Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Kinky Poetry

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος astarti, στις 11 Αυγούστου 2015.

  1. astarti

    astarti Love beyond Reason

    ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ τη βάφτισαν μα τη φωνάζουν Εύη—
    Μια χωρισμένη που ’χε πριν κάποιο μυστήριο Τσέχο.
    Δυο χρόνια που τη χαίρομαι· με πάθος και με δόλο
    Θέλει δεν θέλει την κρατώ, πουτάνα μου την έχω.


    Της χωρισμένης το φιλί, που λέει και το τραγούδι,
    Εγώ το γεύτηκα, εγώ και θα τ’ ομολογήσω.
    Κι όχι μονάχα το φιλί της χωρισμένης όλα
    Θα ομολογήσω και θα πω τα μπρος και τ’ από πίσω.


    .

    ΣΑΝ ΜΙΑ ρεκλάμα είν’ όμορφη, με πρόσωπο π’ αλλάζει
    Κατά το φως, το μακιγιάζ, κατά το εφφέ που θέλει·
    Θαρρείς πως έχει συλλογή μελετημένων ρόλων
    Που από το πρόσωπο περνούν στο σώμα και τα μέλη.


    Και τη λατρεύω έτσι ψηλή με το γεμάτο στήθος
    Με τους γοφούς τους στρογγυλούς πάνω σε μπούτια στέρια,
    Με τη λεκάνη τη φαρδιά και τη φυρή τη μέση·
    Μα όσο σε μέρη τη διαιρώ, τόσο τη θέλω ακέρια.


    Έπειτα, πάνω στου έρωτα την πιο εναγώνια φάση
    Τόσο είν’ ασπόνδυλη φορές η θηλυκότητά της,
    Ώστε εξισώνω τους γλουτούς ας πούμε με τα στήθια
    Ή τις εκτάσεις της κοιλιάς συγχύζω με της πλάτης. . .


    .

    ΑΡΧΕΣ ΟΤΑΝ βρισκόμασταν σε σπίτι ή παρέα
    Που φλυαρούσε κι έπαιζε την έπαιρνα ιδιαιτέρως
    Και της μιλούσα ερωτικά κι αυτή να κοκκινίζει
    Να τρέμει μη μας δουν, να λέει πως «δεν είν’ αυτό μέρος».


    Συγχρόνως κάθε μου φιλί κάθε επιμέρους χάδι,
    Στη μέσα μου επαφή τ’ αστού και του λυμένου κτήνους
    Ήταν για μένα μια ένοχη κι αβυσσαλέα πράξη
    Μ’ απρόβλεπτες συνέπειες κι αδιόρατους κινδύνους.


    .

    ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ τα μπούτια της σαν είπα να μου δείξει
    Η στύση κόντρα στο βρακί μου ’κανε τέτοια ζόρια,
    Ώστε όταν τέλος τ’ άνοιξα κουμπί-κουμπί μ’ ελπίδα
    Απ’ τη λαγνεία μού ’φυγε μεμιάς η στενοχώρια.


    Όμως σαν θέλησα να της σηκώσω το φουστάνι
    Στάθηκε τόσο ανένδοτη που μ’ έκανε να κλαίω·
    Και μόλις μπόρεσα να ιδώ με δυνατή προσπάθεια
    Από τα πόδια τ’ άσπρα της κάτι το φευγαλέο. . .


    .

    ΓΙΝΟΤΑΝ βέβαια πιο εύκολη βδομάδα τη βδομάδα·
    Αλλ’ άργησε να μου δοθεί κι είναι φορές ακόμα
    Που ξαφνικά εμποδίζεται κι η συστολή την κόβει,
    Ώσπου να γίνει σταδιακά και πάλι γνήσια βρώμα. . .


    .

    ΣΥΝΗΘΩΣ με μια κίνηση μπροστά από τον καθρέφτη
    Σηκώνω το φουστάνι της ψηλά μέχρι τη μέση·
    Κι ενώ της ρίχνω από μπροστά στα μπούτια έχω τα μάτια
    Στους δυο γλουτούς της που κρατώ και πλάθω όπως μ’ αρέσει.


    Κάποιου παράδοξου χορού σαν να ’μαστε ζευγάρι
    Κρατιόμαστ’ έτσι αγκαλιαστοί· μα η μουσική κι αν λείπει
    Γι’ αυτόν που απ’ έξω στέκεται και βλέπει τις κινήσεις
    Μέσα μας παίζει με ρυθμό χορού το καρδιοχτύπι.


    Σαν έμβολο το πέος μου στη σμίξη των ποδιών της
    Με χαμηλά αγκομαχητά το μπήγω, το ξεμπήγω·
    Αλλά καθώς αισθάνομαι να πλησιάζει η ρεύση
    Με σύνεση την απωθώ κοφτά στο παραλίγο.


    Γδύνεται τότε μ’ ένα στυλ θαρρείς για να επιδείξει
    Σ’ όλους κυλότα και σουτιέν, από καθάριο ατλάζι.
    Με στύση και με χαύνωση μισόγυμνη τη βλέπω
    Κι ο πόθος μου απαιτητικός με σπρώχνει και με βιάζει.


    Το χέρι προχωρώ συρτά, προειδοποίηση σάμπως,
    Πάνω στη σμίξη των μπουτιών· κάνω πως περιμένω·
    Ξέρει πως δεν ξεφεύγει πια κι ανέχεται να λύσω
    Με τ’ άλλο χέρι το σουτιέν το δυσκολοδεμένο.


    Το πρώτο στο αναμεταξύ φιλήσυχο απομένει
    Σαν κόσμημα αποκρουστικό στη μέση από βελούδα
    Ή μετά μάταιο πιάσιμο χρημάτων και βιβλίων
    Σαν να ’βρε τέλος λούλουδο κι έγινε πεταλούδα.


    Τα δάχτυλα άνεργα κρατώ για λίγο κι επιπόλαια
    Στην ίδια θέση κι ύστερα ποθώ να τα κινήσω·
    Αν και ψευταντιστέκεται και μου ψευτοδιπλώνει
    Ξέρει καλά πως είναι αργά για να γυρίσω πίσω.


    Απ’ το σουτιέν υδράργυρος ξεχύνονται τα στήθη
    Και τον ρουφώ, τον σπαταλώ με χέρια και με χείλια·
    Ζει σε μεγάλο πυρετό, σε μια παράνοια ο νους μου
    Κι όσο ποτέ μου ζωντανός αισθάνομαι απ’ τη ζήλεια.


    Και τη δαγκώνω, τη χτυπώ, τη βρίζω δίχως λόγο
    Καθώς τη βλέπω έτσι γυμνή με μόνο την κυλότα·
    Το φως να σβήσω εκλιπαρεί, μ’ ασθμαίνω από κακία
    Και την κυλότα τής τραβώ κι ανάβω κι άλλα φώτα.


    Αυτόματα το χέρι μου με δάχτυλα που καίνε
    Αλλού γίνεται υποδοχή κι αλλού γίνεται σφήνα·
    Αν κι όπως κείται ανάσκελα, γεμάτη σαν λεκάνη,
    Σαν επιφάνεια είναι νερού τα κάλλη της εκείνα.


    Από σημείο απόμερο πίνω κρυφά σαν σκύλος
    Μ’ αισθαντικούς πλαταγισμούς κι ύστερα επιταχύνω·
    Πιο λαίμαργα, πιο λαίμαργα — μου πιάνεται ώς κι η γλώσσα·
    Μα δεν μπορώ ν’ αποσπαστώ απ’ το σημείο εκείνο.


    Στο μεταξύ το χέρι μου τα στήθη της μαλάζει·
    Φτάνει μέχρι το πρόσωπο· το ψηλαφώ, το πιάνω·
    Κι ενώ επιμένει η γλώσσα μου, στα χείλη της στα μάτια
    Το χέρι μου ένα τρυφερό παίζει συγχρόνως πιάνο.


    Χυμώ ψηλότερα μετά —μέσ’ στο βραχνά πώς βγαίνει
    Στη γη πίσω απ’ τ’ ανθρώπινο ο καρχαρίας κυνήγι !
    Και με τον αυτοματισμό του τίγρη του πελάγου
    Το στόμα μου την κυνηγά, το σώμα μου τη σμίγει.


    Καθηλωμένη την κρατώ μαλακωμένη τέλεια —
    Πώς μαλακώνει απ’ του φιδιού το δάγκαμα το θύμα !
    Μαλακωμένος τράχηλος, μαλακωμένοι αγκώνες
    Καθώς δουλεύει μέσα της μονότονη μια λίμα !


    — Κάποτε που θα ξεχαστεί στον κόσμο τί ’ναι η λίμα
    Θα χάσει την αξία της πια και τούτη η εικόνα τότε
    Μ’ όλο τον κόσμο μας μαζί· μ’ ακόμα γεια χαρά σας
    Όλες που σαν την Εύη μου στον κόσμο μας την τρώτε ! . . .


    Τι κωμική που ’ναι λοιπόν με σηκωμένα πόδια !
    Πού το στητό της βάδισμα, το κοσμικό της ύφος !
    Σφαγμένη η περηφάνεια της, το κύρος της ρεζίλι,
    Οι χάρες της για κλώτσημα και τ’ αγγλικά της τζίφος !


    Με τα δυο πόδια της ψηλά στους ώμους μου βαλμένα
    Πώς φαίνεται αξιοθρήνητη, παραιτημένη πλέρια —
    Σαν κάποιον που όσο μπόρεσε κράτησε μα στο τέλος
    Με καταισχύνη σήκωσε ψηλά κι αυτός τα χέρια ! . . .


    Μα νά που αργά το σώμα της αρχίζει να σαλεύει,
    Να ζωντανεύει, ν’ αντιδρά, να σφίγγει νευρωμένο.
    Σαν ψάρι απ’ έξω απ’ το νερό πηδά κάτω από μένα·
    Στο πιο ψηλό το πήδημα κι εγώ το περιμένω.


    Στο πιο ψηλό το πήδημα βγάζει κραυγή αγωνίας
    Καθώς με πέος αντίδρομο ζητώ να την ξεκάμω·
    Κι ύστερα πάλι αποχωρεί σαν ψάρι στον αέρα
    Που στην επόμενη στιγμή ψοφά και πέφτει χάμω.


    Απάνω της πέφτω κι εγώ σαν το δρομέα στο νήμα
    Που απ’ την εξάντληση ξεχνά την ίδια του τη νίκη.
    Τώρα σαν δυο πολεμιστές βαριά τραυματισμένοι
    Μένουμε σωριασμένοι εκεί σε πρόσκαιρη συνθήκη. . .


    Ωσότου νά ’τη απ’ την αρχή με το κορμί δραστήριο
    Π’ αναγυρνά με νόημα στα τέσσερα και νά ’τη
    Που περιμένει ακίνητη σαν γυμνασμένη σκύλα
    Νά ’ρθω από πάνω της αισχρά, να της ριχτώ απ’ την πλάτη.


    Μια τόση αλήθεια αδιαντροπιά, τόσο απροκάλυπτο αίσχος
    Δεν είδα ούτε στα πλάσματα, δεν είδα ούτε στ’ αγρίμια·
    Γιατί τουλάχιστον αυτά στα τέσσερα που πάνε
    Με την ουρά σκεπάζουνε της τρύπας τους τη γύμνια.


    Στη στάση αυτή που συνεχώς τη δείχνει κι άλλο πράμα
    Καθώς μ’ αγκώνες καταγής τινάζει τους γλουτούς της
    Και με κρυμμένο πρόσωπο καταμεσίς στα χέρια
    Είναι ό,τι θες, ό,τι ποθείς: χίμαιρα, σφίγγα, πούστης.


    Τί δεν θα δίναν να τη δουν οι θλιβεροί, οι καημένοι
    Ανώτεροί της και λοιποί στη χαζοϋπηρεσία —
    Στάση που απ’ το πρωτόκολλο διαφέρει του υπουργείου
    Τόσο που μόνο ποιητική το πιάνει φαντασία !


    Χαιρέκακα στο πείσμα τους λοιπόν την ανεβαίνω
    Κι αισθάνομαι από κάτω μου τ’ ωραίο της πηγαινέλα
    Και σκύβοντας στον τράχηλο την πιάνω από τα στήθη
    Κι ακάθεκτος την οδηγώ στην ποίηση και στην τρέλλα. . .


    Σε λίγο σαν δυο ναυαγοί μετά από το ναυάγιο
    Δυο σκόρπια είμαστε σώματα, δυο ανθρώπινα σκουπίδια
    Στην αμμουδιά του κρεβατιού, ξένα αναμεταξύ τους
    Ώσπου ν’ αρχίσουν εξαρχής σύντομα πάλι τα ίδια. . .


    Γιατί όσο κι αν τη χαίρομαι, όσο αν περνάει ο χρόνος,
    Όσο αν την έχω κατοχή και κτήμα μου την Εύη,
    Το σώμα μου απ’ το σώμα της —στήθη, μασχάλες, πόδια—
    Όλο και πιο παράλογα και πιο πολλά γυρεύει.


    Παρτούζα, 1991
    (πρώτη δημοσίευση: περ. Σπείρα, τχ. 8, 1981), Νίκος Φωκας, Γνωριμια με την Εύη.
     
  2. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Ο Μέγας Ανατολικός


    «Τι συμβαίνει, διηρωτάτο με σπαραγμόν η νεανίς, και δεν ημπορεί κανείς να απολαμβάνη πάντοτε τον έρωτα σαν μίαν ωραίαν οπώραν, σαν ένα ωραίο τοπίο, σαν ένα ωραίο ξένοιαστο πρωί, πασίχαρο, αυροφίλητο, γιομάτο ευφροσύνη, σαν ένα μυροβόλο περιβόλι ή σαν μια καθαρή αμμουδιά, λουσμένη από γαλάζιο πέλαγος ευδαιμονίας;

    Μήπως δεν φταίει καθόλου, μα καθόλου ο έρως -εξηκολούθησε να σκέπτεται μ’ αιμάσσουσαν καρδίαν η Υβόννη. Μήπως φταίει ο τρόπος με τον οποίον αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι τον έρωτα, τόσον εις το ατομικόν, όσον και εις το κοινωνικόν επίπεδον; Μήπως, αν δεν έμπαινε στη μέση το λεγόμενον «αίσθημα» κι η λεγομένη «ηθική», θα ημπορούσε τότε μόνον να είναι ο έρως τέλειος και απλός και εύκολος, επ’ άπειρον πανήδονος κι απολύτως παντοδύναμος -όλο χαρά (μόνο χαρά), όλο γλύκα (μόνο γλύκα), χωρίς απαγορεύσεις, στερήσεις, πικρίες, διάφορα «μούπες-σούπα» κι άλλα αηδή κι ακατανόητα, όπως η αποκλειστικότης, η εντός του γάμου αγνότης κι όλη η σχετική με αυτόν απέραντη όσον και μάταια ηθικολογία και φιλολογία;»

    [Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο Μέγας Ανατολικός – απόσπασμα, 6ο Κεφάλαιο, Α’ Μέρος, Α’
     
  3. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Έρωτος εγκώμιον

    Ιουλία με βάφτισαν, μα με φωνάζουν Τζούλια,
    Όνομα εξαίσιο και ποίηση γεμάτο !
    Παίζουν τ’ αρχίδια του γκρανκάσα ήδη στακάτο
    Κι ο δόλιος πούλος του σφηνώνεται στην Πούλια.

    Τη ραίνει στίχους με παγέτες και ζουμπούλια,
    Ουρανομήκους λυρισμού, περίσσιου πάθους.
    Αχ, να γαμήσει εσπευσμένως, άνευ λάθους,
    Μην μπλέξει άκων με κουφέτα και με τούλια.

    Γλυκογκαβίζοντας εκείνη γουργουρίζει,
    Με μυροστάλαχτη φωνή του ψιθυρίζει,
    Ενόσω σκέφτεται αφροδίσια και λοιμώξεις

    (Ψυχή και πνεύματι σαφώς του ’ναι δοσμένη) :
    Καμιά καπότα, αγαπούλα μου, σου μένει ;
    Αλλιώς, την κάνω και σ’ αφήνω μ’ ονειρώξεις.

    ( Σεσιλ Ιγγλέση Μαργέλλου )
     
  4. astarti

    astarti Love beyond Reason

    My body alive with you. In my head
    you lean down, smooth the hair tenderly
    from my face as I loudly and voraciously suck you.
    My hand desperate and rapid inside me
    as you hold me in place, harshly navigate
    the dark ocean of my mouth.

    That wet pulling in my core.
    Oh, please, make me wait.
    Draw it out and be softly cruel.
    Avoid the places that
    scream for your hands, your tongue,
    your swollen luscious cock.
    Tell me that you own me
    and make me whimper and beg.

    You pinch hard at my nipples
    while my eyes roll back inside my head.
    Place yourself between my aching tits,
    sliding between them slickly,
    the sweet relief of your fingers
    plunging fast and loud in me.

    Taking the sweet head of your cock
    and spreading it slowly over and within
    my petal-soft folds, pulled wide for your viewing.
    The insides of my thighs glossed with wetness.

    Pushing up slowly into me, impaling my tiny body
    with your too-full, turgid length.
    In the end, fucking, fucking, fucking me with abandon.
    The slapping of your heaving balls
    a most delectable punishment.

    Pull yourself out at the end, make me feel
    the absence, my weeping cunt clenching at air.
    Deny me release. Break my heart
    while you pump yourself so gracefully, heartbreakingly,
    hotly over that spot (oh your beautiful face), the one right above my
    throbbing clit, so I can see your thick, lovely essence
    spewing its massive drops on me.

    Make me remember
    how bad a woman I am.
    Then leave me coldly
    so you can haunt me forever.
     
  5. astarti

    astarti Love beyond Reason

    Desire
    A touch of skin soft and slippery,With the hint of hint of sweat.We fought our resistance beneath the cool sheets, As the wind flowed from the window above us.Eyes met briefly and begged for the chance,To abandon all of our uncertainties.You began your work on my lips,Probing gently as if drawing sex, From a deep well of longing and need.Then heated tongues met in the midst, Of hot and quickening breath. And greedily we drank the wine of our lusts.Then intoxicated with those spirits,Our clothes found resting place on the floor. Piece by piece, Until there were no hiding places, For the two glistening and wanting bodies.Hunger revealed in this hot moment.Then skin meshed with skin, As the floor became the stage.You moved atop of me easily, And lowered yourself gently.Kissing me as I was filled with you. As a gasp broke the kiss,Your hands stroked the stray strands, Away from my forehead, then became entangled.Our slow rhythm gave way,To urgent and demanding thrusts of passion ,As I arched my body for your comfort, And you threw me into ecstasy, With the strength of your blows.You left me screaming and soaked, In oblivion again and again, As you growled my name from the back of your throat, And our bodies both demanded more, Each giving to the other, High on the fluids of foreign substance. I grasped, then released you, Grasped then released you,In effort to relieve you of your control.The taste of your skin between my lips, Was like no other.To hear your cry of mercy, When my teeth met your warm skin,Was more breathtaking than you knew.Yet I still released the control to you. As you wound your hands in my hair, And pulled until the flesh on my neck was taut,You moved with one final and breaking blow, Forcing our way to the peaks of bliss, Leaving our screams to echo on like battle cries. I welcomed the weight of you to crush me, As you collapsed on top of me,Still hot and burning, And I glowing like an ember, Casting a welcome light, Should you seek my gifts again.
     
  6. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

  7. astarti

    astarti Love beyond Reason

    Στου φεγγαριου το φως οι αναστολες πανε περιπατο
    τα πρεπει και τα μη χανονται σαν σκιες
    κι εγω αφηνομαι στη φλογα των ματιων σου
    και παραδιδομαι στο ενοχο σου, το κλεμμενο χαδι.
    Κρυφο της νυχτας ταιρι σου, αγαπη μου,
    σκλαβα ενος ποθου κατ' αναγκη κλειδωμενου,
    δεσμια μιας ηδονης που δεν μπορει το στομα να φωναξει,
    αν κι η ψυχη τη διαλαλει στα περατα του συμπαντος.
    Καθως στη σαρκα μου εισβαλλεις σου ορκιζομαι υποταγη αιωνια,
    παλευω να σε βαλω μια στιγμη κατω απ' το δερμα μου,
    να νιωσω οτι εγινες δικος μου εστω για λιγο
    Νεκρωνω τις αισθησεις μου, για να μην καταλαβω
    της νομιμοτητας τα χναρια αναμεσα μας
    κι οδευω σε ατραπους που εσυ με πας,
    προστυχη, πορνη, αγιατρευτα ερωτευμενη.
     
  8. astarti

    astarti Love beyond Reason

    Ο φίλος μου είναι ένα λαϊκό παιδί. / Αύριο θα πάει να δώσει λόγο. / Δε θέλει και πολύ δεσμεύσεις αυτός / αρραβώνες και γάμους / αλλά έμπλεξε. / Αύριο πάει στο σπίτι της κοπέλας του που πεθαίνει για κάτι τέτοια / για κάτι τέτοια ζει. / Αλλά απόψε θα ’ρθει να με πάρει με τ’ αμάξι / θα πάμε μπουζούκια / Παντελίδη - Πάολα θα με πάει / κι εκεί, στην καύλα της πίστας / πάλι θα μου πει πως με γουστάρει / πως τ’ αρέσει ν’ αλητεύει μαζί μου / πως μόνο μαζί μου νιώθει αλάνι / και στο τρίτο ή τέταρτο ποτήρι / μπορεί να ξεκουμπωθεί / και να μου σκάσει ένα φιλί / και να με πει καριόλα του και πουτάνα του / κι εγώ θα του πω μ’ αρέσει να ’μαι η γκόμενά του / κι ας πάει αύριο να λογοδοθεί. / Εγώ το ξέρω / πως και να την παντρευτεί / πάλι θα ’ρχεται κρυφά με τ’ αμάξι / να με πηγαίνει στα κέντρα / όχι πρώτο τραπέζι πίστα / αλλά πίσω εκεί στο μπαρ / που τα πουκάμισα και τα κορμιά / ξεκουμπώνονται πιο εύκολα. / Κι ούτε λογοδοσίματα, ούτ’ αρραβώνες, ούτε γάμοι. / Μόνο καύλα.

    Λευκιος
     
  9. astarti

    astarti Love beyond Reason

    Όσο με φιλούσες
    περίμενα το άγγιγμα της γλώσσας,
    το στριφογύρισμά της μέσα στο στόμα μου.
    Όσο με φιλούσες
    είχα την αναίδεια να κρίνω την τέχνη σου,
    να μελετάω την υφή και την ένταση
    απ' τα χείλη σου.
    Για να σωπάσω,
    να πάψω να σε κρίνω,
    ήθελα την πρόστυχη τόλμη σου.


    Αλεξάνδρα Μπακονίκα
     
  10. astarti

    astarti Love beyond Reason

    8 Δεκεμβρίου 1909


    44 Fontenoy Street,Dublin



    [...]Mου λες πως όταν επιστρέψω θα με ρουφήξεις ολόκληρο.Μου λες πως θέλεις να σου γλείψω το μουνί μικρή μου,ξετσίπωτη κατεργάρα.Ελπίζω πως θα με ξαφνιάσεις καμιά φορά όταν θα κοιμάμαι ντυμένος,πως θα γλιστρίσεις πλάι μου με μια πουτανίστικη λάμψη στα νυσταγμένα σου μάτια,πως θ'ανοίξεις κουμπί κουμπί το παντελόνι μου και θα βγάλεις έξω απαλά το χοντρό καυλί του εραστή σου,πως θα το καταπιείς και με το υγρό σου στόμα θα το ρουφήξεις ώσπου να γίνει ακόμα πιο σκληρό και πιο χοντρό,ώσπου να χύσει στο στόμα σου.Μια νύχτα θα σε ξαφνιάσω κι εγώ όταν κοιμάσαι,θα σηκώσω τις φούστες σου και θα ανοίξω απαλά τα βρακιά σου,κι ύστερα θα ξαπλώσω αθόρυβα δίπλα σου και θα αρχίσω να γλείφω νωχελικά τον θάμνο σου.Θ'αρχίσεις να αναδεύεσαι ανήσυχα όσο θα γλείφω τα χείλη του μουνιού της αγάπης μου.Θα αρχίσεις να βογκάς και να μουγκρίζεις και να αναστενάζεις και να κλάνεις γεμάτη λαγνεία μέσα στον ύπνο σου.Και τότε θα αρχίσω να σε γλείφω ολοένα και πιο γρήγορ σαν πεινασμένος σκύλος ώσπου το μουνί σου να γίνει μια γλιστερή μάζα και το κορμί σου να σφαδάζει φρενιασμένα.
    Καληνυχτα μικρή μου κλανιάρα Νόρα,βρωμερό γαμιόλικο πουλάκι μου!Υπάρχει μια υπέροχη λέξη ,αγάπη μου,που την έχεις υπογραμμίσει για να με κάνεις να μαλακιστώ καλύτερα.Γράψε μου περισσότερα γι αυτήν την λέξη και για σένα,γλυκά,και πιο βρόμικα,πιο βρόμικα.

    JIM


    Ερωτική επιστολή Τζέιμς Τζους στην αγαπημένη του
     
  11. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Δέχεσαι την ομορφιά απ’ τα χέρια ενός παιδιού ή ενός τρελού όταν δεν έχεις γεράσει ανεπανόρθωτα. Όταν μπορείς να περπατήσεις χιλιόμετρα για να απολαύσεις τη δροσιά μιας πηγής. Και μπορείς να ταπεινωθείς όσο ο ανειδίκευτος εργάτης στον οαέδ, ώσπου να σου δώσει το θηλυκό που ονειρεύτηκες τα κλειδιά της καρδιάς του και τα υγρά της κλειτορίδας του. Εδώ δεν λογαριάζονται οι πρωτοπορίες και οι φιλήδονες συστατικές επιστολές. Εδώ μελετούμε εμβριθώς το ντε Σαντ όχι δια να καυλώσουμε αλλά δια να αποδώσουμε δικαιοσύνη. Να γλυκάνουμε λίγο τα πεισιθανάτια απωθημένα που βγάζουν οι φτωχοί στον Κυβερνοχώρο. Να τους κάνουμε λίγο παμφάγους με το ποιηματάκι. Να δοκιμάσουν λίγο τη χαρά με τη γλώσσα, να μάθουν τι εστί πλούσιος και τι εστί σουπερνόβα. Και τι εστί αδιαλλαξία της ηδονής. Και τι εστί να τρως χαλβά με τα χέρια. Να γλείφεις δάχτυλα. Να τρώει ο Ένας τον Άλλο κι ο Άλλος τον Ένα.

    A. Σκύλος
     
  12. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Δεν έχω ανησυχίες για το θάνατο,
    τα πνεύματα, τον Άδη, το θεό.
    Ανησυχία έχω μοναχά
    πως θα ταΐσω
    το λαίμαργο ανυπάκουο κι ατίθασο φαλλό.

    Α. Σκύλος