Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Message in the Bottle 9th

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 29 Σεπτεμβρίου 2022.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the Σύμφωνο Bοttle 9th

    “Το Κάστρο” (η μέρα 11)

    Καθρέπτης 5ος

    «Το Τριαντάφυλλο»

    Ένας άντρας γύρω στα τριάντα. Ένα ωραίο και ώριμης εμφάνισης αρσενικό, βάφει μια ακίνητη κοπέλα.

    -Θα σας κάνω πολύ όμορφη Κυρία μου, η γυναίκα δεν απαντά. Ούτε καν τα βλέφαρα της δεν τρεμοπαίζει. Δεν είναι και τόσο παράξενό. Αλλόκοτο θα ήταν αν αντιδρούσε. Θα ήταν τελείως αφύσικο για μία κούκλα, σαν αυτές που στολίζουν τις βιτρίνες των μαγαζιών, έστω και να αναπνέει…

    Το πρόσωπο της λευκό. Δημιουργεί βάθος στα μάτια της, ο δρόμος προς την ψυχή είναι απροσπέλαστος. Στα χείλια της, το διακριτικό χρώμα της γης. Λίγο άρωμα κάτω από τα αυτιά.

    -Θέλετε να σας βάλλω και κάπου αλλού; Περιμένει, κρατώντας το μπουκαλάκι μετέωρο. Δείχνει κάτι να ακούει και χαμογελάει. Σίγουρα ήχο που δε θα μπορούσαμε ποτέ να αντιληφθούμε.

    -Μάλιστα Αρχόντισσα μου, θέλετε κάτι ελαφρύ για απόψε. Η επιθυμία σας ευχαρίστηση μου.

    Φεύγει και αφήνει το ομοίωμα να κάθεται στην καρέκλα. Μερικά λεπτά αργότερα επιστρέφει και στα χέρια του με τον απαιτούμενο σεβασμό μεταφέρει τα ρούχα της…

    Ο χρόνος ακούραστος αφήνει στο σκηνικό τα σημάδια του. Η κούκλα ντυμένη, με το σώμα στητό αδημονεί για τη συνέχεια. Ο υπηρέτης της, στρώνει το τραπέζι και το άρωμα της συμπληρώνεται από τις διακριτικές μυρωδιές που τοποθετούνται η μία μετά την άλλη σαν επισκέπτες πάνω στο ακριβό τραπεζομάντιλο. Τα πάντα σε αρμονία, θεατές και θιασώτες, σιωπηλοί συμπληρώνουν με την αύρα τους, το έργο του καλλιτέχνη.

    Τελευταίο στολίδι,
    ένα τριαντάφυλλο


    στο κέντρο του λευκού υφάσματος, που προστατεύει το σκοτεινό ξύλο του επίπλου. Όμορφο και φρέσκο ίσως στα νιάτα του, μαραζωμένο, βαδίζοντας στο γλυκό του τελείωμα. Ο άνδρας στέκεται όρθιος δίπλα από το σερβίτσιο του και περιμένει.

    -Όλα είναι έτοιμα, όποτε θελήσετε μπορούμε να ξεκινήσουμε Κυρία μου και περιμένει.

    Ο χρόνος κάνει μια στροφή και υποκλίνεται σαν γελωτοποιός. Η κούκλα δεν έχει αλλάξει θέση, θαμπώνει με το βλέμμα της τα χρώματα του δείπνου και ο υπηρέτης περιμένει.

    Η ώρα σηκώνει το βλέμμα της απορημένη από τις μπότες του αφέντη της, αλλά τίποτα διαφορετικό δεν βλέπει. Δυο κούκλες μόνο, μια αληθινή και μία κάλπικη που περιμένει.

    Ο χρόνος ρίχνει μια κλωτσιά στις κόρες του και αυτές φωνάζουν ξαφνιασμένες, αλλά η πλαστική κούκλα δεν επηρεάζεται και ο σκλάβος ακόμα περιμένει.

    Ο καιρός νευρωτικός, σκοτεινιάζει και οι σκιές στα πρόσωπα βαραίνουν, αλλά αντίδραση καμιά, ο δούλος περιμένει.

    Οι θεατές χασμουριούνται και το σκέφτονται να φύγουν και τότε ένας ανύπαρκτος ψίθυρος την έναρξη ορίζει.

    -Ευχαριστώ Κυρία, καλή σας όρεξη, γονατίζει και το κεφάλι του λίγο ψηλότερα από το τραπέζι φτάνει. Με τα χέρια τρώει όπως τον έχουνε προστάξει. Η ψυχρή κούκλα ατενίζει τον χώρο μπροστά της, αλλά δεν συμμετέχει στο δείπνο. Ίσως σκέψεις να την βασανίζουν…

    Τα χέρια του γεμίζουν από την υπέροχη κρέμα που έχει φτιάξει με πολύ αγάπη. Νιώθει την υφή της και τους μικροσκοπικούς της πόρους. Σαν στόματα μικρόσχημων μορφών που έχουν παγιδευτεί στη λάσπη.

    Κοιτάει δίχως να στρέψει το κεφάλι του προς τα αριστερά. Η Κυρία δεν έχει όρεξη. Το θεωρεί φυσιολογικό. Σήμερα είναι η τελευταία της μέρα. Το λουλούδι μίλησε, χλόμιασε και βαδίζει προς το θάνατο. Το ίδιο και αυτή. Αύριο πρέπει να πεθάνει. Ποιος κυρίαρχος θα το δεχόταν αυτό;

    Βάζει το δάχτυλο του μέσα στο στόμα του και το γεύεται. Η ίδια πάντα γεύση. Όπου και αν το έχει βυθίσει πριν, σε ότι και αν το έχει περάσει, στην αρχή μόνο μια διαφορετικότητα αφήνει μια αχτίδα ελπίδας να ενωθεί με τις φρέσκιες ρυτίδες των χειλιών του και μετά η ίδια πάντα γεύση. Η δική του. Το σημάδι της μοναξιάς του. Ίσως η Κυρία του επιτρέψει σήμερα να δοκιμάσει τα δάκτυλα της, με το στόμα του, ίσως…


    Εφτά ημέρες η παρουσία της εδώ. Έξι νύχτες που κοιμόταν δίπλα από το κρεβάτι στο πάτωμα και αφουγκραζόταν. Ούτε την αναπνοή της δεν του χάρισε. Ούτε μια της λέξη. Το τριαντάφυλλο μαζί της, εισέβαλλε στο σπίτι. Ευωδίασε το μικρό του παλατάκι. Γεμάτο υποσχέσεις, με πολύχρωμα όνειρα, πως ίσως αυτή την φορά, να είναι διαφορετικά. Πιο ζωντανό από τα παγωμένα αεικίνητα μάτια της. Μία λέξη σχηματίζεται στο μυαλό του. Γυρνάει με σεβασμό και την κοιτάει.

    -Μάλιστα Κυρία μου. Τελείωσα. Θα μαζέψω και θα σας βοηθήσω να ξαπλώσετε, σηκώνεται και υποκλίνεται μπροστά της.

    -Σας ευχαριστώ που μου επιτρέψατε την παρουσία σας, μερικές λέξεις ακόμα, από το πουθενά και ένα χαμόγελο γεννιέται στα σκοτεινά του χείλη. Ένα χαμόγελο και μία λάμψη. Τρέχει και γονατίζει στα πόδια της…

    -Σας ευχαριστώ πολύ σμαραγδένια μου, σας ευχαριστώ θερμά! και σκύβει και τις φιλάει τα δάκτυλα των ποδιών. Όπως τον πρόσταξε…

    Το φως κλειστό, ξαπλωμένος στο πάτωμα και η Ακριβή του στο κρεβάτι, χαϊδεύεται αθόρυβα με αργές κινήσεις. Φοβάται μήπως τον ακούσει. Δεν της ζήτησε άδεια. Δεν άντεχε όμως, η τελευταία της νύχτα, δεν μπορούσε. Αύριο θα έφευγε για πάντα από κοντά του.


    Ήταν ερεθισμένος και αφηνόταν αβίαστα στο γλυκό του ταξίδι, έτσι δεν άκουσε το μικρό θρόισμα. Το πέος του ήταν σκληρό, φανταζόταν τον εαυτό του ανάσκελα, γυμνό στο πάτωμα και αυτή όρθια από πάνω του. Η εικόνα άρχισε να τον συνεπαίρνει και πλησίαζε στο μικρό υγρό της φινάλε, όταν το χέρι της Αφέντρας του κινήθηκε απότομα και έπιασε το πρόσωπο του…

    Στην αρχή τρομάζει και μια στιγμιαία επαφή με την πραγματικότητα του προκαλεί ναυτία. Μετά όμως συνεχίζει βγάζοντας την γλώσσα έξω από το στόμα του. Το πιο ευαίσθητο και πολυποίκιλης χρησιμότητας όργανο του, έρχεται σε επαφή με το πεσμένο χέρι της κούκλας.


    Το μήνυμα που στέλνει το γευστικό του μέσο, στον εγκέφαλο ως πικρό, δύσκαμπτο και περισσότερο απωθητικής αισθητικής παρά ελκυστικής, ερέθισμα, εκλαμβάνεται σαν το άρωμα και την απήχηση, ενός σπάνιου λουλουδιού, που πλασμένο για ξένο κόσμο, λίγο νοιάζεται για την αποδοχή του, από το αντικείμενο και αδιαφορεί για τα πλούσια σε ποσότητα, αλλά απείρως φτωχά σε ποιότητα σάλια του.

    Διευρύνοντας το στόμιο που περικλείεται από τις λεπτές γραμμές που κάποιος θα ονόμαζε ως χείλια, προσπαθεί να αγκαλιάσει και να πλημμυρίσει με την ηδονή που τον τρελαίνει. Παίζει το ταλαιπωρημένο γεννητικό του όργανο, περνώντας από την έκσταση του δέκτη, στην φρενίτιδα του πομπού.

    Η εκπομπή του εκδηλώνεται, στην αρχή ως ορυμαγδός από ασύμμετρα βογκητά, εξελίσσεται στις απελπισμένες προσπάθειες ενός φάλτσου ερωτευμένου, να χαρίσει ποίηση στο ατέρμονο πάθος του και τελειώνει με μια έκρηξη ενός γαλακτώδους πίδακα που μουσκεύει τα πάντα γύρω του.

    Σπέρμα κυλάει από τον καρπό την Κυρίας . Ο άνδρας , το γλύφει και καταπίνει. Ευχαριστεί με ένα χαμόγελο και ξαναγλύφει. Με αυτή την επαναλαμβανόμενη δέηση περνάει κατεβαίνοντας τα σκαλιά στην τρυφερή προστασία του μη συνειδητού. Κοιμάται...

    Το φως έχει τρυπώσει εδώ και ώρα μέσα στην κρεβατοκάμαρα. Ο σκλάβος γονατισμένος κοιτάει την Αφέντρα που δεν έχει ξυπνήσει ακόμα. Γυρίζει το κεφάλι του και σταματάει στην ευθεία με το νεκρό λουλούδι. Τα φύλλα του όλα θρονιασμένα και ξερά σε ένα θλιμμένο κύκλο γύρω από το ποτήρι, που το τάιζε εδώ και εφτά ημέρες.

    Επιστρέφει το βλέμμα στην ακριβή του κοιμισμένη. Ίσως είναι καλύτερα έτσι. Δεν αντέχει την έκπληκτη απορία στο πρόσωπο τους όταν βάζει τέλος. Ορθοποδίζει και στέκεται για λίγο ακίνητος. Μία μέρα ακόμα;

    -Όχι, δεν πρέπει, δεν κάνει, δεν μπορεί. Την πλησιάζει βιαστικά, πριν λυγίσει πάλι. Σκύβει και της δίνει ένα απαλό φιλί στο μάγουλο. Δεν δείχνει η Ακριβή του να ξυπνάει. Ορθώνει το σώμα του.

    -Σας ευχαριστώ πολύ Σμαραγδένια μου. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για αυτές τις εφτά υπέροχες ημέρες που μου χαρίσατε, καμία αντίδραση στο δέρμα της.

    Ο άνδρας χαμογελάει θλιμμένα και σηκώνει τα χέρια του ψηλά, σαν να στέλνει μια τελευταία προσευχή προς τον θεό. Μόνο που τα κατεβάζει απότομα και με δύναμη. Όχι με οργή και ούτε με μίσος, αλλά με την δύναμη και την προσοχή του έμπειρου δήμιου που δεν θέλει να βασανίσει το θύμα του παρά να το απαλλάξει με την μία, από τον επίγειο δρόμο του.

    Το τσεκούρι δίνει μόνο ένα χτύπημα και το κεφάλι αποχωρίζεται από το υπόλοιπο σώμα . Η κούκλα σαν να ζωντανεύει, ίσως και από την βιαιότητα της κίνησης , γουρλώνει τα μάτια από τον τρόμο…


    Χρώματα στο περιβάλλον είμαστε και μέσω των αδερφών μας, στα μονοπάτια κινούμαστε.

    Ο Κυνηγός, σε οτιδήποτε στην ψυχή του κίτρινο υπάρχει. Η Ιχνηλάτρια αφήνει τα ίχνη της στο λευκό και εγώ χορεύω όπου υπάρχει λευκό και μαύρο. Αποφεύγουμε στην αρχή να συναντηθούμε και ο καθένας μας χαμένος στην δική του κοσμική αντίληψη υφίσταται.

    Την ημέρα, ο Άρχοντας της πλάνης τις ηλιαχτίδες συντροφεύει. Ίσως για το παρθένο φως που πολύ θα του έχει λείψει, ίσως όμως και των άπειρων των κοριτσιών την άσπιλη θωριά, να θέλει να θωπεύσει.

    Εκείνες τις ώρες τις δυσφορείς για μένα, το μαύρο νυσταγμένο είναι και τα αντικείμενα που το κουβαλούνε λίγα.

    Η Ιχνηλάτρια, σαν νύμφη που το απολυμένο μυστικό της ψάχνει σε δάση μολυσμένα, βαδίζει σε τοίχους βρώμικους και σε πλακάκια λιγδιασμένα.

    Παρατηρούμε τα τεκταινόμενα, όταν αυτά συμβαίνουν και χρωματίζουμε το σκηνικό, όταν αυτό ακίνητο με χάδια, το γέρο χρόνο του φροντίζει.

    Παρακολουθούμε και με λοξές ματιές φροντίζουμε να αποφεύγει ο ένας τον άλλο.

    Αόρατοι και ξένοι σε τόσες αναμνήσεις χαλαρώσαμε και την καλή μας προσοχή έχουμε απολέσει. Δεν Τον αντιληφθήκαμε και δεν Τον αισθανθήκαμε. Αυτόν που για την θωριά Του, στις δικές Του αναμνήσεις πορευόμαστε. Τον Πόθο που ακολουθούσε τα δικά μας ίχνη τώρα…


    (ΣυΝεΧειΖεΤαι)

     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the Dealemma Bοttle 9th


    “Το Κάστρο” (Η μέρα 12)



    Καθρέπτης 5ος


    «Το Τριαντάφυλλο»


    Ο άνδρας διασχίζει την πόλη. Σταματάει στις βιτρίνες και παρατηρεί τα εκθέματα. Άλλοτε σαν μουσεία που τις θεές τους, θέτουν σε κοινή θέα, για τα μάτια των δεκάδων πιστών και άλλοτε, σαν φυλακές που πίσω από τα γυάλινα αδιέξοδα, κρατούν την ομορφιά και την σιωπή καθηλωμένες.

    Ζυγίζει με τα μάτια του, απορρίπτει, γοητεύεται, προσπερνά, αλλά τίποτα ακόμα στην καρδιά δεν του μιλά. Σήμερα ψάχνει για την δέκατη στη σειρά ερωμένη του Κυρά και θέλει κάτι ξεχωριστό. Δύο μέχρι τώρα του έχουν κάνει εντύπωση. Δύο από τις ακέραιες, αλλά έτσι κι αλλιώς έχει αρνηθεί την ιδέα να τοποθετήσει στον θρόνο που έχει κατασκευάσει στο σπίτι του, Αρχόντισσα που όλα της τα μέλη, δεν κατέχει.

    Η μία από τις δύο, κοντά μπλε μαλλιά είχε και ύφος στα σύννεφα στραμμένο. Έφηβη και κόψιμο αυστηρό, γραμμές λεπτές και σχηματισμοί κισσοί από νεύρα.



    Δύναμη στα μακριά της πόδια, που ζητούσαν να τον ποδοπατήσουν. Μία ατέλεια τον κρατούσε ακόμα μακριά της. Το στήθος είχε τον χαρακτήρα που προσδιόριζε την ηλικία της. Μικρό, στητό, νεανικό. Δεν το απωθούσε αυτό, αλλά οι μικροσκοπικές και νυσταγμένες της ρώγες που σίγουρα δεν έδειχναν την αυθάδεια και την υπεροψία που μια νεαρή Αφέντρα, κτήμα της θα είχε.

    Η δεύτερη μελαχρινή, με πόζα αυταρχικής δασκάλας.




    Κορμί στητό και το ένα χέρι προτεταμένο προς αυτόν. Σαν να τον πρόσταζε να σηκωθεί στον πίνακα.



    -Χαιλ Πάφλος, έλα πάνω, το ποίημα σου να πεις.



    Οι γραμμές της κλειδωμένες από τα αδιάκριτα μάτια, πίσω από ρούχα που έκρυβαν τονίζοντας την δύναμη. Δεν ήταν σίγουρος όμως ούτε και για αυτήν. Ύφος δικό της ή απλά σενάριο φτιαγμένο από τους δεσμοφύλακες της πρόζας;


    Ελαφρώς απογοητευμένος έκανε την τελευταία του βόλτα προς μια βιτρίνα, που του είχε χαρίσει στον παρελθόν την χαρά. Και αυτός τα δώρα του. Κανόνας του όμως να αποφεύγει να «ψωνίζει» από το ίδιο μαγαζί. Απλά θα περνούσε από εκεί για να τονώσει την ελπίδα και το πάθος και να συνεχίσει να ψάχνει…



    -Να τος, Κυρία Ιωάννα. Αυτός είναι που σας έλεγα, το κορίτσι, με το βλέμμα της δείχνει προς την βιτρίνα μέσα από το μαγαζί.

    Η Κυρία Ιωάννα γυρνάει αργά έως αδιάφορα προς την κατεύθυνση που τις προτείνει η κοπέλα. Τα μάτια της μεγάλα, νωχελικού αιλουροειδούς, συναντούν την εικόνα. Ένας ψηλός, περίπου ξερακιανός άνδρας, πίσω από το γυαλί. Τίποτα το σημαντικό και ίσως ικανό να αγγίξει την διάθεση της Ιωάννας. Οι ακτίνες της, με μια επαγγελματική χροιά, διαγράφουν την φιγούρα και ετοιμάζεται να την διαπεράσει και να κοιτάξει πίσω από αυτήν.



    Τελευταίος της σταθμός στο πρόσωπο του. Άχρωμες γραμμές, ρηχή προσωπικότητα και… σταματάει στα μάτια του.

    Παγώνει στο τήραγμα του. Η λάμψη των οπτικών του οργάνων, είναι τρομακτική. Μια απίστευτη ανταλλαγή ενέργειας, δύο αστέρια πύρινα που εκπέμπουν φλόγες προς το αντικείμενο που κοιτούν. Στην αντίθετη φορά δύο στρόβιλοι σχεδόν αντιληπτοί, από εικόνες του χώρου, παγιδεύονται και ανήμποροι και αιχμάλωτοι καταλήγουν στις μαύρες τρύπες του.

    Η Ιωάννα χαμογελά και οι ρυτίδες στο μέτωπο της εξαφανίζονται. Αφήνει την καρέκλα που την στήριζε και κινείται προς το μέρος του. Στο βηματισμό της, μεταμορφώνεται. Στο διακριτικά επιτηδευμένο λίκνισμα, οι προθέσεις της. Στο τίναγμα των μαλλιών της, η παγίδα. Στο στήσιμο της, στην κάσα της πόρτας που σταματά, η αυτοπεποίθηση. Στο επικίνδυνα γοητευτικό μορφασμό που αποκαλύπτεται, η ικανοποίηση του σαρκοβόρου. Τα λιοντάρια εύκολα αιχμαλωτίζονται.

    -Καλημέρα…

    Μια φωνή ταράζει το ταξίδι του. Απορροφημένος στα υπόγεια των φαντασιώσεων, δεν αντιλαμβάνεται στην αρχή την πηγή της φωνής και κάνει να κοιτάξει προς τα πίσω. Στην ημικύκλια τροχιά που διαγράφει το κεφάλι του συναντά την παρουσία της. Χαμογελά απαντώντας στο βλέμμα της. Μία από αυτές. Χαμογελάει περισσότερο. Τις «ζωντανές».


    -Καλημέρα και σε εσάς, ευγένεια που δεν δηλώνει σεβασμό προς την προσωπικότητα, παρά μόνο καλή ανατροφή.

    Η Ιωάννα δεν μιλάει για μερικές στιγμές. Θέλει να του γεννήσει την αμηχανία. Η αμηχανία διστάζει, η Ιωάννα επιμένει. Σα να τον έπιασε στα πράσα και τον φέρει σε θέση απολογίας. Συνήθως πιάνει στους άντρες που την συναντούν. Από την αντίδραση του θα μπορέσει να τον κατατάξει. Περιμένει λίγα δευτερόλεπτα με τα μάτια να φορούν τον μανδύα της προμελετημένης απορίας.

    Μόνο που ο χρόνος κυλά και αντίδραση καμιά. Το σάστισμα στο πρόσωπο της χάνει την θεατρικότητα του και άγαρμπα αληθινό γένεται. Η δική του ματιά, απροσδιόριστη. Πύλες κλειστές που δεν παίρνουν και δεν δίνουν. Πρέπει να γίνει πιο επιθετική. Ετοιμάζεται να του πει, αλλά την προλαβαίνει…

    -Τι θέλετε; Την ερώτηση, την ίδια.

    -Εεμμμ, θέλετε κάτι; Πρόσεξα που παρατηρούσατε την βιτρίνα με ενδιαφέρον και θέλησα να σας βοηθήσω, εκνευρίζεται με τον εαυτό της και με τον ξιπασμένο. Ή μήπως φίλο του ομού;

    -Με αναγνώρισε η βοηθός σας, ο δρόμος προς την αλήθεια μπορεί να γίνει πιο σύντομος.

    Του χαμογελάει. Ενδιαφέρον και δεν του φαινόταν.

    -Ναι, βλέπω ότι δεν παρατηρούσατε μόνο την επιφάνεια, αλλά και τα ενδότερα, του χαρίζει ένα από τα ακαταμάχητα ναζιάρικα μειδιάματα της.

    -Έχετε δίκιο, αλλά δεν κοιτούσα στο εσωτερικό του μαγαζιού, την αδειάζει με ειλικρίνεια.
    Η Ιωάννα οργίζεται περισσότερο, νιώθει ότι η επίθεση εξελίσσεται σε μια αποτυχία. Την προσβάλει; Ή μήπως όχι; Απορρίπτει το ψημένο;

    -Συγνώμη τότε, αλλά ψάχνεται κάτι συγκεκριμένο. Υπάρχει κάτι που έχετε στο μυαλό σας; Δραπετεύει, στην σιγουριά του επαγγελματία.

    Την κοιτάει, ζυγίζει και διαλέγει τις επιλογές του. Γιατί όχι;

    -Ναι ψάχνω για μια κούκλα και πόρνη να της έλεγε το ίδιο αδιάφορα θα το έκανε να μοιάζει.

    Θα ξαφνιαζόταν αν δεν της είχε μιλήσει η Φανή. Ο ζυγός γέρνει μάλλον για πρώτη φορά προς το μέρος της. Περιμένει την συνέχεια.

    -Ξέρετε ασχολούμαι με την τέχνη… Τον διακόπτει.

    -Σοβαρά; Πολύ ενδιαφέρον μου ακούγεται, τον αφήνει να συνεχίσει. Λίγο μόνο τον ειρμό να του ταράξει.

    -Εεε ναι, θα μπορούσε να πει κάποιος, με την τέχνη της εικονοπλασίας. Και… Τον διακόπτει ξανά.

    -Εσείς πως θα την λέγατε; Πιέζει απαλά την μεμβράνη που συνδέει τις σκέψεις, με τις λέξεις του.

    Νιώθει ότι κάτι δεν πάει καλά και κάπου βαθιά μέσα του αρχίζει να αισθάνεται όμορφα.

    -Μμμμ θα έλεγα με μια κομψή αναπαράσταση των κρυφών μας… Κάνει μια μικρή παύση για να της επιτρέψει να τον διακόψει ή να τον συμπληρώσει. Του αρνείται το δικαίωμα. Παίρνει μια λίγο πιο βαθιά από το κανονικό ανάσα και συνεχίζει.

    -…ονείρων και φαντασιώσεων, το είπε. Μια αντίδραση της να πιαστεί;

    -Και το θέμα του; Με το νύχι βαραίνει την κλίση προς το μέρος της.

    -Η κυριαρχία και η υποταγή, η ανταλλαγή του δυναμικού και ο δρόμος προς την εξίσωση, ξαφνικά νιώθει ευάλωτος. Κρυώνει.

    -Μου είναι οικείο το θέμα. Θα έχουμε πολλά να πούμε. Το όνομα σου; Η τραμπάλα τον ανεβάζει ψηλά.

    -Παύλος, το δικό σας; Ανατριχιάζει.



    -Ιωάννα.



    Ο χρόνος κυλά και οι μέρες προσπερνούν τους άμοιρους θνητούς.

    Ο Κυνηγός βασιλεύει στην νικοτίνη των βιαστικών τσιγάρων. Γεύεται τον υγρό καπνό του σωματικού έρωτα. Με γέφυρα μία μαργαρίτα, πηδάει το επόμενο πρωινό, στα ασημάδευτα χέρια μίας φοιτήτριας. Δυσκολεύεται να κρατηθεί, αλλά βρίσκει ένα κίτρινο λεκέ στο δέρμα και γαντζώνεται από εκεί. Φεύγει μαζί της και για τουλάχιστον δύο ημέρες δεν τον ξαναβλέπουμε.

    Η Ιχνηλάτρια περπατά προσεκτικά στο λευκό της αθωότητας των σφοδρών επιθυμιών. Ανομολόγητοι έρωτες, που μεταμορφώνονται σε ξαφνικό άνεμο με το άγγιγμα της. Ρυτίδες απελπισίας, φωνές ικανοποίησης, δάκρυα λύπης, χαμόγελα χαράς. Ψάχνει, αναζητά, εξερευνεί, λίγο λάβδανο να βρει για το δικό της πόνο.




    Μάταια όμως. Ίχνος του Οδυσσέα της κανένα.

    Από πίσω διακριτικά την παρακολουθώ. Στην αντανάκλαση του άσπρου, η σκιά της. Στα ακριβά της όνειρα, η νύχτα της. Στον ήχο της ανάσας της, η σιωπή της. Στο ανεκπλήρωτο θέλω δεν υπάρχει απογοήτευση, παρά μόνο υπομονή.



    Ανύπαρκτο το γιατί. Δεν ταιριάζει με την κατανόηση που μόνο η αγάπη μπορεί να προσφέρει.

    Δύο ημέρες που πέρασαν δίχως τίποτα το αξιοπερίεργο. Ο Παύλος ανήσυχος. Μίλησε μαζί της. Ώρες από το τηλέφωνο. Ανοιγόταν μαζί της, στην αρχή διστακτικά, μετά ολοένα και με περισσότερο πάθος. Ανακούφιση. Κόμποι που χαλάρωναν και ο ένας μετά τον άλλον, έπαυαν. Λύτρωση, ερμηνείες, εικόνες δικές του, άτσαλα σαν μικρό παιδί στην θέληση της παρέδινε. Με προσοχή και εμπειρία τις αξιολογούσε και τις ταξινομούσε στη σωστή σειρά. Κάποιες τις αφαιρούσε, άλλες τις ενδυνάμωνε και τα αγκάθια που χρόνια τώρα τον ενοχλούσαν, από τα χέρια της περνούσαν και χανόντουσαν.

    Την αντίθετη διαδρομή από τα λουλούδια του ο Παύλος ακολουθούσε. Το χλομό της αδιαφορίας από το πρόσωπο του έφευγε. Λίγο πριν κλείσει το τηλέφωνο του είπε…

    -Αύριο θα έρθω στο σπίτι σου στις έντεκα το βράδυ, ο τόνος της δασκάλας σταματάει να υφίσταται. Ύφος αλλιώτικο και στα αυτιά του για λίγο καθυστερεί, πριν οι λέξεις στον εγκέφαλο του φτάσουν.

    -Ναι … φυσικά, θα σας περιμένω, δύο δευτερόλεπτα περνούν μεθυσμένα και στο κύκλο της πλατείας ξερνούν.

    -Θυμάστε που μένω; Δεν πρέπει να ξεχάσει τίποτα το σημαντικό, αν θα κλείσει, θα χαθεί!

    -Ναι θυμάμαι, ένας ήχος που στο μυαλό του χαμόγελο μυρίζει.
    -Τότε…θα σας περιμένω, θα είμαι εδώ, τις ίδιες λέξεις επαναλαμβάνει. Μα δεν έχει τίποτα άλλο να της πει; Κατσουφιάζει. Οι ρυτίδες τον επικρίνουν βαθαίνοντας.

    -Θα τα πούμε αύριο. Καλή σου νύχτα Παύλο, κανένα χρώμα δεν ακολουθεί. Μόνο η γραμμή που σβήνει. Κρατά το ακουστικό στο αυτί του, καθώς λογίζεται και μετά το καταλαβαίνει και το κατεβάζει και αυτός.

    Ο χρόνος περνά αργά και φθείρει. Όταν την ευκαιρία του χαρίζουμε και τις γλυκές μας αδυναμίες, αυτός τις καταβροχθίζει σαν πεινασμένος καλικάντζαρος. Αλλά στο τέλος το κουδούνι χτυπά και ο Παύλος ανοίγει. Και του κόβεται η ανάσα…




    Τα μάτια της σχιστά και μεγάλα, απέναντι ακριβώς από τα δικά του. Βιολετί ρευστό, σαν λίμνες από πλανήτες που ανθρώπινο μάτι ποτέ δεν πρόκειται να ανταμώσει. Το πρόσωπο μιας Ούννου με πεταχτά ζυγωματικά, σφυρηλατημένα λες από τον άγριο άνεμο της στέπας. Ο Παύλος πισωπατά και άθελα του, αναρωτιέται πως θα στεκόταν η Αγία Γενεβιέβη, μπροστά στο άγριο ποτάμι των Ούννων, στην αρχαία Ρώμη. Τα μάτια υπνωτισμένα ακολουθούν την δική τους βαρύτητα, στο δρόμο προς τα κάτω.

    Κομμάτια από γούνα, με βία αποσπασμένα και σφιχτά ραμμένα το ένα με το άλλο, καλύπτουν ένα σώμα που γυμνό, ίσως μόνο πολεμιστές, που λίγο πριν πέσουν από το σπαθί της, να είχαν την ευτυχία να απολαύσουν. Μια ελαφριά αρματωσιά που φτάνει και σταματά στην μέση των γεμάτων της μηρών. Μυς που καβαλάνε και σφίγγουν σε σημείο ασφυξίας, την ράχη και την κοιλιά μικρών αλόγων. Πόδια χυτά που τα φαντάζετε να ξαπλώνουν μαζί με το υπόλοιπο κορμί, πάνω στην πλάτη του έμπειρου ζώου καθώς αυτό για την επόμενη κατάκτηση, καλπάζει μες την νύχτα.

    -Καλησπέρα, φωνή με τόνο ικανοποίησης. Απορροφημένος, δεν την είχε προσέξει, αλλά αυτό δεν δείχνει να την πειράζει. Πίσω από την εικόνα που του κλέβει τον ειρμό, η Ιωάννα. Φοράει δερμάτινα, παντελόνι που τονίζει το σώμα και γιλέκο που δεν κρύβει τον χαρακτήρα. Πάνω στα βλέφαρα και ανάμεσα στις σκοτεινές σκιές, μια διακριτική νότα χρυσού. Ο Κυνηγός χαμογελά αυτάρεσκα. Γύρισε και κουβαλά τα κομμάτια του γρίφου που συμπληρώνουν την ιστορία και κάτι μου λέει ότι δεν είναι διατεθειμένος να τα μοιραστεί.

    -Δεν θα πεις να περάσουμε μέσα; Τα μάτια της φωτίζονται από κάτι εσωτερικά. Ο Παύλος κοιτάει για λίγο ακόμα σαν χαμένος και μετά ξυπνάει.

    -Φυσικά, συγνώμη, φυσικά, καυτό αίμα κυλάει μέσα του και διακόπτες ανοίγουν.

    -Θα μας βοηθήσεις;

    -Μάλιστα, συγνώμη, δεν τον νοιάζουν οι λέξεις. Πλησιάζει και Την αγκαλιάζει. Το άρωμα της γεμάτο. Τη σηκώνει. Το βάρος Της παραπάνω από το κανονικό.




    Γεμάτη, πλούσια, ξεχωρίζει. Η Ιωάννα τον προσπερνά και περνάει το κατώφλι. Στέκεται δίπλα από την πόρτα και του κάνει χώρο. Ο Παύλος με ψήγματα λατρείας και υποψιασμένου πόθου, μετακινεί την κούκλα και μπαίνει στο σπίτι. Η πόρτα κλείνει και άλλο ένα σπίτι που κρατάει το στόμα του κλειστό, αφήνοντας την πόλη παραπονεμένη, σφραγίζει τα μάτια του…

    Καπνός, που σαν τούλι εμποδίζει την εικόνα. Ο Παύλος φυσάει και δημιουργεί ένα κενό στην αιθαλομίχλη, για να δει καλύτερα. Η αψεγάδιαστη ομορφιά τον κοιτάει αλλά δεν τον προσέχει. Η Ιωάννα τον παρατηρεί .

    -Σου έχει μιλήσει; Ο Παύλος γυρνάει προς το μέρος της και δείχνει απογοητευμένος.

    -Όχι καθόλου, ούτε μία στιγμή.

    Η γυναίκα ρίχνει μια ματιά στην κούκλα και του ξαναμιλάει.

    -Ίσως ξέρω το γιατί, το βλέμμα της ερώτησης που δεν έγινε ποτέ, σχηματίζεται στο πρόσωπο του, βεβιασμένο χαμόγελο και αναμονή. Στο μαύρο δέρμα του παντελονιού νιώθω τον σφυγμό της, αλλά δεν γνωρίζω το γιατί. Στο λευκό άνθος που ξεχωρίζει στο τραπέζι, η Ιχνηλάτρια διακόπτει την έρευνα της και τους παρακολουθεί. Ούτε η Ακριβή μου όμως ξέρει.

    Η Ιωάννα, ανοίγει την τσάντα της και το πρώτο αντικείμενο που βγάζει, ένα κίτρινο φουλάρι. Το πετάει μπροστά στον Παύλο. Ο Κυνηγός, σαν φίδι δείχνει σε λήθαργο πεσμένος. Δεν νομίζω να λύσει την σιωπή του.

    -Γδύσου, τελείως. Συνεχίζει να ψάχνει μέσα στη τσάντα που το βάθος της δεν αποκαλύπτει το περιεχόμενο της.

    Όπως είναι καθισμένος, σκύβει και βγάζει τα παπούτσια του. Τα τοποθετεί το ένα δίπλα από το άλλο, στην αριστερή μεριά της καρέκλας του. Σηκώνεται και ξεκουμπώνει το δικό του παντελόνι. Δείχνει προβληματισμένος.

    -Ααα όχι, από την άλλη. Δεν θέλω να δεις ακόμα, το περίμενε. Λόγια που είχαν γίνει πρόβα. Το αυθόρμητο δεν έχει θέση στο σενάριο της.

    Ακολουθεί την εντολή της και αφαιρεί τα ρούχα του. Οι κινήσεις του απαλές, προσπαθώντας να ακούσει. Ήχος δέρματος νεκρού που τρίβεται, μεταξιού που τεντώνεται, υπόκωφου πλαστικού, κλειδώσεις που διαμαρτύρονται, στις γωνίες που πιέζονται να αποκτήσουν, παπούτσια που πετάγονται στην άκρη. Ασυνείδητα κάνει να γυρίσει. Η γύμνια του τον συγκρατεί την τελευταία στιγμή. Περιμένει όρθιος για λίγα λεπτά ακόμα, κάτι μεταλλικό κροταλίζει και προσγειώνεται με θόρυβο στον καναπέ. Αλυσίδες.



    Μια αλλαγή στην θερμότητα τον βοηθάει να αντιληφθεί. Είναι πίσω του. Περνάει τα χέρια μπροστά από το κεφάλι και του κλείνει τα μάτια, με το φουλάρι.



    Δοκιμάζει να τραβηχτεί.

    -Σσσς, ήρεμα αγόρι μου. Κάτσε ήσυχος, για λίγο θα ναι, τον καθησυχάζει. Το δένει με δύναμη από πίσω. Ο Κυνηγός μες τον ύπνο του σφίγγει ασυναίσθητα και σφραγίζει τις οπτικές πύλες. Τον τραβάει και τον αναγκάζει να κάνει ένα πλάγιο βήμα, προς τα δεξιά. Με το χέρι της στον ώμο του τον πιέζει να γονατίσει.

    -Θέλω να κάτσεις, όχι να γονατίσεις, το χέρι της είναι ζεστό, παρόλα αυτά, ένα ρίγος συνοδεύει το κάθισμα του.

    Το στήθος της τον αγγίζει φευγαλέα καθώς σκύβει από πάνω του, τινάζεται δίχως να το ελέγξει. Το βάρος του, τον τρομάζει. Οι αλυσίδες που σέρνονται και σκαρφαλώνουν στην πλάτη του, περισσότερο οικείες, τον επαναφέρουν. Τον δένει.

    Τα χέρια, στα πόδια του καναπέ, κάτι σκληρό τις κρατάει στη θέση τους. Μάλλον λουκέτο.

    Πίσω από τα γόνατα, το ψυχρό μέταλλο κάνει στροφή και οι δύο άκρες καταλήγουν στο λαιμό του. Μία θηλιά, ένα λουκέτο βαρύ τώρα και παγιδεύεται με τα πόδια λυγισμένα.

    Η Ιωάννα κοιτάει το δημιούργημα της και δείχνει ευχαριστημένη. Σκύβει για άλλη μια φορά από πάνω του. Οι ρώγες της σκληρές και σκούρες, το πρώτο θέαμα που αντικρίζουν τα μάτια του καθώς απελευθερώνονται. Δεν τραβιέται. Περιέργεια, τι γεύση να έχουν; Μαύρη σοκολάτα με νότες από κανέλα, του απαντούν.

    Απομακρύνεται όμως η Ιωάννα και η φύση της ανοιχτή λίγο πιο ψηλά από το κεφάλι του. Αφήνει τα μάτια του, να την επεξεργαστούν. Η αλλαγή της εικόνας από πίσω της, τον αποσπά από το στόχο. Γονατίζει ανάμεσα στα πόδια του και η σκηνή καθαρίζει. Αυτό που βλέπει, τον σοκάρει και παγώνει. Όχι όμως το όργανο του που σαλεύει απαλά, στα χέρια της.

    -Βλέπω ότι δεν μένεις ασυγκίνητος, χαμόγελο, λέξεις, χέρια που σφίγγουν με δύναμη το κόμπο, στη βάση του πέους του.

    Δεν την ακούει, δεν την νιώθει, δεν τη βλέπει, ένα μεγάλο μαύρο πράγμα, ο γητευτής του. Η δεσμώτης του σηκώνεται. Ο Παύλος προσπαθεί να γείρει το κεφάλι του, για να δει αυτό που προσωρινά του κρύβεται. Διασχίζει με δύο βήματα την απόσταση, τα μακριά της πόδια βοηθάνε και στέκεται όρθια πάνω από το κεφάλι της ξαπλωμένης κούκλας, με μέτωπο προς σ’ αυτόν.




    Την κοιτάει, το μυαλό του κινείται αργά σα σαλιγκάρι, δεν αντιλαμβάνεται το θέλω της. Όταν όμως τα γόνατα της λυγίζουν, ξεθολώνει και τινάζεται. Οι αλυσίδες τον κρατούν γερά και το αιδοίο της Ιωάννας σκεπάζει το ανάγλυφο στόμα της πλαστικής Θεάς.

    -Όχι! Τεντώνεται ξανά, αλλά τα δεσμά του, δεν επιτρέπουν την ελπίδα.

    Η ιερόσυλη γυναίκα, τον κοιτάει και χαμογελά σαρδόνια. Τα χέρια της στο πάτωμα στηρίζονται εγκλωβίζοντας τους γοφούς της Θεάς. Οι αγκώνες λυγίζουν και το βαρύ στήθος κρατάει στον σκοτεινό του κέντρο, τον τέλεια κομμένο αφαλό της κούκλας. Ο λαιμός λυγίζει, το κεφάλι πλησιάζει, το στόμα αφήνει σάλια να κυλήσουν. Τα φθηνά υγρά καταλήγουν και κυλάνε πάνω στο μεγάλο πλαστικό ομοίωμα του πέους, που φορεμένο στέκεται αγέρωχο πάνω στο μαγικό τρίγωνο της πλαστικής Θεάς. Η Ιωάννα ανοίγει περισσότερο το στόμα της και ρουφάει το κεφάλι.

    -Όχι !! Ο Κυνηγός ξυπνάει και απλώνεται. Η ροή του αίματος όμως είναι ορμητική…




    Αιμοπετάλια, που σε πεταλούδες θυμίζουν, παρόλο που πετούν με ταχύτητα αφύσικη για αυτές, μεταφέρουν μηνύματα, από άκρη σε άκρη. Ο Κυνηγός επιτρέπει σε κάποιες, στην μοχθηρή του παγίδα να μπουν και δεν τις αφήνει να φύγουν. Κατά χιλιάδες όμως πέφτουν πάνω στην κλειστή του είσοδο και τελικά λυγίζει και χαλαρώνει τον δεσμό.

    Ο Παύλος καρφωμένος στην παράσταση, παλεύει να κρατηθεί στην επιφάνεια της λογικής. Κύματα αέρινα τον χτυπούν και δείχνει ότι δε θα αντέξει για πολύ.




    Πλάσματα της αλήθειας και φαντάσματα μπερδεύουν την αντίληψη του.




    Πραγματικότητα ή ψευδαισθήσεις; Ορατά από αυτόν και εμάς, του Πόθου παραισθήσεις…

    Η Ιωάννα μια ιδρωμένη καβαλάρισσα, λατρεύει ότι το στόμα της γεμίζει. Η γεύση του πλαστικού ποτίζεται και αλλάζει από την υγρή ψυχή της. Με τέχνη και φαινομενικά ανεξέλεγκτη λαχτάρα, πότε αφήνει την γλώσσα της σχέδια να κάνει στις σταγόνες που κυλούν πάνω στο φουσκωμένο φαλλό και πότε σαν φίδι που προσπαθεί με μιας το θύμα της να καταπιεί, τεντώνει την σάρκα του προσώπου της, προσπαθώντας εγκλωβισμένο να κρατήσει το ζωντανό.

    Κύμα που σκεπάζει…

    Η γυναίκα δεν μπορεί να αντισταθεί και το άνοιγμα των χειλιών της στα όρια του πόνου φτάνει. Η κούκλα ζωντανή, ανυψώνει την λεκάνη και το μόριο το αγαπημένο, στη σπηλιά των γεύσεων βυθίζει. Τα χέρια που μέχρι τώρα ήταν ανίκανα ψυχή να φέρουν, σαλεύουν τρίζοντας, αποτινάζοντας ότι παγωμένα τα κρατούσε και στα μεταξένια ημισφαίρια σκαρφαλώνουν σαν άλλες ταραντούλες.

    Ο Παύλος το κεφάλι έξω βγάζει…

    Γυνή από σάρκα και οστά, τη μέση της σε κίνηση επαναλαμβανόμενη προστάζει. Το μαλακό της όστρακο, εκτεθειμένο στο σκληρό και άκαμπτο στόμα της ψεύτικης φιγούρας, ανασαίνοντας λειαίνει. Το πορφυρό και ερεθισμένο κλωναράκι της, στο ανόργανο ανάγλυφο προσαρμόζει. Το πιέζει και το σέρνει κατά μήκος, από την κρυμμένη βάση, μέχρι την απροκάλυπτη κορυφή και αντίστροφα.




    Τα στήθη της, χαράζουν δρομίσκους από ιδρώτα και σύμβολα ενός άναρχου μυστικισμού που μόνο ζώα θα μπορούσαν με ευκολία να κατανοήσουν.

    Οι αλυσίδες τον τραβούν με δύναμη πάλι προς τα κάτω…

    Με τα χέρια της μαγκώνει τα οπίσθια και τα ανοίγει προς το φως του δωματίου. Η Ιωάννα βογκά και παλινδρομεί, σε πέος που ζωντανό πια είναι. Και σκληρό. Και μεγάλο. Και υποσχέσεις γενναιόδωρα χαρίζει.

    Το αιδοίο της ανθίζει και μοιάζει να συρρικνώνεται σε αντίθεση με το μαγεμένο στόμα της Θεάς, που ανοίγει. Και μοβ στήμονες χονδρούς αποκαλύπτει.




    Κεφαλάκια μικρά και διεφθαρμένα δοκιμάζουν και ικανοποιημένα δέχονται την προσφορά της μαλακής σάρκας.

    Η ασφυξία τον γεμίζει απελπισία και το κενό ανάμεσα στα κύματα του δωρίζει τον αέρα…

    Η Ιωάννα ανασηκώνει τον κορμό της και με το βάρος της καταφέρνει πίεση ακόμα πιο μεγάλη στην υγρή της πύλη. Κάθεται και με τα πόδια διπλωμένα ανοίγει κι άλλο. Κοιτάει τον Παύλο που συστρέφεται δεμένος και προσπαθεί να δραπετεύσει, του απαντάει με ένα πρόστυχο φιλί και όρθια υψώνεται.



    Γυρνάει με την πλάτη προς το μέρος του. Κάνει ένα μικρό βήμα προς τα πίσω και με ικανοποίηση αντικρίζει το μουσκεμένο στόμα της κούκλας. Αμέσως μετά σκύβει το κεφάλι και στοχεύει. Και τα γόνατα της μόνο λυγίζει. Και πλησιάζει. Και κάθεται. Και δέχεται την προσδοκούμενη εισβολή και από το στόμα της δύο λέξεις μόνο, αδέξια φτύνονται.

    «Γάμα με»…

     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    (Δύο ημέρες πριν την έναρξη του δίδυμου πολέμου…)



    Message in the Incident Bοttle 9th



    “Το Κάστρο” (Μέρα 13η)



    Mirror mirro on the wall 5ος


    «Το Τριαντάφυλλο»




    Μέσα στο νερό των παραισθήσεων, που τον σκεπάζει, φυσαλίδες με το οξυγόνο της αλήθειας, συναντά. Μόνο που είναι ευαίσθητες, όπως και κάθε κοινωνική πραγματικότητα. Μια ανάσα, το πολύ δύο και μετά σπάνε και του χαρίζουν τον μύθο, της ύπαρξης του τροφοδότη.

    Μια φυσαλίδα, τα πληγωμένα μου μάτια αντικρίζουν και πλέει προς τα ‘κει.

    Ταύρος μηχανικός ή ζωντανός; Όπως και να είναι η Ιωάννα, σαν την θάλασσα την άμμο, με ζέση τιθασεύει. Χτυπιέται, φωνάζει, κινείται και αναμορφώνει την πλαστική μορφή. Φτύνει, βρίζει, γδέρνει, χτυπάει, δαγκώνει. Τα καπούλια της σφυροκοπούν και την ελαστική αντοχή του αντικείμενου διαρρηγνύουν. Η λεκάνη της κούκλας μοιάζει να συνθλίβεται, μην αντέχοντας στο ρεύμα της ζωής.

    Η φυσαλίδα σπάει και νερό εισβάλει στα ρουθούνια του. Βλέπει τον πόθο του να λυγίζει από το βάρος της ηδονής που προσφέρει. Μια θυσία που κανένας δεν έκανε ποτέ για αυτόν.




    Δεν αντέχει, δεν μπορεί να κλάψει, δεν ξέρει πως, μα η καρδιά του ρέει και με τις σταγόνες του πόνου, το μυαλό δηλητηριάζει. Αλλάζει και σε άλογο ζώο ψάχνει την λύτρωση. Σε μια αμοιβάδα δίχως νου και γνώση αναζητά το καταφύγιο της μανούλας. Η Θεά με τα χέρια της σκίζει την υπόγεια πύλη της γυναίκας και αυτή δοκιμάζει τις χορδές της ψέλνοντας σε θεούς ακατονόμαστους τις ευχαριστίες της, για τις χίλιες ηδονές που την μεστώνουν.

    Αέρας και η εικόνα, η πεζή, την αλήθεια σε μεγαλύτερο επίπεδο τοποθετεί. Δεν έχει φτάσει ακόμα στο ζεστό του καταφύγιο, οπότε ακάλυπτος, από τα γεγονότα συνεχίζει να μαστιγώνεται.

    Η Ιωάννα πιο φρενιασμένα να κινηθεί, δεν δείχνει να αντέχει. Ίσως τα πυκνά υγρά που κυλούν από το άνοιγμα της, να είναι ούρα, ίσως και η σάρκα της που ρευστοποιείται για να δηλώσει τον οργασμό της. Δεν θέλει ο Παύλος να σκεφτεί ότι μπορεί αίμα να ‘ναι. Δεν διακρίνει χρώμα. Κούκλα είναι πρέπει να συνέρθει, δεν μπορεί, αφύσικο το αίμα να κυλά κάτω από το πλαστικό της δέρμα!

    Η καλπάζουσα με δυνατό σπασμό ρίχνεται μπροστά και σκεπάζει την κούκλα από την μέση και πάνω. Να είναι θεέ μου το τέλος; Ο Παύλος στέκεται και δεν δρασκελίζει το κατώφλι της λύτρωσης. Παρατηρεί τα χέρια της Ιωάννας που προσπαθούν να χαράξουν το πάτωμα από την ένταση. Να γλίτωσε; Όμως για στάσου!




    Το αριστερό της χέρι δείχνει σαν αποτρόπαιο τεράστιο ζωύφιο να κινείται. Σε πιο βρώμικο δρόμο να βαδίζει; Την κοιτάει κρατώντας την ανάσα του. Λίγα και μικρά βηματάκια και τη τσάντα της συναντούν. Την ανοίγουν και βγάζουν…

    «ΟΟΟΧΙΙΙΙΙΙ!!!!» Ένα μεγάλο μαχαίρι.



    Ο Παύλος χτυπά πανικόβλητος την πόρτα.

    -Μαμά, μανούλα άνοιξε μου σε παρακαλώ. Το σφίγγει από την κοκάλινη λαβή και το τραβά κοντά της.

    -Μανούλα σε παρακαλώ, φοβάμαι άνοιξε μου. Το πιάνει με χέρια δυο και ανακάθεται.

    -Μαμά, σώσε με, μαμάααααα. Κεντράρει και το υψώνει.

    -Μανούλα μου, μανούλα μου, άνοιξε μου, πονάω. Το κατεβάζει με δύναμη και δημιουργεί ρήγμα στο πρόσωπο της κούκλας. Το ξανασηκώνει.

    Λυγμοί, λέξεις, μητέρα, τριγμοί στα στεγανά συμπιέζουν το πρόσωπο του Παύλου που παραμορφώνεται.

    Το κατεβάζει με όλο της το σθένος και το πρόσωπο της κούκλας σπάει.

    Μαζί καταρρέει και η θέληση του και χάνεται . Οι αισθήσεις ακολουθούν την πτώση και πέφτει μπροστά αναίσθητος…



    Το μέγεθος της νύχτας, απροσδιόριστο. Μικρό ή μεγάλο; Το σκέπασμα της λήθης με δυσκολία αποσύρεται. Μαζί του και τα ποντίκια που καταπίνουν του πριν τη σάρκα.

    Ο Παύλος ανοίγει τα μάτια του, δακρύζει και τα κλείνει. Το μυαλό του βούρκος, βρώμικος και δυσώδης. Αντανακλαστικά τα ξανανοίγει. Λειψό το φως. Σα σκουλίκι που σέρνεται στη λάσπη. Φοράει μάσκα και οι κόγχες της, μικρότερες από τις δικές του. Κοιτάει πιο μακριά. Στάλες παγωμένης υγρής συνειδητότητας, του ξυπνούν την απορία.

    -Που βρίσκομαι;

    Οι μαύροι λεκέδες στους τοίχους στόμα δεν έχουν, αλλά αν είχαν, θα του έλεγαν.
    -Στο δρόμο για την κόλαση τα φτερά σου χρώματα θ’ αλλάξουν.

    -Πως ήρθα;

    Το σκονισμένο λευκό των κεριών που είναι τοποθετημένα σε άναρχα ύψη ξέρουν, αλλά τρόπο δεν έχουν. Οπότε η Ιχνηλάτρια παραμένει σιωπηλή.

    -Μάσκα;

    Κίτρινες οι φλόγες, Κυνηγός που αδιαφορεί για τις ερωτήσεις. Από δέκα διαφορετικές πηγές, που χαρίζουν την μοναδικότητα τους στις οχτώ έδρες και τις δύο κεντρικές κολώνες της αίθουσας, στέλνει τις φωτεινές ημιευθείες, στον κεντραρισμένο στόχο του. Βοηθούν και τα κωνοειδή και σκούρα μεταλλικά αντικείμενα, δεσμώτες του φωτός, που δεν επιτρέπουν καμία παρέκκλιση, στις λαμπερές ακτίνες.

    Ο Παύλος βλέπει την γυμνή κοπέλα, αλλά την αποπροσανατολισμένη προσοχή του, κλέβει η κατασκευή πάνω στην οποία είναι ξαπλωμένη και παγιδευμένη.

    Μοιάζει με ανεμιστήρα και θα ήταν, αν η θέση του δεν ήταν λάθος. Είναι στηριγμένος και δεν είναι κρεμασμένος, στο πάτωμα και όχι στο ταβάνι.




    Υπάρχουν κι άλλες λεπτομέρειες που απομακρύνουν την αρχική εντύπωση.

    Οι άξονες που θυμίζουν έλικες, είναι επίπεδοι και πλατιοί. Πάνω τους σφιχτοδεμένα τα πόδια και τα χέρια της κοπέλας, με σπειροειδείς αλυσίδες να τα κρατούν ακίνητα.




    Ελάχιστα υπερυψωμένος, ένας κύκλος με διάμετρο όσο το μεγάλος μήκος του κορμού της, δέχεται το βάρος της υποχωρώντας ελαφρά. Η κυλινδρική επιφάνεια, που θυμίζει τεράστιο σκαμπό, στυλώνεται πάνω σε μία κολόνα. Πάνω της θηλυκώνουν οι έλικες. Στα άκρα της κάθε μίας, ένας λεπτός σωλήνας ξεκινά και καταλήγει στο έδαφος, πάνω σε ροδάκια.

    Ο Παύλος κάνει να προχωρήσει, συναντά όμως αντίσταση. Τα χέρια του κολλημένα και τα πόδια του κλειστά. Κάτι είναι τυλιγμένο γύρω του και δεν του επιτρέπει καμία κίνηση. Δεν πανικοβάλλεται. Έχει ξανανιώσει έτσι. Πριν από χρόνια, σ’ ένα ερωτικό παιχνίδι, γεμάτο επιδέσμους. Αλλά που βρίσκεται;




    Έχει ανακτήσει κάποιες από τις αναμνήσεις του, που καταγράφηκαν λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις του, αλλά του φαίνονται ξένες για κάποιο ανεξήγητο λόγο.




    Κάποια βούληση τον κρατά, επιλεκτικά ναρκωμένο. Μία κατσαρίδα από το πέος του ξεπροβάλλει και πάνω στο σώμα του βαδίζει. Στο πρόσωπο του φτάνει. Σκύβει και του ψιψιρίζει.




    -Χαλάρωσε γλυκέ μου και απόλαυσε το.

    Μια πόρτα ανοίγει, αλλά φως δεν μπαίνει. Προσπαθεί να γυρίσει, μα δεν μπορεί.




    Βήματα που πατάνε σε τακούνια. Το κορίτσι στο κέντρο του δωματίου δε σαλεύει. Μήπως κοιμάται; Δεν μπορεί να ξεχωρίσει τα μάτια της, όπως και την υπόλοιπη σκηνή.

    Ο ήχος τον πλησιάζει. Δείχνει ακανόνιστος, σαν να εμποδίζεται. Τον φτάνει και η οπτική του δίοδος χάνεται. Βρίσκεται πολύ κοντά του και δεν υπάρχει φως να διακρίνει. Ένα βήμα προς τα πίσω και κάτι δυσθεώρητο. Μια φιγούρα; Ένας πίνακας;

    Ένα βήμα και ένα ακόμα πιο μεγάλο. Αυτό που βλέπει ακατάληπτο στην αρχή. Μετά όμως ξεκαθαρίζει και τρομάζει!

    Ένας καθρέπτης προς το μέρος του στραμμένος. Από πάνω ένα από τα κεριά ρίχνει το φως του στην γυάλινη επιφάνεια και το είδωλο του φωτίζεται. Μόνο που δεν αντικατοπτρίζει αυτόν. Αλλά μια μεγάλη κούκλα, μία σαρκοφάγο, που τον κρύβει μέσα της…

    Η εικόνα ελάχιστα στέκεται και η Ιωάννα που τον καθρέπτη φέρει, στριφογυρίζει απότομα και τον αφήνει από τα χέρια της. Ένας ήχος σπάει σε πολλούς μικρότερους και γεμίζουν την απουσία του οπτικού ερεθίσματος.




    Ο Παύλος φαντάζεται το πάτωμα με δεκάδες μικρά γυαλάκια πάνω του διάσπαρτα. Ο Ιωάννα γυρίζει και τον κοιτά στα μάτια και το προηγούμενο εκτοπίζεται σε κάποια άχρηστη αποθήκη στο μυαλό του.

    Το γατίσιο βλέμμα της αδιάφορο, ούτε καν διερευνητικό όπως θα αναμενόταν. Του μιλάει και ας μην βλέπει τα χείλη της να κινούνται. Βρίσκεται πολύ κοντά του…




    -Η κούκλα που ζήτησες και που πάντα ονειρευόσουν, περιμένει παρατηρώντας τη λάμψη των ματιών του. Αντικρίζει την ερώτηση και πριν αυτή γεννήσει λέξεις, συνεχίζει.

    -Σκλάβα και στα χέρια μου πλασμένη, απόλυτα πειθαρχημένη σε όποια προσταγή τα χαλινάρια που κρατώ της δώσουν, η απορία δένει με το ενδιαφέρον και η μυρωδιά που αποπνέεται δείχνουν την επιτυχία προς την κατανόηση. Γυρνάει και φεύγει αλλά οι λέξεις της όχι. Χάρτινα τα μικρά βρακάκια τους.

    -Κέρινο ομοίωμα για σένα απόψε θα ‘ναι, κούκλα ανέκφραστη και στα χάδια μου αλώβητη.




    Το σώμα της γυμνό και ελκυστικό, μα οι μπότες με την σκοτεινή τους αντανάκλαση, η μοναδική πλαστική γοητεία για τα μάτια του Παύλου.

    -Θα στο αποδείξω και θα στην ετοιμάσω. Ελπίζω την ευκαιρία να αδράξεις και να μην την απογοητεύσεις, τα χέρια της υψώνει και η κίνηση ενεργοποιεί δράση.

    Κρυμμένοι προβολείς το τραπέζι λούζουν στο φως και η πόρτα και πάλι ανοίγει.




    Το κορίτσι του μαγαζιού με τα μάτια ανοιχτά. Καμία κίνηση, ελάχιστη αντίδραση και μόνο των βλεφάρων που κλείνουν και ξανανοίγουν αργά και ήρεμα. Η ανάσα της αόρατη και η επίπεδη κοιλιά της από την απόσταση που την παρακολουθεί ο Παύλος φαίνεται ακίνητη.




    Στο περιορισμένο οπτικό πεδίο εισβάλει ένας θηριώδης άντρας, δίπλα από την Ιωάννα. Με ένα βλέμμα της καθοδηγεί τον νεοφερμένο που στέκεται στα πόδια του τραπεζιού. Το μόνο ξένο στον πλάστη του αρσενικού ένα μεγάλο μαστίγιο, υποσχόμενο γητευτή του πόνου.

    Τα χείλια του Παύλου μισανοίγουν και η γλώσσα του γεύεται διψασμένη τη γάζα που συναντά. Η Ιωάννα και πάλι κινείται γύρω από το τραπέζι, από την άλλη μεριά αφήνοντας το θέαμα ελεύθερο για τα μάτια που υγραίνονται από προσμονή.

    Στιγμές κυλούν και τα πάντα ακόμα και οι φλόγες των κεριών παραμένουν ακίνητες. Δύο σβήνουν και για πάντα χάνονται.

    -Ετοιμάσου, μια διαταγή που αποδέκτη να έχει μόνο τον άντρα που το μαστίγιο σηκώνει;

    Δευτερόλεπτα κι άλλα ρέουν και την αναμονή βιάζουν στο να γίνει πράξη.

    -Τώρα!! Το μαστίγιο κατεβαίνει με δύναμη και στο σώμα της κοπέλας κατά μήκος του βουλιάζει. Από άκρη σε άκρη, το όμορφο δέρμα φωνάζει και τεντώνει.

    …μια απέλπιδα προσπάθεια να εισχωρήσει στα ενδότερα βρίσκοντας κάποιο άνοιγμα, ένα αδύναμο ρήγμα στη σάρκα που θα λυγίσει και θα αποκαλύψει τους θησαυρούς που κρύβονται στο αγγελικό τούτο το σώμα. Όμως η σάρκα ελάχιστα υποχωρεί και μετά επιστρέφει φέρνοντας το αντικείμενο σε θέση στηρίγματος.




    Αντίδραση άλλη καμία. Ούτε ένα βογκητό, από τα χείλη της κοπέλας.

    Ένα χτύπημα που θα έπρεπε να έχει ενεργοποιήσει ποικίλες αναταράξεις στο πλέγμα των πέντε αισθήσεων και όμως δείχνει απομονωμένο. Σαν τίποτα να μη συνέβη, παρά μόνο στην φαντασία του Παύλου και των υπολοίπων που παρακολουθούν.

    Το σφιχτό και καλοφτιαγμένο εργαλείο, σαν φίδι απογοητευμένο αποσύρεται, ακολουθώντας το χέρι του χειριστή. Η παλάμη που το κρατά σηκώνεται ψηλά και το ελεύθερο άκρο του φτάνει μέχρι τα οπίσθια του άντρα. Πάνω στο τρυφερό δέρμα του θηλυκού, πορφυρός δρόμος που φουντώνει, αποδεικνύει το συμβάν.
    Ποίημα του ο κόκκινος κισσός.

    Το δεύτερο κατέβασμα πιο μανιασμένο. Εξοργισμένο το φίδι ξεδιπλώνεται λίγο πριν στο ευαίσθητο στόχο του καταλήξει και ελαχιστοποιεί τις απώλειες της ενέργειας που μεταφέρει.




    Το στόμα του στο πρόσωπο, ο λαιμός στο εφηβικό στήθος, η μία ρώγα στιγμιαία χάνεται, η μέση κάνοντας μία καμπύλη στο κομψό λακκάκι του αφαλού, η ωφέλιμη επιφάνεια του φιδιού πριν την τρυφερή σχισμή της σταματά.




    Η κοπέλα ούτε τα μάτια της δεν κλείνει. Σαν τίποτα να μην την αγγίζει. Πόνο να της προκαλεί, ερεθισμό ή τρόμο. Το φίδι από την οργή του τρέμει.



    Κούκλα; Μα είναι άνθρωπος, νιώθει . Ο Παύλος γοητευμένος, αμύνεται σε ότι η ζωή ως ασυνήθιστο του έχει διδάξει.

    Ο άντρας ακολουθώντας το νεύμα της Ιωάννας τραβιέται λίγο προς τα πίσω και τώρα κομμάτι του φιδιού στην τρίτη επίθεση του εξαφανίζεται ανάμεσα στα πλούσια χείλια του αιδοίου. Τίποτα.

    Ο Παύλος, νιώθει τον σφυγμό στα αυτιά του που πιέζονται από τις γάζες, να δυναμώνει την ένταση.

    Η αρσενική μαριονέτα την ενορχήστρωση της Ιωάννας εκτελεί και το «η» μελωδία απρόβλεπτη, ολοκληρωτική και παθιασμένη στο σώμα της ανθρώπινης κούκλας αποτυπώνεται.

    Τέταρτη φορά και ο Παύλος παγιδευμένος νιώθει το ζεστό αίμα που κυλάει μέσα του.

    Πέμπτη φορά και το μαστίγιο στέλνει μακριά τις κόκκινες σταγόνες που σαν μπουμπούκια φυτρώνουν από τα σημεία που οργώνονται.
    Τρεις πάνω του φτάνουν και τις γάζες του μουσκεύουν.

    Έκτη φορά και ο Παύλος νιώθει καθαρά πια τον ερεθισμό του.

    Έβδομη φορά και οι σκιές σαλεύουν από το νευρικό τίναγμα μου.

    Όγδοη φορά και ο μαστιγωτής σταματά σκυμμένος από την προσπάθεια. Το σώμα αρχίζει να γυαλίζει και ο ιδρώτας του συναγωνίζεται τα υγρά που στο σώμα το δεμένο, πιο αρμονικά φαντάζουν.

    Ένατη, δέκατη, τα χτυπήματα μοιάζουν με βροχή που δυναμώνει και σταματά, σαν σύννεφα βαριά που τρέχουν βιαστικά στην νύχτα. Τον ήλιο της νύχτας να αποφύγουν πρέπει.

    Ένας ανελέητος χορός που σε έκσταση οδηγεί τους πάντες, εκτός από τον δέκτη του.

    -Σταμάτα! Η φωνή της Ιωάννας, με τρέμουλο που προσδιορίζει μια σκοτεινή ταραχή.

    -Πέτα το μαστίγιο, ο μαστιγωτής υπηρέτης της υπακούει και τον κορμό του ορθώνει. Ένα μόριο ανάλογο του σώματος που το φέρει, γεμισμένο και με χοντρές φλέβες στολισμένο, αποκτά την δική του σκιά.

    -Και τώρα γάμα την. Με όλη σου τη δύναμη σκίσε την σκύλα που στην δύναμη σου αδιαφόρησε.

    Ο Υπηρέτης πλησιάζει χαμογελώντας σαν κακόβουλος δαίμονας. Με το δεξί του χέρι πιέζει το όργανο του προς τα κάτω και μπαίνει στην κοπέλα…

    Ένα τεράστιο κύμα σκάει σε έναν μικρό κόλπο. Αλμυρός αφρός σκεπάζει την εικόνα και θόρυβος τρανός και πλούσιος εισχωρεί και στην πιο κρυφή σχισμή. Ο άνεμος κιοτεύει για λίγο και δεν πλησιάζει φοβισμένος. Τα νερά αποσύρονται με μια επιβλητική βραδύτητα και η Θάλασσα κάθεται στο θρόνο της προκειμένου την καταστροφή να απολαύσει. Τίποτα.

    Τα μικρά βαρκάκια στην θέση τους απείραχτα και στεγνά. Ο πληγωμένος και λειψός από το χρόνο φάρος, συνεχίζει να αναβοσβήνει αδύναμα, όπως και τα τελευταία είκοσι χρόνια. Τα πάντα νυσταλέα και ανέγγιχτα, σαν πίνακας ενός γέρου θαλασσογράφου.

    Η Θάλασσα κοιτάει το λιμανάκι απορημένη. Τι συμβαίνει; Γυρνά και δίνει σε χίλιους κυμολάτες οδηγίες. Προστάζει, καθοδηγεί, τοποθετεί και την έναρξη προστάζει. Όλοι μαζί με μια ανάσα τραβούν τα υδάτινα σκοινιά και το νερό ψηλά σηκώνουν. Στην βαρύτητα, τις φουσκωμένες φλέβες αντιτάσσουν και το νερό στα δεκαπέντε μέτρα φτάνει.

    -Τώρα! Φωνή, αρχαία, γυναικεία, θυμωμένη.

    Οι κυμολάτες αφήνουν τα δεσμά και το θεριό στο αδύναμο κορίτσι φτάνει. Η




    Στεριά αγκομαχά, πέφτει και χάνεται. Μόνο νερό, παντού νερό τα πάντα σβήνει. Αχός βαρύς και τα χρώματα σε γάργαρο λευκό διαλύονται. Η ώρα βαστά κατά πως η Κυρά της, την έχει διατάξει και μετά την αποκάλυψη, ξανά στα πόδια της προσφέρει.

    Τίποτα.

    Ένα καβουράκι συνεχίζει την πορεία του πάνω στην νωπή αμμουδιά ψάχνοντας ποιος ξέρει τι. Το δεμένο κορίτσι αλώβητο…

    Η Θάλασσα τηράει προσεκτική. Στα σπλάχνα της για λίγο σκύβει και καλεί τις αδερφές της. Τις στέλνουν μερικά απ’ τα πιο γερά παιδιά τους.

    Τα μαζεύει και τους μιλά για ώρα σαν μάνα Καπετάνισσα. Δυο χιλιάδες στην Ανατολή και δύο στην Δύση. Παλούκι, κορμό τεράστιο πλάθουν από τη σάρκα τους και τον μπήγουν βαθιά στην αιώνια υγρή γη του απόκρυφου βυθού.




    Εκατό χιλιάδες ψημένοι αγωγιάτες ένα υδάτινο βουνό από τις άκρες τους πιάνουν και περιμένουν το σύνθημα της οργής. Χιλιόχρονοι στρατηγοί παιδιά των άγριων τυφώνων, τα μπόσικα κουλαντρίζουν και περιμένουν κι αυτοί με την σειρά τους.

    Οι φωνές πρώτα σταματούν. Οι ανάσες μετά. Ήχος κανένας, κίνηση ανύπαρκτη.

    -Τώρα!!! Δαίμονες πολλοί με ένα στόμα, μια ψυχή, μια βούληση, μια Αφέντρα Θάλασσα.

    Ο Ήλιος χάνεται και ο ουρανός χλομιάζει, ένα βουνό ψηλά στα σκαλοπάτια τα απάτητα φτάνει, πλησιάζει, πέφτει και η Γη λυγάει.

    Ξέρες στην μέση του ωκεανού εμφανίζονται. Καράβια στα βαθιά εξοκείλουν.




    Η Βενετία αποκαλύπτει το βυθισμένο της μισό και το λιμανάκι για άλλη μια φορά εξαφανίζεται. Σχεδόν τα χρώματα του στα μάτια μας ξεθωριάζουν. Λες και ποτέ να μην υπήρξε, η Θάλασσα βαστά τα πλάσματα της πλακωμένα μη τυχόν και της ξεφύγει. Πολλοί και ανδρειωμένοι σε αυτή τη μάχη χάνονται. Λίγοι ακόμα αντέχουν, όταν η Κυρά τους καλεί και πάλι πίσω…



    Ο Υπηρέτης πέφτει στα γόνατα λαχανιασμένος. Η Ιωάννα τινάζει τα υγρά από τον ίδρωτα μαλλιά της…

    Ο παρθένος κόλπος ξεπροβάλει και μοιάζει διστακτικός. Μα δεν είναι.

    Ένα αγριολούλουδο της αλμύρας πλάσμα ξενικό, στέκεται εκεί…

    Εύθραυστο.

    Όμορφο.

    Ντελικάτο.

    Απείρακτο.

    Σιγή, μόνο μια μακρινή φωνή. Σκεπασμένη και θαμμένη, θυμίζει παιδί. Παιδί που χοροπηδά ενθουσιασμένο…

    Η Ιωάννα εγκαταλείπει κουρασμένη και στρέφεται προς την σαρκοφάγο. Ακούει τους πνιχτούς ήχους του Παύλου και χαμογελά. Παιδί που χοροπηδά ενθουσιασμένο…

    Την μαστίγωσαν μέχρι που το αίμα αποχρωμάτισε το λευκό της δέρμα.

    Ασέλγησαν στο σώμα της, σε ότι τρυφερό κρατούσε κρυφό και αμόλυντο.

    Έκλεψαν την μυρωδιά της και την αντικατάστησαν με την βαριά δική τους, γέμισαν τα καθαρά κενά της με τα πικρά υγρά τους, στιγμάτισαν τον κέρινο χρώμα της, με βρώμικο λειωμένο κερί, μα αυτή στο δικό της βωμό παρέμεινε.

    Αποστασιοποιημένη, με την ανάσα της να μην ταράζεται από τις μικρές ενοχλητικές βουλήσεις τους. Με στάση θεϊκή κοιτώντας ψηλά και αγνοώντας τους θνητούς ιερόσυλους, επιτρέποντας την αδύναμη προσπάθεια τους στο να σπιλώσουν το γήινο Ναό της, ενώ το πνεύμα της καθαρό και αθάνατο βάδιζε στον ουρανό, που σκέπαζε το μωσαϊκό από τις φλύαρες και απλοϊκές στιγμές τους.

    Μία Κούκλα, μια Θεά.

    Λίγη ώρα μετά η κοπέλα είναι λυτή, αλλά ακόμα ξαπλωμένη και ατάραχη στην ίδια στάση. Ο υπηρέτης της Ιωάννας αποχωρεί αποκαμωμένος. Ο Παύλος είναι ελεύθερος και περιμένει δίπλα Της.

    Η Ιχνηλάτρια αναπνέει το μεγαλείο Της. Ο Κυνηγός παράλογα γοητευμένος στέκεται στο περιθώριο, εγώ ψάχνω τις λέξεις με δυσκολία για να περιγράψω ότι το μικρό μυαλό μου προσπαθεί να κατακτήσει. Η Ιωάννα…

    -Τώρα δική σου είναι. Μια κούκλα όπως τη θέλησες, ζωντανή, ζεστή, ανθρώπινη, ο Παύλος την κοιτάει με ένα ύφος που την περιφρόνηση του, στα λεγόμενα της δεν μπορεί να κρύψει. Ίσως και να μην θέλει.

    Η κοπέλα είναι καθαρή, την φρόντισαν, δεν δυσκολεύτηκαν, η βρωμιά τους ήταν επιφανειακή, τώρα το μόνο που θέλει ο Παύλος είναι να τον αφήσουν, να φύγουν μακριά. Να κάνουν σιωπή, να Την ακούσει. Να μιλήσει μαζί Της, να Της προσφέρει τη ψυχή του. Η Ιωάννα καταλαβαίνει το θέλω του και αποτραβιέται.




    Δεν φεύγει από το δωμάτιο, χάνεται στις σκιές.

    Την πλησιάζει. Το σώμα Της όμορφο, ερωτικό, αψεγάδιαστο στα μάτια του. Δεν Την αγγίζει, κινείται γύρω Της, αποτυπώνει όλες τις λεπτομέρειες και για κάθε μία ξεχωριστά πλάθει και ένα τραγούδι, μια ιστορία, μια ωδή. Δεν είναι καπηλευτής, παρά ένας επηρμένος τροβαδούρος που αναζητά τον Μύθο του.




    Στέκεται ακίνητος και αφήνει το άρωμα των χρωμάτων Της να εισχωρήσει από τους πόρους της οσμής. Η μελωδία που αποπνέει τον εκστασιάζει , θαμπώνει τις αντιστάσεις του, τον αναγκάζει να γονατίσει.

    Ένα μουρμουρητό, μία προσευχή, μία έκφραση λατρείας, η μικρή του προσφορά στον βωμό Της. Κλείνει τα μάτια του και βλέπει με την ψυχή του, ψάχνει τους ήχους Της.




    Πρώτος της μαγικής Της ανάσας, του δίνει την ελπίδα ότι στον ορθό δρόμο βαδίζει. Ίσως και άλλοι ήχοι στο δωμάτιο την δική τους παρουσία να προσπαθούν να δηλώσουν, αλλά αυτός αδιαφορεί. Το κέντρο του κόσμου, η Κοπέλα.

    -Έλα... Μία λέξη μακρόσυρτη και αδύναμη, στα γκρίζα μονοπάτια του φανταστικού του κόσμου, σχηματίζεται. Ο Παύλος χαμογελάει, ξέρει ότι είναι η φωνή Της και ότι μόνο αυτός Την αντιλαμβάνεται. Μόνο αυτός και κανείς άλλος…

    -Έλα σε περιμένω… Φωνή κοριτσίστικη, βαθιά, αναλλοίωτη, την θυμίζει. Ο Παύλος νιώθει το ρίγος, το πέπλο που κρύβει αναμνήσεις αποτραβιέται ελάχιστα.




    Προλαβαίνει να δει τον κήπο. Τον κήπο που έπαιζαν μικροί.

    Ανοίγει τα μάτια τρομαγμένος! Στο υπόγειο ξανά. Ο χώρος αδιάφορος. Οι σκιές πολλές. Πλάσματα και πνεύματα στης έκστασης χορό. Δεν τους δίνει σημασία. Η Κοπέλα, μόνο αυτή υπάρχει. Η πύλη του προς το θαμμένο παρελθόν. Η ψυχή του ηρεμεί ακολουθώντας την ανάσα της. Σαν θάλασσα νυσταγμένη, γλυκού χειμώνα. Τα πόδια της ανοιχτά. Απλώνει τα χέρια του και την αγγίζει. Τα μάτια του και πάλι αποκλείουν την πραγματικότητα και τον οδηγούν στην αλήθεια…

    Φτάνει πιο εύκολα στον κήπο του σπιτιού τους. Βλέπει τις άγριες τριανταφυλλιές. Ψηλές, πυκνές, πολλές, ένας μικρός λαβύρινθος που γέμιζε περίπου με ένα στρέμμα τρυφερής γης, την φαντασία τους. Αόρατοι για τους άλλους, ανάμεσα τους, ο δικός τους κρυφός παράδεισος.

    Ακούει φωνές. Φωνές του πατέρα και τις δικές τους. Η φωνή του ενθουσιασμένη και λαχανιασμένη και της αδερφής του, βραχνιασμένη, ευαίσθητη σε κάθε μορφή υγρασίας, το μέταλλο ενός ώριμου κοριτσιού.




    Τρέχει και προσπερνά τις τριανταφυλλιές, θέλει να τους βρει. Του έχουν λείψει.




    Το πνεύμα του άυλη έκφραση στοιχειωμένης μνήμης, δεν ακολουθεί τα μονοπάτια, περνά μέσα από τα αγκαθωτά τείχη, όπως τα αποκαλούσαν. Αποπροσανατολίζεται και χάνει λίγο την φωνή τους. Ταράζεται και στο κόσμο τον πραγματικό σφίγγει το χέρι του. Η Κοπέλα παίζει τα μάτια της.

    Σταματά και προσπαθεί να τους ξανακούσει. Ένα γέλιο αυθόρμητο και ξαφνικό, εκεί πιο πέρα, στα δεξιά του! Κινείται βιαστικά, δε θέλει να τους ξανά χάσει, βουτάει πάνω σε μια πυκνή και γέρικη τριανταφυλλιά, περνά από μέσα της και πέφτει σχεδόν επάνω τους!

    Η αδερφή του είναι ξαπλωμένη και τα πυρόξανθα μαλλιά της, στολίζουν το λασπωμένο έδαφος. Γονατισμένος, ο παλιός του εαυτός, δίπλα της, κρατάει στα χέρια του, τα κέρινα δικά της και τρέμει ολόκληρος από τα γέλια. Το παιχνίδι τους…



    Το θυμάται ξαφνικά, σαν ποτέ να μην το είχε ξεχάσει. Έμοιαζε με κρυφτό, αλλά δεν ήταν. Το είχαν πλάσει, κλέβοντας την ιδέα από μία ταινία που είχαν δει. Αυτή το είχε πλάσει, τώρα που το σκέφτεται περισσότερο.

    Ήταν κάπως έτσι. Αυτός καθόταν στο χώμα, στην αρχή του λαβυρίνθου και έκλεινε τα μάτια του και μετρούσε. Αυτή του έσκαγε πάντα ένα φιλί στο μάγουλο και μετά έφευγε αθόρυβη.




    Η αίσθηση της στο μάγουλο του, σκέπαζε τις αισθήσεις του για λίγο και οι αριθμοί από το στόμα του έβγαιναν μηχανικά. Υπήρχαν φορές που ξεπερνούσε το εκατό, μέχρι να το συνειδητοποιήσει και να ανοίξει τα μάτια του. Πάντα συναντούσε την σιωπή.




    Τα πάντα, ακόμα και τα πουλιά κρατούσαν το τιτίβισμα τους και παρακολουθούσαν με χαμόγελο. Σηκωνόταν από κάτω και με απαλά βήματα, άρχιζε το ψάξιμο. Πάντα τον ξάφνιαζε. Όσο και να προσπαθούσε δεν μπορούσε να καταλάβει την λογική της. Αλλά στο τέλος την έβρισκε. Εκεί στο χώμα ξαπλωμένη με τα μάτια κλειστά. Νεκρή…

    …να μοιάζει. Κάτασπρη, ακίνητη, με το ζόρι διέκρινε το μικρό της στήθος να πάλλεται, με χείλια φλογισμένα που όπως και τα μαλλιά της έδειχναν την φωτιά που έκαιγε μέσα της. Του ξέφευγε ένα χαμόγελο ικανοποίησης και γονάτιζε δίπλα της. Μονάχα αν την «ξυπνούσε» θα θεωρούταν ότι την είχε βρει.




    Το γαργάλημα δεν ήταν λύση. Ποτέ δεν έπιανε, είχε τρομερό αυτοέλεγχο η αδερφή του. Ξεκινούσε με ένα τρυφερό χάδι από το πρόσωπο της. Σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά. Σαν να την ερωτευόταν ξανά από την αρχή. Στα δάχτυλα του ένιωθε το ανάγλυφο που τόσο πολύ αγαπούσε.




    Το κρύο το δέρματος που συναντούσε το ζεστό του πάθους. Ακουμπούσε τα βλέφαρα της. Δεν τρεμόπαιζαν. Γλιστρούσε στις ασθενικές λακουβίτσες και σκαρφάλωνε στο κομψοτέχνημα της μύτης. Παγωμένη και υγρή. Σαν τα σκυλάκια όπως συνήθιζε ο πατέρας τους να λέει με μια έκφραση τρυφερότητας.




    Δρασκέλιζε από την μία μεριά και κατέβαινε από την άλλη μέχρι να βρει το άνω χείλος της. Εκεί σταματούσε διστακτικά, έκανε πως θα το αγγίξει και μετά το παραπλανούσε και δραπέτευε στο μάγουλο της. Μια φορά είχε πιάσει.




    Περιμένοντας το δάχτυλο του άνοιξε το στόμα της να τον δαγκώσει. Αλλά αυτό είχε ξεφύγει και ο παλιός Παύλος έκανε τούμπες γιατί την είχε σπάσει. Διέσχιζε το απαλό της δέρμα και έφτανε στο αυτί της. Ο λοβός του ήταν πολύ ευαίσθητος.




    Στην αρχή λύγιζε, αλλά μετά έμαθε να ελέγχει και αυτές τις αντιδράσεις της. Μία μέρα από τα νεύρα του, την δάγκωσε και αυτή του έδωσε μία κλωτσιά, που τον πέταξε δίπλα. Ξεκαρδισμένα άρχισαν να κυλιούνται στο χώμα. Δεν τσακωνόντουσαν ποτέ.

    Καμία αντίδραση και σε αυτή του την κίνηση, άφησε τα δάχτυλα του να τσουλήσουν στην εύθραυστη καμπύλη του λαιμού της. Παρόλο που ήταν μικρότερος από αυτήν ένιωθε ότι μπορούσε με μια κίνηση απότομη, να της τον σπάσει. Υπήρχαν φορές που ήταν τόσο όμορφος που κάτι σκοτεινό, τον παρακινούσε από μέσα του να δοκιμάσει.

    Ανέβαινε από το πολύ ισχνό δέρμα που σαν μια λεπτή μεμβράνη προστάτευε την τραχεία και τις μελωδικές χορδές της, στεκόταν σαν ορειβάτης που φτάνει στην κορυφή και τραμπαλίζεται, στο πιγούνι της και μετά έφτανε στα χείλη της. Τα μαγικά της κοσμήματα…

    Πόσο πολύ θα ήθελε να τα γευτεί, να τα δοκιμάσει. Αυτή το ήξερε, αλλά αυτός δεν της το ζητούσε, φοβόταν. Όλη της η σωματική ύπαρξη έμοιαζε ασθενική, αλλά τα χείλη της δήλωναν με τον πλούτο τους, τη ρώμη του χαρακτήρα της.

    -Είναι μεγάλα… του έλεγε …γιατί είναι οι πύλες που συγκρατούν τον θηριώδη λόγο μου και την πίστευε.

    Διέγραφε με τα βρώμικα νύχια του μικρές βαθιές ευθείες, στην κορυφή της καμπυλότητας τους. Η εικόνα ήταν αντιφατική. Βρώμικα αχνάρια πάνω στο πολύτιμο σάρκινο μετάξι. Τον ερέθιζε. Τα μάγουλα της αποκτούσαν έναν πορφυρό χρώμα.




    Τότε σταματούσε τις μικρές γραμμές και πίεζε το κλειστό τους άνοιγμα. Ήθελε να νιώσει την υγρασία που έκρυβαν. Να βουτήξει τα μικρά του άκρα στο γλυκό τους νέκταρ. Σα μέλισσα να τρυγήσει τους χυμούς του λουλουδιού…

    Σαν σε τσουλήθρα, τα δάχτυλα του γλιστράνε στον αδύναμο λαιμό της και είτε από δεξιά, είτε από τα αριστερά, φθάνουν στους ώμους της. Σηκώνονται όρθια και βαδίζουν με βαριά και άγαρμπα βήματα. Βυθίζονται στο μπράτσο της, συναντιούνται και τσιμπάνε, χορεύουν, μπερδεύονται και πέφτουν.




    Μια ολόκληρη παράσταση, πάνω στον Κ... βραχίονα της. Δε βιάζεται, δε θέλει να του αποκαλυφθεί. Όχι ακόμα, το ταξίδι του αρέσει και έχει πολλά μέρη ακόμα που δεν τολμά, αλλά που με το πρόσχημα του παιχνιδιού θέλει να ανακαλύψει.

    Ένας λυγμός σφίγγει το δρόμο της ανάσας του Παύλου, πίσω στο υπόγειο, ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλο του. Η Κοπέλα στρέφει το κεφάλι της και τον κοιτάει.




    Χαμένος στις γλυκόπικρες αναμνήσεις του δεν την αντιλαμβάνεται. Σηκώνεται, ανακάθεται, κατεβαίνει και τον πλησιάζει…

    Οι δαίμονες της μνήμης τον τραβάνε μακριά και σε μια άλλη τον μεταφέρουν. Οι αντιστάσεις έχουν πια καμφθεί και ότι πιο οδυνηρό και τραυματικό, έχει ο Παύλος ζήσει πρόκειται για άλλη μια φορά την διαδρομή του να ακολουθήσει…




    Τέλος άνοιξης και το χώμα δεν έχει ακόμα στεγνώσει από τις βροχές. Το νιώθει στα δάχτυλα του που έχουν βυθιστεί στο χώμα καθώς μετράει. Θέλει από κάπου να κρατηθεί, για να μην σηκωθεί πριν το μέτρημα σφραγίσει. Το φιλί της σήμερα αφύσικα παγωμένο, μια πνοή φαντάσματος.




    Θέλει να την βρει σύντομα, να την ζεστάνει στην αγκαλιά του. Κάποιοι αριθμοί δραπετεύουν από την σειρά τους, τους αφήνει να φύγουν, ένα χρώμα απαισιοδοξίας βαραίνει την βούληση του. Δεν ξέρει γιατί, αλλά κάτι άσχημο νιώθει ότι θα συμβεί.

    Τελειώνει και το σώμα του εγείρει, πριν ο ήχος της λέξης «Εκατό», χαθεί στο νοτισμένο αιθέρα. Ξεκινάει τρέχοντας. Στην πρώτη ρίζα μπερδεύεται και πέφτει.




    Μια βλαστήμια, από αυτές που κάνουν τη μαμά να κοκκινίζει, ξεφεύγει από το στόμα του. Δεν έχει χρόνο για αυτά. Η αίσθηση του τείνει σχεδόν στην βεβαιότητα. Κάτι ή κάποιος πολύ κακός ψάχνει ταυτόχρονα με αυτόν να τη βρει. Δεν πρέπει!

    Οι Τριανταφυλλιές αποκτούν δαιμονική οντότητα. Είναι με τον Κακό. Τον εμποδίζουν, τον αποπροσανατολίζουν, με την βοήθεια του αέρα μετακινούν τα φύλα τους για να μοιάζουν διαφορετικές, όταν ξαναπερνά από μπροστά τους.




    Με τους βρώμικους μικρούς κορμούς τους προσπαθούν να τον σταματήσουν, με τα αγκάθια τους το καταφέρνουν. Παλεύει να ξεφύγει, τα ρούχα του σκίζονται, το δέρμα του ματώνει, αυτή τη φορά δεν του αρέσει, είναι παρά τη θέληση του. Χάνει το ένα του παπούτσι, δεν κάθεται να το βρει, πετάει και το άλλο. Τώρα ξυπόλυτος τρέχει.




    Σπάει τους κανόνες και φωνάζει το όνομα της. Στην αρχή από συνήθεια χαμηλόφωνα, δεν ήθελαν να τους ακούσουν, τώρα πια δεν τον ενδιαφέρει, ο τρόμος πολιορκεί την λογική του.

    Φτάνει στο τέλος του κτήματος, απογοητεύεται, μα δεν λυγίζει, ξαναγυρνά. Διαφορετικό μονοπάτι ακολουθεί και λίγη ώρα μετά φτάνει πάλι στην αρχή. Τα πνευμόνια του παίρνουν το μέρος του εχθρού. Χτυπάει το στήθος του με οργή.

    -Μαζί μου !! Ξανά μπαίνει στο λαβύρινθο και φτάνει πάλι στο τέλος, στροφή. Το πουκάμισο του, τον εμποδίζει, το βγάζει και το τινάζει πίσω του. Τρέχει, ψάχνει, στριφογυρνά, τα μάτια του θολά, η ψιχάλα από δάκρυα, μπόρα έχει γίνει, στο στόμα του λάσπη έχει εισχωρήσει και λασπώνει το οξυγόνο, που θα του δώσει τη δύναμη να συνεχίσει.

    Στέκεται και προσπαθεί να βρει την αυτοκυριαρχία του. Κάτι καταφέρνει, στα αριστερά αυτό το μονοπατάκι δεν το έχει ακολουθήσει. Βαδίζει προσεκτικά, δεν υπάρχει άλλος χωρικός συνδυασμός.




    Δρασκελίζει σκυφτός, ένα άνοιγμα από δύο θηριώδεις Τριανταφυλλιές. Τα μυτερά τους ξίφη πληγώνουν βαθιά το σώμα του. Η δεξιά του ρώγα ματώνει, αγνοεί τον πόνο. Σηκώνει το κεφάλι ψηλά και την βλέπει!!!

    Ξαπλωμένη σε βάθρο δύσχρωμο, το πιο ακριβό κόσμημα του Θεού. Τα χεριά της δεν είναι απλωμένα σε σχηματισμό σταυρού όπως συνηθίζει, αλλά άψυχα και άναρχα πεσμένα. Τα πόδια της δεν είναι ανοιχτά και τεντωμένα, αλλά το ένα λυγισμένο και το άλλο σαν προσπαθώντας να τον αναζητήσει, με μια απελπισμένη κραυγή για βοήθεια, αφύσικα πλεγμένο.

    -Όχι !!! Ένα βήμα πιο κοντά της, τα πόδια του τρέμουν, δε θέλει το αναπόφευκτο να αποκαλύψει. Η λάσπη κολλάει στις γυμνές του φτέρνες, σαν προσπαθεί σε κάθε του βήμα όλη τη γη μαζί να σύρει. Φτάνει κοντά της, στο στήθος δεν πάλλεται. Λυγμός οξύς τον ρίχνει στο έδαφος.

    -Μη…, λυγμοί που σαν τα φύλα του φθινοπώρου στον δυνατό άνεμο σκορπάνε, …μη μου το κάνεις αυτό, μη φύγεις μακριά μου, σε … ο κορμός του πέφτει και αυτός νικημένος και το πρόσωπο εκατοστά πιο μακριά από το δικό της, με τα χέρια του έρποντας την πλησιάζει




    «…αγαπάω…». Τα μάτια της ορθάνοιχτα και κενά, ποια εικόνα να αντίκρισαν λειψή. Το στόμα του πάνω από το δικό της,

    «…σε αγαπάω …γιατί …», ένα ρυάκι κόκκινο παγώνει αργά ξεκινώντας από την αριστερή μεριά.

    Τα χείλια του συναντούν τα δικά της και γεφυρώνουν τις ψυχές τους. Το αίμα της γλυκό, αλλά όχι σαν αίμα. Γλυκό σαν φρούτο. Το άνοιγμα παγωμένο, αλλά όχι και ο πυρήνας της. Η γλώσσα του συναντά την δική της, αλλά δεν απαντά το άψυχο.




    Το φιλί του βαθύ και ολοκληρωτικά δοσμένο, αλλά όχι μοναχικό. Τον φιλάει και αυτή. Στην αρχή δεν το συνειδητοποιεί, μετά τινάζεται όρθιος!

    Του χαμογελάει, τα μάτια της ανοιγοκλείνουν, είναι ζωντανή!!!

    -Στην έφερα, χαμογελάει με την πιο όμορφη ανατολή του κόσμου.
    Χίλιοι ήλιοι που ανατέλλουν ταυτόχρονα.

    -Στην έφερα κορόιδο, ο Παύλος γονατίζει και ξεσπάει στα κλάματα. Πόνος λύτρωσης, δάκρυα ελευθερίας, η μεγάλη του αδερφή ανακάθεται και τον αγκαλιάζει ικανοποιημένη.

    Ίδια σκηνή και στο υπόγειο. Ο Παύλος κλαίει σαν μικρό παιδί και η Κοπέλα τον αγκαλιάζει ικανοποιημένη…

    Δύο άνθρωποι αγκαλιάζονται σε μία στάση απαλλαγμένη από τις ενοχές. Τρία χρώματα βιαστικά κινούνται σε μικρές διαδρομές ψάχνοντας το ένα, το άλλο. Ένα δωμάτιο που στα αντιληπτικά τους όργανα, χάνει το στίγμα του.




    Τα χρώματα κυλούν σε έναν κόσμο που γέρνει προς την αντίθετη μεριά. Φτάνουν στην άκρη του, αιωρούνται και πέφτουν. Προορισμός τους ένας τεράστιος καθρέπτης, η πύλη προς το Κάστρο.




    Το κίτρινο βαρύ, διαπερνώντας τους νόμους της φυσικής πέφτει πιο αργά, το μαύρο, στην μέση μη γνωρίζοντας το γιατί και το λευκό απροσδόκητα χαρούμενο, προηγείται βιαστικό.

    Ελάχιστα πριν το ταξίδι τους τελειώσει, ένα χέρι από το πουθενά απλώνεται και μια παλάμη πριν προλάβουν να αντισταθούν τα φυλακίζει. Το σκηνικό αποχρωματίζεται.

    Ο ουρανός στην θέση του δικαστή μπαίνει και καλύπτει το άνωθεν.

    Η γη το ειδώλιο, πράσινο χορτάρι και άπειρο επίπεδο ανεμπόδιστο.

    Δέντρο τεράστιο, δίχως φύλα. Ο ουρανός πίσω από τα κλαριά, κρατιέται προς το παρόν μακριά μας. Ο άντρας που μας παγίδευσε, ανοίγει τη χούφτα του. Γυρνάει το χέρι του και μας αφήνει να πέσουμε.

    Δεν φτάνουμε ως υγρά χρώματα, αλλά ως είμαστε.

    Η Ιφιγένεια με ένα βλέμμα γνώσης και λατρείας.

    Ο Κυνηγός περιμένοντας και όχι ξαφνιασμένος και εγώ για πρώτη φορά μετά τον θάνατο μου, απτός , πυκνός, σάρκινος και ίσως ζωντανός. Όλα όμως δείχνουν μικρά, ταπεινά και ανούσια, μπροστά στη φιγούρα που μας ατενίζει.

    Μπροστά μας, όρθιος, με μια ισοπεδωτική για την οντότητα μας μεγαλοπρέπεια…

    Ο Πόθος!

    -Καλώς ήρθατε, φωνή που πονάει…


    (-Θέλω κι άλλο, λέει το ματωμένο δέρμα στη
    βίτσα…


    -Ε Να λοιπόν και Να και Να και Να και Να…)

     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the Bottle 9th


    “Το Κ άστρο” (Day 17th )




    Breaking the mirror 7th


    “Στην καρδιά του άστρου”




    Όταν την πρώτη φορά την έχασα ένιωσα οργή. Ποτάμι ανεξέλεγκτο που εκδίκηση ζητούσε για να πάρει και ξεσπούσε δίχως σχέδιο πάνω σε θεόρατα βουνά.

    Τώρα ήταν η δεύτερη φορά, η θλίψη ώριμη και το μίσος μεστό και βαθύ. Ψυχρή η ψυχή που δεν ελπίζει πια, αλλά λόγο έχει για να ζει. Μερικές δεκάδες από εμένα, είδαμε και ακούσαμε μέσα από τον Πόθο, το θάνατο της. Όλοι με μία βούληση κινηθήκαμε προς την ίδια κατεύθυνση…

    Ο Πόθος μέσα από τα μάτια του κόσμου του, είδε την σκηνή. Κάτι που έμοιαζε με θλίψη τρεμόπαιξε στα μάτια του σαν πεφταστέρι. Τα παιδιά σταμάτησαν το παιχνίδι τους, σαν ένιωσαν την τελευταία πνοή της Μητέρας τους και έτρεξαν προς τα εκεί.




    Τα πρώτα που έφτασαν αγκάλιασαν την Ιχνηλάτρια που ακόμα το αγόρι στην αγκαλιά της βαστούσε. Τα επόμενα πάνω στα πρώτα έπεσαν και κόλλησαν σφιχτά. Ήρθαν και άλλα από πίσω και ένα μικρός ζωντανός λόφος άρχισε να χτίζεται.




    Μεγάλωνε και θέριευε καθώς τα παιδιά κατά εκατοντάδες τώρα μαζεύονταν. Το ένα πάνω στο άλλο, χεράκια μπερδεμένα, ποδαράκια όπου κενό υπήρχε, σαν να ‘θελαν να προστατέψουν την Μητέρα, από το φως, απ’ τον αέρα, από τον κακόβουλο τον κόσμο. Τα μαλλιά τους, λιμνούλες μαγικές που τον θησαυρό τους έκρυβαν, οι ανάσες τους, άρωμα που στην γη του πόνου βυθιζόταν.

    Ασταμάτητος αχός από βήματα που στο σάρκινο βουνό πλησίαζε, σκαρφάλωνε, έβρισκε ένα μέρος να σταθεί, ξάπλωνε και ταίριαζε σαν πετραδάκι από πάντα δικό του να ‘ταν. Το βουνό θέριευε και ψηλά το ανάστημα του σήκωνε. Ένας ναός φόρος τιμής, μέσα στην λαίλαπα που θέριζε χιλιάδες ψυχές.

    Μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα, ο Κυνηγός έπιασε τον λευκό μανδύα του και τον πέταξε ψηλά. Η ταχύτητα του δεν μειωνόταν, αλλά αυτό το μόνο αλλόκοτο δεν ήταν. Καθώς προς τα πάνω, σαν πουλί που βουτάει προς τον ουρανό ανέβαινε, έκταση κυρίευε και με ταχύ ρυθμό μεγάλωνε…

    Ο Πόθος κοιτούσε τα παιδιά που συνέχιζαν, να σκεπάζουν το ένα το άλλο. Άγαλμα, με μάτια ομιχλώδη, θεός καρφωμένος στο τέλος που αυτός προκάλεσε. Δεν δείχνει να προσέχει, τον λευκό μανδύα που τον ουρανό καταπίνει, μα μήτε τις πολλές μικρές οντότητες, που μέσα του πλέουν με ένα μόνο στόχο.




    Ένα δάκρυ στο μάγουλο του κυλάει. Το δέρμα του διψασμένο αλλά αυτό ανίκανο να το ποτίσει. Φτάνει στην άκρη και πέφτει στο έδαφος. Μέσα από τις πληγές της γης χάνεται, αλλά πουθενά δεν απορροφιέται. Απλά βυθίζεται προς την καρδιά του κόσμου, εκεί που τα δάκρυα των θεών μαζεύονται και στην πλάση, την θεϊκή ψυχή τους προσφέρουν.

    Ο μανδύας σταματάει να ανεβαίνει, όταν πια το πεδίο της μάχης ολάκερο καλύπτει. Τότε αρχίζει να πέφτει. Απαλά γλιστράει προς το έδαφος και από τον αέρα καμία αντίσταση δεν συναντά.

    Τα παιδιά έχουν πια ολοκληρώσει το έργο τους και ο Πόθος νιώθει την γη να ριγεί. Εκατόν εβδομήντα χιλιάδες παιδικές πνοές χαρίζονται για τελευταία φορά σε αυτό το χώμα και ξαφνικά ο αδιαφανής μανδύας, σαν ένα τεράστιο πέπλο σκεπάζει τα πάντα…



    …και τα μεταμορφώνει σε αγάλματα. Μάρμαρο που παγώνει την ροή της ύλης στην στάση που τα συναντά, ο μανδύας.

    Δέντρα πληγωμένα, μνημεία γονατισμένα, ένας άνδρας την στιγμή που κατεβάζει το σπαθί στο κεφάλι ενός τερατόμορφου ερπετού, ένα άλογο με το στόμα του ορθάνοιχτο λίγο πριν η κραυγή αγωνίας του, ξεπηδήσει από το λαρύγγι του, πλάσματα χιλιάδες, μαρμαρωμένα έχοντας απαθανατισμένη και την τελευταία λεπτομέρεια, στο έργο ενός θεού γλύπτη.

    Εκτός από δύο. Τον Κυνηγό και τον Πόθο, να στέκονται αντίκρυ. Ο Πόθος μην έχοντας ακόμα προλάβει να γυρίσει ολόκληρος προς τον Κυνηγό που περιμένει λίγα μέτρα πιο πίσω.

    Ο Πόθος με το βλέμμα του καταπίνει την εικόνα γύρω του.

    -Δεν νομίζω ότι έχει πια νόημα σκύλε να διατηρώ την μορφή μου και προφανώς ούτε κι εσύ, πριν τα λόγια του προλάβουν να σώσουν, η φιγούρα του Πόθου χάνεται και σκούρα καστανή ομίχλη γίνεται. Μόρια που πλέουν στο κενό και ελάχιστα δικά μου γαντζωμένα στα θεριά δικά του.

    -Ναι δεν νομίζω ότι χρειάζεται πια, κίτρινη χρυσή λιμνούλα από μηδενικά ανέμου, η δική του ύπαρξη.

    Λευκή η γη που τα χρώματα έχει απολέσει, δείχνει να μην διαφθείρεται από τα χρώματα της ύπαρξης των δύο αντιπάλων. Φωνές δεν ταράζουν του ήχου το σεντόνι, μα τις λέξεις σχεδόν τις βλέπω και τις ζυγίζω μία προς μία.




    Το δικό μου χρώμα διάφανο ανύπαρκτο σε σύγκριση με την πυκνότητα του Πόθου που θέλω να προσβάλλω, με καλύπτει, ίσως αντιληπτός να του είμαι και απλά να με αγνοεί. Όπως και να έχει όμως εγώ ακούω και αναζητώ.

    -Λοιπόν; Τώρα τι ζητάς; Τι περισσότερο, από τις λειψές φορές δείχνεις να κατέχεις; Ειρωνικά προκλητικός, αλλά με κύματα ώριμα που ανέμελα κι ανόητα δεν μοιάζουν, ο Πόθος τα χρώματα του, σαν πόρνη ξεδιπλώνει.

    -Τίποτα καινούριο, τίποτα πιότερο που την τύχη σου να δείχνει να κερδίζει. Μα να χάσω και τίποτα δεν έχω των Θεών ευνοούμενε, ο Κυνηγός με τα κίτρινα νερά του σε πειθαρχημένη έκταση.

    -Αν με λόγια νιώθεις πως το σκήπτρο μου θα αδράξεις και τα όνειρα θεών και ανθρώπων με αυτό το πάθος θωρείς ότι θα διαφεντεύεις, τότε θαρρώ πως το χρόνο τούτο άδικα στον χάρισα.




    Το καφέ του δέντρου, αυτό της γης νομίζω ότι συνέχεια σκόπιμα ο Πόθος ανακατεύει και στο απάντημα των δύο, ρεύμα αδυναμίας νιώθω και ελπίζω.

    -Το ίδιο παιχνίδι και έπαθλο οι ίδιοι. Γυναίκα, άνδρας και παιδί…, κίτρινο που ξεθωριάζει καθώς δύναμη μαζεύει για να τολμήσει. Ο Πόθος δεν δείχνει βιασύνη να μιλήσει, ράθυμα τίποτα δεν περιμένει να τον ξαφνιάσει.

    …μα οι κριτές τρεις θα ‘ναι τώρα και όχι μόνο ένας, το κίτρινο συσπειρώνεται και γεμίζει, το καστανό σκουραίνει κάτι νέο σαν μοιάζει να προσμένει. Εκεί ανάμεσα σε δύο μόρια ο δεσμός χαλαρώνει κι ο αέρας τρεμουλιάζει.

    -Τρεις Θεούς. Την Αθηνά, για των ανθρώπων το αρσενικό, τον Απόλλωνα για το παιδί και για τη γυναίκα…, ρυτίδες σχηματίζονται και ένας από εμένα ψάχνει θάρρος να πηδήσει.

    -…την Αφροδίτη θέλω!, το χρυσό του Κυνηγού γεμίζει εκτυφλωτικά με μια λάμψη μεγαλοπρέπειας και το καστανό του Πόθου για ελάχιστα του χρόνου σταγονίδια, δείχνει να κιοτεύει. Είναι αρκετό, ένα από τα κομμάτια μου κάνει το άλμα και χάνεται από της αντίληψης του κόσμου το πεδίο, περνώντας μέσα από το άνοιγμα που σχηματίζεται στου Πόθου τα βαθιά νερά…



    Σκοτεινός βυθός και εγώ μέσω του κλώνου μου κολυμπώ, ψάχνοντας την επιφάνεια να βρω. Δεν ακουμπώ άμμο, αλλά κάτι που μου μοιάζει με οργανικό δάπεδο. Δεν έχω προσανατολισμό, δεν θα μου φαινόταν παράξενο αν ο βυθός ήταν το ταβάνι και εγώ ανάποδα να πλέω βρισκόμουν, σε ένα μέρος που η βαρύτητα υπάρχει σαν απόηχος της ανθρώπινης αντίληψης μου.




    Τα χέρια μου σχισμές ανακαλύπτουν και τραβώντας το σώμα μου προχωρώ προς αυτό, που εμπρός θα με βόλευε να πω.

    Δεν νιώθω πανικό αλλά μια αλλόκοτη ηρεμία που όσο ο χρόνος κυλά, αυτή δυναμώνει.




    Αναπνέω, άλλο ένα στοιχείο που η λογική επιμένει να αγνοεί καθώς παραδίδεται σε μια γλυκιά θαλπωρή. Οι σχισμές πληθαίνουν και συνοδεύονται από κάποιες ανωμαλίες. Η προσοχή μου βρίσκει χέρι να πιαστεί και λόγο να συνεχίσει. Έτσι όταν με συναντά το πρώτο σκαλί, βρίσκομαι σε εγρήγορση και στο δεύτερο αποστασιοποιημένος από το λήθαργο. Τα υπόλοιπα με βρίσκουν να σκαρφαλώνω προς την έξοδο που θαμπά ορίζεται, από ίχνη γαλάζιου φωτός.

    Τα δάχτυλα μου ελαφρά βουλιάζουν καθώς η αντίσταση του εδάφους ελαστική είναι. Αργά και προσεκτικά για το λόγο αυτό, βγαίνω από το παράξενο υγρό σε ένα σφαιρικό δωμάτιο και όρθιος σηκώνομαι.




    Στην αρχή μου δίνει την εντύπωση σπηλιάς βλέποντας τους σταλακτίτες από άνω μέρος του να κρέμονται. Προσέχω όμως τον παλμό στους τοίχους που το κάνουν ζωντανό να είναι, σαν μια μεγάλη μπάλα που ανασαίνει και ξαναθυμάμαι που βρίσκομαι. Σ’ ένα από τα κρυφά δωμάτια στα ενδότερα της ψυχής του Πόθου…



    Πίσω στον έξω κόσμο, δύο έγχρωμες κι αέρινες λιμνούλες περιμένουν το κάλεσμα τους ανταπόκριση να βρει. Κίτρινη χρυσή με πειθαρχία απλωμένη και μελί σκοτάδι η άλλη που ο άνεμος ν’ αγγίζει αποφεύγει.

    Τα δευτερόλεπτα, αν χρόνος σε αυτό το μέρος νόημα ύπαρξης είχε, θα κυλούσαν δύστροπα δίχως τίποτα να τάραζε την πεισμωμένη αταξία τους, παρά μόνο τα χρώματα που να περιμένουν για πάντα δείχνουν. Ακόμα και όταν ο λευκός ουρανός ανεπαίσθητα χρώμα ν’ αλλάζει δείχνει, αυτά ατάραχα τον πρώτο Θεό στο κάλεσμα τους να απαντήσει, περιμένουν…

    Σε ένα κόσμο άλλο, καλά κρυμμένο στην απεραντοσύνη τούτου, ένας από εμένα κοιτάει το ταβάνι απορημένος. Σταγόνες οριακά να κρέμονται και έτοιμες να πέσουν μοιάζουν, αλλά καμία το χατίρι δε μου κάνει.




    Σηκώνω το χέρι και να τις αγγίξω προσπαθώ, όμως λίγο πριν τις ακουμπήσω αυτές τραβιούνται ψηλά και μακριά σαν τρομοκρατημένες υπάρξεις. Η βούληση τους είναι προφανής και η καρδιά μου χτυπάει δυνατά καθώς νιώθω ότι πλησιάζω σε κάτι που με φοβάται.

    Τραβώ το χέρι μου και αυτές αναθαρραμένες κατεβαίνουν μέχρι την άκρη ξανά. Απότομα πηδώ, ξαφνιασμένες να τις πιάσω, αλλά και πάλι αστοχώ, για μένα γρήγορες πολύ φαντάζουν.




    Απογοητευμένος κάθομαι κάτω οκλαδόν και προσπαθώ να βρω μια λύση. Πέρα από εμένα αντικείμενο κανένα άλλο, μέσα στο δωμάτιο δεν υπάρχει. Αφήνω με ήχο έναν βασανισμένο ξεφύσημα να φύγει από το στόμα μου. Μία νότα μικρή ακούγεται, σα λεπτή φωνούλα. Σηκώνω το κεφάλι μου και όπως το στόμα μου ακόμα ανοιχτό χάσκει, η πρώτη σταγόνα μέσα πέφτει…

    …η γεύση της ζωντανή και φουσκωμένη. Ήχοι που εισχωρούν από τους γευστικούς μου πόρους ταξιδεύουν στο μυαλό μου και ανατινάζονται σε χρώματα…




    (-Και ο πόλεμος George;





    -The War of morals is end.


    -Πως;


    O or well πήρε καλαμπόκι και τα περιστέρια τάισε…)

     
  5. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the Bottle 9th

    “Το Κ άστρο” (Day 18th)

    Breaking the mirror 7th

    “Στην καρδιά του άστρου”



    "The Fake Doll"

    Ένα δωμάτιο φοιτητικό. Κρεβάτι μικρό, χρώματα γαλάζια, απαλά, κεριά πράσινα αναμμένα. Στο πάτωμα χαλάκια που μόνο χέρι κοριτσιού θα μπορούσε να απλώσει. Στο δωμάτιο μόνο οι λυγμοί μου κάνουν συντροφιά. Λυγμοί πνιγμένοι και το φως των κεριών που τρεμοπαίζουν φοβισμένα.

    Υπάρχουν δύο πόρτες. Η μία οδηγεί στον διάδρομο, έξω από το δωμάτιο και η άλλη στο μικρό μπάνιο, το φτωχό. Για ένα πνεύμα σαν εμένα δεν είναι δύσκολο να περάσω μέσα από την κλειστή του μπάνιου.


    Συναντώ τον Πόθο, σ’ ένα χώρο τεσσάρων περίπου τετραγωνικών και ένα κορίτσι γονατισμένο σε άθλια κατάσταση. Με πιάνει πανικός και ανεβαίνω ψηλά, πάνω από τα κεφάλια που δεν με αντιλαμβάνονται.

    -Κυυυύυυυριεεεεε μου, σας παρακαλώ όχι πάλι, σας παρακαλώ, φοβάμαι… φωνούλα διαλυμένη, πορσελάνη ραγισμένη. Ο Πόθος πατάει με το πόδι του πάνω στην πλάτη του κοριτσιού. Φοράει μπότες, άγριες και στο δέρμα του κοριτσιού ματωμένες αμυχές. Γράφουν τραγούδια, της trap αγρίμια τα πεζά.

    -Άλλη μια φορά κρινούλα, θα μετρήσεις φορές εφτά και μετά θα σηκώσεις το κεφάλι, είναι θυμωμένος! Μία φωνή γεμάτη με καρφιά πυρωμένα και τεράστια. Το κορίτσι κινδυνεύει ή έχει κινδυνεύσει, ανάμνηση παλιά ή της φωνής του μέλλοντος άπαιχτη χροιά;

    Το κορίτσι κουνάει το κεφάλι συγκαταβατικά και τότε βλέπω τον πλημμυρισμένο καμπινέ. Κάτι έχει φράξει την δίοδο. Δε μπορώ να δω, το υγρό είναι σκουρόχρωμο.

    Σκύβει το κεφάλι του και λίγο πριν την επιφάνεια του υγρού αγγίξει, κάτι κινείται μέσα του. Θεέ μου σκύλε Δανικέ!!!

    Το κεφάλι της Κρινούλας χάνεται κάτω από το υγρό και συναντά αυτό που βρίσκεται στα υπόγεια μουγκό…

    Ο Πόθος πλησιάζει στην λεκάνη. Στα χέρια του ένα μικρό σφυράκι. Σκύβει, κάθεται δίπλα από το κορίτσι και με το αριστερό του χέρι πιάνει το χέρι της που από την πίεση έχουν σχηματιστεί άσπρες κηλίδες στις αρθρώσεις. Οι κηλίδες ζώα μυστικά, του φανταστικού μωρά.

    Αφήνει τα δάχτυλα του να γλιστρήσουν πάνω στα δικά της. Κίνηση λατρείας; Δήλωση παρουσίας; Αίσθηση μέσω του δέρματος; Δεν προλαβαίνω να αντιληφθώ.

    Με μια κίνηση απότομη, το σφυρί χτυπά πάνω στα πλαϊνά τοιχώματα της πορσελάνης!

    Ένας θόρυβος οξύς. Καμπάνα γεμάτη με νερό. Δίχως αντίλαλο, αλλά όχι δίχως κύμα αντιδράσεων. Κάτι στιβαρό και νευρικό, μέσα στο σκοτεινό νερό, τινάζεται και χτυπιέται στα λιγοστό χώρο που μοιάζει να έχει παγιδευτεί.

    Το άμοιρο κορίτσι σφίγγεται, τεντώνεται, τρέμει και φοβάται και στο δέρμα της χάρτες ανάγλυφοι σχηματίζονται. Σύνορα που αλλάζουν, οι συνειδήσεις αργούν. Μύες που δηλώνουν την θέλησή της. Όχι την θέληση της απόδρασης από το σκληρό βασανιστήριο, αλλά της παραμονής εκεί, όπως τόσο τρυφερά είχε πριν υποσχεθεί.

    Δεύτερο χτύπημα. Ήχος ίδιος, αλλά όχι και η μελωδία των κυμάτων που προκαλεί. Η λεκάνη αντηχεί τις φρενιασμένες κινήσεις φυγής. Μανία από οργή, που του φράζουν τις εξόδους; Τρόμος ή χορός, πάντως σίγουρα, από το κορίτσι που πειθαρχημένα στέκεται με το κεφάλι βυθισμένο στο νερό, δεν προέρχονται. Το ελεύθερο χέρι του Πόθου, στην άκρη του εύθραυστου σβέρκου της ξαπλώνει. Λίγο πριν το νερό αγγίξει.

    Τρίτο χτύπημα. Τώρα πιο δυνατά. Τα πόδια της Κρινούλας τινάζονται. Φαντάζομαι κάτι αποτρόπαια τερατώδες, να της ξεσκίζει το πρόσωπο στης προσπάθεια του να ξεφύγει.

    Την μόνη πράξη ελέους που διακρίνω, είναι η ενοχή της παραμονής μου στη σκηνή. Δεν πρέπει να δειλιάσω. Σκοπός υπάρχει και είναι ιερός. Ή μήπως του υπό συνειδητά, βρώμικος κι ανίερος;

    Χτύπημα τέταρτο, με νεύρο. Μια ρωγμή ακόμη, στη πορσελάνη. Η μανία του ζώου που τυραννιέται, μοιάζει να έχει μεταφερθεί στον Πόθο. Το χέρι, που το σφυρί του δεν βαστά, την πλάτη της οργώνει.

    Θέλει να αφουγκραστεί τους χτύπους της καρδιάς της. Να συναντήσει το υγρό της υπόστρωμα. Αυλάκια κόκκινα πίσω του αφήνει, αυλάκια βαθιά που γρήγορα γεμίζουν. Φεγγάρια κόκκινα, τα ταγάρια παίρνουν, νερώνουν το κρασί και με πετσέτες Ροζ, στο δρόμο τα γράμματα κρυφά σκουπίζουν.

    Πέμπτη φορά, σαν να καλεί για πυρκαγιά! Ο θόρυβος που πηγάζει από τα ενδότερα δεν κοπάζει. Ούτε οι συσπάσεις στο σώμα του κοριτσιού. Οργασμικά κύματα, που το ένα ακολουθεί το άλλο, πριν το προηγούμενο προλάβει να σωπάσει. Ρωγμή τεράστια, στο φλοιό της γης φωνάζει.

    Φορά έκτη. Κάτι ακούγεται, κάτι κλαίει, κάτι στη ψυχή ραγίζει. Μοιάζει με τα λογικά του κοριτσιού, αλλά το νερό που τινάζεται από το ρήγμα μου χαρίζει την ελπίδα. Το χέρι του Πόθου, σταματάει στην οπίσθια οπή της Κρινούλας. Με κίνηση της βίας κόρη αλλά αντίσταση μικρή, δύο δάχτυλα χοντρά και μακριά χάνονται βιαστικά στο μέσα της.



    Μια εικόνα που αφύσικα με ταράζει, σαν κάποιο νόημα κρυφό από κάτω της να κρύβεται . Το χέρι που με βία το σφυρί κρατά, απομακρύνεται από την λεκάνη. Από το άλλο χέρι, άλλα δύο δάχτυλα πηγαίνουν να συναντήσουν τα πρώτα. Το χέρι, που τον ήχο πλάθει, κινείται γρήγορα. Ο αντίχειρας του άλλου όμως το προλαβαίνει και χάνεται κι αυτός, ελάχιστα πριν το μέταλλο το παραδομένο υλικό συναντήσει.

    Χτύπημα έβδομο, της Τροίας τελευταίο και το κορίτσι με τα χέρια σπρώχνει και το κεφάλι της έξω από την φυλακή του βγάζει. Αν είχα καρδιά θα σταματούσε από τον τρόμο που περίμενα να συναντήσω, όμως καθώς το χέρι του Πόθου βυθίζεται από πίσω της μέχρι τον καρπό…

    …ένα άλλο Χέρι στο στόμα της Κρινούλας έχει τα δάχτυλα του βυθίσει. Ένα χέρι δίχως αφέντη, μητέρα κι Αρετή, που ο αγκώνας του μέσα στην τουαλέτα έχει χαθεί, υγρό με τα σημάδια της μακράς παραμονής του μέσα στο νερό, να το κάνουν ακόμα πιο αφύσικο να μοιάζει.

    Τραβιέται έξω από το στόμα της Κρινούλας λες και ανάσα θέλει να πάρει. Δείκτης που κοιτάει προς εμένα σα να βλέπει. Χώνομαι βαθύτερα μέσα στις σκιές. Επιστρέφει στο πρόσωπο της και την παρατηρεί με περιέργεια. Τα χείλια της κόκκινα, γεμάτα.

    Προκλητικά από την φύση τους, από την ηδονή που απορρέει από το χέρι του Πόθου, από την ικεσία στα μάτια που γλαρωμένα ζητούν συνέχεια.

    Το Χέρι αγγίζει τρυφερά με τα δάχτυλα , του Πόθου ψάχνει τους κρυμμένους θησαυρούς στην ανήλιαγη τη σάλα. Το κορίτσι την πύλη του λόγου ανοίγει στους πέντε κλέφτες. Ο Αλή μπαμπά απών. Χαλούμι του Σεβάχ.

    Στέκονται μπροστά όχι με την επιφύλαξη να νοτίζει τους τένοντες , ούτε με την λατρεία να φουσκώνει την ιερότητα του χώρου, αλλά από καθαρό σαδισμό καθώς το κορίτσι ψιθυρίζει σιωπηρά…

    -Σας παρακαλώ, γεμίστε τα κενά μου, άδεια δε θέλω πια να είμαι…

    Ο Πόθος νιώθει την ικεσία της και τραβιέται προσεκτικά προς τα έξω. Δύο χέρια και τα δυο υγρά τώρα, που παραμονεύουν στις πρόθυμες εισόδους.

    -Σας παρακαλώ, σάρκα να νιώθει ηδονή, μόνο αυτό θέλω να ‘μαι…

    -Το όνομα σου μικρή μου; Το δωμάτιο βασανίζεται από την απειλή που στάζει από τις λέξεις Του .

    -Αφροδίτη Κύριε μου, σας παρακαλώ, η καρδιά μου δεν αντέχει άλλο το κενό…


    Ο Πόθος σηκώνεται και κοιτάει το Χέρι. Ένα νεύμα και αυτό υποχωρεί προς τα κάτω. Σαν φίδι χοντρό, που πίσω στην φωλιά του γυρίζει με το βλέμμα καρφωμένο σε αυτόν που φοβάται, χάνεται. Στο πρόσωπο του κοριτσιού τρέμουλο απελπισίας γεννιέται.

    -Κύριε μου…, άγαλμα από πορσελάνη που από την βροχή σκουριάζει. Θα καταρρεύσει.

    -Δεν είσαι η Αφροδίτη που αναζητώ, το κεφάλι της αγγίζει και το κορίτσι σβήνει. Θάνατος που απλόχερα προσφέρεται, όμως γιατί;

    Η εικόνα σβήνει και πίσω στο δωμάτιο με τις σταγόνες μνήμες επιστρέφω…

    …και η μουσική με αγκαλιάζει με αγάπη. Τραγουδούν σαν παιδιά ευτυχισμένες. Σταγόνες απόσταγμα φυλαγμένων στίχων. Μνήμες που επιμελώς ο Πόθος τις έκρυψε, στο πιο σκοτεινό ίσως σημείο του μυαλού του.


    Αφήνομαι στον ήχο τους προσπαθώντας να καταλάβω το γιατί. Τι να θέλει να κρύψει ένα πλάσμα που δεν είναι ούτε Θεός, αλλά ούτε και άνθρωπος και τους στοιχειώνει αμφότερα μ’ ένα δυϊκό του άγγιγμα;

    Στο δωμάτιο μυρίζει μια φρεσκοπλασμένη διακριτική δυσφορία. Το τραγούδι τους σταμάτησε.


    Κοιτώ ψηλά και βλέπω το χρώμα τους ανυπόμονο. Χαμογελώ…

    -Εντάξει μικρές μου, είμαι έτοιμος για την επόμενη, ανοίγω το στόμα μου δείχνοντας σε αυτή που κρέμεται από πάνω μου, το δρόμο της φυγής.

    Τρέμει από χαρά, φουσκώνει, βαραίνει, πέφτει μέσα μου και στη δική της διαδρομή με πάει…


    (-Θέλω κι άλλο, θέ ω κι α ο, σας α α α λώ. Τα φωνήεντα τον μαέστρο ικετεύουν…

    - Φωνάξτε δυνατά, ακόμα πιο δυνατά, ουρλιάξτε και ίσως η συνέχεια ρθει.

    Ο θόρυβος είναι του υπό και του υπέρ κριτής και στις δονήσεις κρύβει…)