Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Love Letters

Συζήτηση στο φόρουμ 'Σεξ και Σχέσεις' που ξεκίνησε από το μέλος dora_salonica, στις 18 Ιουνίου 2008.

  1. MasternSlave

    MasternSlave The Leveller

    Edgar Allan Poe to Annie L. Richmond — November 16, 1848 (LTR-286)


    Fordham Nov. 16th 1848


    Ah, Annie Annie! my Annie! what cruel thoughts about your Eddy must have been torturing your heart during the last terrible fortnight, in which you have heard nothing from me — not even one little word to say that I still lived & loved you. But Annie I know that you felt too deeply the nature of my love for you, to doubt that, even for one moment, & this thought has comforted me in my bitter sorrow — I could bear that you should imagine every other evil except that one — that my soul had been untrue to yours. Why am I not with you now darling that I might sit by your side, press your dear hand in mine, & look deep down into the clear Heaven of your eyes — so that the words which I now can only write, might sink into your heart, and make you comprehend what it is that I would say — And yet Annie, all that I wish to say — all that my soul pines to express at this instant, is included in the one word, love — To be with you now — so that I might whisper in your ear the divine emotion, which agitate me — I would willingly — oh joyfully abandon this world with all my hopes of another: — but you believe this, Annie — you do believe it, & will always believe it — So long as I think that you know I love you, as no man ever loved woman — so long as I think you comprehend in some measure, the fervor with which I adore you, so long, no worldly trouble can ever render me absolutely wretched. But oh, my larling, my Annie, my own sweet sister Annie, my pure beautiful angel — wife of my soul — to be mine hereafter & forever in the Heavens — how shall I explain to you the bitter, bitter anguish which has tortured me since I left you? You saw, you felt the agony of grief with which I bade you farewell — You remember my expressions of gloom — of a dreadful horrible foreboding of ill — Indeed — indeed it seemed to me that death approached me even then, & that I was involved in the shadow which went before him — As I clasped you to my heart, I said to myself —”it is for the last time, until we meet in Heaven” — I remember nothing distinctly, from that moment until I found myself in Providence — I went to bed & wept through a long, long, hideous night of despair — When the day broke, I arose & endeavored to quiet my mind by a rapid walk in the cold, keen air — but all would not do — the demon tormented me still. Finally I procured two ounces of laudnum & without returning to my Hotel, took the cars back to Boston. When I arrived, I wrote you a letter, in which I opened my whole heart to you — to you — my Annie, whom I so madly, so distractedly love — I told you how my struggles were more than I could bear — how my soul revolted from saying the words which were to be said — and that not even for your dear sake, could I bring myself to say them. I then reminded you of that holy promise, which was the last I exacted from you in parting — the promise that, under all circumstances, you would come to me on my bet of death — I implored you to come then — mentioning the place where I should be found in Boston — Having written this letter, I swallowed about half the laudnum & hurried to the Post-Office — intending not to take the rest until I saw you — for, I did not doubt for one moment, that my own Annie would keep her sacred promise — But I had not calculated on the strength of the laudanum, for, before I reached the Post Office my reason was entirely gone, & the letter was never put in. Let me pass over, my darling Sister, the awful horrors which succeeded — A friend was at hand, who aided & (if it can be called saving) saved me — but it is only within the last three days that I have been able to remember what occurred in that dreary interval — It appears that, after the laudanum was rejected from the stomach, I became calm, & to a casual observer, sane — so that I was suffered to go back to Providence — Here I saw her, & spoke, for your sake, the words which you urged me to speak — Ah Annie Annie! my Annie! — is your heart so strong? — is there no hope! — is there none? — I feel that I must die if I persist, & yet, how can I now retract with honor? — Ah beloved, think — think for me & for yourself — do I not love you Annie? do you not love me? Is not this all? Beyond this blissful thought, what other consideration can there be in this dreary world! It is not much that I ask, sweet sister Annie — my mother & myself would take a small cottage at Westford — oh so small — so very humble — I should be far away from the tumult of the world — from the ambition which I loathe — I would labor day & night, and with industry, I could accomplish so much — Annie! it would be a Paradise beyond my wildest hopes — I could see some of your beloved family every day, & you often — oh VERY often — I would hear from you continually — regularly & our dear mother would be with us & love us both — ah darling — do not these pictures touch your inmost heart? Think — oh think for me — before the words — the vows are spoken, which put yet another terrible bar between us — before the time goes by, beyond which there must be no thinking — I call upon you in the name of God — in the name of the holy love I bear you, to be sincere with me — Can you, my Annie, bear to think I am another’s? It would give me supreme — infinite bliss to hear you say that you could not bear it — I am at home now with my dear muddle who is endeavoring to comfort me — but the sole words which soothe me, are those in which she speaks of “my Annie” — she tells me that she has written you, begging you to come on to Fordham — ah beloved Annie, IS IT NOT POSSIBLE? I am so ill — so terribly, hopelessly ILL in body and mind, that I feel I CANNOT live, unless I can feel your sweet, gentle, loving hand pressed upon my forehead — oh my pure, virtuous, generous, beautiful, beautiful sister Annie! — is it not POSSIBLE for you to come — if only for one little week? — until I subdue this fearful agitation, which if continued, will either destroy my life or, drive me hopelessly mad — Farewell — here & hereafter —


    forever your own
    Eddy
     
  2. Νηρηίς

    Νηρηίς Guest

    "Τον αγαπώ, καμιά αμφιβολία πια! Απελπισμένε μου ποιητή θα σε αγαπήσω άραγε όσο θέλω να’ναι η αγάπη όσο σου πρέπει"

    Επιστολή της Πολυδούρη, από την Καλαμάτα, στον Καρυωτάκη:
    Σάββατο βράδυ


    Τάκη αγαπημένε μου! Πόσο μου φαίνεται χρόνος κάθε ώρα που περνώ μακριά σου! Επίστευα, πριν φύγω, πως δε θα σε θυμόμουν έτσι πολύ και με τόσο πόνο·
    υπέθετα πως θα έβρισκα λίγα πράγματα,στον τόπο που κλείνει τη μισή μου ζωή, που θα μπορούσαν να μ'απασχολήσουν οπωσδήποτε ευχάριστα. Τίποτε δεν έχει ενδιαφέρον για μένα που δεν είναι από σένα, που δεν μιλεί για σένα, Τάκη. Ετοιμαζόμουν για να βγω έξω, στον καθρέφτη δε βλέπω το δικό μου, βλέπω το δικό σου πρόσωπο·
    κατεβαίνω τη σκάλα, στέκω, μου φαίνεται πως σε βλέπω να ανεβαίνεις·
    στο δρόμο συναντώ έναν γνωστό μου, με σταματά και μου μιλεί, γελώ, και σε μια στιγμή που τον κοιτάζω φεύγει το κεφάλι του, και το δικό σου πηγαίνει στη θέση του... Γελάς;
    Τα ψηλά δέντρα, ο ουρανός, η θάλασσα, μόλις φθάνουν να χωρέσουν την εικόνα σου·
    όταν τρώω, βρίσκω ευκαιρία να καταπιώ και λίγα δάκρυά μου. Τάκη, με θυμάσαι καμιά φορά; Πες μου, πονείς λίγο στη σκέψη ότι η αγάπη μου σε σένα είναι μεγάλη σαν ένας μεγάλος πόνος; Γιατί όχι; Πώς μπορεί; Η ψυχή η δική σου,που είναι όμοια πονεμένη με τη δική μου, πώς δε θα μ'ένιωθε; δε θα συμπονούσε;
    Το βραδάκι σήμερα είναι γλυκό, μελαγχολικό και η πνοή του απαλή σαν χάδι καλοσύνης... Πού είσαι;


    Μαρίκα(28-5-22)


    Επιστολή του Κ. προς την Πολυδούρη, γραμμένη πίσω από δύο δελτάρια που εικονίζουν ορεινά τοπία της Ιταλίας, συνοδευμένα από έντυπες λεζάντες ιταλικών στίχων:
    Μαρίκα μου,
    Έλαβα χθες το γράμμα σου του Σαββάτου. Μου μετέδωσε όλη τη λύπη σου. Γιατί να υποφέρεις έτσι; Πρέπει να υπομείνεις αυτό το χωρισμό, αφού δε θα διαρκέσει πολύ. Προσπάθησε να διασκεδάζεις. Βγαίνε όσο μπορείς συχνότερα έξω. Πήγαινε με τις φίλες σου. Θα φύγεις και θα νοσταλγήσεις πάλι την ωραία πατρίδα σου.
    Χρυσή μου, γιατί με ρωτάς αν πονώ στη σκέψη ότι μ'αγαπάς έτσι; Πονώ επειδή σ'αγαπώ περσότερο από όσο εφαντάστηκα ότι μπορούσα ποτέ ν'αγαπήσω. Τι έχω κάμει λοιπόν για να μη με πιστεύεις ακόμη;
    Πόσο καλό μου κάνουν τα γράμματά σου, όσο κι αν είναι γεμάτα από τη μελαγχολία σου εκείνη! Και πόσο είναι όμορφα γραμμένα! Ένα "Τάκη" ή ένα "πού είσαι;", καθώς τα βάζεις εκεί που πρέπει, φτάνουν ως την καρδιά μου.
    Ήθελα πράγματι να ήμαστε, έστω και πουλιά, στο θαυμάσιο εκείνο τοπίο, όπως ήθελα να' μαστε στο χωριό αυτό των Άλπεων, καλύτερα όμως -το ομολογώ- άνθρωποι, αλλά πιο απλοϊκοί, πιο ελεύθεροι από τώρα. Εν ανάγκη δε και Φρατέλοι. Τότε τουλάχιστο θα είχαμε την όμορφη αυτή γλώσσα να λέμε την αγάπη μας.


    Με χίλια φιλιά
    Κ.(1-6-22)

    ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

    Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ

    (Εἶναι ἐδῶ; Εἶναι ἐκεῖ; Ἔφυγε; Θά ῾ρθει; Ποῦ εἶναι; Ἡ τελευταία )
    Ἄ! Τὸ δάσος πέρα. Ἕνα τραπεζάκι κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀπόμερο πεῦκο.
    Καὶ ἡ νύχτα ποὺ ἐρχόταν σιγὰ σιγὰ γιὰ νὰ μὴν τὴ νιώσουμε.
    Ἡ βοὴ τοῦ βραδινοῦ ἀνέμου στὰ κλαδιά. Τὰ λόγια ποὺ ἔλειπαν.
    Τὰ χέρια ὠχρά. Τὰ μάτια καὶ τ᾿ ἀστέρια. Μεσάνυχτα.
    Τίποτε ἀπ᾿ ὅλα δὲν εἶχε εἰπωθεῖ.
    (Ψέματα; Ψέματα; Παιχνίδι φιλαρέσκειας; Περιέργεια; Ἐγωισμός )
    Κι ἄλλοτε ἡ θάλασσα. Τὰ πλοῖα ποὺ ἔφευγαν στὸν ὁρίζοντα παίρνοντας τὰ ὄνειρά μας.
    Ὁ φλοῖσβος μὲ τὶς ὑποσχέσεις του. Ἐκεῖ πάνω στὸ βράχο τ᾿ ἄφθονα καὶ ἀνεξήγητα δάκρυα. Ἡ μοναξιὰ στὸ ἀπέραντο. Τὰ φιλιά. Ἡ ψυχή...
    (Τίποτε; Τίποτε; Παιδικότητες; Ρομαντισμός; Αὐταπάτη )
    Ἄλλες φορὲς ἡ αὐγὴ ἀναπάντεχη καὶ προδοτική.
    Ἀπὸ δρομάκια τὸ κουραστικὸ γύρισμα. Οἱ πρῶτοι θόρυβοι τῆς ἡμέρας. Ἡ γλυκιὰ μεταμέλεια στὸ πρόσωπο ποὺ φωτιζόταν ὁλοένα. Τὸ χαῖρε...
    (Ἔφυγε; Δὲ θά ῾ρθει πιά; Τελευταία )

    (Πιθανώς γραμμένο το 1922 και δοσμένο στην Πολυδούρη,
    πρωτοδημοσιεύθηκε το 1966 στα Ευρισκούμενα, Β', σελ 100.)

    ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

    Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον

    Τι θέλω πια να δέχομαι την προστασία της Μούσας;
    Να σφίγγω την καρδιά μου να δεχτεί
    τις νέες αγάπες, πίστες και χαρές της,
    τάχα πως είναι μοίρα μου κ' είναι και διαλεχτή!

    Πάει ο καιρός που αχτιδωτό το αστέρι της ματιάς μου
    έφεγγε και των θείων και των γηίνων.
    Ω των παθών δεν κράτησα εγώ την ανόσια Λύρα,
    εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.

    Και τραγουδούσα τον καημό της άσπιλης ψυχής μου
    μεσ’ στων δακρύων την ευχαριστία
    κι όλη η χαρά του τραγουδιού μου ήταν, πως τη φωνή μου
    θα τη δεχόταν μια βραδιά μπρος στη φτωχή του εστία.

    Κι ως διάβαζα στα μάτια του κάποτε τη χαρά του,
    ποια δόξα ακριβή να πω;
    Στο χωρισμό μας τού ‘φερναν σα χελιδόνια οι στίχοι
    μήνυμα, πως από μακριά διπλά τον αγαπώ.

    Τώρα καμιά, καμιάν ηχώ δεν άφησε η φωνή μου
    σπαραχτική όταν γέμισε μιας νύχτας το σκοτάδι.
    Όμως όλοι φοβήθηκαν κι εγώ πιστεύω ακόμα
    αληθινά πως τη βαριά χτύπησα πόρτα του Άδη.

    Λοιπόν γιατί να δέχομαι το κάλεσμα της Μούσας;
    Σαρκάζει η πίστη μέσα μου των θείων και των γηίνων.
    Μια ανόσια Λύρα των παθών σε μένα δεν ταιριάζει.
    Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.

    Μαρία Πολυδούρη 1929