Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Kinky Poetry

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος astarti, στις 11 Αυγούστου 2015.

  1. Cinnamon

    Cinnamon Mary Celeste

    ΕΡΙΣ ΛΥΟΜΕΝΗ : «Το μανιφέστο της καύλας»

    Η καύλα είναι αγνή, καθολική και αναμάρτητος. Αγνή γιατί πηγάζει κατευθείαν από την ψυχή χωρίς να μπορούν να την τιθασεύσουν τα ανεριστικά φίλτρα του μυαλού. Καθολική γιατί την νιώθει κάθε ον σε αυτή τη γη. Αναμάρτητος γιατί δε λαθεύει ποτέ, δεν αμφισβητείται και δεν παρεξηγείται: την καύλα πολλοί την περνούν για έρωτα, τον έρωτα δεν τον περνά για καύλα κανείς.

    Η καύλα είναι πανταχού παρούσα: στροβιλίζει το μυαλό σου και χορεύει με τα σώψυχά σου. Σε κάνει να περπατάς, να ονειρεύεσαι, να σκέφτεσαι και να δρας.

    Η καύλα σε ωθεί να ζεις.

    Η καύλα δεν είναι μόνο σεξουαλική· είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής. Η καύλα είναι ενθουσιασμός, μεράκι και δίψα για ζωή. Η καύλα είναι όρεξη, ελευθερία κι ευχαρίστηση.

    Η καύλα είναι δύναμη.

    Η καύλα είναι παρεξηγημένη. Έχει κατηγορηθεί ως φτηνή, ζωώδης και στιγμιαία. Της φόρεσαν ψεύτικες φορεσιές ρομαντικών ιδεών, την έκαψαν στην πυρά, προσπάθησαν να την τιθασεύσουν με μαστίγια, μετάνοιες και ηθικοκοινωνικούς φραγμούς.

    Η καύλα, όμως, δεν είναι εξιδανικευμένη. Βρίσκεται στο εδώ και στο τώρα, χωρίς να αναλώνεται σε υποθέσεις, αναλύσεις και εμμονές. Η καύλα δε γουστάρει να κοιτάει πράγματα κι ανθρώπους με το τηλεσκόπιο, απεχθάνεται τα αδειανά πουκάμισα και τα τινάγματα των πεταλούδων.

    Η καύλα δεν είναι φτηνή, γιατί είναι ειλικρινής, ωμή και ατόφια: σιχαίνεται τα ψέματα, το φόβο, τα πρέπει και τις κάθε είδους συμβάσεις. Δε γουστάρει βολέματα, πειθαρχίες και ωχαδερφισμούς. Κάνει πέρα τους δειλούς, τους άτολμους, τους βολεμένους και τους βουτυρομπεμπέδες.

    Η καύλα δεν είναι στιγμιαία: η καύλα είναι αθάνατη. Πηγάζει απ’ τη ζωή και χορεύει με το θάνατο. Όσο η γη γυρίζει, θα υπάρχει καύλα, γιατί η γη γυρίζει από καύλα. Η καύλα δεν είναι η πεταλούδα που θα καεί απ’ τη φωτιά· η καύλα ανάβει τη φωτιά. Η καύλα δεν πεθαίνει· χάνεται μόνο όταν πάψει να υπάρχει θέληση.

    Η καύλα δεν είναι μία έννοια πολυσύνθετη: απλώς υπάρχει.

    Βρίσκεται στα χαμόγελα των ανθρώπων και πίσω από κάθε λαμπρή ιδέα. Βρίσκεται στα κορμιά των εραστών και στις εμπνεύσεις των συγγραφέων. Βρίσκεται στις λέξεις των ποιητών, στις μελωδίες των μουσικών και στο γέλιο των παιδιών. Βρίσκεται στα πινέλα των ζωγράφων, στα “εύρηκα” των εφευρετών και στα χέρια των χτιστών. Βρίσκεται στις ιαχές των πολεμιστών και στο διαλογισμό των μυστών. Βρίσκεται στα πέταλα των λουλουδιών και στο βόμβο των μελισσών, στις στάλες της βροχής, στον κεραυνό, τη βροντή, την ελπίδα και την απελπισία.

    Είσαι εδώ λόγω της καύλας και λόγω της καύλας ζεις, υπάρχεις κι αναπνέεις.Κι αφού γεννήθηκες λόγω της καύλας, ζήσε και πέθανε με καύλα.

    Περπάτησε με καύλα και όλος ο κόσμος θα γίνει δικός σου.

    Χαμογέλασε με καύλα και δε θα μαλώσεις ποτέ.

    Δούλεψε με καύλα και δε θα κουραστείς.

    Γέλα με καύλα και θ’ αργήσεις να κλάψεις ξανά.

    Κλάψε με καύλα και θα γελάσεις ξανά σύντομα.

    Γάμα με καύλα και νιώσε.

    Νιώσε με καύλα και ζήσε.

    Ζήσε με καύλα και πέθανε ευτυχισμένος.

    Τάδε έφη Έρις και αυτός είναι ο νόμος (ή και όχι).
     
    Last edited: 8 Οκτωβρίου 2018
  2. thief

    thief παλιοπαιδο ο Νικολακης Contributor

    "Υπεροχο" ,λεω
    και με καθε τι που βλεπω
    η ανοιξη σβηνει

     
     
  3. ..στην απόλυτη σιωπή ακόμα
    ακούω το σώμα σου.
    Και κάτω από του φεγγαριού το αράγιστο σελάγισμα
    και στ’ άγρια ουρλιαχτά μιας καταιγίδας
    εγώ αφουγκράζομαι το τρίξιμο της σάρκας.
    Μέσα από τα κρυφά της ρίγη
    μαθαίνω τα μυστικά σου.
    Τα μυστικά του κόσμου που μου τα εμπιστεύεσαι.
    Σαν το νεράκι που κυλάει ανάμεσα
    στα χόρτα και τις πέτρες.
    Ημερεύοντας τ’ αγρίμια του δάσους
    που κατεβαίνουν να ξεδιψάσουν.

    Φαντασμαγορικά νερά πετάγονται απ’ τα χείλη σου.

    Άσπρα λιοντάρια και γαλάζιοι πάνθηρες
    παίζουν στα όνειρα σου.
    Και τα φιλιά σου
    ένα απέραντο λιβάδι με παπαρούνες στο λιόγερμα.

    Ένα ποτάμι είσαι τελικά.
    Που κατεβαίνει απ’ τα βουνά.
    Χαρίζοντας δροσιά και βλάστηση

    στους αναμμένους κάμπους.

    Θανάσης Κωσταβάρας


     
     
  4. Βρόχος

    Τώρα ποὺ σ᾿ ἔχω διαγράψει ἀπ᾿ τὴν καρδιά μου,
    ξαναγυρνᾷς ὅλο καὶ πιὸ πολὺ ἐπίμονα,
    ὅλο καὶ πιὸ πολὺ τυραννικά.
    Δὲν ἔχουν ἔλεος τὰ μάτια σου γιὰ μένα,
    δὲν ἔχουν τρυφερότητα τὰ λόγια σου,
    τὰ δάχτυλά σου ἔγιναν τώρα πιὸ σκληρά,
    ἔγιναν πιὸ κατάλληλα γιὰ τὸ λαιμό μου.

    Ντίνος Χριστιανόπουλος


     
     
  5. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Απογευματινό πότισμα

    Χώνω στο χώμα τη χαρά
    Να ζωντανέψουν οι καρποί
    Να’ ρθεις με το κοφίνι
    Να με γεμίσεις όστρακα
    Φιλιά καυλιά και σάλια
    Να γλείψουμε εσύ κι εγώ
    Το λογισμό του κόσμου.

    ( Μαίρη Αλεξοπούλου )
     
  6. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ώρες Καλέσματος

    Τα Πούλιθρα τη νύχτα
    ομοιάζουν με γυναίκα.
    Τις ώρες του καλέσματος
    ο κόλπος τους είναι ανοιχτός.
    Υγρή η άμμος
    το κύμα προκαλεί
    να πέσει πάνω της ορμητικά
    πλημμυρίζοντας
    το αχανές
    του μαύρου της θόλου.

    ( Λουκάς Αξελός )
     
  7. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Η δύσκολη επικράτησις του Τώρα

    Εδώ μαίνεται ο πόλεμος των Οπαδών του Τώρα
    Με ορθωμένους τους φαλλούς
    μ’ ορθάνοιχτα τα σκέλη
    από κρεββάτι σε κρεββάτι λυσσασμένα
    υπερασπίζονται το Στάλινγκραντ της Ηδονής.

    ( Γιάννης Πατίλης )
     
  8. Ποιο πάθος λες;
    Αυτό ν’ αφήνεσαι ρευστός
    σε κάθε ερεθισμό του χώρου σου;
    Το πάθος ν’ απαντάς σα στρείδι;
    Το πάθος να παλεύεις με τα πάθη σου
    δε λογαριάζεις;
    Κι έπειτα
    για ποια λευτεριά του αδέσμευτου μιλάς;
    Μες στη σκλαβιά τη θέλω εγώ τη λευτεριά σου.
    Μες στη σκλαβιά, που για να καταλύσεις,
    αναγνωρίζεις πρώτα κι αποδέχεσαι.

    Τίτος Πατρίκιος


     
     
  9. ..Αγγίζω το στόμα σου, με το δάχτυλό μου αγγίζω το περίγραμμα του σώματός σου, το σχεδιάζω σαν να το δημιουργεί το χέρι μου, σαν το στόμα σου να μισανοίγει για πρώτη φορά και αρκεί να κλείσω τα μάτια μου για να το σβήσω και να ξαναρχίσω να το φτιάχνω, και κάθε φορά κάνω να γεννιέται το στόμα που ποθώ, το στόμα που επιλέγει το χέρι μου και σχεδιάζει πάνω στο πρόσωπό σου, ένα στόμα επιλεγμένο ανάμεσα σε τόσα άλλα, επιλεγμένο με ηγεμονική ελευθερία από μένα για να το ζωγραφίσει το χέρι μου πάνω στο πρόσωπό σου και που από ένα γύρισμα της τύχης που δεν προσπαθώ να καταλάβω συμπίπτει ακριβώς με το στόμα σου που χαμογελάει κάτω από εκείνο που σχεδιάζει το χέρι μου.
    Με κοιτάς, με κοιτάς από κοντά, κάθε φορά και από πιο κοντά και τότε παίζουμε τον κύκλωπα, κοιταζόμαστε όλο και από πιο κοντά και τα μάτια μεγαλώνουν, πλησιάζουν το ένα το άλλο, κολλάνε το ένα στο άλλο και οι κύκλωπες κοιτιούνται, οι ανάσες τους μπλέκουν, τα στόματα συναντιούνται και παλεύουν ανόρεχτα, δαγκώνονται χείλια με χείλια, ακουμπώντας μόλις τη γλώσσα πάνω στα δόντια, παίζουν μέσα στον περίβολό τους όπου πηγαινοέρχεται ένας βαρύς αέρας με ένα παλιό άρωμα και μια σιωπή.
    Τότε τα χέρια μου θέλουν να βυθιστούν στα μαλλιά σου, να χαϊδέψουν αργά τα βάθη των μαλλιών σου ενώ φιλιόμαστε σαν το στόμα μας να είναι γεμάτο λουλούδια ή ψάρια, ζωηρές κινήσεις, σκοτεινή ευωδιά.
    Και όταν δαγκωνόμαστε ο πόνος είναι γλυκός κι όταν πνιγόμαστε μ’ ένα σύντομο και τρομερό ταυτόχρονο ρούφηγμα της αναπνοής, αυτός ο στιγμιαίος θάνατος είναι όμορφος. Και υπάρχει ένα και μόνο σάλιο, μια και μόνη γεύση από ώριμο φρούτο κι εγώ σε νιώθω ν’ ανατριχιάζεις απάνω μου όπως η σελήνη στο νερό.

    Julio Cortasar, Το κουτσό
    Kεφάλαιο 7 [Μετάφραση:Κώστα Κουντούρη]

     
     
  10. ..Δεν είναι διασυρμός
    να δανείζεις το κορμί σου στη νύχτα
    δωρίζοντας τις χάρες του σε χείλη πρησμένα
    απ’ τον πόθο.
    Δεν είναι διασυρμός
    ν’ ανάβεις και ν’ αφήνεσαι
    να λειτουργήσει απόλυτα επάνω σου το πρωτόγονα
    Ωραίο.
    Δεν είναι διασυρμός
    το να φανερωθείς όπως ποτέ δεν το ‘χεις κάνει
    ούτε το ν’ αλλοιώσεις την εικόνα σου
    με τους απανωτούς σπασμούς σου.
    Διασυρμός,
    είναι ν’ αρνιέσαι αυτό που μόλις έκανες
    πεισματικά να αποφεύγεις την αλήθεια
    να απορρίπτεις τον εαυτό σου εσύ ο ίδιος,
    διασυρμός
    είναι να ομολογείς απρόσκοπτα μεταμέλεια,
    κάθε φορά
    κατόπιν εορτής…

    Δημήτρης Μπρούχος

     
     
  11. ΤΟ ΜΟΛΥΒΙ

    Ο περίεργος τρόπος που κρατάς
    το μολύβι μ’ ερεθίζει.
    Νιώθω την πίεσή σου στο χαρτί,
    την αφή σου στην άκρη.
    Τα δάκτυλά σου έχουν υπόσταση
    και σχήμα κι είναι μπλεγμένα
    γύρω απ’ το μολύβι
    σαν τον πόθο που τρέφει
    την ψυχή μου.
    Ακόμη κι όταν γράφεις χύνεται ορμή.
    Από τη συλλογή "Το Γυμνό Ζευγάρι"

    Αλεξάνδρα Μπακονίκα

     
     
  12. Τα άγρια συμπόσια

    Πεθύμησα τα άγρια συμπόσια
    τις απολαύσεις που είχαν
    φαί, κρασί, κουλτούρα, σεξ
    πεθύμησα τα πλούσια εδέσματα
    τα αλμυρά ορεκτικά τα νώγαλα
    σταφύλι, ρόδια, κούμαρα
    μούρα της Αλεξάνδρειας
    σύκα ξερά, σταφίδες
    που φέρνουν όνειρα γλυκά
    πεθύμησα τις δυναμωτικές τροφές
    για το αφροδίσιο σφρίγος
    χταπόδια, σαλιγκάρια, αυγά
    σούπα από πέρδικα
    αυγοτάραχο και εξαίσιο ταραμά
    ψητό κρεμμύδι και θυμάρι Υμηττού
    ρίγανη της Τενέδου
    ρεπάνι της Μαντίνειας
    χέλια της Κωπαΐδας, ερίφια της Μήλου
    κάρδαμο της Μιλήτου
    της Σκιάθου κέφαλο και σμέρνα του Σικελικού
    ψάρια από τον Ελλήσποντο και τεύτλα των Θηβών
    στρείδια και γουρουνόπουλα από τις Συρακούσες
    ροφό αιολικό δοντά σερβιρισμένο ολόκληρο
    στα κάρβουνα ψημένο και Χιώτικο κρασί γλυκό
    απ’ τους νοτιάδες που φυσούν την εποχή του τρύγου
    πεθύμησα την υγρασία των λουτρών
    τα δάφνινα στεφάνια
    τις κούπες που υψώναμε κάνοντας ιερές σπονδές
    στον Διόνυσο, στον Πάνα
    πεθύμησα τους στίχους του Αρχίλοχου
    μέσα σε κείνη την αχλή του μεθυσιού
    τη λύρα τη λυτρωτική τ’ αθώα κροταλίσματα
    του μυστικού τυμπάνου
    πεθύμησα τα υγρά αγριομούνια
    που για τα όργια των θνητών
    μονάχα ήταν πλασμένα.

    Αντώνης Αντωνάκος