γέλια της η Φοίβη όταν τελικά η Χριστιάνα την άρπαξε από τη μία μεριά κρατώντας την γερά κάτω.
    - «Μωρέ θα ξεπληρώσεις όλες σου τις αμαρτίες» της φώναξα γελώντας ενώ ταυτόχρονα τη γαργαλούσα κάνοντάς την να χοροπηδάει. Την άφησα για λίγο για να βρει τις ανάσες της και μετά της όρμισα και πάλι. Την ίδια ιδέα είχε η Χριστιάνα και κάπως καταφέραμε και κοπανίσαμε τα κεφάλια μας, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει ένας νέος γύρος γέλιου ενώ η Φοίβη βρήκε την ευκαιρία και ελευθερώθηκε, κατέβηκε από το κρεββάτι και άρχισε να μας κάνει «νια νια νια νια νια» κοροϊδευτικά.
    - «Από καρούμπαλο σε καρούμπαλο πάω!» δήλωσα. «Στο τέλος θα βγει η βρώμα ότι με κακοποιείτε!»
    - «Άχου το το καημενούλι» είπε η Χριστιάνα.
    - «Α, έτσι ε;» της είπα και αυτή τη φορά της ρίχτηκα και άρχισα να τη γαργαλάω και εκείνη.
    - «Μηηηηηη χαχαχαχαχαχα μηηηηηηηη» πήγε να φωνάξει και εκεί ήρθε να με βοηθήσει και η Φοίβη κρατώντας την ακίνητη.
    - «Όλα εδώ πληρώνονται» της είπε και άρχισε και εκείνη να γαργαλάει τη Χριστιάνα με τη σειρά της, κάνοντας την τελευταία να κοντέψει να κατουρηθεί πάνω της από τα γέλια. Σταματήσαμε μόνο όταν κόντεψε να μας κοπεί η ανάσα και των τριών από τα γέλια. Πέσαμε και οι τρεις τάβλα ανάσκελα προσπαθώντας να βρούμε τις ανάσες μας.
    - «Αφού δεν κατουρήθηκα τώρα, δε θα κατουρηθώ ποτέ!» είπε η Χριστιάνα, ακόμα λαχανιασμένη.
    - «Για να μάθεις!» της είπε η Φοίβη. «Ορίστε, είδες τώρα τι μου έκανες;»
    - «Τι σου έκανα;» τη ρώτησε η Χριστιάνα.
    - «Μου θύμισες ότι κατουριέμαι!» είπε και ξεφυσώντας σηκώθηκε από το κρεββάτι και πήγε στην τουαλέτα.
    - «Ορίστε, πάλι εγώ φταίω!» μου ψευτοπαραπονέθηκε η Χριστιάνα.
    - «Είσαι η χειρότερη!» τη διαβεβαίωσα.
    - «Κι εσύ Βρούτε;» με πείραξε.
    - «Ταξιάρχου παρόντος…» της είπα κάνοντάς την να χαμογελάσει.
    - «Αυτό που το πας;»

    Δεν είπαμε κάτι άλλο, περιμέναμε τη Φοίβη να γυρίσει και όταν το έκανε συνεχίσαμε την ταινία από εκεί που είχαμε μείνει. Τελικά όντως ήταν ωραία ταινία και αρκετά ερεθιστική. Όταν τελειώσαμε, εγώ τουλάχιστον, είχα και πάλι καύλες και αν ήμασταν μόνοι μας θα είχα βάλει κάτω τη Φοίβη και θα της πετούσα τα μάτια έξω αλλά δεν είχα ακόμα αποκτήσει αυτό το θάρρος παρουσία της Χριστιάνας.

    - «Λοιπόν, τι κάνουμε τώρα; Την πέφτουμε για ύπνο;»
    - «Από τώρα;» ρώτησε η Φοίβη.
    - «Βρε, κοντεύει να πάει μία η ώρα» της απάντησα.
    - «Δε νυστάζωωωωω» είπε παραπονεμένα. «Εσείς νυστάζετε;» μας ρώτησε.
    - «Όχι» απάντησε η Χριστιάνα.
    - «Ούτε κι εγώ νυστάζω ιδιαίτερα αλλά έχω και πρωινό ξύπνημα» της υπενθύμισα.
    - «Έλα μωρέ Ανδρέα, δε θα πας να μοιράσεις και το γάλα. Θα χαλάσει ο κόσμος αν πας στις 12:00 και όχι στις 09:00;» με ρώτησε και η αλήθεια είναι ότι ένα δίκιο το είχε.
    - «Και τι θα κάνουμε;» τις ρώτησα.
    - «Παίζουμε αλήθεια ή θάρρος;» ρώτησε η Φοίβη. «Δεν έχω παίξει ποτέ!»
    - «Γιατί όχι;» είπα εγώ.
    - «Ουφ, αρκεί να μη με βάλετε να χτυπάω κουδούνια νυχτιάτικα!» είπε η Χριστιάνα που μάλλον είχε προηγούμενη και όχι τόσο ευχάριστη εμπειρία.
    - «Όχι-όχι!» τη διαβεβαίωσε η Φοίβη. «Πώς ξεκινάμε;»
    - «Χριστιάνα, βγάλε την τράπουλα του uno» της είπα, πράγμα που έκανε. «Τραβάμε ένα φύλλο ο καθένας, αυτός με το μικρότερο ξεκινάει και μετά αυτός με το δεύτερο μικρότερο φύλλο και τέλος ο τρίτος». Το κάναμε και η Χριστιάνα τράβηξε το μικρότερο φύλλο και εγώ το δεύτερο μικρότερο και το μεγαλύτερο η Φοίβη. «Λοιπόν Χριστιάνα, θάρρος ή αλήθεια;»
    - «Αλήθεια!» μας είπε.
    - «Ανδρέα, μπορώ να κάνω εγώ ερώτηση;» με ρώτησε η Φοίβη.
    - «Ευχαρίστως» της απάντησα.
    - «Λοιπόν Χριστιάνα, έχεις φιλήσει ποτέ άλλο κορίτσι από εμένα;» είπε κάνοντας τη Χριστίνα να κοκκινήσει. «Χμμμ, γιατί κοκκίνησες εσύ; Κάτι ύποπτο έχεις κάνει!»
    - «Δεν… δεν ήταν ακριβώς όπως εσένα αλλά ναι, έχω φιλήσει άλλο κορίτσι. Στην 3η γυμνασίου, παίζοντας πυθία. Εκεί άρχισα να καταλαβαίνω ότι… ότι προτιμώ τα κορίτσια από τα αγόρια. Εννοώ… στο ίδιο παιχνίδι φιλήθηκα και με αγόρια και με κορίτσια αλλά… αλλά μου άρεσε πολύ περισσότερο όταν απέναντί μου είχα κορίτσι.»
    - «Αχά!» απάντησε η Φοίβη. «Ωραία, σειρά του Ανδρέα τώρα. Αλήθεια ή θάρρος;»
    - «Αλήθεια» της απάντησα.
    - «Ωραία, Χριστιάνα θέλεις να κάνεις εσύ ερώτηση ή να κάνω εγώ;»
    - «Ξεκίνησε εσύ» της απάντησε η Χριστιάνα.
    - «Ωραία, Ανδρέα από πότε είχες βάλει στο μάτι τη Χριστιάνα, εννοώ πριν συμβεί ό,τι συμβεί με εμάς;»
    - «Χμμμ…» είπα προσπαθώντας να κερδίσω χρόνο, δεν περίμενα αυτή την ερώτηση αλλά σιγά που θα μου χαριζόταν η Φοίβη. «Την είχα προσέξει από πέρσι που ήταν πρώτο έτος… μεταξύ μας, ποιος δεν το είχε κάνει, αλλά τότε τα είχα με άλλη. Την τύχη μου μαζί της αποφάσισα να τη δοκιμάσω μετά τη χλαπάτσα που έφαγα με την Έλσα αλλά πριν προλάβω να φάω κι εγώ τη χυλόπιτά μου, προέκυψες εσύ και… the rest is history» της είπα χαμογελαστός.
    - «Σειρά σου» της είπα. «Αλήθεια η θάρρος;»
    - «Εγώ δεν είμαι κοτάρα σαν κι εσάς, θάρρος!» μας απάντησε.
    - «Ναι ε; Ωραία, βγες γυμνόστηθη στο μπαλκόνι» της είπα.
    - «Χα! Μασάω νομίζεις;» είπε και πέταξε το από πάνω μέρος της πιτζάμας της. Από κάτω δε φορούσε σουτιέν. Σηκώθηκε και πήγε προς το παράθυρο του δωματίου και το άνοιξε και βγήκε στο μπαλκόνι. «Μπρρρρ» ήταν το μόνο που είπε, ωστόσο κάθισε έξω μέχρι να της πω εγώ μετά από λίγα δευτερόλεπτα να μπει μέσα. Με το που το έκανε, χώθηκε κάτω από το σκέπασμα. «Χριστιάνα η σειρά σου»
    - «Ναι, εγώ δεν είμαι για κρυοπαγήματα νυχτιάτικα. Αλήθεια!»
    - «Θα σου κάνω εγώ ερώτηση» της είπα. «Από τη σχολή εδώ, πέρα από τη Φοίβη, σου αρέσει κάποια άλλη;»
    - «Χμμμ… ναι, μου αρέσει μια ψηλή συμφοιτήτρια της Φοίβης, δεν ξέρω το όνομά της και… και η… η Ελένη» είπε κοκκινίζοντας ελαφρά.
    - «Να ‘τα και τα πιπεράτα!» είπε η Φοίβη. «Ποιαν λες, την Ελευθερία;»
    - «Δεν ξέρω πως την λένε, είναι συμφοιτήτριά σου πάντως. Ψηλή, καστανή με σπαστά μαλλιά και φοράει και στρογγυλά γυαλάκια.»
    - «Ναι, την Ελευθερία λες. Πιάσε κόκκινο, και εμένα πέραν από εσένα η Ελευθερία είναι που… που… ξέρεις τώρα! Αλλά εντάξει, εμένα μου αρέσουν συγκεκριμένου τύπου γυναίκες… η Ελένη πώς προέκυψε; Εννοώ… έχει τελείως διαφορετικό στυλ από την Ελευθερία, είναι πολύ μινιόν!»
    - «Δεν ξέρω, μου αρέσει πολύ ο τύπος της, ο δυναμισμός της.»
    - «Περί ορέξεως!» απάντησε η Φοίβη. «Σαν φίλη δεν κάνω διακρίσεις αλλά σα γυναίκα, εγώ προτιμώ τη Μαρία και ας είναι κι εκείνη μινιόν για τα γούστα μου. Ανδρέα, σειρά σου!»
    - «Επειδή με είπες κοτάρα, θα επιλέξω θάρρος!»
    - «Θάρρος ε;» απάντησε η Φοίβη. «Περίμενε εδώ, Χριστιάνα έλα μαζί μου» είπε η Φοίβη και σηκώθηκαν και πήγαν και οι δύο στο σαλόνι προκαλώντας μου ένα ελαφρύ σύγκρυο, τι είχε βάλει στο μυαλό της ο θηλυκός Μακιαβέλλι; «Ανδρέα, για έλα από εδώ!» είπε η Φοίβη μετά από λίγη ώρα και πήγα και τις βρήκα και τις δύο να χαμογελάνε σα διαολάκια. «Ωχ!» είπα από μέσα μου. Η Φοίβη έκανε νόημα στην Χριστιάνα η οποία πάτησε play στο στέρεο. Αμέσως ακούστηκαν οι πρώτοι στοίχοι.

    Step inside
    Walk this way
    You and me babe
    Hey hey


    Αναγνώρισα αμέσως το κομμάτι, ήταν το “Pour some sugar on me” των Def Leppard. Τις κοίταξα χωρίς να καταλαβαίνω.

    - «Κάνε μας strip-tease» μου είπε η Φοίβη. «Να σου γαμήσω!» σκέφτηκα μέσα μου. «Έλα να βλέπω κίνηση!» είπε και κάθισαν και οι δύο αναπαυτικά στον καναπέ, η Φοίβη ακόμα γυμνόστηθη από πάνω.

    Τι να κάνω, ήπια το πικρό ποτήρι μέχρι τέλους και όχι τίποτε άλλο αλλά ήμουν και τέρμα καυλωμένος. Χόρεψα μέχρι που έμεινα τελείως τσίτσιδος και με το όργανο να μην λέει να πέσει παρά το γεγονός ότι μέσα μου ευχόμουν να ανοίξει η γη και να με καταπιεί. Τα κορίτσια άρχισαν να χειροκροτούνε και να σφυρίζουν και πάνω που είχα αρχίσει να προσεύχομαι στα σοβαρά να πέσει κάποιος μετεωρίτης πάνω μου η Φοίβη σηκώθηκε και ήρθε και χουφτώνοντάς με καλά-καλά με κοίταξε στα μάτια.

    - «Ο κήπος είναι ανθηρός» μου είπε με φωνή γεμάτη πάθος και αυτή τη φορά ήμουν εγώ που κόντεψα να κατουρηθώ από τα γέλια. Η άτιμη είναι απίθανη, στη φωτιά να μου ζητούσε να πέσω θα το έκανα χωρίς δεύτερη σκέψη. Όταν ηρεμίσαμε και οι τρεις από τα γέλια κινήσαμε να πάμε στο δωμάτιο γιατί μια δροσούλα την είχε.
    - «Λοιπόν κιουρία, σειρά σου!» της είπα. «Αλήθεια ή θάρρος;»
    - «Ας πω κι εγώ αλήθεια, έτσι για την αλητεία!»
    - «Κύριε-κύριε, να ρωτήσω εγώ;» είπε η Χριστιάνα κάνοντας μας και τους δύο να βάλουμε τα γέλια.
    - “Be my guest” της είπα.
    - «Έχεις φιλήσει, στο στόμα εννοώ, άλλο αγόρι ή άλλο κορίτσι εκτός από εμάς τους δύο;»
    - «Α, αυτό είναι ευκολάκι. Ο Ανδρέας ήταν ο πρώτος άνδρας που φίλησα στο στόμα και εσύ είσαι η πρώτη γυναίκα… Χμμμ… λάθος, η Μαρία ήταν η πρώτη που φίλησα σαν πείραγμα στο Μεξικάνικο αλλά ήταν απλά πείραγμα. Ουφ, μέχρι που μου ζήτησε να πάμε για καφέ το μωρουλίνι μου δεν είχα βγει ποτέ καν ραντεβού! Σειρά σου, αλήθεια ή θάρρος;» την ρώτησε η Φοίβη.
    - «Δε γαμιέται… θάρρος» είπε η Χριστιάνα και μας κοίταξε προκλητικά.
    - «Γδύσου τελείως, πέσε στα τέσσερα και πήγαινε στην κουζίνα και φέρε μου ένα ποτήρι νερό» της είπε η Φοίβη κάνοντάς τα μάτια μου να γουρλώσουν… και είχε και συνέχεια! «Στα τέσσερα!» Η Χριστιάνα κοίταξε για λίγο τη Φοίβη και μετά χαμηλώνοντας τα μάτια σηκώθηκε από το κρεββάτι και γδύθηκε τελείως. Μετά έπεσε στα τέσσερα και πήγε προς την κουζίνα.
    - «Φοίβη;» της είπα κοιτάζοντάς την με απορία.
    - «Τι; Θάρρος είπε!»
    - «Μήπως το παρατραβάμε;» τη ρώτησα αβέβαιος.
    - «Trust me» μου απάντησε απλά. Με το ποτήρι στο χέρι της πήρε λίγη ώρα της Χριστιάνας να έρθει στο δωμάτιο. Η Φοίβη σηκώθηκε και πήγε μπροστά της. Η Χριστιάνα κάθισε γονατιστή και της έδωσε το νερό. Η Φοίβη το πήρε και το ήπιε στα γρήγορα. Μετά χάιδεψε τη Χριστιάνα. «Good girl!» της είπε και της έβαλε ένα δάχτυλο στο στόμα, δάχτυλο το οποίο η Χριστιάνα άρχισε να πιπιλάει κατευθείαν και χωρίς να χρειαστεί να της πει τίποτε άλλο η Φοίβη. Ο πούτσος μου κόντευε να σπάσει.

    Η Φοίβη σηκώθηκε και έβαλε τη Χριστιάνα να κάτσει και πάλι στα τέσσερα. Μετά έβγαλε από την τσάντα της τη ζώνη και την dildo και τα φόρεσε. Αν τα μάτια μου ήταν γουρλωμένα μια φορά πριν, τώρα κόντεψαν να βγουν από τις ρίζες τους. Η Φοίβη χωρίς να πει τίποτε άλλο πήγε πίσω από τη Χριστιάνα και αφού της έτριψε για λίγο την dildo στο μουνάκι της, της το βύθισε μέσα του κάνοντας τη Χριστιάνα να μη μπορέσει να συγκρατήσει ένα μουγκρητό ηδονής. Εγώ χωρίς να το σκεφτώ άρχισα να τον παίζω ενώ η Φοίβη καθισμένη στα γόνατα πίσω από τη Χριστιάνα γαμούσε την τελευταία σα να μην υπάρχει αύριο. Που και που έχωνε καμιά στα κωλομέρια της Χριστιάνας η οποία δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα βογγητά της.

    - «Σ’ αρέσει μωρό μου;» τη ρώτησε η Φοίβη. «Σ’ αρέσει που σε γαμάω;»
    - «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ με τρελαίνει!» της απάντησε μέσα στα βογγητά της η Χριστιάνα ενώ η Φοίβη όργωνε με σταθερό ρυθμό το μουνάκι της. «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» της ξέφυγε ένα πολύ δυνατό της Χριστιάνας ενώ η Φοίβη ενέτεινε ακόμα πιο πολύ τον ρυθμό της.

    Αν πετύχει η μαλακία τύφλα να έχει το γαμήσι λένε και να σας πω, εκείνη τη φορά δικαιώθηκαν. Ίσα που πρόλαβα να σηκωθώ και να πάω δίπλα της και η Φοίβη καταλαβαίνοντας άνοιξε το στόμα της και της τον κάρφωσα μέσα. Κατάφερε και να καταπιεί το σπέρμα που πλημμύρισε το στόμα της χωρίς να τρέξει στάλα και να μου τον γυαλίσει σχεδόν και να μην χάσει το ρυθμό που γαμούσε τη Χριστιάνα και αν δεν μας άκουσαν σε όλη τη Φορτέτσα και εμένα και τη Χριστιάνα, να μη με λένε Ανδρέα. Δεν έχω λόγια να περιγράψω το βλέμμα της Χριστιάνας, είχε πιάσει γραμμή με το Θεό και δεν υπερβάλω. Η Φοίβη τραβήχτηκε και πήγε μπροστά της και τη σήκωσε.

    - «Σου άρεσε, μωρό μου;» τη ρώτησε κάνοντας τη Χριστιάνα να αρχίσει να κλαίει με λυγμούς.
    - «Ήταν υπέροχο! Υπέροχο! Ήταν… ήταν καλύτερο και απ’ όσο είχα τολμήσει να ονειρευτώ». Η Φοίβη τη χάιδεψε τρυφερά και της σκούπισε τα δάκρυα.
    - «Μωρό μου, ξάπλωσε σε παρακαλώ στο κρεββάτι» της είπα. «Είναι η σειρά μας να σε περιποιηθούμε!»
    - «Ναι!!!» είπε η Χριστιάνα. Η Φοίβη χαμογέλασε και ξάπλωσε στο κρεββάτι. Πέσαμε πάνω της και οι δύο, εγώ στο αριστερό στήθος και η Χριστιάνα στο δεξί. Μετά άφησα τη Χριστιάνα να κατέβει προς τα κάτω και εγώ συνέχισα να πιπιλάω και να δαγκώνω το ένα της στήθος ενώ με το άλλο μου χέρι χούφτωνα και τσιμπούσα τη ρώγα του άλλου. Η Χριστιάνα είχε χώσει το πρόσωπό της ανάμεσα στα πόδια της Φοίβης και την περιποιούνταν με το στόμα της. Δώσαμε και οι δυο μας τον καλύτερό μας εαυτό και δεν μας πήρε πάνω από δέκα λεπτά για να κάνουμε το σώμα της Φοίβης να τρέμει και να τραντάζεται.
    - «Ωχ Θεούλη μου, τι ήταν αυτό;» είπε η Φοίβη προσπαθώντας να βρει τις ανάσες της. «Ήταν απίστευτα δυνατός και παρατεταμένος, αστεράκια είδα!»
    - «Χαίρομαι που σου άρεσε μωρό μου» της είπα χαϊδεύοντάς την τρυφερά. Η Χριστιάνα είχε γείρει στην αγκαλιά της Φοίβης και σχεδόν χουρχούριζε.

    Ο ύπνος με πήρε χωρίς να το καταλάβω αλλά, όπως διαπίστωσα όταν ξύπνησα κάποια στιγμή αργότερα, τα κορίτσια δεν είχαν τελειώσει. Άνοιξα ξαφνικά τα μάτια μου και γύρισα να τις κοιτάξω τη στιγμή που έκαναν 69. Ποιοι Θεοί με είχαν ευλογήσει να ζω αυτό που ζούσα; Ο πούτσος μου έγινε κάγκελο στη στιγμή αλλά κρατήθηκα και δεν τις διέκοψα, είχαν πιάσει και οι δύο γραμμή με Βαλχάλα και δεν είχαν πάρει χαμπάρι ότι είχαν φιλοθεάμον κοινό. Με κατάλαβαν μόνο όταν τέλειωσαν και οι δύο και γύρισαν να ξαπλώσουν παρά το γεγονός ότι τον είχα βγάλει και τον έπαιζα.

    - «Μη με ρωτήσετε τι κάνω, γιατί σίγουρα δεν περιμένω το τρόλεϊ» τους είπα κάνοντας και τις δύο να βάλουν τα γέλια.
    - «Καυλοράπανο!» με κατηγόρησε η Φοίβη.
    - «Ναι, βγάλτε τη σκούφια σας και βαράτε με!»
    - «Άλλος βαράει τώρα!» είπε η Χριστιάνα προκαλώντας ένα νέο γύρο γέλιου.
    - «Ανδρέα, κάτσε στην άκρη του κρεβατιού» μου είπε η Φοίβη και τσακίστηκα να την υπακούσω. «Χριστιάνα, ξεκίνα εσύ!»
    - «Μάλιστα» της απάντησε η Χριστιάνα και σηκώθηκε και ήρθε στη μεριά μου. Γονάτισε, έπιασε κότσο τα μαλλιά της και με πήρε στο στόμα της. Όχι ότι δε μου άρεσε αλλά κοίταξα τη Φοίβη ερωτηματικά. Εκείνη έβαλε το δάχτυλο στο στόμα της κάνοντάς μου νόημα να σωπάσω. Μετά μου είπε άηχα «ξέρω τι κάνω». Μπορεί η Φοίβη να έκανε καλύτερο τσιμπούκι αλλά η Χριστιάνα δεν επιδείκνυε λιγότερη τέχνη. Σίγουρα ήταν πολύ καλύτερη και από τις τρεις πρώην μου -αν και με εκείνες δεν είχε γίνει ποτέ μέχρι τέλους- και μπορούσε και με έπαιρνε αρκετά βαθιά. Η Φοίβη ήρθε από πίσω μου και άρχισε να με φιλάει στο σβέρκο κάνοντάς με να ανατριχιάσω.
    - «Σ’ αρέσει μωρό μου;» με ρώτησε ψιθυριστά.
    - «Πολύ» της απάντησα στον ίδιο τόνο.
    - «Πιάσε της το κεφάλι και δώσε της ρυθμό» μου είπε.
    - «Φοίβη, μήπως…» πήγα να της πω αλλά με διέκοψε.
    - «Ξέρω τι κάνω μωρό μου» μου είπε.

    Έβαλα τα χέρια μου στο κεφάλι της Χριστιάνας και άρχισα να της δίνω εγώ το ρυθμό, ρυθμό τον οποίον ακολούθησε υπάκουα. Με ρουφούσε και με έπαιζε με τη γλώσσα της και μπορεί τα γούστα της να ήταν διαφορετικά αλλά το κορίτσι ήξερε να κάνει τσιμπούκι, όχι αστεία. Η Φοίβη από πίσω μου συνέχισε να με φιλάει στο σβέρκο και στα αφτιά.

    - «Πού θα τελειώσω;» τη ρώτησα ψιθυριστά.
    - «Στο στόμα της» μου απάντησε.

    Ενέτεινα τον ρυθμό μου ενώ η Φοίβη σταμάτησε να με φιλάει και άρχισε να με δαγκώνει. Ο συνδυασμός του πόνου από τις δαγκωνιές και η τέχνη που έβαζε η Χριστιάνα με έκαναν να χάσω τα αυγά και τα πασχάλια. Ο οργασμός μου ήρθε από το πουθενά, κράτησα την Χριστιάνα ακίνητη ενώ το όργανό μου άδειαζε με σπασμούς μέσα στο στόμα της. Μου ξέφυγε ένα μουγκρητό ηδονής ανάμειχτο με πόνο καθώς η Φοίβη με δάγκωσε πολύ δυνατά την ώρα που έχυνα. Δηλαδή τι δυνατά, κομμάτι κόντεψε να μου κόψει αλλά η καύλα ήταν πέραν πάσης περιγραφής. Η Χριστιάνα κατάπιε για τελευταία φορά και ύψωσε το βλέμμα της προς τα μένα, έχοντας ακόμα τον πούτσο μου στο στόμα της. Τραβήχτηκε απαλά και δίνοντάς στο κεφαλάκι ένα απαλό φιλί, σηκώθηκε.

    Αυτή τη φορά ήταν η σειρά μου. Γονάτισα μπροστά της και χωρίς να τη ρωτήσω έπεσα στα πόδια της και άρχισα να τα πιπιλάω ανεβαίνοντας σιγά-σιγά μέχρι το υπέροχο μουνάκι της. Το έπαιξα με τη γλώσσα μου και άρχισα να το ρουφάω. Η Χριστιάνα έπλεξε τα χέρια της στα μαλλιά μου και με κόλλησε πάνω της. Μη σταματώντας ούτε στιγμή να της γλείφω την κλειτορίδα, της έβαλα πρώτα τον αντίχειρα και μετά το δείκτη στο μουνάκι της, και όταν τέλειωσα άρχισα να της γαμάω ταυτόχρονα μουνί και κώλο, στο μουνάκι ο αντίχειρας στον κώλο ο δείκτης. Τα βογγητά της ηδονής της μου έδωσαν περισσότερο θάρρος και συνέχισα με ακόμα μεγαλύτερη ένταση να την περιποιούμαι με τη γλώσσα μου και τα δάχτυλά μου.

    Η Φοίβη είχε κάτσει στο κρεββάτι και μας κοιτούσε. Αναρωτήθηκα ακόμα μία φορά πώς ένιωθε η ίδια βλέποντας αρχικά μια άλλη γυναίκα να μου κάνει στοματικό και λίγη ώρα αργότερα να της το ανταποδίδω. Προσπάθησα να φέρω τον εαυτό μου στη θέση της. Πώς θα ήταν να έβλεπα τη Φοίβη να κάνει πίπα σε κάποιον άλλον; Όταν μου το είχε πει το πρωί, δεν το κρύβω ότι είχα σοκαριστεί. Εκείνη ωστόσο τη στιγμή η ίδια σκέψη που το πρωί με είχε σοκάρει τώρα με καύλωσε. Με καύλωσε και με ενοχλούσε και όσο πιο πολύ με ενοχλούσε τόσο πιο πολύ με καύλωνε. Στο μεταξύ εγώ ήμουν γονατισμένος μπροστά σε μια άλλη γυναίκα και της πρόσφερα το στόμα μου. Αν μπορούσε να το κάνει αυτό η Φοίβη, θα μπορούσα να το κάνω κι εγώ. Η πάλη αυτή μέσα μου είχε μετατραπεί σε ένταση με την οποία έκανα στοματικό στην Χριστιάνα ενώ με τα δάχτυλά μου της γαμούσα μουνί και κώλο. Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου και το μυαλό μου είχε παρασυρθεί σε ένα χαοτικό στρόβιλο, άκουγα χωρίς να ακούω και έβλεπα χωρίς να βλέπω, όταν το στόμα μου πλημμύρισε από τα υγρά της Χριστιάνας, η οποία ταυτόχρονα έσφιγγε τόσο πολύ τα μαλλιά μου που κόντεψε να τα ξεριζώσει και ο πόνος… ο πόνος ήταν υπέροχος.

    - «Θεούλη μου» είπε η Χριστιάνα πασχίζοντας να βρει την ανάσα της.
    - «Για τους φίλους Ανδρέας» της είπα κάνοντάς την να ξεσπάσει σε ένα αμήχανο γέλιο που εντάθηκε και στο τέλος κόντεψε να την πνίξει.
    - «Θα με πνίξεις!» είπε, την είχε πιάσει βήχας από το γέλιο και έφυγε τρέχοντας προς την κουζίνα.
    - «Στάσου, μύγδαλα!» της φώναξα κερδίζοντας ένα νέο γύρο γέλιου αυτή τη φορά και από τη Φοίβη.
    - «Νερόοοοο» φώναξε από μέσα η Χριστιάνα.
    - «Ναι κι εγώ θέλω αλλά μην έρθεις πάλι στα τέσσερα, θα τσούξει ο κώλος σου» της είπε η Φοίβη.

    Φρονίμως ποιούσα η Χριστιάνα γύρισε στα δύο.

    - «Μην το πιείς όλο» είπα στη Φοίβη.
    - «Άσ’την, θα σου φέρω εγώ άλλο» είπε και έφυγε προς τα μέσα και πράγματι λίγη ώρα αργότερα γύρισε με ακόμα ένα ποτήρι νερό. Το πήρα στα χέρια μου και το ήπια σχεδόν μονοκοπανιά. Η Χριστιάνα το πήρε από τα χέρια μου και πριν προλάβω να διαμαρτυρηθώ πήγε μέσα και το γέμισε εκ νέου.
    - «Σε ευχαριστώ αλλά δεν ήταν ανάγκη βρε Χριστιάνα, θα πήγαινα εγώ» της είπα.
    - «Μ’ αρέσει να σας περιποιούμαι!» μου είπε απλά και μου έδωσε το ποτήρι με το νερό. Το ήπια και αυτό.
    - «Θέλεις άλλο;» με ρώτησε και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «Πάω τα ποτήρια μέσα» είπε και πήρε και τα δύο ποτήρια και εξαφανίστηκε. Την ακούσαμε να μπαίνει στο μπάνιο.
    - «Φοίβη;»
    - «Τι είναι μωρό μου;»
    - «Αν θέλεις να το δοκιμάσουμε αυτό, θα το κάνω.»
    - «Ποιο;» με ρώτησε.
    - «Να… αυτό που μου είπες… Να… να κάνεις στοματικό σε κάποιον άνδρα κι εγώ να σε βλέπω.»
    - «Πώς σου ήρθε αυτό τώρα;» με ρώτησε.
    - «Σκεφτόμουν… σκεφτόμουν πριν πως… αν μου ζητούσες να πέσω στη φωτιά θα το έκανα χωρίς δεύτερη σκέψη.»
    - «Δε θα το κάνω ποτέ αυτό!» μου είπε.
    - «Το ξέρω καρδούλα μου. Ωστόσο αυτό δεν αλλάζει αυτό που νιώθω. Αν… αν πραγματικά θέλεις κάτι και είναι στο χέρι μου να στο δώσω, θα το κάνω.»
    - «Ανδρέα, μια φαντασίωση της στιγμής ήταν, όχι κάτι που έχω βάλει σκοπό να κάνω αμέτι μουχαμέτι»
    - «Αν μπορείς να το κάνεις εσύ, μπορώ να το κάνω κι εγώ. Εννοώ… έχεις δει δύο φορές μια άλλη γυναίκα να μου κάνει στοματικό και να της κάνω κι εγώ.»
    - «Η Χριστιάνα δεν είναι η πρώτη τυχούσα Ανδρέα»
    - «Και ούτε φαντάζομαι ότι αν ποτέ γίνει το άλλο θα είναι με τον πρώτο τυχόντα»
    - «Be that as it may, προς το παρόν δεν υπάρχει λόγος να το συζητάμε.»
    - «Εντάξει μωρό μου» της είπα και εκείνη τη στιγμή ήρθε στο δωμάτιο και η Χριστιάνα και ήταν η σειρά μου να πάω τρέχοντας στην τουαλέτα. Γύρισα μετά από λίγη ώρα, τα κορίτσια είχαν ξαπλώσει. Ξάπλωσα κι εγώ με τη σειρά μου κάτω από το πάπλωμα και έπιασα κουτάλα την Φοίβη που με τη σειρά της είχε πιάσει κουτάλα τη Χριστιάνα. Ξεθεωμένοι και οι τρεις μας πήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβουμε.

    Όταν ξύπνησα ήμουν μόνος μου. Κοίταξα το ρολόι μου, έλεγε 10:00. Σηκώθηκα και ντύθηκα στα γρήγορα και πήγα τουαλέτα, νόμιζα ότι θα σπάσει η φούσκα μου. Εκεί με περίμενε μια έκπληξη, υπήρχαν δύο νέες οδοντόβουρτσες στη ράχη των οποίων είχε ένα κολλημένο χαρτάκι. Το ένα έλεγε «Φοίβη ❤️» και το άλλο «Ανδρέας❤️». Χαμογέλασα και πήρα την οδοντόβουρτσα με το όνομά μου και έπλυνα τα δόντια μου. Τα κορίτσια ήταν στο τραπέζι του σαλονιού, φορώντας πιτζάμες. Έπιναν τον καφέ τους και διάβαζαν.

    - «Καλώς το μου» είπε η Φοίβη και σηκώθηκε και μου έδωσε ένα φιλάκι.
    - «Καλημέρα» τους είπα χαμογελαστός.
    - «Καλημέρα» μου είπε χαμογελώντας μου και η Χριστιάνα και μου γέμισε το φλυτζάνι με γαλλικό καφέ. Μου έβαλε μιάμιση κουταλιά ζάχαρη και γάλα, μπορεί ο γαλλικός να μην είναι ιδιαίτερα του γούστου μου αλλά η Φοίβη είχε κατατοπίσει την Χριστιάνα για το πως προτιμάω γενικά τους καφέδες μου. Στο τραπέζι ήταν επίσης και ένα πιάτο με δύο τοστ και ένα ποτήρι πορτοκαλάδα και η αλήθεια είναι ότι μια πείνα την έκανα.
    - «Μωρουλίνι μου, θα πρέπει να πας και αυτά στο καθαριστήριο» μου είπε η Φοίβη και μου έδωσε μια σακούλα η οποία φαντάστηκα ότι περιείχε τα baby dolls. Από τη μία ντρεπόμουν ελαφρώς να πάω εκεί μόνο για τα baby dolls, από την άλλη η σκέψη να τα φορέσουν οι δυο τους ήταν άκρως ερεθιστική.
    - «Μην ξεχάσεις ότι θα έρθει σήμερα το γραφείο» της υπενθύμισα, ακόμα μπουκωμένος.
    - «Δεν το ξεχνάω, θα κατεβούμε με τη Χριστιάνα στο σπίτι. Σου έχουμε και έκπληξη, σήμερα το κορίτσι θα φτιάξει και παστίτσιο με το οποίο θα συμπληρώσουμε το κοκκινιστό καθώς δεν έχει μείνει και πολύ!»
    - “Sold!” τους απάντησα. «Έχουμε ένα μπουκάλι με Αγιωργίτικο στο σπίτι σου, έτσι δεν είναι;»
    - «Δύο έχουμε!» μου υπενθύμισε.

    Όταν τέλειωσα το πρωινό μου ήπια σχετικά γρήγορα και τον καφέ και αφού τις χαιρέτησα κατέβηκα στο αυτοκίνητο. Πρώτα πήγα μια γρήγορη από το σπίτι μου για να αλλάξω, δεν ήθελα να εμφανιστώ στο εργαστήριο με τα ίδια ρούχα που φορούσα χθες. Μετά κατέβηκα και άφησα τη σακούλα με τα baby dolls στο καθαριστήριο. Μου είπαν ότι το απόγευμα θα τα είχαν έτοιμα. Ήθελα απεγνωσμένα ένα φραπέ οπότε αποφάσισα ότι άξιζε το πήξιμο που θα έτρωγα. Σταμάτησα με alarms μπροστά από την κρεπερί, για θέση parking εκείνη την ώρα ούτε για αστείο, και ζήτησα να μου φτιάξουν φραπέ ελπίζοντας να μην έρθει κανείς γιατί από το στενό δρόμο δε θα χωρούσε να περάσει αυτοκίνητο και έτσι θα έπρεπε να κάνω κύκλο. Ήμουν τυχερός, δεν πέρασε κανείς στα λίγα λεπτά που χρειάστηκε να μου φτιάξουν το φραπέ. Τον πήρα σε μια βάση, πλήρωσα και έφυγα. Η 62 Μαρτύρων ήταν όνομα και πράγμα εκείνο το πρωί, έφαγα κοντά στα 40 λεπτά μέχρι να βγω στον Γιόφυρο. Τελικά γύρω στις δώδεκα παρά έφτασα στο γραφείο και έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά. Σηκώθηκα μόνο για κατούρημα και για να πάω να πάρω ένα δεύτερο φραπέ.

    - «Πώς πάει;» με ρώτησε ο κύριος Βασίλης.
    - «Μια χαρά, τέλειωσα με την παραλληλία οπότε το μόνο που μένει είναι να γράψω και το shell script που κάνει το συγχρονισμό»
    - «Σου έχει δώσει το νέο batch ο Νικήτας;»
    - «Μου το έδωσε ο Μανώλης χθες, με υποσύνολό του έχω κάνει τους βασικούς ελέγχους. Σήμερα θα το τρέξω και με την παλιότερη έκδοση, την ίδια που έχουμε επεξεργαστεί και τα δύο πρώτα batches. Όταν τελειώσει θα τρέξω και τα τρία με τη νέα μέθοδο αλλά λόγω παραλληλίας είναι πολύ γρηγορότερη, υπολογίζω ότι μέσα σε ένα εξάωρο θα έχει τελειώσει και τα τρία batches. Και μετά θα κάνουμε την προσευχή μας ώστε τα νούμερα να είναι τα ίδια!»
    - «Αμήν!» απάντησε και με άφησε να συνεχίσω. Έπεσα με τα μούτρα και αν δεν χτύπαγε κάποια στιγμή το τηλέφωνο, ακόμα εκεί θα ήμουν.
    - «Παρακαλώ;» απάντησα.
    - «Έλα μωρουλίνι μου, πού είσαι; 19:00 έχει πάει!»
    - «Αμάν!» είπα κοιτάζοντας το ρολόι μου, είχα χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου. «Συγνώμη μωρό μου»
    - «Άσε τις συγνώμες και έλα γρήγορα, έχουμε λυσσάξει της πείνας.»
    - «Ναι καρδούλα μου, έρχομαι. Α, θα πρέπει να περάσω και από το καθαριστήριο.»
    - «Ακόμα εκεί είσαι;» με ρώτησε με ίχνος εκνευρισμού στη φωνή της.
    - «Τσακίζομαι» της απάντησα και έκανα στα γρήγορα logout. Σηκώθηκα και έφυγα λες και με κυνηγούσε ο Smaug. Ευτυχώς δεν είχε κίνηση και το καθαριστήριο ήταν κοντά στη έξοδο της Εθνικής προς την Κνωσσού. Πήρα τα δύο baby dolls τα οποία ήταν το καθένα προσεκτικά τοποθετημένο σε πλαστική σακούλα. Στο καπάκι πήγα στο ανθοπωλείο που ήταν δίπλα και πήρα δύο τριαντάφυλλα, ένα κόκκινο και ένα πορτοκαλί. Πήρα τα λουλούδια και κίνησα για το σπίτι της Φοίβης. Εκεί με περίμενε ο τριχωτός Smaug για να μου κάνει χαρούλες και ένα βαλς το ρίξαμε μέχρι να φτάσω στην είσοδο του διαμερίσματος της Φοίβης.
    - «Μπα, τον βρήκες το δρόμο πουλάκι μου;» με ρώτησε η Φοίβη σε mood Γαλατικού χωριού.
    - «Χίλια συγνώμη καρδούλα μου» της είπα. Εκεί έβγαλα το ένα τριαντάφυλλο και της το έδωσα κοιτάζοντάς την σαν κουτάβι
    - «Μην πας να με καλοπιάσεις εμένα Πολιτάκη!» μου είπε προσπαθώντας να πνίξει το χαμόγελο που πήγε να σχηματιστεί βλέποντας το λουλούδι.
    - «Αν είναι ποτέ δυνατόν!» της είπα αθώα. «Αγκαλίτσα;»
    - «Θα σε πνίξω!» μου είπε και με φίλησε τρυφερά στο στόμα. Γύρισα προς τη Χριστιάνα.
    - «Κυρία μου!» της είπα και της έδωσα το πορτοκαλί τριαντάφυλλο.
    - «Αχ, σ’ ευχαριστώ!» μου είπε με μάτια που έλαμπαν.
    - «Είσαι εσύ ένας!» είπε η Φοίβη χαμογελώντας.
    - «Μα δεν είμαι πραγματικά υπέροχος;» απάντησα χαμογελώντας αθώα και προκαλώντας την τύχη μου.
    - «Πολιτάκη, θα σε πνίξω!» με απείλησε η Φοίβη.
    - «Εμένα; Που σας έφερα και αυτά;» της είπα δείχνοντας της τις δύο σακούλες που είχαν μέσα τα baby dolls.
    - «Πήγαινε κάνε ένα γρήγορο ντουζάκι και έλα να φάμε!» είπε η Φοίβη και αμ έπος αμ έργο. Πήγα γρήγορα στο μπάνιο και χώθηκα κάτω από το ντουζ. Το καυτό νερό ήταν ότι έπρεπε, η αλήθεια είναι ότι είχα πιαστεί και τόση ώρα να κάθομαι στο γραφείο. Λούστηκα και πλύθηκα καλά με το σφουγγάρι. Όταν τελείωσα, σκουπίστηκα καλά-καλά και τυλιγμένος με την πετσέτα πήγα στο δωμάτιο και φόρεσα μια φόρμα.
    - «Το κοκκινιστό;» ρώτησα μην βλέποντας την κατσαρόλα.
    - «Το φάγαμε!» μου απάντησε η Φοίβη. «Για να μάθεις άλλη φορά να αργείς τόσο!»
    - «Χίλια συγνώμη βρε κορίτσια, πραγματικά!»
    - «Όχι ότι είχε μείνει και πολύ, λοιπόν κάτσε να φάμε!»
    - «Καθίστε εσείς. Θα σας σερβίρω εγώ» της είπα. Η Χριστιάνα κοίταξε τη Φοίβη και αφού η τελευταία της ένευσε, κάθισαν και οι δύο στο τραπέζι. Ήταν πολύ φανερή η εξουσία που είχε αρχίσει να αποκτά πάνω στη Χριστιάνα η Φοίβη αλλά θα μου πεις σάμπως εγώ πήγαινα πίσω; Έβγαλα το ταψί που το είχαν στο φούρνο για να μείνει ζεστό και το ακούμπησα στο τραπέζι. Πήρα τη σπάτουλα και έβαλα ένα κομμάτι στη Χριστιάνα και μετά ένα κομμάτι στη Φοίβη και στο τέλος έβαλα και για μένα. Άνοιξα το κρασί και τους γέμισα τα ποτήρια. «Θέλετε να κόψω σαλάτα;»
    - «Όχι μωρό μου, κάτσε να φάμε» μου είπε η Φοίβη. Κάθισα κι εγώ στο τραπέζι και ξεκινήσαμε να τρώμε. Η Χριστιάνα είχε ζωγραφίσει και πάλι, το παστίτσιο ήταν απίθανο. Όταν αποφάγαμε μάζεψα τα πιάτα και τα πήγα στο νεροχύτη και τα έπλυνα. Η Χριστιάνα πήγε στο παράθυρο και άναψε ένα τσιγάρο και άρχισε να το καπνίζει. Η Φοίβη πήγε δίπλα της και κάτι είπανε ψιθυριστά και αρχίσανε να χαχανίζουν. Τελείωσα με τα πιάτα και αφού τα σκούπισα στα γρήγορα τα έβαλα στην πιατοθήκη. Τα ποτήρια δεν τα είχα μαζέψει καθώς ακόμα πίναμε και οι τρεις μας. Τελείωσα και πήγα να επιθεωρήσω το καινούριο γραφείο. Ήταν πολύ όμορφο και μεγάλο και είχε πολύ χώρο παρά το γεγονός ότι πάνω του ήταν ο υπολογιστής, το monitor και τα ηχεία.
    - «Δε μου λέτε» τους είπα. «Είναι ακόμα 20:00, τα μαγαζιά είναι ανοιχτά. Θέλετε να πεταχτούμε να πάρουμε φωτιστικό για το γραφείο;»
    - «Χριστιάνα, έχεις όρεξη;» την ρώτησε η Φοίβη.
    - «Αμέ!» απάντησε εκείνη. Ήμασταν και οι τρεις ντυμένοι με φόρμες οπότε δε χρειάστηκε να αλλάξουμε. Κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο και πήγαμε στο μαγαζί με τα ηλεκτρικά είδη που είχαμε πάει τις προάλλες. Η Φοίβη είχε βάλει στο μάτι δυο φωτιστικά αλλά εκεί τα κορίτσια εντόπισαν και ένα τρίτο με το οποίο ερωτεύτηκαν και οι δύο. Ήταν πολύ ακριβότερο και από τα άλλα δύο μαζί αλλά ήταν πολύ όμορφο και κυρίως φοβερά εργονομικό. Ήταν μαύρο ματ και είχε τριπλό βραχίονα ο οποίος μπορούσε να στρίψει σε πολλές διαφορετικές γωνίες. Επίσης μπορούσε να τοποθετηθεί με διαφορετικούς τρόπους χωρίς να χρειάζεται απαραίτητα τρυπάνι. Η Φοίβη έφυγε και πήγε να δει και άλλα φωτιστικά και έμεινα εγώ με τη Χριστιάνα.
    - «Χριστιάνα» της είπα σιγά-σιγά. «Απασχόλησέ την να πεταχτώ δίπλα στο ATM να βγάλω χρήματα. Αυτό της αρέσει, αυτό θέλω να πάρει!»
    - «Ανδρέα, θέλεις να της το κάνουμε δώρο μισό-μισό; Δεν έχω πάνω μου χρήματα αλλά μπορώ να στα δώσω αύριο.»
    - «Αμέ!» της είπα χαμογελαστός. «Πήγαινε τώρα απασχόλησέ την με τρόπο ώστε να πάω να βγάλω τα λεφτά»
    - «Πετάω!» μου είπε και πήγε να βρει τη Φοίβη.

    Σιγά-σιγά και προσπαθώντας να μη με δει η Φοίβη βγήκα έξω και πετάχτηκα δίπλα όπου είχε ATM και τράβηξα το απαραίτητο ποσό. Γύρισα πίσω στα γρήγορα αλλά η Χριστιάνα είχε κάνει καλά τη δουλειά της, η Φοίβη δεν είχε πάρει χαμπάρι ότι είχα ξεπορτίσει. Πήγα στον υπάλληλο του ταμείου και του έδειξα το φωτιστικό που άρεσε στην Φοίβη και του έκανα νόημα να μην κάνει φασαρία. Μου χαμογέλασε και του έδωσα τα χρήματα. «Πάω να το φέρω από την αποθήκη» μου είπε ψιθυριστά. Εγώ σα να μην τρέχει τίποτα γύρισα και πάλι στα κορίτσια.
    - «Ουφ, δεν μπορώ να αποφασίσω ποιο από τα δύο. Βοηθήστε ρε παιδιά!» μας είπε η Φοίβη.
    - «Δεν ξέρω, εμένα μου αρέσουν και τα δύο» της είπα. «Χριστιάνα εσύ τι λες;» τη ρώτησα.
    - «Δεν μπορώ να αποφασίσω» μου είπε. Καθόμασταν και κάναμε πως συλλογιζόμασταν.
    - «Ουφ» έκανε η Φοίβη ξεφυσώντας.

    Εκείνη την ώρα ήρθε ο υπάλληλος με την κούτα. Μου χαμογέλασε και μου την άφησε με τρόπο δίπλα μου.

    - «Αποφάσισα» είπα τελικά.
    - «Κι εγώ» είπε η Χριστιάνα, έχοντας δει το κουτί δίπλα μου
    - «Ναι, ποιο;» με ρώτησε η Φοίβη χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει. Την έπιασα και την έκανα να γυρίσει.
    - «Αυτό» της είπα και της έδειξα το κουτί με το φωτιστικό που τόσο της άρεσε.
    - «Θα συμφωνήσω με τον κ. Πολιτάκη» είπε η Χριστιάνα με ένα χαμόγελο μέχρι τα αφτιά. Η Φοίβη έμεινε να μας κοιτάει σα χάνος για μερικές στιγμές.
    - «Από εμένα και τη Χριστιάνα» της είπα απλά. «Με γεια σου».
    - «Με γεια σου Φοίβη μου» της είπε και η Χριστιάνα με τη σειρά της.
    - «Δεν… δεν έχω λόγια» μας είπε βρίσκοντας επιτέλους τη φωνή της.
    - “What Phoebe wants is what Phoebe gets” της είπα πειρακτικά.
    - «Κερνάω milkshakes!» είπε η Χριστιάνα και η Φοίβη ήταν ακόμα κεραυνοβολημένη για να χτυπήσει παλαμάκια.
    - «Σας ευχαριστώ! Σας ευχαριστώ πολύ» είπε και ξέσπασε σε λυγμούς.
    - «Έλα κλαψιάρα» της είπα τρυφερά. «Πάμε να πάρουμε τα milkshakes μας»
    - «Ναι αλλά θα κεράσω εγώ και δεν σηκώνω κουβέντα!» μας δήλωσε.

    Λίγη ώρα αργότερα ήμασταν στα Λιοντάρια. Πάρκαρα πίσω από το πάρκο και Φοίβη και Χριστιάνα κατέβηκαν παρέα για να πάνε να πάρουν τα milkshakes. Εγώ έμεινα στο αυτοκίνητο χαμογελώντας σα ζαβό. Τα κορίτσια δεν άργησαν πάντως και 25 λεπτά αργότερα ήμασταν στο σπίτι. Τελικά αποδείχτηκε ότι δεν χρειαζόταν ούτε καν κατσαβίδι για να το συναρμολογήσουμε και να το τοποθετήσουμε, στο κουτί υπήρχε ένα μίνι κλειδάκι/κατσαβίδι που ταίριαζε με όλες τις βίδες και τα παξιμάδια που είχε το φωτιστικό. Είναι αυτό που λένε «ό,τι πληρώνεις παίρνεις», μπορεί να ήταν πανάκριβο αλλά άξιζε τα λεφτά του μέχρι δεκάρας. Τελικά το τοποθετήσαμε στο πλαϊνό πλευρό της βιβλιοθήκης και διαπιστώσαμε ότι μπορούσες να το στρίψεις με ακόμα περισσότερους τρόπους απ’ όσους αρχικά πιστεύαμε. Τοποθετήσαμε και την dimmer λάμπα αλογόνου, καθώς το φωτιστικό διέθετε και ροοστάτη και το ανάψαμε. Παίξαμε με το ροοστάτη και στο τέρμα του το φως ήταν σχεδόν εκτυφλωτικό. Το φωτιστικό έστριβε με χίλιους διαφορετικούς τρόπους και το αποτέλεσμα ήταν μια ευτυχισμένη Φοίβη με ένα χαμόγελο από το ένα αφτί μέχρι το άλλο.

    - «Αχ σας ευχαριστώ τόσο πολύ!» μας είπε και αυτή τη φορά μπορούσε να εκδηλωθεί. Πήρε πρώτα εμένα αγκαλιά και με φίλησε βαθιά στο στόμα και μετά έκανε το ίδιο και με τη Χριστιάνα. «Θέλετε να παίξουμε;» μας ρώτησε.
    - «Αμέ!» απαντήσαμε και οι δύο.
    - «Ποιο προτιμάτε, το Myst ή το Maniac Mansion?» Εγώ δεν ήξερα κανένα από τα δύο και μεταξύ μας δεν είχα πρόβλημα όποιο από τα δύο και αν έβαζε. Η Χριστιάνα ωστόσο είχε προτίμηση και την είπε.
    - «Θέλετε να παίξουμε το Maniac Mansion? Έχω παίξει με τον Θέμη το πρώτο!»
    - «Αμέ, γιατί όχι!» είπε η Φοίβη. Πήραμε δυο καρέκλες και κάτσαμε ο ένας αριστερά της και ο άλλος δεξιά της. Η Φοίβη άνοιξε τον υπολογιστή και από το DOS menu επέλεξε να βγει σε DOS αντί να συνεχίσει σε Windows. Έβαλε μέσα την πρώτη δισκέτα με το Maniac Mansion II και ακολούθησε τη διαδικασία του installation. Όταν με τα πολλά τελείωσε, ξεκίνησε το παιχνίδι. Η εισαγωγή ήταν πάνω από πέντε λεπτά, είχε απίθανα γραφικά και κατά τα φαινόμενα το παιχνίδι είχε πολύ χιούμορ. Παίξαμε γύρω στη μια ώρα και εκεί αποφασίσαμε ότι αρκετά για σήμερα, όσον αφορούσε τουλάχιστον το παιχνίδι στον υπολογιστή.
    - «Φοίβη, προχώρησες καθόλου τον κατάλογο;» τη ρώτησα.
    - «Αμέ! Κάτσε να σας δείξω» μου είπε και μας έκανε επίδειξη κάμποσων λειτουργιών. Το κορίτσι δεν είχε μόνο ταλέντο στον προγραμματισμό αλλά είχε σχεδιάσει και πολύ όμορφο και χρηστικό UI. Στο αρχείο που χρησιμοποιούσε για demo είχε ήδη περάσει κάμποσα τηλέφωνα και διευθύνσεις. Μετά μας έδειξε ένα άλλο αρχείο για ένα απλοϊκό μεν, λειτουργικό δε video club. Εκείνη τη στιγμή ούτε εγώ το ήξερα ούτε η Φοίβη, αλλά το απίστευτα κοφτερό μυαλό της είχε ανακαλύψει από μόνο του τις σχεσιακές δομές δεδομένων.

    Πού να το ήξερα τότε ότι αυτό το κορίτσι έμελλε να γίνει ο δημιουργός και ο κύριος maintainer μιας open source light βάσης δεδομένων που χρησιμοποιείται σχεδόν παντού όπου χρειάζεσαι SQL database engine και έχεις περιορισμένους πόρους ή δε χρειάζεσαι τέρατα όπως Oracle, MS SQL, Postgres και MySQL και πως το όνομα Phoebe Martinos θα είχε το δικό του λήμμα στη Wikipedia, με το σπόρο να έχει φυτευτεί από αυτή την εργασία στην Pascal-I του πρώτου εξαμήνου.

    - «Μπράβο μωρό μου» της είπα εντυπωσιασμένος.
    - «Νιιιιι» είπε και χτύπησε παλαμάκια με ενθουσιασμό κάνοντας και εμένα και τη Χριστιάνα να χαμογελάμε σαν κρετίνοι.
    - «Ουφ!» αναστέναξε η Χριστιάνα. «Παιδιά, θα πρέπει να φύγω, έχω να επιστρέψω και την κασέτα.»
    - «Ωραία, κατεβήκαμε κέντρο και δε μας έκοψε να περάσουμε να την επιστρέψουμε!» είπα εγώ. «Να σας πω, έχετε όρεξη για τσάρκα; Να πας σπίτι να αλλάξεις και να κατέβεις εδώ και μετά να κατεβούμε για μπυρίτσα στο κέντρο και να αφήσουμε και την κασέτα!»
    - «Νιιιιι!» είπε πάλι η Φοίβη χειροκροτώντας! «Αυτό να κάνουμε!»
    - «Αμέ!» απάντησε η Χριστιάνα με το χαμόγελο να έχει επιστρέψει. «Δώστε μου μισή ωρίτσα να προλάβω να κάνω και ένα ντουζάκι. Έτσι κι αλλιώς το βίντεο κλαμπ είναι ανοιχτό μέχρι τις 23:00»
    - «Αν θέλεις περισσότερη ώρα δεν υπάρχει πρόβλημα» της είπα. «Και που είσαι, μην κατέβεις με το μηχανάκι, θα ανέβουμε εμείς να σε πάρουμε»
    - «Εντάξει. Ωραία, να περάσετε να με πάρετε σε μία ώρα από τώρα;»
    - «Εντάξει, σε μια ώρα. Πού λέτε να πάμε; Αυγό;»
    - «Χιτζάζ!» είπε η Φοίβη. «Να δούμε πως είναι και να κάθεσαι σε τραπέζι, δε φαντάζομαι να γίνεται πατείς με πατώ σήμερα!»
    - «Ό,τι θέλουν οι κοριτσάρες μου» τους είπα.
    - «Λοιπόν πάω! Πετάω!» είπε η Χριστιάνα!
    - «Προσεκτικά γιατί θα σε αφαλοκόψω φουκαριάρα μου!» της είπε η Φοίβη.
    - «Ναι μαμά, θα προσέχω!» της είπε η Χριστιάνα και σηκώθηκε και εκεί η Φοίβη βρήκε ευκαιρία και της έριξε μια δυνατή στα μεριά κάνοντας τη Χριστιάνα να χοροπηδήσει χαχανίζοντας.

    Όταν έφυγε η Χριστιάνα η Φοίβη μπήκε να κάνει ένα γρήγορο ντουζ, εγώ είχα κάνει με το που γύρισα οπότε το μόνο που χρειαζόταν ήταν να αλλάξω. Η Φοίβη ωστόσο μπήκε μέσα και έκανε ντουζ με το πάσο της. Αφού στέγνωσε τα μαλλιά της πήγε μέσα στο δωμάτιο για να αλλάξει.

    - «Μωρό μου, βάλε στην αγέλη να φάει σε παρακαλώ» μου φώναξε από μέσα, πράγμα που έκανα. Πρέπει να τους είχε κόψει λόρδα γιατί απ’ έξω με περίμεναν σε παράταξη και οι τέσσερεις. Γέμισα με ξηρά τροφή τη γαβάθα του Σίμπα και μετά έβαλα φαγητό και στα γατιά και κάθισα και τα χάζεψα για λίγο όσο τρώγανε, ειδικά το Σίμπα που έκανε σα λυσσασμένος παρά το γεγονός ότι όπως κάθε πρωί έτρωγε μια κατσαρόλα με κρέας και ρύζι που του έφτιαχνε η κυρά-Ματούλα. Υπολογίζω ότι κάθε μέρα έτρωγε δυόμιση με τρία κιλά φαγητό. Γύρισα μέσα και κάθισα να περιμένω τη Φοίβη να ετοιμαστεί. Είχε ντυθεί με τα ίδια ρούχα που είχε βάλει το Σάββατο στο live κάνοντάς με να αναθεωρήσω και το δικό μου ντύσιμο. Δερμάτινο δεν ήμουν διατεθειμένος να βάλω και πάλι ωστόσο επέλεξα κι εγώ ένα πιο ταιριαστό outfit.
    - «Κούκλα είσαι!» της είπα.
    - «Ήμανε!» μου είπε. «Λοιπόν, πάμε να πάρουμε τη Χριστιάνα!»
    - «Δεν έχει περάσει ακόμα μια ώρα!» της είπα.
    - «Βρε πάμε που σου λέω!» επέμεινε οπότε τι να κάνω κι εγώ; Πράγματι τρία-τέσσερα λεπτά αργότερα ήμασταν από κάτω. «Κατέβα, δε χρειάζεται να περιμένεις στο αυτοκίνητο!» είπε και βγήκε και χτύπησε το κουδούνι.
    - «Ναι;» ακούστηκε από το θυροτηλέφωνο.
    - «Άνοιξε, ήρθαμε!»
    - «Δεν έχω προλάβει να ντυθώ!» διαμαρτυρήθηκε η Χριστιάνα.
    - «Γι’ αυτό ήρθα, για να σε προλάβουμε! Άνοιξε!»

    Αντί για απάντηση ακούσαμε το βουητό της πόρτας που ξεκλειδώνει και ανεβήκαμε πάνω. Η Χριστιάνα ήταν με στεγνό μαλλί ωστόσο τυλιγμένη ακόμα με το μπουρνούζι. Είδε τη Φοίβη και ξεροκατάπιε.

    - «Οκ, I got it» είπε αφού περάσαμε μέσα.
    - «Πάμε» της είπε η Φοίβη και πήγαν και οι δύο μέσα στο δωμάτιο. Η αλήθεια είναι ότι πολύ θα ήθελα να ακολουθήσω κι εγώ αλλά κατάλαβα ότι το πρώτο πληθυντικό δεν με περιλάμβανε, οπότε τι να κάνω, κάθισα στο σαλόνι να τις περιμένω. Από μέσα από το δωμάτιο άκουσα χαρούμενες φωνές και χαχανητά. Καλά που δεν είχα φορέσει το δερμάτινο, θα ήταν εξαιρετικά άβολο με τις καύλες που είχα εκείνη τη στιγμή. Έβαλα μουσική προσπαθώντας να αποσπάσω το μυαλό μου από τις εικόνες που γεννούσε. Που εδώ που τα λέμε δε χρειαζόταν και φαντασία, αρκούσε η αναδρομή στις προηγούμενες ημέρες.

    - «Έτοιμες κι εμείς!» μου ανακοίνωσε η Φοίβη. Η Χριστιάνα είχε φορέσει και εκείνη το φόρεμα που είχε φορέσει το Σάββατο και παρόλο που από τότε την είχα δει αρκετές φορές γυμνή, το μάτι μου καρφώθηκε και πάλι στο ντεκολτέ της.
    - «Σ’ αρέσουν τα μάτια μου;» με πείραξε.
    - «Σα δεν ντρέπεσαι, μπανιστιρτζή!» με κατηγόρησε η Φοίβη. «Λυσσάρη!» συμπλήρωσε.
    - «Δε μου λέτε, θέλετε να σας μαυρίσω τα ποπουδάκια και των δυο σας;» έκανα πως αγρίεψα.
    - «Αχνε!» μου απάντησαν ταυτόχρονα και έσκασαν στα γέλια. Τα κωλόπαιδα!
    - «Λοιπόν τσούπρες, πάμε!» τους είπα και κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο. Βρήκαμε να παρκάρουμε κάπου πίσω από τα Λιοντάρια και αφού πρώτα πήγαμε να αφήσουμε την κασέτα, πήγαμε μετά στην Χιτζάζ.

    Παρά το γεγονός ότι ήταν καθημερινή, είχε αρκετό φοιτητόκοσμο, κάθε κατεργάρης σιγά-σιγά γύριζε στον πάγκο του. Πάντως στον δεύτερο όροφο βρήκαμε τραπεζάκι να κάτσουμε. Φοίβη και Χριστιάνα ήταν εντυπωσιακές, τραβούσαν όλες τις αντρικές ματιές κάνοντας να χαμογελάνε ακόμα και τα μουστάκια μου. Παραγγείλαμε τα ποτά μας και στην αρχή δε μιλούσαμε, απλά ακούγαμε τη μουσική.

    - «Και όχι τίποτε άλλο αλλά τέτοια ώρα δεν μπορώ να πάρω και τη γιαγιά μου για να σας ξεματιάσει!» τους είπα.
    - «Ποιος ήρθε;» ρώτησε η Φοίβη.
    - «Σας τρώνε όλοι με τα μάτια, δεν το έχετε πάρει χαμπάρι;»
    - «Στο λαιμό να τους κάτσουμε!» ήταν η απάντησή της.
    - «Βασικά αλλού θα θέλαν να τους κάτσετε!» συνέχισα εγώ το πείραγμά μου.
    - «Μη φάνε, έχουμε γλάρο!» απάντησε αυτή τη φορά η Χριστιάνα.
    - «Κι εσένα σε κοιτάνε μεσιέ!» μου είπε η Φοίβη.
    - «Τα αγοράκια δεν είναι του γούστου μου!»
    - «Δεν αναφέρομαι στα αγοράκια, η κοριτσοπαρέα απέναντι σε έχει φάει!»
    - «Να τις φωνάξω να γίνουμε πολλές;» την πείραξα.
    - «Κανόνισε φουκαρά μου και θα σου κάνω εγώ ξεμάτιασμα, στην κυριολεξία!»
    - «Αυτό λέγεται καταπίεση!»
    - «Καλά σου κάνω! Δικός μου είσαι!» μου είπε. «Και εσύ νεαρά μην κοιτάς αλλού, κι εσύ δική μου είσαι! Και οι δύο είστε δικοί μου!» μας δήλωσε.
    - «Χριστιάνα, εγώ λέω να συνδικαλιστούμε!»
    - «Εμένα μου αρέσει η καταπίεση!» μου δήλωσε.
    - «ΙΙΙΙΙΙΙΚ, ψευταρού! Χθες μου είπες ότι σε καταπιέζω όταν σου είπα μην τολμήσεις να μου πεις ευχαριστώ!»
    - «Δεν εννοούσα από εσένα!» μου είπε και μου έβγαλε κοροϊδευτικά τη γλώσσα.
    - “Good girl” της είπε η Φοίβη και χαχανίσανε και οι δύο.
    - «Ένας στο χώμα χιλιάδες στον αγώνα!» απάντησα με πάθος αλλά μέσα μου το καταδιασκέδαζα, μου άρεσε απίστευτα αυτό το ping-pong που παίζαμε.

    Η υπόλοιπη βραδιά κύλισε όμορφα με συνεχή γέλια και πειράγματα. Γύρω στις 01:30 αποφασίσαμε να το διαλύσουμε καθώς την άλλη μέρα έπρεπε να πάμε στο ΙΤΕ και εγώ και η Χριστιάνα. Μόνο που όταν πήγαμε να αφήσουμε τη Χριστιάνα σπίτι της, διαπίστωσα ότι η Φοίβη είχε άλλα σχέδια.

    - «Μέσα θα κάτσεις;» με ρώτησε όταν βγήκαν και οι δύο από το αυτοκίνητο. Όχι ότι έφερα καμιά αντίρρηση, αυτό θα έλειπε! Κατέβηκα και εγώ και ανεβήκαμε και οι τρεις στο σπίτι της Χριστιάνας. «Ανδρέα βάλε μουσική!» μου είπε και πήρε τη Χριστιάνα και πήγαν στο δωμάτιο. Εγώ πάλι κουράστηκα κάμποσο να βρω σταθμό που έπαιζε απαλή μουσική αλλά τα κατάφερα. «Κλείσε τα μάτια σου» άκουσα τη Φοίβη να μου λέει και αυτό έκανα. «Μπορείς να τα ανοίξεις τώρα» μου είπε και όταν το έκανα όλο το αίμα στο σώμα μου μαζεύτηκε στο κάτω κεφάλι.

    Και οι δυο τους φορούσαν αυτά τα απίθανα baby dolls που τόνιζαν τις καμπύλες τους καλύπτοντας τα απολύτως απαραίτητα ώστε να δίνουν τροφή στη φαντασία. Φοίβη και Χριστιάνα πήγαν και έκατσαν στον καναπέ και άρχισαν να φιλιούνται και να μπαλαμουτιάζονται. Αποφάσισα να μη συμμετάσχω και απλά κάθισα απέναντι στην πολυθρόνα παρακολουθώντας τες. Τα κορίτσια δεν έμειναν και πολλή ώρα με τα baby dolls. Η Φοίβη χωρίς να σταματήσει να φιλάει τη Χριστιάνα την έβαλε να ξαπλώσει ανάσκελα και κάθισε από πάνω της. Κατέβηκε σιγά-σιγά προς τα στήθη της και συνέχισε να χαμηλώνει μέχρι που βρέθηκε ανάμεσα στα πόδια της. Όταν άρχισε να την γλείφει η Χριστιάνα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα αναφιλητά της ηδονής της. Εγώ είχα κατεβάσει παντελόνι και μποξεράκι αλλά δεν τολμούσα να τον παίξω, δεν ήμουν σίγουρος ότι θα κρατούσα ούτε δευτερόλεπτο και αρκέστηκα απλά στον να τον χαϊδεύω.

    - «Ανδρέα έλα εδώ» μου είπε κάποια στιγμή η Φοίβη και με έβαλε να συνεχίσω εγώ το στοματικό στη Χριστιάνα, πράγμα που έκανα με μεγάλη μου ευχαρίστηση αν,, και όπως διαπίστωσα, με λιγότερη ευχαρίστηση εκ μέρους της Χριστιάνας. Όχι ότι δεν της άρεσε αλλά ήταν φανερό ότι προτιμούσε χίλιες φορές τη Φοίβη η οποία είχε εξαφανιστεί. Γύρισε μετά από λίγο φορώντας το strap-on και με το paddle στο χέρι. Οι πρώτες έπεσαν στο δικό μου κώλο και δεν ήταν ιδιαίτερα δυνατές. «Έτσι και χάσεις το ρυθμό σου θα στον μαυρίσω!» μου είπε και συνέχισε να μου ρίχνει με το paddle στα κωλομέρια. Αν και κάποιες ήταν κάμποσο δυνατές δεν έχασα το ρυθμό μου και συνέχισα να γλείφω τη Χριστιάνα όσο καλύτερα μπορούσα. Η Φοίβη με σταμάτησε για λίγο και βύθισε τα δάχτυλά της στο μουνάκι της Χριστίνας που ήταν περισσότερο υγρό από rainforest την εποχή των μουσώνων.

    Σταμάτησε να με βαράει με το paddle αλλά δεν είχε σκοπό να με αφήσει στην ησυχία μου. Λίγο μετά ένιωσα τα δάχτυλά της στον κώλο μου και χωρίς να διστάσει μου έχωσε το μεσαίο δάχτυλο μέσα μου όσο πήγαινε. Το συναίσθημα ήταν απίστευτα ευχάριστα δυσάρεστο αλλά η όποια δυσφορία αρχικά ένιωθα άρχισε σιγά-σιγά να καταλαγιάζει. Αν και προς στιγμή είχα φοβηθεί ότι θέλει να χρησιμοποιήσει πάνω μου το strap-on τελικά αρκέστηκε να μου γαμάει τον κώλο με το δάχτυλό της όσο εγώ έγλειφα και πιπιλούσα το μουνάκι της Χριστιάνας.

    - «Σ’ αρέσει;» με ρώτησε.
    - «Πολύ» απάντησα πνιχτά.
    - “Good boy” μου είπε και συνέχισε να με γαμάει με το δάχτυλό της. Η όποια δυσφορία είχε πάει περίπατο, εκείνη τη στιγμή ακόμα και αν μου έβαζε το strap-on στον κώλο είμαι σχεδόν σίγουρος ότι θα καθόμουν χωρίς να πω κουβέντα. Τράβηξε το δάχτυλό της βίαια. «Σταματήστε» μας είπε. Εκείνη τη στιγμή είχε την απόλυτη εξουσία πάνω μας και ούτε καν μας περνούσε από το μυαλό να της εναντιωθούμε. «Ανδρέα, κάτσε στην πολυθρόνα!» με διέταξε. Σηκώθηκα και κάθισα στην πολυθρόνα. «Χριστιάνα κάτσε στα τέσσερα και πάρ’του τσιμπούκι» τη διέταξε. Η Χριστιάνα χωρίς να διστάσει σηκώθηκε από τον καναπέ και στην αρχή γονάτισε και μετά κάθισε στα τέσσερα μπροστά μου και με πήρε στο στόμα της. Ούτε ο ίδιος δεν ξέρω πως κατάφερα και δεν έχυσα με το που ένιωσα το όργανό μου στο στόμα της. Η Φοίβη, από την άλλη, κάθισε στα γόνατα πίσω από την Χριστιάνα και κάρφωσε πισωκολλητά το strap-on στο μουνάκι της τελευταίας και άρχισε να τη γαμάει. Δεν άντεξα άλλο.
    - «ΑΑΑΑΑΑΑΧ χύνωωωωω» είπα και γραπώνοντας την Χριστιάνα από το κεφάλι της το κράτησα ακίνητο ενώ ο πούτσος μου άδειαζε με ηδονικούς σπασμούς μέσα στο στόμα της κάνοντας τα μάτια μου σχεδόν να γυρίσουν.
    - «Ναι μωρό μου, χύσε την, χύσε την!» φώναξε από πίσω η Φοίβη μη σταματώντας ούτε στιγμή να γαμάει τη Χριστιάνα που προκειμένου να μην αρχίζει να ξεφωνίζει από την καύλα, προτίμησε να με κρατήσει στο στόμα της κάνοντάς μου δεύτερο συνεχόμενο τσιμπούκι. Ομολογώ ότι το δεύτερο δεν είχε την ποιότητα του πρώτου καθώς συχνά έχανε το ρυθμό της παρασυρόμενη από τη δική της ηδονή. Τον έβγαλε από το στόμα της φοβούμενη μην το δαγκώσει και πιάνοντάς τον από ψηλά του άρχισε να μου τον γλείφει από τη βάση του μέχρι που έβρισκε στο χέρι της σταματώντας μόνο για να ξεφωνίσει από τους απανωτούς οργασμούς.

    Μετά η Φοίβη φόρεσε το strap-on στη Χριστιάνα και γονάτισε μπροστά της και του πήρε τσιμπούκι κανονικά και με το νόμο, κάνοντας το σαγόνι μου να πέσει στο πάτωμα. Ήταν απίστευτα ερωτικό και προς στιγμή ξέχασα ότι η Φοίβη ήταν γονατισμένη μπροστά από μια άλλη γυναίκα και τσιμπούκωνε ένα απλό strap-on, άρχισα να τον παίζω φανταζόμενος ότι ήταν γονατισμένη και τσιμπούκωνε έναν άλλο άνδρα και…

    …και το τέλος ήρθε από το πουθενά και ο οργασμός ήταν τόσο έντονος… τόσο απίστευτος… που ίσα που πρόλαβα να πλησιάσω τη Φοίβη και να χύσω στο πρόσωπό της σαν να μην υπήρχε αύριο, αιφνιδιάζοντάς την κομμάτι είναι η αλήθεια. Μέχρι και στα μαλλιά της πετάχτηκαν, την έκανα σύχρηστη αλλά εκείνη το έριξε στο χαβαλέ.

    - «Τα λεφτά μου πίσω! Το manual δεν έλεγε για εκσπερμάτωση!» είπε.
    - «Από αλλού το περίμενες, από αλλού σου ήρθε» της είπα.
    - «Ε, αυτό είναι το θέμα, δεν το περίμενα αλλά αυτό ήρθε από το πουθενά!»
    - «Κάτσε να φέρω λίγο χαρτί να σε σκουπίσω» της είπε η Χριστιάνα και πήγε στην κουζίνα και γύρισε μετά από λίγο κουβαλώντας κάμποσες χαρτοπετσέτες και καθάρισε προσεκτικά τη Φοίβη. «Και όχι τίποτε άλλο, προηγουμένως κόντεψες να με πνίξεις, πότε πρόλαβες και γέμισες;»
    - «Εχμ…» είπα ευχόμενος να ανοίξει η γη να με καταπιεί. «Τι να σας πω βρε παιδιά, όταν έχω έντονο οργασμό… δεν ξέρω… κάπως βγαίνει και… και το δεύτερο δεν ξέρω… ήρθε τόσο ξαφνικά και…»
    - «Έλα χαζούλη, σε πειράζουμε!» είπε η Φοίβη. «Πάμε στο δωμάτιο, θέλω να δοκιμάσω κάτι άλλο. Εσείς καλά το διασκεδάσατε!» μας είπε και σηκώθηκε και πήγε μέσα. Έκανα νόημα στη Χριστιάνα -η οποία φορούσε ακόμα το strap on- να περάσει και την ακολούθησα από πίσω και πήγαμε στο δωμάτιο που μας περίμενε η Φοίβη. «Χριστιάνα, ξάπλωσε σε παρακαλώ μωρό μου» της είπε. Η Χριστιάνα έκανε να βγάλει το strap-on αλλά η Φοίβη την έκοψε. Όταν ξάπλωσε, η Φοίβη κάθισε πάνω στο strap-on αφήνοντας ένα δυνατό βογγητό. «Μωρό μου κράτα το» είπε στη Χριστιάνα και άρχισε να κινείται πάνω κάτω σε στυλ lady on top. Μπορεί να είχα χύσει δύο …κουβάδες πριν αλλά βλέποντας αυτή την εικόνα καύλωσα εκ νέου. Η Φοίβη μου έκανε νόημα να πάω από δίπλα της και χωρίς να σταματήσει να κουνιέται με πήρε στο στόμα της. Σταμάτησε και έγειρε αργά και προσεκτικά προς το μέρος της Χριστιάνας προσέχοντας να μη βγει το strap-on. Όταν έφτασε τόσο χαμηλά που τα στήθη τους βρήκαν μεταξύ τους γύρισε και με κοίταξε. «Σκίσε μου το κωλαράκι!»

    Πήγα από πίσω της. Δεν ήταν τελείως στα τέσσερα, θα χρειαζόταν να κάνω ακροβατικά για να καταφέρω να μπω μέσα της. Κάθισα γονατιστός από πίσω της και προσπάθησα να την ανασηκώσω. Η Φοίβη κατάλαβε τι είχα στο μυαλό μου και ανασήκωσε όσο μπορούσε το κωλαράκι της προσέχοντας ωστόσο να μη βγει το strap-on από το μουνάκι της.

    - «Χριστιάνα, που έχεις βάλει το λιπαντικό;» τη ρώτησε η Φοίβη.
    - «Στο συρτάρι» της απάντησε.
    - «Ανδρέα βάλε σε παρακαλώ λιπαντικό και πάνω μου και πάνω σου»

    Πήγα στο συρτάρι και το άνοιξα. Έβγαλα ένα μπουκαλάκι και το έδειξα στη Χριστιάνα. Μου ένευσε καταφατικά, οπότε το πήρα και πήγα πίσω από τη Φοίβη. Έβαλα κάμποσο στο δάχτυλό μου και το βύθισα σιγά-σιγά στο κωλαράκι της. Έκανα για λίγη ώρα κυκλικές κινήσεις μέσα της για να την ανοίξω. Όταν τέλειωσα έριξα λίγο ακόμα λιπαντικό ανάμεσα από τους γλουτούς της και το άπλωσα στην περιοχή δίπλα και μέσα από την πίσω τρυπούλα της. Μετά έριξα και στο όργανό μου και ένιωσα κάτι σαν ελαφρύ κάψιμο αλλά πέρασε πολύ γρήγορα. Ακούμπησα το όργανό μου στην τρυπούλα της και άρχισα να σπρώχνω απαλά. Το όργανό μου αν και συνάντησε αντίσταση άρχισε να γλιστράει μέσα της και ομολογώ πως η αίσθηση ήταν πολύ ανώτερη και από το σκέτο σάλιο αλλά και από τα κολπικά υγρά. Ήταν… δεν ξέρω πως να το πω καλύτερα, σα να έμπαινα σε πολύ σφιχτό μουνάκι. Βυθίστηκα σιγά-σιγά μέσα της αλλά λόγω της στάσης μπορούσε να μπει μόνο μέχρι τη μέση. Άρχισα να κινούμαι πιο γρήγορα παίρνοντας θάρρος από τα ηδονικά βογγητά της Φοίβης.

    Η Φοίβη προσπάθησε να κινηθεί ελαφρά μπρος πίσω αλλά δεν της βγήκε. Ομοίως ούτε η Χριστιάνα κατάφερε να μιμηθεί τον τρόπο που κινείται ένας άνδρας στο lady on top οπότε η Φοίβη αρκέστηκε στην αίσθηση να της γαμάω το κωλαράκι έχοντας το strap-on στο μουνάκι της. Ομολογώ ότι η αίσθηση ήταν αρκετά περίεργη και για μένα, ήταν σαν κάποιος να μου έβαζε κόντρα και λόγω της θέσης δεν μπορούσα να μπω όσο βαθιά ήθελα αλλά στο κορίτσι μου άρεσε πολύ αυτό που γινόταν, οπότε έδωσα κι εγώ τον καλύτερο εαυτό μου. Τη γαμούσα για πολλή ώρα έτσι μέχρι που κάποια στιγμή η Φοίβη μου ζήτησε να τραβηχτώ.

    - «Πήγαινε να πλυθείς» μου είπε και τσακίστηκα να πάω στην τουαλέτα να πλύνω καλά-καλά το όργανό μου. Άκουσα δυνατά βογγητά και όταν γύρισα η Φοίβη ήταν στα τέσσερα και από πίσω της η Χριστιάνα τη γαμούσε με το strap on. Μου έκανε νόημα να κάτσω στο κρεββάτι και όταν το έκανα έσκυψε και με πήρε στο στόμα της. Το θέαμα με τα στήθη της Χριστιάνας να χοροπηδάνε καθώς πηδούσε τη Φοίβη σε συνδυασμό με την εξαιρετική τέχνη της Φοίβης ήταν too much και κάπως έτσι τέλειωσα για τρίτη φορά στη βραδιά. Όπως η Χριστιάνα προηγουμένως, έτσι και η Φοίβη, δε σταμάτησε να με τσιμπουκώνει προσπαθώντας να κρατήσει το στόμα της κλειστό, ριψοκινδυνεύοντας πάνω στην καύλα της στιγμής να με κάνει …καστράτο. Όταν άρχισε να της έρχεται ο οργασμός τραβήχτηκε πάντως γιατί το τσιμπούκι της δυσκόλευε την ανάσα.

    - «ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ»

    Ε πες το έτσι!

    Λογικά ακουστήκαμε και πάλι αλλά χαλάλι. Ξάπλωσαν και οι δύο ξεθεωμένες, η μία αριστερά μου η άλλη δεξιά μου.

    - «Λοιπόν, η εκτίμηση μού για τους άνδρες ανέβηκε μερικούς πόντους!» μας δήλωσε η Χριστιάνα. «Ξεθεώθηκα!»
    - «Όχι, να δείτε τι θυσίες κάνουμε για σας!»
    - «Θα σου ‘λεγα τίποτα!» απάντησε από δίπλα μου η Φοίβη. «Να σ’ έβλεπα μεσιέ με το μαρτζαφλάρι μέχρι τον οισοφάγο ή στο κωλαράκι σου και θα σου έλεγα!»
    - «Εσύ γιατί γκρινιάζεις μαντάμ “σκίσε μου το κωλαράκι μου”, δε σ’ άρεσε;»
    - «Χιχιχι» είπε γελώντας πονηρά.
    - «Ελάτε να σας πάρω αγκαλίτσα» τους είπα και χωρίς να χάσουν λεπτό ξάπλωσαν και οι δύο τα κεφάλια τους στο στέρνο μου. «Πολύ μου αρέσει να σας έχω έτσι!»
    - «Νιιιι» είπε η Φοίβη. «Και μπορούμε να κάνουμε και αυτό!» είπε και ανασηκώθηκε ελαφρά και φίλησε τη Χριστιάνα.
    - «Για καθίστε φρόνιμα, δεν είμαι για τέταρτο γύρο!»
    - «Τότε κάτσε στ’ αυγά σου!» μου είπε η Χριστιάνα και με καβάλησε κανονικά και ρίχτηκε στη Φοίβη.
    - «Λυσσάρες!» είπα και έκανα στην άκρη για να τους δώσω χώρο. Έτσι όπως μπαλαμουτιάζονταν δίπλα μου ο κώλος της Χριστιάνας τρίφτηκε στον πούτσο μου και παρά τα προ ολίγου λεγόμενά μου το όργανό μου έγινε κατάρτι.
    - «Ανδρέα κρατάς πιστόλι ή χαίρεσαι που μας βλέπεις;» με ρώτησε η Χριστιάνα.
    - «Συγνώμη!» της είπα. «Απλά όπως τρίφτηκες πάνω μου απλά…»
    - «ΙΙΙΙΚ, τρίβεις τον κώλο σου στον πρόεδρο» την ρώτησε η Φοίβη.
    - «Κατά λάθος!» είπε η Χριστιάνα.
    - «Μωρέ θα στον μαυρίσω» της είπε η Φοίβη. «Κάτσε στα τέσσερα!»
    - «Μάλιστα» της είπε η Χριστιάνα μαγκωμένη και σηκώθηκε και κάθισε στα τέσσερα. Η Φοίβη πήρε το paddle.
    - «Πάρε κι αυτή, πάρε και τούτη, πάρε και κείνη!» της είπε αλλά πρέπει να ήταν εξαιρετικά σιγανές γιατί η Χριστιάνα άρχισε να χαχανίζει. Ξαπλώσανε και πάλι και τότε το λόγο τον πήρε η Χριστιάνα.
    - «Ουφ, προς στιγμή τρόμαξα» είπε στη Φοίβη.
    - «Γιατί μωρό μου;» τη ρώτησε.
    - «Να… αν και έγινε κατά λάθος, πραγματικά, νόμιζα ότι θύμωσες!»
    - «Όχι βρε χαζούλα, τι λες;»
    - «Εγώ νόμιζα ότι θύμωσες εσύ, Χριστιάνα» της είπα.
    - «Γιατί να θυμώσω; Εννοώ δεν πήρες εσύ να αρχίσεις να τον τρίβεις πάνω μου, εγώ τρίφτηκα έστω και κατά λάθος πάνω του.»
    - «Πολλές συγκινήσεις για μια μέρα!» είπα εγώ.
    - «Ναι, το διαπιστώσαμε εις τριπλούν!» είπε η Φοίβη βάζοντας τα γέλια.
    - «Με συγχωρείται, κοντεύω να σκάσω!» είπε η Χριστιάνα και πήγε στην τουαλέτα.
    - «Αλήθεια, τι σ’ έπιασε εσένα πριν;»
    - «Τι εννοείς;» την ρώτησα.
    - «Στο σαλόνι, που με έκανες χάλια! Δεν σε έχω ξαναδεί να τελειώνεις τόσο γρήγορα, ούτε μισό λεπτό δε σου πήρε και όχι τίποτε άλλο, είχε προηγηθεί και στοματικό!»
    - «Δε θα το πιστέψεις… αλλά…»
    - «Αλλά;»
    - «Καύλωσα τόσο πολύ με το σκηνικό που φαντάστηκα στη θέση της Χριστιάνας να είναι… να είναι άλλος άντρας. Ήταν τόσο απίστευτη η καύλα που δεν άντεξα ούτε μερικά χτυπήματα!»
    - «Σοβαρά;;» με ρώτησε η Φοίβη.
    - «Θα σου έλεγα κάτι τέτοιο για πλάκα ρε Φοίβη;» τη ρώτησα.
    - «Όχι μωρό μου, συγνώμη»
    - «Όπως και να έχει…δεν ξέρω… Ένιωσα απίστευτη καύλα σου λέω, το τέλος ήρθε από το πουθενά και ήταν… ήταν φοβερά έντονο!»
    - «Θα το έχω υπόψη μου» μου δήλωσε μισό-αστεία μισό-σοβαρά.
    - «Επίσης… πάλι τέλειωσα στο στόμα της Χριστιάνας χωρίς να την προειδοποιήσω. Και καλά χθες που μου το ζήτησες εσύ, αλλά σήμερα…»
    - «Εμένα με ρωτάς που θέλεις να τελειώσεις όταν σου κάνω πίπα;»
    - «Όχι ρε Φοίβη αλλά είναι διαφορετικό!»
    - «Όχι, δεν είναι. Η σχέση δεν είναι Ανδρέας-Φοίβη και Φοίβη-Χριστιάνα, είναι Ανδρέας-Φοίβη-Χριστιάνα.»
    - «Δεν είναι έτσι ακριβώς βρε Φοίβη. Η Χριστιάνα λατρεύει να την παίρνεις με το strap on, δε νομίζω ότι θα εκτιμούσε να της κάνω το ίδιο με τον πρόεδρο.»
    - «Μπορεί, αλλά στοματικό δεν έχει κανένα απολύτως θέμα να στο προσφέρει και αν δεν το έχεις καταλάβει η ίδια λατρεύει να δίνεται σε αυτούς που της το βγάζουν. Της αρέσει που σε ικανοποιεί ακόμα και αν δεν ξετρελαίνεται για την πράξη καθαυτή. Οπότε σταμάτα να το σκέφτεσαι.» Εκείνη τη στιγμή επέστρεψε η Χριστιάνα.
    - «Τι λέγατε;»
    - «Για σένα!» της απάντησε η Φοίβη.
    - «Τι λέγατε για μένα;» μας ρώτησε με ενδιαφέρον.
    - «Ο μεσιέ ένιωσε άσχημα που τέλειωσε στο στόμα σου ξανά χωρίς να σε προειδοποιήσει.»
    - «Αχ, τι γλυκούλης!» είπε η Χριστιάνα χαμογελώντας.
    - «Ρε με δουλεύετε και οι δύο;» τους είπα.
    - «Χριστιάνα, πες του εσύ!»
    - «Τι να του πω;»
    - «Που να τελειώνει όταν του κάνεις στοματικό!»
    - «Όπου θέλει»
    - «Μην το λες σε μένα, σε εκείνον πέσ’το» της είπε.
    - «Όπου θέλεις» είπε η Χριστιάνα κοιτάζοντάς με σταθερά στα μάτια μέχρι που αναγκάστηκα να κατεβάσω εγώ το βλέμμα μου.
    - «Ξέρεις τι άλλο μου είπε;» είπε η Φοίβη. «Ωχ!» σκέφτηκα μέσα μου. «Μου είπε ότι όταν έκανα πίπα στο strap-on με φαντασιώθηκε να είμαι γονατιστή και να κάνω στοματικό σε άλλον άνδρα! Δε θέλω να έχουμε μυστικά μεταξύ μας.»
    - «Εεεε» πήγα να πω αλλά με διέκοψε.
    - «Δε θέλω να έχουμε μυστικά μεταξύ μας!» επανέλαβε η Φοίβη. «Ανδρέα, είσαι straight αγόρι, σταμάτα να νιώθεις τύψεις που σ’ αρέσει ο κώλος και το στήθος της Χριστιάνας. Σταμάτα να νιώθεις τύψεις που θα ήθελες να την πάρεις από παντού». Χαμήλωσα το βλέμμα μου μην αντέχοντας να κοιτάξω ούτε τη μία ούτε την άλλη. «Χάρη σε σένα είμαστε και οι τρεις στο ίδιο κρεββάτι. Χάρη σε σένα ζούμε αυτό το ροντέο. Η σχέση δεν είναι Ανδρέας-Φοίβη και Φοίβη-Χριστιάνα, είναι Ανδρέας-Φοίβη-Χριστιάνα. Θέλω καθένας από τους τρεις μας να μπορεί να ικανοποιηθεί και να προσφέρει ικανοποίηση στον άλλον χωρίς τύψεις. Οκ, δεν είναι όλα για όλους, η Χριστιάνα μπορεί να μην θέλει τον πρόεδρο μπρος ή πίσω της όπως κι εσύ δε θα ήθελες να σε πηδήξω εγώ ή εκείνη με strap-on αλλά αυτό δεν αλλάζει κάτι.»

    Δεν μίλησα ούτε εγώ ούτε η Χριστιάνα. Εδώ και μέρες ήταν φανερό ότι τα γκέμια ήταν στα χέρια της Φοίβης και εκείνη ήταν απλά η στιγμή στην οποία το συνειδητοποίησε και η ίδια.

    - «Και δε θέλω αντιρρήσεις!»
    - «Μα εγώ δεν είπα τίποτα!» είπε η Χριστιάνα.
    - «Εσύ φύλα τον κώλο σου γιατί σάμπως και μου άρεσε το δάχτυλο!» ομολόγησα.
    - «Ορίστε, το μυαλό του στο κοκό!» είπε η Χριστιάνα πειράζοντάς με.
    - «Να μη μου τρίβεσαι!» της είπα.
    - «Μπα; Τι μας λες; Ό,τι θέλει θα σου κάνω!» είπε.
    - «Ε;»
    - «Η Φοίβη! Φοίβη, να του τριφτώ;»
    - «Κάν’τον άλογο!» της είπε και η Χριστιάνα την καβάλησε και ήρθε και μου τούρλωσε τον κώλο της.
    - «Ε, δεν τρώγεσαι» της είπα και της έχωσα μια γερή σφαλιάρα στα πισινά!
    - «Αχνε!» απάντησε η Χριστιάνα και κοντέψαμε να μείνουμε και οι τρεις από τα γέλια.

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  5. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 36ο
    (Φοίβη)

    Έχοντας έρθει κατευθείαν από τη βραδινή μας έξοδο, δεν ήθελα να βγω το επόμενο πρωί έξω φορώντας αυτά που φορούσα. Από την άλλη ,δε μου έκανε καρδιά να αφήσουμε τη Χριστιάνα μόνη της, πόσο μάλλον μετά τον παθιασμένο λόγο που είχα βγάλει. Χωρίς πολλά-πολλά, της είπα να πάρει μια αλλαξιά ρούχα για να έχει αύριο να φορέσει πηγαίνοντας στο ΙΤΕ και να φορέσει κάτι άνετο. Η Χριστιάνα με χαμόγελο από το ένα αφτί μέχρι το άλλο, σηκώθηκε και ντύθηκε στα γρήγορα φορώντας φόρμα και μέχρι να διαλέξει τι θα φορούσε αύριο, είχαμε ντυθεί και εγώ και ο Ανδρέας. Κατεβήκαμε στο δικό μου σπίτι και επειδή ήταν αρκετά αργά πήγαμε κατευθείαν για ύπνο.

    - «Όχι ότι δε μου αρέσει η παρέα σας αλλά θα προτιμούσα για σήμερα να κοιμηθώ στο άλλο κρεββάτι!» μας είπε ο Ανδρέας.
    - «Αν ελπίζεις σε νυχτερινό μπανιστήρι, να τα ξεχάσεις αυτά μεσιέ, είμαι κουρασμένη!» του απάντησα.
    - «Εγώ όχι!» μου είπε η Χριστιάνα βγάζοντας τη γλώσσα της.
    - «Κάτσε καλά εσύ, γιατί θα βγάλω τη βίτσα από τη ντουλάπα!» την ψευτοαπείλησα.
    - «Το ράβω!»
    - «Σοβαρά Φοίβη, νιώθω λίγο πιασμένος και θα ήθελα να μπορώ να απλωθώ.» μου είπε ο Ανδρέας.
    - «Εντάξει μωρουλίνι μου.» του είπα. Του έδωσα ένα τρυφερό φιλάκι και μένοντας μόνο με το φανελάκι και το κιλοτάκι, ξάπλωσα στο άλλο κρεββάτι. «Εσύ μαντάμ τι περιμένεις, πρόσκληση;» ρώτησα τη Χριστιάνα. Δεν απάντησε, έβγαλε και αυτή το πάνω και το κάτω μέρος της φόρμας της και περνώντας από πάνω μου πέρασε στη μέσα μεριά του κρεβατιού.
    - «Καληνύχτα κοριτσάρες μου!» μας είπε ο Ανδρέας
    - «Καληνύχτα!» του απαντήσαμε και οι δύο. Η Χριστιάνα χώθηκε στην αγκαλιά μου και μηχανικά άρχισα να της χαϊδεύω τα μαλλιά. Σε λίγο κοιμόντουσαν του καλού καιρού και οι δύο, το κατάλαβα από το ελαφρύ ροχαλητό του Ανδρέα και από τις ανάσες της Χριστιάνας.

    Χθες, όταν έφυγε ο Ανδρέας για να πάει στο ΙΤΕ, συνεχίσαμε να διαβάζουμε με τη Χριστιάνα μέχρι που πήγε 13:30 οπότε και κατεβήκαμε στο σπίτι μου. Τα υλικά για το παστίτσιο τα είχαμε και στο δικό μου σπίτι, οπότε το μόνο που χρειάστηκε να πάρουμε μαζί μας ήταν το ταψί καθώς αυτό που είχα εγώ ήταν αρκετά μικρότερο. Όταν φτάσαμε στο σπίτι καθίσαμε λίγο και χαζολογήσαμε περιμένοντας τον μαραγκό να έρθει, ο οποίος οφείλω να ομολογήσω ότι ήταν Άγγλος, στις 14:00 ακριβώς ήρθε σπίτι. Του φουκαρά του Σίμπα δεν του άρεσε καθόλου να είναι δεμένος και μας το έδειξε με πολύ εμφατικό τρόπο, κλαψουρίζοντας όλη την ώρα που έμεινε δεμένος. Ο μαραγκός είχε κάνει εξαιρετική δουλειά και η τελική συναρμολόγηση δεν πήρε πάνω από μισή ώρα.

    Βέβαια πριν καν ξεκινήσω να φτιάχνω το γραφείο, πήγα και έλυσα τον Σίμπα ο οποίος έκανε λες και αποφυλακίστηκε από 30 χρόνια φυλακή. Βγάλαμε τον υπολογιστή από τα κουτιά του και τον βάλαμε στο γραφείο. Ο υπολογιστής ήταν σε μορφή tower και ήταν στην άκρη δεξιά, με το ένα του πλευρό να ακουμπάει το αριστερό πλευρό της βιβλιοθήκης. Η οθόνη και τα ηχεία μπήκαν στη μέση και παρά το μέγεθός της, 15άρα γαρ, χώρεσε μια χαρά στο γραφείο αφήνοντάς μου χώρο και για να διαβάζω και για να γράφω.

    Η Χριστιάνα συνέχισε το διάβασμά της, ενώ εγώ καταπιάστηκα με τις βελτιώσεις που ήθελα να κάνω στο πρόγραμμα του καταλόγου και απορροφήθηκα τελείως, μέχρι που συνειδητοποίησα ότι είχα πιαστεί.

    - «Ουφ, χρειάζομαι απελπισμένα ένα μασάζ» είπα μονολογώντας αλλά η Χριστιάνα με άκουσε και σηκώθηκε και ήρθε από πίσω μου και άρχισε να με τρίβει στο σβέρκο και τους ώμους, κάνοντάς με σχεδόν να λιώσω. Αφέθηκα στην περιποίησή της και αν ήμουν γάτα το γουργούρισμά μου θα ακουγόταν μέχρι το πανεπιστήμιο. «Αχ, είσαι υπέροχη» της είπα και πήρα απαλά τα χέρια της από πάνω μου και γύρισα την καρέκλα προς τη μεριά της ώστε να την βλέπω. «Τα πόδια έτσι θα τα αφήσεις;» της είπα πειρακτικά αλλά η Χριστιάνα χωρίς να διστάσει ούτε στιγμή γονάτισε μπροστά μου και άρχισε να μου τρίβει τις πατούσες. «Βρε, πλάκα έκανα!» της είπα αλλά η αλήθεια είναι ότι ένιωσα να υγραίνομαι από την προθυμία που μου έδειξε.
    - «Μ’ αρέσει να σε περιποιούμαι!» μου απάντησε απλά.
    - «Θα ζηλέψει ο Ανδρέας!» της είπα μισοαστεία-μισοσοβαρά.
    - «Αυτό λύνεται εύκολα. Αγοράκι είναι, θα τον τρελάνω στην πίπα!» μου είπε στον ίδιο τόνο.
    - «Χμμμ…» μουρμούρισα.
    - «Με την άδειά σου, εννοείται!»
    - «Όχι δε λέω αυτό. Εννοώ… δεν ξέρω ρε συ Χριστιάνα, ώρες-ώρες μου φαίνεται σαν να σε εκμεταλλευόμαστε!»
    - «Καμία σχέση. Πώς μπορείς να εκμεταλλεύεσαι κάποιον όταν του δίνεις αυτό ακριβώς που θέλει;»
    - «Οκ, μαζί μου σε ένα βαθμό το καταλαβαίνω αλλά…»
    - «Δεν υπάρχει αλλά, Φοίβη. Δεν είσαι μόνη σου, έρχεσαι πακέτο με τον Ανδρέα. Και στην τελική-τελική δεν είναι το ίδιο όπως με τον Άλκη. Εκεί… εκεί το έκανα απλά διαδικαστικά, με τον Ανδρέα δεν είναι το ίδιο. Ναι, μαζί σου είμαι ερωτευμένη, όχι μαζί του αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν νιώθω διαφορετικά για εκείνον απ’ ότι για όλους τους υπόλοιπους άνδρες.»
    - «Κοντά στο βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα;» τη ρώτησα.
    - «Ο βασιλικός βρίσκεται μέσα στη γλάστρα, Φοίβη.» μου απάντησε.

    Δεν συνεχίσαμε άλλο αυτή τη συζήτηση, σηκώθηκα και τη φίλησα τρυφερά στα χείλη, ωστόσο το μυαλό μου γύρναγε με χίλιες στροφές. Ναι, είχε δίκιο η Χριστιάνα. Πλέον δεν ήμασταν εγώ και ο Ανδρέας και εγώ και η Χριστιάνα, ήμασταν εγώ και ο Ανδρέας και η Χριστιάνα. Η Χριστιάνα το είχε ήδη συνειδητοποιήσει. Κάπως θα έπρεπε να το συνειδητοποιήσει και ο Ανδρέας ώστε να σταματήσει να είναι διστακτικός με τη Χριστιάνα. Και οκ, μπορεί κάποια πράγματα να έμεναν εκτός συγκλονιστικού απροόπτου έξω από το menu but still…

    Προσπάθησα να σπρώξω το πρόβλημα αυτό προς το ασυνείδητό μου με τον ίδιο τρόπο που κάνω κάθε φορά που χρειάζομαι μια δημιουργική λύση. Απέσπασα την προσοχή μου σε κάτι άλλο, είπα στη Χριστιάνα να μαγειρέψουμε, πράγμα που κάναμε ωστόσο ο Ανδρέας αργούσε, οπότε για να μη φάμε το παστίτσιο, ζέστανα το κοκκινιστό που είχε μείνει και η αλήθεια ήταν ότι δεν είχε μείνει και πολύ. Αν τρώγαμε και οι τρεις θα ήταν απλός μεζές ωστόσο τις δυο μας κατάφερε κάπως να μας μετριάσει την πείνα.

    Συνεχίσαμε το διάβασμά μας μέχρι που κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι κόντευε να πάει 19:00 και ο κύριος ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Πεταχτήκαμε μέχρι την Αθηνά ώστε να τον πάρω τηλέφωνο και εκεί βρήκαμε ευκαιρία και πήραμε η κάθε μία τους δικούς μας. Όπως και να έχει το υποσυνείδητό μου βρήκε τη λύση και οδήγησα την βραδιά ώστε να πάρει την τροπή που ήθελα. What Phoebe wants is what Phoebe gets. Ο ύπνος τελικά με πήρε χωρίς να το καταλάβω.

    Το πρωί ξύπνησε πρώτος ο Ανδρέας και μας έφτιαξε pancakes με μερέντα το μωρουλίνι μου. Η Χριστιάνα ξύπνησε και εκείνη νωρίτερα αλλά δε με ξύπνησε, όταν σηκώθηκα πήγα και τους βρήκα να κάθονται και να πίνουν καφέ τρώγοντας τα pancakes τους. Η Χριστιάνα είχε φτιάξει και πορτοκαλάδα την οποία ο Ανδρέας έκανε ότι την είχε ξεχάσει όταν έφτιαξε τα pancakes. Καλά, θα τον φτιάξω εγώ!

    - «Λοιπόν, εμείς θα φύγουμε τώρα» είπε ο Ανδρέας γύρω στις 10:00.
    - «Ναι, κοίτα μη μου κάνεις τα χθεσινά!»
    - «Μωρέ θα τον αρπάξω από το τσουλούφι!» δήλωσε η Χριστιάνα.
    - «Όχι βία στα γήπεδα!» είπε ο Ανδρέας.
    - «Εσύ τι θα κάνεις;» με ρώτησε η Χριστιάνα.
    - «Θα συνεχίσω τις αλλαγές που κάνω και λέω να πεταχτώ και μια από το Πανεπιστήμιο να δω αν έχει βγει το πρόγραμμα!»
    - «Λογικά από Δευτέρα θα το ανεβάσουν» είπε ο Ανδρέας. «Αλλά δε χάνεις και κάτι να πας να δεις.»
    - «Τι ώρα θα γυρίσετε;»
    - «Υπολογίζω γύρω στις 17:00 να έχουμε γυρίσει πίσω.» απάντησε ο Ανδρέας.
    - «Δε μου λέτε, έχετε όρεξη για μεξικάνικο το βράδυ;»
    - «Αμέ!» απάντησαν και οι δύο.
    - «Ωραία, θα πάρω τηλέφωνο και τη Μαρία όταν πάω στο πανεπιστήμιο για να της το πω»

    Τους φίλησα και τους δύο και έφυγαν για να πάνε στο ΙΤΕ. Βγήκα έξω για να παίξω λίγο με το Σίμπα και με φώναξε από πάνω η κυρά-Ματούλα.

    - «Καλημέρα. Φοίβη, μπορείς να ανέβεις να πάρεις την κατσαρόλα να ταΐσεις το σκύλο γιατί έχω τη μέση μου;»
    - «Βεβαίως!» της απάντησα και πήγα σπίτι της να πάρω την κατσαρόλα.
    - «Σε ευχαριστώ κορίτσι μου» μου είπε.
    - «Τίποτα κυρά-Ματούλα, αν είναι δυνατόν» της είπα. «Άσε την κατσαρόλα, θα την πάρω εγώ!» της είπα για να μη χρειαστεί να τη σηκώσει. «Θέλεις αύριο το πρωί να του μαγειρέψω εγώ;»
    - «Μπορείς;» με ρώτησε με λαχτάρα.
    - «Και το ρωτάς! Φυσικά και μπορώ»
    - «Κάτσε να σου βάλω σε μια σακούλα το κρέας!»
    - «Μη σκύβεις κυρά-Ματούλα, θα τα μαζέψω εγώ» της είπα. Τα κρέατα τα είχε βγάλει για να αρχίσουν να ξεπαγώσουν. Έσκυψα και από τον τενεκέ που είχε γέμισα και μια πλαστική σακούλα με τη βαθιά κουτάλα τις δέκα κουταλιές ρύζι που μου είπε.»
    - «Εντωμεταξύ αύριο πρέπει να τον πάμε και για το εμβόλιό του. Μπορείς να βοηθήσεις την Ελένη;»
    - «Θα τον πάω εγώ με τον Ανδρέα κυρά-Ματούλα, μη μου ανησυχείς!»
    - «Τι υπέροχο παιδί είσαι! Καλά σε κατάλαβα από την πρώτη ματιά!»
    - «Μην το συζητάς, άλλωστε βλέπω το Σίμπα σχεδόν σα δικό μου!»
    - «Μόνο εσένα ακούει» είπε αναστενάζοντας. «Τους τα έλεγα εγώ και δε με άκουγαν, ο σκύλος δεν είναι παιχνίδι! Λογικό είναι να είναι μαζί σας όλη την ώρα, μόνο εσείς ασχολείστε μαζί του κι εγώ που τον ταΐζω! Και τους τα έλεγα!»
    - «Μη μου ανησυχείς κυρά-Ματούλα μου! Τον λατρεύουμε το Σίμπα!»
    - «Το ξέρω κόρη μου.» μου είπε.
    - «Θα μου δώσεις τη διεύθυνση του κτηνίατρου; Εκτός από το εμβόλιο έχει και τίποτε άλλο να κάνουμε;»
    - «Ε ναι, να τον δει και να τον ζυγίσει. Κοντεύει ενάμιση χρονών, πόσο θα μεγαλώσει ακόμα; Μου είχε πει μέχρι τους 15 μήνες αλλά αυτός όλο και μεγαλώνει!»
    - «Θα τον ρωτήσω κυρά-Ματούλα. Τη διεύθυνση να μου δώσεις!»
    - «Ναι! Εδώ την έχω» είπε και άνοιξε ένα συρτάρι και από εκεί αφού ψαχούλεψε βρήκε μια κάρτα και μου την έδωσε.
    - «Εσύ πήγαινε να ξαπλώσεις και να ξεκουραστείς. Θα του μαγειρεύω εγώ κάθε μέρα, δεν μου είναι πρόβλημα!»
    - «Όχι κορίτσι μου, δε θέλω να το φορτωθείς και αυτό!»
    - «Δεν είναι φόρτωμα κυρά-Ματούλα, σου λέω τον λατρεύω το μούργο!»
    - «Τα κρέατα και το ρύζι θα τα παίρνεις από εμένα και δε σηκώνω κουβέντα!» μου είπε κάνοντάς με να χαμογελάσω.
    - «Εντάξει κυρά-Ματούλα. Λοιπόν, πάω να τον ταΐσω» της είπα και την χαιρέτησα και κατέβηκα κάτω με τη συνοδεία του Σίμπα που με ακολουθούσε χοροπηδώντας σαν κατσίκι… σαν κατσίκι σε μέγεθος γαϊδάρου. Του έβαλα να φάει και πήγα μέσα για να πλύνω την κατσαρόλα. Έβαλα τα κρέατα με τη σακούλα στο νεροχύτη ώστε να ξεπαγώσουν και έχωσα τη σακούλα με το ρύζι σε ένα ντουλάπι. Όταν τέλειωσα από αυτά, κάθισα στο γραφείο και άνοιξα τον υπολογιστή και δεν σήκωσα κεφάλι μέχρι που πήγε σχεδόν 14:00

    Ήθελα καφέ αλλά μιας και θα πήγαινα στη Σχολή αποφάσισα να πιώ καφέ στο κυλικείο. Ανέβηκα από την πάνω είσοδο και πέρασα από τη γραμματεία να ρωτήσω αν είχε βγει το πρόγραμμα και μου είπαν ότι θα έβγαινε τη Δευτέρα το πρωί, όπως ακριβώς είχε προβλέψει ο Ανδρέας. Κατέβηκα στο κυλικείο για να πάρω καφέ και εκεί πέτυχα τον Vasily να κάθεται μόνος του και να διαβάζει. Δεν με πήρε χαμπάρι μέχρι που έφτασα στο τραπέζι του, όταν με είδε το πρόσωπό του έλαμψε.

    - “Phoebe!!!!” μου είπε και σηκώθηκε και με πήρε αγκαλιά, αιφνιδιάζοντάς με λίγο είναι η αλήθεια, δεν τον είχα δει ποτέ να είναι τόσο διαχυτικός.
    - “Vasily” του είπα και τον αγκάλιασα κι εγώ με τη σειρά μου. Φιληθήκαμε στα μάγουλα και καθίσαμε.
    - “Would you like me to get you a coffee?” με ρώτησε και δεν ήθελα να του κάνω τη δύσκολη.
    - “I would love to!” του απάντησα και το χαμόγελο φώτισε ξανά το πρόσωπό του.
    - “Ehm, how do you drink it?” με ρώτησε.
    - “Tell them to make you a nes, sweet with milk!”
    - “OK, got it.” μου είπε και πετάχτηκε να πάρει τον καφέ. Έριξα μια ματιά στο περιοδικό που διάβαζε, ήταν για το σκάκι. Αλίμονο! Πρώτα σου βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι. Επέστρεψε μετά από λίγο με τον καφέ μου.
    - “So, when did you get back?”
    - “Yesterday, through Istanbul, sadly there is no direct flight from San Fransisco. Then from there to Athens and from Athens to here. Well, thankfully I won’t have to do this again till the summer.”
    - “What are you going to do on Easter?”
    - “I have no clue whatsoever, though returning to San Fran is not an option.”
    - “Where is Anastasia?”
    - “Sadly, Anastasia broke up with me.”
    - “What? Why?”
    - “To get back with her old boyfriend, she just broke up with me before leaving for Christmas. At least she had the decency of breaking up with me before returning to him”
    - “Didn’t you ask her? I mean if she was in love with her old boyfriend, why did she start a relationship with you?”
    - “I didn’t pursuit it further, what would be the point anyway? It's all water under the bridge now.”
    - “I’m very sorry to hear that.”
    - “Such is life, Phoebe!”
    - “Tasos is coming tomorrow” του είπα προσπαθώντας να αλλάξω θέμα.
    - “Yes, I know that.”
    - “So, do you have any plans for tonight?” τον ρώτησα.
    - “Besides playing chess against my computer or reading, none whatsoever.”
    - “Ok, do you want to go out with me, Andreas and Christiana to Azteca’s?”
    - “Do you want me to? I mean, you know… I don’t want to impose!”
    - “You most certainly don’t, I was the one who asked!”
    - “Then I would love to!”
    - “How about a game?” τον ρώτησα.
    - “I though you’d never ask!” μου είπε χαμογελώντας σαν να έπαιζε σε διαφήμιση οδοντόκρεμας. Σηκώθηκα και έφερα την σκακιέρα. Έβγαλα ένα πιόνι και το έκρυψα πίσω από την πλάτη μου. Του πρότεινα το χέρι μου και ο Vasily επέλεξε το άλλο χέρι από αυτό που είχα κρύψει το πιόνι, οπότε πήρα εγώ τα άσπρα.

    Έπαιξα e4 και απάντησε με c5 πηγαίνοντας για Σικελική άμυνα. Συνεχίσαμε με Nf3 το οποίο απάντησε με d6 και μετά με d4 και cxd4 και στη συνέχεια Nxd4 Nf6 και Nc3 a6, με τη βαριάντα Νάιντορφ σε εξέλιξη. Συνεχίσαμε με 6.Bg5 Nbd7 7.Qe2 e6 8.O-O-O Qc7 9.f4 b5 10.f5 b4 11.fxe6 bxc3 12.exd7+ Nxd7. Στην 13η κίνηση έπαιξα Qc4 προτείνοντας ανταλλαγή βασιλισσών ωστόσο εκείνος δεν το δέχτηκε και αντιθέτως απάντησε με cxb2+ κάνοντάς μου ρουά οπότε απάντησα με Kb1 το οποίο ανταπάντησε με Nc5. Τον κοίταξα χαμογελαστή.

    - “Are you looking to start a bloodbath?”
    - “It’s certainly more exciting with the queens on the board” μου απάντησε. Ok, challenge accepted. Συνέχισα με e5 περιμένοντας ότι θα απαντήσει με Rb8 αλλά εκείνος αντιθέτως έπαιξε dxe5. Κάθισα και το σκέφτηκα γύρω στο 5-λεπτο. «Μωρέ θα σε χορέψω στο ταψί» είπα μέσα μου παίζοντας Nb5 απειλώντας ταυτόχρονα τη βασίλισσα. Δεν υπήρχε επιλογή να τη μετακινήσει καθώς το a7 καλυπτόταν από τον ίππο, όλη η d από τον πύργο μου και μετακίνηση σε οποιαδήποτε ελεύθερη θέση θα σήμαινε ματ στην επόμενη κίνηση παίζοντας απλά Rd8. Αναγκαστικά θα έπρεπε να μου πάρει τον ίππο οπότε απάντησε με axb5. Το έβλεπα ξεκάθαρα μπροστά μου οπότε το ταγκό που ακολούθησε ήταν σα να έπαιζα blitz, κάθε του κίνηση την απαντούσα άμεσα χωρίς να χρειάζεται να το σκεφτώ. Συνεχίσαμε με 17.Qd5 Nd7 18.Qxa8 Bc5 19.Rxd7 Kxd7 20.Bxb5+ Ke6 21.Bc4+ Kf5 22.h4 Kg6 23.g4 Rf8 24.Bd3+ f5 25.gxf5+ Rxf5 26.Bxf5+ Kxf5 27.Rf1+ Ke6 28.Qe4 Bd4 29.Qxh7 Kd5 30.Qd3 Be6 31.Be3 Qa7 32.Bxd4 exd4 33.Re1 Bf7 34.Qb5+ Kd6 35.a4 Bd5 36.Qb4+ Kc6 37.Re7 και εκεί έριξε το βασιλιά του καθώς το τέλος ήταν αναπόφευκτο.
    - “Be careful what you wish for!” του είπα χαμογελώντας σκανταλιάρικα.
    - “Damn, that hurt more than Anastasia dumping me!”
    - “Hey, don’t blame me! You should have accepted the queen trade or played Rb8 on the next move.”
    - “Something tells me that you had a plan for this also!”
    - “And now you will never know!” του απάντησα πειρακτικά.
    - “Ok, let’s play some blitz if you have time.”
    - “I do!” το απάντησα. “Better of five?”
    - “Deal”. Πήρε να κρύψει ένα πιόνι αλλά του είπα να πάρει τα λευκά, άλλωστε ήταν η σειρά του.
    - “Hey, do you know Kramnic?” τον ρώτησα.
    - “Of course” μου απάντησε.
    - “I beat him in an exhibition game that took place in Chios!”
    - “WHAT?” με ρώτησε με το σαγόνι να πέφτει στο πάτωμα.
    - “Yes! That’s a story I’m going to tell my grandchildren!”
    - “You beat fucking Kramnic? He has an ELO rating of 2700+, last year he won the gold medal in Chess Olympiad and destroyed Ivanchuk at Linares. And you beat him????”
    - “I did” του είπα γεμάτη περηφάνια. “Though I admit that it was only an exhibition game. After that we played five games and he destroyed me, I only managed to take two draws having the whites.”
    - “What the fuck are you doing here, Phoebe? You should strongly consider competitive chess!”
    - “No way Jose! I play chess for the love of the game; I didn’t like it when they forced me to participate in tournaments. It stresses me out, because each time is like I must prove something to myself and to the world and that mental stress is exhausting.”
    - “Phoebe, if you love chess then you love the mental challenge it brings. You can’t have this mental challenge, at least playing chess, with anybody here!”
    - “You underestimate yourself Vasiliy, you are a very strong player.”
    - “Not at your level, Phoebe!”
    - “Nonsense. You are a classical chess guy and I’m a speed chess gal and almost all our games are speed chess. So, instead of freaking blitz, let’s play a good old-fashioned game. One and a half our for the first 40 moves and then time bonus”

    Και είχα δίκιο. Την πρώτη παρτίδα, με κέρδισε σε 27 κινήσεις σε μία ώρα παιχνιδιού και στη δεύτερη παρτίδα την κέρδισε κάνοντάς με να ξεμείνω από χρόνο προσπαθώντας να βρω να του απαντήσω.

    - “I hate it when I’m right” του είπα χαμογελαστή.
    - “Well, thank you for letting me have some of my ego back!”
    - “By getting mine bruised a little bit!”
    - “Well, you can’t have it both ways!” μου απάντησε.
    - “You’d be surprised” του είπα αινιγματικά.
    - “Not in zero-sum games”
    - “True, but not all games are zero-sum” του απάντησα.
    - “Be that as it may, chess is.”
    - “A single game, it is indeed. However, friendly competition among strong players eventually benefits all of them!”
    - “You know what? You’re right!”
    - “I know. So, I’ll make you a deal, one hour each day dedicated to chess, should of course our schedule allow it!” του πρότεινα.
    - “I’d love to!” μου απάντησε.
    - “For the time being however we must adjourn, it’s getting 17:00. So, we will see you at Azteca’s, let’s say about 21:00.”
    - “Sure, I’ll be there!”

    Αφού τον χαιρέτησα, πήγα να πάρω τηλέφωνο τη Μαρία. Το σήκωσε ο Σήφης και προς στιγμήν φοβήθηκα ότι τον είχα ξυπνήσει από το μεσημεριανό ύπνο του.

    - «Ναι, καλησπέρα κύριε Σήφη, ελπίζω να μην ενοχλώ. Η Φοίβη είμαι, φίλης της Μαρίας!»
    - «Δεν ενοχλείς κοπελιά μου. Κάτσε να στη φωνάξω, μέσα είναι, διαβάζει» μου είπε και πράγματι λίγες στιγμές μετά στο τηλέφωνο ήταν η Μαρία.
    - «Yellow!» μου είπε.
    - «Μελετηρό κορίτσι έμαθα! Εύγε νεαρά μου!»
    - «Αχ βαχ, το κεφάλι μου που είναι κουρκούτι το ξέρει. Πού γυρνάς εσύ; Που είναι το αμόρε σου;»
    - «Στο ΙΤΕ, έχει πάει από το πρωί και όχι τίποτε άλλο αλλά έχει πάει και η Χριστιάνα και με άφησαν να με φάνε οι αράχνες! Τέτοιοι είναι!»
    - «Άχου το μωρέ, γούτσου-γούτσου!»
    - «Μη με κοροϊδεύεις κι εσύ και μου πήρε και τα σώβρακα ο Vasily στο σκάκι.»
    - «Τουλάχιστον ήταν καθαρά ή θα σου βγει το όνομα και θα σε περάσει για καμιά μπίχλα;» συνέχισε το πείραγμα η Μαρία.
    - «Μωρή κάτσε καλά γιατί θα σε βάλω να φας 2-φ απόψε!» της είπα.
    - «Ωωω, είναι αυτό που νομίζω;»
    - «Αυτό ακριβώς είναι. Στις 21:00 στο Azteca’s και να το πεις και στον προκομένο σου. Και θα είναι και ο Vasily να κρατάει το φανάρι»
    - «Πώς έτσι; Δεν έχει γυρίσει η ψηλή;» είπε εννοώντας την Αναστασία.
    - «Αφ’ ενός όλοι είναι ψηλοί σε σχέση με σένα!» της είπα πειράζοντάς την «και αφετέρου τον χώρισε.»
    - «What? Πότε πρόλαβε;»
    - «Έλα μου ντε; Τον ρώτησα, του είπε ότι τα ξαναβρήκε με τον πρώην της.»
    - «Είχε πρώην;»
    - «Τι να σου πω, έτσι του είπε, οπότε φαντάζομαι ότι είχε πρώην που είναι νυν»
    - «Βρε το φουκαρά, και κερατάς και δαρμένος!»
    - «Ο ίδιος είπε ότι τον χώρισε πριν γυρίσει στον πρώην της αλλά ποιος ξέρει; Τι να σου πω, δεν την είχα κόψει για τέτοια!»
    - «Δε βαριέσαι, συμβαίνουν αυτά. Ε, ας φάει 4-φ σήμερα -αν υπάρχει- να ξεχάσει!»
    - «Λοιπόν, δώσαμε ραντεβού στις 21:00, θα έρθετε έτσι;»
    - «Εννοείται!» με διαβεβαίωσε.
    - «Να σου πω, δεν πιστεύω να ξύπνησα τον πατέρα σου;»
    - «Όχι, άλλωστε πριν λίγο γύρισε κι αυτός από τη δουλειά.»
    - «Ουφ, εντάξει! Λοιπόν, τα λέμε το βραδάκι!»
    - «Φιλάκια!» μου είπε.
    - «Φιλάκια!» της απάντησα και το έκλεισα. Γύρισα στο σπίτι, θεωρητικά σε λίγη ώρα θα επέστρεφαν Ανδρέας και Χριστιάνα και αν κρίνω από εμένα, μάλλον πεινασμένοι. Δεν είχα πολύ χρόνο οπότε έφτιαξα στα γρήγορα μια ομελέτα του χωριάτη, βάζοντας μέσα κρεμμύδι, πιπεριά και ντομάτα να συμπληρώσει το μανούρι. Δεδομένης της βραδινής εξόδου μας για Μεξικάνικο δεν ήθελα να την κάνω βαριά οπότε δεν έβαλα μέσα αλλαντικά.

    Όταν τέλειωσε η ομελέτα, καπάκωσα το τηγάνι και περίμενα Ανδρέα και Χριστιάνα να επιστρέψουν. Μην έχοντας τι να κάνω, άνοιξα τον υπολογιστή και φορτώνοντας τα windows το έριξα στην πασιέντζα. Ήμουν στη μέση της δεύτερης παρτίδας όταν τα παιδιά ήρθαν σπίτι.

    - «Καλώς τα μου» τους είπα όταν πέρασαν μέσα και έκλεισαν την πόρτα. Σηκώθηκα και φίλησα και τους δύο.
    - «Μμμ, τι μυρίζει τόσο όμορφα;» με ρώτησε ο Ανδρέας.
    - «Το νου σου στο φαΐ, εσύ!» τον ψευτομάλωσα.
    - «Μεταξύ μας, μια πείνα την κάνει!» μου είπε η Χριστιάνα.
    - «Έχω μπλέξει με κροκόδειλους!» είπα σηκώνοντας και καλά απελπισμένη το βλέμμα μου στον ουρανό. «Έχω φτιάξει ομελέτα του χωριάτη, με τομάτα, κρεμμύδι, πιπεριά και μανούρι!»
    - «Οι χωριάτες είχαν και γουρουνάκια, και το bacon μανούλα το έκανε!» είπε ο Ανδρέας.
    - «Έχουμε μεξικάνικο το βράδυ και κάτσε καλά φουκαρά μου γιατί σε βλέπω με 2-φ σήμερα!»
    - «ΙΙΙΙΙΙΚ, απεταξάμην το bacon!»
    - «Έτσι μπράβο!»

    Καθίσαμε να φάμε και τους διηγήθηκα και τα καθέκαστα.

    - «Ομολογώ πως δεν της το είχα» είπε ο Ανδρέας.
    - «Γιατί, την ήξερες καλά;» τον ρώτησα.
    - «Όχι μωρέ, απλά δε μου φαινόταν τέτοιος τύπος. Τέλος πάντων, ποιος ξέρει; Μπορεί όντως να είχε μεγάλη ιστορία με τον πρώην της.»
    - «Ο Vassily πώς το πήρε;» με ρώτησε η Χριστιάνα.
    - «Στωικά. Δεν μου φάνηκε ιδιαίτερα πεσμένος να σας πω την αλήθεια, οπότε μπορεί όντως το “water under the bridge” που μου είπε, να ισχύει.»
    - «Δεν την έχω ακούσει αυτή την έκφραση» είπε ο Ανδρέας.
    - «Εικάζω ότι είναι το ισοδύναμο του “δεν έχει νόημα να κλαις πάνω από τη σπασμένη στάμνα”, τουλάχιστον κάπως έτσι μου φάνηκε.»
    - «Περασμένα-ξεχασμένα είναι η πιο κοντινή απόδοση» μας είπε η Χριστιάνα.
    - «Ναι, αυτό ταιριάζει καλύτερα» παραδέχτηκα. «Τέλος πάντων, παίξαμε τρεις παρτίδες σκάκι, στην πρώτη τον νίκησα αλλά στις άλλες δύο μου πήρε το σκαλπ. Είναι πολύ καλύτερος στο κλασσικό σκάκι απ’ ότι στο rapid και στο blitz, οπότε είπαμε να προπονήσουμε ο ένας τον άλλον, εκείνος εμένα στο κλασσικό και εγώ εκείνον σε rapid και blitz. Εφόσον το πρόγραμμά μας το επιτρέπει θα αφιερώνουμε μία ώρα την ημέρα να παίζουμε μεταξύ μας. Α, επίσης του είπα να έρθει κι εκείνος το βράδυ μαζί μας στο μεξικάνικο, εγκεφαλικά θα πάθει ο μάγειρας όταν τον δει πάλι να του λέει ότι το 3-φ του είναι μέτρια καυτό! Δεν σας πειράζει, έτσι;»
    - «Γιατί να μας πειράζει ρε Φοίβη, στο σβέρκο μας θα κάτσει;» με ρώτησε ο Ανδρέας.
    - «Και τέλος βρήκα και τη Μαρία οπότε θα έρθουν μαζί με το Νίκο.»
    - «Ωραία! Τι ώρα είπατε;»
    - «Στις 21:00. Α, Ανδρέα, αύριο θα πρέπει να πάμε τον Σίμπα στον κτηνίατρο.»
    - «Γιατί; Τι έχει;» ρώτησε ανήσυχος ο Ανδρέας.
    - «Τίποτα μωρό μου, απλά να του γίνει επαναληπτικό εμβόλιο, να τον ζυγίσει και γενικά να τον δει ο γιατρός. Επίσης από αύριο θα του μαγειρεύω εγώ του Σίμπα γιατί η Κυρά-Ματούλα έχει τα αρθριτικά της και όσο να ‘ναι ταλαιπωρείται. Τα κρέατα και τα ρύζια θα τα παίρνει εκείνη, εγώ απλά θα του μαγειρεύω και θα τον ταΐζω.»
    - «Μήπως να τον πάρουμε μαζί και στις διακοπές μας το καλοκαίρι;» με ρώτησε ο Ανδρέας.
    - «Μη μου βάζεις ιδέες!» του είπα για να τον συμμαζέψω.
    - «Αν έρθετε Κέρκυρα, το κτήμα του παππού είναι 5 στρέμματα.» μας είπε η Χριστιάνα σιγοντάροντάς με.
    - «Και που θα τον βάλουμε μωρέ; Αυτός δεν χωράει στο πορτπαγκάζ!»
    - «Αυτό ομολογώ ότι είναι πρόβλημα!» είπα. «Πώς διάολο θα τον πάμε στον γιατρό;»
    - «Αυτά θα έπρεπε να τα σκεφτείς πριν δίνεις υποσχέσεις!» με μάλωσε ο Ανδρέας. «Πω-πω, σκατά θα το κάνει το αυτοκίνητο. Πρέπει να πάμε να βρούμε κανένα μουσαμά ή κάτι τέτοιο»
    - «Θα πάω να ρωτήσω την κυρά-Ματούλα αν έχει κάποια παλιά σεντόνια. Κάπως θα τον είχαν πάει την προηγούμενη φορά, το αυτοκίνητο της Ελένης δεν είναι μεγαλύτερο!»
    - «Ήταν μικρότερος ο Σίμπα, καμάρι μου! Τέλος πάντων, που είναι ο κτηνίατρος;»
    - «Μου είπε ότι είναι κοντά σε ένα κινηματογράφο προς το δρόμο για Αλικαρνασσό. Κάτσε να δω τη διεύθυνση.»
    - «Τον Κρόνο θα εννοεί» είπε η Χριστιάνα. «Τουλάχιστον εγώ δεν ξέρω άλλο κινηματογράφο προς τα εκεί»
    - «Έχει κι άλλο σινεμά εκτός από την Αστόρια;» ρώτησα εγώ.
    - «Εσύ τι λες βρε Φοίβη;» με ρώτησε ο Ανδρέας.
    - «Ε, πού να το ξέρω; Σάμπως με έχεις πάει;»
    - «Ορίστε, πάλι εγώ φταίω!» είπε.
    - «Εννοείται!» του είπα, χαρίζοντάς του ένα λαμπερό χαμόγελο. «Εσείς για πείτε, πώς ήταν η μέρα σας;»
    - «Σήμερα ήταν πολύ ωραία! Αφήσαμε τον κύριο να κάτσει να βγάλει τα μάτια του στον υπολογιστή και πήγαμε με τον Νικήτα και το Μανώλη και πήραμε τις μετρήσεις για το τρίτο batch που ήθελε από εδώ ο μεσιέ. Επιτέλους και λίγη δράση, δακτυλογράφος κόντευα να γίνω.»
    - «Να ξέρεις ότι ο Μανώλης σε αγάπησε λίγο σήμερα! Βέβαια αυτό εξατμίστηκε όταν μας πήρες ομαδικώς τα σώβρακα στο netmaze, κοράκι!»
    - «Α, πουλάκια μου! Εγώ σας έστειλα για δουλειά και εσείς παίζατε παιχνιδάκια!» τους κατηγόρησα.
    - «Για πες μας, πόση ώρα έπαιζες σκάκι με τον Vasily;» ανταπάντησε ο Ανδρέας.
    - «Τώρα μιλάμε για τις δικές σας τις πομπές!» του απάντησα.
    - «Μονά-ζυγά δικά σου ρε απατεώνα;» με ρώτησε ο Ανδρέας.
    - «Αμ τι νομίζατε πουλάκια μου;»
    - «Εγώ δεν είπα τίποτα!» είπε η Χριστιάνα.
    - «Έτσι μπράβο, σούζα!» είπα και βάλαμε και οι τρεις τα γέλια.
    - «Λοιπόν, εγώ λέω να πάω μία από το σπίτι μου να ρίξω μια ξάπλα και μετά να κάνω ένα ζεστό μπανάκι, γιατί νιώθω ότι θα διαλυθώ» είπε η Χριστιάνα.
    - «Η αλήθεια είναι ότι έναν υπνάκο θα τον έριχνα κι εγώ!» είπε ο Ανδρέας.
    - «Ορίστε, φάγατε καλά-καλά και τώρα θα πάτε να ξαπλώσετε σαν τους βόες!»
    - «Οι ολέθριες συνέπειες των ολονυχτιών!» είπε ο Ανδρέας.
    - «Ναι, πες μου πως σε χάλασε!»
    - «Καθόλου! Αλλά να κοιμηθούμε και λίγο! Χριστιάνα, σήκω, θα σε πετάξω εγώ σπίτι σου και το βράδυ θα έρθουμε να σε πάρουμε.» είπε ο Ανδρέας και μετά γύρισε προς τα μένα. «Φοίβη, πρέπει να πάω από το σπίτι μου γιατί μου τελειώνουν τα ρούχα. Θες να έρθεις κι εσύ μαζί;»
    - «Όχι μωρό μου, έχω ακόμα δουλειά με το πρόγραμμα.»
    - «Εντάξει. Λοιπόν Χριστιάνα, πάμε;»
    - «Κάτσε βρε να πλύνουμε και κανένα πιάτο!» είπε η Χριστιάνα.
    - «Αμάν, ναι!» είπε κόκκινος, αλλά τον έκοψα. «Πηγαίνετε βρε, θα τα κάνω εγώ, σιγά το πράγμα τρία πιάτα. Πηγαίνετε να ξεκουραστείτε!»
    - «Σ’ αγαπάω!» μου είπε ο Ανδρέας και με φίλησε. Αφού φίλησα και τη Χριστιάνα, έφυγαν και έμεινα μόνη μου. Αποφάσισα να μαγειρέψω από σήμερα για το Σίμπα για να μην το έχω αύριο το πρωί, οπότε γέμισα την μεγάλη κατσαρόλα που μου έδωσε η κυρά-Ματούλα και έβαλα το κρέας να βράζει. Στο μεταξύ επέστρεψα στον υπολογιστή από τον οποίον σηκώθηκα δύο φορές, μία για να χαμηλώσω τη φωτιά και να προσθέσω το ρύζι και άλλη μία για να σβήσω το μάτι. Γύρω στις 19:30 αποφάσισα ότι αρκετά για σήμερα και μπήκα και πήγα και έκανα ένα καυτό ντουζ. Η αίσθηση του καυτού νερού πάνω μου ήταν υπέροχη και όταν ήρθε η ώρα να ξεπλυθώ έκατσα κάτω από το τηλέφωνο μέχρι που το νερό άρχισε να κρυώνει.

    Βγήκα από το μπάνιο και πήγα να ετοιμαστώ, όχι τίποτα το εξεζητημένο. Φανέλα, πουκαμίσα και υφασμάτινο παντελόνι και μιας και περίμενα περίοδο καλού-κακού φόρεσα και ένα σερβιετάκι. Κοίταξα το μαλλί μου, χρειαζόταν και πάλι βάψιμο. Μου άρεσε το κόκκινο που τα είχα βάψει και αποφάσισα να το κρατήσω, οπότε μία από τις επόμενες μέρες θα έκλεινα ραντεβού με τη Στέλλα. Κοίταξα το ρολόι μου, η ώρα είχε πάει 20:15 και εκείνη τη στιγμή ήρθε και ο Ανδρέας.

    - «Καλώς το μου» του είπα όταν μπήκε μέσα και του έδωσα ένα τρυφερό φιλί. «Ξεκουράστηκες;»
    - «Μωρέ σαν τούβλο έπεσα, ευτυχώς προνόησα να βάλω θερμοσίφωνα πριν κοιμηθώ αλλιώς θα ερχόμουν εδώ για μπάνιο. Πριν μισή ώρα σηκώθηκα!»
    - «Θα είχες ατυχήσει, άδειασα το θερμοσίφωνα όταν ξεπλύθηκα!» του είπα.
    - «Τέτοια είσαι!» με κατηγόρησε.
    - «Τέτοια και χειρότερη!» του απάντησα σκανταλιάρικα.
    - «Έτσι ε;» είπε και όπως ήμουν όρθια ήρθε και με σήκωσε στα χέρια του κάνοντάς με να βγάλω μια τσιρίδα ενθουσιασμού! «Τώρα, θα σε φτιάξω εγώ!» μου είπε και με πήρε και με πήγε προσεκτικά στο δωμάτιο. Με άφησε στο κρεββάτι προσεκτικά και μετά με γύρισε μπρούμητα και μου κατέβασε παντελόνι και κιλοτάκι. Εννοείται ότι δεν πρόβαλα καμία αντίσταση, για χαζούς ψάχνετε; Το όλο σκηνικό ήταν αρκετό για να γίνω μούσκεμα. Ο Ανδρέας χωρίς να πει κουβέντα, κατέβασε το παντελόνι του και το μποξεράκι του και ξάπλωσε από πάνω μου. Ένιωσα το όργανό του να τρίβεται χαμηλά στα χείλη μου, κάνοντάς με να μου ξεφύγει ένα σιγανό ΜΜΜΜΜΜΜΜ το οποίο μετατράπηκε σε μακρύ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ όταν μπήκε μέσα μου και άρχισε να κινείται.
    - «Περιμένω περίοδο, μπορείς να τελειώσεις μέσα μου» τον πληροφόρησα.
    - «Είσαι σίγουρη μωρό μου;» με ρώτησε.
    - «Ναι αγάπη μου» του είπα, είχα εξαιρετικά τακτικό κύκλο, ακόμα και μετά το τίναγμα στον αέρα που του είχα κάνει με το χάπι της επόμενης μέρας. Τα αγκομαχητά της ηδονής του και η καυτή του ανάσα στο σβέρκο μου συμπλήρωναν το απίστευτο αίσθημα πληρότητας και ηδονής που μου χάριζε το όργανό του κινούμενο βαθιά μέσα μου και τα ΜΜΜΜΜΜΜΜ και τα ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ μου πολλαπλασιάστηκαν παρά το γεγονός ότι με έπαιρνε με το πάσο του προσπαθώντας να το επιμηκύνει όσο περισσότερο γινόταν. Παρόλο που δεν τέλειωσα ήταν απίστευτα όμορφο, ειδικά όταν καρφώθηκε για τελευταία φορά και τον ένιωσα να αδειάζει βαθιά μέσα μου. «Μην τραβηχτείς, κάτσε λίγο ακόμα μέσα μου σε παρακαλώ» του είπα.

    Καθίσαμε ακίνητοι για λίγη ώρα και κάποια στιγμή αφού με φίλησε τρυφερά στο πίσω μέρος του κεφαλιού τραβήχτηκε από πάνω μου. Σηκώθηκα και πήγα στην τουαλέτα να ξεπλυθώ όσο μπορούσα και επέστρεψα στον ενιαίο χώρο. Ο Ανδρέας είχε καθίσει στο τραπέζι της κουζίνας.

    - «Τις επόμενες μέρες θα κλείσω ραντεβού με τη Στέλλα να πάω να βαφτώ και να κουρευτώ» τον πληροφόρησα.
    - «Εντάξει μωρό μου, αν και αν με ρωτούσες θα σου έλεγα ότι μ’ αρέσει το μαλλί σου στο μήκος που είναι, μη σου πω ότι θα μου άρεσε και μεγαλύτερο»
    - «Λες να μην κουρευτώ;» τον ρώτησα.
    - «Να κάνεις αυτό που θέλεις μωρό μου, εγώ σου είπα απλά ότι μου αρέσει το μαλλί σου μακρύ»
    - «Αφού σου αρέσει θα της ζητήσω να το πάρει λίγο στις άκρες για να δυναμώσει και ως εκεί. Αλλά το χρώμα θα ήθελα να το κρατήσω!»
    - «Να το κρατήσεις, Φοίβη μου» μου είπε χαμογελώντας μου.
    - «Νι! Και αύριο όταν γυρίσουμε από το γιατρό να μου κάνεις και τα νύχια!»
    - «Χιχιχι, εννοείται! Χμμμ, θα το πω και στη Χριστιάνα! Αχ Θεέ μου, νιρβάνα ζω!»
    - «Ποιος στη χάρη σου!»
    - «Δεν πιστεύω να την πειράξει, ε;» με ρώτησε λίγο ανήσυχος.
    - «Πας καλά; Σιγά μην την πειράξει, εσένα μπορεί να σ’ αρέσει αλλά για εμάς είναι κάμποση φασαρία. Ειδικά αν δει πόσο ωραία κάνεις τα δικά μου νύχια!»
    - «Ωραία! Ωραία!» είπε ενθουσιασμένος. Κοίτα να δεις, δεν είμαι σίγουρη ότι θα έδειχνε περισσότερο ενθουσιασμό αν του έλεγα ότι η Χριστιάνα θα του κάτσει απ’ όπου θέλει.
    - «Ούτε κώλο να σου έδινε!» τον πείραξα.
    - «Χαχαχα, όχι ότι θα με χαλούσε αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δε με ενθουσιάζει το γεγονός ότι αύριο θα περιποιηθώ δύο ζευγάρια υπέροχων ποδιών!»
    - «Κάπως ήμουν σίγουρη» τον πείραξα. Κοίταξα το ρολόι, είχε πάει 20:30. «Δε μου λες, δεν πάμε να πάρουμε και τη Χριστιάνα; Στις 21:00 έχω πει στα παιδιά!»
    - «Ναι, πάμε!» μου είπε.
    - «Κάτσε να ταΐσουμε την αγέλη πρώτα» του είπα και πήγαμε μαζί και βάλαμε σε Σίμπα και Μάκη-Τάκη-Λάκη να φάνε. Ο Μάκης βέβαια είχε αποδειχτεί ότι είναι κοριτσάκι αλλά το όνομα το είχε μάθει οπότε έμεινε.
    - «Φοίβη, κάποια στιγμή θα πρέπει να πάμε να στειρώσουμε το Μάκη γιατί θα γεμίσουμε γατιά.»
    - «Θα την πάρουμε μαζί μας αύριο»
    - «Καλή διασκέδαση στο πίσω κάθισμα!» μου είπε και αναστέναξα. Θα ήταν ενδιαφέρουσα η αυριανή επίσκεψή μας στον κτηνίατρο. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και δυο-τρία λεπτά αργότερα ήμασταν κάτω από το σπίτι της Χριστιάνας. Κατέβηκα και της χτύπησα το κουδούνι. Ήταν έτοιμη οπότε της είπα να κατέβει. Πέρασε πίσω και όταν μπήκα και έκλεισα την πόρτα ξεκινήσαμε. Γύρω στις εννιά παρά ήμασταν κέντρο αλλά φάγαμε κανένα δεκάλεπτο να βρούμε να παρκάρουμε, οπότε φτάσαμε στο Azteca’s γύρω στα πέντε λεπτά καθυστερημένοι. Δεν μας περίμενε κάποιος στην είσοδο, οπότε ανεβήκαμε πάνω. Ο Vasily είχε ήδη κάτσει, αλλά μιας και δεν ήξερε ότι θα έρθουν Μαρία και Νίκος είχε κάτσει σε τραπέζι για τέσσερις, πράγμα που λύθηκε μετακινώντας ένα τραπέζι ακόμα.

    - “Sorry we are late” του απολογήθηκα. “It’s difficult to find a place to park a car downtown on Friday.”
    - “No problem, actually I just sat.”
    - “Hello Vasily” του είπαν Ανδρέας και Χριστιάνα.
    - “Hello guys” ανταπέδωσε εκείνος. “How it’s going?”
    - “Fine, the usual. When did you return to Crete?” τον ρώτησε ο Ανδρέας.
    - “Tuesday, late at night. I was travelling all day, from San Franciso to Istanbul, from Istanbul to Athens and from Athens to Heraklion. Not a fun experience.”
    - “It could be worse. If not for my father, I would have to have two consecutive trips by boat in order to go to Chios, both legs about 10 hours long. What was the duration of your flights?”
    - “From San Fran to Istanbul give or take 13 hours. From there to Athens one hour and from Athens to Heraklion also about an hour. However, there was an additional waiting, of four hours at Istanbul and three hours at Athens. All in all, I was traveling a whole day.”

    Εκείνη τη στιγμή ήρθαν και η Μαρία με το Νίκο και αφού χαιρετηθήκαμε κάτσανε και αυτοί στο τραπέζι. Παραγγείλαμε και σαγκρία και μαργαρίτες και όταν ήρθε η ώρα για το φαγητό, ο Vasily ζήτησε και πάλι 3-φ. Ο σερβιτόρος ήταν άλλος από αυτόν που μας είχε σερβίρει την πρώτη φορά που ήρθε ο Vasily στο Azteca και γούρλωσε τα μάτια του ρωτώντας τον αν είναι σίγουρος.

    - «Την προηγούμενη φορά που έφαγε εδώ, είχε πάρει πάλι 3-φ. Ξέρεις πως το χαρακτήρισε;» τον ρώτησα.
    - «Πώς;»
    - “Mild!” απάντησα και έβαλα τα γέλια με τη σαστισμάρα του. «Καλιφορνέζος παιδί μου, τι περιμένεις;»

    Προφανώς αυτός ο διάλογος μεταφέρθηκε στον μάγειρα, που αποφάσισε να προσφέρει έξτρα περιποίηση στο κυρίως πιάτο του Vasily και ο οποίος μάλιστα ήρθε και πάλι για να δει τα αποτελέσματα.

    - “Now you talking!” είπε επιδοκιμαστικά ο Vasily όταν δοκίμασε την πρώτη μπουκιά.
    - «Του αρέσει!» έκανε τη μετάφραση η Μαρία και ξεκινήσαμε να τρώμε και οι υπόλοιποι.
    - «Αύριο έρχεται και η Ελένη με τον Τάσο» τους είπα στα ελληνικά ξεχνώντας προς στιγμή ότι στην παρέα ήταν και ο Vasily ο οποίος με κοίταξε ερωτηματικά και αναγκάστηκα να το επαναλάβω στα αγγλικά. Είχε αρχίσει να μαθαίνει κάποια κουτσοελληνικά αλλά δεν ήταν ακόμα στο επίπεδο να καταλαβαίνει τι λέμε και φυσικά ούτε λόγος για να μιλήσει ελληνικά και ο ίδιος. Ο Νίκος πρότεινε να πάμε όλοι αύριο το βράδυ στο «Αυγό του κόκκορα». Δεν είχα πάει ποτέ σε ρεμπετάδικη ταβέρνα και ενθουσιάστηκα με την ιδέα. Και το αστείο είναι ότι ο Vasily παρότι Αμερικάνος το ήξερε το μαγαζί γιατί τον είχε πάει εκεί ο Τάσος ένα βράδι.

    Όταν τελειώσαμε το φαγητό ήταν μόλις 10:30 οπότε ομοφώνως συμφωνήσαμε και πήγαμε στο Αυγό για να πιούμε και τα ποτάκια μας. Η βραδιά συνεχίστηκε όμορφα μέχρι περίπου τις 00:30 και παρόλο που την επόμενη ήταν Σάββατο είπαμε να το διαλύσουμε νωρίς καθώς αύριο είχαμε να πάμε και τον Σίμπα στον κτηνίατρο και η κυρά-Ματούλα είχε κλείσει ραντεβού στις 10:00. Ανανεώσαμε το ραντεβού μας με τα παιδιά για αύριο στις 22:00 στο αυγό του κόκορα και ήταν ο Ανδρέας που θα αναλάμβανε να ενημερώσει αύριο το πρωί Ελένη και Τάσο και μετά ο κάθε κατεργάρης γύρισε στον πάγκο του.

    - «Χριστιάνα, αύριο το πρωί αφού επιστρέψουμε από τον κτηνίατρο θα κάνω τα νύχια της Φοίβης» της είπε ο Ανδρέας. «Ψήνεσαι;»
    - «Αμέ!» απάντησε εκείνη με ενθουσιασμό.
    - «Ωραία, γύρω στις 11:00 λογικά θα έχουμε τελειώσει οπότε κατέβα να μας βρεις στο σπίτι της Φοίβης.»
    - «Γιατί δεν έρχεστε εσείς στο δικό μου; Θα σας φτιάξω και καφεδάκι.»
    - «Γιατί όχι;» απάντησα εγώ.
    - «Αν δεν σας πειράζει θα ήθελα να με αφήσετε σπίτι απόψε» είπε η Χριστιάνα. «Είναι η πρώτη μου μέρα και… δεν έχει πλάκα!»
    - «Κοίτα να δεις… κι εγώ αύριο την περιμένω!» απάντησα με τη σειρά μου.
    - «Καλά θα πάει αυτό» είπε ο Ανδρέας.
    - «Ορίστε, το μυαλό του πάλι στο κοκό!» είπα εγώ.
    - «Δεν λέω γι’ αυτό βρε όργιο! Που θα πονάς και θα είσαι γκρινιάρα το λέω!»
    - «Ποιος στη χάρη σου τότε!» του είπε η Χριστιάνα. «Γιατί κι εγώ γίνομαι γκρινιάρα που πονάω!» τον πείραξε.
    - «Όπως είπα, καλά θα πάει αυτό!»
    - «Γι’ αυτό φρόντισε αύριο το πρωί να έχεις ευχαριστημένες πελάτισσες φουκαρά μου» τον ψευτοαπείλησα.
    - «Or else?» με ρώτησε προκλητικά.
    - «Πλύσιμο στο χέρι για το προσεχές διάστημα» του δήλωσα.
    - «Ορίστε, μου κάνει τη Λυσιστράτη τώρα!» είπε και η Χριστιάνα έβαλε τα γέλια.
    - «Εσύ γιατί γελάς μαδάμ;» τη ρώτησε ο Ανδρέας.
    - «Τίποτα, απλά σας κάνω χάζι! Είστε υπέροχοι!» μας είπε.
    - «Αμ τι μας πέρασες, για τίποτα τριτοδεύτερους;» της απάντησε ο Ανδρέας.
    - «Σας υπενθυμίζω και στους δύο ότι μέχρι τις 15:00 πρέπει να έχουμε τελειώσει, 15:30 έχω δώσει ραντεβού με το Vasily στο κυλικείο»
    - «Μέχρι τι ώρα θα κάτσετε;»
    - «Ε, το πολύ μέχρι τις 19:00 θα έχω τελειώσει.»
    - «Ωραία, οπότε ευκαιρία είναι να πεταχτώ κι εγώ από το ΙΤΕ να δω πώς πήγε το μαγείρεμα. Χριστιάνα θα έρθεις;»
    - «Pass για αύριο, πρέπει να συνεχίσω τις επαναλήψεις»

    Αφήσαμε τη Χριστιάνα σπίτι της και επιστρέψαμε στο δικό μου. Βάλαμε το αυτοκίνητο μέσα για να μη χρειάζεται να το κάνουμε αύριο και ο Σίμπα αφού το επιθεώρησε καλά-καλά, του κατούρησε και την πίσω αριστερή ρόδα για να μην ξεχνιόμαστε. Είχα αρχίσει να νιώθω ήδη τα πρώτα πονάκια οπότε δεν είχα όρεξη για πολλά-πολλά, πέραν του να κουκουλωθώ και να κουρνιάσω στην αγκαλιά του Ανδρέα. Παρά τον πόνο που είχε αρχίσει να γίνεται ενοχλητικός κατάφερα να κοιμηθώ. Το πρωί που ξύπνησα ήμουν μόνη στο κρεβάτι. Το μωρουλίνι μου όχι απλά είχε σηκωθεί και μου είχε φτιάξει καφεδάκι, τοστ και πορτοκαλάδα αλλά είχε πεταχτεί και στο περίπτερο και μου είχε πάρει σοκολάτες και πατατάκια. Χειροκρότησα ενθουσιασμένη και τον τρόμαξα λίγο καθώς δεν με είχε πάρει χαμπάρι.

    - «Σ’ αγαπάω!» του φώναξα.
    - «Αν δεν πάθω κανένα έμφραγμα! Μη μου τα κάνεις αυτά τα ξαφνικά!»
    - «Αφού!» του είπα και του έσκασα ένα ρουφηχτό φιλί. Είχα έντονη αιμορραγία και είχε αρχίσει να επιστρέφει και ο πόνος οπότε αναγκαστικά χαπακώθηκα.
    - «Φοίβη, δεν έχω βάλει φαγητό στον Σίμπα, δεν ξέρω αν κάνει πριν τον γιατρό!»
    - «Δε θα του κάνουμε εξετάσεις αίματος!» του είπα.
    - «Δηλαδή να τον ταΐσω;»
    - «Δεν ξέρω, κάτσε να ντυθώ και να πάω να ρωτήσω την κυρά-Ματούλα!» του είπα.
    - «Κάτσε να φας το πρωινό σου γιατί θα σου μαυρίσω το υπέροχο κωλαράκι σου. Θα πάω να τη ρωτήσω εγώ!» μου είπε.
    - «Ευχαριστώ μωρουλίνι μου. Και ρώτα την αν έχει κανένα παλιό σεντόνι ή κάτι τέτοιο!» του είπα και συνέχισα να τρώω το πρωινό μου. Λίγη ώρα αργότερα γύρισε και ο Ανδρέας. «Μου είπε μην τον ταΐσω πριν τον πάμε γιατί μπορεί να ζαλιστεί στο αυτοκίνητο. Επίσης μου έδωσε αυτό, είναι χάπι για τη ναυτία και θα πρέπει να του το δώσουμε να το φάει και εκεί μου ευχήθηκε καλή τύχη. Και μου έδωσε και δύο παλιά διπλά σεντόνια που είχε.»
    - «Γιατί σου ευχήθηκε καλή τύχη;» τον ρώτησα.
    - «Γιατί μάλλον θα έχουμε μάχη για να φάει το χάπι του»
    - «Καλά, άστο σε εμένα» του είπα. Σηκώθηκα και πήγα και έκοψα ένα μικρό κομμάτι από κρέας. Έσπασα το χάπι σε πολύ μικρά κομματάκια και το έχωσα μέσα στο κρέας. Μετά το έδωσα στο Σίμπα που το έκανε μια χαψιά. «Ορίστε, problem solved» είπα στον Ανδρέα. «Ψιτ, εσύ που πας μεσιέ;» είπα στο Σίμπα που παίρνοντας θάρρος μπήκε μέσα και στρογγυλοκάθισε μπροστά από τον καναπέ.
    - «Τώρα είναι αργά!» μου είπε ο Ανδρέας. Ο Σίμπα είχε κάτσει ανάσκελα και έτριβε την πλάτη του στο πάτωμα γεμίζοντάς το τρίχες.
    - «Μπα π’ ανάθεμά σε κερατόσκυλο!» τον μάλωσα αλλά εκείνος μου έκανε ένα «Αουβ» και η μουσούδα του σχεδόν χαμογελούσε.
    - «Είναι να την έχεις σκίσει τη γάτα!» με πείραξε ο Ανδρέας. Όταν τέλειωσα με το πρωινό μου πήγα με τον Ανδρέα ώστε να στρώσουμε τα σεντόνια στα πίσω καθίσματα. «Να δω πως στο καλό θα τον βάλουμε μέσα!» μου είπε. «Αυτός δε θέλει αυτοκίνητο, καρότσα θέλει!»
    - «Ναι, δεν το είχα σκεφτεί αυτό!» είπα ξύνοντας το κεφάλι μου. Όντως, πως στο καλό θα χώραγε το γαϊδούρι στο πίσω κάθισμα; Θα έπρεπε να ρίξουμε τελείως εμπρός την πλάτη και να πάμε το κάθισμα όσο μπροστά γινόταν, μόνο και μόνο για να χωρέσει. «Μα κι εσείς, γιατί δεν πήρατε τετράπορτο;» τον πείραξα.
    - «Σε τρώει το κωλαράκι σου, κοριτσάρα μου;»

    Τον άφησα να μουρμουρίζει μόνος του και πήγα μέσα και άλλαξα, δηλαδή φόρεσα τη φόρμα μου και τα αθλητικά μου.

    - «Μεσιέ, για κούνα τον κώλο σου» είπε ο Ανδρέας στο Σίμπα ο οποίος απλά κούνησε την ουρά του χωρίς να κινηθεί ρούπι.
    - «Ανδρέα, φέρε την αλυσίδα και θα ζωηρέψει!» τον συμβούλεψα και έτσι και έγινε. Με το που είδε την αλυσίδα σηκώθηκε στα γρήγορα. Βέβαια αυτό ήταν το εύκολο, μας έβγαλε την ψυχή ανάποδα για να μπει μέσα στο αυτοκίνητο και ο φουκαράς δε χωρούσε καλά-καλά πίσω.»
    - «Ανδρέα βλέπεις;» τον ρώτησα.
    - «Το Σίμπα σε όλο του το μεγαλείο. Κάτσε κάτω βρε κερατά!» τον μάλωσε και ο Σίμπα κλαψούρισε χωρίς να καταλαβαίνει.

    Η όλη διαδικασία δεν του άρεσε καθόλου και αν και τελικά παλουκώθηκε κάτω φρόντισε να μας κάνει εμφανή τη δυσαρέσκειά του για αυτή την πρωινή κακομεταχείριση. Και όχι τίποτε άλλο αλλά δεν βρίσκαμε και να παρκάρουμε κοντά στον κτηνίατρο, το οποίο σημαίνει ότι θα έπρεπε να σούρνουμε το Σίμπα μέσα στο δρόμο. Ευτυχώς χάρη στο χάπι ήταν αρκούντως ζαβλακωμένος για να τον ενδιαφέρει το οτιδήποτε και έτσι καταφέραμε και φτάσαμε στο Ιατρείο χωρίς άλλα απρόοπτα. Μέσα ήταν άλλοι δύο, ο ένας με σκύλο και ο άλλος με δυο γάτες, και αν δεν έκαναν τα βρακιά τους καφέ όταν είδαν τον Σίμπα, να μη με λένε Φοίβη. Το σκυλί ήταν ένα σχετικά μεγαλόσωμο Λαμπραντόρ που όταν είδε το Σίμπα χέστηκε πάνω του και κόντεψε να σκαρφαλώσει πάνω στον ιδιοκτήτη του από την τρομάρα που πήρε, παρά το γεγονός ότι ο φουκαράς ο Σίμπα δεν έκανε καν κίνηση προς το μέρος του.

    - «Μη φοβάστε, είναι πολύ ήσυχος!» προσπαθήσαμε να καθησυχάσουμε τον ιδιοκτήτη του Λαμπραντόρ. «Και τα πάει καλά και με τις γάτες» είπα στον άλλο κύριο.
    - «Ξεχάσαμε το Μάκη!» μου είπε ο Ανδρέας.
    - «Φτου» είπα εγώ. «Ορίστε, είδες τι μας έκανες για να μας βγάλεις την ψυχή να μπεις στο αυτοκίνητο; Ξεχάσαμε τον Μάκη και αν τον γκαστρώσει κανείς θα έχεις νέα γατάκια να σε τραμπουκίζουν!» ψευτομάλωσα τον Σίμπα που κούνησε ανόρεχτα την ουρά του. Οι άλλοι δύο μας κοίταζαν σαν χαζοί. «Μην κοιτάτε που τον λέμε Μάκη, είναι θηλυκό!» προσπάθησα να τους εξηγήσω.

    Σε λίγο ήρθε η βοηθός του και πήρε τον κύριο με τις δύο γάτες μέσα. Στο μεταξύ το Λαμπραντόρ, η Τίκι, ξεθάρρεψε όταν είδε ότι η αρκούδα που είχαμε φέρει δεν σκόπευε να την κάνει μια χαψιά και άρχισε να χοροπηδάει και να του γαβγίζει παιχνιδιάρικα παρά το γεγονός ότι λόγω του χαπιού ο Σίμπα δεν ήταν για πολλά-πολλά. Εκείνη την ώρα βγήκε ο γιατρός έξω.

    - «Βρε μούργο; Μεγάλωσες κι άλλο;» είπε χαδιάρικα στο Σίμπα που τον αναγνώρισε και κούνησε χαρούμενος την ουρά του. «Θα περιμένετε λίγο σας παρακαλώ, τα κάναμε λίγο σαλάτα με το πρόγραμμα αλλά ο κύριος Μαρκάκης είχε κλείσει ραντεβού πιο πριν.»
    - «Κανένα πρόβλημα» του είπα. Όταν τέλειωσε ο κύριος με τις γάτες μπήκε στο εξεταστήριο η Τίκι με το αφεντικό της αλλά ευτυχώς δεν έκατσαν πολύ ώρα. Η Τίκι μάλιστα κλαψούρισε λίγο όταν έφευγαν, κοιτάζοντας τον Σίμπα. «Κοίτα να δεις ο γόης!» είπα και βάλαμε τα γέλια. Μας έκανε νόημα να περάσουμε μέσα και ο Σίμπα σαν κάπως να ζωντάνεψε.
    - «Για έλα εδώ να σε ζυγίσουμε, τερατάκι!» του είπε ο γιατρός και ο Σίμπα άρχισε να κουνάει την ουρά του σαν τρελός βάζοντας σε κίνδυνο ότι δεν ήταν καρφωμένο. Περίμενε μέχρι η ηλεκτρονική ζυγαριά να ανάψει πράσινο φωτάκι και όταν έγινε αυτό, ανέβασε πάνω στην πλατφόρμα τον Σίμπα, που ίσα χωρούσε ο φουκαράς. «Ο Χριστός και η Παναγία» είπε ο γιατρός. «113 κιλά, ζωή να έχει».

    Και όχι τίποτε άλλο αλλά μέγεθος γαϊδάρου ή όχι, χοντρό τον Σίμπα δεν τον έλεγες με την καμία.

    - «Πόσο θα φτάσει;» τον ρώτησα.
    - «Τι να σας πω δεσποινίς. Όταν τον είχα δει για πρώτη φορά είχα πει ότι θα φτάσει μέχρι τα 90. Ε, τα έφτασε όταν ήταν 9 μηνών. Ύψος άλλο δεν πρόκειται να πάρει ή αν πάρει θα είναι δυο-τρεις πόντοι ακόμα, είναι 18 μηνών, αλλά μέχρι τα δύο χρόνια θα αυξάνει σε όγκο και μυϊκή μάζα. Λογικά θα ξεπεράσει τα 120, είναι τεράστιος ακόμα και για τη ράτσα του. Ο μεγαλύτερος καυκάσιος που είχα δει ως τώρα ήταν στην Αρμενία που είχα πάει για ένα συνέδριο και ήταν 95 κιλά. Το είχα πει και στην Ματούλα ότι αυτός ο σκύλος θέλει φοβερή προσοχή, αν και έχουν γενικά πράο χαρακτήρα διαθέτουν τεράστια δύναμη, για τους καυκάσιους το να τα βάλουν με λύκους ή ακόμα και αρκούδες είναι απλά Δευτέρα. Μου έχει κάνει φοβερή εντύπωση η αδυναμία που σας δείχνει, τα σκυλιά αυτής της ράτσας είναι φοβερά κυριαρχικά και δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους!»
    - «Ποιος μωρέ;» δεν κρατήθηκα εγώ. «Ο Σίμπα που τον τραμπουκίζουν τα γατάκια;»
    - «Σας διαβεβαιώ δεσποινίς ότι ο Σίμπα τα βλέπει σαν μέλη της αγέλης του και θα τα προστατέψει, όπως και εσάς, με τη ζωή του.»
    - «Μα αυτός κάνει χαρές σε όλο τον κόσμο!» του είπα.
    - «Αν δεν αισθανθούν κίνδυνο, σας είπα, έχουν πράο χαρακτήρα. Ωστόσο αν νιώσουν ότι κινδυνεύει ο χώρος τους ή οικογένειά τους, αλλοίμονο σε αυτόν που θα βρεθεί στο διάβα τους. Της είχα πει της Ματούλας ότι αυτό το σκυλί είναι για πολύ έμπειρους, δε με είχε ακούσει. Ευτυχώς τουλάχιστον με άκουσε και του έκανε μια βασική εκπαίδευση όσο ήταν μικρός. Σίμπα, σήκω» του είπε και ο Σίμπα τον κοίταξε. «Ναι, η εκπαίδευση θα πρέπει να είναι συνεχής…» είπε αναστενάζοντας. «Σίμπα, σήκω!» είπε και έκανε μια κίνηση με το χέρι του. Ο Σίμπα σηκώθηκε. «Μπράβο το καλό παιδί!» του είπε. «Κάτσε κάτω!» του είπε και έκανε πάλι μια κίνηση κατεβάζοντας το χέρι. Ο Σίμπα κάθισε κάτω.
    - “I’ll be damned” είπα εντυπωσιασμένη. «Δεν είχα ιδέα ότι τα έκανε αυτά. Βέβαια όταν του λέω να κάτσει με τα πολλά με ακούει, αλλά αυτό πρώτη φορά το βλέπω»
    - «Για να δούμε» είπε και κατέβασε το τραπέζι. «Σίμπα, όρθιος» του είπε κάνοντας πάλι κίνηση με το χέρι και ο Σίμπα σηκώθηκε. «Πάνω!» του είπε και έκανε κίνηση χτυπώντας το τραπέζι. Ο Σίμπα σε αντίθεση με πριν που μας έβγαλε την Παναγία να τον σπρώχνουμε να μπει στο αυτοκίνητο, έκανε ένα επιτόπιο άλμα και ανέβηκε στο τραπέζι. «Ξάπλωσε!» του είπε κάνοντας πάλι μια κίνηση με το χέρι του, ελαφρά διαφορετική από το «Κάτσε» και ο Σίμπα ξάπλωσε βάζοντας το κεφάλι του ανάμεσα στα πόδια του. Αφού τον ψηλάφισε καλά-καλά, του είπε «γύρνα» και ο Σίμπα γύρισε και ξάπλωσε στο πλάι. Πραγματικά είχα εντυπωσιαστεί, δεν είχα ιδέα ότι του είχαν κάνει εκπαίδευση. Η εξέταση πήρε γύρω στο 10λεπτο και μετά του έκανε και το εμβόλιο και παρά το γεγονός ότι κλαψούρισε λίγο στην ένεση, κατά τα άλλα ήταν κύριος. «Αυτό που έκανα εγώ θα πρέπει να το κάνετε κάθε μέρα και φυσικά θα πρέπει να τον επιβραβεύετε με χάδια και λιχουδιές. Πείτε της Ματούλας να σας πει τις εντολές που τον είχαν μάθει ή ακόμα καλύτερα να σας πάει στον εκπαιδευτή να σας τα πει ξανά ο ίδιος.»
    - «Με αυτά που άκουσα δε νιώθω άνετα να τον κυκλοφορήσουμε πάλι στο δρόμο. Φοίβη, θα πάω να φέρω το αυτοκίνητο από κάτω να τον βάλουμε κατευθείαν μέσα και ελπίζω να πιάσουν τα ταχυδακτυλουργικά που έκανε προηγουμένως ο γιατρός γιατί αν κλείσουμε το δρόμο θα πάει η παναγία σύννεφο»

    Συμφώνησα μαζί του και αφού πληρώσαμε το γιατρό κατεβήκαμε κάτω. Δεν βγήκα έξω από την είσοδο, κάθισα μέσα και περίμενα τον Ανδρέα να φέρει το αυτοκίνητο. «Ωραία!», είπα μέσα μου. «Σκύλο δεν είχαμε, σκύλο αποκτήσαμε». Κανείς άλλος δεν ασχολούνταν μαζί του πέραν από εμένα τον Ανδρέα και την κυρά-Ματούλα, δεν είναι να απορείς που δεν ξεκολλούσε από δίπλα μας και μας θεωρούσε οικογένεια.

    Όταν ήρθε ο Ανδρέας, έβγαλε τα alarm και σταμάτησε και σηκώθηκε τρέχοντας να πάει να ανοίξει την πόρτα του συνοδηγού και να ρίξει το κάθισμα. Επειδή δεν εμπιστευόμουν τον εαυτό μου ότι θα μπορούσα να τον κρατήσω, είπα στον Ανδρέα να έρθει να τον πάρει, αλλά η αλήθεια είναι πως αν ο Σίμπα αποφάσιζε να μας τραβήξει, δε νομίζω ότι θα καταφέρναμε ακόμα και οι δύο μαζί να τον σταματήσουμε. Σε κάθε περίπτωση, πήγα από την πόρτα του οδηγού όταν ο Ανδρέας έφερε το Σίμπα στην πόρτα του συνοδηγού.

    - «Σίμπα, ανέβα!» του είπα χτυπώντας με το χέρι μου το κάθισμα του αυτοκινήτου. Ο Σίμπα με κοίταξε διστακτικά και έκανε ένα βήμα πίσω. «Σίμπα, ανέβα!» του είπα χτυπώντας ξανά το κάθισμα και ο Σίμπα έκανε ένα σάλτο και ανέβηκε στο πίσω κάθισμα. «Μπράβο το αγόρι μου!» του είπα και τον χάιδεψα. «Ξάπλωσε!» του είπα αντιγράφοντας την κίνηση που είχα δει να κάνει ο γιατρός και ο Σίμπα ξάπλωσε στο πίσω κάθισμα. «Μπράβο η αγορίνα μου, είσαι το καλύτερο σκυλάκι του κόσμου!»

    Σκυλάκι…

    Ο Ανδρέας έφτιαξε το κάθισμα του συνοδηγού, έκλεισε την πόρτα για να μην μπαίνουν ιδέες στην κεφάλα του Σίμπα και ήρθε από τη μεριά του οδηγού και πέρασε μέσα. Εγώ έκανα τον κύκλο και κάθισα στη θέση μου και ξεκινήσαμε. Είκοσι λεπτά αργότερα, αντί να πάμε σπίτι, πήγε προς το πανεπιστήμιο.

    - «Που πάμε;»
    - «Αρχικά να κάνουμε μερικούς γύρους τον Σίμπα, να περπατήσει λίγο και μετά να πάμε να πάρουμε καφεδάκι»

    Για μερικούς γύρους ξεκινήσαμε και τελικά κάπως καταφέραμε και φτάσαμε μέχρι τον Άγιο Γιάννη. Ο Σίμπα πάντως είχε χεστεί από τη χαρά του και όταν φτάσαμε στο κυλικείο και ο κόσμος ξαναβγήκε να δει το αξιοθέατο, έζησε τη Νιρβάνα του. Μέχρι και η Μπέλλα του έκανε την τιμή να εμφανιστεί και με τις χαρές που έκανε ο ένας με τον άλλον δεν μας έκανε καρδιά να τους σταματήσουμε. Δε βαριέσαι, ωραία μέρα είχε έξω, ήπιαμε τον καφέ μας στο πλάτωμα πάνω από τα σκαλιά που κατεβαίνουν Κνωσσού.

    - «Φοίβη, έχεις πάνω σου τηλεκάρτα;» με ρώτησε.
    - «Ναι, βέβαια!» του απάντησα και την έβγαλα από το τσαντάκι που είχα στη μέση.
    - «Πρέπει να πάρω τηλέφωνο Τάσο και Ελένη για το βράδυ!»
    - «Να πας!» του είπα και χαμογέλασα χαζεύοντας τις χαρές που έκανε ο αρκούδος με την Μπέλλα που χοροπηδούσε και τον έγλειφε στη μούρη.

    Ο Ανδρέας γύρισε μετά από πέντε λεπτά πίσω έχοντας ειδοποιήσει αμφότερους για το βράδυ, οπότε κάθισε και εκείνος στην καρέκλα και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά από τον καφέ του. Κάτσαμε εκεί πίνοντας τον καφέ μας, κάνοντας χάδια στα σκυλιά και συζητώντας μέχρι που πήγε σχεδόν 12:00.

    - «Δε γυρνάμε πίσω; Έχω κάτι νύχια να βάψουμε και πάει 12:00» μου υπενθύμισε κάποια στιγμή ο Ανδρέας.
    - «Ναι, να αφήσουμε το μούργο και να πάρω κι εγώ το τσαντάκι μου» του είπα και αμ έπος αμ έργο. Ο Σίμπα αυτή τη φορά μπήκε μόνος του πίσω όταν ανοίξαμε την πόρτα και κατεβάσαμε το κάθισμα. Πήγαμε σπίτι και όταν κλείσαμε την γκαραζόπορτα τον αμόλησα. Δηλαδή τρόπος του λέγειν, γιατί και ελεύθερο που τον άφησα, πάλι ήρθε μαζί μας μπλέκοντας στα πόδια μας. Του έβαλα να φάει, καθώς είχε λυσσάξει στην πείνα και αφού πήγα μέσα και άλλαξα και πάλι σερβιέτα, κινήσαμε προς τη Χριστιάνα. Η Χριστιάνα είχε ξυπνήσει προ πολλού και μας είχε φτιάξει και γαλλικό καφέ.

    - «Καλώς τους!» μας είπε όταν ανεβήκαμε πάνω.
    - «Καλημέρα!» της είπα και αγκαλιάζοντάς την της έδωσα ένα πεταχτό φιλί.
    - «Καλημέρα!» της είπε ο Ανδρέας. «Πώς είσαι;»
    - «Δεν κοιμήθηκα πολύ καλά, είναι η αλήθεια» μουρμούρισε.
    - «Έχεις πάρει τίποτα;» την ρώτησα εγώ.
    - «Και που πήρα…» είπε αναστενάζοντας. «Για πείτε, πώς πήγε η επίσκεψη στο γιατρό;»
    - «113 κιλά έχει φτάσει το τέρας» της είπα και το σαγόνι της έπεσε στο πάτωμα. «Κατά τα άλλα είναι μια χαρά και σήμερα μάθαμε ότι έχει περάσει και εκπαίδευση. Καλά μη νομίζεις, τα βασικά, ξέρεις… σήκω, κάτσε, ανέβα/κατέβα κλπ. Μακάρι να το ξέραμε το πρωί, μας έβγαλε την παναγία να τον βάλουμε στο αυτοκίνητο. Μας τα έδειξε τα κόλπα ο γιατρός. Επίσης η αλήθεια είναι ότι μας είπε να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί με δαύτον γιατί αν νιώσει απειλή είτε αυτός είτε τα μέλη της οικογένειάς του, δηλαδή οι γάτες, η κυρά-Ματούλα και εγώ με τον Ανδρέα, μαύρο φίδι που τον έφαγε αυτόν που θα το κάνει. Τα χρειάστηκα κάμποσο, τον είχα για τελείως φλούφλη.»
    - «Ο Σίμπα;;;;» ρώτησε με ανοιχτό στόμα η Χριστιάνα.
    - «Ναι! Λέει μην τον βλέπουμε έτσι. Τα σκυλιά αυτά γενικά έχουν πράο χαρακτήρα αλλά αν νιώσουν απειλή… μας είπε επί λέξη “το να τα βάζουν με λύκους ή ακόμα και για αρκούδες για αυτά τα σκυλιά είναι απλά Δευτέρα”. Σου λέω, τα χρειάστηκα! Συν το γεγονός ότι είναι γιγαντόσωμος ακόμα και για τη ράτσα του, καταλαβαίνεις.»
    - «Πες και τα άλλα!» μου είπε ο Ανδρέας.
    - «Ποια άλλα;» τον ρώτησα.
    - «Ότι ουσιαστικά τον υιοθέτησες από χθες!»
    - «Αφενός τον υιοθετήσαμε και μη μου βγάζεις την ουρά σου απ’ έξω και αφετέρου, σιγά… Απλά θα του μαγειρεύω και το φαγητό του αφού η κυρά-Ματούλα δεν μπορεί, δεν την λυπάσαι να κατεβαίνει κάθε πρωί με τα αρθριτικά της κουβαλώντας την κατσαρόλα, που μόνο το ρύζι με το κρέας είναι 2,5 κιλά;»
    - «Φοίβη μιλάω πολύ σοβαρά» μου είπε ο Ανδρέας. «Είναι πολύ μεγάλη η ευθύνη που αναλαμβάνεις. Τι θα γίνει αν χρειαστεί για οποιοδήποτε λόγο να φύγεις και χτύπα ξύλο έχει πεθάνει η κυρά-Ματούλα; Θα τον πάρεις μαζί σου;»
    - «Ναι, αν χρειαστεί να τον πάρω μαζί μου θα το κάνω!» του απάντησα έχοντας αρχίσει να αρπάζω. «Για ποια με πέρασες;»
    - «Μην νευριάζεις μωρό μου. Απλά θέλω να είσαι 1000% σίγουρη!»
    - «Εγώ δεν είμαι Ελένη και ο Σίμπα δεν είναι παιχνίδι» του είπα προσπαθώντας να ηρεμίσω.
    - «Εντάξει Φοίβη μου» είπε ο Ανδρέας προσπαθώντας να κατεβάσει τόνους.
    - «Φοίβη, ο Ανδρέας έχει κάποιο point.» είπε η Χριστιάνα.
    - «Το ξέρω» ομολόγησα. «Αλλά τον αγαπάω τον μούργο και εκτός από εμάς τους δύο και την κυρά-Ματούλα κανείς δεν δίνει δεκάρα για δαύτον»
    - «Έι!» διαμαρτυρήθηκε η Χριστιάνα. «Κι εγώ τον αγαπάω τον τριχωτό ρινόκερο!» μας είπε και τα γέλια βοήθησαν να σπάσει τελείως η όποια ένταση.
    - «Γαλατικό χωριό!» με κατηγόρησε τρυφερά ο Ανδρέας.
    - «Ήμανε! Θα το υποστείτε!»
    - «Λοιπόν κορίτσια, έχουμε και δουλειές!» συνέχισε ο Ανδρέας. «Χριστιάνα έχεις δύο λεκάνες νερό;»
    - «Αμέ!» του είπε χαμογελώντας. «Κατέβηκα το πρωί στη λαϊκή και πήρα!»
    - «Ωραία, καθίστε εσείς να πιείτε τα καφεδάκια σας και πάω να αρχίσω την προετοιμασία. Χρειάζομαι βαμβάκι και λίγο σελοτέιπ.»
    - «Κάτσε να στα δώσω, να φέρω και το τσαντάκι μου με το μανό!» είπε η Χριστιάνα και πήγαν με τον Ανδρέα μέσα. Γύρισε μετά από λίγο και κάθισε δίπλα μου. «Ήθελα να τα κάνω γαλλικό αλλά δε θέλω να του χαλάσω το χατίρι να μου κάνει εκείνος τα νύχια.»
    - «Κάνει εξαιρετικό γαλλικό! Τα δικά μου νύχια ο Ανδρέας τα κάνει καλύτερα από μένα, οπότε αν θέλεις γαλλικό του το ζητάς.»
    - «Κοίτα να δεις!» είπε εντυπωσιασμένη. «Εσύ σε τι χρώμα θα τα βάψεις;»
    - «Πορτοκαλί! Να αυτό λέω!» της είπα και της έδειξα το μπουκάλι με το βερνίκι. «Σ’ αρέσει;»
    - «Πολύ ωραίο και φωτεινό! Ναι, σου πάει και πάει και με το χρώμα των μαλλιών σου.»
    - «Το οποίο χρειάζεται βάψιμο, έχει αρχίσει και φαίνεται για τα καλά η ρίζα. Έλεγα να τα κόψω αλλά του Ανδρέα του αρέσουν μακριά οπότε θα πάρω μόνο τις άκρες.»
    - «Συμφωνώ μαζί του. Δε μου λες, που θα πας;»
    - «Στη Στέλλα, είναι στην 62 Μαρτύρων κοντά στον Ευτύχη. Η Μαρία μου την είχε συστήσει, είναι εξαιρετική.»
    - «Θέλω κι εγώ κούρεμα και η δική μου τα Χριστούγεννα είχε τρεχάματα με τον πατέρα της και το είχε κλείσει. Μπορείς να κλείσεις και για μένα;»
    - «Αμέ! Το απόγευμα θα κατέβω στο Πανεπιστήμιο για να παίξω σκάκι με τον Vasily, οπότε θα την πάρω τηλέφωνο να κλείσω ραντεβού μέσα στην εβδομάδα. Ποια μέρα σε βολεύει;»
    - «Όποια να ‘ναι!» μου είπε.
    - «Ωραία, θα το κανονίσω!»

    Η Χριστιάνα άναψε ένα τσιγάρο και εκείνη τη στιγμή ήρθε ο Ανδρέας με μία λεκάνη γεμάτη νερό. Επέστρεψε μέσα στο μπάνιο και γύρισε μετά από λίγο και με μια δεύτερη. Το νερό ήταν θολό, κάτι είχε βάλει μέσα.

    - «Τι έχεις βάλει στο νερό;» τον ρώτησα περίεργη.
    - «Μυστικά του επαγγέλματος!» μας είπε χαμογελαστός. Μετά γονάτισε μπροστά μου και μου έβγαλε παπούτσια και κάλτσες και μου σήκωσε γυρνώντας τη φόρμα μέχρι σχεδόν το γόνατο. Μου έτριψε για λίγο και τις δύο πατούσες και μετά έφερε τη λεκάνη και βύθισε τα πόδια μου στο υπέροχα καυτό νερό, κάνοντάς με να νιώθω πως θα λιώσω. Επανέλαβε τις ίδιες κινήσεις και με τη Χριστιάνα, η οποία είχε κλείσει τα μάτια της με ένα χαζό χαμόγελο να έχει ζωγραφιστεί στο πρόσωπό της.

    Ένα έχω να πω, σχεδόν μια ώρα λιώσαμε στα χέρια του. Μας έκανε μασάζ στα πόδια και η περιποίηση νυχιών είχε τα πάντα και όταν λέω τα πάντα εννοώ τα πάντα. Από προσεκτικό λιμάρισμα μέχρι και το τελικό βάψιμο. Ακόμα και όταν ήμασταν γεμάτες βαμβάκια ανάμεσα στα δάχτυλα το μωρουλίνι μου μας έτριβε τις πατούσες. Στο τέλος της συνεδρίας ήμασταν και οι δύο με άψογα νύχια και πατουσάκια απαλά σαν μωρού.

    - «Ανδρέα, μήπως να μάθεις και να κουρεύεις;» τον πείραξε η Χριστιάνα.
    - «Μπορεί να μην κουρεύει αλλά αν σου κάνει λούσιμο θα ξεχάσεις το όνομά σου!» της απάντησα. Ο Ανδρέας δεν απάντησε, απλά χαμογέλασε.
    - «Λοιπόν, πώς σας φαίνονται;» μας είπε όταν στέγνωσαν και τα νύχια μας.
    - «Άψογα!» απάντησε η Χριστιάνα η οποία είχε πραγματικά εντυπωσιαστεί.
    - «Τη δική μου την απάντηση την ξέρεις!» του είπα χαμογελώντας του.
    - «Ωραία, και τώρα η ανταμοιβή μου!» μας είπε και σήκωσε απαλά το πόδι μου και άρχισε να μου πιπιλάει τα δάχτυλα. Ένιωσα το σώμα μου να ηλεκτρίζεται. Αφού πιπίλισε καλά-καλά όλα τα δάχτυλα του δεξιού μου ποδιού παίρνοντας κάμποσες φορές όσο χωρούσε το πόδι μου στο στόμα του, έπιασε το αριστερό. Ταυτόχρονα εγώ είχα πιάσει το χέρι της Χριστιάνας και την έβαλα να μου μαλάζει απαλά τα στήθη τα οποία ήταν εξαιρετικά ευαίσθητα λόγω περιόδου. Όταν τελείωσε μαζί μου, αντιστρέψαμε τους ρόλους, έβαλα την Χριστιάνα να γείρει πάνω μου και ήμουν εγώ που της μάλαζα απαλά τα στήθη ενώ ο Ανδρέας περιποιούνταν με το στόμα του τα πόδια της. Βάλε και ότι ήμασταν και οι δύο στις μέρες μας, το μωρουλίνι μου κατάφερε και μας έκανε πύραυλους και τις δύο. Και δεν σταμάτησε εκεί, όταν τέλειωσε με τη Χριστιάνα ξαναγύρισε σε μένα και μετά πήγε και πάλι στη Χριστιάνα.

    Όταν σηκώθηκε ήταν τέρμα καυλωμένος. Σεξ σήμερα δε μπορούσαμε να κάνουμε αλλά θα μπορούσαμε να του κάνουμε μια πίπα να ξεχάσει το όνομά του. Εκείνος ωστόσο με έκοψε απαλά όταν πήγα να κάνω την κίνηση να του κατεβάσω τη φόρμα. Τον κοίταξα με απορία.

    - «Όχι τώρα μωρό μου!» μου είπε.
    - «Γιατί;» τον ρώτησα.
    - «Γιατί μερικές φορές η αναμονή είναι ακόμα πιο γλυκιά» μας απάντησε.

    Κοίταξα το ρολόι μου, είχε πάει 14:00. Στις 15:30 είχα ραντεβού με τον Vasily στο κυλικείο.

    - «Τελικά θα πας ΙΤΕ;» τον ρώτησα.
    - «Όχι, καλύτερα Δευτέρα!» μου είπε.
    - «Γιατί έτσι;» τον ρώτησα.
    - «Γιατί αν τα νούμερα δεν έχουν βγει σωστά δε θα μπορώ να σηκωθώ από εκεί μέχρι να βρω το λάθος και δε θέλω να το κάνω αυτό Σαββατιάτικα. Έτσι κι αλλιώς κι εγώ έχω να κάνω επαναλήψεις.»
    - «Έλα εδώ να διαβάσουμε παρέα!» του είπε η Χριστιάνα.
    - «Χμμμ» είπε ο Ανδρέας. «Καλή ιδέα!»
    - «Νιιι!» είπα εγώ χειροκροτώντας με ενθουσιασμό. «Αυτό να κάνετε!»
    - «Φοίβη, εσύ τι ώρα θα τελειώσεις με τον Vasily?»
    - «Λογικά μέχρι τις 18:00 θα έχω τελειώσει.
    - «Ωραία, θα κατέβω να σε πάρω. Έχω ένα σατανικό σχέδιο!»
    - «Τι σχέδιο;» τον ρώτησα περίεργη.
    - «Να σας λούσω και τις δύο!»
    - «Μ’ αρέσει όταν γίνεσαι σατανικός!» του είπα χαρίζοντάς του ένα από τα λαμπερότερα χαμόγελά μου. «Εδώ;»
    - «Σπίτι σου που δεν έχει μπανιέρα. Όχι πως δε θα προτιμούσα μπανιέρα γεμάτη καυτό νερό αλλά μας την έπεσε ο κόκκινος στρατός. Θα βάλουμε μέσα μια από τις πλαστικές καρέκλες, θα κάτσετε με τη σειρά κάτω τα όμορφα κωλαράκια σας και εγώ θα κάνω τα υπόλοιπα.»
    - «Νιιι» είπα χειροκροτώντας και πάλι.

    Είχε πάει 14:00 και η αλήθεια είναι ότι μας είχε κόψει η πείνα. Ο Ανδρέας πρότεινε να κατέβουμε Αθηνά για να φάμε αλλά εγώ δεν ψηνόμουν. Τελικά με τη Χριστιάνα αποφασίσαμε και πήγαμε και φτιάξαμε στα γρήγορα μια απλή μακαρονάδα με σάλτσα. Απλή ή όχι, πέσαμε πάνω της σαν λύκοι! Γύρω στις 15:15 ο Ανδρέας με κατέβασε στη Σχολή και εκείνος πήγε από το σπίτι του για να πάρει βιβλία και σημειώσεις ώστε να διαβάσει μαζί με τη Χριστιάνα. Έχοντας πιει από το πρωί τρεις καφέδες, δεν ήθελα τέταρτο οπότε πήρα τσάι με γεύση τζίντζερ πορτοκάλι. Στο κυλικείο δεν είχε κόσμο, μόνο ο Κώστας ήταν και άλλη μια τετράδα φοιτητών που έπεσαν μπιρίμπα. Εκμεταλλεύτηκα το χρόνο που είχα και πήρα τη Στέλλα και έκλεισα ραντεβού και για μένα και για τη Χριστιάνα την Τετάρτη το πρωί. Γύρισα στο κυλικείο, πήρα μια σκακιέρα και επέστρεψα στο τραπέζι μου. Στις 15:30, Άγγλος στο ραντεβού του, ήρθε και ο Vasily.

    - “Hello!” μου είπε πρόσχαρα.
    - “Hello!” του απάντησα κι εγώ στον ίδιο τόνο.
    - “So, let me take a coffee and I’ll be back in a jiffy!”
    - “Sure!” του απάντησα και μην έχοντας τι άλλο να κάνω έστησα τη σκακιέρα. Ο Vasily επέστρεψε μετά από λίγο.
    - “How was your day?” τον ρώτησα.
    - “Fine, the usual. Yours?”
    - “Not quite usual” του είπα και του διηγήθηκα την ιστορία με τον Σίμπα. Μετά αποφασίσαμε για σήμερα να ξεκινήσουμε με κλασσικό σκάκι, 1:30 ώρα για τις πρώτες 40 κινήσεις και μετά time bonus, 30 λεπτά για το υπόλοιπο του παιχνιδιού με 30 δευτερόλεπτα επιπλέον bonus για κάθε κίνηση, ξεκινώντας από την πρώτη.

    Η πρώτη παρτίδα ήταν συναρπαστική και μετά από ένα take-take-take storm έμεινα εγώ με δύο αξιωματικούς και δύο πιόνια εναντίον ενός πύργου με τρία πιόνια. Ο Vasily προσπάθησε λυσσωδώς να αμυνθεί αλλά εκτός και αν κάνεις κάποιο σοβαρό λάθος, οι δύο αξιωματικοί έχουν πλεονέκτημα σε σχέση με τον πύργο μόνο του. Δεν έκανα κάποιο blunder και παραιτήθηκε μόλις κατάφερα να προάγω το ένα από τα δύο πιόνια μου.

    Στο επόμενο παιχνίδι είχα εγώ τα μαύρα αλλά δεν μας πήρε πολλή ώρα, έκανα όχι ακριβώς blunder αλλά όχι ιδιαίτερα ακριβής κίνηση και ο Vasily με πήρε φαλάγγι. Δεν υπήρχε νόημα να μπω σε endgame με βασίλισσα και ίππο όταν εκείνος είχε δύο πύργους και δύο αξιωματικούς, με τον Τάσο μπορεί και να το δοκίμαζα αλλά ο Vasily δεν ήταν Τάσος. Παίξαμε και τρίτο παιχνίδι αλλά όταν μείναμε ο καθένας με ένα πύργο και δύο πιόνια συμφωνήσαμε σε ισοπαλία καθώς και εγώ και ο Vasily ήμασταν αρκετά δυνατοί παίχτες για να πατήσουμε την μπανανόφλουδα.

    - “Phobe, you must join the chess team” μου είπε. “I have played stronger players and I know when I’ m facing one.”
    - “I’m not stronger than you!” του είπα αν και κοκκίνησαν μέχρι και τ’ αφτιά μου.
    - “Yes, you are! You are on par with my game on classic chess, but you are way better in speed chess. Playing consistently no matter the time constraints is a very strong indicator. And you won fucking Kramnic!”
    - “He obliterated me when we played solemnly against each other!”
    - “He has a rating over 2700. He is one of the top players in the world. Exhibition game or not, it takes extremely talented player to be able to pull this off. Most probably he underestimated you but mark my words; he didn’t let you win. Tell me, how did the game unfold? Do you remember?”
    - “Of course I do!” του είπα.
    - “You led him to a forced checkmate?”
    - “No, he resigned after the 50th move.”
    - “Can you show me?” με ρώτησε. Όχι ότι δεν ήξερα την παρτίδα απ’ έξω και ανακατωτά, ωστόσο ανάτρεξα στο σημειωματάριό μου και του την έδειξα.
    - “So, when he resigned, you’d have a queen on your next move, a knight and a rook. He’d have three pawns, a rook, a bishop, and a knight. And he resigned!”
    - “Of course he did! I would have a queen, a knight, and a rook against three pawns, his bishop, rook and knight.”
    - “He had quite enough material to wipe out without even sweating any weak player, Phoebe. He recognized that he hadn’t any chance against *you*” είπε τονίζοντας τη λέξη “you”. “It would be futile, as it was futile five moves after we went to the endgame in our first game. You are too strong of a player to let that game slip out from your reach. Kramnic realized that and resigned. He honored you by resigning!”
    - “And the next day he beat the hell out of me!”
    - “Of course he did. You won his respect, and he treated you accordingly. Mark my words Phoebe; Kramnic will dethrone Kasparov, sooner or later.”
    - “That’s why I’m saying that that is the story I’m going to tell my grandchildren” του είπα χαμογελώντας. Κοίταξα το ρολόι μου, κόντευε να πάει 18:00. “Well, I have to go now, we will see you tonight. Tasos and Helen will also join us.”
    - “Yes, I know, Tasos called me. So, tomorrow then?”
    - “Yes, around 16:00”
    - “I’m looking forward” μου είπε και αφού χαιρετηθήκαμε επέστρεψα σπίτι. Αν και είχε λιακάδα σήμερα για καλό και για κακό άναψα και τον θερμοσίφωνα. Δεν περίμενα πολλή ώρα, στις 18:30 ήρθαν.
    - «Πώς πήγε το διάβασμα;» τους ρώτησα.
    - «Καλά πήγε αλλά έχω ένα κεφάλι κουδούνι» είπε η Χριστιάνα.
    - «Τώρα που θα μας αναλάβει το μωρουλίνι μου θα ξεχάσεις και το όνομά σου!» τη διαβεβαίωσα. Ο Ανδρέας πήγε πρώτα στο δωμάτιο και έβγαλε τη φόρμα και φόρεσε ένα απλό σορτσάκι. Μετά πήγε μέσα στο μπάνιο την μια πλαστική καρέκλα και τον ακούσαμε να προετοιμάζει το νερό. Βγήκε μετά από δυο-τρία λεπτά.
    - «Ποια θα περάσει πρώτη;» μας ρώτησε.
    - «Χριστιάνα, πήγαινε εσύ!» της είπα. Η Χριστιάνα έβγαλε τη φόρμα της, μένοντας με ένα σορτσάκι και ένα μπλουζάκι και πέρασε στο μπάνιο.
    - «Λοιπόν, κάτσε να ξεκινήσουμε» άκουσα τον Ανδρέα και λίγο μετά αργότερα το ακολούθησε ο ήχος του νερού που τρέχει.

    Έκλεισα τα μάτια αδημονώντας να έρθει η σειρά μου.

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  6. antreas Armatas

    antreas Armatas Regular Member

    Καλησπέρα πολύ ωραία γραφή και φοβερα λεπτομερείς περιγραφές ακόμα και των περιοχών .
    Περιμένω την συνέχεια.
    Μάλλον πρέπει να έχεις μικρόβιο
    Γιατί άνετα γίνεται σήριαλ .
    Περιμένω την συνέχεια.
     
  7. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 37ο
    (Φοίβη)

    Ηράκλειο, Ιούλιος 2001

    Κοιτάζω ξανά και ξανά το τεστ. Δύο γραμμές. Τα μάτια μου δακρύζουν καθώς το βάζω μέσα σε ένα κουτάκι και το τυλίγω σα δώρο. Στις 13 Ιούλη, σε μερικές μέρες δηλαδή, είχε τα γενέθλιά του, αυτό και αν θα ήταν δώρο! Δεν είχε γίνει κατά τύχη, με τον Ανδρέα το είχαμε συζητήσει πολύ πριν το αποφασίσουμε. Σχεδόν οκτώ ολόκληρα χρόνια μαζί, πλέον είμασταν έτοιμοι για το επόμενο βήμα και μετά από προσπάθειες δυο μηνών τα καταφέραμε! Είχα καθυστέρηση -και εγώ έχω πολύ τακτικό κύκλο- αλλά μέχρι να βεβαιωθώ δεν του είχα πει τίποτα, δεν ήθελα να του προκαλέσω ενθουσιασμό και μετά να του τον γκρεμίσω. Φυσικά δεν είχα αρκεστεί στο τεστ, έκανα και αιματολογικές εξετάσεις που επιβεβαίωσαν ότι ήμουν έγκυος.

    Είχα πάρει άδεια σήμερα, ήθελα να ετοιμαστώ για το γάμο της Μαρίας και του Νίκου. Μπορεί η Μαρία να έμενε Ηράκλειο αλλά η καταγωγή της ήταν και εκείνης από το Ρέθυμνο. Ο γάμος θα γινόταν στο Ατσιπόπουλο, εκεί που είχε παντρευτεί και ο Μηνάς, ο αδερφός τη Νίκου. Δεν το ξέραμε αλλά εκεί είχε παντρευτεί και ο Σήφης το Κατερινιώ, οπότε κανείς από τους δύο τους δεν έφερε αντιρρήσεις.

    Θα ερχόταν και η Ελένη. Είχαν χωρίσει κάμποσα χρόνια με τον Τάσο, ο τελευταίος ήταν καθηγητής σε ένα πανεπιστήμιο στην Αγγλία, είχε πει ότι δε θα μπορέσει να έρθει. Η Ελένη είχε πάρει πτυχίο το ‘95 και είχε μπει με κατατακτήριες στην ιατρική Κρήτης. Τον Ιούνη είχε περάσει και το τελευταίο της μάθημα, σε ένα εξάμηνο θα έκανε το αγροτικό της και μετά θα γυρνούσε να κάνει ειδικότητα.

    Με τη Χριστιάνα η τριπλή μας σχέση κράτησε μέχρι και τα τέλη του 1997, καθώς με την ολοκλήρωση του μεταπτυχιακού της πήγε στο Berkeley για να κάνει εκεί το διδακτορικό της. Ο πρώτος καιρός ήταν δύσκολος και για τους τρεις μας αλλά έτσι είναι αυτά τα πράγματα. Φυσικά έχουμε ακόμα επαφές και μάλιστα έχουμε προγραμματίσει το επόμενο καλοκαίρι να πάμε να τη βρούμε στην Καλιφόρνια. Δεν είναι μόνο του το κορίτσι μας, γύρω στα μέσα του 1998 γνώρισε την Jude και φέτος, στις αρχές της χρονιάς, απέκτησαν και κορούλα από μια «ατυχή» περιπετειούλα με τον FWB τους, η Jude είναι BI. Και το όνομα αυτής; Φοίβη. Όταν μας το είπε στο τηλέφωνο άνοιξαν οι βρύσες και δεν έλεγαν να κλείσουν, εδώ μέχρι και ο Ανδρέας που είναι τέρας ψυχραιμίας και είχε δακρύσει, εγώ θα έμενα έτσι;

    Ο Vasily είχε επιστρέψει Αμερική και εδώ και μερικά χρόνια δίδασκε στο Stanford. Που να το είχα φανταστεί εκείνο το πρωί που μας τον γνώρισε ο Τασούλης πως ο Vasily θα γινόταν ο πρώτος μας FWB, εννοείται ότι τη Χριστιάνα ποτέ δεν την λογαριάσαμε έτσι. Στην αρχή ο Ανδρέας είχε ζοριστεί, το ομολογώ, αλλά τελικά καταφέραμε να το ξεπεράσουμε με τη βοήθεια της Χριστιάνας που τον κρατούσε απασχολημένο, αποσπώντας του την προσοχή από τις ερωτικές μου περιπτύξεις με το Vasily, στις αρχές και μέχρι να το συνηθίσει. Παρά ότι ζορίστηκε ποτέ δεν απαίτησε να σταματήσω, κάτι που με έκανε να τον αγαπήσω ακόμα περισσότερο, όπως φυσικά και τη Χριστιάνα, που ούσα λεσβία δεν ήταν ακριβώς η νιρβάνα της να "περιποιείται" τον Ανδρέα. Σε αντίθεση με την Χριστιάνα, δεν ήμουν ερωτευμένη με τον Vasily, αλλά το sex μαζί του ήταν υπέροχο, και επιπλέον ήταν και πιο πρόθυμος να πειραματιστεί στα σαδομαζοχιστικά παιχνίδια απ’ ότι ο Ανδρέας, που είχε όρια στο πόσο επέτρεπε στον εαυτό του να με πονέσει. Εννοείται ότι έχουμε κρατήσει ακόμα επαφές και πως θα τον δούμε και εκείνον του χρόνου που θα πάμε Καλιφόρνια.

    Η Κατερίνα είχε μπει και εκείνη με κατατακτήριες αλλά τις είχε δώσει στην Αθήνα, ήθελε να γυρίσει πίσω και ας μην ήταν πια με το Βαγγέλη. Ο Νίκος όταν τέλειωσε τη σχολή πήγε αμέσως φαντάρος και όταν γύρισε έπιασε δουλειά σε φροντιστήριο. Η Μαρία συνέχισε κάνοντας και εκείνη μεταπτυχιακό και διδακτορικό και, όπως κι εγώ και ο Ανδρέας, δούλευε στο ΙΤΕ και δίδασκε στη σχολή της, εκείνη φυσική υψηλών ενεργειών, εγώ θεωρία υπολογισμού και αλγόριθμους και πολυπλοκότητα και ο Ανδρέας υπολογιστική βιολογία και στατιστική για βιολόγους. Η Ευτυχία είχε κάνει το μεταπτυχιακό της, στο London School of Economics παρακαλώ!, και η ζωή της ήταν πλέον στην Αγγλία. Την είχαμε επισκεφτεί δυο-τρεις φορές στην Αγγλία αλλά και εκείνη είχε έρθει δυο-τρεις φορές στην Κρήτη για διακοπές. Την τελευταία φορά είχε έρθει μαζί της με τον Ιταλό της, τον Valerio. Τον είχα κατασυμπαθήσει, ήταν απίθανος τύπος, από τους πιο αλέγκρο ανθρώπους που έχω γνωρίσει στη ζωή μου.

    Ο πατέρας μου είχε πάρει τη σύνταξή του ως υποστράτηγος και εξακολουθούσαν να μένουν πάνω από τη γιαγιά, στο Περιστέρι. Ο Κωστής μόλις είχε τελειώσει το τέταρτο έτος στο Μηχανολόγων-Μηχανικών του ΕΜΠ. Κι εγώ και ο Ανδρέας είχαμε κάνει το διδακτορικό μας εδώ και αμφότεροι εργαζόμαστε στο ΙΤΕ. Ομολογώ ότι ο μισός χρόνος που ήταν φαντάρος ήταν δύσκολος, μου είχε λείψει αφάνταστα. Πού να μην είχε τη διπλή υπηκοότητα και να έκανε δεκαοχτάμηνο. Όμως και αυτό είχε περάσει.

    Μέναμε πλέον μαζί, στο ίδιο σπίτι ακόμα, κάτω από την κυρία Ματούλα. Θα στεναχωριόμουν πολύ όταν θα φεύγαμε για να πάμε να μείνουμε στο δικό μας, κάτι που είχαμε προγραμματίσει να κάνουμε μετά το γάμο μας… όταν! Ο κυρ-Ανδρέας είχε πεθάνει το ’98 και η κυρία Ματούλα είχε μείνει μόνη της αλλά για μένα ήταν σαν οικογένεια. Ο στρατηγούκος είχε ξεροκαταπιεί όταν του ανακοίνωσα ότι θα συζούσα με τον Ανδρέα αλλά τι να κάνει; Πάντως, ειδικά από τότε που πήρε τη σύνταξή του έπαιρνε τη μαμά και κατέβαιναν συχνά Κρήτη, οπότε και ο φουκαράς ο Ανδρέας αναγκαζόταν να εξοριστεί στο σπίτι του Νίκου, αν και αυτό θα κοβόταν από αύριο. Πρέπει κάπως να το λύσουμε αυτό την επόμενη φορά που θα έχουμε …στρατηγική επιθεώρηση, γιατί βλέπω το φουκαριάρικο το μωρό μου να κοιμάται στα σκαλιά, αγκαλιά με τον τριχωτό δεινόσαυρο και τις τρεις γάτες!

    Είχα κλείσει για αύριο το πρωί ραντεβού με τη Στέλλα. Μπορεί να άλλαζα γυναικολόγο όταν η Ελένη θα έπαιρνε την ειδικότητά της αλλά τη Στέλλα δεν την άλλαζα με τίποτα! Πλέον έκανε και νύχια αλλά… εδώ και πολλά χρόνια αυτό ήταν του Ανδρέα μου ο οποίος όχι απλά τα έβαφε εξαιρετικά, είχε μάθει μέχρι και σχέδια να κάνει. Πάντα του άρεσε να με περιποιείται -ακριβώς όπως άρεσε και σε μένα να κάνω το ίδιο- αλλά όντας και ποδολάγνος τα πόδια μου ζούσαν κοντά του τη Νιρβάνα.

    Μπήκα στο μπάνιο. Το ’97 είχα ζητήσει από την κυρά-Ματούλα την άδεια να αλλάξω τη ντουζιέρα σε μπανιέρα, η τουαλέτα είχε χώρο, με έξοδα δικά μου, εννοείται! Η κυρά-Ματούλα δεν άκουγε κουβέντα και τελικά συμβιβαστήκαμε να το πληρώσουμε μισό-μισό. Το σπίτι είχε γίνει αγνώριστο από την πρώτη φορά που μπήκα μέσα το Σεπτέμβρη του ’93. Του είχα βάλει βιβλιοθήκη και είχαμε αλλάξει τους καναπέδες με καινούργιους. Το καλοκαίρι του ’98 η κυρά-Ματούλα αποφάσισε να μου αλλάξει και κουζίνα, και όχι μόνο αυτό, με πήγε να διαλέξω εγώ το σχέδιο και το χρώμα και δε με άφησε να πληρώσω δεκάρα και από πάνω.

    - «Πλήρωσες τον καναπέ και τη βιβλιοθήκη και το μισό μπάνιο, θα πέσει φωτιά να με κάψει αν μου ξαναδώσεις δεκάρα και δεν είναι για το νοίκι!» μου δήλωσε και αυτό ήταν. Βέβαια έγινε και αυτό καθώς με τον Ανδρέα αγοράσαμε διπλό κρεββάτι, αντικαθιστώντας τα δύο ημίδιπλα που υπήρχαν παλιότερα, αλλά γι’ αυτό, μιας και θα το παίρναμε μαζί μας φεύγοντας, δεν μας έκανε γκρίνια.

    Χώθηκα στη μπανιέρα και κάθισα στο καυτό νερό μέχρι να μουλιάσω, παρά το γεγονός ότι ήταν Ιούλης. Χαμογέλασα στη σκέψη ότι την πρώτη Αυγούστου θα ερχόντουσαν και πάλι Ευτυχία και Valerio, θα γυρίζαμε πάλι όλη την Κρήτη με τον Θρασύβουλα, ο οποίος, παρότι κόντευε να κλείσει τα τριάντα, ήταν σκυλί μαύρο ή έστω πορτοκαλί μεταλλικό. Με τον Ανδρέα είχαμε γυρίσει σχεδόν όλη την Ελλάδα τα προηγούμενα χρόνια.

    Βγήκα από το μπάνιο και πήγα να ετοιμάσω το φαγητό, σήμερα, παρόλο που στην αρχή δεν ήταν προγραμματισμένο, θα είχε σπέσιαλ πρόγραμμα. Η κυρά-Βούλα, η μητέρα του Ανδρέα, με είχε μάθει να φτιάχνω σουτζουκάκια σμυρναίικα τα οποία ο Ανδρέας μου τα λάτρευε. Ήρθε το απόγευμα με το Σίμπα να μπλέκεται στα πόδια του. Παρόλο που κόντευε τα δέκα, ήταν το ίδιο μαλακοπίτουρας όσο την πρώτη φορά που τον είχα δει, και ακόμα αυτοκόλλητος με τις τρεις γάτες του.

    - «Καλώς μου τον» του είπα και τον πήρα στην αγκαλιά μου και τον φίλησα.
    - «Μωρό μου!» μου είπε σφίγγοντάς με πάνω του.
    - «Τάξε μου» του είπα όταν γύρισε αφού είχε αλλάξει.
    - «Χμμμ… καλά το μυρίστηκα! Είναι αυτό που νομίζω;» με ρώτησε με χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο.
    - «Κροκοδειλάκι μου, εσύ!» του είπα και έβαλα και στους δυο να φάμε.
    - «Δε θα πιείς μπύρα εσύ;» με ρώτησε όταν του έκανα νόημα ότι δεν ήθελα να μου βάλει στο ποτήρι.
    - «Όχι μωρουλίνι μου, είναι λίγο φουσκωμένο το στομάχι μου» του είπα και χαμογέλασα στη σκέψη ότι αυτό δεν απείχε και πολύ από την πραγματικότητα. «Πώς ήταν η μέρα σου;» τον ρώτησα, και συνεχίσαμε την πάρλα.

    Η αλήθεια είναι ένιωθα λιγάκι αμήχανη, παρά το γεγονός ότι το είχαμε επιδιώξει. Ε, δεν λες και κάθε μέρα στο σύντροφό σου ότι θα γίνει πατέρας! Τελειώσαμε και σηκώθηκε και έπλυνε τα πιάτα. Όταν τέλειωσε πήγα και τον πήρα αγκαλιά από πίσω. Γύρισε χαμογελαστός και με φίλησε. Τον πήρα και πήγαμε και κάτσαμε στον καναπέ.

    - «Σου έχω ακόμα μια έκπληξη» του είπα. «Κλείσε τα μάτια σου!» Έκλεισε τα μάτια του και του έδωσα ένα κουτί με το τεστ που είχα τυλίξει σα δώρο. Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε το κουτί.
    - «Τι είναι αυτό;» με ρώτησε
    - «Ανοιξε και θα δεις!» του απάντησα.
    - «Χμμμ… Δεν μπορεί να είναι των γενεθλίων μου, αυτά είναι την άλλη εβδομάδα. Τι μου ετοιμάζεις πάλι θηλυκέ Μακιαβέλλι;» Εδώ κανονικά λένε «θα το ανοίξεις ή θα μας γκαστρώσεις;» αλλά αυτό το είχε κάνει ήδη!
    - «Άνοιξέ το και θα δεις!» επέμεινα.

    Χαμογελώντας έλυσε το φιόγκο και άνοιξε το κουτί. Έμεινε αμίλητος βλέποντας τις δύο γραμμές. Στο μάτι του κύλισε ένα δάκρυ.

    - «Φοίβη…» είπε με τρεμάμενη φωνή… «Είναι… είναι αυτό… αυτό που νομίζω;»
    - «Θα γίνεις μπαμπάς!» του είπα δακρυσμένη και ο Ανδρέας ξέσπασε σε λυγμούς, δεν τον είχα δει ποτέ μου να κλαίει. Με έσφιξε στην αγκαλιά του, κόντεψε να με σκάσει.
    - «Θα γίνω μπαμπάς! Θα γίνω μπαμπάς!» μονολογούσε μέσα σε λυγμούς.
    - «Θα γίνεις μπαμπάς, μάτια μου» του είπα «αλλά πρώτα έχεις να γίνεις αύριο κουμπάρος!»
    - «Μωρό μου, έχω μια ιδέα» μου είπε όταν με τα πολλά ηρέμισε.
    - «Πες μου» του είπα χαμογελαστή.
    - «Αν είναι κοριτσάκι να την ονομάσουμε Χριστιάνα.»

    Ηράκλειο, Ιούλιος 2022

    - «Στα είπε ο Ανδρέας, Φοίβη; Θα έρθουμε αρχές Αυγούστου.»
    - «Ναι, μου το είπε. Ελπίζω να κατέβετε Κρήτη!»
    - «Εννοείτε βρε, θα με τηγάνιζε ζωντανή η Φοίβη αν και δεν ερχόμασταν να δει τους νονούς της» μου είπε γελώντας η Χριστιάνα. «Όχι ότι η Jude πάει πίσω, την έχει ερωτευτεί τη Λεβεντογέννα! Το έχεις πει στην Χριστιάνα;»
    - «Όχι, θέλω να της το πεις εσύ!»
    - «Βεβαίως! Είναι εκεί;»
    - «Ναι, εδώ είναι, κάτσε να τη φωνάξω. Φιλιά από εμένα!» είπα στο τηλέφωνο. «Χριστιάνα;» φώναξα χωρίς να πάρω απάντηση. «Χριστιάνα!» ξαναφώναξα.
    - «Έλα μαμά!» την άκουσα να λέει από μέσα.
    - «Έλα στο τηλέφωνο, σε θέλει η νονά σου!» της είπα και ήρθε σχεδόν τρέχοντας. Μου πήρε το τηλέφωνο από το χέρι με το χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπό της.
    - «Νονά!!! Τι κάνεις; Μου έχεις λείψει, άντε πότε θα σας δούμε; Τι;;;; Σοβαρά μιλάς; Ναιιιιι» είπε χτυπώντας παλαμάκια με ενθουσιασμό, μπορεί στην εμφάνιση και στο ύψος να είχε πάρει από το μπαμπά της, αλλά στη μανιέρα ήταν φωτοτυπία της μάνας της.

    Η Χριστιάνα, στα είκοσι και μισό, είχε μόλις τελειώσει το τρίτο έτος στην Ιατρική Ηρακλείου, μπαίνοντας με την πρώτη, ούσα καλύτερη στην έκθεση από τον μπαμπά και τη θεία Ελένη, ενώ για φυσική δε σχολιάζω, θα την έπνιγε η θεία Μαρία αν τολμούσε να κάνει αλλιώς. Η Χριστιάνα, στα είκοσι και μισό, είχε μόλις τελειώσει το τρίτο έτος στην Ιατρική Ηρακλείου, μπαίνοντας με την πρώτη, ούσα καλύτερη στην έκθεση από τον μπαμπά και τη θεία Ελένη, ενώ για φυσική δε σχολιάζω, θα την έπνιγε η θεία Μαρία αν τολμούσε να κάνει αλλιώς. Φανατική σκακίστρια, και ακόμα πιο δυνατή παίκτρια από εμένα, θα μπορούσε να είχε ασχοληθεί επαγγελματικά με το σκάκι, αν το είχε επιδιώξει. Πριν μερικές μέρες σε εκδήλωση που είχε διοργανώσει το ΙΤΕ προς τιμήν της Ευδοκίας Πέτρου, που στις αρχές του μήνα είχε γίνει μόλις η δεύτερη γυναίκα στην ιστορία που είχε κερδίσει το βραβείο Fields, είχαμε παίξει μαζί της σκάκι σε αγώνες επίδειξης, καθότι και εκείνη, και ο Stolsberg, που είχε έρθει μαζί της στην εκδήλωση, άλλωστε σε κοινή τους εργασία αποδείχτηκε το εξαιρετικά σημαντικό για το πεδίο τους θεώρημα που έφερε το όνομά της, ήταν φανατικοί σκακιστές και εξαιρετικά δυνατοί παίκτες. Όπως και να 'χει τους πήραμε τα σκαλπ, και εγώ και η Χριστιάνα, και μετά το καμάρι μου πήρε και το δικό μου, αλλά εγώ το είχα πια συνηθίσει, με έκανε του αλατιού από τα δεκαπέντε της. Αυτές είναι οι ολέθριες συνέπειες του να παίζεις συνέχεια σκάκι με τον θείο Vasily, που εδώ και πολλά χρόνια είναι grand master.

    - «Αχ, τι όμορφη έκπληξη ήταν αυτή;» μου είπε ενθουσιασμένη, λίγη ώρα αργότερα, όταν τελείωσε με τη νονά της και έκλεισε.
    - «Ναι, και το καλύτερο είναι ότι θα είναι εδώ και ο Στρατής μας!»

    Ο Στρατής, ο μικρότερός μας, κληρονόμησε, εκτός από την εμφάνιση, και τον χαρακτήρα του πατέρα του, αλλά σε αντίθεση με τον Ανδρέα αποφάσισε να ακολουθήσει την καριέρα του παππού του, γεμίζοντας τον στρατηγούκο χαρά και υπερηφάνεια, δηλαδή τι χαρά, τα βρακιά του λέρωσε! Σπούδαζε στην Σχολή Ευελπίδων και θα μας επισκεπτόταν σύντομα, στις αρχές του Αυγούστου. Η αλήθεια είναι ότι ο Ανδρέας μουρμούρισε λίγο στην αρχή καθώς ο Στρατής έχει πολύ λαμπρό μυαλό και θα μπορούσε να γίνει εξαιρετικός επιστήμονας, αλλά φυσικά το κράτησε μέσα του και δεν του είπε τίποτα, καθώς πέρα και πάνω απ' όλα θέλαμε τα παιδιά μας να είναι ευτυχισμένα ακολουθώντας το μονοπάτι που τα ίδια επέλεξαν. Παρά την αρχική του μουρμούρα πάντως, το Δεκέμβρη, στην ορκωμοσία του Στρατή - ως αρχηγού της τάξης του παρακαλώ!- μαζί με τους υπόλοιπους πρωτοετείς της σχολής, πιο περήφανος χαζομπαμπάς από τον Ανδρέα δεν πρέπει να υπήρξε. Καλά, για τον παππού του, δεν το συζητάμε, έπιασα κάμποσες φορές γαμπρό και πεθερό με τα μάτια τους να γυαλίζουν ύποπτα, όχι δηλαδή πως εγώ πήγα πίσω, να τα λέμε αυτά.

    - «Ουφ, μη του το πεις γιατί θα πάρει αέρα, αλλά μου έχει λείψει το κωλόπαιδο!»
    - «Χαχαχα, καλά, θα προσπαθήσω να κρατήσω το στόμα μου κλειστό!» της υποσχέθηκα.
    - «Άντε με τον κωλοκόβιντ, μας γάμησε δύο καλοκαίρια!»
    - «Χριστιάνα, γλώσσα!» της είπα.
    - «Μμμμμ» μου είπε βγάζοντας τη γλώσσα της και δεν κρατήθηκα, έβαλα τα γέλια. «Ίδια η μάνα σου είσαι!» της είπα.
    - «Και μπράβο μου» είπε σκάζοντάς μου ένα φιλάκι. «Ουφ, άντε να περιμένουμε τον Αύγουστο τώρα!»
    - «Θα αντέξουμε δύο εβδομάδες!» της είπα με δραματικό ύφος.
    - «Μου έχουν λείψει πολύ… και η νονά και η Jude και η Φοίβη!»

    Ηράκλειο, Αύγουστος 2022

    Ο Στρατής είχε συνηθίσει τα πρωινά ξυπνήματα αλλά η Χριστιάνα όχι.

    - «Μαμά, να την ξυπνήσω εγώ στρατιωτικά;» με είχε ρωτήσει το πρωί.
    - «Να σου πω, αν δεν καταφέρω να την ξυπνήσω σε 5 λεπτά, θα γίνει κι αυτό!»
    - «Άντε ρε παιδιά!» φώναξε από μέσα ο Ανδρέας.
    - «Στην κόρη σου να τα πεις!» είπε ο Στρατής.

    Καταφέραμε και ήμασταν στο λιμάνι και οι τέσσερις μας την ώρα που το καράβι άρχισε να δένει. Είχαμε πάει με δύο αυτοκίνητα, στο ένα ήταν ο Στρατής με τη Χριστιάνα και στο άλλο εγώ με τον Ανδρέα. Ο Θρασύβουλας ήταν σχεδόν 50 χρονών αλλά τον είχαμε κρατήσει και τον προσέχαμε σαν τα μάτια μας. Δεν τον είχαμε σε ακινησία, ίσα-ίσα, πολλές φορές βόλευε να πάμε κέντρο με αυτόν και όχι με το άλλο που είχε το μέγεθος μαούνας. Toyota και αυτό, ο Ανδρέας δεν άλλαζε με τίποτα, αλλά να κατέβεις κέντρο με το station wagon δεν το λες και βολικό.

    Κατεβήκαμε από τα αυτοκίνητα και περιμέναμε Χριστιάνα, Jude και Φοίβη να κατέβουν από το καράβι. Και τα δυο μας παιδιά είχαν πάρει το ύψος του μπαμπά τους, ο Στρατής ήταν 1,87 ενώ η Χριστιάνα 1,82. Από εμένα είχαν πάρει το χρώμα των ματιών μου αλλά ευτυχώς χωρίς τη στραβομάρα που τα συνόδευε μέχρι που έκανα εγχείρηση. Ο Στρατής είχε μια μικρή μυωπία αλλά καμία σχέση με τη δική μου που κάποτε είχε φτάσει κοντά 9 βαθμούς, είχε 0.75 βαθμούς στο ένα μάτι και 1,25 στο άλλο. Κατά τα άλλα ήταν σχεδόν φωτοτυπία του πατέρα του, αν εξαιρέσεις τα γυαλάκια που φορούσε.

    Η Χριστιάνα είχε πάρει το δικό μου χρώμα των μαλλιών και το σωματότυπό μου με εξαίρεση το ύψος, κάποια στιγμή νομίζαμε ότι θα φτάσει το μπαμπά της. Τη νονά της πάντως, έστω και για δύο πόντους, την περνούσε στο ύψος. Ο ερχομός της Χριστιάνας το Φλεβάρη του 2002 μας είχε ανατρέψει τα σχέδια να πάμε εμείς Αμερική το καλοκαίρι του 2002 ωστόσο σαν δεν πάει το βουνό στο Μωάμεθ πάει ο Μωάμεθ στο Βουνό. Το Σεπτέμβρη ήρθαν οικογενειακώς στην Κρήτη, όχι απλά για διακοπές, είχαμε να βαφτίσουμε και τις κόρες μας.

    Χριστιάνα και Φοίβη. Όταν μου είχε πει ότι θα δώσει το όνομά μου στη θετή της κόρη είχα ρίξει τέτοιο κλάμα που δε λέγεται. Ήταν ιδέα του ίδιου του Ανδρέα όταν έμαθε ότι θα γίνει πατέρας το καλοκαίρι του 2001 να δώσουμε στο παιδί μας το όνομά της, αν έβγαινε κορίτσι, πράγμα που έγινε. Εκείνο το Σεπτέμβρη γνωρίσαμε την Jude από κοντά. Βέβαια είχαμε δει φωτογραφίες της αλλά η αλήθεια είναι ότι την αδικούσαν. Περίπου στο ύψος μου, φυσική κοκκινομάλλα με λίγες φακίδες, ήταν κούκλα.

    Η Jude ήταν bisexual και έμεινε έγκυος μετά από ατύχημα με προφυλακτικό σε ένα τρίο που είχαν με τον περιστασιακό FB τους, τον Jeremy, τα μέσα της άνοιξης του 2000. Καθώς Χριστιάνα και Jude ήταν μαζί ήδη δύο χρόνια και δεδομένου ότι και οι δυο τους ήθελαν παιδί, δεν το σκέφτηκαν καθόλου. Η Φοίβη έμοιαζε πολύ στη μητέρα της και οι λίγες περισσότερες φακίδες που είχε τόνιζαν, αν μη τι άλλο, ακόμα περισσότερο την υπέροχη φατσούλα της. Από τον Jeremy είχε πάρει το χρώμα των υπέροχων σμαραγδένιων ματιών του και σε συνδυασμό με το αμυγδαλωτό σχήμα των ματιών που πήρε από την Jude έχω να το λέω: η βαφτιστήρα μου έχει τα πιο όμορφα μάτια που έχω δει σε άνθρωπο και αντιρρήσεις δε σηκώνω.

    Όπως και να έχει το Σεπτέμβρη του 2002 στο Ρέθυμνο είχαμε διπλή βάφτιση, να είναι καλά Νίκος & Μηνάς που ήξεραν τον παππά, είχαμε τραβήξει το διάολό μας με δαύτους για να βαφτιστεί η Φοίβη. Κάπως έτσι εγώ και ο Ανδρέας βρεθήκαμε οι νονοί της Φοίβης και η Χριστιάνα νονά της Χριστιάνας, η Jude ήταν καθολική και ο παπάς είχε όρια στο πόσο μπορούσε να κάνει τα στραβά μάτια.

    Τελικά το ταξίδι στο Σαν Φρανσίσκο το κάναμε την επόμενη χρονιά και εκεί είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε ακόμα ένα φίλο, τον Αρίστο, συνάδελφο που τότε δούλευε στην Google και που είχε κάνει το διδακτορικό του στο ίδιο πανεπιστήμιο με τη Χριστιάνα. Το 1998 που έκανα το μεταπτυχιακό μου, στο μάθημα της Θεωρίας Υπολογισμού μου είχε ανατεθεί σαν εργασία η διατριβή του, και ήταν αυτό τελικά που έγειρε την πλάστιγγα ώστε να ακολουθήσω κι εγώ αυτή την κατεύθυνση, αφήνοντας πίσω μου την άλλη μου αγάπη, τις δομές και βάσεις δεδομένων.

    Το 2008 συνέβη ακόμα ένα ευχάριστο γεγονός. Στο τμήμα επιστήμης υπολογιστών δίδασκε και ο Νίκος ο Μαθιόπουλος, συμμαθητής του Ανδρέα από το σχολείο, και ένα πρωί, έσκασε στο γραφείο του Ανδρέα μαζί με τον Μάριο και τη Μπίλι. Είχε απίστευτη πλάκα ο Ανδρέας όταν μου εξομολογήθηκε, μετά από 15 σχεδόν χρόνια, ότι πριν καψουρευτεί με την Σοφία, ήταν ήδη ένα χρόνο καψουρεμένος με τη Μπίλι, όχι ότι τον αδικώ, όπως έχω πει η τελευταία ήταν το πιο όμορφο κορίτσι στο σχολείο. Από τη στιγμή που βρεθήκαμε ξανά κρατήσαμε επαφές και, όπως και τον Αρίστο, τους βλέπουμε κάθε φορά που ανεβαίνουμε είτε με τον Ανδρέα, είτε όλοι η οικογένεια, στην Αθήνα και η Χριστιάνα έχει γίνει και φίλη με τις κόρες τους.

    - «Να τοι!» φώναξε η Χριστιάνα και σούρνοντας σχεδόν τον Στρατή έτρεξαν προς τη νονά της. Πήρα κι εγώ αγκαζέ τον Ανδρέα και προχωρήσαμε γελαστοί. Η Χριστιάνα είχε πάρει αγκαλιά τη Φοίβη και φωνάζαν και οι δύο σαν τρελές ενώ ο Στρατής προσπαθούσε απεγνωσμένα να μείνει σοβαρός.
    - «Καλώς τες» είπα και στις τρεις, αγκαλιάζοντάς τες και φιλώντας τες με τη σειρά. Ακολούθησε ο Ανδρέας.
    - «Πηγαίνετε σπίτι» τους είπε ο Ανδρέας όταν γεμίσαμε το station wagon με τις αποσκευές τους. «Εγώ και οι μαμάδες σας θα πάμε να πάρουμε καφεδάκι και θα σας βρούμε εκεί.»

    Μπήκαμε στο Θρασύβουλα οι τέσσερίς μας και ξεκινήσαμε. Η 25ης Αυγούστου εδώ και χρόνια ήταν πεζόδρομος, οπότε πήγαμε πίσω από το πάρκο. Δυστυχώς το Έβερεστ είχε κλείσει και η Θράκα είχε μεταφερθεί αλλού. Νέα καταστήματα είχαν έρθει στη θέση τους. Ούτε το Αυγό υπήρχε πλέον, ούτε η Χιτζάζ, ούτε η Ραφιναρία, ούτε το Μπάχαλο, ούτε το Στρόμπολι. Τουλάχιστον το Azteca’s -που ποτέ δεν πρόσθεσε 4-φ στον κατάλογό του- ήταν εκεί, στην ίδια θέση και απ’ όσο γνωρίζουμε ο Vasily είναι η μοναδική επιβεβαιωμένη περίπτωση ανθρώπου που έφαγε 3-φ, κάτι το οποίο επαναλάμβανε κάθε φορά που πηγαίναμε μεξικάνικο, ανοίγοντας μια φιλική κόντρα με το μάγειρα που το είχε πάρει προσωπικά.

    Η κυρά Ματούλα είχε πεθάνει ξαφνικά το 2003 γεμίζοντάς μας με θλίψη. Όταν μετακομίσαμε με τον Ανδρέα, λίγο πριν τον γάμο μας, οι κόρες της μας παρακάλεσαν να πάρουμε μαζί μας το Σίμπα καθώς τοις πράγμασι τα δέκα τελευταία χρόνια εγώ και ο Ανδρέας ήμασταν τα αφεντικά του. Ευτυχώς το σπίτι που μετακομίσαμε ήταν και αυτό μέσα σε ένα τεράστιο κτήμα, αλλιώς δεν ξέρω τι θα κάναμε. Ο Σίμπα πέρασε ευτυχισμένος τα γεράματά του μαζί μας και με τα τρία του γατιά -τα είχαμε πάρει και αυτά, τι να κάναμε;- και έφυγε πλήρης ημερών το 2008, στα 16 του. Το κλάμα που είχαμε ρίξει οικογενειακώς δεν λέγεται, και μπορεί να έχουν περάσει τόσα χρόνια αλλά ακόμα μου λείπει ο μούργος μας…

    Το νέο μας σπίτι ήταν κοντά στο παλιό του Ανδρέα, αλλά πριν πάμε εκεί είχαμε να κάνουμε κάτι άλλο. Παρκάραμε στα άσπρα κτήρια και κατεβήκαμε. Περπατήσαμε κρατημένοι χέρι-χέρι εγώ με τον Ανδρέα και η Χριστιάνα με τη Jude και φτάσαμε έξω από την παλιά κάτω είσοδο. Μπορεί οι φυσικοί και οι βιολόγοι να είχαν μετακομίσει το 1994 στα νέα κτήρια στις Βούτες αλλά για όσους τα προλάβαμε, η ψυχή της Σχολής Θετικών Επιστημών του ΠτσιΚ ήταν αυτά τα άσχημα, προκάτ κτήρια.

    Καθίσαμε εκεί για πέντε λεπτά αμίλητοι, ο καθένας βυθισμένος στις δικές τους σκέψεις. Για φαντάσου, ήταν σαν χθες και όμως έχουν περάσει σχεδόν 30 χρόνια. Ήταν Τετάρτη, 29 του Σεπτέμβρη του 1993. Ήταν η μέρα που συναντηθήκαμε για πρώτη φορά, μετά από 4 σχεδόν χρόνια, τυχαία στο κυλικείο, μα ήταν κάτι παραπάνω… ήταν το χάραμα της νέας μας ζωής.

    - “Ok, guys, let’s get going” είπα.
    - “Sure” απάντησαν Χριστιάνα και Jude αλλά ο Ανδρέας δεν είχε ακούσει.
    - «Τι είπες μωρό μου;» με ρώτησε
    - «Πάμε;» είπα χαϊδεύοντας του τρυφερά το χέρι. «Τα παιδιά μας περιμένουν.»

    (ΤΕΛΟΣ)
     
    Last edited: 18 Φεβρουαρίου 2024
  8. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Updated εξώφυλο

     

    Και οπισθόφυλλο

     
     
    Last edited: 19 Φεβρουαρίου 2024