Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Resurrection, ή Όσα έφερε το κύμα

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 19 Ιουνίου 2023.

  1. iDontKnow

    iDontKnow Regular Member

    Ω μα γκοτ, μας κατέστρεψες!    
     
  2. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    ???
     
  3. iDontKnow

    iDontKnow Regular Member

    Είμαι στο γραφείο και έχω πλαντάξει στο κλάμα με τον Σίμπα!
     
  4. skia

    skia Contributor

    Ε, τουλάχιστον μάθαμε και τι κάνει η Φοίβη με τον Ανδρέα. Όλα καλά.
     
  5. antreas Armatas

    antreas Armatas Regular Member

    Βρε μάθαμε τι κάνεις ο συνονόματος και η Φοίβη.
    Αλλά έχουμε ένα μεγάλο κενο στην διαδρομή τους ως εδώ .
    Που ελπίζω να μας διαφωτίσει ο συνγραφεας .
    Φοβερή πένα .
    Κάλλιστα θα μπορούσε να ήταν βιβλίο .
    Η βιβλία.
    Ευγε
     
  6. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 12ο - The Menagerie

    Ομολογώ πως είχα περισσότερα πράγματα κατά νου όταν κάλεσα σε δείπνο Φοίβη και Ανδρέα, ωστόσο αυτό χρειαζόταν και μια άλφα προετοιμασία όσον αφορούσε την Αναστασία, οπότε εφόσον συμφωνούσαν και τα παιδιά, θα τους καλούσαμε για φαγητό Παρασκευή βράδυ ωστόσο, πριν, και μέσα στην εβδομάδα, θα βγαίναμε για ένα ποτό στο χαλαρό. Είχα μόνο το τηλέφωνο της Φοίβης, οπότε της έστειλα ένα μήνυμα πριν την πάρω τηλέφωνο.

    «Καλημέρα, μπορώ να σε καλέσω ή θα ενοχλήσω;»

    Αντί να μου απαντήσει με μήνυμα με πήρε κατευθείαν τηλέφωνο.

    - «Καλημέρα! Νομίζω ότι απαντήθηκε η ερώτησή σου!»
    - «Χαχα, καλημέρα. Τι κάνετε;»
    - «Καλά είμαστε, ο Ανδρέας έχει πάει στο πατρικό του και εγώ ετοιμάζομαι να ανέβω πάνω, στο στρατηγούκο». Κατάλαβα ότι εννοούσε τον πατέρα της, μας είχε πει χθες ότι ήταν κόρη στρατιωτικού. «Εσείς τι κάνετε;»
    - «Καλά είμαστε κι εμείς, η Αναστασία είναι σπίτι της κι εγώ ετοιμάζομαι να βγάλω το τερατάκι μου βόλτα.»
    - «Αααχ… θα με πάρουν τα ζουμιά πάλι και να δω τι θα καταλάβεις!»
    - «Όχι, μη σε πάρουν τα ζουμιά, εγώ βασικά σας πήρα για να κανονίσουμε. Τι θα λέγατε να πάμε για ένα ποτάκι μεσοβδόμαδα και την Παρασκευή να σας κάνουμε το τραπέζι;»
    - «Θα το συζητήσω και με τον Ανδρέα αλλά πολύ ευχαρίστως. Ποια μέρα λες;»
    - «Έλεγα για Τετάρτη αλλά όποια μέρα σας βολεύει, δεν ξέρω το πρόγραμμά σας!»
    - «Τα πρωινά μας είναι γεμάτα, άλλωστε δεν ήρθαμε Αθήνα αποκλειστικά για τουρισμό. Από το απόγευμα και μετά ωστόσο είμαστε ελεύθεροι. Η Τετάρτη είναι μια χαρά ωστόσο θα πρέπει να το επιβεβαιώσω και με τον Ανδρέα»
    - «Φυσικά, εννοείται.»
    - «Ωραία, ωραία!»
    - «Λοιπόν, θα σε αφήσω τώρα και όταν το επιβεβαιώσεις με τον Ανδρέα μιλάμε για να κανονίσουμε το μέρος. Δε μου λες, ακούτε ροκ;»
    - «Αν ακούμε λέει; Ο Ανδρέας παίζει και ηλεκτρική κιθάρα»
    - «Τότε θα το λατρέψετε το μέρος που έχω στο μυαλό μου, είναι ένα υπέροχο ροκ-μπαρ στα Βριλήσσια…»
    - «Πες μου ότι εννοείς την Κρύπτη!!!!»
    - «Χαχαχα, ναι, την Κρύπτη εννοώ. Την ξέρετε;»
    - «Αν την ξέρουμε λέει; Είναι το αγαπημένο μας στέκι όταν ερχόμαστε Αθήνα.»
    - «Σοβαρά μιλάς; Κι εγώ πήγαινα πολύ συχνά με τη συγχωρεμένη, κοίτα να δεις που μπορεί να είχαμε συναντηθεί χωρίς να το ξέρουμε!»
    - «Είναι μικρός ο κόσμος!».

    Εμένα μου λες, ακόμα θυμάμαι το ντουβρουτζά που έπαθα όταν έπεσα πάνω στο Μιλτιάδη.

    - «Ναι, είναι. Λοιπόν, χάρηκα που τα είπαμε, θα σε αφήσω τώρα να πας εσύ στο στρατηγούκο, να πάω κι εγώ τον αρκούδο βόλτα.»
    - «Θες να πας εσύ στον στραγηγούκο να έρθω να παίξω εγώ με το Ράντι;»
    - «Αν και είμαι σίγουρος ότι ο Ράντι θα το εκτιμήσει, δεν είμαι σίγουρος ότι θα το εκτιμήσει ο στρατηγούκος! Πάντως αν θέλετε ξανά αρκούδα, μπορώ να ρωτήσω το φίλη μου που μου τον έδωσε, ο Ράντι δεν είναι καθαρόαιμος καυκάσιος, είναι διασταύρωση με ελληνικό ποιμενικό αλλά πριν κανένα μήνα μου είπε ότι θέλει να διασταυρώσει ξανά την Τρίσια αλλά αυτή τη φορά με καθαρόαιμο Καυκάσιο, οπότε εφόσον το θέλετε κι εσείς μπορώ να της πω να σας έχει υπόψη της.»
    - «Μιλάς σοβαρά;»
    - «Βρε Φοίβη θα έκανα πλάκα με τέτοιο πράγμα;»
    - «Θα μιλήσω με τον Ανδρέα και θα σου πω. Πω-πω φωτιές που μου άναψες, πω-πω φωτιές που μου άναψες!»
    - «Επειδή η Κλέλια θα με ρωτήσει, κήπο έχετε;»
    - «Κήπο; Μονοκατοικία σε οικόπεδο πέντε στρεμμάτων έχουμε! Αχ φωτιές που μ’ άναψες!»
    - «Χαχαχα, ηρέμισε βρε!»
    - «Ναι, για να ηρεμίσω είμαι εγώ τώρα! Ουφ ουφ!»
    - «Ωραία, μίλα και γι’ αυτό με τον Ανδρέα και πες μου. Εγώ πάντως θα πάρω αμέσως τηλέφωνο την Κλέλια και θα σου πω, άλλωστε δεν ξέρω καν αν την έχει διασταυρώσει ή πότε θα το κάνει!»
    - «Όχι όχι… μην τον βάλω στην πρίζα χωρίς λόγο, ρώτα την φίλη σου και πάρε με να μου πεις.»
    - «Εντάξει, όταν έχω νεότερα θα σε καλέσω»

    Εκεί κλείσαμε οπότε μιας και την είχα βάλει στην πρίζα πήρα τηλέφωνο την Κλέλια.

    - «Καλημέρα!»
    - «Καλημέρα Αντώνη, τι κάνεις; Τι κάνει ο Ράντι;»
    - «Μια χαρά είναι, τώρα δα ετοιμαζόμαστε για να τον βγάλω έξω. Να σου πω, θα την διασταυρώσεις τελικά την Τρίσια με άλλο Καυκάσιο;»
    - «Μη μου πεις ότι θέλεις και δεύτερο σκύλο! Τη διασταύρωσα ήδη και ο ευτυχισμένος μπαμπάς είναι 110 κιλά, βάλε ότι η Τρίσια είναι κι αυτή 95 οπότε να σε δω που θα κοιμάσαι!»
    - «Χαχαχα, όχι όχι, δεν το θέλω για μένα, απλά ένα φιλικό ζευγάρι που είχαν και αυτοί Καυκάσιο και πιθανώς να ενδιαφέρονται.»
    - «Έχουν κήπο;»
    - «Χαχαχα, το ήξερα ότι θα το ρωτήσεις οπότε φρόντισα να το μάθω. Ζούνε στην Κρήτη, σε μονοκατοικία σε ένα κτήμα πέντε στρεμμάτων. Είναι καθηγητές και οι δυο τους στο πανεπιστήμιο.»
    - «Οκ, σε παρακαλώ μάθε αν ενδιαφέρονται πραγματικά γιατί έχω κάμποσους ενδιαφερόμενους και ο ιδιοκτήτης του Μπαρτ έχει ζητήσει δύο και η αδερφή μου άλλο ένα.»
    - «Θα το επιβεβαιώσω και θα σου πω.»
    - «Ξέρεις ότι δεν το κάνω για χρήματα οπότε θέλω να είμαι βέβαιη ότι θα πέσουν σε καλά χέρια»
    - «Βρε έβαλε τα κλάματα όταν είδε φωτογραφία του Ράντι, φαντάσου ότι τον Καυκάσιο που είχαν, δεν τον είχαν πάρει αυτοί, τον είχε η σπιτονοικοκυρά της κοπέλας αλλά ουσιαστικά εκείνη έγινε το αφεντικό του. Όταν μετακόμισαν -μετά το γάμο τους- τον πήραν μαζί τους, μαζί με τα τρία γατάκια που είχαν επίσης υιοθετήσει και φρόντιζαν.»
    - «Εντάξει, σε παρακαλώ μάθε τις προθέσεις τους το συντομότερο δυνατό.»
    - «Θα στο πω το αργότερο εντός της εβδομάδας, εντάξει;»
    - «Εντάξει, η Τρίσια είναι στην 3η εβδομάδα της και έτσι και αλλιώς ακόμα και όταν γεννήσει θα πρέπει να περιμένουν να απογαλακτιστούν τα κουτάβια. Ωστόσο είναι first come, first serve, οπότε αν θέλουν να επιλέξουν κάποιο θα πρέπει να το κάνουν πριν διαλέξουν όλοι οι υπόλοιποι και αυτό αφορά και το φύλο»
    - «Εντάξει, θα τους το μεταφέρω. Κατά τα άλλα εσύ είσαι καλά; Ο Θωμάς, οι κόρες;»
    - «Όλοι μια χαρά, ρε συ πάρε μια μέρα το Ράντι και ελάτε από εδώ να τον δούμε, να δει και τη μαμά του!»
    - «Αμέ, θα το κανονίσουμε. Λοιπόν, σε φιλώ!»
    - «Στο καλό!» μου είπε και κλείσαμε. Πήρα στο καπάκι τηλέφωνο τη Φοίβη.
    - «Σου έχω καλά νέα, η μαμά του Ράντι είναι στην τρίτη της εβδομάδα και την διασταύρωσαν με Καυκάσιο.»
    - «Θαυμάσια!»
    - «Ναι, έχε υπόψη σου ότι η μαμά είναι περίπου σα τον Ράντι και ο μπαμπάς ακόμα μεγαλύτερος. Ο Ράντι είναι 102 κιλά και η Κλέλια μου είπε πως ο αρσενικός με τον οποία διασταύρωσε την Τρίσια είναι 110 κιλά, οπότε θα βγουν τερατάκια!»
    - «Όταν γνώρισα το Σίμπα ήταν 113 κιλά και τελικά έφτασε τα 127, ο κτηνίατρος μου είπε ότι δεν είχε δει μεγαλύτερο καυκάσιο στη ζωή του, ήταν μεγαλύτερος και από τους δυο του γονείς.»
    - «Ο χριστός και η παναγία!»
    - «Αμέ, τι νόμιζες;»
    - «Ωραία, συζήτησέ το με τον Ανδρέα γιατί υπάρχουν πολλοί ενδιαφερόμενο και τρία ήδη έχουν βρει γονείς. Επίσης, αν τελικά το αποφασίσετε, έχε υπόψη σου ότι θα πρέπει να περιμένετε και 40-45 μέρες αφού γεννηθούν, μέχρι να απογαλακτιστούν και πρέπει να διαλέξετε από νωρίς, ακόμα και από φωτογραφία, είναι first come, first serve και αυτό αφορά και το φύλο»
    - «Θα προτιμούσα αρσενικό να σου πω την αλήθεια. Δε μου λες, τον Ράντι εσύ τον είχες διαλέξει;»
    - «Ναι, εγώ!»
    - «Άρα κόβει το μάτι σου. Διάλεξε εσύ κάποιο κατά προτίμηση αρσενικό»
    - «Χαχαχα, εντάξει. Δε μου λες, έχεις κάποια προτίμηση στο χρώμα; Ο Σίμπα τι χρώμα είχε;»
    - «Μαύρος με λίγο άσπρο κάτω από το λαιμό και στα πόδια αλλά πραγματικά δε με ενδιαφέρει ιδιαίτερα το χρώμα»
    - «Καλώς, εγώ πάντως θα κοιτάξω»
    - «Σε ευχαριστώ πολύ… Θα το πω σήμερα κιόλας στον Ανδρέα και θα σε ειδοποιήσω. Δηλαδή τυπικό είναι, τα βρακιά του θα λερώσει όταν μάθει τα καθέκαστα.»
    - «Εντάξει, let me know. Καλή συνέχεια»
    - «Κι εσείς… και πάλι σε ευχαριστώ πολύ-πολύ!» μου είπε και κλείσαμε.

    Το απόγευμα είχα κανονίσει με την αδερφή μου για να πάω να πιώ καφέ, εννοείται μαζί με το Ράντι για να παίξει με τ’ ανίψια μου, οπότε κανόνισε και η Αναστασία να πάει για καφέ με συμφοιτητές της. Έβγαλα το Ράντι τη βόλτα του και όταν γύρισα έπεσα για ένα υπνάκο μέχρι το απόγευμα. Σηκώθηκα γύρω στις 17:00 και αφού έκανα ένα γρήγορο ντουζ, πήρα το Ράντι και κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο. Ο κερατάς είναι πανέξυπνος, βλέποντας ότι δεν είχα πάρει μαζί μου σακούλες με το φαγητό του, κατάλαβε ότι δεν σκόπευα να τον αφήσω κάπου, οπότε μπήκε στο αυτοκίνητο με ένα σάλτο. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα φτάσαμε στην αδερφή μου και άφησα το Ράντι να ξελυσσάξει με τ’ ανίψια και ήπια καφέ με την αδερφή μου και τον γαμπρό μου. Αν και αρχικά δε σκόπευα να κάτσω μέχρι αργά, μου έκανε μια προσφορά που δεν μπορούσα να αρνηθώ, μουσακά! Τελικά κάθισα μέχρι τις 22:30, οπότε μάζεψα το Ράντι και πήραμε το δρόμο της επιστροφής.

    Κάποια στιγμή γύρω στις 20:00 η Αναστασία μου είχε στείλει μήνυμα ότι θα πάνε για ποτό στου Ψυρρή και ότι μπορεί να καθόταν μέχρι αργά, οπότε ξάπλωσα σχετικά νωρίς και το έριξα στο διάβασμα. Γύρω στα μεσάνυχτα, λίγο πριν πέσω για ύπνο, έστειλα ένα μήνυμα στην Αναστασία.

    «Πέφτω για ύπνο. Όταν φτάσεις στείλε μου μήνυμα ώστε να ξέρω ότι γύρισες.»

    Η απάντηση ήρθε σχεδόν αμέσως

    «Είμαι στο τραίνο, μόλις περάσαμε το Ολυμπιακό στάδιο»
    «Καλώς, τότε πάρε τον Τριστάνο και ανεβείτε, θα σε περιμένω»

    Δέκα-δεκαπέντε λεπτά αργότερα άκουσα το κουδούνι να χτυπάει και σηκώθηκα να της ανοίξω. Είχε αλλάξει, καθώς φορούσε φόρμα, και δεν είχε τον Τριστάνο μαζί της.

    - «Ο Τριστάνο;»
    - «Κοιμόταν και μου γκρίνιαξε όταν πήγα να τον σηκώσω, οπότε τον άφησα στο δέντρο του»
    - «Μια από τα ίδια και ο Ράντι, είναι στη βεράντα, δεν ήθελε να μπει μέσα. Έλα, πέρνα» της είπα. «Δε μου λες, θέλεις να πιείς κάτι;»
    - «Όχι Αντώνη μου, σ’ ευχαριστώ»

    Πήγαμε στο υπνοδωμάτιο και ξάπλωσα κάτω από τα σκεπάσματα. Η Αναστασία έβγαλε και εκείνη τη φόρμα της και μένοντας μόνο με το κιλοτάκι ξάπλωσε στην αγκαλιά μου που είχε ανοίξει και την περίμενε.

    - «Πώς τα πέρασες;»
    - «Όμορφα ήταν. Ήπιαμε πρώτα τα καφεδάκια μας και μετά πήγαμε σε ένα μεζεδοπωλείο και φάγαμε και ήπιαμε, καλά, εγώ δεν ήπια και πολύ, με ξέρεις.»
    - «Γιατί γύρισες τόσο νωρίς βρε;»
    - «Θέλαμε να προλάβουμε το τραίνο, άλλωστε αύριο είναι και Δευτέρα.»
    - «Α, το μεσημεράκι μίλησα και με τη Φοίβη, τους κάλεσα για φαγητό την Παρασκευή.»
    - «Τι θα τους μαγειρέψουμε;»
    - «Δεν έχω ιδέα, κάτι θα σκεφτούμε! Της είπα να πει και στον Ανδρέα Τετάρτη βράδυ να βγούμε έξω για ένα ποτό και περιμένω να μου απαντήσει, αν και τη βρήκα μάλλον θετική. Εντωμεταξύ μικρός που είναι ο κόσμος, όχι απλά ξέρουν την Κρύπτη, είναι και μέρος που πηγαίνουν όταν ανεβαίνουν Αθήνα!»
    - «Μ’ αρέσει η Κρύπτη! Αχ, πολύ ωραία!»
    - «Και το καλύτερο για το τέλος, η Κλέλια διασταύρωσε τη μαμά του Ράντι αυτή τη φορά με άλλο καυκάσιο!»
    - «Μη μου πεις ότι θα πάρεις αδερφάκι στο Ράντι;»
    - «Όχι, αλλά μάλλον θα πάρουν έναν η Φοίβη με τον Ανδρέα. Ήσουν τουαλέτα χθες και δεν είδες τη φάση, έβγαλα το τηλέφωνό μου για να γράψω τα δικά τους και είδαν τη φωτογραφία του Ράντι και κόντεψαν να τους πάρουν και τους δύο τα ζουμιά.»
    - «Γιατί;»
    - «Γιατί είχαν κι εκείνοι ένα τερατάκι το οποίο ήταν ακόμα μεγαλύτερο από τον Ράντι, το Σίμπα… ε, όπως καταλαβαίνεις συγκινήθηκαν. Σήμερα στην κουβέντα τους ανέφερα ότι η Κλέλια σκόπευε να διασταυρώσει την Τρίσια και τους ρώτησα αν ενδιαφέρονται. Μου είπε να μιλήσω πρώτα με την Κλέλια για να μην του βάζω άδικα φωτιές. Ε, το έκανα και guess what… θα διαλέξουμε εμείς το νέο τους τερατάκι!»
    - «Εμείς;»
    - «Ναι, η Κλέλια είπε “first come first serve” και τα παιδιά θα είναι στην Κρήτη»
    - «Εχμ… όχι ότι δε μου αρέσει η ιδέα… αλλά η Κλέλια είναι δική σου φίλη, εγώ ως τι θα έρθω μαζί σου για να διαλέξουμε;»
    - «Σε ξέρω από 13 χρονών, είσαι κόρη φιλικού μου ζευγαριού, νοικάρισσα στο σπίτι μου και είσαι και φιλόζωη»
    - «Εντάξει τότε!»
    - «Λοιπόν, έλα νανάκια τώρα γιατί έχει πάει αργά και μισή και έχουμε και πρωινό ξύπνημα αύριο.»
    - «Κάποιοι θα έχουμε ακόμα πιο πρωινό» μου είπε ναζιάρικα.
    - «Και μπράβο σας» της είπα φιλώντας την τρυφερά. «Καληνύχτα κοριτσάκι μου!»
    - «Καληνύχτα γεράκο μου»

    Το πρωί με ξύπνησε με τον αγαπημένο μου τρόπο, καφέ και πίπα. Βέβαια εκεί της είχα έκπληξη γιατί σταμάτησα την πίπα και ανέβηκα πάνω της και την έκανα δική μου, η Δευτέρα είναι δύσκολη μέρα και ήθελα η εβδομάδα να ξεκινήσει οργασμικά και για τους δυο μας. Μετά σηκωθήκαμε και πήγαμε και κάναμε ένα ντουζάκι και το κωλόπαιδο δε με άφησε σε ησυχία λαχταρώντας να τρυγήσει ξανά -και στα όρθια- το άγουρΑΧΑΧΑΧΑΧΑ κορμί μου αλλά το μηχάνημα, αν και έκανε φιλότιμες προσπάθειες, τελικά μας άφησε αμφότερους στα κρύα του λουτρού. Όπως την περίμενα και στην αρχή, ήταν δύσκολη μέρα, και τελικά κατάφερα να ξεμπλέξω από τη δουλειά γύρω στις 20:00. Γύρισα με ένα κεφάλι κουδούνι και μιας και είχα να βγάλω και βόλτα το Ράντι δεν έκανα ντουζ, θα έκανα όταν γύριζα. Ο Ράντι ήταν στη βεράντα, πήγα και του άνοιξα και του έκανα χάδια και πήρα στο καπάκι τηλέφωνο την Αναστασία.

    - «Καλησπέρα κοριτσάκι μου, τι κάνεις;»
    - «Καλά είμαι, εδώ διαβάζω. Να σου πω, έχω φτιάξει ομελέτα για να φάμε παρεούλα, θέλεις;»
    - «Και το ρωτάς; Έχω ωστόσο πρώτα να βγάλω βόλτα το Ράντι, έχεις όρεξη να μου κάνεις παρέα;»
    - «Αμέ! Θα κατέβεις τώρα; Να κατέβω κάτω να σε περιμένω;»
    - «Ναι, σε δυο λεπτά θα είμαι κάτω». Κλείσαμε το τηλέφωνο και πέρασα το σαμάρι στο Ράντι που έκανε σαν τρελός από τη χαρά του. Κατεβήκαμε κάτω και στην είσοδο μας περίμενε η Αναστασία και πήγαμε περπατώντας μέχρι το άλσος Συγγρού. Παρά την προχωρημένη για Φθινόπωρο ώρα, είχε κάμποσο κόσμο στο άλσος και εκεί πετύχαμε και τον κύριο Μανώλη με τον Φιντέλ, το κολλητάρι του Ράντι, οπότε τους αφήσαμε και ξελυσσάξανε. Είχαν πολλή πλάκα οι δυο τους, ο Φιντέλ είναι υπέροχο άσπρο-μπεζ κοκόνι με αστείρευτη ενέργεια, οπότε όταν γύρισαν ο φουκαράς ο Ράντι κόντευε να φτύσει τα πνευμόνια του. Η πλάκα είναι ότι ο Φιντέλ γενικά είναι πολύ φοβιτσιάρης και αν δεν είχε γνωρίσει το Ράντι από κουτάβι θα κατουριόταν πάνω του με το που τον έβλεπε. Από την άλλη βέβαια, με το Ράντι συνοδεία, δε φοβόταν τίποτα και πήγαινε πάνω-κάτω σα δαιμονισμένος κάνοντας τον αρκούδο μου να τρέχει και να μη φτάνει.

    Όταν γυρίσαμε σπίτι πρέπει να ήπιε μονοκοπανιά πάνω από δύο-τρία λίτρα νερό. Του έβαλα να φάει αλλά μάλλον το νερό του είχε πέσει βαρύ οπότε προτίμησε να απέχει. Η Αναστασία πέρασε από το σπίτι της και πήρε μαζί Τριστάνο και ομελέτα και ανέβηκε πάνω για να φάμε. Δεν ξέρω τι είχε πάθει ο Τριστάνο σήμερα αλλά τον είχαν πιάσει οι αγάπες του και δεν ξεκολλούσε από πάνω μου, τον έβαζα κάτω και αυτός ξανασκαρφάλωνε. Τελικά παραιτήθηκα και έφαγα το φαγητό με τον Τριστάνο στα πόδια μου και το Ράντι από δεξιά να με κοιτάζει σα ζήτουλας παρά το γεγονός ότι η γαβάθα του ήταν γεμάτη.

    - «Λοιπόν, Galactica;» ρώτησα την Αναστασία.
    - «Ναι!!!!!»
    - «Ωραία, δώσε μου δέκα λεπτάκια να κάνω ένα γρήγορο ντουζάκι και έρχομαι.»
    - «Θα πάω να βάλω twist, θέλεις μπύρα;»
    - «Ναι, βγάλε μου μια μπύρα» της απάντησα και πήγα στο βοηθητικό μπάνιο με τη ντουζιέρα με σκοπό να κάνω ένα γρήγορο ντουζ αλλά όταν ένιωσα το ζεστό νερό πάνω μου δε μου έκανε καρδιά να ξεκολλήσω. Τελικά μαζί με το σαπούνισμα, μου πήρε πάνω από ένα εικοσάλεπτο μέχρι να τελειώσω. Σκουπίστηκα στα γρήγορα, φόρεσα τις πιτζάμες μου και πήγα στο σαλόνι.
    - «Άντε βρε παιδάκι μου!» με μάλωσε!

    Είδαμε το διπλό επεισόδιο του Pegasus / Resurrection Ship καθώς πολύ απλά δε γίνεται να δεις μόνο το ένα χωρίς να δεις το άλλο και όταν τελείωσε η μικρή βρέθηκε για πολλοστή φορά να μαζεύει το σαγόνι της από το πάτωμα.

    - “That was fitting” μου δήλωσε.
    - «Για να καταλάβεις καλύτερα την Helena Kane θα πρέπει να δεις και την ταινία Razor αλλά επειδή έχει κάμποσα spoilers σε επεισόδια που δεν έχεις ακόμα δει, θα τη δούμε όταν θα έρθει η ώρα της.»
    - «Ουφ, καλά!»
    - «Τι σ’ έχει πιάσει εσένα ρε απατεώνα και δεν έχεις ξεκολλημό;» ρώτησα τρυφερά τον Τριστάνο που είχε ξαπλώσει τ’ ανάσκελα και γουργούριζε του καλού καιρού. Ο γατούλης έβγαλε μια ευτυχισμένη τρίλια και μου δάγκωσε απαλά ένα από τα δάχτυλα, μη σταματώντας ούτε στιγμή να κάνει σαν τραίνο στην ανηφόρα. «Βρε γάτος είσαι εσύ; Τα σκυλιά θέλουν να τους τρίβουν την κοιλιά, όχι οι γάτες!» τον ψευτομάλωσα κερδίζοντας ακόμα μια ευτυχισμένη τρίλια.
    - «Τι ώρα έχει πάει;» με ρώτησε μηχανικά η Αναστασία.
    - «Δώδεκα παρά τέταρτο» απάντησα κοιτάζοντας το ρολόι μου.
    - «Κιόλας;»
    - «Τι κιόλας, βρε, τον Ράντι τον βγάλαμε βόλτα γύρω στις 20:30 και γυρίσαμε στις 22:15, φάγαμε και είδαμε στο καπάκι δύο επεισόδια Galactica»
    - «Ουφ, τι ώρα έχετε πει αύριο;»
    - «Μεθαύριο, σήμερα είναι Δευτέρα! Δεν έχουμε πει, θα τους στείλω ένα μήνυμα αύριο να ρωτήσω, αλλά έλεγα γύρω στις 21:30. Τι ώρα σχολάς;»
    - «Μια χαρά είναι 21:30, έχω μαθήματα μέχρι τις 19:00, λογικά θα είμαι σπίτι γύρω στις 20:00, μία ώρα μου φτάνει και μου περισσεύει για να ετοιμαστώ και δεν είναι και μακριά η κρύπτη. Με αυτοκίνητο θα πάμε;»
    - «Αν δεν βρέχει λέω να πάμε με τη μηχανή»
    - «Αχ, ωραία! Η Αμερικάνα πότε έρχεται;»
    - «Μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Δεκέμβρη, σε λίγες μέρες δηλαδή.»
    - «Θα πάμε Μονεμβασιά;»
    - «Μονεμβασιά δε θέλει το κορίτσι; Μονεμβασιά θα πάμε!»
    - «Σ’ αγαπάω!»
    - «Κι εγώ κοριτσάκι μου»
    - «Επίσης, μεσιέ, σου υπενθυμίζω ότι μου χρωστάς από το πρωί!»
    - «Σου χρωστάω κιόλας;»
    - «Με άφησες στα κρύα του λουτρού!»
    - «Αφενός ήταν ζεστά-ζεστά και αφετέρου είχε προηγηθεί και ο πρώτος γύρος!»
    - «Δικαιολογίες!» μου είπε και μ’ έκανε να βάλω τα γέλια.
    - «Τον Τριστάνο που έχει βολευτεί δεν τον λυπάσαι;»
    - «Εσένα που θα σε κλάψει η αδερφούλα σου, αν συνεχίσεις, δεν σε λυπάσαι;»
    - «Όχι βία στα γήπεδα!»

    Άφησα απαλά τον Τριστάνο στον καναπέ φοβούμενος ότι θα έχουμε δράματα, αλλά στα παπάρια του τελείως, σχεδόν πληγώθηκα! Σηκωθήκαμε και πήγαμε μέσα στο δωμάτιο και πετάξαμε τα ρούχα μας σε χρόνο ρεκόρ και χωθήκαμε γυμνοί κάτω από τα σκεπάσματα. Έγειρα προς το μέρος της και τη φίλησα ενώ με το χέρι μου ξεκίνησα να τη χαϊδεύω απαλά στα πλευρά, ενώ η Αναστασία μου χάιδευε τα μαλλιά πάνω από το σβέρκο. Πέρασα ανάλαφρα το χέρι μου από τα γυμνά της στήθη αλλά δεν σταμάτησα εκεί, συνέχισα να τη χαϊδεύω κατεβάζοντας το χέρι μου πιο χαμηλά, σχεδόν μέχρι το ύψος του εφηβαίου. Εκεί σέρνοντας αισθησιακά τα δάχτυλά μου έκανα παράκαμψη και πήγα στο μηρό της και από εκεί στο εσωτερικό του μηρού της και από εκεί στο άλλο πόδι και ξανά πάλι προς τα πάνω, φτάνοντας ξανά στην κορυφή του εφηβαίου της.

    Χωρίς να σταματήσω το φιλί κατέβασα το χέρι μου μέχρι το σημείο ακριβώς πριν την κλειτορίδα της και την ένιωσα να κοκαλώνει από την προσμονή. Συνεχίζοντας το σαδιστικά αισθησιακό μου παιχνίδι, συνέχισα αριστερά, ανάμεσα στο μουνάκι της και το σημείο στο οποίο ενώνεται ο κορμός με τα πόδια, χωρίς ούτε στιγμή να το αγγίξω, κάνοντάς την Αναστασία να τρέμει. Συνέχισα να κάνω αυτόν τον κύκλο, μειώνοντας σταδιακά την ακτίνα του, μέχρι που πέρασα ανάλαφρα το χέρι μου πάνω από την κλειτορίδα της, κάνοντας την Αναστασία να τεντωθεί και να της ξεφύγει ένα βογγητό. Άρχισα να την παίζω με κυκλικές κινήσεις και πιέζοντάς την απαλά προς τα πάνω και τα βογγητά άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Χαμήλωσα το χέρι μου και το βούτηξα στην αρχή ένα και μετά δεύτερο δάχτυλο στο μουνάκι της που έσταζε. Την έπαιξα για λίγο με τα δάχτυλά μου και μετά άρχισα και πάλι το παιχνίδι με την κλειτορίδα της και συνέχισα να την παίζω μέχρι που το κορμί της άρχισε να τραντάζεται σα να το περνάει ρεύμα.

    - «Αντώνη μου! Αντώνη…. ΜΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΧ χύνω Αντώνη μου… ΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜ ΜΜΜΜΜΜΜ ΜΜΜΜΜΜΜ ΜΜΜΜΜΜΜΜ ΜΜΜΜΜΜ ΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΧ» φώναζε και βογκούσε και δεν σταματούσα να την παίζω μέχρι που σχεδόν της κόπηκε η ανάσα. «Όχι άλλο…. ΑΑΑΧΧ… ΜΜΜΜ… όχι… όχι άλλο… σε παρακαλώ…». Παρά τις ικεσίες της δεν σταμάτησα, όμως αυτή τη φορά άφησα την κλειτορίδα της και άρχισα να τη γαμάω με δύο δάχτυλα, κάνοντάς την και πάλι σχεδόν να χοροπηδάει.
    - «Πες μου τι θέλεις;» της είπα με φωνή σχεδόν πνιχτή από την καύλα.
    - «Να με γαμήσεις! Να με ξεσκίσεις στο γαμήσι, να κάνεις το μουνάκι μου να πάρει φωτιά… να με ξεσκίσεις στο πήδημα… σε παρακαλώ… σε παρακαλώ…»
    - «Θέλεις γαμήσι πουτανίτσα; Το θέλεις πολύ;»
    - «Ναι… το θέλω… το θέλω…»
    - «Θα είσαι καλό κοριτσάκι; Θα κάνεις καλό τσιμπούκι στον Ανδρέα; Θα κάνεις καλό γλειφομούνι στην Φοίβη;»
    - «Ό,τι… ό,τι θέλεις… ααααχ σε παρακαλώ… πάρε με… ααααχ»
    - «Τα καλά κοριτσάκια καταπίνουν και δίνουν κωλαράκι όταν τους ζητηθεί. Είσαι καλό κορίτσι;»
    - «Είμαι… το καλύτερο… ό,τι… ΑΑΑΑΑΧ ό,τι θέλεις μωρό μου…»

    Μπήκα μέσα της και άρχισα να τη γαμάω με τόση μανία που σχεδόν την κοπανούσα. Είχα καυλώσει απίστευτα και παρόλο που πίστευα ότι δε θα άντεχα ούτε λεπτό, στο τέλος παραλίγο να μην τα καταφέρω από την εξάντληση, τη γαμούσα τόσο άγρια που άρχισα να κουράζομαι χωρίς να βλέπω το τέλος να έρχεται, ενώ από κάτω μου η Αναστασία βογκούσε και φώναζε τόσο δυνατά που φοβήθηκα ότι δε θα μας σώσει ούτε η ηχομόνωση. Έφερα στο μυαλό μου την εικόνα η Φοίβη να μου κάνει τσιμπούκι και να βλέπω την Αναστασία να κάνει με τη σειρά της τσιμπούκι στον Ανδρέα και αυτό ήταν, το τέλος ήρθε μέσα σε λίγες στιγμές.

    - «ΑΑΑΑΑΑΧ χύνωνννννωωωωωωωω χύνωωωωωωωωωωωω ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» φώναξα κοκαλώνοντας μέσα της με το όργανό μου να αδειάζει σε αλλεπάλληλες εκρήξεις ηδονής.
    - «Ναιιιι… χύσε με… χύσε με μωρό μου… χύσε με… ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΧ Αντώνη μου… ΜΜΜΜΜ Αντώνη μουυυυυυυυυυυυ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» φώναζε από κάτω η Αναστασία.

    Όταν άδειασα τελείως, έγειρα και έπεσα ξέπνοος στο πλάι και η Αναστασία γύρισε μπρούμητα και με κοίταξε χαμογελαστή με ονειροπαρμένο βλέμμα.

    - «Τι σκέφτεσαι;» τη ρώτησα χαμογελαστός.
    - «Πόσο όμορφα είναι μαζί σου. Πόσα πράγματα έχω ζήσει που ούτε καν τα είχα ονειρευτεί και πόσα θα ζήσω ακόμα. Πως… πως είμαι με τον άνδρα με τον οποίο είμαι ερωτευμένη σχεδόν από κοριτσάκι. Ώρες-ώρες… ώρες-ώρες φοβάμαι ότι θα ξυπνήσω και πως τα όσα έχουμε ζήσει δεν ήταν παρά ένα όνειρο… γιατί… γιατί… αυτό που ζω μαζί σου… είναι… είναι πιο όμορφο απ’ όσο καν θα μπορούσα να ονειρευτώ.»
    - «Θέλω να σου διαβάσω μια όμορφη ιστορία, την είχε ποστάρει κάποιος στο BDSM forum και μου την είχε διαβάσει η Αγγελική.»
    - «Αμέ! Ιστορία από το forum!!!»
    - «Δεν είναι BDSM και δεν την έχει γράψει εκείνος που την πόσταρε αλλά πραγματικά είναι υπέροχη. Λοιπόν, κάτσε να ανοίξω το tablet και να τη βρω»
    - «Θέλω σοκολάτα!» μου δήλωσε.
    - «Δεν έχω μωρό μου!»
    - «Σοκολατούχο εννοώ! Δεν πιστεύω να μου το ήπιες πάλι;»
    - «Χαχαχα, όχι κοριτσάκι μου, στο ψυγείο είναι!»
    - «Άντε γιατί… άντε!» είπε και σηκώθηκε να πάει να φέρει το γάλα της όσο εγώ έψαχνα να βρω την ιστορία. Μέχρι να έρθει την είχε βρει. Ξάπλωσε αναπαυτικά στο κρεββάτι. «Τη βρήκες;»
    - «Ναι, τη βρήκα» της απάντησα και ξεκίνησα να διαβάζω. «Ο Ντάντορ έγειρε πίσω στο ζεστό μετάξι του καναπέ και τεντώθηκε νωχελικά. Ύστερα, άφησε τα μάτια του να περιπλανηθούν στο ψηλό ταβάνι του παλατιού του και μετά να χαμηλώσουνε στην όμορφη ξανθιά που 'τανε γονατισμένη στα πόδια του. Η ξανθιά τελείωνε τη φροντίδα του άψογου πεντικιούρ του, ενώ η φιλήδονη καστανομάλλα με τους χυτούς γοφούς και τα σαρκώδη ολοκόκκινα χείλη έσκυβε να του ρίξει άλλη μια ρόγα σταφυλιού στο στόμα. Περιεργάστηκε τη ξανθιά, που τ' όνομά της ήτανε Σέσιλι κι αναλογίστηκε τις άλλες υπηρεσίες που του 'χε προσφέρει στη διάρκεια της νύχτας. Ήτανε καλή... πολύ καλή. Αλλά σήμερα την έβρισκε βαρετή, όπως βαρετή έβρισκε και τη καστανομάλλα -πως τη λέγαν αυτή αλήθεια;- όπως βαρετές έβρισκε και τις χυμώδεις δίδυμες καστανομάλλες, όπως...

    Χασμουρήθηκε. Μα γιατί, Θεέ μου, ήταν όλες τους τόσον εκνευριστικά ερωτιάρες και τόσο πρόθυμες να του ικανοποιήσουνε το κάθε κέφι και καπρίτσιο; "Θα 'λεγε κανείς" σκέφτηκε με πικρόχολη γκριμάτσα, "πως όλες ήτανε δημιουργήματα της φαντασίας του. Ή μάλλον" -μόνο που δε γέλασε στη σκέψη-, "σα να 'τανε δημιουργήματα της μεγαλύτερης απ' όλες τις εφευρέσεις του ανθρώπου: το Ιμάτζικον"»

    Συνέχισα την ανάγνωση μέχρι που έφτασα στο απρόσμενο και γεμάτο νόημα τέλος της ιστορίας.

    - «Μετά είχε έρθει το Ιμάτζικον, μια εφεύρεση που 'φτιαχνε όποιο κόσμο επιθυμούσε ο καθένας. Μερικοί άντρες είχανε χρησιμοποιήσει το Ιμάτζικον για να πλάσουν ακόμα πιο εξωτικούς και θαυμαστούς κόσμους από κείνο που θα ζούσαν, αλλ' αυτό ήταν απλώς μια πιο χορταστική μερίδα από το ίδιο φαγητό. Το αποτέλεσμα ήτανε να νιώθουνε πιο ανικανοποίητοι από ποτέ. Ο Ντάντορ όμως είχε φερθεί πολύ φρόνιμα: με το δικό του Ιμάτζικον είχε δημιουργήσει ένα κόσμο... ένα κόσμο παγωνιάς και τρόμου που λέγεται Νεστρόντ. Γιατί ο Ντάντορ είχε συνειδητοποιήσει μια μεγάλη αλήθεια: Τι αξίζει ο ουρανός αν δεν έχεις κάτι για να τον συγκρίνεις; Δίχως μια γεύση Κόλασης, από καιρό σε καιρό, πώς θα μπορούσε κανείς να εκτιμήσει τον Παράδεισο;»
    - «Τι όμορφη ιστορία!!!!!»
    - «Δεν είναι; Και εκεί που έχεις πιστέψει ότι ο πραγματικός κόσμος είναι η παγωμένη κόλαση του Νεστρόντ έρχεται αυτή η απίθανη ανατροπή. Λοιπόν, άσε την πάρλα και έλα αγκαλίτσα!»
    - «Ναιιιιιιιιιιιι» φώναξε και χώθηκε στην αγκαλιά μου σφίγγοντάς με δυνατά. «Η καλύτερη και πιο ζεστή και πιο φιλόξενη και πιο σέξι αγκαλίτσα του κόσμου!»
    - «Ύπνο σουσουραδίτσα! Σ’ αγαπάω» της είπα σκάζοντάς της ένα τρυφερό φιλάκι στο στόμα.
    - «Καληνύχτα μωρό μου» είπε και έκλεισε τα μάτια της.

    Κοίτα να δεις τι μπορεί να σου φέρει το κύμα!

    Είναι η ζωή μια θάλασσα και ‘μεις καπεταναίοι που λέει και το τραγούδι. Όταν έχασα την Αγγελική έχασα τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου, έχασα τη θέληση για την ίδια τη ζωή. Φλερτάρισα κάμποσες φορές με την ιδέα να δώσω τέρμα στη ζωή μου και αν δεν της είχα ορκιστεί στο νεκροκρέβατό της πως θα άκουγα το «Κάνε το δάκρυ σου χαρά» αντικρύζοντας τον ήλιο του βορρά, μπορεί και να το είχα κάνει. Ναι, θάλασσα είναι η ζωή, άλλοτε ήρεμη και γαλήνια, άλλοτε άγρια και τρομακτική. Εδώ και σχεδόν τρεις μήνες αυτό αναρωτιέμαι, πώς θα ήταν η ζωή μου αν αυτό το παιχνιδιάρικο κύμα δεν είχε κατεβάσει το μαγιό της Αναστασίας; Γιατί μπορεί πλέον να ήμουν ερωτευμένος μέχρι τα μπούνια αλλά αυτό το οφείλω στον σαρκικό πόθο που ένιωσα βλέποντάς την γυμνόστηθη. Ήξερα ότι ήταν ακόμα τσιμπημένη μαζί μου αλλά ακόμα και αν ήταν εκείνη που έκανε την αρχή, φιλώντας την μέρα που έφευγα από την Κέρκυρα, αν δεν ήταν αυτός ο σαρκικός πόθος δε θα είχε γίνει τίποτα εκείνο το βράδυ που επιστρέψαμε από το αεροδρόμιο στο οποίο είχαμε αφήσει την μητέρα της.

    Θα μου πεις, είσαι σαρανταπεντάρης και έχεις μια 18χρονη, με κορμί μοντέλου, ερωτευμένη μαζί σου μέχρι τα μπούνια και πρόθυμη να σε ικανοποιήσει όποτε και με όποιο τρόπο επιθυμήσεις, θέλεις πολύ να χάσεις τα μυαλά σου; Αλλά αν ήταν μόνο το σεξ, γιατί να αποζητάω την παρέα της, ακόμα και σε μικρά πράγματα, βόλτα με το σκύλο, ένα καφεδάκι στο μπαλκόνι, να καθόμαστε να βλέπουμε μαζί τηλεόραση και βιντεάκια στο youtube, να καθόμαστε και να διαβάζουμε ο καθένας το βιβλίο του, να τρώμε μαζί, να βγαίνουμε βόλτες με τη μηχανή…

    Πόσες και πόσες φορές δεν έλεγα στον εαυτό μου «Μεγάλε μαζέψου, είναι πιτσιρίκα και αυτό αργά ή γρήγορα θα τελειώσει, μπορεί να είσαι ο πρώτος της έρωτας αλλά δε θα είσαι ο τελευταίος της και θα φας τα μούτρα σου πολύ άσχημα». Carpe diem, το μέλλον δεν υπάρχει, η ζωή είναι στο παρόν. Ακόμα και αν έτρωγα τα μούτρα μου, που ήμουν χίλια τα εκατό σίγουρος ότι θα τα έτρωγα, it was the ride of my life, ή τουλάχιστον, έτσι το ένιωθα. Ροντέο, πραγματικό ροντέο!

    Ο ύπνος με πήρε χωρίς να το καταλάβω. Ξύπνησα το πρωί με τον καφέ στο κομοδίνο μου και το όργανό μου στο στόμα της. Σταύρωσα τα χέρια μου πίσω από το κεφάλι μου και αφέθηκα στην περιποίησή της. Πήρε χαμπάρι ότι είχα ξυπνήσει και τραβήχτηκε και μου χαμογέλασε. Τη χάιδεψα τρυφερά στο μάγουλο και τρίφτηκε πάνω του. Κοιταχτήκαμε για λίγο στα μάτια και χαμογελώντας μου και πάλι, έσκυψε και με ξαναπήρε στο στόμα της. Αν και το απολάμβανα δεν ήθελα να την κουράσω, έβαλα το χέρι μου πάνω στο κεφάλι της και της έδωσα ρυθμό και ούτε δυο λεπτά αργότερα το όργανό μου έκανε σπασμούς μέσα στο γλυκό της στοματάκι, πλημμυρίζοντάς το. Κατάπιε για τελευταία φορά και φιλώντας το κεφαλάκι, ανασηκώθηκε και ήρθε προς το μέρος μου και τη φίλησα βαθιά.

    - «Καλημέρα κοριτσάκι μου»
    - «Καλημέρα γεράκο μου»
    - «Ντύσου να πάμε στη βεράντα, θέλω να κάνω ένα τσιγάρο.»
    - «Προλαβαίνουμε; Για σένα ρωτάω, τα μαθήματά μου σήμερα ξεκινάνε στις 11:00 οπότε έχω πολλή ώρα αλλά εσύ;»
    - «Εγώ και ο Βασίλης έχουμε ραντεβού στο Μαρούσι στις 10:30, θα πάμε αμφότεροι μετά στο γραφείο, οπότε έχουμε ακόμα μπόλικη ώρα μπροστά μας, ούτε οκτώ δεν έχει πάει.»
    - «Εντάξει Αντώνη μου» είπε και σηκώθηκε και φόρεσε τη φόρμα της. Σηκώθηκα κι εγώ και πήγα να κάνω την πρωινή μου τουαλέτα και να πλύνω τα δόντια μου. Όταν τελείωσα η Αναστασία ήταν στη βεράντα και με περίμενε. «Σου έχω φέρει ένα τσιγάρο και τον αναπτήρα, μην πας στο γραφείο»
    - «Σ’ ευχαριστώ μωρό μου» της είπα και βγήκα έξω. Έκανε λίγη ψύχρα και ο ουρανός ήταν μουντός, μάλλον θα έριχνε αργότερα με τις καρέκλες. Πήγα να βάλω στον Ράντι να φάει αλλά το είχε κάνει ήδη η Αναστασία. Θεέ μου, τι παιδί ήταν αυτό;
    - «Του έβαλα εγώ να φάει όταν ξύπνησα» μου είπε.
    - «Το είδα, σ’ ευχαριστώ πολύ μωρό μου. Ο Τριστάνο;»
    - «Ο Τριστάνο είναι κάτω, κατεβήκαμε να του βάλω να φάει, πριν σου φτιάξω τον καφέ, αλλά προτίμησε να σκαρφαλώσει στο δέντρο του και να αράξει, οπότε τον άφησα στην ησυχία του»
    - «Σήμερα μάλλον θα αργήσω να έρθω» της είπα αφού άναψα το τσιγάρο μου και τράβηξα μια τζούρα. «Αν γυρίσεις νωρίς μη με περιμένεις για να φας. Εδώ που τα λέμε είναι ευκαιρία να αλητέψεις κι εσύ λίγο»
    - «Αποκλείεται, έχω πρόοδο την Παρασκευή οπότε όταν τελειώσω σπίτι και διάβασμα. Εσύ τι ώρα θα έρθεις;»
    - «Στις 17:00 έχουμε να δώσουμε μια συνέντευξη τύπου και μετά θα έχει μπουφέ. Λογικά γύρω στις 22:00 θα γυρίσω σπίτι»
    - «Θέλεις να βγάλω το Ράντι βόλτα;»
    - «Όχι μωρό μου, θέλω να διαβάσεις, ωστόσο θα το εκτιμούσα αν μου έκανες παρέα το βράδι που θα το βγάλω.»
    - «Και το ρωτάς βρε Αντώνη μου; Εννοείται!»
    - «Και επειδή είσαι υπέροχη θα σε κεράσω και κρέπα!»
    - «Αχ, τέτοια κάνεις και με παρασέρνεις στην ακολασία!»
    - «Αυτό μετά την κρέπα!»
    - «Σάτυρε!»
    - «Είμαι!»

    Καθίσαμε μέχρι τις 09:45 και ήπιαμε τα καφεδάκια μας χαζολογώντας και βλέποντας βιντεάκια στο YouTube. Μετά εγώ πήγα να κάνω ένα ντουζάκι για να ετοιμαστώ και η Αναστασία κατέβηκε στο διαμέρισμά της για να κάνει το ίδιο, αν μπαίναμε μαζί στο ντουζ, δε μας έβλεπα να φτάνουμε στην ώρα μας. Όπως και να έχει, γύρω στις 10:00 κατέβηκα στο αυτοκίνητο και βλαστήμησα μέχρι να πάω Μαρούσι, γινόταν της τρελής στην Κηφισίας και από το ΚΑΤ και μετά πήγαινε σημειωτόν. Ευτυχώς εμένα τα βάσανά μου τέλειωσαν όταν πέρασα το μέγαρο του ΟΤΕ και βγήκα από το δαχτυλίδι. Όταν τελειώσαμε από την EY, κατεβήκαμε στα κεντρικά στο Χαλάνδρι. Γύρω στο μεσημέρι βούιξε το κινητό μου, μου έστειλε μήνυμα η Φοίβη. Ήμουν σε call και δεν μπορούσα να την πάρω τηλέφωνο, οπότε της απάντησα με μήνυμα και τελικά συμφωνήσαμε να βρεθούμε την Τετάρτη στις 21:30 στην Κρύπτη. Γύρω στις 16:30 ανεβήκαμε στην Εκάλη, στο Life Galery, όπου δώσαμε τη συνέντευξη και μετά μπουφέ και κοκτέιλ και, όπως είχα προβλέψει και στην αρχή, σπίτι μπήκα γύρω στις 22:00. Έβγαλα τα ρούχα μου και τα έβαλα στα άπλυτα και πήγα και έκανα ένα πολύ γρήγορο ντουζ για να σταματήσει να κουδουνίζει το κεφάλι μου.

    - «Έλα μωρό μου, εξακολουθείς να θέλεις να έρθεις μαζί μου για να βγάλω το Ράντι;»
    - «Το ρωτάς; Και σου υπενθυμίζω ότι μου έχεις τάξει κρέπα, κύριε!»
    - «Χαχαχα, πράγματι! Λοιπόν, κατεβαίνουμε!»
    - «Κατεβαίνω κι εγώ, θα βρεθούμε στην είσοδο» μου είπε και κλείσαμε. Φόρεσα στο Ράντι το σαμάρι του και κατεβαίνοντας έβγαινε από το διαμέρισμά της και η Αναστασία, οπότε ξεκινήσαμε και οι τρεις μαζί. Πήγαμε από την πίσω μεριά του σταθμού και περπατώντας αργά κάναμε το γύρο του τετραγώνου. Εκεί κάναμε και την καλή πράξη της ημέρας, τρεις σκύλοι είχαν στριμώξει ένα γατάκι το οποίο προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να κρατηθεί από ένα λεπτό δεντράκι στο οποίο είχε σκαρφαλώσει για να γλιτώσει. Θέλω να δηλώσω ότι τέτοιου είδους bullying δεν είναι αρεστό στον αρκούδο μου και η εικόνα του αγριεμένου Ράντι είναι «μαμά-κακά». Το φουκαριάρικο το γατί είχε κοκκαλώσει από το φόβο του και δεν μας άφηνε να το πλησιάσουμε, θα μας ξέσκιζε. Ήταν σκελετωμένο και το ένα μάτι του ήταν κόκκινο, ήταν φανερό ότι είχε κάποια μόλυνση και… δε μου έκανε καρδιά να το αφήσω έτσι, απλά δε μου έκανε.
    - «Αναστασία, πετάξου σε παρακαλώ στο σπίτι και φέρε μια κουβέρτα και το κλουβί του Τριστάνου. Δε θα το αφήσω το γατάκι στην τύχη του»
    - «Ναι Αντώνη μου, πάω!» είπε και έφυγε σχεδόν τρέχοντας. Το γατί χεσμένο σχεδόν από το φόβο του και με τον Ράντι από κάτω δεν κουνήθηκε ρούπι αλλά ευτυχώς η Αναστασία δεν άργησε. Έπιασα το γατί με την κουβέρτα και με πολλά βάσανα κατόρθωσα και το έβαλα μέσα στο κλουβί μεταφοράς του Τριστάνου. «Τι θα κάνουμε τώρα;»
    - «Θα πάμε σπίτι και θα πάμε με το αυτοκίνητο στον Άγιο Στέφανο, εκεί έχει 24ωρο ιατρείο ζώων»

    Και έτσι μπήκε στη ζωή μας η Ιζόλδη.

    Το φουκαριάρικο ήταν υποσιτισμένο και τρομοκρατημένο και χρειάστηκε και αντιβίωση και τρέχαμε νυχτιάτικα να βρούμε φαρμακείο. Όταν επιστρέψαμε σπίτι η Αναστασία κατέβηκε κάτω και μου έφερε το πάρκο του Τριστάνο και το στήσαμε στη μέση του σαλονιού. Της δώσαμε γαλατάκι στο οποίο διαλύσαμε την αντιβίωση, η Ιζόλδη σύμφωνα με το γιατρό ήταν περίπου 40-50 ημερών οπότε για λίγο καιρό ακόμα το γαλατάκι θα ήταν μια χαρά συμπλήρωμα διατροφής. Η Αναστασία κατέβηκε ξανά να μου φέρει λίγη άμμο και δυο-τρία κεσεδάκια πατέ ώστε να έχουμε. Η Ιζόλδη σιγά-σιγά ηρέμισε και όταν με άφησε να της τρίψω λίγο το κεφάλι και μου έκανε χαρούμενη τρίλια κόντεψαν να με πάρουν τα ζουμιά. Αργά και προσεκτικά τη σήκωσα στο στέρνο μου και κάθισα στον καναπέ. Όταν άρχισε να μου γουργουρίζει ήταν η δεύτερη φορά μέσα σε λίγα λεπτά που παραλίγο να βάλω και πάλι τα κλάματα.

    Την έβαλα απαλά στο μαξιλάρι μέσα στο πάρκο αλλά δεν το έκλεισα από πάνω καθώς θεώρησα ότι δεν υπήρχε λόγος, ήταν πολύ μικρούλι για να σκαρφαλώσει. Η πιο συγκινητική στιγμή για μένα πάντως ήταν που όταν ο Ράντι ξάπλωσε την αρκουδίσια κεφάλα του, έξω από το πάρκο μεν, δίπλα όμως στο μαξιλάρι που είχαμε βάλει την Ιζόλδη και το καλύτερο είναι ότι η Ιζόλδη τον είδε αλλά ούτε νύχια έβγαλε ούτε έδειξε να τρομάζει. Δεν ξέρω, φοβόμουν ότι θα είχε πάρει τα σκυλιά από φόβο αλλά χορτασμένη και ζεστή φάνηκε να ξεχνάει την σύντομη, αλλά σκληρή, προηγούμενη ζωή της.

    - «Δεν σε κέρασα και αυτή την κρέπα» είπα στην Αναστασία όταν ξαπλώσαμε γύρω στις 01:00.
    - «Και αύριο μέρα είναι. Αντώνη;»
    - «Τι μωρό μου;»
    - «Είσαι υπέροχος άνθρωπος! Υπέροχος!»

    Πέσαμε για ύπνο και οι δύο ξεροί και γύρω στις 05:00 ξύπνησα νιώθοντας τη φούσκα μου ότι θα σπάσει. Πέρασα από το σαλόνι να δω τι κάνει το γατί και αυτό που είδα ήταν για φωτογραφία. Ο Ράντι είχε ξαπλώσει με τη μουσούδα του να ακουμπάει στο πάρκο, στο σημείο που είχα βάλει το μαξιλάρι της Ιζόλδης. Η κυρία είχε ξαπλώσει και εκείνη στο μαξιλάρι με τη μύτη της σχεδόν στο τοίχωμα του πάρκου, προς τη μεριά του Ράντι. Έφυγα νυχοπατώντας για να μη με πάρουν χαμπάρι και γύρισα στο κρεββάτι.

    Αυτή τη φορά ξύπνησα εγώ πρώτος και αφού έκανα την τουαλέτα μου και έπλυνα τα δόντια μου πήγα να μας φτιάξω καφέ. Η Ιζόλδη είχε ξυπνήσει και όταν με πήρε χαμπάρι άρχισε να νιαουρίζει. Της έβαλα να φάει μισό κεσεδάκι πατέ στο οποίο έπεσε με τα μούτρα, ωστόσο δεν το έφαγε όλο. Το ακόμα καλύτερο είναι ότι χωρίς καν να χρειαστεί κάποια εκπαίδευση τα είχε κάνει στην άμμο! Με το Ράντι είχα δεινοπαθήσει μέχρι να τον μάθω να τα κάνει στην ειδική πάνα αλλά οι γάτες είναι τελείως διαφορετικές. Την έτριψα για λίγο στο κεφάλι και μου τρίφτηκε κι εκείνη. Ο Ράντι ήρθε και αυτός να δει τα τεκταινόμενα βάζοντας την κεφάλα του πάνω από το πάρκο και η Ιζόλδη πήγε θαρρετά προς το μέρος του και κάνοντας απόπειρα να σκαρφαλώσει στο πάρκο, έκανε τον ξεφτίλα της τούνδρας να ξαφνιαστεί και να κάνει ένα βήμα πίσω.

    - «Βρε ντροπή του Καυκάσου, σε τραμπουκίζει το γατί;» τον ρώτησα σκασμένος στα γέλια και παίρνοντας ένα «γουφ» σαν απάντηση. Η Ιζόλδη προσπάθησε και πάλι να σκαρφαλώσει στο πάρκο και έφτασε μέχρι τη μέση πριν σωριαστεί στο μαξιλάρι. Άνοιξα το πορτάκι με το φερμουάρ στο πλάι και η Ιζόλδη έκανε τα πρώτα της διστακτικά βήματα έξω από το πάρκο. Ο Ράντι πήρε θάρρος και ήρθε προς το μέρος της αλλά η μικρή έκλασε μέντες και ξαναμπήκε στο πάρκο. Ο Ράντι ξάπλωσε με την κεφάλα του μπροστά από την πόρτα του πάρκου και λίγες στιγμές αργότερα τον πλησίασε διστακτικά η Ιζόλδη. Εκεί αποφάσισε ότι αρκετά οι δημόσιες σχέσεις -και δεν έχουμε πιει ακόμα τον καφέ μας- οπότε σταμάτησε και άρχισε να καθαρίζεται. Όταν τελείωσε πήγε και ξάπλωσε η μισή πάνω στο μαξιλάρι, η μισή κάτω, πώς διάβολο βολεύτηκε έτσι ο Θεός και η ψυχή του. Έκλεισα το πλαϊνό φερμουάρ και καλού-κακού έκλεισα και το πάνω μέρος του πάρκου και πήγα μέσα να ξυπνήσω την Αναστασία.

    - «Καλημέρα μωρό μου» της είπα ξυπνώντας την. «Σου έχω φτιάξει καφεδάκι»
    - «Καλημέρα αγάπη μου» είπε και τεντώθηκε. Σηκώθηκε και μου έδωσε ένα φιλάκι και μετά πήγε στο μπάνιο. Εγώ επέστρεψα στο σαλόνι. Λίγη ώρα αργότερα επέστρεψε και η Ιζόλδη που την άκουσε ξύπνησε και νιαούρισε. «Ξύπνησες μούτρο;» την ρώτησε κοιτάζοντάς την από ψηλά για να πάρει απάντηση μια χαρούμενη τρίλια. «Να φέρω τον Τριστάνο;»
    - «Και δεν τον φέρνεις;»
    - «Έρχομαι!» μου είπε και κατέβηκε κάτω φουριόζα. Γύρισε μετά από 5 λεπτά με την αυτού μεγαλειότητα στην αγκαλιά της. Ο Τριστάνο έκανε ένα σάλτο και πήδηξε στο πάτωμα και πήγε να επιθεωρήσει το πάρκο στο σαλόνι. Η Ιζόλδη τον πήρε χαμπάρι και πλησίασε τρεχάτη στην άκρη προσπαθώντας και πάλι να σκαρφαλώσει, ενώ ο φουκαράς ο Τριστάνο τρόμαξε και έκανε ένα σάλτο προς τα πίσω. Της άνοιξα και πάλι την πλαϊνή πορτούλα και αυτή τη φορά διστακτικά προχώρησε προς τα έξω.
    - «Καλός Ράντι» της είπα καθησυχαστικά χαϊδεύοντας την κεφάλα της αρκούδας που άρχισε να κουνάει την ουρά του με αποτέλεσμα να αρχίσει το γνωστό ροντέο με τον Τριστάνο πάνω της. Η Ιζόλδη πολύ διστακτικά πλησίασε την κεφάλα του Ράντι κερδίζοντας ένα μεγαλοπρεπέστατο γλείψιμο στη μούρη που την έφερε μια τούμπα. Σηκώθηκε και πήγε τρεχάλα προς τον Τριστάνο και σε λίγο οι δυο τους κυνηγιόντουσαν γύρω-γύρω από το Ράντι κάνοντάς μας να βάλουμε τα γέλια.
    - «Γλύκες είναι. Που έχεις το πιατάκι του Τριστάνο;»
    - «Στην κουζίνα είναι, στεγνώνει.»
    - «Ωραία, πάω να του βάλω να φάει. Η Ιζόλδη έφαγε;»
    - «Της έβαλα μισό πατέ αλλά δεν το έφαγε όλο. Αν πεινάσει εκεί είναι»
    - «Ο γιατρός είπε ότι πρέπει να της δίνεις και γάλα για λίγες μέρες.»
    - «Έχεις δίκιο. Δε μου λες, θα βάλεις σε ένα χαμηλό μπολάκι λίγο γάλα τώρα που θα πας μέσα;»
    - «Ναι μωρό μου, το ρωτάς; Πάω» μου είπε και κίνησε προς την κουζίνα. Επέστρεψε μετά από λίγο με το μπολάκι του Τριστάνο και ένα μικρό μπολάκι γεμάτο γάλα και… κάπως έτσι βγήκε η έκφραση κοπάδι από γάτες. Η Ιζόλδη πήγε στο φαγητό του Τριστάνο και ο Τριστάνο στο γάλα της Ιζόλδης. Η Αναστασία τους έπιασε και τους έβαλε τον καθένα μπροστά από το πιάτο του. Μετά πήγε και έβαλε barf και ξηρά τροφή στο μεταλλικό δοχείο του Ράντι ο οποίος σηκώθηκε και πήγε και έπεσε με τα μούτρα.
    - «Κοιμήθηκες καλά μωρό μου;» τη ρώτησα δίνοντάς της τον καφέ της.
    - «Ναι, μια χαρά» απάντησε πίνοντας μια γουλιά από τον καφέ της. «Σε κατάλαβα κάποια στιγμή ότι σηκώθηκες»
    - «Ναι, βασικά για κατούρημα σηκώθηκα και πήγα να ρίξω μια ματιά στο σαλόνι. Ήταν για φωτογραφία, ο Ράντι κοιμόταν με τη μουσούδα του να ακουμπάει το πάρκο στο σημείο που ήταν το μαξιλάρι και η Ιζόλδη κοιμόταν με τη μούρη προς το Ράντι, κολλητά και αυτή στο τοίχωμα του πάρκου.»
    - «Άσχετο, συνεννοήθηκες τελικά με Φοίβη και Ανδρέα για το βράδυ;»
    - «Ναι, ξέχασα να στο πω με αυτά που έγιναν χθες. Στις 21:30 σήμερα το βράδι στην Κρύπτη αν και μας βλέπω να πηγαίνουμε τελικά με το αυτοκίνητο, βρέχει έξω.»
    - «Δεν πειράζει μωρό μου. Ωραία, εγώ όπως είπα σχολάω στις 19:00 οπότε λογικά θα είμαι σπίτι γύρω στις 20:00 οπότε μια χαρά. Εσύ τι ώρα θα γυρίσεις;»
    - «Κι εγώ κάπου εκεί λογικά θα γυρίσω σπίτι.

    Γύρω στις οκτώ παρά η Αναστασία πήρε τον Τριστάνο και κατέβηκε κάτω για να ετοιμαστεί για να πάει στα μαθήματά της. Έβαλα αρκετό φαγητό στην Ιζόλδη για να έχει όλη τη μέρα και τελικά την έκλεισα στο πάρκο της. Ο Ράντι έμεινε πάνω οπότε άφησα την μπαλκονόπορτα ελαφρά ανοιχτή ώστε να μπορεί να μπαινοβγαίνει, η βεράντα είναι στον τρίτο όροφο και σε δημόσια θέα οπότε αν ήταν να μπουν κλέφτες θα έμπαιναν από την είσοδο και με το Ράντι μέσα, πολλή και καλή τους τύχη.

    Είχε αρκετή δουλειά αλλά δεν έχω παράπονο, η μέρα πέρασε σχεδόν χωρίς να το καταλάβω. Γύρω στις 19:30 τα μάζεψα και έφυγα και ήμουν από τους τελευταίους που είχαν μείνει στο κτήριο. Ευτυχώς δεν είχε ιδιαίτερη κίνηση οπότε γύρω στις 20:10 μπήκα σπίτι και ο Ράντι με υποδέχτηκε με ταγκό και γλείψιμο του αριστερού αφτιού, τα συνηθισμένα δηλαδή. Η Ιζόλδη με άκουσε και άρχισε να νιαουρίζει και να προσπαθεί να σκαρφαλώσει στο πάρκο της, οπότε της άνοιξα το πορτάκι και ήρθε τρέχοντας προς τα μένα. Την πήρα αγκαλιά και κάθισα λίγο στον καναπέ με την Ιζόλδη να γουργουρίζει του καλού καιρού μέχρι που ήρθε και ο Ράντι, οπότε με παράτησε και πήγε στην αρκούδα της.

    Πήγα στο πάρκο και, μιας και δεν είχα τα κατάλληλα σύνεργα για να την καθαρίσω, άλλαξα την άμμο της με καινούργια. Το φαγητό της δεν το είχε φάει όλο, ωστόσο πριν πάω να κάνω ντουζ, της έβαλα στο μπολάκι χλιαρό γάλα και του ρίχτηκε σα να μην υπάρχει αύριο. Έκλεισα την μπαλκονόπορτα και αφήνοντάς τα ζωάκια μου στο σαλόνι, πήγα να κάνω ντουζ. Αν και χρειαζόμουν ξύρισμα αποφάσισα να το αναβάλω για το πρωί και αφού στέγνωσα ντύθηκα απλά με τζιν και πουκάμισο. Πήρα τηλέφωνο την Αναστασία.

    - «Έλα μωρό μου!»
    - «Καλησπέρα κοριτσάκι μου, είδα το μήνυμα που μου έστειλες στις οκτώ. Είσαι έτοιμη;»
    - «Ναι μωρό μου, έτοιμη είμαι. Να ανέβω;»
    - «Ναι, και φέρε και τον Τριστάνο να μην είναι μοναχούλης. Θα κλείσω την μπαλκονόπορτα και θα τους αφήσω να κάτσουν όλοι μαζί στο σαλόνι»
    - «Εντάξει!» μου είπε και έκλεισε το τηλέφωνο. Δυο λεπτά αργότερα χτύπησε το κουδούνι και πήγα και της άνοιξα. Είχε ντυθεί και εκείνη απλά, τζιν και πουκάμισο του οποίου τα δύο πάνω κουμπιά ήταν ξεκούμπωτα κάνοντας σουτιέν και στήθος να φαίνονται με όχι ιδιαίτερη προσπάθεια. Με κοίταξε που την κοίταζα και κατέβασε το βλέμμα της προς το πουκάμισο. «Too much?»
    - «Όχι, μια χαρά είσαι αν έχεις σκοπό να με καυλώσεις!»
    - «Χιχιχιχι»
    - «Ναι αλλά δε θα καυλώσεις μόνο εμένα!»
    - «Ναι αλλά σ’ αρέσει να με κοιτάνε και μην το αρνηθείς!»
    - «I’m pleading the fifth!» της απάντησα
    - «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» ήταν η δική της απάντηση.

    Κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο και μπήκαμε μέσα. Βγήκα στην Κηφισίας και έστριψα αριστερά και μετά δεξιά για Πολιτεία. Στη διασταύρωση με την Τρικούπη έστριψα δεξιά και πήρα το δρόμο για τα Μελίσσια. Γύρω στις 21:20 πάρκαρα κάπου κοντά στην Κρύπτη και κατεβήκαμε και μπήκαμε μέσα. Είχε δυο-τρία τραπέζια γεμάτα αλλά κατά τα άλλα δεν είχε κόσμο. Καθίσαμε στο τραπέζι δεξιά από τον κρεμασμένο Φλογοδόντη και όταν ήρθε η σερβιτόρα της είπαμε να ξαναέρθει σε λίγο ώστε να παραγγείλουμε όλοι μαζί. Στις 21:30 ακριβώς, Άγγλοι στο ραντεβού τους, ήρθαν Ανδρέας και Φοίβη. Είχαν ντυθεί και εκείνοι απλά, εκείνος πουκάμισο με τζιν και εκείνη με ένα απλό φόρεμα που επίσης τόνιζε το στήθος της, κάνοντάς με να καυλώσω στη στιγμή.

    - «Καλώς τα παιδιά» είπα και σηκωθήκαμε και οι δύο.
    - «Παιδιά…» είπε πειρακτικά ο Ανδρέας.
    - «Γιατί παιδιά δεν είμαστε; Τι, που έχουμε μεγάλη προϋπηρεσία;» ρώτησε η Φοίβη κάνοντάς μας όλους να γελάσουμε.
    - «Γεια σας» είπε η Αναστασία ντροπαλά και έδωσε το χέρι της στη Φοίβη, που την άρπαξε από το χέρι και την πήρε αγκαλιά και τη ζούπισε φιλώντας την σταυρωτά. Μετά πήρε εμένα στην αγκαλιά της και με ζούπισε εξίσου. Ο Ανδρέας ήταν πιο συγκρατημένος και έμεινε στη χειραψία τόσο μαζί μου όσο και με την Αναστασία.

    Όταν ήρθε η σερβιτόρα ο Ανδρέας παράγγειλε για τον εαυτό του μια μπύρα και για την Φοίβη ένα white Russian.

    - «Τι είναι αυτό;» ρώτησε η Αναστασία και η Φοίβη της εξήγησε. «Θέλω κι εγώ!»
    - «Εντάξει, δύο white Russian και δυο μπύρες» είπα στη σερβιτόρα. «Α, Φοίβη, μιλήσατε με τον Ανδρέα; Πρέπει να ξέρω τι θα πω στην Κλέλια!»
    - «Ναι!!!!» είπε και χτύπησε παλαμάκια ενθουσιασμένη! «Αρκουδοκούταβος!»
    - «Δηλαδή της λέω, ναι, έτσι;» ξαναρώτησα για να βεβαιωθώ.
    - «Ναι ναι… αν γίνεται αρσενικό»
    - «Εντάξει!» απάντησα. «Α, δεν σας τα είπα, κονομήσαμε και δεύτερη γάτα!» τους είπα και τους εξήγησα τα καθέκαστα. Η Φοίβη χειροκρότησε δακρυσμένη και σηκώθηκε και με πήρε και άλλη αγκαλιά και μετά πήρε αγκαλιά την Αναστασία, γιατί έτσι, και μετά πήρε αγκαλιά και τον Ανδρέα για να μη μείνει ρέστος στη διανομή. Δεν μπορούσες να τη γνωρίσεις και να μην την κάνεις χάζι!
    - «Κάτσε καλά βρε τρελοκομείο» την ψευτομάλλωσε ο Ανδρέας για να πάρει ως απάντηση ένα μεγαλοπρεπέστατο «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» κάνοντάς με να σκάσω στα γέλια.
    - «Κάτι μου θυμίζει αυτό»
    - «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» ήταν η σειρά της Αναστασίας.
    - «Νιιιιιιιιιιιιιιιιι!» φώναξε χειροκροτώντας και πάλι η Φοίβη.
    - «Βλέπεις τι τραβάω;» με ρώτησε ο Ανδρέας.
    - «Ναι, πες μας από πάνω ότι έχεις και παράπονο μοσιού!» τον μάλωσε η Φοίβη.

    Η υπόλοιπη βραδιά πέρασε πολύ όμορφα με γέλια και πειράγματα εκατέρωθεν. Αν και πολύ θα ήθελα να βγάλω τα μάτια μου με τη Φοίβη, δεν θα με πείραζε ακόμα και αν δεν γινόταν τίποτα, και μόνο η παρέα τους άξιζε κάθε λεπτό. Η Φοίβη ήταν πραγματικό τρελοκομείο, ηδονίστρια και φοβερά απελευθερωμένη, ήταν αυτή που στην πραγματικότητα «τραβούσε» τον Ανδρέα στην ακολασία, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που το έκανε σε μένα η Αγγελική. Σκέφτηκα πόσο θα λάτρευαν η μία την άλλη, αν είχαν προλάβει να γνωριστούν και ένιωσα πάλι τις γνωστές μαχαιριές στην καρδιά μου, κάτι το οποίο δεν πέρασε απαρατήρητο από τη Φοίβη.

    - «Τι έπαθες εσύ καλέ;»
    - «Σκέφτομαι… μοιάζεις πολύ στην Αγγελική… υπό την έννοια ότι και η ίδια ήταν φοβερά απελευθερωμένη και… και… πόσο θα λατρεύατε η μία την άλλη.»
    - «Είμαι σίγουρη» μου είπε χαμογελώντας χωρίς να με πιέσει να πω περισσότερα, άλλωστε με την Αναστασία μαζί, θα ήταν κάμποσο αμήχανο.
    - «Αλλαγή θέματος. Ερώτηση και προς τους δύο, έχετε κάποια προτίμηση σε φαγητό;»
    - «Έχω εγώ!» είπε η Αναστασία. «Σουφλέ τυριών! Δεν σας κάνω πλάκα, δεν έχετε φάει τέτοιο σουφλέ!»
    - «Βρε διαόλι» τη μάλωσα τρυφερά «άσε τα παιδιά να μας πουν τι θέλουν!»
    - «Αγόρασα!» είπε ο Ανδρέας.
    - «Θα φέρουμε κι εμείς κάτι» είπε η Φοίβη. «Είναι μια σπεσιαλιτέ που μου την έμαθε η Χριστιάνα, μάθαμε με τα πολλά να το φτιάχνουμε κι εμείς!»
    - «Now you’re talking! Τι σπεσιαλιτέ αν επιτρέπεται;»
    - «Παστίτσιο είναι αλλά trust me, δεν θα έχεις φάει ξανά τέτοιο!»
    - «Παστίτσιο! Θεέ μου, παστίτσιο!!!!» φώναξα. Είχα να φάω παστίτσιο από τότε που έχασα την Αγγελική μου. «Θαυμάσια, έχω και τα κατάλληλα κρασιά!»
    - «Λέγαμε να φέρουμε Αγιωργίτικο» είπε ο Ανδρέας
    - «Έχω και Αγιωργίτικο, πραγματικά Ανδρέα, δε χρειάζεται να φέρετε κρασί.»

    Γύρω στις 01:00 είπαμε να το διαλύσουμε γιατί η επόμενη ήταν και εργάσιμη. Αποχαιρετιστήκαμε δίνοντας ραντεβού για την Παρασκευή στις 21:00 στο σπίτι μου.

    - «Όμορφα ήταν!» είπε η Αναστασία όταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο.
    - «Ήταν, πράγματι» συμφώνησα χαμογελώντας. Έβαλα μπρος και ξεκίνησα αλλά δεν πήγα προς το σπίτι, είχα όρεξη για τρελλίτσες -η Φοίβη με είχε κάνει πύραυλο- και πήρα το δρόμο προς το βουνό.
    - «Πού πάμε;»
    - «Να σε κυλίσω στο βόρβορο» απάντησα χωρίς περιστροφές.

    Είκοσι λεπτά αργότερα ήμασταν στο πλάτωμα, στο οποίο είχε ακόμα άλλα δύο αυτοκίνητα, προφανώς δεν ήμασταν οι μόνοι που θα κυλιόμασταν στην ακολασία. Πάρκαρα σε μια άκρη και έσβησα τη μηχανή. Έλυσα τη ζώνη μου και το ίδιο έκανε και η Αναστασία και γύρισα προς το μέρος της και άρχισα να τη φιλάω και να τη χαϊδεύω στο στήθος. Την έβαλα να βγάλει πουκάμισο και σουτιέν και έμεινε γυμνή από πάνω. Ξεκούμπωσα το παντελόνι μου και την πίεσα προς το μέρος μου και η Αναστασία έσκυψε και με πήρε στο στόμα της. Την έπιασα από το κεφάλι και άρχισα να της δίνω ρυθμό και η μικρή έδινε τον καλύτερο εαυτό της κάνοντάς με να το απολαύσω όσο πιο πολύ γινόταν. Στο μυαλό μου έπλασα την εικόνα να μου κάνει τσιμπούκι η Φοίβη ενώ η Αναστασία τσιμπούκωνε τον Ανδρέα και αυτό ήταν που απογείωσε την έτσι κι αλλιώς καταπληκτική πίπα που μου έκανε η μικρή, με αποτέλεσμα να μην αντέξω ούτε πέντε λεπτά. Την κράτησα ακίνητη και απόλαυσα κάθε ηδονικό σπασμό που έκανε το όργανό μου μέσα στο στόμα της, πλημμυρίζοντάς το. Την άφησα να καταπιεί και όταν σηκώθηκε την άρπαξα στην αγκαλιά μου και, σφίγγοντάς την πάνω μου, την φίλησα βαθιά.

    - «Ήσουν υπέροχη!» της είπα όταν τραβηχτήκαμε.
    - «Σου άρεσε μωρό μου;»
    - «Και το ρωτάς βρε χαζούλα;»
    - «Μ’ αρέσει να το ακούω.»
    - «Μου άρεσε πολύ-πολύ-πολύ-πολύ-πολύ κοριτσάκι μου!»
    - «Αντώνη μου;»
    - «Αναστασία μου;» τη ρώτησα στον ίδιο τόνο.
    - «Την Παρασκευή θα κάνουμε… ξέρεις…;»
    - «Αν μας βγει θα κάνουμε, αν δε μας βγει δε θα κάνουμε. Αυτά τα πράγματα, Αναστασία μου, εξαρτώνται απολύτως από τη διάθεση που έχουν οι συμμετέχοντες την συγκεκριμένη στιγμή.»
    - «Εσύ όμως θα ήθελες, έτσι δεν είναι;»
    - «Ναι, όπως είμαι τώρα θα ήθελα.»
    - «Εγώ… δεν… δεν είμαι σίγουρη…»
    - «Τότε δε θα γίνει.»
    - «Μα εσύ το θέλεις!»
    - «Δεν αρκεί να το θέλω εγώ, αρχικά πρέπει να το θέλουν και η Φοίβη και ο Ανδρέας αλλά ακόμα και αν το θέλουμε οι τρεις μας, αν δε θέλεις κι εσύ δε θα γίνει.»
    - «Δεν ξέρω… εννοώ… ο Ανδρέας μου αρέσει… πολύ…»
    - «Εχμ, αυτή είναι η ιδέα!»
    - «Αντώνη, σήμερα που μιλούσατε εσύ με τη Φοίβη, μιλούσα κι εγώ με τον Ανδρέα και…»
    - «Crushed, gotcha!» της είπα πειρακτικά.
    - «Νιώθω άσχημα! Είμαι μαζί σου!»
    - «Γιατί μωρό μου, κινδυνεύω να με παρατήσεις για τα μάτια του Ανδρέα; Δεν λέω, είναι συγκλονιστικά ωραίος άντρας και φοβερός τύπος…» την πείραξα.
    - «Έλα, μη με πειράζεις, σου μιλάω σοβαρά!»
    - «Ωραία, σοβαρά λοιπόν. Ποιο είναι το πρόβλημα;»
    - «Δεν… ντρέπομαι…»
    - «Ε αν δεν ντρέπεσαι τότε καλά είμαστε» την πείραξα.
    - «Αντώνη!» με συμμάζεψε.
    - «Τι να σε κάνω, είναι σα να μου ζωγραφίζεις στόχο!»
    - «Ουφ!»
    - «Πες μου βρε, τι ακριβώς σε προβληματίζει;»
    - «Ουφ… να εκεί… εκεί που μιλούσαμε θυμήθηκα το Σάββατο που τον φίλησα… και… και ξαφνικά ήθελα να με πάρει στην αγκαλιά του… να με φιλήσει… να με χαϊδέψει… να… τον χαϊδέψω… και…»
    - «Και…;»
    - «Πριν λίγο… που… που σου έκανα στοματικό… φανταζόμουν ότι το έκανα στον Ανδρέα»

    Ναι, η αλήθεια είναι ότι αυτό δεν το περίμενα. Προφανώς και είχα καταλάβει ότι είχε φάει άσχημο crush μαζί του αλλά αυτό δεν το περίμενα. Να πω ότι δεν ένιωσα ζήλεια; Θα είμαι ψεύτης. Αλλά πάλι σάμπως εγώ ήμουν καλύτερος; Τη Φοίβη δε φανταζόμουν να μου κάνει πίπα πριν λίγη ώρα; Ορίστε, καύλωσα πάλι και όχι από τη σκέψη της Φοίβης να μου κάνει πίπα αλλά με τη σκέψη της Αναστασίας γονατισμένης μπροστά στον Ανδρέα με το στόμα της γεμάτο.

    - «Αντώνη;» με ρώτησε η Αναστασία με φωνή γεμάτη ανησυχία.
    - «Ομολογώ ότι ξαφνιάστηκα» της απάντησα ειλικρινά. «Και καύλωσα και πάλι» της είπα και της πίεσα το κεφάλι προς τα κάτω. «Κάνε με να σε χύσω και πάλι… και θέλω να φανταστείς ξανά το ίδιο πράγμα, ότι κάνεις τσιμπούκι στον Ανδρέα»

    Ύψωσε λίγο το βλέμμα της προς τα εμένα και την πίεσα ακόμα πιο δυνατά. Σταμάτησε να αντιστέκεται και πήρε και πάλι το όργανό μου στο στόμα της.

    - «Θέλω να φανταστείς ότι κάθεται στον καναπέ και έχεις γονατίσει μπροστά του. Έχει τα χέρια του στο κεφάλι σου και σου δίνει ρυθμό και εσύ τον ακολουθείς υπάκουα. Ο πούτσος του γεμίζει το στόμα σου αλλά εσύ δίνεις τον καλύτερό σου εαυτό, θέλεις να τον κάνεις να το απολαύσει, θέλεις να τον κάνει να χύσει στο στοματάκι σου. Και όταν το κάνει, σαν καλό κοριτσάκι που είσαι, θα καταπιείς, δε θα αφήσεις στάλα να πάει χαμένη.»
    - «ΜΜΜΜΜΜ» ήταν η απάντησή της ρουφώντας με ακόμα μεγαλύτερο ενθουσιασμό.
    - «Και μετά… μετά θα σε βάλει στο κρεββάτι και θα σε γλείψει σε όλο σου το σώμα και θα σε κάνει να σπαρταράς… και μετά θα ξαπλώσει πάνω σου, θα σου ανοίξει τα πόδια και θα αρχίσει να οργώνει το μουνάκι σου.» Την τράβηξα από το μαλλί και την σήκωσα. «Θέλεις να σε γαμήσει μωρό μου; Θέλεις να σε σκίσει απ’ όλες σου τις τρυπούλες;»
    - «Θέλω… θέλω…» μου απάντησε με φωνή που έτρεμε.
    - «Κάνε με να σε χύσω. Μέχρι την Παρασκευή μόνο εγώ θα σε χύνω, εσύ θα κρατήσεις για την Παρασκευή, μόνο την Παρασκευή θα σου επιτραπεί να χύσεις. Αύριο το πρωί που θα πας στο μάθημα, θα φοράς τη σφήνα που σου έχω πάρει στο μουνάκι. Δε θα τη βγάλεις πάρα μόνο όταν πας για κατούρημα και μετά θα τη βάλεις και πάλι. Ακούς;»
    - «Μάλιστα… θα φορέσω τη σφήνα…»
    - «Και την Παρασκευή θα φορέσεις όλη μέρα τη μικρή σφήνα στο κωλαράκι σου. Θα τη βγάλεις μόνο το βράδι που θα γυρίσεις και θα κάνεις κλύσμα για να είσαι προετοιμασμένη. Αν ο Ανδρέας θέλει κωλαράκι, θα γαμήσει κωλαράκι!»
    - «Μ…μάλιστα»
    - «Κάνε με να σε χύσω τώρα» της είπα και την πίεσα να με πάρει και πάλι στο στόμα της. Φέρνοντας στο νου μου όλα αυτά που της έλεγα, και παρά το γεγονός ότι είχα χύσει πριν λίγη ώρα, δε μου πήρε πάλι ούτε πέντε λεπτά για να νιώσω τον πούτσο μου να σπαρταράει μέσα στο στοματάκι της πλημμυρίζοντάς το και πάλι. Κατάπιε και την τελευταία ριπή και τραβήχτηκε σιγά-σιγά. Εγώ κούμπωσα το παντελόνι μου και έβαλα μπρος.
    - «Κάτσε, δεν έχω ντυθεί ακόμα»
    - «Φόρα απλά το πουκάμισο. Όχι σουτιέν και δε θα κουμπώσεις κανένα κουμπί.»
    - «Μάλιστα» μου απάντησε φυσικότατα.
    - «Και αυτά που σου είπα για τις σφήνες δεν ήταν για την καυλάντα. Αύριο θα φορέσεις τη σφήνα στο μουνάκι σου και μεθαύριο τη σφήνα στο κωλαράκι σου.»
    - «Ουφ!»
    - «Στα σοβαρά τώρα, αν αρχίζουν να σε ενοχλούν μπορείς να πας να τις βγάλεις, ωστόσο θέλω αύριο και μεθαύριο, τόσο στο τραίνο, όσο και στο πρώτο μάθημα να είσαι με τη σφήνα στο μουνάκι την πρώτη μέρα και στο κωλαράκι τη δεύτερη. Σήμερα θα κοιμηθούμε μαζί σπίτι μου και το πρωί θα με ξυπνήσεις με το στοματάκι σου.»
    - «Θα το κάνω μωρό μου» μου απάντησε ναζιάρικα.
    - «Και ισχύει και αυτό που σου είπα, αν μετά από όλα αυτά την Παρασκευή δεν έχεις διάθεση για παιχνίδι τότε θα αρκεστούμε στο φαγητό. Αρκεί μόνο αυτό να ΜΗΝ οφείλεται στο γεγονός ότι ντρέπεσαι, δε θέλω να ντρέπεσαι. Είσαι ενήλικη, είσαι νέα και υγιής και έχεις ορμές, δεν έχεις κανένα λόγο να ντρέπεσαι να θέλεις να τις ικανοποιήσεις, πόσο μάλλον με κάποιον που σου αρέσει τόσο πολύ.»
    - «Δεν το καταλαβαίνω αυτό… εννοώ… δεν σε πειράζει; Δεν ζηλεύεις;»
    - «Έχω μάθει να το διαχειρίζομαι. Άλλωστε Αναστασία μου, στο έχω ξαναπεί, αν μια σχέση μπορεί να κινδυνέψει από μερικά ξενοπηδήματα, τότε η σχέση εξαρχής δεν ήταν τόσο δυνατή ώστε να αξίζει τον κόπο να ρίξεις έστω και δεύτερο δάκρυ για πάρτη της. Θέλω να ικανοποιείς τις ορμές σου, όχι απαραίτητα με μένα, το μόνο που χρειάζεται είναι να το γνωρίζω πριν συμβεί ή αν είναι απροσδόκητο, να το μάθω από εσένα αμέσως αφού γίνει. Σε εμπιστεύομαι ότι δε θα κάνεις κάτι πίσω από την πλάτη μου.»
    - «Στο ορκίζομαι, δε θα κάνω ποτέ τέτοιο πράγμα. Το ξέρεις, δεν το ξέρεις;»
    - «Όχι, δεν το ξέρω. Σε εμπιστεύομαι ότι δε θα το κάνεις και αυτό ακριβώς είναι η εμπιστοσύνη.»
    - «Δεν θα την προδώσω. Ποτέ δε θα την προδώσω.»

    Λίγη ώρα αργότερα ήμασταν σπίτι μου. Παίξαμε λίγο με τα τρία τερατάκια που ξύπνησαν και μας έκαναν χαρούλες, καθαρίσαμε την άμμο των γατιών, βάλαμε φρέσκο νερό στον αρκούδο -φαγητό του είχα βάλει πριν φύγουμε- και πήγαμε καρφί για ύπνο και η τελευταία μου σκέψη πριν πέσουμε για ύπνο ήταν να είμαι ξαπλωμένος έχοντας τη Φοίβη πάνω μου να με καβαλάει ενώ εγώ παίζω με τα στήθη της.

    Μία και σήμερα…

    --- ΤΕΛΟΣ ΔΩΔΕΚΑΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ---
     
  7. mystique

    mystique Owned Premium Member Contributor

    Πρωί πρωί..
     
  8. antreas Armatas

    antreas Armatas Regular Member

    Και πρωί και βράδυ η πένα του είναι υπέροχη.
    Όλες οι ιστορίες φοβερές με συνέπεια να θέλουμε συνέχεια .
    Νομίζω ότι άνετα βάζει κάτω την δυναστεία.
    Συνέχισε να μας καθηλώνεις .
    Περιμένω την συνέχεια.
     
  9. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 13ο - There was something in the air that night…

    Κάτι ήξερε η Αγγελική όταν με πίεσε να πάρουμε αυτό το κρεββάτι και ας βρίσκαμε το διάολό μας για να βρούμε σεντόνια που να ταιριάζουν. Αν και οι καλοί χωράν παντού, την άπλα κανείς δεν μίσησε.

    - «Η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο» είπα σα χορτασμένος γάτος και η Φοίβη δίπλα μου έβαλε τα γέλια. «Θα έρθεις να μου κάνεις παρέα; Τα παιδιά είναι απασχολημένα!» της ψιθύρισα, καθώς ο Ανδρέας είχε χαμηλώσει ανάμεσα στα πόδια της Αναστασίας και την περιποιούνταν με τη γλώσσα του.
    - «Αμέ!»

    Της έδωσα μια κουβερτούλα για να τυλιχτεί και πήρα κι εγώ μία και βγήκαμε στη βεράντα. Οι τέντες και τα πλαϊνά ήταν κατεβασμένα αλλά ακόμα και έτσι, στο σημείο που ήταν η κούνια δε φαινόμασταν από τα απέναντι σπίτια. Άναψα το τσιγάρο και τράβηξα μια δυνατή ρουφηξιά.

    - «Ποτέ δεν κατάφερα να το κόψω, όχι τελείως. Αν και τώρα κάνω ένα-δυο τσιγάρα την εβδομάδα, υπάρχουν κάποιες στιγμές που… δεν ξέρω πως να στο πω βρε Φοίβη, χωρίς τσιγάρο θα έχαναν κομμάτι από τη γοητεία τους.»
    - «Μου θυμίζεις τη Χριστιάνα. Και εκείνη το έχει κόψει πολλά χρόνια αλλά που και που, όταν το απαιτούν οι περιστάσεις το μπουμπουνάει.»
    - «Ομολογώ πως όταν μου είπατε την ιστορία σας μάζεψα το σαγόνι μου από το πάτωμα. Πολύ προχωρημένο ακόμα και για τις μέρες μας, πόσο μάλλον τα μέσα του ‘90»
    - «Μπορεί να είμαι εγώ εκείνη που παρασέρνει τον Ανδρέα στις ακολασίες, που έλεγες κι εσύ προχθές, αλλά ξέρεις τι; Αν δεν είχα την ενθάρρυνσή του ποτέ δε θα είχε γίνει όλο αυτό. Ό,τι έγινε, έγινε με τις δικές του ευχές. Ξέρεις τι μου είχε πει; “Ζήτα μου ό,τι θες Φοίβη, αν είναι στο χέρι μου να στο δώσω, θα το κάνω”. Και δεν έμεινε στα λόγια, Αντώνη, εδώ και 30 χρόνια το κάνει πράξη, όπως πράξη το κάνω κι εγώ. Ο Ανδρέας έβγαλε στην επιφάνεια τον πραγματικό μου εαυτό, έγινα αυτό που είμαι και το οφείλω στον Ανδρέα και μόνο. Οκ, και στη Χριστιάνα… Εντάξει, και στο Vasily.»
    - «Παρέλαση» της είπα πειρακτικά.
    - «Χαχαχα, αυτά ήρθαν μετά. Αν και με τη Χριστιάνα είχε βρει τη Νιρβάνα του ο κύριος, με τον Vasily ζορίστηκε κάμποσο στις αρχές. Ωστόσο το λόγο του τον κράτησε, τίποτε άλλο δεν έχει σημασία.»
    - «I can relate to this. Κι εγώ φρίκη είχα φάει την πρώτη φορά που είδα την Αγγελική να βγάζει τα μάτια της με άλλον άντρα. Η ζήλεια ωστόσο είναι κάτι που μανατζάρεται, αρκεί να συνειδητοποιήσεις πως αν μια σχέση μπορεί να κινδυνεύσει από ένα ή περισσότερα περιστασιακά ξενοπηδήματα, δεν είναι σχέση για την οποία αξίζει να χαλάς τη ζαχαρένια σου.»
    - «Με τη Χριστιάνα δεν ήταν περιστασιακά ξενοπηδήματα, ήμασταν ερωτευμένες η μία με την άλλη και η Χριστιάνα δεν είχε συναισθήματα μόνο για μένα, είχε και για τον Ανδρέα, που μπορεί να ήταν σε μικρότερο βαθμό αλλά δεν ήταν ανύπαρκτα. Με το Vasily ήταν λίγο πιο περίεργη η φάση. Ήταν μεταδιδακτορικός ερευνητής και κολλήσαμε καθώς ο ένας στα μάτια του άλλου βρήκαμε αντίπαλο που είχε πραγματικό ενδιαφέρον στο σκάκι. Εκείνος ήταν τότε στα πρόθυρα του να γίνει international master κι εγώ ήμουν πρωταθλήτρια Χίου, εκείνος ήταν εξαιρετικά δυνατός στο κλασσικό σκάκι και εγώ στο rapid και το bullet και έτσι αρχίσαμε να προπονούμε ο ένας τον άλλον και το ένα έφερε το άλλο… Ο Ανδρέας είχε ζοριστεί αρχικά στην ιδέα αλλά… καλά το λένε, όσα φέρνει μια στιγμή δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος.»
    - «Τι έγινε δηλαδή;»

    Αντί για απάντηση άρχισε να τραγουδάει.

    There was something in the air that night,
    The stars were right, Ferdando


    Χαμογελώντας άρχισα να τραγουδάω κι εγώ

    They were shining for you and me, for liberty, Fernando.

    Και μετά και οι δύο μαζί

    Though we never thought that we could lose, there’s no regret.
    If I had to do the same again, I would my friend, Fernando.
    If I had to do the same again, I would my friend, Fernando.


    - «Σε θέλω… πάλι» της είπα και έσβησα το τσιγάρο μου.
    - «Πάμε μέσα» μου απάντησε με βραχνή φωνή.

    Γυρίσαμε στο δωμάτιο, η Αναστασία τρανταζόταν ενώ ο Ανδρέας είχε βυθίσει το πρόσωπό του στο μουνάκι της κρατώντας την από τα μπούτια. Ξάπλωσα ανάσκελα και η Φοίβη με πήρε στο στόμα της.

    Δυο ώρες πριν

    - «Σου έχω μια έκπληξη» είπε ο Ανδρέας όταν τελειώσαμε το φαγητό. Άνοιξε την τσέπη του πουκαμίσου του και έβγαλε από εκεί ένα πούρο.
    - «Cohiba 55!» είπα εντυπωσιασμένος.
    - «Δε μου αρέσει το κάπνισμα, αλλά ένα από αυτά στη χάση και στη φέξη είναι αριστούργημα, και ας γκρινιάζει η κυρά!»
    - «Τότε σου έχω κι εγώ μια έκπληξη» του είπα και σηκώθηκα και πήγα και έφερα το Talisker. “Care to join me? Πάμε στη βεράντα, κορίτσια ελάτε κι εσείς.»
    - «Να μαζέψουμε λίγο το τραπέζι;» ρώτησε η Αναστασία.
    - «Αργότερα το τραπέζι. Φοίβη, εσύ θέλεις ουίσκι;»
    - «Βάλε μου κι εμένα αλλά ελάχιστο.»
    - «Αναστασία;»
    - «Βάλε μου όσο και της Φοίβης»

    Πήραμε ο καθένας το ποτήρι του και βγήκαμε έξω και κάτσαμε στη βεράντα. Ο καιρός ήταν βροχερός τις τελευταίες μέρες αλλά επειδή δε φύσαγε, είχα κατεβάσει τελείως τις τέντες και μπροστά στα κάγκελα αλλά και στα πλαϊνά. Κάθισα με τον Ανδρέα στο τραπέζι ενώ Φοίβη και Αναστασία κάθισαν στην κούνια. Ο Ράντι ήταν στον κήπο ενώ Τριστάνο και Ιζόλδη ήταν στο σπίτι της Αναστασίας. Ανάψαμε τα πούρα μας και ο συνδυασμός με το Talisker ήταν to kill for.

    - «Αντώνη, βάλε λίγο μουσική» είπε η Αναστασία.
    - «Εξαιρετική ιδέα!» είπα.

    Πήγα μέσα και έφερα το Bluetooth ηχείο, το σύνδεσα με το κινητό μου και στο YouTube βρήκα την play list μου με τις ροκ μπαλάντες και την έβαλα να παίζει. Όταν έπεσαν οι πρώτες νότες ο Ανδρέας σηκώθηκε και πλησίασε τη Φοίβη και εκεί ακολούθησε ο παρακάτω διάλογος, ο οποίος ομολογώ μας προξένησε απορία.

    - «Χορεύετε δεσποινίς;» ρώτησε τη Φοίβη.
    - «Έχασες κανένα στοίχημα;»
    - «Όχι»
    - «Χμμ…» είπε κοιτάζοντάς τον σκεπτική.
    - «Θα έρθεις παιδάκι μου ή όχι;» τη ρώτησε.
    - «Well, that’s a first» είπε και τον ακολούθησε.

    Love hurts, love scars
    Love wounds and marks
    Any heart
    Not tough or strong enough

    To take a lot of pain, take a lot of pain
    Love is like a cloud
    Holds a lot of rain

    Love hurts
    Ooh, ooh, love hurts


    Στο μεταξύ πήρα κι εγώ την Αναστασία και κρατώντας την σφιχτά αγκαλιά ξεκινήσαμε να λικνιζόμαστε με τη σειρά μας. Όταν τέλειωσε το “Love Hurts” ξεκίνησε το «Dream on» των Aerosmith και εκεί πρότεινα να ανταλλάξουμε ντάμες.

    - «Αν επιτρέπεται, τι ήταν αυτό με το στοίχημα;»
    - «Έτσι ξεκίνησε η γνωριμία μας το Νοέμβρη του 1989, στο πάρτι της Ευτυχίας, της αδερφής του. Μπήκαν οι μπαλάντες και ο Ανδρέας ήρθε και μου ζήτησε να χορέψουμε…» και όσο χορεύαμε μου είπε την ιστορία τους από την αρχή.
    - «Τι όμορφη ιστορία!»
    - «Ναι, σαν παραμύθι!»
    - «Καλύτερη από παραμύθι γιατί είναι αληθινή»
    - «Εσείς πώς γνωριστήκατε;»
    - «Με την Αγγελική;»
    - «Όχι, με την Αναστασία»

    Ξεροκατάπια και της είπα ολόκληρη την ιστορία, χωρίς να κρύψω τίποτα. Δεν ξέρω, ένιωθα απίστευτα ζεστά δίπλα της, ένιωθα ότι μπορώ να της εμπιστευτώ τα πάντα. Μπορεί να ήταν η δική μου ανάγκη να μιλήσω για όλα αυτά σε κάποιον διαφορετικό από την Αναστασία.

    - «Αντώνη, η Χριστιάνα, η κόρη μας, είναι δύο χρόνια μεγαλύτερη από την Αναστασία. Ειλικρινά θα προτιμούσα να γνωρίσει τον έρωτα με κάποιον σαν εσένα από κάποιο συνομήλικό της. Πρόσεξε, όχι με κάποιον που θέλει να την πηδήξει και να φύγει, με κάποιον σαν εσένα!»
    - «Με πνίγουν οι τύψεις, ώρες-ώρες. Την ξέρω από δεκατριών χρονών. Η Αγγελική την είχε σαν κόρη της. Εγώ… εγώ δεν ήθελα ποτέ παιδιά αλλά αυτό δεν αλλάζει ότι η συγχωρεμένη την έβλεπε σαν την κόρη της. Και… και αν δεν είχε έρθει εκείνο το κύμα… θα είχε κυλήσει τελείως διαφορετικά. Στην αρχή δεν ήταν τίποτα παραπάνω, μόνο σαρκικός πόθος. Την ήξερα, εκτιμούσα αφάνταστα το μυαλό της και το χαρακτήρα της, αλλά ήταν πιτσιρίκα…»
    - «Ναι αλλά δεν έμεινε εκεί, Αντώνη.»
    - «Θα μπορούσε να είχε μείνει και να είχε πληγωθεί.»
    - «Πολλά θα μπορούσαν να έχουν γίνει αλλά σημασία έχουν αυτά που πραγματικά έγιναν. Αν δεν ήσουν εσύ θα ήταν κάποιος άλλος και πιθανά όχι καλός σαν εσένα.»
    - «Δεν της αρέσουν οι συνομήλικοί της». Χαμογέλασα. «Έχει crushάρει πολύ άσχημα με τον Ανδρέα.»
    - «Ζηλεύεις;»
    - «Λίγο, ναι» ομολόγησα. «Από την άλλη… προχθές μόλις της έλεγα ότι είναι νέα και υγιής και είναι φυσιολογικό να έχει ορμές και είναι φυσιολογικό να θέλει να τις ικανοποιήσει με ανθρώπους που την ελκύουν με συγκεκριμένο τρόπο. Ωστόσο… δεν ξέρω. Δε θα είναι περίεργο για τον Ανδρέα;»
    - «It’s not his first rodeo, του Ανδρέα του αρέσουν οι μικρούλες. Βέβαια στη σκέψη να έκαναν τέτοια πράγματα στη δική του κόρη θα πάθαινε απανωτά εγκεφαλικά, αλλά κάποια στιγμή θα γίνει και αυτό, έτσι είναι η φύση των πραγμάτων. Και μεταξύ μας, αν όντως η Αναστασία έχει επιθυμία για παιχνίδι, σε διαβεβαιώ ότι δεν θα μπορούσε να βρει καταλληλότερο. Εδώ μέχρι και η Χριστιάνα την έβρισκε αρκετά μαζί του και η Χριστιάνα είναι λεσβία! Το πρόβλημα δεν θα είναι η Αναστασία, αλλά πιθανότατα εσύ!»
    - «Γιατί το λες αυτό;»
    - «Γιατί όταν τελειώσει μαζί της ο Ανδρέας το χαμόγελό της δε θα σβήνει»
    - «Ελπίζω το ίδιο να πάθω κι εγώ με σένα!» της είπα στην ψύχρα.
    - «Μην ελπίζεις» μου είπε και προς στιγμή πάγωσα. «Να είσαι βέβαιος!» μου ψιθύρισε και οι γλώσσες μας βρέθηκαν να παλεύουν στα στόματά μας.

    Όταν τέλειωσε το φιλί μου κοίταξα κλεφτά αριστερά, η Αναστασία είχε αγκαλιάσει σφιχτά τον Ανδρέα και με κοίταζε με ανεξιχνίαστο βλέμμα.​

    Τώρα

    Η Αναστασία τραντάζεται λες και τη διαπερνάει ηλεκτρικό ρεύμα ενώ η Φοίβη με περιποιείται για δεύτερη φορά στη βραδιά με το στόμα της. Σταματάει και έρχεται προς τα μένα και τη σφίγγω πάνω μου και φιλιόμαστε με πάθος. Με το χέρι μου ψάχνω στα τυφλά το προφυλακτικό και το φοράω. Η Φοίβη ανεβαίνει πάνω μου, τη χουφτώνω δυνατά από τα στήθη και αρχίζω να τα μαλάζω. Χάνω κάθε αίσθηση του χρόνου.

    - «Όπως θέλεις» ακούω την Αναστασία να λέει και γυρίζοντας το κεφάλι στο πλάι τη βλέπω να χαμηλώνει και να παίρνει στο στόμα της τον Ανδρέα. Τραβιέται μετά από λίγη ώρα και αφού ο Ανδρέας φορέσει προφυλακτικό, παίρνει το λιπαντικό και το απλώνει με τα χέρια της πάνω του. Κάθεται στα τέσσερα και ο Ανδρέας παίρνει με τη σειρά του το λιπαντικό και το απλώνει στο κωλαράκι της και μετά της βάζει δάχτυλο πίσω κάνοντας κυκλικές κινήσεις. Σφίγγω δυνατά τα στήθη της Φοίβης κάνοντάς την να ξεφωνίσει από πόνο και ηδονή. Ο Ανδρέας οδηγεί προσεκτικά το όργανό του στο κωλαράκι της Αναστασίας, στο μέγεθος του είναι πάνω/κάτω ίδιο με το δικό μου. Αρχίζει να το βυθίζει σιγά-σιγά μέσα της, με απαλές κινήσεις, μέχρι που ο σφικτήρας της υποχωρεί. Στέκεται για λίγο ακίνητος, απολαμβάνοντας τις στιγμές και μετά αρχίζει και κινείται. Νιώθω ότι ο πούτσος μου θα εκραγεί.
    - «Φοίβη, θέλεις να κάνουμε το ίδιο;» τη ρωτάω.
    - «Θέλω» μου απαντάει.

    Ξαπλώνει μπρούμητα και απλώνω λιπαντικό πάνω στο προφυλακτικό και στη συνέχεια στο κωλαράκι της. Η Φοίβη καίτοι σχεδόν 50άρα κρατιέται πολύ καλά, μπορεί το σώμα της να μη συναγωνίζεται πια σε σφριγηλότητα αυτό της Αναστασίας αλλά δεν είναι λιγότερο όμορφο ή ποθητό. Ανεβαίνω από πίσω της και αρχίζω και τρίβω το όργανό μου στην τρυπούλα της και μετά με απαλές κινήσεις αρχίζω να μπαίνω πίσω της. Σε σύγκριση με την Αναστασία, τα χιλιόμετρα που έχει γράψει φαίνονται, ωστόσο ο κώλος της είναι υπέροχος και το όργανό μου σχεδόν κάνει παλμούς μπαινοβγαίνοντας στην πίσω τρυπούλα της.

    Γυρίζω να κοιτάξω δίπλα, η Αναστασία είναι ξαπλωμένη μπρούμητα και ο Ανδρέας της γαμάει το κωλαράκι σα να μην υπάρχει αύριο και τα βογγητά της δεν έχουν ίχνος πόνου, είναι καύλας και μόνο καύλας. Την τραβάει από το μαλλί και τη σηκώνει προς τα πίσω και συνεχίζει να την καρφώνει. Εγώ από την πλευρά μου έχω περάσει τα χέρια μου κάτω από το σώμα της Φοίβης και τη χουφτώνω δυνατά στα στήθη κουνώντας μόνο τη λεκάνη μου καθώς της γαμάω το κωλαράκι. Ο Ανδρέας σταματάει και τραβιέται και βγάζει το προφυλακτικό και σηκώνεται όρθιος πάνω στο κρεββάτι. Η Αναστασία γυρίζει από εκεί που ήταν μπρούμητα, γονατίζει μπροστά του και τον παίρνει ξανά στο στόμα της. Ο Ανδρέας αρχίζει και βογκά και την πιάνει από το κεφάλι και την κρατάει ακίνητη, χύνοντας στο στόμα της για δεύτερη φορά απόψε. Η Αναστασία τα καταπίνει και πάλι όλα και σηκώνει το κεφάλι της και του χαμογελάει. Κάθεται και αυτός στα γόνατα και την παίρνει αγκαλιά και τη φιλάει με πάθος. Έχω χύσει κι εγώ στο στόμα της Φοίβης οπότε δεν το έχω κάψα να το κάνω δεύτερη φορά. Καρφώνομαι για τελευταία φορά και τελειώνω μέσα στο κωλαράκι της με σπασμούς.

    Τραβιέμαι προσεκτικά, βγάζω το γεμάτο προφυλακτικό και το πετάω στο καλαθάκι με τα σκουπίδια. Έχω τελειώσει δύο φορές με τη Φοίβη σήμερα… την τρίτη -αν τα καταφέρω- θέλω να είναι με το κορίτσι μου.

    Δύο ώρες πριν

    Το επόμενο τραγούδι στην playlist ήταν ένα από τα πολύ αγαπημένα μου, το gypsy queen των Uriah Heep.

    - «Φοίβη μου επιτρέπεις, αυτό θέλω να το χορέψω με την Αναστασία».
    - «Αμέ, κανένα πρόβλημα» μου είπε χαμογελαστή. «Αλλαγή βάρδιας!» είπε και κίνησε προς τον Ανδρέα.

    Αρχίσαμε να λικνιζόμαστε στην αρχή χωρίς να μιλάμε. Ήταν ξεκάθαρο ότι μέσα της κάτι την έτρωγε, μάλλον της ήρθε απότομο που με είδε να φιλιέμαι με τη Φοίβη ή ίσως -και ήλπιζα να ήταν αυτό το case- να την είχαν πιάσει οι ντροπές της που πιθανά να ήθελε να κάνει το ίδιο με τον Ανδρέα. Ή και τα δύο.

    - «Μίλα μου» της είπα.
    - «Τι να σου πω;»
    - «Πώς αισθάνεσαι.»
    - «Μια χαρά»
    - «Εμένα μου λες;»
    - «Τι θέλεις να σου πω;»
    - «Την αλήθεια. Πώς αισθάνεσαι;»
    - «Δεν ξέρω…»
    - «Θέλεις να το διαλύσουμε;»
    - «Τι εννοείς;» με ρώτησε ταραγμένη.
    - «Να το διαλύσουμε για σήμερα, τι να εννοώ;»
    - «Ουφ… με τρόμαξες βρε Αντώνη»
    - «Σε τρόμαξα; Τι εννοείς;» τη ρώτησα και μετά μου έκανε κλικ. «Βρε χαζούλι, πού πήγε το μυαλό σου;»
    - «Ξέρω γω;»
    - «Αναστασία μου, στο είπα και προχθές, στο είπα και χθες και στο είπα και σήμερα. Αν δεν θέλεις δε θα γίνει τίποτα, το σταματάμε εδώ.»
    - «Δε θα σε πειράξει;»
    - «Από το να πειράξει εσένα, προτιμώ να πειράξει εμένα, μπούφο!»
    - «Δεν ξέρω… νιώθω περίεργα. Εννοώ… ουφ… ζήλεψα που σε είδα να φιλιέσαι με τη Φοίβη αλλά…»
    - «Αλλά;»
    - «…»
    - «Αυτό είναι μόνο;»
    - «…»
    - «Let me take a wild guess… έγινες μούσκεμα την ώρα που χόρευες με τον Ανδρέα και από τη μία τον θέλεις σαν τρελή και από την άλλη αισθάνεσαι τύψεις γι’ αυτό.»
    - «Όλα εύκολα τα έχεις!»
    - «Εύκολα μπορεί να μην είναι πάντα, είναι όμως απλά. Τον θέλεις; Ναι/Όχι»
    - «Δεν…»»
    - «Ναι/Όχι»
    - «Ναι» μου απάντησε απρόθυμα. «Αντώνη…» πήγε να πει αλλά την έκοψα.
    - «Αναστασία, σ’ αγαπάω. Μπορείς να το βάλεις αυτό μέσα στην κεφάλα σου ή έχει γεμίσει από τα τόσα βιβλία που έχεις διαβάσει και δεν χωράει τίποτε άλλο;» της είπα και ξέσπασε σε σιγανό κλαυσίγελο. «Σ’ αγαπάω χαζούλα. Δεν αλλάζει αυτό.»
    - «Κι εγώ σ’ αγαπάω»
    - «Πήγαινε να χορέψεις ξανά με τον Ανδρέα και αυτή τη φορά φίλα τον.»
    - «Δεν… δεν ξέρω.»
    - «Ένας τρόπος υπάρχει για να μάθουμε» της είπα. «Αλλαγή βάρδιας!» φώναξα.​

    Τώρα

    Η Αναστασία έχει χωθεί στην αγκαλιά μου και τη χαϊδεύω. Το ίδιο έχει κάνει και η Φοίβη, έχει χωθεί στην αγκαλιά του Ανδρέα.

    - «Πάμε λίγο έξω;» είπα στην Αναστασία.
    - «Ναι, πάμε» μου είπε.
    - «Επιστρέφουμε σε λίγο» είπα στα παιδιά.
    - «Με την ησυχία σας» μας απάντησε χαμογελαστά ο Ανδρέας.

    Έδωσα στην Αναστασία την κουβέρτα που είχα δώσει και πριν στη Φοίβη και τυλίχτηκα κι εγώ με τη δική μου και βγήκαμε ξανά στο μπαλκόνι.

    - «Ουφ, ξέχασα τα τσιγάρα μου»
    - «Θα πάω να στα φέρω εγώ μωρό μου. Θα πάω και στην κουζίνα να φέρω μια twist, θέλεις κάτι εσύ;»
    - «Θα πιώ λίγη από τη δική σου. Sharing is caring» της είπα πειρακτικά.
    - «Από sharing άλλο τίποτα!» είπε και σηκώθηκε χαχανίζοντας. Πήγε μέσα και γύρισε μετά από λίγο με την twist και ένα τσιγάρο. Ο αναπτήρας ήταν έξω, από την προηγούμενη φορά που είχα έρθει με την Φοίβη. Άναψα το τσιγάρο και τράβηξα μια δυνατή τζούρα. Η Αναστασία άνοιξε το κουτάκι και ήπιε και αυτή μερικές γουλιές και γύρισε και με κοίταξε που την κοιτούσα.
    - «Τι σκέφτεσαι;»
    - «Τι να σκέφτεσαι εσύ.»
    - “Way to early…” μου απάντησε. «Δεν… δεν έχω προλάβει να το επεξεργαστώ καλά-καλά»
    - «Σου άρεσε;»
    - «Δεν ακούστηκε;»
    - «Γιατί αμύνεσαι;»
    - «Δεν αμύνομαι!»
    - «Αυτό ακριβώς κάνεις, Αναστασία, αμύνεσαι. Χρησιμοποιείς χιούμορ αλλά δεν έπεσα από τον Άρη με αλεξίπτωτο.»
    - «Νιώθω περίεργα, εντάξει; Δεν το είχα ξανακάνει αυτό.»
    - «Ούτε όταν κάναμε πρώτη φορά σεξ το είχες ξανακάνει αυτό, μαζί μου εννοώ, ωστόσο δεν ένιωθες περίεργα. Άρα, το αν ακούστηκες είναι δευτερεύον»
    - «Δεν είναι. Δεν είμαι σαν εσένα, Αντώνη. Εννοώ… ναι, μου άρεσε… και τώρα νιώθω άσχημα ακριβώς γι’ αυτό το λόγο.»
    - «Γιατί το έκανες αφού δεν το ήθελες;»
    - «Γιατί το ήθελα, αυτό είναι το πρόβλημα, το ήθελα. Το ήθελα και τον πήρα στο στόμα μου, λάτρεψα την πίπα που του έκανα, έχυσα… έχυσα… έχυσα όταν με κράτησε από το κεφάλι και μου το κάρφωσε βαθιά στο στόμα μου και τον ένιωσα να κάνει σπασμούς… Το όργανό του τρανταζόταν και μαζί του τρανταζόμουν κι εγώ. Στην… στην αρχή δεν ήθελα να καταπιώ μα όταν τέλειωσε… δεν το σκέφτηκα καν. Και… και το λάτρεψα. Και… και μετά με έβαλε κάτω και άρχισε να με γλείφει… Τι θέλεις να σου πω; Δεν έχω νιώσει ποτέ τόσο έντονο οργασμό, νόμιζα ότι θα διαλυθώ. Φοβάμαι… φοβάμαι…» είπε και έβαλε τα κλάματα.

    Πάρε να ‘χεις, Αντωνάκη. Η αναφορά, ότι άλλος άνδρας ήταν εκείνος που της είχε προσφέρει τον πιο δυνατό οργασμό στη ζωή της, μου ήρθε σαν κεραμίδα στο κεφάλι. Με κάμποση προσπάθεια κατάφερα να βρω την αυτοκυριαρχία μου.

    - «Τι φοβάσαι, μωρό μου;» την ρώτησα σφίγγοντάς την πάνω μου. «Γιατί μου κλαις;»
    - «Γιατί… γιατί… φοβάμαι ότι δε… δε… θα με… ξαναδείς… ποτέ… το ίδιο» είπε μέσα σε λυγμούς.
    - «Ισχύει αλλά όχι προς το χειρότερο… προς το καλύτερο, προς το πολύ καλύτερο. Μπούφο, ε μπούφο.»
    - «Μ’ αγαπάς;»
    - «Και το ρωτάς βρε χαζούλα;»
    - «Θέλω να μου το πεις» είπε ρουφώντας τη μύτη της.
    - «Σ’ αγαπάω πολύ πολύ πολύ πολύ πολύ πολύ πολύ πολύ πολύ»
    - «Μόνοοοοοοοο;» με ρώτησε ψευτοπαραπονιάρικα.
    - «Θα στο μαυρίσω το κωλαράκι!»
    - «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» μου έκανε αλλά πλέον χαμογελούσε.
    - «Βλάκα, ε βλάκα!»
    - «Είμαι! Θα με υποστείς!»
    - «Είσαι! Θα σε υποστώ!»

    Δύο ώρες πριν

    - «Ψιτ, εδώ είμαι» μου είπε η Φοίβη ενώ χορεύαμε. Η Αναστασία χόρευε σφιχτά αγκαλιά με τον Ανδρέα και φιλιόντουσαν σα να μην υπάρχει αύριο. Τραβήχτηκα ελαφρά και της χαμογέλασα.
    - «Παίζεις ακόμα σκάκι;»
    - «Η μπάλα στην εξέδρα και πέναλτι για το γαύρο!» απάντησε κάνοντάς με να σκάσω στα γέλια.
    - «Είσαι όργιο!» της απάντησα γελώντας ακόμα. «ΟΚ, το παραδέχομαι, ζηλεύω λίγο! Εσύ όχι;»
    - «Εγώ φοβάμαι μην τον πιάσει πάλι η μέση του, μεσήλικα άνθρωπο»
    - «Χαχαχα, όργιο.»
    - «Και για να απαντήσω την ερώτησή σου, ναι, παίζω ακόμα σκάκι. Δεν είμαι βέβαια όπως ήμουν στα είκοσι και στα τριάντα μου, αλλά ποιος είναι;»
    - «Μια στο καρφί και μια στο πέταλο, ε;»
    - «Το Σεπτέμβρη κλείσαμε τριάντα χρόνια με τον Ανδρέα. Τριάντα ολόκληρα χρόνια από εκείνο το πρωινό στο κυλικείο.»
    - «Μακάρι να είστε καλά και υγιείς και να είσαι ακόμα τριάντα και ακόμα τριάντα.»
    - «Αυτό που ήθελα να πω Αντώνη είναι ότι τα χρόνια περνάνε και ο χρόνος είναι το μόνο πραγματικό συνάλλαγμα που έχουμε.»
    - «Το ξέρω ρε Φοίβη, λες να μην το ξέρω; Πρώτος απ’ όλους εγώ το ξέρω.»
    - «Το ξέρω ότι το ξέρεις αλλά δεν είναι κακό να στο υπενθυμίζει κανείς που και που.»
    - «Είχα ορκιστεί στην Αγγελική… της ορκίστηκα ότι θα κάνω αυτό το ταξίδι με τη μηχανή που σχεδιάζαμε να κάνουμε μαζί. Ναι, ζηλεύω λίγο… αλλά η Αναστασία είναι εκείνη με την οποία θα κάνω αυτό το ταξίδι. Η μηχανή έρχεται σε μερικές μέρες. Το καλοκαίρι θα το κάνουμε αυτό το ταξίδι. Θα καβαλήσουμε την Αμερικάνα και θα πάμε μέχρι το Nordcapp και εκεί θα αντικρύσω τον ήλιο του βορά και θα τραγουδήσω το αγαπημένο της τραγούδι.»
    - «Συνεπώς έχεις ήδη απαντήσει μέσα σου αυτό που πραγματικά φοβάσαι.»
    - «Και αυτό… αλλά και εν μέρει εξηγεί… κοίτα, δεν ξέρω πως το αντιμετώπιζες εσύ αλλά εγώ ζήλευα… καύλωνα αλλά ζήλευα.»
    - «I can relate to that… κι εγώ καυλώνω όταν μου τις ρίχνει ο Ανδρέας στον κώλο, αυτό δε σημαίνει ότι δεν πονάει»
    - «Είχα αναρωτηθεί κάμποσες φορές αν είναι κάποιος υποβόσκων μαζοχισμός.»
    - «Ό,τι και αν είναι, σημασία έχει στο τέλος της ημέρας τι σου μένει. Ζήλεια ή καύλα;»
    - «Αν δεν υπήρχε αυτή η ζήλεια δεν ξέρω αν θα υπήρχε καύλα.»
    - «Ναι αλλά δεν σε ρώτησα αυτό και ο γαύρος έχει κερδίσει ήδη ένα πέναλτι!»
    - «Χαχαχα, ναι, ναι! ΟΚ, στο τέλος μένει η καύλα»
    - «Τότε έχεις και πάλι την απάντησή σου»

    Αντί απάντησης κόλλησα το στόμα μου στο δικό της και άρχισα να την ψαχουλεύω καθώς λικνιζόμασταν αργά στο ρυθμό της μπαλάντας.

    Daylight waits while the old man sings
    "Heaven, help me"
    And then like the rush of a thousand wings
    It shines upon the one
    And the day had just begun


    - «Πάμε μέσα;» τη ρώτησα.
    - «I thought you’d never ask»
    - «Πάμε μέσα;» ρώτησα και τους άλλους δύο.
    - «Πηγαίνετε και θα έρθουμε» απάντησε ο Ανδρέας. Δίστασα για λίγο και η Φοίβη με τράβηξε από το μπράτσο.
    - «Πάμε… ξέρει τι κάνει»

    Πήγαμε στο δωμάτιό μου και πέσαμε με τα ρούχα στο κρεββάτι και αρχίσαμε να φιλιόμαστε και να χαϊδευόμαστε σαν έφηβοι. Δε μας πήρε πολλή ώρα να μείνουμε χωρίς ρούχα. Φιλώντας την και πιπιλώντας την από το λαιμό στα στήθη και από τα στήθη στο στομάχι έφτασα μέχρι χαμηλά. Με γράπωσε από το μαλλί και άρχισα να τη γλείφω και να την πιπιλάω ενώ ταυτόχρονα βύθισα στην αρχή ένα και στη συνέχεια και δεύτερο δάχτυλο και άρχισα να την παίζω. Έδωσα τον καλύτερό μου εαυτό, αν και ομολογώ ότι μου άρεσε περισσότερο όταν το έκανα στην Αναστασία, και δέκα λεπτά αργότερα είχα την ανταμοιβή μου.

    - «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ» βόγκιζε ενώ το σώμα της τεντώθηκε σαν τόξο. Δε σταμάτησα, αν μη τι άλλο συνέχισα με τον ίδιο ζήλο για να κερδίσω και άλλα «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΧ» μέχρι που κάποια στιγμή μου είπε «Όχι άλλο… όχι άλλο.»

    Σταμάτησα και ξάπλωσα δίπλα της. Η Αναστασία με τον Ανδρέα δεν είχαν έρθει ακόμα. Η Φοίβη κάθισε μπρούμητα προς το μέρος μου ακουμπώντας στους αγκώνες της.

    - «Μμμμμ… ήσουν υπέροχος.»
    - «Ναι, αλλά τι παρτενέρ έχω, ε;» της είπα χαϊδεύοντάς την απαλά στη μύτη. Μου χάρισε ένα υπέροχο χαμόγελο, είχε ελαφρά στραβά μπροστινά δόντια αλλά αυτά με κάποιο τρόπο το ομόρφαιναν ακόμα περισσότερο.
    - «Αυτά να λέγονται»
    - «Αλήθεια, που είναι οι άλλοι δύο;»
    - «Δεν θα έρθουν εδώ αν ο Ανδρέας δεν βεβαιωθεί 1000% ότι η Αναστασία το έχει. Αντώνη, εμπιστέψου τον, δεν είναι το πρώτο του ροντέο». Πήγα να απαντήσω αλλά δεν πρόλαβα, η Φοίβη κατέβηκε και με πήρε στο στόμα της και… Θεέ μου… την αγαπάω την Αναστασία μου αλλά τέτοια πίπα… Θεέ μου! Και κάπου εκεί άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα Ανδρέας με Αναστασία.​

    Τώρα

    Η Αναστασία πέταξε το κουβερτάκι από πάνω της μένοντας γυμνή. Πριν προλάβω καν να αντιδράσω σηκώθηκε και γονάτισε μπροστά μου και με πήρε στο στόμα της. Μπορεί να είχα χύσει δύο φορές αλλά ήταν τόσο απρόσμενο που καύλωσα αμέσως. Η Αναστασία τραβήχτηκε και με κοίταξε στα μάτια.

    - «Σου άρεσε όταν με είδες να παίρνω πίπα στον Ανδρέα;»
    - «Αν μου άρεσε λέει…». Ένας θεός ξέρει πώς δεν έχυσα την ίδια στιγμή.
    - «Φέρε στο μυαλό σου αυτή την εικόνα. Ναι, το ευχαριστήθηκα κι εγώ… αλλά Αντώνη για σένα το έκανα. Για σένα και μόνο για σένα» μου είπε και με ξαναπήρε στο στόμα της.

    Δυο ώρες πριν

    Η Αναστασία γονάτισε μπροστά στον Ανδρέα και του ξεκούμπωσε το παντελόνι και του το κατέβασε μέχρι τα πόδια. Το όργανό του πετάχτηκε μπροστά στο πρόσωπό της. Σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε και το πήρε στο στόμα της και άρχισε να το ρουφάει. Με αυτή την εικόνα στα μάτια μου και με τη Φοίβη να δίνει ρεσιτάλ πίπας αν δεν έχυσα ήταν μόνο και μόνο γιατί δεν είχα προλάβει να τη ρωτήσω που να χύσω. Την σταμάτησα για λίγο και την κοίταξα αλλά πριν προλάβω να τη ρωτήσω μου απάντησε «Όπου θέλεις» και επέστρεψε στην πίπα.

    Πάλεψα πολύ για να κρατηθώ και να μη χύσω, ήθελα να το κάνω ταυτόχρονα με τον Ανδρέα, ήθελα να δω το όργανό του να πάλλεται μέσα στο στόμα της Αναστασίας. Της είχα πει ότι αν γινόταν αυτό, ήθελα να χύσει στο στόμα της και να καταπιεί. Ήμουν διαρκώς στο ένα τσακ από το να χύσω και όταν επιτέλους την άρπαξε από το κεφάλι και την κράτησε ακίνητη βογκώντας, άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο και… Θεέ μου… Αν αυτό δεν ήταν το τσιμπούκι της ζωής μου, να μη με λένε Αντώνη. Το όργανό μου κόντεψε να εκραγεί μέσα στο στόμα της Φοίβης, που δεν ξέρω τι εγώ τι έκανε με τους μύες του λαιμού της και τη γλώσσα της, αλλά τέτοιο πράγμα δεν το είχα βιώσει ποτέ ξανά σε πίπα.​

    Τώρα

    Μία της και μία μου. Μπορεί να είχε τον οργασμό της ζωής της από το στοματικό που της έκανε ο Ανδρέας αλλά κι εγώ βίωσα το καλύτερο τσιμπούκι της 45χρονης ζωής μου.

    Μπορεί να μην ήταν όπως αυτό της Φοίβης δυο ώρες πριν αλλά η Αναστασία μου έδινε τον καλύτερο εαυτό της, το είχε ανάγκη να επιβεβαιώσει ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει μεταξύ μας. I would hold my horses for the time being, με έτσουξε κάμποσο η εξομολόγησή της λίγο πριν, και προτού καταφέρω να το διαχειριστώ δε θα είχαμε επανάληψη. «Για σένα και μόνο για σένα». Ξανάφερα στο μυαλό μου την εικόνα του Ανδρέα να την κρατάει ακίνητη, των βογγητών του ενώ το όργανό του έκανε σπασμούς μέσα στο στόμα της Αναστασίας, τις κινήσεις του λαιμού της ενώ κατάπινε και αυτό ήταν. Η Αναστασία έμεινε ακίνητη ενώ το όργανό μου άδειαζε ότι είχε να αδειάσει μέσα στο γλυκό της στοματάκι.

    Την βοήθησα να σηκωθεί, την έβαλα να τυλιχτεί με το κουβερτάκι και την κράτησα σφιχτά πάνω μου, τρίβοντάς την και φιλώντας την. Άναψα ακόμα ένα τσιγάρο, το είχα παρακάνει σήμερα αλλά εκείνη τη στιγμή το είχα απόλυτη ανάγκη. Τράβηξα τη τζούρα και έκλεισα τα μάτια μου απολαμβάνοντας το κάψιμο στο λαιμό μου.

    - «Ήρθαμε κι εμείς» άκουσα τη Φοίβη. Ήταν ντυμένοι και οι δύο.
    - «Πάμε να ντυθούμε κι εμείς και ερχόμαστε. Ανδρέα, θες ουίσκι;»
    - «Ναι, ένα ποτήρι θα το έπινα ακόμα»
    - «Φοίβη, θες κι εσύ ουίσκι ή να σου βάλω κρασί; Σ’ αρέσει η σαγκρία; Έχω και σαγκρία, δεν την έβγαλα πριν γιατί δεν πήγαινε με το φαγητό, αλλά αν σ’ αρέσει…»
    - «Τη λατρεύω. Ναι, θα ήθελα να πιώ λίγη σαγκρία»
    - «Ξέρεις τι;» είπε ο Ανδρέας. «Θα προτιμήσω κι εγώ τη σαγκρία»
    - «Εσύ ματάκια μου;» ρώτησα την Αναστασία.
    - «Ναι, κι εγώ θα ήθελα»
    - «Ωραία, πάμε μέσα να αλλάξουμε και επιστρέφουμε» τους είπαμε και κινήσαμε προς το σαλόνι. «Αναστασία, βάλε απλά τη φόρμα σου, κι εγώ αυτό θα κάνω.»
    - «Εντάξει Αντώνη μου»

    Πήγα βιαστικά στο δωμάτιο και φόρεσα τη φόρμα μου και μετά πήγα στην κουζίνα και έκοψα στα γρήγορα μήλο, αχλάδι και πορτοκάλι και τα έβαλα στην κανάτα. Έβγαλα τη σαγκρία από το ψυγείο και γέμισα την κανάτα.

    - «Αναστασία μου, φέρε σε παρακαλώ τέσσερα ποτήρια του κρασιού» της είπα καθώς την πέτυχα στο σαλόνι. Την περίμενα να πάρει τα ποτήρια και βγήκαμε και οι δύο έξω. Καθίσαμε στο τραπέζι και γέμισα τα ποτήρια τους και τότε άκουσα τον Ράντι να γαυγίζει παραπονιάρικα. «Παιδιά, σας πειράζει να ανεβάσω το μούργο πάνω;»
    - «Νιιιιι!!!!!» φώναξε χτυπώντας παλαμάκια και πάλι η Φοίβη και μετά έβαλε τα γέλια. «Δηλαδή όχιιιιιιιιιιιιιιιιιιι»
    - «Να φέρω και τα γατιά;» με ρώτησε η Αναστασία.
    - «Δεν τα φέρνεις. Καλό είναι να γνωρίσουν κι άλλο κόσμο εκτός από τους δυο μας!»
    - «Νιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι» φώναξε με ακόμα μεγαλύτερο ενθουσιασμό η Φοίβη.
    - «Λοιπόν, πάω να τον φέρω… Μην τρομα… τι λέω…» είπα ενθυμούμενος ότι ο σκύλος που είχαν ήταν ακόμα μεγαλύτερος από το Ράντι.

    Κατέβηκα κάτω και του άνοιξα και μπήκε στην είσοδο και άρχισε να χοροπηδάει και όπως πάντα με πήρε για ταγκό και μου έγλειψε και τα δύο αφτιά, μάλλον του είχα λείψει πολύ. Την ώρα που ανεβαίναμε πάνω πετύχαμε και την Αναστασία που είχε Τριστάνο και Ιζόλδη στην αγκαλιά της. Η Ιζόλδη παραλίγο να ρίξει σάλτο για να έρθει σε μένα αλλά την πρόλαβε η Αναστασία. Ο Τριστάνο από την άλλη δεν μας έριξε ούτε μια δεύτερη ματιά και συνέχισε να κάνει πατουσάκια στο στήθος της Αναστασίας.

    - «Ψιτ, αυτά δικά μου!» τον ψευτοαπείλισα.
    - “Sharing is caring, μεσιέ” μου είπε η Αναστασία.
    - «Ποιος πούστης τα διαδίδει αυτά, να τον σκίσω»
    - «Δε μου φάνηκε για πούστης αλλά τι να σου πω, ποτέ δεν ξέρεις»
    - «Βρε κωλόπαιδο!»
    - «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»

    Η Ιζόλδη τελικά το έριξε το σάλτο και ήρθε πάνω μου.

    - «Αουυυυυυυ» φώναξα αιφνιδιασμένος καθότι στην προσπάθειά της να γαντζωθεί πάνω μου χρησιμοποίησε και τα νύχια της. «Βρε κοπρόγατο!» πήγα να τη μαλώσω αλλά άρχισε να μου χουρχουρίζει και λέρωσα τα βρακιά μου.

    Ανεβήκαμε πάνω και βγήκαμε όλοι μαζί στο μπαλκόνι.

    - «Τι κούκλος είσαι εσύ; Ε; Τι κούκλος είσαι εσύ;» φώναξε ενθουσιασμένη η Φοίβη και ο Ράντι, που έχει συνηθίσει οι άγνωστοί του να τον βλέπουν λόγω του μεγέθους του με επιφυλακτικότητα, ανταπέδωσε ενθουσιασμένος τις χαρές, κουνώντας σαν τρελός την ουρά του και γλείφοντας τη Φοίβη στη μούρη. «Βρε σίχαμα!» τον ψευτομάλλωσε για να κερδίσει ακόμα ένα ενθουσιώδες γλείψιμο. «Πωπω, αν εξαιρέσεις το χρώμα είναι ίδιος ο Σίμπα, αν ήταν λιγότερο τριχωτός» είπε με σπασμένη φωνή. Μετά τη Φοίβη πήρε σειρά και ο Ανδρέας που αν και πιο συγκρατημένος από τη σύζυγό του, λέρωσε ομοίως τα βρακιά του.
    - «Από το μπαμπά του πήρε χρώμα του και το σαφώς κοντύτερο τρίχωμα.»
    - «Είναι κούκλος, κούκλος!» φώναξε ενθουσιασμένη η Φοίβη η οποία κέρδισε ακόμα ένα γλείψιμο από τον ενθουσιασμένο Ράντι.
    - «Και από εδώ είναι η Ιζόλδη»
    - «Και ο Τριστάνος» συμπλήρωσε η Αναστασία.
    - «Κουκλιά και τα δύο. Την Ιζόλδη τη βρήκατε στο δρόμο, είπες;»
    - «Ναι, την είχαν στριμώξει κάτι σκυλιά σε ένα δέντρο αλλά όταν είδαν το Ράντι να επελαύνει σαν τυφλός ρινόκερος εξαφανίστηκαν, το ένα νομίζω πρόλαβε να κατουρηθεί και πάνω του»
    - «Ναι αγόρι μου; Έδιωξες τους τραμπούκους; Ήσουν καλό σκυλάκι;» ρώτησε η Φοίβη και να κερδίσει και τρίτο γλείψιμο. Ο κερατάς την είχε ερωτευτεί κανονικά τη Φοίβη, γλείψιμο στη μούρη μέχρι τώρα έκανε μόνο σε μένα, ούτε καν στην αδερφή μου, τα ανίψια μου και την Αναστασία. Ο προδόταρος!
    - «Ρε αυτός σε ερωτεύτηκε!» δεν μπόρεσα να κρατηθώ.
    - «Ναι, το παθαίνουν τα αρσενικά μαζί της!» απάντησε φιλοσοφικά ο Ανδρέας.
    - «Ζουλιάρη!» τον πείραξε για λίγο η Φοίβη και μετά επέστρεψε να κάνει χαρούλες στο Ράντι που κόντεψε να γκρεμίσει το τραπέζι με την ουρά του.
    - «Σιγά βρε τυφώνα» τον μάλωσα και μου γαύγισε αποδοκιμαστικά.
    - «Να σε πάρουμε μαζί μας; Ε; Να σε πάρουμε μαζί μας στην Κρήτη; Έχουμε και κατσικάκια, θα τα λατρέψεις!»
    - «Ορίστε;» ρώτησα εγώ.
    - «Χαχαχα, δεν κάνω πλάκα, όντως έχουμε δυο κατσίκες. Μας τα φυγάδευσε η κουμπάρα το Πάσχα»
    - «Η Χριστιάνα;»
    - «Όχι. Η Χριστιάνα πάντρεψε εμένα και τον Ανδρέα. Η κουμπάρα που αναφέρω είναι από το ζευγάρι που παντρέψαμε εμείς, το Νίκο και τη Μαρία, συμφοιτητές και του λόγου τους. Τα πήρε ο φουκαράς ο Νίκος για το Πάσχα και η Μαρία τα φυγάδευσε με τη συμπαράσταση των δυο τους γιων»
    - «Χαχαχα καλά του κάνατε!» είπα βάζοντας τα γέλια.
    - «Μωρέ να σκάσει ήτανε αλλά Μαρίας παρούσης πάσα αρχή παυσάτω!» είπε γελώντας ο Ανδρέας.
    - «Πνεύμα κάνεις του λόγου σου, Μικέ;» τον ρώτησε η Φοίβη.
    - «Όχι όχι, αλίμονο. Σε παρακαλώ μη με δείρεις πολύ στο σπίτι.»
    - «Θα σας ειδοποιήσουμε» του απάντησε ενώ εγώ με την Αναστασία είχαμε ξεραθεί στα γέλια με τα καμώματά τους.
    - «Παιδιά, πέραν του… του σημερινού…δεν θέλω να χαθούμε, ειδικά τώρα που θα συγγενέψουμε!»
    - «Γιατί, τι είχε το σημερινό; Μια χαρά ήταν!» είπε η Φοίβη κάνοντάς με να αλλάξω μερικά χρώματα, κάνοντάς την να σκάσει στα γέλια. Ήταν λατρεία η άτιμη.
    - «Με ή χωρίς αυτό, I don’t care… σας κατασυμπάθησα!»
    - «Αμοιβαία τα αισθήματα μωρό μου, αμοιβαία τα αισθήματα! Α, την επόμενη φορά που θα ανέβουμε, θέλετε να πάμε για καραόκε;»
    - «Για όνομα του θεού, μη του βάζεις ιδέες» είπε πανικόβλητη η Αναστασία.
    - «Καραόκε, that is! I have spoken!» μας είπε με στόμφο.
    - «Μπα μπα, βλέπετε και Mandalorian?» την ρώτησα.
    - «Θα σου έλεγα τι κάνουν οι αρκούδες στο δάσος αλλά έχε χάρη που έχουμε άμαχο πληθυσμό»
    - «Εγώ είμαι μάχιμος» δήλωσε ο Ανδρέας.
    - «Ναι, σε είδαμε, με το ζόρι καθόσουν!»
    - «Ε, τι να κάνω, δεν είμαι φαν!»
    - «Έτσι έλεγες και με το BSG και μετά κλαψούριζες όταν σου είπα αύριο, μετά το τέλος της δεύτερης σαιζόν»
    - «Σου αρέσει το BSG ????» τη ρώτησα σχεδόν χοροπηδώντας από την καρέκλα μου.
    - “Best show globally, ‘nough said”
    - «Να ξέρεις σε αγάπησα λίγο παραπάνω. Το Andor το είδες;»
    - «Ναι!!!! Το λάτρεψα!»
    - «Χμμμ, θα αρχίσω να ζηλεύω τώρα» είπε η Αναστασία.
    - «Εσύ μαδάμ, πρώτα θα τελειώσουμε το BSG και μετά τα άλλα!» είπα στην Αναστασία και συνέχισα μιλώντας στην Φοίβη «Μου άρεσε κι εμένα το Mandalorian αλλά το Andor… είναι το BSG των Star Wars»
    - «Ακριβώς έτσι του το περιέγραψα του κυρίου για να τον πείσω να το δει και τώρα γκρινιάζει που πρέπει να περιμένει μέχρι το 2024»
    - «Και;»
    - «Εντάξει, το παραδέχομαι, είναι πολύ καλή σειρά και ας είναι star wars» είπε ο Ανδρέας.
    - «Είδες το φως το αληθινό, και μπράβο σου!» του απάντησε η Φοίβη.
    - «Αλήθεια, πότε φεύγετε;» ρώτησε η Αναστασία.
    - «Βιάζεσαι να μας ξεφορτωθείς νεαρή;» την πείραξε ο Ανδρέας και η Αναστασία πρέπει να άλλαξε καμιά δεκαριά χρώματα.
    - «Μη το πειράζεις το κορίτσι βρε αχρείε!» τον ψευτομάλλωσε η Φοίβη.
    - «Είμαι μακαρονάς, τι να κάνω;» ανταπάντησε ο Ανδρέας. «Και για να σου απαντήσουμε την ερώτηση, Δευτέρα το πρωί πετάμε για τη Λεβεντογέννα»
    - «Να δούμε τι σπίτι θα βρούμε με την προκομένη σου» του είπε η Φοίβη.
    - «Ε βέβαια, όταν περνάει πρώτη στη σχολή της και βγαίνει πρωταθλήτρια στο σκάκι είναι κόρη σου. Όταν σουρτουκεύει είναι κόρη μου»
    - «Ναι γιατί από εμένα πήρε τα καλά γονίδια, από εσένα πήρε το μπόι σου και τα σουρτουκέματά σου!»
    - «Πότε σουρτούκεψα εγώ βρε παραπονιάρα που μάτια δεν είχα για άλλη γυναίκα από τότε που σε γνώρισα!»
    - «Με χρονοκαθυστέρηση τριών χρόνων, να τα λέμε αυτά!»
    - «Πάλι φταίω;»
    - «Για λόγους αρχής!»
    - «Σας υπενθυμίζω μαντάμ ότι εγώ ήμουν ένα μικρό, αθώο, υπέροχο αγόρι που με κύλισες στο βόρβορο με την κουμπάρα σου και τον κουμπάρο σου!»
    - «Κάτσε, πώς είναι κουμπάροι και οι δύο;» τους ρώτησα με απορία.
    - «Η Χριστιάνα μας πάντρεψε και βάφτισε και την Χριστιάνα, την κόρη μας. Ο Vasily βάφτισε τον Στρατή, τον γιο μας»
    - «Αμερικάνος δεν είναι αυτός;»
    - «Ναι, με ουκρανική καταγωγή και ορθόδοξος. Τυπικά νονά είναι και η Jude, η σύζυγος της Χριστιάνας, αλλά ο παππάς κάπου εκεί έπιασε τα όριά του, αν και με τη ρακή που τον είχαν ποτίσει ο Νίκος και ο αδερφός του ο Μηνάς για να κάνει τα στραβά μάτια, απορώ που δεν έπεσε ο ίδιος στην κολυμβήθρα. Τι να πεις, κρητικοί, αποκτάνε ανοσία!»
    - «Δεν έχω πιει ποτέ ρακή» είπε η Αναστασία.
    - «Ναι, γιατί όλα τα υπόλοιπα τα έχεις τσούξει» την πείραξα.
    - «Εγώ να ξέρεις, την πρώτη φορά που έκανα κεφάλι, και με πήραν σηκωτή οι φιλενάδες μου για να μην γίνω ντίρλα και τους κόψει τον κώλο ο Ανδρέας, ήταν με ρακόμελο.»
    - «Ορίστε, θα μου βγει το όνομα! Πότε μωρέ τις απείλησα ότι θα τους κόψω τον κώλο;»
    - «Τους είχες εμφυσήσει βαθιά μέσα τους το φόβο του Θεού!»

    Δεν ξέρω πόσες φορές θα το πω, οι δυο τους ήταν Α-Π-Ι-Θ-Α-Ν-Ο ζευγάρι, πείραζαν διαρκώς ο ένας τον άλλον και δεν μπορούσες να τους βλέπεις και να μη σου φτάνει το χαμόγελο μέχρι το αυτί. Κάνανε σαν δεκαπεντάχρονοι ερωτοχτυπημένοι και όμως ήταν τριάντα ολόκληρα χρόνια μαζί. Τι να πεις, μερικοί άνθρωποι είναι ευλογημένοι να βρίσκουν πραγματικά το άλλο τους μισό. Και άλλοι άνθρωπο καταραμένοι να το βρουν και να τους το πάρει ο Θεός μακριά τους.

    Και η Αναστασία;

    Η Αναστασία ήταν μια πιτσιρίκα που μου είχε πάρει τα μυαλά, που με είχε κάνει να τη δαγκώσω όσο καμιά φορά στη ζωή μου, αλλά οι ανάγκες μας ήταν τελείως διαφορετικές και ας ήμασταν τόσο ταιριαστοί μεταξύ μας. Ήταν πιτσιρίκα, είχε όλη τη ζωή μπροστά της, να γνωρίσει κόσμο, να βγει, να ερωτευτεί, να πονέσει, να ξανασηκωθεί και να ξαναπερπατήσει. Μπορεί σε ένταση να ήταν το ροντέο της ζωής μου, αλλά κάποια στιγμή ο γύρος θα τελείωνε και θα έπρεπε να κατέβουμε. Εκείνη ήταν ξεμυαλισμένη μαζί μου, πρόθυμη και δοτική να μου δώσει ό,τι της ζητήσω, αλλά αυτό που πάνω απ’ όλα χρειαζόμουν δεν μπορούσα· δεν είχα το δικαίωμα να το ζητήσω, και πολύ περισσότερο να το πάρω από εκείνη. Ήθελα σύντροφο και η Αναστασία ήταν πολύ μικρή για κάτι τέτοιο, όχι μόνο γιατί μπορεί να μην το ήθελε και η ίδια αλλά γιατί πάνω απ’ όλα εγώ δε θα το επέτρεπα.

    Ελπίζω η ζωή να τα φέρει έτσι ώστε να μη χρειαστώ να πάρω εγώ την απόφαση για λογαριασμό της, όσο και αν πονέσω. Είναι και ένας από τους λόγους για την οποία τη σπρώχνω να βγει με συμφοιτητές της, και όχι μόνο, ίσως βρει κάποιον άλλον να ερωτευτεί, κάποιον πιο κοντά στην ηλικία της, πιο ταιριαστό στον τρόπο ζωής που πρέπει να έχει μια κοπέλα της ηλικίας της. Θα τσούξει Θανάση μου, but still…

    - «Τι μας θωρείς ακίνητους, πού τρέχει ο λογισμός σου;» με ρώτησε η Φοίβη.
    - «Τίποτα, σας κάνω χάζι»
    - «Μα δεν είμαστε πραγματικά υπέροχοι;» ρώτησε πειρακτικά ο Ανδρέας.
    - «Είστε, φτου-φτου» είπα και έπιασα το ποτήρι και ήπια μια γουλιά σαγκρία.
    - «Η δεισιδαιμονία φέρνει γρουσουζιά» είπε η Φοίβη πάνω που προσπαθούσα να πιώ σαγκρία και κόντεψε να μου βγει από τη μύτη.
    - «Έχετε κανονίσει τίποτα για αύριο;» ρώτησε βρίσκοντας το κουράγιο της η Αναστασία.
    - «Ναι, έχουμε κανονίσει να πάμε στο Παλένκε, αγαπημένο μέρος. Θέλετε να έρθετε κι εσείς; Σας προειδοποιώ ωστόσο, αν έρθετε θα χορέψετε!»
    - «Αμέ!!!!» πετάχτηκε ο σπόρος. «Λατρεύω το χορό». Το ήξερα αυτό και χόρευε και όμορφα, καμιά φορά τις έπιανε μαζί με την Αγγελική και χορεύανε disco και latin και rock’n’roll.
    - «She has spoken!» είπα κι εγώ με τη σειρά μου, τι να πω; «Εκτός και αν θέλετε να πάτε μόνοι σας» συμπλήρωσα.
    - «Όχι δε θέλουμε» είπε με κάποια δόση πανικού στη φωνή του ο Ανδρέας. «Να έρθετε κι εσείς αλλιώς θα πρέπει να χορεύω όλο το βράδυ μαζί της, γέρος άνθρωπος!»
    - «Χαχαχα, τι να σου πω, βρήκατε άνθρωπο» απάντησα με τη σειρά μου.
    - «Άστους τους κωλόγερους κοριτσάρα μου» είπε η Φοίβη στην Αναστασία. «Θα χορέψουμε οι δυο μας και θα κουνάμε προκλητικά τα κωλαράκια μας και θα τους δείξουμε εμείς, θα δούνε τι θα πάθουν»
    - «Ναιιιιιιιι!» συμφώνησε με ενθουσιασμό η μικρή.
    - «Ορίστε κατάσταση, πάει σε χαλάσαμε!» πήγα να την πειράξω.
    - «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» ήταν η απάντηση που έλαβα κάτι που έκανε τη Φοίβη να χτυπήσει και πάλι ενθουσιωδώς παλαμάκια.
    - «Τι διάολο, φωτοτυπία βγήκε;» ρώτησε ο Ανδρέας και τον κοίταξα ερωτηματικά. «Τα ίδια μου κάνει και η κυρία και η κόρη της!»
    - «Καλά σου κάνουμε, καλά του κάνεις και άντε γιατί… άντε!» μας απείλησε η Φοίβη.
    - «Τις αγριάδες στους νεοσύλλεκτους, Μπούλη» πέταξα κι εγώ και βάλαμε όλοι τα γέλια.
    - «Κάτσε, ώπα! Ποιος είναι ο Μπούλης;» ρώτησε η Φοίβη κοιτώντας με εξεταστικά στα μάτια.
    - «I’m pleading the 5th» απάντησα κάνοντας την πάπια Πεκίνου.
    - «Η κοτούλα κο-κο-κο, το κοκοράκι κι-κι-ρι-κι-κιιιιιιι» τραγούδησε ο Ανδρέας προκαλώντας ένα νέο γύρο γέλιου.
    - «Δε μου λέτε, έχετε όρεξη για κρέπα;»
    - «Τώρα μιλάς πρόστυχα» απάντησε η Φοίβη. «Έχει delivery τέτοια ώρα;»
    - «Όχι αλλά το stand είναι στον τροχονόμο, ούτε καν πέντε λεπτά με τα πόδια.»
    - «Εγώ ποτέ δεν λέω όχι σε ό,τι αφορά το φαγητό» μας δήλωσε ο Ανδρέας.

    Ούτε δεκαπέντε λεπτά αργότερα είχαμε επιστρέψει και μασουλούσαμε τις κρέπες μας, και οι τέσσερεις είχαμε πάρει ακριβώς την ίδια, σοκολάτα, μπανάνα και μπισκότο και φυσικά αυτή τη φορά οι ζήτουλες ήταν τρεις και, παράπονο δεν είχαν, τους δώσαμε από λίγο και οι τέσσερις. Κάποια στιγμή η Ιζόλδη είχε στουκάρει, οπότε σηκώθηκα και την πήρα μαζί με τον Τριστάνο και τους έβαλα στο πάρκο της. Ο Τριστάνο, να τα λέμε αυτά, γκρίνιαξε λίγο αλλά τελικά το πήρε απόφαση και πήγε και ξάπλωσε στην άλλη άκρη του μαξιλαριού. Η Ιζόλδη σηκώθηκε και πήγε δίπλα του και αφού το έκανε για λίγο πατουσάκια, ξεράθηκε σχεδόν πάνω του, ήταν για φωτογραφία. Το Ιζολδουλίνι -που λέει και η Αναστασία- ήταν ακόμα μινιόν ενώ ο Τριστάνο ήταν σχεδόν ολόκληρη γάτα και είχε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά του, όντας μεγαλόσωμος ακόμα και για τη μεγαλόσωμη για γάτα, ράτσα του.

    Τα παιδιά τελικά κάθισαν μέχρι τις τρεις καθώς παίξαμε επιτραπέζια και uno. Έπαιξα και μια παρτίδα σκάκι με την Φοίβη και αν και δεν είμαι τελείως άσχετος, μου πήρε τα σώβρακα με συνοπτικές διαδικασίες. Όχι ότι το πήρα κατάκαρδα, παίζοντας με μια παίχτρια επιπέδου σχεδόν grand master εξ αρχής ήξερα ότι δεν είχα καμία απολύτως ελπίδα και απλά προσπάθησα να μη χάσω σε λιγότερες από είκοσι κινήσεις. Όταν μου είπε «ματ σε πέντε κινήσεις» ούτε καν το είδα μέχρι που μου το έδειξε βήμα-βήμα.

    Αμ το άλλο; Έχει δική της σελίδα στο Wikipedia! Είναι η συγγραφέας και η κύρια προγραμματίστρια και συντονίστρια ενός open source προγράμματος που χρησιμοποιείται παντού, μέχρι και στο ρολόι μου. Εντυπωσιάστηκα πραγματικά, αυτό θα πει υψηλές γνωριμίες. Ναι εντάξει, ο Μιλτιάδης γνώριζε προσωπικά την Πέτρου but still…

    - «Κι εμείς την έχουμε γνωρίσει» είπε ο Ανδρέας και συμπλήρωσε «και κάποιο από εμάς ακόμα καλύτερα!»
    - «Ε; Τι εννοείς;» τον ρώτησα με απορία.
    - «Σε μια εκδήλωση που είχε γίνει πέρσι το καλοκαίρι, είχαν παίξει σκάκι σε αγώνα επίδειξης, και με τη Φοίβη και με τη Χριστιάνα» μου εξήγησε.
    - «Στα μαθηματικά μπορεί να είναι εξωγήινη αλλά στο σκάκι της πήραμε οικογενειακώς το σκαλπ» είπε με υπερηφάνεια η Φοίβη.
    - «Μικρός που είναι ο κόσμος. Ένας συνάδελφος από την εταιρία που εργάζομαι είναι οικογενειακός φίλος και με τους Stolsbergs και με την Πέτρου, μάλιστα μας είπαν πως το καλοκαίρι τους είχαν κάνει επίσκεψη στο San Francisco»
    - «Αλήθεια, εσύ που εργάζεσαι;» με ρώτησε η Φοίβη και της απάντησα σε ποια εταιρία δουλεύω και ποιος είναι ο ρόλος μου χωρίς καν να διστάσω. «Γουάο!»
    - «Μπορεί να είναι πολύ λιγότερο δημιουργική από τις δικές σας, τουλάχιστον όσον αφορά την ανθρώπινη γνώση, αλλά έχει και τα πλεονεκτήματά της!»
    - «Φαντάζομαι» είπε η Φοίβη. «Εσύ Αναστασία, τι σπουδάζεις;»
    - «Ό,τι και ο κύριος. Ήμουν μεταξύ πολιτικής επιστήμης και οικονομικών επιστημών, αλλά λίγο η αγάπη μου για τα μαθηματικά, λίγο οι κακές παρέες…» της απάντησε και μου έστειλε ένα φιλάκι.
    - «Και μπήκε και πρώτη στη σχολή της και με μεγάλη διαφορά από το δεύτερο!»
    - «Καλά το λέω, φωτοτυπίες» είπε ο Ανδρέας. «Και η κυρία από εδώ αλλά και η κόρη *ΜΟΥ*» είπε τονίζοντας το “μου” «πέρασαν και οι δύο πρώτες στις σχολές τους και η κυρία από εδώ δεν μπήκε απλά πρώτη, τελείωσε και πρώτη!»
    - «Κόρη σου είναι όταν κάνει αταξίες, μην τα ξαναλέμε αυτά!» τον πείραξε η Φοίβη.
    - «Ο γιος σας;»
    - «Στρατιωτικός, σαν τον παππού του. Λες και τον έφτυσε στα μούτρα όταν γεννήθηκε, τι να πω, όχι ότι τον χάλασε τον στρατηγούκο, τα βρακιά του λέρωσε. Στην Ευέλπιδων είναι, μόλις ξεκίνησε το δεύτερο έτος»

    Όπως είπα και πριν, γύρω στις τρεις το διαλύσαμε δίνοντας ραντεβού για την επαύριο στις 23:00 στο Παλένκε, τα παιδιά θα έκλειναν και τραπέζι. Το είδα στο maps, το μέρος ήταν γάμησέ τα από θέμα parking, ήλπιζα την επαύριο να είχε καλύτερο καιρό ώστε να πάμε με τη μηχανή. Όταν έφυγαν τα παιδιά. και αφού πλύναμε τα δόντια μας, πήγαμε στο υπνοδωμάτιο, πήρα την Αναστασία στην αγκαλιά μου και αφού τη φίλησα πέσαμε και οι δύο ξεροί.

    Το πρωί ξύπνησα εγώ πρώτος και μετά την καθημερινή πρωινή μου ρουτίνα παράγγειλα καφεδάκια και για μένα και για την Αναστασία. Έβγαλα τα γατιά από το πάρκο και έβαλα και στους τρεις να φάνε, ο Ράντι ήταν πιο ήσυχος αλλά τα γατιά χοροπηδούσαν και μπλεκόντουσαν στα πόδια μου και νιαούριζαν, λες και θα τα άφηνα νηστικά να πούμε. Αφού έβαλα και στα τρία θηρία να φάνε πήρα το τάμπλετ μου και κάθισα στο σαλόνι. Έξω είχε λιακάδα αλλά έκανε ψύχρα και μιας και δεν ήθελα να καπνίσω δεν βρήκα λόγο να κάθομαι έξω να κρυώνω. Ο Ράντι μου κλαψούρισε όταν έφαγε το φαγητό του οπότε τον κατέβασα στον κήπο, θα έπρεπε το μεσημεράκι να κατέβω να καθαρίσω αλλά ευτυχώς έκανε την ανάγκη του σε συγκεκριμένο σημείο, σε μια γωνιά στην πίσω άκρη που είχε σκέτο χώμα και όχι γκαζόν και έτσι ήταν εύκολο στο καθάρισμα. Δεν έδειξε διάθεση να ανέβει μαζί μου πάνω, οπότε ανέβηκα μόνος μου και λίγη ώρα αργότερα ήρθαν και οι καφέδες μας. Η Αναστασία ακόμα κοιμόταν του καλού καιρού.

    - «Καλημέρα καρδούλα μου» της είπα σκύβοντας από πάνω της και χαϊδεύοντάς την τρυφερά. Άνοιξε τα μάτια της και τεντώθηκε. «Έχω φέρει καφεδάκι, σήκω να ετοιμαστείς». Αντί απάντησης πετάχτηκε όρθια και με έσφιξε στην αγκαλιά της λες και είχε να με δει χρόνια.
    - «Σ’ αγαπάω»
    - «Κι εγώ κοριτσάκι μου, πολύ-πολύ. Έλα, σήκω να ετοιμαστείς και σε περιμένω στο σαλόνι»
    - «Ναι μωρό μου» είπε και σηκώθηκε κάνοντας τα στήθη της να κουνηθούν ηδονικά μέσα από το φανελάκι της.
    - «Boobieeeeeeees» φώναξα ενθουσιασμένος και τη χούφτωσα πάνω από το φανελάκι και άρχισα να τα μαλάζω.
    - «Βρε σάτυρε!»
    - «Είμαι και μπράβο μου. Έχε χάρη που είμαι πολιτισμένος και δε θέλω να κρυώσει ο καφές σου, αλλιώς θα σου έλεγα εγώ!».
    - «Μα τι καλός!» μου απάντησε κοροϊδευτικά. Της έριξα μια στα κωλομέρια και χοροπήδησε χαχανίζοντας. «Ούννε μου εσύ!»
    - «ΡΟΑΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»
    - «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»

    Χαμογελώντας σαν χαζός γύρισα στο σαλόνι και κάθισα στον καναπέ. Η Ιζόλδη σκαρφάλωσε στον ώμο μου κάνοντας τον παπαγάλο και σήμερα το πρωί μου έκανε την τιμή και ο Τριστάνο και ήρθε και μου έτριψε το μουσούδι του στο χέρι μου για να του κάνω χάδια. Όταν ήρθε η Αναστασία μετά από λίγη ώρα στο σαλόνι με βρήκε και με τις δύο γάτες πάνω μου να κάνουν σαν κομπρεσέρ.

    - «Κοιμήθηκες καλά, κοριτσάκι μου;»
    - «Τούβλο, σχεδόν με το που με φίλησες και με πήρες αγκαλιά έπεσε ο γενικός. Εσύ;»
    - «Μια από τα ίδια κι εγώ. Για πες μου τώρα που έχει καταλαγιάσει η αδρεναλίνη, πώς σου φάνηκε το χθεσινό;»
    - «Περίεργα, αλλά ευχάριστα περίεργα. Εννοώ… ακόμα προσπαθώ να το επεξεργαστώ στο μυαλό μου αλλά… ουφ…»
    - «Γιατί ξεφυσάς μωρό μου;»
    - «Γιατί… γιατί δεν περίμενα ότι θα ήταν τόσο δυνατό και… δεν ξέρω Αντώνη μου…»
    - «Αναστασία, μπορεί να ήμουν ο πρώτος άνδρας με τον οποίο γνώρισες τον οργασμό αλλά σίγουρα δε θα ήμουν ο τελευταίος. Μην αισθάνεσαι άσχημα, να κρατήσεις το πόσο έντονο και όμορφο ήταν αυτό που έζησες και εμείς να είμαστε καλά και θα το ζήσεις πολλές-πολλές φορές ακόμα.»
    - «Ουφ»
    - «Γιατί ξεφυσάς πάλι;»
    - «Να σου εξομολογηθώ κάτι;»
    - «Άνοιξε την καρδιά μου τέκνο μου, πες μου για τις αμαρτίες σου»
    - «Ζήλεψα πολύ όταν είδα να φιλιέσαι με την Φοίβη. Ήθελα να σου ανοίξω το κεφάλι.»
    - «Δεν το έκανες όμως!»
    - «Όχι, δεν το έκανα. Πείσμωσα μέσα μου. Αν μπορεί ο Αντώνης, μπορώ κι εγώ.»
    - «That’s the spirit»
    - «Δεν περίμενα, όσο και αν με γοητεύει ο Ανδρέας σαν άνδρας, ότι θα το ευχαριστηθώ τόσο πολύ.»
    - «Σε γοητεύει; Βρε εσύ έχεις δαγκώσει κανονικά και με το νόμο τη λαμαρίνα με την πάρτη του»
    - «Γιατί, εσύ πας πίσω;»
    - «Ο Ανδρέας δεν είναι του γούστου μου»
    - «Η Φοίβη όμως είναι.»

    Με διάβαζε σαν ανοιχτό βιβλίο το κωλόπαιδο. Δεν είχα ψευδαισθήσεις όσον αφορά την εξυπνάδα της, μου έριχνε στο κεφάλι και περίσσευε για να μου ρίξει ακόμα άλλο τόσο, ωστόσο και πάλι ένιωσα ξαφνιασμένος.

    - “Guilty as charged”
    - «Θα σου ανοίξω το κεφάλι!»
    - «Γιατί μωρέ; Εγώ σου άνοιξα το δικό σου;»
    - «Εσύ δε ζηλεύεις!»
    - «Νομίζεις!» της είπα χωρίς καν να το σκεφτώ. Το χαμόγελο που φώτισε το πρόσωπό της μου έδιωξε όλη την εσωτερική μου τσαντίλα. «Ορίστε, χαμογελάει το κωλόπαιδο» μονολόγησα και η Αναστασία αντιγράφοντας τη μανιέρα της Φοίβης χτύπησε ενθουσιωδώς παλαμάκια.
    - «Σ’ αγαπάω!» είπε και σηκώθηκε και ήρθε και έκατσε πάνω μου, ίσα που πρόλαβα να αφήσω κάτω τον καφέ.
    - «Σιγά βρε θηρίο, θα τα γκρεμίσεις όλα και τι θα κάνει ο Ράντι, κλέφτης θα γίνει;»

    Αντί απάντησης με έσφιξε πάνω της και με φίλησε βαθιά. Αρχίσαμε να φιλιόμαστε και να ψαχουλευόμαστε πάνω στον καναπέ και όχι τίποτε άλλο, ζήλεψαν και οι γάτες και ήρθαν και χώθηκαν ανάμεσά μας για να μη μείνουν ρέστες στη διανομή.

    - «Βρε κοπρόγατα!» τα ψευτομάλλωσα και η Ιζόλδη μου τράβηξε ένα γλείψιμο στη μούρη, έτσι όπως είχε σκαρφαλώσει πάνω στα γυμνά στήθη της Αναστασίας, στρυμωγμένη με το ζόρι ανάμεσά μας.
    - «Μου κάνει πατουσάκια!» είπε η Αναστασία γελώντας.
    - «Βρε, μη βάζεις χέρι στην Αναστασία, αυτά είναι του μπαμπά!»
    - “Sharing is caring, Αντωνάκη”
    - «Πάει και το μου!»
    - «ΜΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ»

    Είχε μείνει φαγητό από εχθές, οπότε το μεσημέρι δε χρειαζόταν να παραγγείλουμε και ούτε να μαγειρέψουμε ξανά. Αν και είχα βάλει όλη την τέχνη μου στο σουφλέ, και το είχα κάνει πεντανόστιμο, το παστίτσιο της Φοίβης ήταν… ω Θεοί. Όντας μόνοι φάγαμε μέχρι που κόντεψε να μας βγει από τις μύτες. Πέσαμε λίγο σαν τις σαύρες σε καταληψία και το απόγευμα, αφού βγάλαμε το Ράντι μια μεγάλη βόλτα, γυρίσαμε και κάναμε κουρά για να είμαστε έτοιμοι για το βράδυ. Η Αναστασία ήθελε να φορέσει ένα όμορφο ανοιχτό μωβ φόρεμα με γόβες και έτσι αποφασίσαμε το βράδυ να πάμε στο Παλένκε με το αυτοκίνητο και καλή μας τύχη στο παρκάρισμα.

    Ούτε αυτό το φόρεμα το είχα ξαναδεί με αποτέλεσμα να μου πάει ξανά το σαγόνι στο πάτωμα. Το κορίτσι μου έχει υπέροχο σώμα και ξέρει να ντύνεται τονίζοντάς το τόσο όσο. Αν δεν τράβαγε πάνω της όλα τα ανδρικά -και κάμποσα γυναικεία- βλέμματα θα έτρωγα τις κοτσίδες μου. Στις 23:00 ήμασταν εκεί και αν και έκανα κάμποσους γύρους τελικά σταθήκαμε τυχεροί και βρήκα να παρκάρω σχετικά κοντά, ούτε πέντε λεπτά περπάτημα. Κινήσαμε προς το Παλένκε. Φοίβη και Ανδρέας δεν είχαν μπει μέσα, μας περίμεναν.

    - «Καλώς τους!» μας είπε η Φοίβη με ένα πλατύ χαμόγελο. Φορούσε ένα υπέροχο, αρκετά αποκαλυπτικό, κόκκινο ανοιχτό φόρεμα με ασορτί γόβες. Ο Ανδρέας, όπως κι εγώ, φορούσε ένα πουκάμισο με υφασμάτινο παντελόνι. Αγκαλιαστήκαμε εναλλάξ.
    - «Καλώς σας βρήκαμε!» απάντησα κι εγώ.
    - «Βρήκατε να παρκάρετε;» ρώτησε ο Ανδρέας.
    - «Ναι, αν και κάναμε κάμποσους γύρους τελικά σταθήκαμε τυχεροί. Εσείς;»
    - «Εμείς ήρθαμε με ταξί για να μπορέσουμε να πιούμε και λίγο παραπάνω. Το έχουμε πάρει χρόνια αυτό το μάθημα όταν η κυρά έχει όρεξη για χορό!»
    - «Τι εννοείς;»
    - «Εννοώ ότι κι εσείς θα χρειαστείτε ταξί το βράδυ!» απάντησε αινιγματικά.

    Boy, was he right!!!!

    --- ΤΕΛΟΣ ΔΕΚΑΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ---
     
    Last edited: 29 Σεπτεμβρίου 2023
  10. mystique

    mystique Owned Premium Member Contributor

    Palenque…τι αναμνήσεις….
    Το πιο μυσταγωγικό αργεντίνικο που με χόρεψε ποτέ ένας άγνωστος…
     
  11. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 14ο - …και πρωινό που σκοτώνει!

    - «Κοίτα, κι εγώ σε συμπαθώ αλλά θα προτιμούσα να πάρεις αγκαλιά την Αναστασία» άκουσα μια ανδρική φωνή στον ύπνο μου και άνοιξα τα μάτια μου προσπαθώντας να καταλάβω πού είμαι και τι κάνω. Τινάχτηκα και έκατσα καθιστός στο κρεββάτι όταν συνειδητοποίησα ότι είχα πάρει αγκαλιά τον Ανδρέα.
    - «Ο Χριστός και η Παναγία!»
    - «Welcome to the club named “η ώρα της μετάνοιας”» είπε αναστενάζοντας.

    Βρισκόμασταν σε ένα τεράστιο κρεββάτι, μεγαλύτερο ακόμα και από το δικό μου, η Αναστασία ήταν αριστερά μου, ο Ανδρέας δεξιά μου και ακόμα πιο δεξιά η Φοίβη. Και οι δύο τσούπρες κοιμόντουσαν του καλού καιρού.

    - «Πώς βρεθήκαμε εδώ;» ρώτησα με το μυαλό μου ακόμα μέσα στη θολούρα.
    - «Εσύ μας έφερες» απάντησε ο Ανδρέας.
    - «Και γιατί ήμασταν αγκαλιά;»
    - «Εμένα ρωτάς; Εσύ με αγκάλιασες! Όταν ξεραθήκαμε είχαμε τα κορίτσια ανάμεσά μας»
    - «Χμμμ» μουρμούρησα ενώ η μνήμη μου άρχισε σιγά-σιγά να επιστρέφει.
    - «Πάντως οφείλω να παραδεχτώ ότι έχεις γούστο στην επιλογή ξενοδοχείου!»
    - «Εμπειρία λέγεται» απάντησα μηχανικά και η κοιλιά μου γουργούρισε. «Λες να έχει πρωινό;»
    - «Το selling point για να μας φέρεις εδώ και να κυλιστούμε στην αμαρτία -ξανά!- ήταν πως η σουίτα έχει τζακούζι, υπέρδιπλο κρεββάτι και πρωινό που σκοτώνει!»
    - «Κάτι αρχίζω να θυμάμαι!» είπα κοκκινίζοντας σαν κοπελίτσα.
    - «Τουλάχιστον δεν τραγουδήσατε τον ύμνο του ΠΑ.ΣΟ.Κ, σε σχέση με άλλες κραιπάλες που έχουν συμβεί με την κυρά το, λες και σαφή βελτίωση.»
    - «Εντάξει, δεν ήμουν τόσο μεθυσμένος. Κεφάλι είχα κάνει!»
    - «Έτσι φαινόσουν χθες, βλέποντάς σε να αναρωτιέσαι ποιος είσαι και που βρίσκεσαι, με κάνεις να αναρωτιέμαι!»
    - «Όχι-όχι… εμένα το ποτό με βαράει μετά… εννοώ η πληρωμή έρχεται στο ξύπνημα!»
    - «Αυτό δε γίνεται πάντα;» ρώτησε αναστενάζοντας. «Δε μου λες, δεν πάμε να φάμε κάτι; Δεν είσαι ο μόνος που πεινάς!» Κοίταξα το ρολόι μου, ήταν 08:45
    - «Τα κορίτσια;»
    - «Δεν ξέρω για την Αναστασία αλλά καλή σου τύχη αν πας να ξυπνήσεις την Φοίβη μετά από νύχτα κραιπάλης»
    - «Δέρνει;»
    - «Και δέρνει!»
    - «Μ’ έπεισες!» είπα και σηκώθηκα. Τσίτσιδος. Και είχα πάρει αγκαλιά τον Ανδρέα. Που ήταν επίσης τσίτσιδος. Καλά είχε πάει αυτό.

    Ντυθήκαμε και κατεβήκαμε κάτω για να πάμε να πάρουμε το πρωινό μας. Φυσικά, όπως και το ξενοδοχείο, περιλάμβανε τα πάντα. Ένιωσα τύψεις, τους είχα φέρει στη σουίτα που κλείναμε κάθε χρόνο με την Αγγελική την επέτειο του γάμου μας. Ακόμα χειρότερα σε λίγες μέρες θα έκλειναν δύο χρόνια από τη μέρα που την έχασα. Παρά το ότι είχαμε περάσει ένα υπέροχο βράδυ, η μελαγχολία κόντεψε να με πνίξει. Μου έλειπε η Αγγελικούλα μου, δεν είχε σταματήσει ούτε λεπτό να μου λείπει.

    - «Αντώνη;» με ρώτησε ο Ανδρέας βλέποντας με να κοιτάζω το άπειρο έχοντας σταματήσει να τρώω. Παίζει να έμοιαζα εκείνη τη στιγμή με άνθρωπο που παθαίνει εγκεφαλικό και λογικό είναι ότι τα χρειάστηκε.
    - «Έλα, συγνώμη, αφαιρέθηκα»
    - «Σκοτείνιασες»
    - «Δεν έχει να κάνει με το χθεσινό πάντως. Μπορεί το πρωινό ξύπνημα να ήταν …κάπως, αλλά όλη τη χθεσινή βραδιά μπορείς να την αναφέρεις άνετα στα highlights μιας ζωής»

    Δεν απάντησε μη θέλοντας να με φέρει σε δύσκολη θέση αλλά όσο και αν δε μ’ αρέσει να μιλάω για τον εαυτό μου εκείνη τη στιγμή είχα ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον.

    - «Ερχόμασταν εδώ με την Αγγελική τις επετείους του γάμου μας.»
    - «Κατάλαβα. Ξέρεις τι θα σου έλεγε η Φοίβη; Κράτα μόνο αυτό, σε αυτό το μέρος είχες όμορφες αναμνήσεις και προστέθηκε ακόμα μία» Χαμογέλασα και ανακάτεψα τον καφέ μου. He got a point.
    - «Σε λίγες μέρες κλείνουν δύο χρόνια από τη μέρα που την έχασα. Κάποτε κάναμε σχέδια να πάμε με μηχανή μέχρι το Nordcapp, να δούμε τον ήλιο του Βορά. Την αγόρασα τη μηχανή, έρχεται και εκείνη σε λίγες μέρες, μόνο που όταν γίνει δε θα είναι ταξίδι, θα είναι προσκύνημα. Θα τη λατρεύατε την Αγγελική και θα σας λάτρευε κι εκείνη.»
    - «Είμαι σίγουρος» μου είπε χαμογελώντας μου ζεστά.
    - «Ανδρέα, ξέρω ότι θα σου φανεί κοινοτοπία αλλά πρέπει να στο πω: Να προσέχετε ο ένας τον άλλον. Να κάνετε τακτικά τις εξετάσεις σας.»
    - «Καλά, όταν ξεκινήσεις να κάνεις κι εσύ εξετάσεις προστάτη έλα να μου το ξαναπείς» είπε και χαμογέλασα. «51… πώς πέρασαν έτσι τα χρόνια; Τη μια στιγμή ήμουν 20 χρονών και πουφ! Μια στιγμή αργότερα είμαι 51 και ξύπνησα στην αγκαλιά ενός μαντράχαλου!»
    - «Χαχαχα ναι!»
    - «Ξέρεις τι λέει η Φοίβη; Ο χρόνος είναι το μόνο πραγματικό συνάλλαγμα που έχουμε. Δεν μπορώ καν να διανοηθώ την απώλειά σου, Αντώνη, αλλά εσύ είσαι ακόμα ζωντανός. Πόσο είπες ότι είσαι, 45; Όπως με ένα «πουφ» γίναμε από 20άρηδες 50άρηδες, έτσι με άλλο ένα «πουφ» θα γίνουμε 80άρηδες. Ζωή είναι και περνάει και ξέρεις τι; Ο πιο αμείλικτος κριτής είναι ο εαυτός σου, τον οποίον τώρα βασανίζουν οι τύψεις και μάλιστα τύψεις χωρίς λόγο. Οι πραγματικές θα είναι αν στα 80 σου αναπολείς αυτά που δεν έκανες.»
    - «Δε μου είναι εύκολο… δεν είναι απλά η απώλεια της Αγγελικής, είναι και η ηλικία της Αναστασίας»
    - «Η Αναστασία είναι ενήλικη»
    - «Δεν είναι τόσο απλό Ανδρέα»
    - «Είναι! Η Χριστιάνα είναι τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη και τα έχει με έναν 35άρη»
    - «Δε σας ήρθε κόλπος;»
    - «Θα ήμουν ψεύτης αν πω ότι δεν έπαθα εγκεφαλικό στην αρχή. Αλλά ξέρεις κάτι Αντώνη; Αυτό που μ’ ενδιαφέρει περισσότερο απ’ όλα είναι τα παιδιά μου να είναι ευτυχισμένα. Τα μεγαλώσαμε, τους προσφέραμε όλη μας την αγάπη, τα καθοδηγήσαμε όσο καλύτερα μπορούσαμε και η ανταμοιβή μας είναι πώς έχουμε δύο παιδιά που είναι ευτυχισμένα με τις επιλογές τους και ακολούθησαν τους δρόμους που τα ίδια επέλεξαν. Η Χριστιάνα θα γίνει αυτό που δεν μπόρεσα να γίνω εγώ, νευροχειρουργός. Ο Στρατής επίλεξε να γίνει στρατιωτικός παρόλο που πραγματικά πιστεύω ότι με το μυαλό που έχει θα μπορούσε να γίνει top notch επιστήμονας.»
    - «Η μικρή έχει φάει μεγάλο crush μαζί σου»
    - «Κάτι έχω καταλάβει. Δεν σε πειράζει;»
    - «Όσο εσένα το crush μου με τη Φοίβη»
    - “Touché”
    - «Αυτό μου είπε περίπου κι η μικρή όταν της είπα ότι έχει δαγκώσει τη λαμαρίνα μαζί σου»
    - «Σε διαβάζει η μικρή, ε;»
    - «Σαν ανοιχτό βιβλίο, π’ ανάθεμά τη»
    - «Τότε έχεις την απάντησή σου.»
    - «Τα ίδια μου είπε και η Φοίβη»
    - «Να την ακούς και δε στο λέω επειδή με δέρνει τρεις φορές την ημέρα για να μαλακώσω! Δεν πίστευα ποτέ πως τα καλύτερα καγιανά της ζωής μου θα τα φάω σε ξενοδοχείο!»
    - «Είπαμε, selling point!»

    Φάγαμε το πρωινό μας ενώ ταυτόχρονα ήπιαμε και τα καφεδάκια μας για να ανοίξει το μάτι.

    - «Τι ώρα πρέπει να κάνουμε checkout?»
    - «Αύριο στις 11:00 αν και εσείς πετάτε Ηράκλειο και εγώ δουλεύω». Κοίταξα το ρολόι μου, ήταν λίγο μετά τις 09:00. «Πάμε να ξυπνήσουμε τις τσούπρες να κατέβουν και αυτές να πάρουν πρωινό;»
    - «Ναι αλλά να βιαστούμε γιατί αν περάσει ώρα θα φάω ξανά!»

    Ανεβήκαμε στη σουίτα και με κάμποσο κόπο καταφέραμε να ξυπνήσουμε τα κορίτσια. Ήταν και οι δύο με φόρεμα και θα ήταν κάμποσο awkward να κατέβουν έτσι κάτω.

    - «Σάμπως θα είναι το πρώτο σου walk of shame;» πείραξε ο Ανδρέας τη Φοίβη.
    - «Εμένα όχι, το κορίτσι το ρωτάς;» είπε δείχνοντας την Αναστασία.
    - «Σάμπως μας ξέρουν;» ρώτησε. «Δεν έχω πρόβλημα, σε όποιον αρέσουμε»
    - “That’s the spirit!” της απάντησε η Φοίβη και της έριξε μια απαλή στον κώλο κάνοντας την Αναστασία να χαχανίσει. Χθες, του είχαμε δώσει να καταλάβει.

    Χθες, Παλένκε

    Περάσαμε μέσα και πήγαμε στο τραπέζι που είχαν κλείσει τα παιδιά. Στο Παλένκε παίζουν πολύ λάτιν και τέτοια ήταν και η μουσική που έπαιζε όταν κάτσαμε. Παραγγείλαμε τα ποτά μας μιλώντας περί ανέμων και υδάτων και η Φοίβη ήταν σα να καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα, ήθελε να χορέψει και δεν το έκρυβε. Τελικά λίγη ώρα αργότερα πήρε την Αναστασία και πήγαν και άρχισαν να χορεύουν τραβώντας όλα τα βλέμματα πάνω τους. Αν και το κορίτσι μου δεν είχε το ταλέντο της Φοίβης στο χορό, ακολουθούσε χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα και εδώ που τα λέμε το κούνημα δεν της έλειπε.

    Με τη Φοίβη να οδηγεί πάντως δεν είναι να απορείς πως παρά το γεγονός ότι στην πίστα είχε κόσμο, είχε ανοίξει γύρω τους ένας κύκλος και τα φώτα τις είχαν ερωτευτεί και τις ακολουθούσαν.

    - «Καλώς ήρθες στον κόσμο μου» μου φώναξε ο Ανδρέας. Η μουσική ήταν αρκετά δυνατή οπότε, για να μη χρειαστεί να φωνάζουμε ο ένας στον άλλον, σηκώθηκα και πήγα και κάθισα δίπλα του.
    - «Ατραξιόν έγιναν!»
    - «Και που είσαι ακόμα!»

    Δεν κατάλαβα τι εννοούσε, μέχρι που στο πρώτο διάλειμμα που έκαναν και κάθισαν τον κώλο τους κάτω, ήρθαν τα πρώτα κεράσματα και κοντά στο βασιλικό ποτιστήκανε και οι γλάστρες, δηλαδή ο Ανδρέας και η αφεντομουτσουνάρα μου. Latin δεν μπορούσα να χορέψω με την καμία αλλά disco και rock’n’roll, ή τουλάχιστον στο λίγο που έβαλε, σηκώθηκα κι εγώ. Εντάξει, η Φοίβη απλά δεν υπήρχε, όπως μου είπε αργότερα ο Ανδρέας, στο Παλένκε τους ήξεραν καλά οπότε Billie Jean και Smooth Criminal έβαλαν μόνο και μόνο γιατί ήταν εκεί η Φοίβη να δώσει σόου.

    Από κοντά και η Αναστασία, που μπορεί να μην είχε το ταλέντο της Φοίβης, δεν της έλειπε ωστόσο ούτε η χάρη, ούτε η αρμονία στις κινήσεις. Ο Ανδρέας ήταν και αυτός σχετικά καλός χορευτής ενώ τον ρόλο της αρκούδας του τσίρκου τον είχε αναλάβει επάξια ο yours truly. Τα κεράσματα πήγαιναν και ερχόντουσαν και στο τέλος φοβήθηκα ότι θα γίνω κουδούνι, κάτι ήξερε που μου είπε πως κι εμείς με ταξί θα φύγουμε. Εντάξει, δεν είχα γίνει ντίρλα, ωστόσο δεν ήμουν και για να οδηγήσω.

    Το μεροκάματο πάντως ο Ανδρέας το έβγαλε όταν άρχισε το ταγκό. Πήρε την Φοίβη και του έδωσαν και κατάλαβε.

    - «Τι όμορφοι που είναι!» μου είπε η Αναστασία.
    - «Είναι υπέροχο ζευγάρι!»
    - «Ουφ ζηλεύω!»
    - «Δυστυχώς εγώ δεν ξέρω να χορεύω ταγκό»
    - «Τέτοιος είσαι!»

    Ξεροκατάπια και ένιωσα άσχημα. Η Αγγελική με είχε κάνει Χριστό να πάω κι εγώ σε μια σχολή χορού και, αν και γενικά αδυνατούσα να της πω όχι, εδώ είχα στηλώσει τα πόδια σα μουλάρι. Δεν ήμουν και δε θα μπορούσα να είμαι ποτέ καλός σε αυτό, απλά δεν το έχω και δε θέλω να καταπιάνομαι με πράγματα στα οποία ποτέ δε θα γίνω, αν όχι καλός, τουλάχιστον υποφερτός. Δεν το έχω με την κίνηση, δεν το έχω με το ρυθμό, δεν το έχω γενικά. Μόνο βαλς είχα καταφέρει να μάθω να χορεύω αξιοπρεπώς. Το κορίτσι μου ήθελε χορό και δεν μπορούσα να της το προσφέρω, εγώ τουλάχιστον, και ένιωσα άσχημα.

    Την κατάσταση την έσωσε ένας νεαρούλης που παρά το γεγονός ότι η Αναστασία καθόταν μαζί μου, ήρθε και τη ζήτησε για χορό. Καθώς όταν είμαστε με κόσμο αποφεύγουμε τις διαχύσεις, μάλλον με πέρασε για τον πατέρα της. Η Αναστασία γύρισε και με κοίταξε.

    - «Δεν σας πειράζει, έτσι;» με ρώτησε ο πιτσιρικάς με αγωνία. Πρέπει να ήταν γύρω στα 20-25 με μακρύ μαύρο μαλλί με μπούκλες και γλυκό, αρκετά παιδικό, πρόσωπο.
    - «Καθόλου! Με τις ευχές μου. Να το κάψετε κυρ-Στέφανε!»
    - «ΧΑΧΑΧΑΧΑ» είπε. «Στέφανο με λένε!»
    - «Αντώνης και η όμορφη νεαρή δεσποινίς είναι η Αναστασία. Άντε, πηγαίνετε!»

    Η Αναστασία σηκώθηκε διστακτικά και πήγαν προς την πίστα. Λίγα λεπτά αργότερα ο δισταγμός της είχε πάει περίπατο, ο Στέφανος ήξερε να χορεύει και η Αναστασία ήξερε να ακολουθεί. Σα ζευγάρι ήταν όμορφο και ένιωσα και πάλι ένα μικρό τσίμπημα ζήλειας. Εκτός από την Αναστασία με το Στέφανο και τη Φοίβη με τον Ανδρέα ήταν και άλλα ζευγάρια που χόρευαν και όλοι μαζί πρόσφεραν ένα υπέροχο θέαμα. Κάποια στιγμή ο Στέφανος και η Αναστασία γύρισαν στο τραπέζι ενώ Φοίβη και Ανδρέας χόρευαν ακόμα.

    - «Αναστασία, θα μου δώσεις το τηλέφωνό σου» τη ρώτησε και βλέποντας τον πανικό να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό της παραλίγο να κατουρηθώ στα γέλια. Η Αναστασία με κοίταξε που προσπαθούσα απεγνωσμένα να κρατηθώ σοβαρός, αναστέναξε, πήρε το τηλέφωνό του και έγραψε το νούμερό της. Μετά πάτησε την κλίση μέχρι που βγήκε στο κινητό της και εκεί το έκλεισε.​

    Τώρα

    - «Αχ, στα καλύτερα μας φέρνεις» είπε η Φοίβη όταν είδε το μπουφέ.
    - «Μα είδες;»
    - «Νομίζω ότι με κοιτάνε περίεργα» είπε ο Ανδρέας και εδώ που τα λέμε προηγουμένως είχε φάει το μισό μπουφέ, δεν ήταν να απορείς βλέποντας ξανά το πιάτο του. Βλέποντας τον να τρώει απορούσα πώς κατάφερνε να διατηρεί τη σιλουέτα του, εγώ αν δεν είχα πάθει καταθλιψάρα δε θα έπεφτα από τα 95 που είχα φτάσει και πλέον πρόσεχα γιατί μου άρεσα στα 70 και δεν ήθελα να ξαναπάρω κιλά.
    - «Νομίζω πως κάποιος μάζεψε τα χέρια του μη του τα πάρεις κι αυτά!» τον πείραξε η Φοίβη.
    - «Αντώνη μου εσύ δε θα φας;»
    - «Εγώ έφαγα πριν και, δεν ξέρω πως τα καταφέρνει ο Ανδρέας, αλλά κοντεύουν να μου βγουν από τη μύτη και δεν είχα φάει ούτε τα μισά απ’ όσα πήρε στο δεύτερο γύρο!»
    - «Είμαι φαγανός, τι να κάνω;»
    - «Απορώ πώς γλύτωσαν τα κατσικάκια!»
    - «Φαγανός είμαι, όχι αυτοκτονικός!»
    - «Σε ένα-δυο μήνες θα έχετε και άλλο φαγανό μέλος στην οικογένεια» του υπενθύμισα.
    - «Ακριβό χόμπι τα μεγάλα σκυλιά!» είπε με μια δόση απελπισίας.
    - «Ναι αλλά θα σας φυλάει τα κατσίκια από τον κουμπάρο σας!»
    - «Ούτε ο Νίκος είναι αυτοκτονικός!»
    - «Τις έχετε σκίσει τις γάτες, μπράβο σας!»
    - «Τι είπατε μεσιέ;» με ρώτησε η Φοίβη.
    - «Τίποτα, για τον καιρό λέω… δροσούλα έχει σήμερα»
    - «Η κοτούλα κο-κο-κο» μου τραγούδησε ο Ανδρέας που μου την είχε φυλαγμένη.
    - «Οι γραίοι κότοι έχουν το ζουμί!» του απάντησε η Αναστασία, η οποία με την αγαστή συνεργασία της Φοίβης μας ξεζούμισαν χθες το βράδυ.
    - «Μας έμεινε και καθόλου;» την πείραξα.
    - «Ο Ανδρέας βλέπω ότι τα αναπληρώνει. Φουκαριάρη μου, μη μου λες μετά ότι δεν σε τάισα, αλλοίμονό σου!»
    - «Έχεις κακούς σκοπούς;»
    - «Τους χειρότερους» μου απάντησε κοιτάζοντάς με σαν ξερολούκουμο.
    - «Μη με κοιτάς εμένα, each man for himself!» είπε ο Ανδρέας συνεχίζοντας να τρώει σα να μην υπήρχε αύριο.
    - «Εγώ φταίω που σε πήρα αγκαλίτσα το πρωί» πέταξα και φύγαν δύο πορτοκαλάδες από δύο θηλυκές μύτες ενώ ο Ανδρέας κόντεψε να πνιγεί.
    - «Θέλεις να με πνίξεις χριστιανέ μου;»
    - «Αυτό θέλω να το ακούσω!» είπε η Φοίβη όταν βρήκε και εκείνη τις ανάσες της.
    - «Ε να… ενώ είχαμε κοιμηθεί με εσάς τις δύο στη μέση, το πρωί με ξύπνησε ο αχάριστος σύζυγός σου παραπονούμενος ότι του αρέσει η παρέα μου αλλά όχι κι έτσι. Δεν ξέρω πως τα καταφέραμε αλλά τον είχα πάρει αγκαλίτσα!»
    - «ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ΑΥΤΟ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΤΟ ΔΩ!!!!» φώναξε η Φοίβη έχοντας σκάσει στα γέλια. «ΘΕΟΥΛΗ ΜΟΥ, ΓΙΑΤΙ ΔΕ ΜΕ ΞΥΠΝΗΣΑΤΕ; ΓΙΑΤΙ; ΓΙΑΤΙ;»

    Τελειώσαμε το πρωινό μας και τα παιδιά αποφάσισαν να φύγουν για να περάσουν με τους δικούς τους την τελευταία μέρα πριν επιστρέψουν Κρήτη, παρόλο που τη σουίτα την είχα κλείσει και για σήμερα. Σε κάθε περίπτωση τους το ξέκοψα ότι εγώ τους έφερα εδώ, εγώ πληρώνω και όχι τίποτε άλλο αλλά το ξενοδοχείο ήταν πανάκριβο, αυτός άλλωστε ήταν ο λόγος που βρήκαμε τη σουίτα ελεύθερη τρεις η ώρα τα χαράματα. Σε κάθε περίπτωση ανέβηκαν πάνω για να αποχαιρετιστούμε με την ησυχία μας.

    Έχοντας κάνει ό,τι κάναμε τη χθεσινή βραδιά αυτή τη φορά μόνο εγώ και ο Ανδρέας δεν ανταλλάξαμε γλωσσόφιλο, όλοι οι υπόλοιποι συνδυασμοί υπήρξαν. Τους υποσχέθηκα πως όταν πάρω τον Σίμπα –έτσι θα ονόμαζαν το σκυλάκι που θα έπαιρναν από την Κλέλια– θα κατεβαίναμε με την Αναστασία να τους τον παραδώσουμε στο χέρι και φυσικά να κάνουμε μίνι χειμερινές διακοπές στο νησί. Δε θα έπαιρνα αυτοκίνητο, θα κατεβαίναμε με την Αμερικάνα, μετρούσα σχεδόν ανάποδα τις μέρες μέχρι να έρθει.

    - «Ουφ, θα μου λείψουν και οι δυο τους» είπε η Αναστασία όταν έκλεισε η πόρτα του δωματίου και μείναμε μόνοι μας. Βούιξε το κινητό της. Το άνοιξε και διάβασε το μήνυμα. «Ο Στέφανος είναι, μου έστειλε καλημέρα και με ρώτησε αν ενδιαφέρομαι να πάμε για καφέ.»
    - «Ρε το σκύλο πρωινιάτικα!» την πείραξα. Η αλήθεια είναι ότι κόντευε να πάει 11:00.
    - «Έτσι κι αλλιώς με την όρεξη θα μείνει!»
    - «Όχι δε θα μείνει. Θα του πεις σε μία ώρα στο Θησείο»
    - «Ορίστε;»
    - «Το μεσημέρι θα επιστρέψεις εδώ, στο ενδιάμεσο εγώ θα πάω να πάρω το αυτοκίνητο από εκεί που το είχαμε αφήσει και θα πάω στο σπίτι να ταΐσω και τα ζωντανά. Έχει ωραία μέρα σήμερα, θα επιστρέψω με τη μηχανή.»
    - «Ακόμα κι έτσι θα πρέπει να έρθω μαζί σου, με τα ίδια ρούχα που φορούσα χθες το βράδυ θα πάω; Αν πάω δηλαδή!»
    - «Δε θέλεις να πας; Σου άρεσε, δε σου άρεσε;»
    - «Και τι πάει να πει αυτό; Θα βγαίνω με όποιους μου αρέσουν;»
    - «Η βασική ιδέα του να βγαίνεις είναι ακριβώς με αυτούς που σου αρέσουν, αλλιώς γιατί να μπεις στον κόπο;»
    - «Έλα μωρέ Αντώνη, καταλαβαίνεις τι λέω.»
    - «Όχι, δεν καταλαβαίνω. Για καφέ σου ζήτησε ο άνθρωπος να βγείτε, όχι σε γάμο.»
    - «Με φλέρταρε χθες, δε νομίζω ότι θέλει να πάμε για καφέ απλά για να δει τα όμορφά μου μάτια!»
    - «Μπορεί, ωστόσο αυτό δεν αναιρεί ότι η πρόσκληση είναι για ένα απλό καφέ. Καλό θα σου κάνει να γνωρίσεις και άλλους συνομήλικούς σου»
    - «Δεν είναι συνομήλικος, είναι 27»
    - «Σε σχέση με μένα που είμαι 45 και Ανδρέα και Φοίβη που είναι 51 και 48 αντίστοιχα, το λες και θεαματική βελτίωση»
    - «Αντώνη, προσπαθείς να με ξεφορτωθείς;» με ρώτησε σοβαρά και χωρίς περιστροφές.
    - «Για συμμαζέψου!» της είπα μιλώντας της αυστηρά. «Σου έχω δώσει την εντύπωση του ανθρώπου που παίζει παιχνιδάκια με κάτι τέτοια;» Κατέβασε τα μάτια της κάτω μην τολμώντας να με κοιτάξει.
    - «Όχι… όχι… συγνώμη Αντώνη μου»
    - «Θέλω να βγαίνεις και με άτομα της ηλικίας σου, θέλω να φλερτάρεις, θέλω να παίξεις, θέλω να κάνεις κάθε τι που κάνει ένα παιδί της ηλικίας σου.»
    - «Και αν δε θέλω να βγω μαζί του;»
    - «Αν δε θέλεις να βγεις μαζί του τότε μη βγεις. Αν όμως θέλεις, δε θέλω να είμαι εγώ η δικαιολογία που δεν το έπραξες.»
    - «Δεν είναι δικαιολογία, είμαι μαζί σου… δεν είμαι;»
    - «Το βράδυ δεν ήσουν μαζί μου; Όταν χόρευες με τον Στέφανο, δεν ήσουν μαζί μου; Όταν δινόσουν στον Ανδρέα, δεν ήσουν δική μου;»
    - «Ήμουν» παραδέχτηκε απρόθυμα.
    - «Άλλαξε κάτι;»
    - «Όχι… όχι…»
    - «Τότε γιατί το κάνεις θέμα; Θέλεις να τον δεις ξανά ή όχι;»
    - «Αντώνη… ο Στέφανος δεν είναι Ανδρέας, μπορεί να μην είναι δεσμευμένος. Μπορεί… μπορεί να καταλήξω να τον δω αλλιώς»
    - «Αν καταλήξεις να τον δεις αλλιώς, τότε κατέληξες να τον δεις αλλιώς, δεν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό. Για μένα αγάπη δεν είναι να βάζεις κάποιον σε κλουβί, για μένα αγάπη είναι να τον έχεις λεύτερο. Αν σ’ αγαπάει πραγματικά τότε ποτέ δε θα απομακρυνθεί και ας πετάει από δέντρο σε δέντρο»
    - «Δε θα προλάβω σε μία ώρα»
    - «Πες του σε δύο, τότε. Λοιπόν, πάμε κάτω να πούμε στη ρεσεψιόν να μας φωνάξει ταξί»

    45 λεπτά αργότερα ήμασταν στην Κηφισιά. Η Αναστασία του είχε δώσει ραντεβού στις 13:00 στο Μαρούσι και πήγε στο διαμέρισμά της για να ετοιμαστεί. Ο Ράντι που είχε προτιμήσει χθες να κάτσει στον κήπο -και ευτυχώς να λέω, θα έσκαγε ο φουκαράς- ανέβηκε μαζί μου πάνω. Δεν είχαμε υπολογίσει πως δε θα γυρίσουμε σπίτι και τα φουκαριάρικα τα γατιά είχαν λυσσάξει στην πείνα. Τα έβγαλα από το πάρκο και πέσανε με τα μούτρα στο φαγητό και στο ενδιάμεσο έβαλα φαγητό στο Ράντι -που είχε μεγαλύτερες αντοχές- και καθάρισα τη λεκάνη τους. Το ρολόι έλεγε 12:30 όταν ανέβηκε πάνω και η Αναστασία.

    - «Έτοιμη» μου είπε. Φορούσε τζιν παντελόνι που αγκάλιαζε αισθησιακά το απίθανο κωλαράκι της και από πάνω μια μακρυμάνικη μπλούζα που ενώ έκλεινε στο λαιμό μετά έκανε άνοιγμα προς τα στήθη τονίζοντάς τα «τόσο, όσο». Παρόλο που μου έκανε τη δύσκολη, είναι φανερό ότι είχε ντυθεί για να την προσέξει ο Στέφανος.
    - «Κούκλα είσαι» της είπα χωρίς να κάνω κάποιο άλλο σχόλιο. «Όταν τελειώσεις επιστρέφεις εδώ και κατεβαίνουμε και πάλι στο ξενοδοχείο»
    - «Εντάξει, λογικά μέχρι τις 15:00 θα έχω γυρίσει»
    - «Αν περνάς καλά μη βιαστείς να γυρίσεις, δε θα φύγει το ξενοδοχείο!»
    - «Θα φύγει όμως η μέρα!» μου απάντησε και με πήρε αγκαλιά. Φιληθήκαμε και κατέβηκε για να πάει να πάρει το τραίνο. Μην έχοντας τι να κάνω, γδύθηκα και αφού έκανα ένα γρήγορο ντουζ πήγα και ξάπλωσα, παίζοντας ξανά σαν σε ταινία το χθεσινό βράδυ.

    Χθες, Παλένκε

    Κόντευε να πάει 03:00 αλλά είχα σταματήσει να πίνω εδώ και ώρα καθώς ήμουν στα πρόθυρα του να ξεπεράσω το «έκανα κεφάλι» και να μπω στα χωράφια του «γίνομαι ντίρλα». Να οδηγήσω πάντως δεν ήμουν με την καμία. Τα παιδιά ακόμα χόρευαν στην πίστα μέχρι που κάποια στιγμή ο Ανδρέας μη μπορώντας να πάρει τα πόδια του ήρθε και σχεδόν ξεράθηκε δίπλα μου.

    - «Πού τη βρίσκει τη δύναμη μου λες;» με ρώτησε προσπαθώντας να βρει τις ανάσες του.
    - «Μπορεί να έπεσε μικρή στο καζάνι με την XTC»
    - «Άμα την είχες δει όπως την πρόλαβα εγώ, δε θα την αναγνώριζες. Αφού όταν την είδα μετά από τρία χρόνια στο πανεπιστήμιο τρόμαξα να την αναγνωρίσω»
    - «Ναι, μου το έχει αναφέρει αυτό και η Φοίβη»

    Λίγη ώρα αργότερα ήρθαν και οι δύο τσαπερδόνες αναψοκοκκινισμένες.

    - «Δεν πάω σπίτι μου απόψε!» είπε η Φοίβη όταν κάθισε
    - «Ωχ» είπε ο Ανδρέας
    - «Το έχεις ξαναζήσει ε;»
    - «Μια και δύο; Ελπίζω να μην αρχίσει να τραγουδάει πάλι τον ύμνο του ΠΑ.ΣΟ.Κ»
    - «Ξενέρωτε!» τον κατηγόρησε η Φοίβη.
    - «Αχ, είναι πολύ όμορφα» είπε η Αναστασία που και του λόγου της απλά είχε κέφι, ήξερε να ελέγχει τον εαυτό της στο πόσο πίνει.
    - «Μην πάμε τότε σπίτια μας απόψε» είπα χωρίς να το καλοσκεφτώ.
    - «Τώρα μιλάς σωστά!» μου είπε η Φοίβη και παίρνοντάς με αγκαλιά μου έσκασε ένα ρουφηχτό φιλί στο μάγουλο.
    - «Αν έχετε όλοι όρεξη έχω μια καλή ιδέα» είπα έχοντας πάρει θάρρος καθώς το αίμα είχε μαζευτεί στο κάτω κεφάλι, το lightheadedness δεν οφείλονταν κατά τα φαινόμενα μόνο στα ποτά. «Με τζακούζι και πρωινό που σκοτώνει!»
    - «Ψήθηκα ακούγοντας τζακούζι!» είπε η Φοίβη.
    - «Με έριξες αναφέροντας το πρωινό» είπε ο Ανδρέας και βάλαμε τα γέλια.
    - «Όπου γης και πατρίς!» είπε η σουσουραδίτσα μου.

    Η αλήθεια είναι πως είχα πάρει μεγάλο ρίσκο καθώς δεν ήμουν και σίγουρος ότι θα βρω δωμάτιο στο ξενοδοχείο που είχα κατά νου αυτή την ώρα.

    - «Δώστε μου μισό λεπτό» είπα και σηκώθηκα και βγήκα έξω για να μπορέσω να μιλήσω. Είχαν ελεύθερη σουίτα, όχι ακριβώς παράλογο αν σκεφτείς τις τιμές τους, αλλά το οικονομικό ήταν από τα ελάχιστα πράγματα που εδώ και πολλά χρόνια είχαν πάψει να με απασχολούν, αφενός είχα περισσότερα απ’ όσο ήξερα τι να τα κάνω και αφετέρου, σάμπως θα τα έπαιρνα και μαζί μου; Γύρισα μέσα με το χαμόγελο της Colgate. “All settled”
    - «Νυχτιάτικα;» ρώτησε με περιέργεια ο Ανδρέας.
    - «24ωρα είναι τα ξενοδοχεία βρε μωρό μου!» του είπε η Φοίβη.
    - «Παιδιά, είναι καλό ξενοδοχείο, όχι γαμιστρώνας!» τους διαβεβαίωσα.
    - «Ακριβώς γι’ αυτό παραξενεύομαι!»
    - «Είμαι και παλιός πελάτης!» τους εξήγησα χωρίς να δώσω περισσότερες λεπτομέρειες. Στη σουίτα που έκλεισα πηγαίναμε κάθε χρόνο στην επέτειο του γάμου μας με την Αγγελική.

    Παλιός πελάτης, ανώτατο στέλεχος σε μεγάλη εταιρία, ε δεν ήθελαν πολύ για να πειστούν ότι έχω τα κονέ μου.

    - «Έχει και τζακούζι, είπες;» ρώτησε η Φοίβη.
    - «Μισές δουλειές θα κάνουμε, για ποιον με περάσατε;»
    - «Μεγάλο;»
    - «Όλοι οι καλοί χωράνε!» της είπα ξεδιάντροπα, σκέτος τσούλος!
    - «Αγόρασα! Παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους!»
    - «Κάτσε βρε σίφωνα, ρώτησες τους άλλους αν θέλουν να φύγουν;» τη μάλωσε ο Ανδρέας.
    - «Και να κάτσουμε εγώ δε θα χορέψω άλλο» μας δήλωσε η Αναστασία.
    - «Εγώ και στο χορό του Ζαλόγγου προς τα πάνω θα έπεφτα!» είπα με κάποια πίκρα.
    - «Είσαι ο αρκούδος μου» προσπάθησε να με παρηγορήσει η Αναστασία.

    Είναι να μη σου βγει το όνομα!

    - «Μπορείς να οδηγήσεις;» με ρώτησε ο Ανδρέας.
    - «Όχι, ταξί για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο!»

    Βγήκαμε έξω και ευτυχώς βρήκαμε ταξί στα γρήγορα. Το ξενοδοχείο δεν ήταν ιδιαίτερα μακριά και έτσι μισή ώρα αργότερα μπήκαμε στη σουίτα.

    - «Φίουυυυυυυ» σφύριξε η Φοίβη.
    - «Εγκρίνει!» εξήγησε ο Ανδρέας.

    Το τζακούζι ήταν στρογγυλό και τεράστιο, πήρε γύρω στα 20 λεπτά να γεμίσει. Παρά το ότι το κεφάλι μου κουδούνιζε ευχάριστα η αλήθεια είναι ότι ένιωθα αμηχανία, δεν ήξερα πως να το ξεκινήσω, αλλά από τη δύσκολη θέση με έβγαλε η Φοίβη που όταν τους είπα ότι είναι έτοιμο, απλά τσιτσιδώθηκε.

    - «Τι;» μας είπε κοιτώντας και τους τρεις. «Όποιος ντρέπεται μένει νηστικός» συμπλήρωσε και πήγε και χώθηκε στο τζακούζι.
    - «Δε γαμιέται;» είπε ο Ανδρέας και την ακολούθησε αφήνοντάς μας μόνους με την Αναστασία. Κοιταχτήκαμε για λίγο και βάλαμε μαζί τα γέλια.
    - «YOLO, που λέει και η γενιά μου» είπε η Αναστασία και τα πέταξε σε χρόνο ρεκόρ. «Εδώ θα κάτσεις;»
    - «Όχι» είπα αναστενάζοντας και γδύθηκα με τη σειρά μου και την ακολούθησα προς το τζακούζι.

    Κάθισα δίπλα από την Αναστασία. Ο Ανδρέας είχε ακουμπήσει πίσω και η Φοίβη καθόταν μπροστά του και της έκανε μασάζ στους ώμους. Να σας πω την αλήθεια, βλέποντας την Φοίβη πως το απολάμβανε, ζήλεψα λίγο. Ένιωσα το χέρι της Αναστασίας στο όργανό μου και γύρισα να την κοιτάξω και μου χαμογέλασε σκανταλιάρικα. Άρχισε να με παίζει κάτω από το νερό αισθησιακά και αφέθηκα στην περιποίησή του χεριού της σε βαθμό που αφού δεν άρχισα να χουρχουρίζω, πάλι καλά να λέω. Η γλυκιά ζαλάδα του ποτού, το παιχνίδι του χεριού της Αναστασίας, το τρεμούλιασμα που έκαναν τα γυμνά στήθη της Φοίβης καθώς την έτριβε ο Ανδρέας, μου είχαν προκαλέσει υπνωτική ευφορία, κάνοντας το μυαλό μου να αδειάσει τελείως.

    Έκλεισα τα μάτια μου και δεν θα τα άνοιγα αν δεν είχα ακούσει ένα απαλό ανδρικό βογγητό. Ο Ανδρέας είχε κάτσει πάνω στο πεζούλι και η Φοίβη γονατισμένη μέσα στο νερό τον περιποιούνταν με το στόμα της. Όντας έτσι κι αλλιώς καβλωμένος από το παιχνίδι του χεριού της Αναστασίας ζήλεψα και κάθισα κι εγώ στο πεζούλι και έκανα νόημα στην Αναστασία να συνεχίσει με το στόμα της και σε λίγο ήταν δύο τα αντρικά βογγητά που ακούγονταν ενώ τα κορίτσια έδιναν με το στόμα τους τον καλύτερο εαυτό τους.

    Αν συνεχίζαμε έτσι θα έχυνα με συνοπτικές διαδικασίες και με την ελαφριά ζαλάδα μου δεν ήμουν σίγουρος ότι θα μου σηκωνόταν ξανά, οπότε σταμάτησα την Αναστασία και χώθηκα ξανά στο νερό, ζητώντας της να καθίσει πάνω μου, πράγμα που έκανε χωρίς να χάσει στιγμή και όταν το όργανό μου γλίστρησε μέσα τη, της ξέφυγε ένα αρκετά δυνατό βογγητό ηδονής. Με αγκάλιασε από το σβέρκο και άρχισε να κινείται κάνοντάς με να συνοδεύσω τα δικά της βογγητά με τα δικά μου. Συνεχίσαμε έτσι μέχρι που κουράστηκε και παρά το γεγονός ότι κανείς από τους δυο μας δεν είχε τελειώσει, ήταν απίστευτα όμορφο και αισθησιακό.

    Όσο έκανα σεξ με την Αναστασία, Ανδρέας και Φοίβη είχαν αλλάξει θέσεις, είχε κάτσει εκείνη πάνω στο πεζούλι και εκείνος είχε χωθεί ανάμεσα στα πόδια της και την έτρωγε. Είχε κλειστά τα μάτια και έμοιαζε να έχει πιάσει συνομιλία με το Θεό, κατά τα φαινόμενα ο Ανδρέας ήταν expert στην αιδοιολειχία, άλλωστε, κατά παραδοχή της ίδιας της Αναστασίας, χθες που της το είχε κάνει είχε τον οργασμό της ζωής της. Κάποια στιγμή η Φοίβη άνοιξε τα μάτια της και τον σταμάτησε και κάθισε και πάλι μέσα στο ζεστό νερό μην μπορώντας να κρύψει την απόλαυσή της.

    - «Ζεις ένα δράμα, ε;» την πείραξα.
    - «Μα δε βλέπεις πως υποφέρω η γυναίκα;»
    - «Σε βλέπω και ματώνει η καρδούλα μου»
    - «Έχει μείνει αίμα να κυκλοφορεί εκεί; Όπως σε είδα πριν αλλού έχει μαζευτεί»
    - «Ένεκα η περιποίηση και το υπέροχο θέαμα» απάντησα κοκκινίζοντας ελαφρά, η Φοίβη δε χάριζε κάστανα.
    - «Ό,τι μπορούμε κάνουμε κύριε Απόστολε, ό,τι μπορούμε κάνουμε» απάντησε αυτή τη φορά ο Ανδρέας.
    - «Γκαρσονιέρα για δέκα!» είπε η Αναστασία αναγνωρίζοντας την ατάκα. «Χιχιχι» είπε και σηκώθηκε από το τζακούζι χαρίζοντάς μας ένα υπέροχο θέαμα και βγήκε τσίτσιδη και πήγε να βρει το κινητό της. Επέστρεψε μετά από λίγο. «Να δείτε τι σας έχω. Το είχα βάλει ringtone και κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό η μαμά την πρώτη φορά που το άκουσε».

    Αν και ακούγοντας το τραγούδι καταλάβαμε όλοι το λόγο, κοντέψαμε να πνιγούμε από τα γέλια. Το κορίτσι μου είναι απίθανο!

    Αποστόλη, βάλ’την όλη την παλιά τη μαστοριά σου
    Να μπορέσεις να γλιτώσεις την αξιοπρέπειά σου
    Να της τάξεις δώρα χίλια και λαγούς με πετραχήλια
    Για να σου ξανάρθει πάλι και να μη σε τρώει η ζήλεια
    Αποστόλη, απ’ την Πόλη, βάλ’ τη μαστοριά σου όλη!

    - «Και μετά λες για τα δικά μου μουσικά γούστα!» την κατηγόρησα.
    - «Γιατί εσύ τ’ ακούς στα σοβαρά, εγώ απλά κάνω πλάκα! Και τραγουδάς και από πάνω!»
    - «Ναι, το κάνω αυτό» παραδέχτηκα.
    - «Καλά το λέω, πρέπει να πάμε σε καραόκε!» είπε η Φοίβη.
    - «Μη του δίνεις θάρρος!»
    - «Έλα μωρέ γιατί, καλύτερη είμαι εγώ νομίζεις; Αλλά θα αποζημιωθείς ακούγοντας τον Ανδρέα να τραγουδάει ροκ και κρίμα που δεν είναι εδώ και η Χριστιάνα, η κουμπάρα μας εννοώ, όχι η κόρη μας, δυστυχώς το καμάρι μας πήρε το τραγουδιστικό της ταλέντο από τη μαμά της και όχι από το μπαμπά της.»
    - «Τα θέλει ο απαυτός σου» της είπε η Αναστασία. «Μωρουλίνι μου, θα μας κάνεις μια καντάδα;»
    - «Νιιιιιιιιιιι!» είπε η Φοίβη χειροκροτώντας ενώ εγώ παρακαλούσα να ανοίξει η γη να με καταπιεί.
    - «Η κοτούλα κο-κο-κο» άρχισε να τραγουδάει πειράζοντάς με ο Ανδρέας.
    - «Καλά λοιπόν!» είπα και ξεκίνησα

    There is no one like me
    There is no possibility
    Through the walls I can see
    I got a special ability

    There is no one like me
    I’m a kind of phenomenon
    But for you I'm a fool
    In your hands I'm a tool
    I'm in love treat me cool

    - «Ένιωσα μια ψύχρα, πρέπει να μας κυνηγάει το φάντασμα του Μπονάτσου» είπε η Αναστασία κάνοντάς μας να γελάσουμε και πάλι.
    - «Σας τα έλεγα εγώ, τώρα θα υποστείτε τις ολέθριες συνέπειες!»
    - «Άχου το μωρέ, έλα αγκαλίτσα» είπε η Φοίβη.
    - «Άσε με να γίνω επιστήθιος φίλος σου» την πείραξα όταν πήγα και κάθισα δίπλα της, γέρνοντας το κεφάλι μου στα γυμνά της στήθη.

    And so, it began.

    - «Come to daddy» είπε ο Ανδρέας προς την Αναστασία. «Χμμμ, δεν ακούστηκε καλά αυτό!»
    - «Νομίζεις!» του είπε η Αναστασία και σχεδόν του ρίχτηκε.

    Λίγη ώρα αργότερα με τον Ανδρέα βρεθήκαμε καθισμένοι δίπλα-δίπλα στο πεζούλι απολαμβάνοντας το τσιμπούκι που μας έκαναν τα κορίτσια, εκείνος της Αναστασίας και εγώ της Φοίβης. Εκείνος είχε κλείσει τα μάτια του αλλά εγώ όχι, ήθελα να βλέπω το θέαμα. Την είχε πιάσει από τα μαλλιά και της έδινε ρυθμό δείχνοντας να απολαμβάνει το τσιμπούκι που του έκανε το κορίτσι μου. Εγώ πάλι απολάμβανα το στόμα της Φοίβης που ήταν πραγματική μαστόρισσα. Ένιωσα το τέλος να έρχεται και πήγα να τη σπρώξω, όχι για να μη χύσω στο στόμα της αλλά γιατί φοβήθηκα πως αν τελειώσω μετά δε θα μπορώ άλλο.

    Boy, was I wrong!

    Η Φοίβη μου έκανε πέρα το χέρι και με πήρε ακόμα πιο βαθιά στο στόμα της και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα βογγητά μου καθώς τελείωνα. Εκείνη απλά έμεινε ακίνητη με το όργανό μου σχεδόν στο λαιμό της και το άφησε να κάνει ηδονικούς σπασμούς αδειάζοντας στο στόμα της. Την έσφιξα κι εγώ από το μαλλί, όχι γιατί χρειαζόταν να την κρατήσω ακίνητη αλλά γιατί χρειαζόταν να κρατηθώ από κάπου γιατί σχεδόν ένιωσα να μου βγαίνει η ψυχή.

    Την άφησα και τραβήχτηκε απαλά δίνοντας ένα φιλάκι στο κεφαλάκι του πριν σηκώσει τα μάτια της πάνω και μου χαμογελάσει. Κατέβηκα από το πεζούλι και άνοιξα την αγκαλιά μου. Ήρθε γονατιστή προς τα μένα και την έπιασα και την έσφιξα πάνω μου φιλώντας την βαθιά για πολλή ώρα.

    - «ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ ΧΥΝΩΩΩΩΩ» δεν κρατήθηκε ο Ανδρέας και σταματήσαμε το φιλί για να απολαύσουμε το θέαμα. Την κρατούσε ακίνητη και από τις κινήσεις του στόματός της καταλάβαμε ότι την έχυνε.
    - «Μην τα καταπιείς όλα» της είπε η Φοίβη φεύγοντας από εμένα. «Μου επιτρέπεις;» τη ρώτησε και η Αναστασία της ένευσε καταφατικά. Η Φοίβη τη χάιδεψε για λίγο στο πρόσωπο και μετά έσκυψε και τη φίλησε ρουφώντας από το στόμα της Αναστασίας όσο χύσι είχε μείνει. Η μικρή ήταν στην αρχή παθητική αλλά σιγά-σιγά άρχισε να δείχνει περισσότερο ενθουσιασμό και στο τέλος ήταν εκείνη που αγκάλιασε τη Φοίβη και την κόλλησε πάνω της. Ο Ανδρέας με κοίταξε, ακόμα καθισμένος στο πεζούλι, και μου έκλεισε το μάτι χαμογελώντας πονηρά.

    Ήταν που φοβόμουν ότι δεν θα μου σηκώνεται πάλι.

    Φοίβη και Αναστασία καθόντουσαν γονατιστές στο υδρομασάζ και φιλιόντουσαν και σε λίγο άρχισαν να πασπατεύονται. Η Αναστασία μου είχε πει ότι την εξίταρε η ασυνήθιστη -για εκείνη- αίσθηση αφής ξένου γυναικείου στήθους και ακόμα και αν το άγγιγμα μιας άλλης γυναίκας δεν την ηλέκτριζε όπως το δικό μου, δεν της ήταν αδιάφορο. Η Φοίβη έτσι και αλλιώς ήταν bi -και πολύ έμπειρη- οπότε δεν είναι να απορείς που στο τέλος έκανε την Αναστασία να λιώσει στα χέρια της.

    Σηκωθήκαμε από το υδρομασάζ και, αφήνοντας τα κορίτσια να φιλιούνται και να πασπατεύονται όρθιες, τις σκουπίσαμε όσο καλύτερα μπορούσαμε, δεδομένων των περιστάσεων, εγώ τη Φοίβη και ο Ανδρέας την Αναστασία. Τα στήθη της Φοίβης ήταν σε μέγεθος περίπου ίδια με αυτά της Αναστασίας και, ακόμα και μετά από δύο γέννες, αν και δεν έφτυναν τη βαρύτητα στα μούτρα, ήταν γεμάτα και ποθητά.

    - «Έχω μια ιδέα» είπα και τους άφησα για λίγο και πήγα στο τσαντάκι μου και έβγαλα δύο προφυλακτικά. Έδωσα το ένα στον Ανδρέα που μπήκε αμέσως στο νόημα. Τις βάλαμε να σκύψουν τουρλώνοντας τα κωλαράκια τους πάνω στο πεζούλι του υδρομασάζ. «Συνεχίστε να φιλιέστε» τους είπαμε και γυρίζοντας η μία προς την άλλη άρχισαν και πάλι να φιλιούνται. Πέρασα το χέρι μου κάτω από τα πόδια της Φοίβης και άρχισα να της τρίβω το μουνάκι παίζοντάς την. Ο Ανδρέας ακολούθησε άλλη τακτική, γονάτισε πίσω από την Αναστασία και άρχισε να της τρώει από πίσω της. Δε μου πήρε πολλή ώρα για να μου γίνει κάγκελο, φόρεσα το προφυλακτικό και μπήκα πισωκολλητά στο μουνάκι της και άρχισα να τη γαμάω. Λίγη ώρα αργότερα ακολούθησε και ο Ανδρέας.

    Πέρασα τα χέρια μου μπροστά στα στήθη της και τη χούφτωσα τραβώντας την όσο πιο όρθια γινόταν, μη σταματώντας ούτε στιγμή να μπαινοβγαίνω μέσα της. Η Φοίβη μούγκρισε από ηδονή. Δίπλα ο Ανδρέας κρατούσε την Αναστασία από τη μέση και μπαινόβγαινε μέσα της σαν έμβολο, δίνοντάς της που και που χαστούκια στο κωλομέρια που, κρίνοντας από τον ήχο που έκαναν, ήταν κάμποσο δυνατά. Άφησε τη μέση της και την έπιασε από τα μαλλιά τραβώντας την προς τα πίσω κερδίζοντας και νέα ηδονικά βογκητά, και η Αναστασία είναι φασαριόζα.

    Έσφιξα δυνατά τα στήθη της Φοίβης και τις τσίμπησα τις ρώγες.

    - «Κι άλλο! Κι άλλο» μου είπε παρακλητικά.
    - «Θέλεις πιο δυνατά, καυλιάρα μου;»
    - «Ναι… πιο δυνατά! Πιο δυνατά!» επανέλαβε και της έσφιξα τις ρώγες με πολλή δύναμη κερδίζοντας ένα δυνατό «ΑΑΑΑΑΑΧ», μείξη πόνου με καύλα. Άφησα τα στήθη της και την έβαλα να σκύψει όπως ήταν πριν και ξεκίνησα κι εγώ με τη σειρά μου να της ρίχνω δυνατές σφαλιάρες στα μεριά. «ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ» άρχισε να φωνάζει από καύλα. «Πιο δυνατά!»

    Γαμώτο, να μην έχω το paddle μαζί μου, αλλά θα μου πεις που να το φανταστώ ότι η νύχτα για χορό στο Παλένκε θα κατέληγε σε νύχτα οργίων στην Acropolis σουίτα του Divani palace? Της έδινα πολύ δυνατές, σε σημείο που είχαν αρχίσει να πονάνε οι παλάμες μου αλλά ούτε μια στιγμή δε σταμάτησε, ανάμεσα στα βογγητά της, να μου ζητάει να τις ρίξω ακόμα πιο δυνατές. Από αντοχές σίγουρα τα πήγαινε πολύ καλύτερα από την Αναστασία, όχι ότι ο Ανδρέας τις έριχνε όπως έκανα εγώ με τη γυναίκα του, εκείνος έριχνε μια στο τόσο, περισσότερο για την ιδέα του πράγματος παρά για κάτι άλλο.

    Παρά το γεγονός ότι φορούσα προφυλακτικό, που όσο λεπτό και αν είναι δεν συγκρίνεται σε αίσθηση με το χωρίς, όταν άκουσα τη Φοίβη να φωνάζει «ΧΥΝΩΩΩΩ ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΧΥΝΩΩΩΩΩ ΧΥΝΩΩΩΩΩ» ήρθε και ο δικός μου οργασμός σχεδόν από το πουθενά, κοκκάλωσα μέσα της και συνόδεψα τα «ΧΥΝΩΩΩΩΩΩ» της με τα δικά μου. Δίπλα μου ο Ανδρέας είχε βάλει την Αναστασία να γονατίσει μπροστά του και, βγάζοντας το προφυλακτικό, τον έπαιζε μπροστά από το ανοιχτό της στόμα. Η μικρή μου είχε κλείσει τα μάτια της και είχε βγάλει έξω τη γλώσσα της. «ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΧ» φώναξε ο Ανδρέας και, ακουμπώντας το κεφαλάκι του πούτσου του στη γλώσσα της, έχυσε μέσα στο στόμα της ενώ κάμποσο πετάχτηκε και έξω από αυτό, στο πρόσωπό της.

    Τραβήχτηκα προσεκτικά από τη Φοίβη και εκείνη γύρισε προς την Αναστασία και γονατίζοντας δίπλα της άρχισε να γλείφει από το πρόσωπο της τα χύσια του Ανδρέα και να τα μοιράζεται μαζί της φιλώντας την στο στόμα. Το κορίτσι μου μπορεί να μην είχε φωνάξει ότι χύνει αλλά από τις φωνές της είχα καταλάβει ότι είχε οργασμό εις διπλούν. Ακόμα κι έτσι, ωστόσο, όταν η Φοίβη την έβαλε να ξαπλώσει στο κρεββάτι και άρχισε να την γλείφει στο μουνάκι, η Αναστασία έχασε τον κόσμο, κατά τα φαινόμενα η Φοίβη έκανε ακόμα καλύτερη αιδοιολειχία από τον Ανδρέα.

    Ο τελευταίος, βρήκε την ευκαιρία και όπως ήταν η Φοίβη ξαπλωμένη μπρούμητα, τρώγοντας την Αναστασία, πήγε και άρχισε να γαμάει τη Φοίβη από τον κώλο. Του λόγου μου ήμουν καθιστός δίπλα από το κορίτσι μου και άρχισα να τον παίζω βλέποντας το θέαμα. Σηκώθηκα και κάθισα στα γόνατα και τον έβαλα μέσα στο στόμα της Αναστασίας, που την έγλειφε η Φοίβη, που την έπαιρνε από τον κώλο ο Ανδρέας.

    - «Συγνώμη, υδραυλικά» είπε ο Ανδρέας και τραβήχτηκε. Και σε μένα έχει συμβεί αυτό, δεν είμαστε πια παιδαρέλια. Εκείνος πήγε να πλυθεί κι εγώ με τη σειρά μου τραβήχτηκα από την Αναστασία για να την αφήσω απερίσπαστη να απολαύσει το στοματικό που της έκανε η Φοίβη. Δεν είναι να απορείς που το πρωί μας κοιτάζανε περίεργα, αυτό έχω να πω.

    Αν ωστόσο του είχε πέσει έτσι του ξανασηκώθηκε κάμποση ώρα αργότερα όταν έβαλα την Αναστασία στα τέσσερα και άρχισα να γαμάω το κωλαράκι της. Ήμουν κομμάτι βάρβαρος, το παραδέχομαι, αλλά την είχα ακούσει στέρεο.

    - «Μην ακουστούμε πάλι» είπα μέσα σε αγκομαχητά. «Ανδρέα, μπορείς να βοηθήσεις;» Κάθισε γονατιστός μπροστά από την Αναστασία και της το έβαλε στο στόμα, αρχίζοντας να της το γαμάει προσεκτικά. Η Φοίβη κάθισε και αυτή στα τέσσερα, γλείφοντας πότε το όργανο του Ανδρέα, πότε το σαγόνι της Αναστασίας που της ξέφευγαν κάτι μπουκωμένα «ΜΜΜΜΜΜ» καθώς λιμάριζα το κωλαράκι της. Το είχα φαντασιωθεί να της γαμάω τον κώλο ενώ ταυτόχρονα τσιμπουκώνει κάποιον άλλον και να που σήμερα έκανα και αυτή τη φαντασίωσή μου πραγματικότητα.​

    Τώρα, Κηφισιά

    Ξύπνησα και τεντώθηκα, ο ύπνος με είχε πάρει χωρίς να το καταλάβω. Κοίταξα το ρολόι μου, ήταν 16:00 και η Αναστασία δεν είχε επιστρέψει ακόμα. Κατάλαβα από το led του κινητού μου ότι είχα μήνυμα, είχα ένα Galaxy Note 9 από το 2018 και δεν είχα σκοπό να το αλλάξω μέχρι να αρχίσει να διαλύεται, η ύπαρξη του led, ήταν ένας από τους λόγους. Πήρα το κινητό για να διαβάσω το μήνυμα αλλά πριν προλάβω να το κάνω, χτύπησε το κουδούνι μου. Σηκώθηκα και πήγα να ανοίξω, ήταν η Αναστασία.

    - «Καλώς το μου»
    - «Ήρθα μωρό μου»
    - «Πέρασες καλά;»
    - «Όμορφα ήταν, αν δεν περίμενα και σαν τον μαλάκα μια ώρα στο Μαρούσι θα ήταν ακόμα καλύτερα!»
    - «Τι έγινε;»
    - «Δεν διάβασες το μήνυμά μου;»
    - «Όχι μωρό μου, με πήρε ο ύπνος, τώρα ξύπνησα»
    - «Του χάλασε το μηχανάκι και δεν έπαιρνε μπρος οπότε αναγκαστικά ήρθε με συγκοινωνία και άργησε»
    - «Συμβαίνουν αυτά. Πέρασες καλά ωστόσο όταν ήρθε;»
    - «Ναι ήταν όμορφα. Είναι πολύ γλυκούλης και η αλήθεια είναι ότι με φλέρταρε πολύ όμορφα, ούτε μια στιγμή δεν ένιωσα αμήχανα!»
    - «Του άρεσες!»
    - «Ναι, έτσι φαίνεται.»
    - «Και;»
    - «Τι και;»
    - «Εσένα σου αρέσει ο “γλυκούλης”;»
    - «Εγώ είμαι με σένα!»
    - «Και το βράδυ με μένα ήσουν»
    - «Δεν είναι το ίδιο βρε Αντώνη. Δε νομίζω ότι αρέσω στο Στέφανο με αυτό τον τρόπο»
    - «Ποιον τρόπο;»
    - «Του friend with benefits. Όπως και να έχει δε νομίζω ότι θα επανέλθει»
    - «Του έριξες χυλόπιτα;»
    - «Όχι ακριβώς… αλλά του είπα ότι δεν είσαι ο πατέρας μου αλλά ο φίλος μου. Πρέπει να τον δεις πως με κοίταξε, από τη μία τον λυπήθηκα λίγο για την κεραμίδα που έφαγε, από την άλλη ένας θεός ξέρει πως κρατήθηκα και δεν έβαλα τα γέλια και ευτυχώς να λες, αφενός θα ήταν τεράστια γαϊδουριά και αφετέρου δε θα πήγαινε καθόλου καλά.»
    - «Στείλε του ένα μήνυμα!»
    - «Τι μήνυμα;»
    - «Ότι τον ευχαριστείς για τον πολύ όμορφο χρόνο που περάσατε σήμερα και ότι θα ήθελες να επαναληφθεί.»
    - «Το πρώτο ισχύει, για το δεύτερο δεν είμαι σίγουρη»
    - «Ξέρεις την άποψή μου για τα ρίσκα αλλά μερικές φορές η ζωή απαιτεί να ρίξεις τα ζάρια.»
    - «Γιατί να το κάνω;»
    - «Γιατί να μην το κάνεις; Τι έχεις να χάσεις;»
    - «Τον χρόνο του, Αντώνη. Εγώ δεν είμαι κυνική σαν εσένα.»
    - «Με τι ασχολείται;»
    - «Μουσικολόγος και μουσικός, φλαουτίστας.»
    - «Μουσικολόγος;»
    - «Ναι, με διδακτορικό από το Julliard, παρακαλώ»
    - «Είναι καλή σχολή; Με συγχωρείς, δεν κατέχω από μουσικές σπουδές»
    - «Η κορυφαία στον κόσμο»
    - «Και γιατί δεν κάθισε εκεί;»
    - «Γιατί έχασε τη μητέρα του και τον θετό του πατέρα σε τροχαίο και γύρισε να φροντίσει τα δυο του ετεροθαλή αδέρφια.»
    - «Ωχ!»
    - «Ναι, δεν είχε εύκολα παιδικά χρόνια. Τον πραγματικό του πατέρα δεν πρόλαβε να τον γνωρίσει, έφυγε από καρκίνο όταν ο Στέφανος ήταν τριών χρονών. Η μητέρα του τον μεγάλωσε μόνη της και παρόλο που δεν ήταν ιδιαίτερα ευκατάστατη ο Στέφανος δεν στερήθηκε τη μουσική παιδεία που χρειαζόταν το ταλέντο του. Ο θετός του πατέρας να φανταστείς ήταν καθηγητής του στο ωδείο. Παντρεύτηκε τη μητέρα του όταν ήταν γύρω στα 10 και τον υιοθέτησε, ο Στέφανος τον λάτρευε. Δύο χρόνια αργότερα ήρθαν τα δίδυμα, ο Κωστής και η Ελισάβετ. Μόλις είχε τελειώσει το διδακτορικό του στο Julliard όταν έχασε σε τροχαίο τους γονείς του. Τυχερά μέσα στην ατυχία τους ήταν τα δίδυμα που βγήκαν με απλά τραύματα. Οι παππούδες του και από τις δύο μεριές είχαν πεθάνει χρόνια και όπως καταλαβαίνεις δεν μπορούσε να αφήσει τα δίδυμα, 13 χρονών τότε, μόνα τους. Είναι δύο χρόνια που έχει γυρίσει.»
    - «Ωχ… λυπάμαι…»
    - «Αυτό ακριβώς. Δεν είναι για παιχνίδια ο Στέφανος»
    - «Εντάξει, δεν επιμένω. Τουλάχιστον ευχαρίστησέ τον για το όμορφο μεσημέρι που πέρασες μαζί του»
    - «Θα το κάνω κάποια στιγμή αργότερα.»
    - «Οκ… δε μου λες, τι θέλεις να κάνουμε; Θέλεις να κάτσουμε εδώ ή να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο και να κοιμηθούμε εκεί; Αν ναι, να πάρουμε ρούχα μαζί μας για να φορέσουμε για αύριο.»
    - «Με το αυτοκίνητο θα πάμε, ή με τη μηχανή;»
    - «Με τη μηχανή, έχει ωραία μέρα σήμερα και το απόγευμα έλεγα να πάμε και καμιά βόλτα.»
    - «Ράντι, Τριστάνο και Ιζόλδη;»
    - «Θα του βάλω στο πιάτο του κάτω για να έχει. Θα βάλουμε και στα γατιά να έχουν και θα τα αφήσουμε στο διαμέρισμά σου, γάτες είναι, μπορούν και χωρίς εμάς για ένα βράδυ»
    - «Για ένα δεύτερο βράδυ, εννοείς»
    - «Έστω! Λοιπόν, κατέβα σπίτι σου να διαλέξεις τι θα φορέσεις σήμερα και αύριο, και πάω να φέρω τη μικρή μπαγαζιέρα και ελπίζω να τα χωρέσεις»
    - «Το μόνο σίγουρο. Βγάλε τι θέλεις να πάρεις κι εσύ και άστα στο κρεββάτι για να ταχτοποιήσω. Θα πάρω και τα γατιά κάτω και θα τους βάλω φαγητό, για να μην ξανακατεβαίνουμε» μου είπε και έφυγε για να το κάνει.

    Είχα διάφορες μπαγαζιέρες για την custom made υποστήριξη συνεπιβάτη, επίσης custom made, τις οποίες είχα πληρώσει χρυσάφι γιατί καλή η Voulcan μου αλλά ήταν urban cruiser, όχι για ταξίδια, οπότε οι μαμίσιες left things to be desired. Διάλεξα δύο από τις μικρές που και υποστήριζαν τα πόδια του συνεπιβάτη και που σε αντίθεση με τις μεγάλες, δεν χρειαζόταν να κάνει yoga για να κάτσει, και τις έφερα από την αποθήκη στο κρεββάτι. Έβγαλα ένα πουκάμισο και το παντελόνι που θα φορούσα αύριο στο γραφείο, μια φόρμα για να μην κυκλοφορώ στην σουίτα τσίτσιδος και αυτά που θα φορούσα το βράδυ. Παντόφλες πρόσφερε το ξενοδοχείο και δε θα χρειαζόμουν άλλα παπούτσια.

    Μέχρι να ετοιμαστεί και η Αναστασία πήγα και γέμισα με ξηρά τροφή την κατσαρόλα του Ράντι και έβαλα και μεγαλύτερη ποσότητα για να τη βγάλει και αύριο μέχρι να γυρίσω το απόγευμα. Κατεβήκαμε μαζί κάτω αλλά δεν έδειξε ιδιαίτερη όρεξη να φάει. Γέμισα το νερό του και πήγα στη γωνία που έκανε την ανάγκη του και καθάρισα για να μην μένουν. Ο Ράντι στριφογύρισε μερικές φορές στο γρασίδι και ξάπλωσε αναστενάζοντας, λες και του έπεσαν έξω τα καράβια.

    Επέστρεψα πάνω και μερικά λεπτά αργότερα ανέβηκε και η Αναστασία και διπλώνοντας προσεκτικά τα ρούχα τα έβαλε στη μία μπαγαζιέρα και όχι απλά χώρεσαν αλλά έμεινε και χώρος για να βάλει μέσα σε μια σακούλα τα παπούτσια μου και ένα ζευγάρι γόβες. Στην άλλη μπαγαζιέρα έβαλε την τσάντα που θα έπαιρνε μαζί της αύριο στη σχολή για να μην την κουβαλάει στην πλάτη.

    - «Έτοιμη» μου είπε και κατεβήκαμε στη μηχανή. Τοποθέτησα τις μπαγαζιέρες και αφού ανέβηκα στη μηχανή με ακολούθησε και η Αναστασία. Από τη στιγμή που βγήκαμε στην Κηφισίας, ουσιαστικά ήταν μια ευθεία μέχρι το ξενοδοχείο και, αν και είχε αρκετή κίνηση για Κυριακή απόγευμα, με τη μηχανή δεν ήταν πρόβλημα, οπότε μισή ώρα αργότερα ήμασταν και πάλι στη σουίτα. «Έχεις όρεξη να χωθούμε στο τζακούζι και πάλι;»
    - «Αμ γιατί νομίζεις ότι κουβάλησα αυτά μαζί μου;» είπε και έβγαλε από τη μπαγαζιέρα μια σακούλα, μέσα στην οποία είχε ένα κουτί με διάφορα μπουκαλάκια.
    - «Αφού δεν έφερες μαζί σου και το αρμόνιο, καλά να λέω»
    - «Τώρα που το σκέφτομαι, το μικρό θα μπορούσα να το πάρω!»
    - «Πάω να φτιάξω το υδρομασάζ» της είπα ενώ η Αναστασία έκοβε βόλτες στη σουίτα.
    - «Θεούλη μου, έχει απίστευτη θέα!» μου είπε.
    - «Τώρα την πρόσεξες; Μέχρι και το υδρομασάζ έχει θέα την Ακρόπολη!»
    - «Η αλήθεια είναι η προσοχή μου χθες ήταν αλλού!»
    - «Και σε χάλασε…»
    - «Αυτό όχι! Εσύ με χάλασες!»
    - «Ναι, το είπαμε, κακές επιρροές»
    - «Και πού να τα πω αυτά; Σάμπως έχω και κανέναν να μπορώ να τα πω;»
    - «Πες τα στο Στέφανο»
    - «Δε νομίζω ότι με βλέπει σα φίλη και άλλωστε σιγά μην κάτσω να τα πω όλα αυτά σε κάποιον άγνωστο!»
    - «Η ιδέα είναι πως αν τον γνωρίσεις θα πάψει να είναι άγνωστος!»
    - «Έχεις ένα point αλλά ισχύει και αυτό που σου είπα, δε νομίζω ότι με βλέπει σα φίλη.»
    - «Τον ρώτησες και σου είπε όχι;»
    - «Όχι αλλά δεν έπεσα και από τον Άρη με αλεξίπτωτο, που λες κι εσύ. Μπορώ να καταλάβω αν αρέσω σε κάποιον» μου είπε και εκεί μου το μπουμπούνισε. «Νομίζεις πως τυχαία σε φίλησα το πρωί που έφευγες από την Κέρκυρα;»
    - «Ορίστε;;;;» φώναξα ξαφνιασμένος.
    - «Εντάξει, ομολογώ ότι το να μαζέψω το θάρρος να το κάνω είναι από τα πιο ζόρικα πράγματα που έχω κάνει στη ζωή μου but still… δεν το έκανα στην τύχη.»

    Εγώ είχα μείνει αποσβολωμένος, είχα καταλάβει ότι από ένα σημείο και πέρα με διάβαζε σαν ανοιχτό βιβλίο αλλά ειλικρινά πίστευα πως αυτό είχε ξεκινήσει να γίνεται αφού άρχισε η σχέση μας και να που η Αναστασία με είχε πάρει χαμπάρι. Και αν με είχε πάρει χαμπάρι εκείνη, πόσο πιο εύκολο θα ήταν να με πάρει χαμπάρι κάποιος πιο κωλοπετσομένος, όπως οι δικοί της καλή ώρα;

    - «Τι έπαθες, πέρασε η νεράιδα και σου πήρε τη φωνή;» με ρώτησε πειρακτικά.
    - «Η αλήθεια είναι ότι ένα σακί τούβλα το έφαγα, κοντεύει να μου γίνει συνήθεια από τη μέρα που το κύμα σου κατέβασε το μαγιό. Τόσο πολύ φαινόταν;»
    - «Μόνο όταν ήμασταν μόνοι μας, αν αυτό είναι που σε ανησυχεί. Ήσουν διαφορετικός. Σε έπιανε το βλέμμα μου να με κοιτάζεις αλλά γύρισες αλλού όταν φοβόσουν ότι θα το καταλάβω. Απέφευγες να με αγγίζεις, έστω και τυχαία, αλλά έβλεπα το σώμα σου πως αντιδρούσε όταν πχ, σου έβαζα αντηλιακό. Όταν ήμασταν με άλλους ήσουν ο γνωστός, κλειστός, ολιγόλογος και μετρημένος Αντώνης, μαζί μου ήσουν διαφορετικός. Διαφορετικός από την τελευταία φορά που σε είχα δει.»
    - «Ώστε όλα ήταν μέρος του σατανικού σου σχεδίου να με αποπλανήσεις γέρο άνθρωπο;»
    - «Σέξι μεσήλικας, μη τα λέμε ξανά. Όχι μωρό μου, δεν είχα κάνει κανένα τέτοιο σχέδιο. Πήγα με το κύμα. Άλλωστε…» είπε και κόμπιασε για λίγο. «Άλλωστε, αν δεν ήθελες ο ίδιος να… αποπλανηθείς, τίποτα δε θα είχε γίνει ακόμα και αν σου είχα βάλει χέρι αντί να σε φιλήσω εκείνο το πρωί.»

    Αναστέναξα αλλά η Αναστασία είχε απόλυτο δίκιο, είναι να το ‘χει η κούτρα σου να κατεβάζεις ψείρες. Από τη μία αυτό ήταν ανακουφιστικό, με την έννοια ότι εκείνη ήταν που το είχε ξεκινήσει αλλά από την άλλη δεν έτρεφα ψευδαισθήσεις, η Αναστασία μπορεί να είχε ακολουθήσει τα ένστικτά της σπρωγμένη από τον πόθο της για μένα αλλά δεν έπαυε να είναι ένα 18χρονο ερωτευμένο κοριτσόπουλο. Εγώ ήμουν που, ακόμα και άθελά μου, της έδειξα ότι υπάρχει ανταπόκριση. Ένιωσα και πάλι τύψεις, ο πόθος μου για εκείνη, στις αρχές τουλάχιστον, ήταν καθαρά σαρκικός. Είναι έξυπνη, το είχε καταλάβει αλλά συνέχισε να πηγαίνει εκεί που την πήγαινε το κύμα, ελπίζοντας να μην την παρασύρει σε βράχια.

    Ελπίζοντας ή υπολογίζοντας;

    - «Το νερό είναι έτοιμο» της είπα. «Έλα να χωθούμε μέσα»
    - «Έρχομαι» είπε και τα πέταξε όλα μένοντας τελείως γυμνή.

    Θεέ μου, είναι σαν ζωντανό άγαλμα. Πώς το είχα πει; Σαν η Θεά Αφροδίτη να με σπλαχνίστηκε γι’ αυτό που συνέβη και έπλασε με σάρκα και οστά, δίνοντας ζωή με τη θεϊκή της πνοή, στο αβατάρ των ερωτικών μου φαντασιώσεων.

    - «Με κοιτάζεις περίεργα»
    - «Σε θαυμάζω»
    - «Εσύ να τα βλέπεις αυτά που θέλεις άλλες!»
    - «Εσένα θέλω πάνω απ’ όλα. Οι άλλες… οι άλλες είναι για να μου θυμίζουν τι έχω.»
    - «Ακόμα και η Φοίβη;» με ρώτησε μπαίνοντας με τα πολλά στο υδρομασάζ.
    - «Ακόμα και η Φοίβη» της απάντησα όταν βολεύτηκε. Γύρισε στο πλάι και με κοίταξε στα μάτια.
    - «Τότε γιατί με σπρώχνεις στο Στέφανο;»
    - «Δεν σε σπρώχνω στο Στέφανο, πώς σου ήρθε αυτό; Σε σπρώχνω να ανοίξεις λίγο ακόμα περισσότερο τον κόσμο σου, μωρό μου. Δεν έχει σημασία αν θα είναι ο Στέφανος ή ο Μήτσος ή ο Κίτσος ή ο Πίτσος.»
    - «Ο κόσμος μου είναι αρκούντως ανοιχτός, ειδικά τις τελευταίες μέρες!»
    - «Τόσο, που θέλεις να μιλήσεις γι’ αυτό σε κάποιον άλλον διαφορετικό από εμένα και δεν έχεις ποιον.»
    - “Touché”
    - «Βλέπεις;»
    - «Ακόμα κι έτσι, συνεχίζω να πιστεύω ότι ο Στέφανος δε με θέλει μόνο για φίλη.»
    - «Αν, λέω αν, δεν είχε πρόβλημα να είσαι friends with benefits, θα το έκανες;»
    - «Πριν σε γνωρίσω, σίγουρα όχι. Τώρα, δεν είμαι σίγουρη.»
    - «Πέραν από το τι μπορεί να θέλει ή όχι ο ίδιος, έχεις κάποιο άλλο λόγο;»
    - «Έχω. Κοίτα Αντώνη, σου είπα δεν είμαι σαν εσένα. Μου αρέσει ο Στέφανος αλλά είναι πιο πολύπλοκο. Μου αρέσει του στυλ πως αν δεν υπήρχες εσύ θα ανταποκρινόμουν full sail στο flirt του.»
    - «Συνεπώς το μεγαλύτερό σου πρόβλημα δεν είναι αν μπορεί να σε δει αυτός απλά φιλικά αλλά αν μπορείς κι εσύ να κάνεις το ίδιο, ακόμα και αν υπάρχω εγώ.»
    - «Ταράχτηκα βλέποντας τον εαυτό μου να ανταποκρίνεται στη γοητεία που ασκεί πάνω μου ο Ανδρέας. Δεν είσαι ο μόνος που τρώει σακιά με τούβλα σε αυτό τον κόσμο, Αντώνη»
    - «Ναι, κάτι έχω καταλάβει, όχι, δεν αναφέρομαι στα τούβλα»
    - «Μέχρι που σε γνώρισα η πίπα ήταν απλά κάτι που έκανα για να ευχαριστήσω το αγόρι μου. Με σένα άρχισε να μου αρέσει η ίδια η πράξη. Με τον Ανδρέα… Χριστέ μου, δεν περίμενα ποτέ ότι θα μπορούσα να έχω οργασμό επειδή κάποιος με κράτησε ακίνητη χύνοντας στο στόμα μου. Έκανε σπασμούς το όργανό του, έκανα σπασμούς κι εγώ.»
    - «Πολύ λυρική περιγραφή!»
    - «Ίσως γιατί έχεις ανάγκη να το ακούσεις. Αντώνη δε θέλω να σε χάσω αλλά ώρες-ώρες νομίζω ότι παίζεις με τη φωτιά.»
    - «Όποιος φοβάται τις φωτιές με κάρβουνα δεν παίζει που λέει και το τραγούδι. Αυτό που εσύ λες παιχνίδι με τη φωτιά εγώ το λέω ελευθερία.»
    - «Τότε γιατί έκανες σα να κάηκες;»
    - «Γιατί ζήλεψα. Δεν είμαι υπεράνω. Η ελευθερία ωστόσο δεν είναι για τους λιπόψυχους. Θυμάσαι τι λέει ο Κάλβος; Όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται, ζυγόν δουλείας, ας έχωσι· θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία.»
    - «Και αν φας τα μούτρα σου;»
    - «Τότε τα έφαγα» είπα και συνέχισα την απαγγελία. «Αυτή (και ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας) επτέρωσε τον Ίκαρον· και αν έπεσεν ο πτερωθείς κ' επνίγη θαλασσωμένος· Αφ' υψηλά όμως έπεσε, και απέθανεν ελεύθερος. - Αν γένης σφάγιον άτιμον ενός τυράννου, νόμιζε φρικτόν τον τάφον.»
    - «Και αν δε θέλω;»
    - «Να φάω τα μούτρα μου;»
    - «Να μην ξαναμιλήσω με το Στέφανο»
    - «Τότε να μην το κάνεις. Αρκεί να γίνει επειδή δε θέλεις εσύ και όχι γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να φάω τα μούτρα μου»
    - «Το να μη θέλω να το κάνω ακριβώς επειδή δε θέλω να φας τα μούτρα σου, δε σου περνάει από το μυαλό;»
    - «Μου περνάει. Ωστόσο στο τέλος της ημέρας το τι θα κάνω εγώ με τον εαυτό μου είναι δικό μου θέμα.»
    - «Όχι Αντώνη δεν είναι μόνο δικό σου θέμα. Σ’ αγαπάω!»
    - «Κι εγώ, Αναστασία. Γι’ αυτό σε θέλω ελεύθερη. Ο έρωτας χρειάζεται μια γερή δόση κυνισμού»
    - «Ο έρωτας ίσως, η αγάπη όχι. Αγάπη είναι να μετράει για σένα και η ψυχή αυτού με τον οποίον είστε μαζί. Να μη θέλεις να στεναχωρηθεί, να μη θέλεις να πληγωθεί, να μη θέλεις να φάει τα μούτρα του με κανέναν απολύτως τρόπο»
    - «Αγάπη, μικρή μου φιλόσοφε, είναι επίσης να δίνεις στον άλλον το χώρο να απλώσει τα φτερά του. Να κάνει πράγματα που τον ευχαριστούν ακόμα και αν εσένα σε δυσαρεστούν, μόνο και μόνο γιατί τον ευχαριστούν. Θυμάσαι τι μου είπες; Για σένα και μόνο για σένα. Και όχι απλά το έκανες αλλά διαπίστωσες και η ίδια ότι αυτό μπορεί να είναι όμορφο με τρόπο που δεν είχες καν φανταστεί. Ναι, ζήλεψα που είχες μαζί του τον οργασμό της ζωής σου, ναι ζήλεψα που ήταν τόσο έντονο για σένα που είχες οργασμό απλά και μόνο επειδή εκείνος τελείωσε στο στόμα σου αλλά στο τέλος της ημέρας η ζήλια είναι ένα ποταπό συναίσθημα. Δεν έχει ζήλεια η αγάπη, Αναστασία. Αν δεν χαίρεσαι με τη χαρά του άλλου, τι αξία έχει να λες πως τον αγαπάς; Και ας σε πληγώνει. Και ας σε καίει. Δεν κλείνεις σε κλουβί κάποιον που αγαπάς, τον αφήνεις να πετάξει λεύτερος. Αν σε αγαπάει δεν θα απομακρυνθεί, θα πετάει πάντα κάπου εκεί κοντά σου και ακόμα και αν απομακρυνθεί, πάλι κάπου εκεί κοντά σου θα γυρίσει. Ξέρεις πόσες νύχτες ήθελα να χτυπήσω το κεφάλι μου και να μπήξω τα νύχια μου στα χέρια μου τυφλωμένος από τη ζήλεια που η Αγγελική ήταν στην παραδομένη στα χάδια και την αγκαλιά κάποιου άλλου; Ξέρεις πόσες και πόσες φορές δεν έφτασα σχεδόν να πω “ως εδώ και μη παρέκει”; Δεν το έκανα όμως, δεν το έκανα. Και ξέρεις κάτι; Η Αγγελική ποτέ δεν έφυγε από μένα… όχι με τη θέλησή της.»
    - «Δε θέλω να σε χάσω, Αντώνη»
    - «Μη με χάσεις, τότε. Αλλά η ζωή είναι δάσος, όχι δέντρο.»

    Δεν απάντησε, μόνο ήρθε προς τα μένα. Άνοιξα τα πόδια μου και κάθισε γονατιστή ανάμεσά τους. Με κοίταξε και φύσηξε στην άκρη ένα τσουλούφι που της έπεφτε στα μάτια. Έσυρε το δάχτυλό της πάνω στο στήθος μου κοιτάζοντάς το αφηρημένη. Της σήκωσα με το δάχτυλό μου το κεφάλι που είχε χαμηλώσει και την κοίταξα βαθιά στα μάτια.

    Έγειρε προς το μέρος μου, έκλεισε τα μάτια της και τα χείλη της συνάντησαν τα δικά μου.

    --- ΤΕΛΟΣ ΔΕΚΑΤΟΥ ΤΕΤΑΡΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ---
     
  12. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 15ο - To be a rock and not to roll

    Πέρασαν μερικές μέρες. Ήμουν σπίτι με το Ράντι και τα γατιά, η Αναστασία κατόπιν επιμονής μου είχε τελικά στείλει μήνυμα στο Στέφανο και σήμερα το απόγευμα είχαν βγει αν και επικοινωνία είχαν συχνά-πυκνά μεταξύ τους, να είναι καλά ο messenger. Δεν ξέρω αν με τρολλάρει το σύμπαν αλλά η Αμερικάνα θα ερχόταν ακριβώς στην επέτειο που έχασα την Αγγελική. Πέρσι τέτοια μέρα είχα πάρει άδεια, μια μέρα πριν, μια μέρα μετά, δεν ήθελα να δω και να ακούσω άνθρωπο. Είχα κλειστεί σπίτι κλαίγοντας, πίνοντας και καπνίζοντας, έχοντας σφιχτά αγκαλιά τον Ράντι που τότε ήταν σχεδόν 7 μηνών. Το αρκούδι μου τότε ήταν γύρω στα 70 κιλά και όρθιος σχεδόν με έφτανε στο μπόι οπότε αν μη τι άλλο είχα χορτάσει αγκαλίτσα. Ο ίδιος ένιωθε την ψυχική μου κατάσταση και μπορεί να είναι φύσει μεγάλος καραγκιόζης αλλά εκείνες τις μέρες έδινε ρεσιτάλ προσπαθώντας να με κάνει να χαμογελάσω.

    Αυτά για όποιον ηλίθιο πιστεύει ότι τα ζώα δεν έχουν ψυχή. Και ψυχή έχουν και συναισθήματα έχουν και να σε καταλάβουν μπορούν και σ’ αγαπάνε αγνά και ανεπιφύλακτα. Τέλος πάντων, σε κάθε περίπτωση φέτος δεν είχα σκοπό να το επαναλάβω, θα καβαλούσαμε την Αμερικάνα και θα πηγαίναμε με την Αναστασία για ένα διήμερο στη Μονεμβάσια.

    Κοίταξα το ρολόι μου, η ώρα ήταν 20:00, η Αναστασία μου είχε πει ότι θα γυρίσει γύρω στις 21:00 καθώς θα πήγαινε με τον Στέφανο για καφέ μετά τα μαθήματά της. Μην έχοντας τι να κάνω, πήρα την αρκούδα μου και κατεβήκαμε για τον καθημερινό μας περίπατο πίσω από το σταθμό του τραίνου. Έχει μεγάλη πλάκα να βλέπεις πως αντιδρούν οι περαστικοί βλέποντας το Ράντι, δεν μιλάμε για τα άλλα σκυλιά που είτε γαυγίζουν πίσω από την ασφάλεια του φράχτη ή του μπαλκονιού, είτε εξαφανίζονται μόλις τον δουν. Εξαίρεση αποτελούσε μια μεγαλόσωμη τσοπάνισσα πίσω από το σταθμό του τραίνου.

    Σήμερα ήταν η μέρα του, το κορίτσι ήταν στον κήπο και ήρθε γαυγίζοντας να κάνει χαρούλες σε μένα αλλά κυρίως στο Ράντι.

    - «Ράντι, να και το φιλαράκι σου η Σιέρα» είπα και η αρκούδα πήγε μπροστά στα κάγκελα και έκανε χαρούλες στη φιλενάδα του. «Καλησπέρα» είπα χαμογελαστά στην ιδιοκτήτριά της.
    - «Μεγάλωσε κι άλλο ή είναι ιδέα μου; Καλησπέρα»
    - «Όχι, όχι… Απλά το καλοκαίρι τον είχα κουρέψει για να μη σκάσει και η τρίχα έχει αρχίσει να μακραίνει και πάλι»
    - «Τι έρωτας κι αυτός. Το ξέρεις πως ο Ράντι είναι ο μόνος με τον οποίο η Σιέρα δε χαλάει τον κόσμο; Νίκο; Νίκο;» είπε φώναξε τον άντρα της. «Ήρθε να μας βρει ο γαμπρός!». Ο άντρας της βγήκε χαμογελαστός κι εκείνος στον κήπο και χάιδεψε την κεφάλα του Ράντι.
    - «Μεγάλωσε κι άλλο;» ρώτησε με τη σειρά του.
    - «Μόλις εξηγούσα στη σύζυγό σας ότι το καλοκαίρι τον είχατε δει κουρεμένο!»
    - «Αλήθεια, πόσα κιλά έχει φτάσει;»
    - «Τώρα είναι 103, λογικά συν η πλην μερικά κιλά αυτά θα είναι τα τελικά του»
    - «Και περηφανευόμασταν ότι η Σιέρα είναι μεγάλη, κι’ αυτή σαν το Ράντι είναι, τσομπάνης με καυκάσιο»
    - «Πάντως αν δεν σκοπεύετε να τη στειρώσετε θα χαρώ πολύ να συμπεθερέψουμε. Επειδή και του λόγου του είναι ημίαιμος δεν βρίσκω να τον ζευγαρώσω.»
    - «Μωρέ δεν είναι ότι δε θέλουμε αλλά τι θα τα κάνουμε;»
    - «Μάνι-μάνι τρία θα πάρω εγώ». Ήθελα να έχω παιδί του Ράντι και η αδερφή μου μου είχε δηλώσει ότι αν ο Ράντι γινόταν μπαμπάς ήθελε κι εκείνη ένα. Επίσης ένα μου είχε ζητήσει και ο κύριος Μανώλης, ο ιδιοκτήτης του Φιντέλ, του άλλου κολλητού του Ράντι. «Πόσα κιλά είναι τώρα;»
    - «Εβδομήντα, ο κτηνίατρος μας είπε ότι το πολύ να φτάσει 75»
    - «Είναι χρονιάρα, σωστά;»
    - «Δεκατριών μηνών για την ακρίβεια. Δε θέλαμε να τη στειρώσουμε πριν αναπτυχθεί πλήρως και τρέμουμε τον πρώτο της οίστρο, θα γίνει εδώ της κακομοίρας, υπάρχουν πολλά αδέσποτα»
    - «Δεν της έχει έρθει ακόμα;» ρώτησα με απορία.
    - «Όχι, στα μεγαλόσωμα σκυλιά καθυστερεί, μπορεί να γίνει και 18 μηνών πριν της έρθει για πρώτη φορά. Ο κτηνίατρος μας είπε ότι αν είναι να ζευγαρώσει, καλύτερα να έχει κλείσει τα δυο της χρόνια»
    - «Οπότε Ράντι υπομονή» είπα χαϊδεύοντας το μούργο μου μου κούναγε πέρα δώθε την ουρά του κάνοντας χαρούλες με τη Σιέρα. «Αν δηλαδή το θέλετε»
    - «Τα υπόλοιπα δεν ξέρουμε τι θα τα κάνουμε. Δε θα έλεγα όχι για ένα σκυλάκι ακόμα, ο κήπος δόξα τω Θεώ είναι μεγάλος, αλλά αν κάνει 8-9 τι θα τα κάνουμε;»
    - «Ναι, είναι πρόβλημα αυτό. Τέλος πάντων, εγώ πάντως θα ήθελα να συμπεθερέψουμε και όπως σας είπα η στέγη για τρία από τα κουτάβια θα είναι εξασφαλισμένη.»
    - «Αμ εμείς δε θέλουμε; Κούκλος είναι π’ ανάθεμά τον. Δεν είναι επιθετικός, έτσι;»
    - «Το αντίθετο, πριν μια εβδομάδα βρήκα εδώ πιο πάνω ένα γατάκι που το είχαν στριμώξει κάτι σκυλιά σε ένα δέντρο, ήταν η πρώτη φορά που τον είδα να αγριεύει και ακόμα και τότε όταν τα άλλα σκυλιά έφυγαν με την ουρά στα σκέλια -και το ένα πρόλαβε να κατουρηθεί και πάνω του- σταμάτησε. Όχι μόνο έσωσε το γατάκι από την αγέλη, αλλά μιας και δεν μπορούσα να το αφήσω στο δρόμο, το πήρα μαζί μου και ο κύριος το έχει υιοθετήσει και προσέχει την Ιζόλδη σα τα μάτια του. Το ίδιο κάνει και με το γάτο της κοπέλας στην οποία νοικιάζω το κάτω διαμέρισμα. Με σκυλιά δεν έχει ιδιαίτερα πάρε δώσε γιατί τα πιο πολλά κόβουν ρόδα μυρωμένα όταν τον βλέπουν αλλά δεν έχει υπάρξει ποτέ του επιθετικός.»
    - «Τον έχετε εκπαιδεύσει;»
    - «Ναι, σκύλο τέτοιου μεγέθους δεν κάνει να μην τον έχεις από συνεχή εκπαίδευση.»
    - «Κι εμείς προσπαθήσαμε αλλά…»
    - «Καλά, μη νομίζετε, δεν τον εκπαίδευσα μόνος μου. Από ένα σημείο και πέρα απλά του κάνω επαναλήψεις, δε χρειάζεται κάτι περισσότερο.»
    - «Δε μας αφήνετε καλού-κακού τα στοιχεία σας;»
    - «Βεβαίως, πολύ ευχαρίστως» τους είπα και τους έδωσα το κινητό μου, το σταθερό μου και το προσωπικό μου e-mail. Αποχαιρετιστήκαμε με κάποιο ζόρι γιατί ο Ράντι ήθελε να κάτσει να κάνει χαρουμενιές στη Σιέρα και συνεχίσαμε τη βόλτα μας. Την ώρα που ανέβαινα από το δρόμο του σταθμού άκουσα να με φωνάζει η Αναστασία.
    - «Αντώνη; Αντώνη;»
    - «Γυρίσατε δεσποινίς;» τη ρώτησα χαμογελώντας της και σταματώντας μέχρι να έρθει δίπλα μας.
    - «Ναι, μόλις τώρα. Βγήκατε ή γυρνάτε;»
    - «Τώρα γυρνάμε σπίτι. Δε μου λες, έχεις φάει;»
    - «Όχι!»
    - «Ωραία, πήγαινε σπίτι σου να κάνεις ένα ντουζάκι και να αλλάξεις και έλα πάνω να φάμε παρέα. Μέχρι να ετοιμαστείς θα έχω παραγγείλει. Έχω όρεξη για μακαρονάδα σήμερα, εσύ τι θα ήθελες;»
    - «Δε θα έλεγα όχι για μια γαριδομακαρονάδα. Υπάρχει; Αν όχι έχω τα υλικά να φτιάξω εγώ αν έχεις διάθεση να περιμένεις.»
    - «Δεν είσαι κουρασμένη;»
    - «Γαριδομακαρονάδα θα φτιάξω, δε θα σπάσω πέτρες σε λατομείο»
    - «Tell you what, θα ψάξω να βρω να υπάρχει κάποιο μαγαζί που να έχει γαριδομακαρονάδα. Αν όχι θα κατέβω κάτω να σου κάνω παρέα όταν τη φτιάχνεις!»
    - «Deal» μου είπε χαμογελαστή και δυο λεπτά αργότερα μπήκαμε στον κήπο. Έκλεισα την πόρτα και αμόλησα τον Ράντι που πήγε τρέχοντας να πιεί νερό. Δεν έδειξε διάθεση να ανέβει πάνω μαζί μας, οπότε τον άφησα και ανεβήκαμε με τα πόδια τα σκαλιά μέχρι το διαμέρισμά της. Το δίπλα ήταν ακόμα ξενοίκιαστο, οπότε η Αναστασία με άρπαξε από το σβέρκο και κόλλησε τα χείλη της στα δικά μου. «Σ’ αγαπάω!» μου είπε και μπήκε μέσα στο διαμέρισμά της για να πάει να κάνει ντουζ και να αλλάξει. Ήξερε ότι είχα τον Τριστάνο από την ώρα που γύρισα.

    Εγώ είχα το τρίτο εφεδρικό κλειδί του διαμερίσματός της, το δεύτερο το είχε δώσει στη μητέρα της η οποία μου είχε ζητήσει σθεναρά να κρατήσω το δικό μου, όταν πήγα να της τα δώσω. Ήμουν σχεδόν δυο μήνες με την Αναστασία και κάθε φορά που ανέβαινε μου χτυπούσε την πόρτα, ούτε καν το είχα σκεφτεί. Τρία κλειδιά είχα και για το δικό μου διαμέρισμα, το ένα δεν είχε χρησιμοποιηθεί ποτέ, το άλλο ήταν αχρησιμοποίητο εδώ και δύο χρόνια.

    Μπήκα μέσα και πήγα στο γραφείο που είχα το λάπτοπ και το άνοιξα για να παραγγείλω. Βρήκα delivery που είχε γαριδομακαρονάδα με σάλτσα φέτας, ακριβώς αυτό που άρεσε και στην Αναστασία, οπότε παράγγειλα δύο μερίδες και μια πράσινη σαλάτα. Άνοιξα το γραφείο μου, στο συρτάρι είχα το τρίτο κλειδί. Το δεύτερο ήταν σε ένα κουτί στο χρηματοκιβώτιο, μαζί με τα ρολόγια και τα κοσμήματα της Αγγελικής. Έψαξα και βρήκα ένα μικρό κουτάκι και έβαλα μέσα το κλειδί. Το τύλιξα σε πολύχρωμο χαρτί και έβαλα και φιόγκο, θα το έκανα δωράκι σήμερα στην Αναστασία.

    Αναστασία η οποία είχε βγει με ένα νεαρό καλλιτέχνη ο οποίος τη γούσταρε και τον οποίο γούσταρε κι εκείνη. Ομολογώ ότι είχα λίγη αγωνία για το πως πήγε, η Αναστασία πάντως είχε γυρίσει εξαιρετικά ευδιάθετη, το οποίο σήμαινε πως είχε περάσει όμορφα. Της έστειλα μήνυμα να ετοιμαστεί με την ησυχία της και πήγα και άνοιξα το ραδιόφωνο και το σπίτι πλημμύρισε ροκ μουσική. Επέστρεψα στο γραφείο μου με σκοπό να ψαρέψω ένα τσιγάρο για να βγω έξω να καπνίσω αλλά τελικά το μετάνιωσα, αν είχα όρεξη ακόμα μετά το φαγητό, βλέπαμε. Επέστρεψα στο σαλόνι και κάθισα στον καναπέ με τα γατιά να έρχονται και τα δύο πάνω μου. Η Ιζόλδη σκαρφάλωσε στους ώμους μου, της άρεσε πολύ να το κάνει αυτό, ενώ ο Τριστάνο κούρνιασε πάνω στα μπούτια μου και σε λίγο άκουγα χουρχουρητά σε Dolby surround ενώ το Stairway to heaven που έπαιζε από τον Rock FM είχε φτάσει στο κρεσέντο του

    And as we wind on down the road
    Our shadows taller than our souls
    There walks the lady we all know
    Who shines white lights and wants to show
    That everything still turns to gold
    And if you listen very hard
    The tune will come to you at last
    When all are one and one is all
    To be a rock and not to roll

    Προσπάθησα νοερά να το μεταφράσω αν και ποτέ δεν το είχα με την ποίηση.

    Κυλάμε στις κατηφοριές
    Σκιές πιο μακριές κι από ψυχές
    Μαζί μας είναι και η κυρά
    Που ανάβει φώτα λαμπερά
    Για να μας δείξει οριστικά
    Τα πάντα γίνονται χρυσά
    Και αν ακούσεις δυνατά
    Θα σου ‘ρθει ο τόνος τελικά
    Όλα μαζί να ενωθούν
    Βράχοι που δεν κατρακυλούν.

    Ναι, δε μου άρεσε αλλά ήταν το καλύτερο που μπορούσα να σκεφτώ, το είπα, δεν το έχω με την ποίηση. Χτύπησε το κουδούνι μου και, αφήνοντας προσεκτικά τα γατιά, πήγα να ανοίξω στην Αναστασία η οποία αφού πέρασε μέσα και έκλεισε την πόρτα με πήρε στην αγκαλιά της και με φίλησε, ενώ ταυτόχρονα ο Τριστάνο, κάνοντας σπριντ που θα έκανε τον Μπολτ να μοιάζει με χελώνα σε κρίση οσφυαλγίας, σκαρφάλωσε πάνω της.

    - «Σου έλειψα αντράκι μου; Σου έλειψε η μαμά;»
    - «Και όχι μόνο στο αντράκι σου» της είπα ενώ ο Τριστάνο χουρχούριζε σαν κομπρεσέρ.
    - «Κι εσύ μου έλειψες μωρό μου»
    - «Παράγγειλα την γαριδομακαρονάδα και μια πράσινη σαλάτα αλλά δεν έχουν έρθει ακόμα, θέλεις μπύρα ή αναψυκτικό;»
    - «Αναψυκτικό, ήπια μπύρα στο Θησείο που είχαμε πάει, δεν θέλω άλλη»
    - «Περάσατε καλά;»
    - «Ναι, όμορφα ήταν» πήγε να ξεκινήσει, αλλά εκεί χτύπησε το τηλέφωνό μου, ήταν άγνωστο νούμερο.
    - «Παρακαλώ;»
    - «Ναι, ο ντελιβεράς είμαι.»
    - «Είμαι στον τρίτο όροφο, το κουδούνι…» πήγα να πω αλλά με διέκοψε.
    - «Δεν κατεβαίνετε εσείς καλύτερα; Είναι στην πόρτα ένας τεράστιος μαλλιαρός σκύλος και με αγριοκοιτάζει!»
    - «Εντάξει, κατεβαίνω» του είπα.
    - «Ποιος ήταν;»
    - «Ο ντελιβεράς, είδε τον Ράντι και χρειάζεται αλλαγή πάνας.»

    Κατέβηκα και πήγα και πήρα το φαγητό και ο Ράντι πάλι δεν έδειξε διάθεση να ανέβει πάνω. Αφού έχει διάθεση να κάνει τον αγροφύλακα, ποιος είμαι εγώ να του χαλάσω το χατίρι; Ανέβηκα πάνω και με την Αναστασία πήγαμε στην κουζίνα για να φάμε. Είχαμε λυσσάξει και οι δύο στην πείνα, οπότε φάγαμε το φαγητό μας χωρίς πολλές-πολλές κουβέντες. Όταν αποφάγαμε καθάρισα το τραπέζι ενώ η Αναστασία πέταξε στα σκουπίδια τις άδειες συσκευασίες.

    - «Φόρα το μπουφάν σου να πάμε έξω, θέλω να κάνω ένα τσιγάρο»
    - «Ναι μωρό μου» μου είπε. Φόρεσα το πάνω μέρος της φόρμας μου που έχει μέσα γούνα και πήγα από το γραφείο μου να ψαρέψω ένα τσιγάρο και τον αναπτήρα. Βγήκαμε στο μπαλκόνι, είχε μπει για τα καλά ο χειμώνας και έκανε πολλή ψύχρα.
    - «Λοιπόν, πως τα περάσατε;»
    - «Όμορφα ήταν. Πήγαμε σε μια καφετέρια και καθίσαμε έξω, στις σόμπες, δεν ξέρω γιατί αλλά όλες ήταν φίσκα σήμερα!»
    - «Του αγίου Νικολάου, γαρ»
    - «Ναι μωρέ!»
    - «Την Παρασκευή θα πάρουμε τη μηχανή!»

    Η Αναστασία θυμήθηκε τι μέρα είναι και έτσι αρκέστηκε στο να χαμογελάσει ενώ στην αρχή, αντιγράφοντας τη Φοίβη, πήγε να χειροκροτήσει ενθουσιασμένη. Μετά σοβαρεύτηκε και μου χάιδεψε το χέρι.

    - «Μακάρι να ζούσε η Αγγελική και ας έχανα το ροντέο της ζωής μου που κάνω μαζί σου»
    - «Το ξέρω μωρό μου» της είπα χαϊδεύοντάς την με τη σειρά μου. «Το ξέρω»
    - «Την αγαπούσα, την αγαπούσα πολύ»
    - «Κι εκείνη σε αγαπούσε, σε αγαπούσε σαν την κόρη που δε θα μπορούσε ποτέ της να κάνει»
    - «Αντώνη…»
    - «Μην το πεις, Αναστασία, μην το πεις. Στο είχα πει ξανά, κανείς δεν θα μπορέσει γεμίσει το κενό της, ο κάθε άνθρωπος μας γεμίζει με διαφορετικό τρόπο, διαφορετικό κομμάτι της ψυχής μας. Δεν είσαι η αντ’ αυτού, δεν είσαι αντικαταστάτρια, είσαι η Αναστασία, η πιτσιρίκα που γνωρίζω από τότε που ήταν παιδούλα και που με έκανε να την ερωτευτώ τόσο δυνατά όσο δεν έχω ερωτευτεί άλλη γυναίκα… ναι, αυτό που άκουσες, ούτε καν την ίδια την Αγγελική. Μη ρωτάς το τι και το πως, δέξου το ως έχει.»
    - «Νιώθεις τύψεις;»
    - «Ναι, καμιά φορά νιώθω τύψεις αλλά δεν έχει νόημα, κανένα. Ποιος μπορεί να ορίσει την ένταση των συναισθημάτων του; Δεν έδωσα λιγότερο στην Αγγελική επειδή ερωτεύτηκα εσένα με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Δεν της στέρησα, δεν της έδωσα ποτέ λιγότερο από αυτό που πραγματικά μπορούσα να της δώσω. Η Αγγελική μου όμως έφυγε και εγώ έμεινα πίσω. Έφυγε και μαζί της έφυγε και η διάθεσή μου να ζήσω. Ξέρεις γιατί άκουσα την Κλέλια και πήρα το Ράντι; Για να έχω μαζί του λόγο να συνεχίσω να ζω. Μα δε ζούσα, απλά επιβίωνα τη μια μέρα μετά την άλλη. Και μετά βρέθηκες εσύ από το πουθενά στη ζωή μου και τη γέμισες και πάλι χρώμα. Μου έδωσες τη ζωή μου πίσω Αναστασία»
    - «Πήγα με το κύμα, Αντώνη. Πήγα με το κύμα ελπίζοντας… ελπίζοντας ότι αυτή η έλξη που ένιωθες για μένα δε θα έμενε απλά σαρκική αλλά και έτσι να είχε μείνει, δε θα άλλαζα τίποτα απ’ όσα ζήσαμε μέχρι τώρα. Μαζί σου γνώρισα τον πραγματικό έρωτα, μαζί σου ένιωσα τον πρώτο μου πραγματικό οργασμό, μαζί σου έσπασα τα προσωπικά μου ταμπού. Μου λες ότι σου έδωσα πίσω τη ζωή σου. Εγώ σου λέω πως μου άνοιξες την πόρτα προς το μεγάλο μας προαύλιο και με πήρες μαζί σου στα πρώτα μου διστακτικά βήματα προς τον κόσμο που ανοίγεται μπρος μου»

    Έσβησα το τσιγάρο και καθίσαμε για λίγο αμίλητοι. Έγειρε στην αγκαλιά μου και άρχισα να τη χαϊδεύω τρυφερά νιώθοντας μετά από καιρό βαθιά γαλήνη.

    - «Δεν ξέρω πως μου ήρθε αλλά τα είπα όλα στο Στέφανο»
    - «Όλα-όλα;»
    - «Όλα-όλα»
    - «Γιατί το έκανες αυτό;»
    - «Γιατί… γιατί αν θέλει να απομακρυνθεί από τη ζωή μου να έχει λόγο. Αν θέλει να μείνει στη ζωή μου να με αποδεχτεί όπως είμαι.»
    - «Και;»
    - «Και τίποτα. Με άκουσε χωρίς να σχολιάσει. Μου είπε και αυτός για τη δική του, για τα παιδικά του χρόνια, για την αγάπη του για τη μουσική, για τις σπουδές του εδώ και στο εξωτερικό, για τον Κωστή και την Ελισσάβετ, για το μέλλον που ονειρεύεται… Τελικά αυτό δεν είναι το ζητούμενο; Να έχεις κάποιον να σε ακούσει, απλά να σε ακούσει γιατί έχεις ανάγκη να μιλήσεις. Με άκουσε και τον άκουσα. Ήταν όμορφα, πολύ όμορφα!»
    - «Θα επαναληφθεί;»
    - «Ελπίζω ναι, αλλά ακόμα και αν δεν γίνει, θα το κρατήσω σαν μια όμορφη ανάμνηση, το απόγευμα που με κάποιον ουσιαστικά άγνωστό μου μοιραστήκαμε ο ένας με τον άλλον αυτά που απλά θέλαμε να πούμε σε ένα αυτί πρόθυμο να μας ακούσει. «Το μόνο που μου είπε πως αυτό που έχει τελικά αξία στο τέλος της ημέρας, είναι να τα έχω καλά με τον εαυτό μου, γιατί αν δεν τα έχω καλά μαζί του δεν θα τα έχω καλά με κανένα.»
    - «Δίκιο έχει»
    - «Το ξέρω»
    - «Αλλαγή θέματος, έλα να δεις τι μου έστειλε η Φοίβη!»
    - «Γιατί πάμε μέσα;»
    - «Γιατί είναι καλύτερα στη μεγάλη οθόνη, έλα, δεν το έχω δει ακόμα, περίμενα εσένα να το δούμε παρέα!»

    Πήρα το τάμπλετ που είχα ακουμπήσει στο τραπέζι και το άνοιξα και άνοιξα και το messenger. Τα δύο κατσίκια είχαν ανέβει πάνω στον ουρανό του αυτοκινήτου τους και κοιτούσαν τον Ανδρέα με μπλαζέ ύφος ενώ εκείνος τραβούσε τα μαλλιά του. Το τηλέφωνο χοροπηδούσε λίγο καθώς η Φοίβη προσπαθούσε να κρατήσει σταθερή την εικόνα ενώ ταυτόχρονα είχε σκάσει στα γέλια. Δίπλα της, επίσης ξεκαρδισμένη, ήταν μια πολύ όμορφη νεαρή κοπέλα, η οποία κρίνοντας από την ομοιότητά της με τους γονείς της, θα έπρεπε να είναι η κόρη της.

    - «Κούκλα είναι η κόρη της. Έτσι ήταν η Φοίβη στην ηλικία μου;»
    - «Περίπου στην ηλικία σου, η κόρη τους είναι τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή σου. Κατά τα άλλα δεν έχω ιδέα, αν και απ’ όσο μπορώ να διακρίνω η κόρη τους έχει πάρει και από τους δύο της τους γονείς»
    - «Ζήτα τους να σου στείλουν κάποια νεανική τους φωτογραφία, pleeeease?»
    - «Χαχαχα, εντάξει μωρό μου» είπα και πληκτρολόγησα το μήνυμα προς τη Φοίβη. Λίγη ώρα αργότερα μου έστειλε μια σκαναρισμένη φωτογραφία που είναι φανερό ότι είχε τραβηχτεί με μηχανή. «Κέρκυρα 1994» μου έγραψε στην περιγραφή. Στη φωτογραφία ήταν ο Ανδρέας στη μέση ενώ η Φοίβη τον φιλούσε στο ένα μάγουλο και μια άλλη κοπέλα τον φιλούσε στο άλλο, ξεκαρδισμένες και οι δύο στα γέλια. Όντως η κόρη της της έμοιαζε αρκετά αλλά Φοίβη στα 20 της ήταν ομορφούλα με τελείως διαφορετικό τρόπο. Η άλλη κοπέλα ήταν μια εντυπωσιακή μαυρομάλλα που θαρρείς ότι είχε βγει από σελίδα περιοδικού και υπέθεσα ότι ήταν η κουμπάρα της η Χριστιάνα.»
    - «Τι όμορφος που ήταν» μου είπε η Αναστασία κοιτάζοντας με ονειροπόλο βλέμμα. «Όχι ότι δεν είναι ακόμα εδώ που τα λέμε. Όμορφο ζευγάρι, πολύ όμορφο. Η άλλη κοπέλα να υποθέσω ότι είναι η κουμπάρα τους;»
    - «Φαντάζομαι πως ναι, αλλά να ρωτήσω» είπα και έκανα την ερώτηση προς τη Φοίβη η οποία λίγο αργότερα μου απάντησε καταφατικά.
    - «Αυτή και αν είναι όμορφη!» είπε η Αναστασία.
    - «Και δεν ήταν ζευγάρι, τρίο ήταν. Ξεκίνησαν σαν ζευγάρι, έγιναν τρίο και συνέχισαν για κάμποσα χρόνια έτσι. Και μιλάμε για μέσα του ’90, πολύ προχωρημένο ακόμα και για τους δικούς μας μοντέρνους καιρούς.»
    - «Δεν υπήρχε και ένας τέταρτος;»
    - «Ναι, ο άλλος τους κουμπάρος, αυτός που βάφτισε και τον γιο τους. Με αυτόν η σχέση ήταν πιο περιστασιακή, περισσότερο σαν friends with benefits παρά σαν ερωτικό κουαρτέτο, ή τουλάχιστον, αυτό έχω καταλάβει.»
    - «Μα η Χριστιάνα δεν είναι λεσβία;»
    - «Ναι ήταν, αν και η Φοίβη μου έχει πει πως η Χριστιάνα είχε αναπτύξει σε κάποιο βαθμό αισθήματα και για τον Ανδρέα. Ο τελευταίος είχε ζοριστεί πολύ στην αρχή με τον… Vasily, το λέγανε;»
    - «Νομίζω πως ναι»
    - «Τέλος πάντων, ο Ανδρέας είχε ζοριστεί πολύ στην αρχή και η Χριστιάνα συνέβαλλε σε μεγάλο βαθμό ώστε να καταφέρει να το ξεπεράσει.»
    - «Με ποιον τρόπο;»
    - «Δεν έχω ιδέα, φαντάζομαι ότι εκείνη ασχολούνταν μαζί του όσο η Φοίβη ασχολούνταν με το Vasily αλλά αυτά είναι καθαρή εικασία»
    - «Παρόλο που ήταν λεσβία;»
    - «Τι να σου πω μωρό μου; Η Φοίβη ισχυρίζεται ότι ο Ανδρέας καίτοι άνδρας κατάφερνε να ικανοποιεί τη Χριστιάνα, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, και η τελευταία του το ανταπέδιδε με τη σειρά της στο βαθμό που κι εκείνη μπορούσε, τουλάχιστον αυτό έχω καταλάβει. Όταν τους κατεβάσουμε κάτω το Σίμπα νο2 τους ρωτάμε, δε θα ήθελα να κάνω αυτή τη συζήτηση από το messenger.»
    - «Αλήθεια, πότε υπολογίζεις να γίνει αυτό;»
    - «Χοντρικά μέσα προς τέλη Φλεβάρη. Η μαμά του Ράντι ήταν τριών εβδομάδων τέλη Νοέμβρη οπότε λογικά στα μέσα του Γενάρη θα πρέπει να γεννήσει. Βάλε άλλες 40-45 μέρες μέχρι να απογαλακτιστούν τα κουτάβια, πέφτει κάπου εκεί»
    - «Ωραία, θα έχω τελειώσει και την εξεταστική»
    - «Και να μην την είχες τελειώσει θα μπορούσαν να κάνουν λίγο υπομονή μέχρι να την τελειώσεις. Και μιας και λέμε για κουτάβια, νομίζω ότι βρήκα υποψήφια νύφη για το Ράντι»
    - «Σοβαρά; Πότε; Πού;»
    - «Τη Σιέρα εννοώ!»
    - «Ποια είναι η Σιέρα;»
    - «Έλα μωρέ την έχεις δει, η τσοπάνισσα που του κάνει χαρές όταν πάμε βόλτες πίσω από το σταθμό»
    - «Α, ναι!!!! Ναι, κατάλαβα ποια λες. Έχει μια λογική, και του λόγου της μεγαλόσωμη είναι!»
    - «Ναι, είναι κι αυτή σαν το Ράντι από μπαμπά ποιμενικό και μαμά καυκάσια. Εγώ πάντως τους είπα ότι μάνι-μάνι τα τρία έχουν εξασφαλισμένη στέγη!»
    - «Τρία;»
    - «Ναι, ένα ακόμα για μένα, ένα για την Ειρήνη και ένα για τον κύριο Μανώλη που έχει το Φιντέλ»
    - «Τότε τέσσερα. Θα το επιβεβαιώσω με τη γιαγιά αλλά το καλοκαίρι μου είχε πει ότι θα ήθελε να έχει ένα σκύλο σαν το Ράντι. Χώρο δόξα τω Θεώ έχουν και με το παραπάνω.»
    - «Τα ποιμενικά θέλουν και περπάτημα, πώς θα κουμαντάρει η γιαγιά ή ο παππούς σου σκύλο σα τον Ράντι;»
    - «Με τον ίδιο τρόπο που θα το κάνει και ο κύριος Μανώλης και αυτός είναι πιο γέρος από τους παππούδες μου!»
    - «Δίκιο έχεις μωρέ!»
    - «Το ξέρω, χώρια που καλό θα ήταν να έχουν και ένα φύλακα στο σπίτι και δεν μπορώ να φανταστώ καλύτερο από μια τριχωτή αρκούδα!»
    - «Θα κάνουν όμορφα κουτάβια… αν. Και ο Ράντι και η Σιέρα είναι κουκλιά. Βέβαια ακόμα και αν κάνουμε νύφη μας τη Σιέρα θα πρέπει να περιμένουμε σχεδόν ένα χρόνο, είναι 13 μηνών, δεν της έχει έρθει καν ο πρώτος της οίστρος ακόμα, και ο κτηνίατρος τους είπε ότι καλό θα ήταν την πρώτη της γέννα να την κάνει αφού κλείσει τα δύο της.»
    - «Του χρόνου τότε. Δε μου λες, για να επιστρέψουμε στο παρόν, τι ώρα θα πάμε να πάρουμε τη μηχανή;»
    - «Την Παρασκευή το μεσημέρι. Έχω άδεια εκείνη την μέρα, εσύ θα πάρεις από τη σημαία!»
    - «Ουφ ουφ… μία και σήμερα»
    - «Που να είχες κάνει και ελληνικά στρατά!»
    - «Αλήθεια, εσύ που είχες υπηρετήσει;»
    - «Παρουσιάστηκα Κόρινθο και μετά την ΣΕΑΠ, πέρασα την υπόλοιπη θητεία μου στην εξωτική Μποχαλία και από την οποία απολύθηκα στα τέλη του 2005.»
    - «Τι είναι το ΣΕΑΠ και πού είναι η Μποχαλία;»
    - «Σχολή εφέδρων αξιωματικών πεζικού και Μποχαλία είναι η Κως!»
    - «Έφεδρος ήσουν πουλάκι μου;»
    - «Δε βαριέσαι, λίγα μόλις χρόνια πριν 18-μηνο έκαναν οι απλοί φαντάροι. Ήταν ζόρικα στην εκπαίδευση αλλά στη μονάδα ήταν αρκετά καλύτερα. Και είχα και δικό μου σπίτι να αμαρτάνω με βρετανίδες τουρίστριες»
    - «Αλίμονο!»
    - «Χιχιχι, πηδούσα και τη γυναίκα του μαλάκα του ΕΠΥ που ήταν στο 1ο γραφείο!»
    - «Α, έκανες και τέτοια;»
    - «Αμέ. Γκομενάρα ήταν, μαλάκας ήταν, μου την έπεσε and the rest is history»
    - «Και τη δουλειά είχε η γκομενάρα με το μαλάκα;»
    - «Και αυτή μαλάκω ήταν, μη νομίζεις, αλλά από μουνί φωνάρα. Αν και καμιά δεν συγκρίνεται με σένα, να τα λέμε αυτά, σίγουρα ανήκει στην κατηγορία των top σωμάτων που έχω χαρεί. Βαθύ λαρύγγι και της είχα κάνει και τον κώλο τρομπόνι»
    - «Δεν σε έχω ακούσει να μιλάς έτσι για καμία»
    - «Έχεις δίκιο» παραδέχτηκα. «Δεν ξέρω, αυτή η κοπέλα μου έβγαζε κάτι το πολύ πρόστυχο, την είχαν περάσει όλοι οι αξιωματικοί του τάγματος και το άλλο το ζώο χαμπάρι και ήταν και στο 1ο γραφείο, τρομάρα του. Ή τουλάχιστον αυτό κυκλοφορούσε, ξέρω από πρώτο χέρι ότι είχε πάει με άλλους δύο ΔΕΑ… ταυτόχρονα.»
    - «Πώς το ξέρεις;»
    - «Από το βίντεο που είχαν τραβήξει.»
    - «Ωραίοι είστε, μμμμ»
    - «Ναι… εκείνη μου το έδειξε, μαζί και με άλλα βίντεο και φωτογραφίες. Τι να σου πω, ήταν το βίτσιο της.»
    - «Μαζί σου τράβηξε;»
    - «Ναι, τότε είχα περισσότερες καύλες από μυαλά»
    - «Το έχεις;»
    - «Το έχω, γιατί ρωτάς; Ενδιαφέρεσαι να το δεις;»
    - «Ναι!»
    - «Βρε δεν ντρέπεσαι;»
    - «Εδώ δεν ντράπηκες εσύ να το τραβήξεις, θα ντραπώ εγώ να το δω;»
    - «Οκ… θα στο δείξω αλλά τα κινητά της εποχής δεν ήταν για πολλά-πολλά, μην περιμένεις τρελή ποιότητα!»

    Πήρα ξανά το τάμπλετ στα χέρια μου και έψαξα να βρω το αρχείο. Μπορεί να ήταν το πρώτο μου βίντεο αλλά δεν ήταν το τελευταίο, ειδικά από τότε που γνώρισα την Αγγελική, λίγο μετά αφού είχα απολυθεί. Βρήκα το folder αλλά η Αναστασία πρόσεξε το πλήθος των αρχείων.

    - «Καλά πόσα τραβήξατε;»
    - «Με εκείνη δύο. Τα υπόλοιπα είναι αφού γνώρισα την Αγγελική»
    - «Δε θέλω να τα δω αυτά»
    - «Ναι, το φαντάζομαι. Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να το δεις αυτό;»
    - «Αυτό ναι. Για να δούμε τα χαΐρια σου»

    Έβαλα το βίντεο να παίζει. Κρατούσα το κινητό στα χέρια μου ενώ η Χριστίνα -έτσι την έλεγαν- ήταν γονατισμένη μπροστά της και της έκανα λαρυγγοσκόπηση. Πρόστυχα όμορφη -δεν μπορώ να το περιγράψω αλλιώς- κοίταζε την κάμερα στα μάτια ενώ το όργανό μου χανόταν στα βάθη του στόματός μου. Της πήρε λιγότερο από δέκα λεπτά να με κάνει να χύσω και όταν τελείωσα μου άνοιξε το στόμα της για να δείξει ότι δεν είχε μείνει στάλα. Το επόμενο βίντεο ήταν και αυτό ανάλογης διάρκειας αν και είχαμε παιδευτεί κάμποσο μέχρι να βρούμε τη σωστή γωνία.

    Ήταν καθισμένη στα τέσσερα και τη γαμούσα από πίσω και που και που έπεφτε και καμιά σφαλιάρα στα κωλομέρια. Το ζόρισμα της όταν μπήκα στον κώλο της δεν ήταν προσποιητό αλλά πάντα της έπαιρνε ελάχιστη ώρα για να μετατραπεί ο πόνος σε καύλα κάνοντάς την να φωνάζει σαν ξαναμμένη σκύλα. Λάτρευε να τη γαμάνε από πίσω και όσο και αν ακούγεται περίεργο -εμένα μου είχαν πέσει τ’ αφτιά όταν μου το είχε πει- δεν της το έκανε ο κερατάς παρόλο που του το είχε ζητήσει πολλές φορές.

    Δεν της το έκανε ο κερατάς, της το έκαναν όλοι οι υπόλοιποι, στο βίντεο που είχε τραβήξει με τους δύο ΔΕΑ την είχαν πηδήξει με όλους τους δυνατούς τρόπους, το οποίο περιλάμβανε ταυτόχρονο γαμήσι και από της δυο της τρυπούλες. Με είχε ρωτήσει κι εμένα αν ενδιαφερόμουν για κουαρτέτο, με τους άλλους δύο ΔΕΑ και δαύτην, αλλά είχα αρνηθεί. Αν και δεν έκανα μόνο σεξ μόνο μ’ εκείνη, όσο ήμουν στη νησί, βγάζαμε μαζί τα μάτια μας τουλάχιστον μια φορά το μήνα. Κατά τα άλλα το καλοκαίρι είχα πάει με κάμποσες τουρίστριες, και όχι όλες Αγγλίδες. Μία Φιλανδέζα, δυο Γαλλίδες, μία Ιταλίδα, μια Ισραηλινή, πέντε Αγγλίδες και δύο Ελληνίδες, πέραν της Χριστίνας εννοώ.

    All-in-all στους 12 μήνες που κάθισα στο νησί πήγα με περισσότερες γυναίκες απ’ όσες είχα πάει στα μέχρι τότε 26 χρόνια της ζωής μου. Όταν γνώρισα την Αγγελική είχα πραγματικά πιστέψει πως αυτό ήταν, έκλεισα, αλλά με εκείνην ήταν που τελικά έχασα το μέτρημα. Δεν το παίζω Σπαλιάρας αλλά πρέπει να έχω πάει με πάνω από 100 γυναίκες στη ζωή μου, οι περισσότερες αφού γνώρισα την Αγγελική.

    Και μετά νέκρα για σχεδόν δύο χρόνια. God giveth, God taketh back. And then God giveth again. Να δούμε τι τίμημα θα ζητούσε πάλι ο ναρκιστικός μπάσταρδος. Αν και πίστευα στην ύπαρξη του Θεού όσο πίστευα στην ύπαρξη του Flying Spaghetti Monster, τον χρησιμοποιούσα για να διοχετεύσω την οργή μου για την απώλεια της Αγγελικής, αν και ο μηδενιστής βαθιά μέσα μου πίστευε ότι η ύπαρξη δεν είναι παρά ένα τυχαίο γεγονός μέσα σε ένα τυχαίο, ψυχρό και αδιάφορο Σύμπαν, και ότι ο θυμός μου είχε τόσο νόημα όσο το να θυμώνω που με έπιασε βροχή χωρίς να έχω μαζί μου ομπρέλα.

    - “Are you there?” άκουσα κάποια στιγμή την Αναστασία.
    - «Ναι, ναι εδώ…Αφαιρέθηκα.»
    - «Που ταξίδευες;»
    - «Έκανα μια μίνι αναδρομή στα πεπραγμένα μου» της απάντησα χωρίς να μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες γιατί άντε να της εξηγήσω τώρα το κουβάρι των σκέψεων που ξετυλίχτηκαν με αφορμή την homemade τσόντα στην οποία πρωταγωνιστούσα. «Είναι οι μέρες» συμπλήρωσα θέλοντας να δώσω τέλος σ’ αυτή την κουβέντα.
    - «Πάμε μέσα να ξαπλώσουμε να σου κάνω ένα μασαζάκι»
    - «Δεν θα έλεγα όχι στο μασαζάκι αλλά δεν είναι λίγο νωρίς; Καλά-καλά δεν έχει πάει ακόμα 22:00»
    - «Θέλεις κάτι να πιείς;»
    - «Δε θα έλεγα όχι για μια μπύρα ακόμα.»
    - «Έλεγα να μας βάλω να πιούμε Rosa Regale αλλά αν θέλεις μπύρα, μπύρα»
    - «Ξέρεις τι; Μια χαρά μου ακούγεται»
    - «Πάω να βάλω» μου είπε και δίνοντάς μου ένα πεταχτό φιλάκι στη μύτη σηκώθηκε να πάει να βάλει κρασί. Όταν γύρισε και μας γέμισε τα ποτήρια θυμήθηκα το κλειδί. «Στην υγειά μας» μου είπε και σήκωσε το ποτήρι της.
    - «Στην υγειά μας, κοριτσάρα μου» της είπα και ήπια μια γουλιά από το γλυκό, αφρώδες κρασί, κλείνοντας τα μάτια μου και απολαμβάνοντας τη γεύση του. «Έχω κάτι για σένα» της είπα.
    - «Ναι; Τι;» με ρώτησε με παιδικό ενθουσιασμό που με έκανε να χαμογελάσω. Σηκώθηκα και πήγα στο γραφείο και έφερα το κουτί.
    - «Τι είναι αυτό;» με ρώτησε.
    - «Άνοιξε και θα δεις»
    - «Χμμμ» είπε και έλυσε την κορδέλα και ξετύλιξε προσεκτικά το χαρτί. Άνοιξε το κουτάκι και κοίταξε για μερικές στιγμές το κλειδί. «Είναι… είναι αυτό που νομίζω;»
    - «Ναι, είναι αυτό που νομίζεις και είμαι τεράστιος γάιδαρος, έπρεπε να στο έχω δώσει εδώ και καιρό»
    - “Better late than ever” μου είπε δακρυσμένη, κρατώντας το κλειδί σφιχτά στα χέρια της, και με ένα χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο. «Έχουν φάει τα γατιά;»
    - «Τον περίδρομο»
    - «Επιστρέφω αμέσως» είπε και παίρνοντάς τα γατιά στην αγκαλιά της τα πήρε για να τα πάει κάτω. Έκλεισε επιδεικτικά την πόρτα και λίγη ώρα αργότερα επέστρεψε, εγκαινιάζοντας το κλειδί. Ήρθε προς το μέρος μου και έδεσε το μαλλί της κότσο.

    Oh boy!

    Με βοήθησε να κατεβάσω με συνοπτικές διαδικασίες τη φόρμα και το μποξεράκι μου και έσκυψε και με πήρε στο στόμα της και άρχισε να με τσιμπουκώνει αργά και αισθησιακά. Πολύ αισθησιακά. Έγειρα πίσω και έκλεισα τα μάτια μου απολαμβάνοντας την αίσθηση της γλώσσας της και των χειλιών της στο όργανό μου. Συνέχισε χωρίς βιάση και κάποια στιγμή τον έπιασε από τη βάση και τον έγλειψε από το κεφαλάκι μέχρι το σημείο που ενώνεται με τον κορμό. Και μετά ξανά αργά μέσα στο στόμα της παίζοντας με τα χείλη και τη γλώσσα της και μετά πάλι έξω. Ακούμπησα το χέρι μου απαλά στο κεφάλι της, όχι για να της δώσω ρυθμό αλλά απλά και μόνο για να το νιώσει στο κεφάλι της. Σταμάτησε για λίγο και σήκωσε το βλέμμα της προς εμένα και μου χαμογέλασε και μετά με ξαναπήρε όσο βαθιά μπορούσε και όταν της άφηνα την πρωτοβουλία των κινήσεων και δεν της έδινα εγώ το ρυθμό, μπορούσε να με πάρει πιο βαθιά στο στόμα της, κάποιες φορές σχεδόν όλο.

    Γενικά μου είναι πολύ δύσκολο να τελειώσω αν δεν δίνω εγώ το ρυθμό αλλά αυτή ήταν μια από αυτές τις μαγικές φορές που το καταφέρνει η παρτενέρ μου από μόνη της, και δε συμβαίνει συχνά αυτό. Μέχρι τώρα μόνο η Αγγελική, η Αναστασία και η Φοίβη το είχαν καταφέρει και με τη Φοίβη υπήρχε και η εικόνα του να βλέπω την Αναστασία να κάνει το ίδιο στον Ανδρέα να βοηθήσει. Αυτή τη φορά το μυαλό μου είχε αδειάσει από οτιδήποτε άλλο πέραν της αίσθησης του οργάνου μου στο στόμα της. Ούτε καν χέρι δε χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει για να με φέρει στο σημείο της μη επιστροφής. Το κατάλαβε και έμεινε ακίνητη με σχεδόν όλο το όργανό μου στο στόμα της, τη στιγμή που το τελευταίο άρχισε να κάνει ηδονικούς σπασμούς πλημμυρίζοντας της το στόμα και επειδή είχαμε να κάνουμε σεξ δυο μέρες, είχε μαζευτεί μπόλικο πράγμα. Όταν κατάπιε και την τελευταία ριπή τραβήχτηκε απαλά γλείφοντάς το πάλι από την κορυφή μέχρι τη βάση του και σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε χαμογελαστή.

    - «Ξέρεις τι μ’ αρέσει περισσότερο; Αυτές οι κοφτές σου ανάσες, τα σιγανά σου βογκητά λίγο πριν τελειώσεις. Και μετά το όργανό σου αρχίζει να δονείται μέσα στο στόμα μου και τα βογγητά σου γίνονται πιο πνιχτά και τότε γίνεται η έκρηξη και το όργανό σου σπαρταράει και με γεμίζει. Άλλοτε αλμυρούτσικο, άλλοτε γλυκό, άλλοτε πικρίζει ελαφρά, λες και πηγαίνει ανάλογα με τη διάθεσή σου. Μ’ αρέσει να σε ικανοποιώ, λατρεύω να το νιώθω να λιώνει σχεδόν στο στόμα μου»
    - «Τι γεύση είχε σήμερα;»
    - «Γλύκιζε. Μπορεί… ουφ… η γεύση σου είναι πιο ωραία από όλους όσους έχω δοκιμάσει.»
    - «Κι απ’ του Ανδρέα;»
    - «Κι απ’ του Ανδρέα, μωρό μου. Ναι ήταν πολύ ηδονικό το σεξ μαζί του αλλά με σένα είναι τελείως διαφορετικό. Μαζί του ήταν απλό σεξ, μαζί σου είναι έρωτας. Είναι σαν τη μουσική, η ποιότητα δεν μετριέται με την ένταση ή, πιο σωστά, μόνο με την ένταση οικονομολόγε μου· ακόμα μεγαλύτερη αξία έχει η αρμονία.»
    - «Η σαύρα που ζει στην αμυγδαλή μας δεν καταλαβαίνει από μουσική. Δε διαφωνώ σε τίποτα από αυτά που μου λες, μικρή μου φιλόσοφε, αλλά το απλό δε ισοδυναμεί με το εύκολο.»
    - «Μπορεί να μην καταλαβαίνει αλλά τιθασεύεται και, αν μη τι άλλο, αυτό το γνωρίζεις καλύτερα από εμένα.»
    - «Το τσιγάρο και το ποτό ποτέ δεν κόβονται, όχι πραγματικά. Όσα χρόνια και αν περάσουν, άπαξ και έχεις υπάρξει εξαρτημένος από αυτά, είσαι πάντα ένα τσιγάρο μακριά από το να το αρχίσεις και πάλι, είσαι ένα ποτήρι μακριά από το να ξανακυλήσεις στον αλκοολισμό»
    - «Εσύ πώς το έκοψες;»
    - «Δεν το έκοψα, Αναστασία, απλά το διαχειρίστηκα. Και δεν λέω, υπάρχουν αυτοί που το κόβουν μαχαίρι και δεν το ξαναβάζουν στο στόμα τους, μα ακόμα και εκείνοι, όσα χρόνια και αν περάσουν, πάντα θα απέχουν ένα τσιγάρο από το να το ξαναρχίσουν. Η σαύρα δεν σκοτώνεται, δε μπορεί να σκοτωθεί, ζει στον πυρήνα της ύπαρξής μας. Μπορείς μόνο να τη μανατζάρεις, να μην την αφήσεις να σε ορίσει. Το τι πρέπει να κάνεις είναι απλό, στο πώς θα το κάνεις κρύβεται η όλη δυσκολία»

    Ακούστηκε ένα πινγκ, ήταν από το τηλέφωνο της Αναστασίας. Σηκώθηκε, μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν γονατισμένη μπροστά μου, και πήγε και το πήρε από το τραπέζι στο οποίο το είχε αφήσει.

    - «Μήνυμα, από το Στέφανο»
    - «Τι σου λέει, αν επιτρέπεται;»
    - «Μου λέει ότι πέρασε πολύ όμορφα σήμερα και του άρεσε απίστευτα που μιλήσαμε ανοιχτά σα να ήμασταν παλιοί γνωστοί» είπε και άφησε το τηλέφωνο κάτω.
    - «Θα τον αφήσεις στο διαβάστηκε;»
    - «Έχεις δίκιο» είπε και πήρε το τηλέφωνο για να του απαντήσει. «Του απάντησα ότι κι εγώ πέρασα όμορφα ακριβώς για τον ίδιο λόγο» συμπλήρωσε αφήνοντας το κινητό και πάλι στο τραπέζι.

    Είδαμε ακόμα ένα επεισόδιο BSG και πέσαμε για ύπνο. Μιας και την Παρασκευή είχα άδεια, κάθισα μέχρι αργά το βράδυ ώστε να κλείσω κάποιες εκκρεμότητες. Γύρω στις 19:30 πέρασε από το γραφείο μου και ο Βασίλης, είχε μείνει και του λόγου του αργά.

    - «Δεν έφυγες ακόμα;»
    - «Έχω λίγη ώρα ακόμα, μιας και θα λείπω αύριο θέλω να κλείσω όσες πιο πολλές εκκρεμότητες μπορώ.»
    - «Μη σε πάρει η νύχτα, πάλι, έχεις και ταξίδι αύριο!». Του είχα πει ότι αύριο θα ερχόταν η Αμερικάνα μου και πως θα πήγαινα Μονεμβάσια, αν και δεν του είχα πει ότι θα πάω με παρέα. «Αλήθεια, τι κάνει η πιτσιρίκα η νοικάρισσά σου;»
    - «Καλά είναι, χθες την πέτυχα την ώρα που γύριζα το Ράντι από τη βόλτα και γύριζε κι εκείνη από μια έξοδό της. Ήσυχο κορίτσι είναι, σπιτόγατα, δεν πολυγυρνάει.»
    - «Κι εσύ που το ξέρεις;»
    - «Την ξέρω από 13 χρονών και πάντοτε την έβλεπα στις διακοπές της. Προτιμούσε να κάθεται στο σπίτι της και να διαβάζει ή να ζωγραφίζει ή να παίζει και να ακούει μουσική παρά να βγαίνει έξω να παίζει με τα άλλα παιδιά ή, όταν άρχισε να μεγαλώνει, να βγαίνει έξω. Άλλωστε το καταλαβαίνω και από τα φώτα του διαμερίσματός της, φαίνονται όταν πάω βόλτα το Ράντι. Όταν λείπει είναι όλα σβηστά και σχεδόν πάντα, είτε του δωματίου της, είτε του σαλονιού, είναι αναμμένα και μη με κοιτάς έτσι, δεν είμαι stalker. Μην ξεχνάς ότι εγώ είπα στους γονείς της να νοικιάσουν το άλλο μου διαμέρισμα και το ότι θα έχω το νου μου ήταν ένα από τα selling points. Όχι ότι χρειάζεται ιδιαίτερα. Αν θες τη γνώμη μου, καλό θα της έκανε να κυκλοφορεί και λίγο, αν δε ζήσεις τη ζωή σου όταν είσαι νέος, πότε θα τη ζήσεις;»
    - «Ναι, βγάλε τη σκούφια της και βάρα την. Φύτουλας ήσουν και του λόγου σου!»
    - «Ενώ ξημεροβραδιαζόσουν σε rave parties στη Μαλακάσα, να πούμε!»
    - «Τώρα μιλάμε για σένα! Λοιπόν φεύγω εγώ και όπως είπαμε, μην σε πιάσει η νύχτα πάλι»
    - «Εντάξει μπαμπά!»
    - «Καλά να περάσεις στη Μονεμβάσια!»
    - «Ευχαριστώ. Να δώσεις τους χαιρετισμούς μου στη Τζώρτζια!»
    - «Ευχαρίστως, καλό βράδυ!»
    - «Στο καλό!»

    Γύρω στις 21:00 αποφάσισα πως αρκετά για σήμερα και μπήκα στο αυτοκίνητο και μισή ώρα αργότερα έβαλα το αυτοκίνητο στο parking. Ανέβηκα πάνω και περνώντας από το δεύτερο όροφο χτύπησα το κουδούνι της Αναστασίας αλλά δεν πήρα απάντηση. Ανέβηκα πάνω και πήγα στο σπίτι. Πήγα να αφήσω τα κλειδιά και είδα ένα σημείωμα. Το πήρα και το διάβασα.

    Έχω βγάλει το Ράντι βόλτα, μην ανησυχήσεις που δεν είναι σπίτι. Λογικά μέχρι τις 21:30 θα έχουμε γυρίσει. Μιας και είμαι 1000% σίγουρη ότι δεν έχεις φάει, στο φούρνο μικροκυμάτων θα βρεις δύο χειροποίητες τορτίγιες με κοτόπουλο και στο ψυγείο σου έχω κομμένη σαλάτα. Έχω φάει γιατί είχα λυσσάξει στην πείνα, οπότε δε χρειάζεται να με περιμένεις.

    Σ’ αγαπάω!!!!

    PS. Τα γατιά είναι ταϊσμένα και έχω μετρημένες τις κονσέρβες με το πατέ σολομού, μη νομίζεις ότι δεν έχω καταλάβει πως τα κακομαθαίνεις ταΐζοντάς τα πίσω από την πλάτη μου!

    Το χαμόγελο μου που είχε ζωγραφιστεί αυθόρμητα στο πρόσωπό μου μετατράπηκε σε γέλιο όταν διάβασα το υστερόγραφό της. Μέχρι και την καρδούλα την είχε ζωγραφίσει με κόκκινο μελάνι. Πήγα και γδύθηκα και μπήκα να κάνω ένα γρήγορο ντουζ για να διώξω την κούραση. Μετά πήγα στην κουζίνα και έβγαλα το φαγητό από το φούρνο μικροκυμάτων και τη σαλάτα από το ψυγείο, τα οποία έφαγα συνοδεία αναψυκτικού, για κάποιο λόγο δεν ήθελα μπύρα. Όταν τελείωσα έπλυνα στα γρήγορα τα πιάτα και πήρα το κουτάκι με το αναψυκτικό που είχε μείνει και πήγα στο σαλόνι για να χαζέψω λίγο στο τάμπλετ. Δηλαδή αυτό σκόπευα να κάνω αλλά οι γάτες ήθελαν χάδια και σκαρφάλωναν πάνω μου και δε με άφηναν σε ησυχία, πιθανόν για να με καλοπιάσουν και να τους δώσω πατέ σολομού. Γέλασα και πάλι θυμούμενος το υστερόγραφό της.

    Παράτησα την προσπάθεια και άφησα το τάμπλετ κάτω και πήρα το laser και παρόλο που το σπίτι έγινε Ναγκόρνο Καραμπάχ δε μου έμεινε άντερο από τα γέλια, το τράβηξα μάλιστα και σε βίντεο για να το δείξω στην Αναστασία όταν θα γύριζε. Σταμάτησα με το laser αλλά τα γατιά είχαν ξανάψει τελείως και αντί να κάτσουν τον κώλο τους, συνέχισαν να τρέχουν πάνω κάτω, κυνηγώντας το ένα το άλλο. Για φαντάσου να το έκανε αυτό ο Ράντι, δε θα έμενε κολυμπηθρόξυλο για κολυμπηθρόξυλο. Άκουσα την πόρτα να ανοίγει και μπήκε μέσα η Αναστασία με το Ράντι, ο οποίος επελαύνοντας σαν τυφλός ρινόκερος ήρθε και πήδησε πάνω μου, πάνω που πήγαινα να σηκωθώ, με αποτέλεσμα να σκάσω πίσω στον καναπέ σαν καρπούζι, και άρχισε να με γλείφει.

    - «Σιγά βρε παπάρα, θα με σκοτώσεις» τον μάλωσα και ως απάντηση έλαβα ακόμα ένα μεγαλοπρεπέστατο γλείψιμο στη μούρη. «Πώς ήταν η βόλτα σας;» ρώτησα την Αναστασία όταν ο Ράντι αποφάσισε ότι ήμουν έτοιμος για να με ταχυδρομήσουν.
    - «Ήταν πολύ καλό παιδί!» του είπε και του χάιδεψε την κεφάλα ενώ ο Τριστάνος χοροπηδούσε προσπαθώντας να του πιάσει την ουρά που κινούνταν πέρα-δώθε. «Και είδαμε και τη Σιέρα, αμέ!»
    - «Τι κάνει η νυφούλα μου;»
    - «Μια χαρά είναι. Ήταν έξω και η κυρία Άννα, η ιδιοκτήτρια. Με ρώτησε πώς και έβγαλα εγώ το Ράντι και της είπα ότι μου το ζήτησες γιατί θα αργούσες σήμερα. Της είπα μάλιστα ότι έχουμε εξασφαλισμένη στέγη και για τέταρτο κουτάβι, αν συμπεθερέψετε, και έβαλε τα γέλια και είπε καλά, θα δούμε και αν κάνει παιδιά ελπίζει να είναι ήσυχα σαν το Ράντι και όχι σα να έχουν καταπιεί ελατήρια όπως η προκομένη η δική της.»
    - «Ο Ράντι όλα αυτά;»
    - «Ε, δεν τον ζουν όλη την ώρα όπως εμείς. Εγώ πάντως έκανα την πάπια, για σένα δουλεύω!»
    - «Για μένα ή για τον αχαΐρευτο τριχωτό δεινόσαυρο;»
    - «Both και τους δυο αμφότερους. Και δε μου λες εσύ μεσιέ, για να έχουμε καλό ρώτημα, είδες το σημείωμα που σου άφησα;»
    - «Ναι και στο ορκίζομαι πως τα πατέ είναι όπως τα άφησες!»
    - «Εγώ πάντως θα τα μετρήσω, “trust but verify” που λένε και οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι»
    - «Γιατί μου έγραψες σημείωμα και δε μου έστειλες μήνυμα, βρε;»
    - «Σάμπως και που τα στέλνω, τα διαβάζεις; Τρία σου έστειλα!»
    - «Εχμ…» είπα και άνοιξα το κινητό μου. «Συγνώμη μωρό μου!»
    - «Θα σε δείρω μετά γιατί είμαι πολιτισμένη και είναι μπροστά και τα παιδιά!»
    - «Τσαούσα μου εσύ. Τι ώρα γύρισες;»
    - «Ήρθα σπίτι στις 18:00 και είχα λυσσάξει στην πείνα, οπότε έφτιαξα στα γρήγορα τις τορτίγιες, σου άρεσαν;»
    - «Πολύ!»
    - «Μετά έκανα ένα γρήγορο ντουζάκι και διάβασμα μέχρι τις 20:00. Μίλησα μισή ώρα με το Στέφανο και βλέποντας να μην έχεις έρθει και να μην απαντάς στα μηνύματα, είπα να βγάλω εγώ το Ράντι και να σου ανεβάσω και το φαγητό για να έχεις να φας όταν γυρίσεις.»
    - «Γιατί δε με πήρες ένα τηλέφωνο;»
    - «Μου είχες πει ότι έχεις δουλειά σήμερα και ότι θα αργήσεις και βλέποντας να μην απαντάς και τα μηνύματα υπέθεσα ότι θα έπηζες και δεν ήθελα να σε διακόψω»
    - «Μίλησες με το Στέφανο, είπες;»
    - «Chat μωρέ, μου είπε για τη μέρα του, ε, και του είπα κι εγώ για τη δική μου. Του είπα ότι θα πάμε Μονεμβάσια το τριήμερο και μου απάντησε κρίμα, ήλπιζα να σας δω στο Παλένκε»
    - «Ε, καλά, δε θα μετακομίσουμε κιόλας!»
    - «Χαχαχα, αυτό ακριβώς του απάντησα!»
    - «Θα έχεις την ευκαιρία σου το επόμενο Σ/Κ. Έχουμε νέο ταξίδι, στη Νέα Υόρκη και θα επιστρέψω την Κυριακή, αργά το απόγευμα»
    - «Ουφ, και πότε φεύγετε;»
    - «Τετάρτη χαράματα. Δε θέλω να το σκέφτομαι, θα φτάσουμε εκεί και θα είναι πρωί, τοπική ώρα, και θα τρέχουμε και πάλι όλη μέρα»
    - «Καημενούλη μου. Ποιοι θα πάτε;»
    - «Ο Βασίλης, εγώ και η νέα διευθύντρια των operations»
    - «Πολλά ταξίδια»
    - «Και φοβάμαι πως θα πολλαπλασιαστούν, το ξέρεις ότι έχει γίνει πρόταση εξαγοράς στη μητρική»
    - «Η διοίκηση θα αλλάξει;»
    - «Μας έχουν πει πως προς το παρόν όχι, και μεταξύ μας δεν υπάρχει και λόγος, το μαγαζί πηγαίνει πολύ καλά. Από την άλλη τα συχνά ταξίδια, ειδικά από Αθήνα σε Νέα Υόρκη, είναι ένας καλός λόγος για να αρχίσω εγώ να το σκέφτομαι αλλιώς. Το οικονομικό μου έτσι και αλλιώς το έχω λυμένο εδώ και αρκετά χρόνια και δεν φαντάζομαι να έχω πρόβλημα να βρω γρήγορα κάτι άλλο, ακόμα και με λιγότερα αν χρειαστεί»
    - «Δεν το κάνεις για τα λεφτά, ή για να είμαι πιο σωστή, δεν το κάνεις μόνο για τα λεφτά»
    - «Μπορεί, ωστόσο σε διαβεβαιώ πώς ούτε από χόμπι δουλεύω, ούτε το κάνω αυτό για την ψυχή της μάνας μου»
    - «Το κάνεις γιατί έχεις μάθει να τρέχεις και δεν ξέρεις πως να σταματήσεις» μου είπε βαρώντας και πάλι στο δόξα πατρί.
    - «Ξέρεις τι; Κρίμα που δε σπούδασες ψυχολογία, θα έτρωγες με χρυσά κουτάλια!»
    - «Προτιμώ να ακολουθήσω το δρόμο που έχω επιλέξει και να φάω με πλατινένια!»
    - «Φιλόδοξη, μ’ αρέσεις!»
    - «Όπως λες κι εσύ, αν είναι να κάνουμε κάτι, να το κάνουμε σωστά!»
    - «Δε μου λες, πάμε να με δείρεις;» τη ρώτησα έχοντας καυλώσει από του πουθενά!
    - “I thought you’d never ask” μου είπε. «Τι θα τα κάνουμε δαύτα;» με ρώτησε δείχνοντας το Ράντι και τον Τριστάνο με την Ιζόλδη που είχαν ξαπλώσει στα πόδια του αρκούδου.
    - «Θα τα κλειδώσουμε έξω από το δωμάτιο!»
    - «Τώρα μιλάς σωστά αλλά κάτσε να κάνω ένα ντουζάκι, μία ώρα περπατούσα!»
    - «Θα έρθω να σου κάνω κι εγώ παρέα»
    - «Δεν έκανες ντουζ όταν γύρισες βρε μπίχλα;»
    - «Παρέα είπα ότι θα σου κάνω!»
    - «Κατάλαβα, δε θα με αφήσεις στην ησυχία μου!»
    - «Αυτό θα έλειπε, τι σόι σάτυρος θα ήμουν;»
    - «Έλα μου ντε;»

    Πάντως έχω να δηλώσω ότι κάθισα φρόνιμος στο ντουζ. Εννοείται ότι την έτριψα από την κορυφή μέχρι τα νύχια, λατρεύω την αίσθηση του να μαλάζω τα γεμάτα σαπουνάδα στήθη της -δηλαδή όχι μόνο αυτά αλλά κυρίως αυτά- και εξίσου το απολάμβανε και η ίδια. Δεν έβρεξε τα μαλλιά της, οπότε ένα γρήγορο αλλά καλό σκούπισμα αργότερα, πήγαμε στο δωμάτιο και πέσαμε στο κρεββάτι και αρχίσαμε να φιλιόμαστε και να χουφτώνουμε ο ένας τον άλλον. Εγώ ήμουν ήδη πύραυλος και όταν έγινε και εκείνη -και μεταξύ μας, δεν της πήρε και πολλή ώρα- ξάπλωσα πίσω και ανέβηκε πάνω μου και άρχισε να κουνιέται.

    Γενικά δεν είμαι ιδιαίτερα fan του lady on top αλλά με στήθη σαν τα δικά της είχα αρχίσει να αλλάζω γνώμη και, αν μη τι άλλο, όσο περισσότερο το κάναμε έτσι, τόσο μεγαλύτερη εμπειρία αποκτούσε και η ίδια, με θεαματικά αποτελέσματα. Εγώ περιοριζόμουν να της χουφτώνω και να της τσιμπάω τα στήθη και όλα τα υπόλοιπα τα άφηνα πάνω της.

    - «ΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ»
    - «Ναι μωρό μου, έτσι… έτσι… Χόρεψε πάνω μου μωρό μου, ναι… έτσι… έτσι…. ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ» είπα με πνιχτή φωνή ζουπώντας σχεδόν τα στήθη της
    - «Πιο δυνατά! ΑΑΑΑΧ, πιο δυνατά!»
    - «Πιο δυνατά θέλεις; Πιο δυνατά» της απάντησα και μάλαξα με ακόμα μεγαλύτερη δύναμη τα στήθη της.
    - «ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜ ΑΑΑΧ»

    Το κάναμε πολλή ώρα έτσι και κάπου άρχισε να κουράζεται οπότε αλλάξαμε τακτική, την έβαλα να γείρει πάνω μου και κρατώντας την από τη μέση άρχισα να τη γαμάω κουνώντας τη λεκάνη μου.

    -«ΑΑΑΑΧ ΝΑΙ ΑΝΤΩΝΗ ΜΟΥ… ΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜ ΓΑΜΑ ΜΕ! ΓΑΜΑ ΜΕ!» Δεν της απάντησα γιατί δεν έβγαινε φωνή, μόνο κοφτές ανάσες. Ενέτεινα ακόμα περισσότερο το ρυθμό μου, και είναι αρκετά κουραστικό το ρημάδι έτσι, ώσπου κάποια στιγμή ένιωσα ότι το τέλος ήταν κοντά, πάνω που κόντευα να τα παίξω τελείως.
    - «ΑΑΑΑΧ ΧΥΝΩΩΩΩΩΩΩΩ ΧΥΝΩΩΩΩΩΩΩΩΩ» φώναξα βρίσκοντας επιτέλους τη μιλιά μου.
    - «ΝΑΙΙΙΙΙ ΧΥΣΕ ΜΕ… ΑΑΑΑΧ ΧΥΣΕ ΜΕ ΜΩΡΟ ΜΟΥ… ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ ΧΥΝΩΩΩΩ ΧΥΝΩΩΩΩ»

    Συνήθως όταν αρχίζω να χύνω σταματάω τελείως αλλά αυτή τη φορά δε σταμάτησα να κινούμαι ακόμα και όταν άρχισαν οι πρώτοι ηδονικοί σπασμοί καθώς είχε αρχίσει να χύνει και η ίδια και δεν ήθελα να την κόψω και δε σταμάτησα παρά μόνο όταν άδειασα τελείως μέσα της. Όσο πάλευα ακόμα να βρω τις ανάσες μου, η Αναστασία τραβήχτηκε και ξάπλωσε ανάσκελα δίπλα μου κοιτάζοντας το ταβάνι.

    - «Ταβανοθεραπεία;» την πείραξα.
    - «Σουτ, μιλάω με το Θεό τώρα!»
    - «Χαίρομαι που σου άρεσε!»
    - «Εγώ να δεις πως χάρηκα!» μου είπε και γύρισε προς τα μένα.
    - «Είμαστε μια χαρούμενη ατμόσφαιρα, είμαστε!»
    - «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»
    - «Αυτό!»
    - «Δε σου μιλάω, είμαι θυμωμένη μαζί σου!»
    - «Τι έκανα πάλι;»
    - «Πας ταξίδια στις Αμερικές χωρίς άδεια. Ποιος σου έδωσε άδεια; Ε;»
    - «Κάπως πρέπει να βγάλουμε το παντεσπάνι μας, μωρό μου. Τι να πω εγώ που θα εργάζομαι σκληρά τις ώρες που εσύ θα γκομενίζεις στο Παλένκε;»
    - «Θα εργάζεσαι σκληρά Σαββατιάτικα;»
    - «Α, δεν αρνείσαι λοιπόν ότι θα γκομενίζεις το Παλένκε!»
    - «Θα ζήσω ελεύθερο πουλί, κι όχι κορόιδο στο κλουβί, για μια μονάχα αρσενικιά να κελαηδάω! ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»
    - “I have created a monster!”
    - «Θα σου ανοίξω το κεφάλι, αυτό έχω να δηλώσω!»
    - «Εσύ θα γκομενίζεις, η δική μου κεφάλα πρέπει να ανοίξει;»
    - «Ναι! Ακούς εκεί θα γκομενίζω!»
    - «Θα κλειστείς στο σπίτι να πλέξεις την κάλτσα του οικονομολόγου;»
    - «Όχι, θα κλειστώ σπίτι να σου πλέξω ένα σκουφί για να μη φαίνονται τα καρούμπαλα όταν αρχίσω να σε κοπανάω με την κουτάλα! Και μετά θα πάω Παλένκε. Και μετά θα επιστρέψω σπίτι για να συνεχίσω το πλέξιμο!»
    - «Ξέρεις να πλέκεις;»
    - «Ευκαιρία να μάθω!»
    - «Και με σκουφί για να μην φαίνονται τα καρούμπαλα θα ξεκινήσεις;»
    - «Από κάπου δεν πρέπει να ξεκινήσω; Θα είναι και πρακτικό!»
    - «Μωβ μαλλί να πάρεις τότε!»
    - «Με τρολλάρεις, Αντωνάκη;»
    - «Καθόλου, μου αρέσει το μωβ!»
    - «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»
    - «Όταν έχεις επιχειρήματα, έχεις επιχειρήματα!»
    - «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» μου έκανε ακόμα μία φορά και μου γύρισε την πλάτη. «Σου γύρισα την πλάτη, για να μάθεις!»
    - «Ναι, κάτι κατάλαβα!»
    - «Δε σου μιλάω!»
    - «Έπαψες και να μας χαιρετάς, μίλα μας και μη μας αγαπάς» της τραγούδησα.
    - «Όχι, μη!»
    - «Είπες ότι δε μου μιλάς! Ευκαιρία, μιας και θα έχει ησυχία, να θυμηθώ το ρεπερτόριό μου»
    - «Αφενός αυτός λέγεται εκβιασμός και αφετέρου αν αρχίσεις να τραγουδάς δε θα έχει ησυχία»
    - «Εξακολουθείς να μου μιλάς!»
    - «Δε σου μιλάω!»
    - «Μου μιλάς, δε σου μιλάω, έχε γεια πλάτη γυρνάω, και το δρόμο μου τραβάω, στο κρεβάτι τραγουδάω, στο κρεβάτι τραγουδάω, έχε γεια πλάτη γυρνάω, μου μιλάς δε σου μιλάω, μου μιλάααααας, μου μιλάααααας!»
    - «Θεοί, δώστε μου δύναμη»
    - «Παραδίνεσαι;»
    - «Ποτέ!»
    - «Παραδώσου λοιπόν, άνευ όρων μωρό μου, μην προβάλεις αντίσταση μπορεί, να κουφαθείς!»
    - «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» μου είπε γυρίζοντας και η αλήθεια είναι ότι με πήραν και λίγα σκάγια.
    - «Σ’ αγαπάω»
    - «Κι εγώ μωρό μου»
    - «Και σε λίγες ώρες θα έχουμε και τη μηχανή!»
    - «Ναιιιιιιιιιιιιιιι! Και θα πάμε και ταξιδάκι»
    - «Και θα πάμε να πάρουμε και δύο νέα κράνη, full face. Κάτσε, πάω να σου φέρω το tablet να στα δείξω» της είπα και πετάχτηκα στο σαλόνι και έφερα το tablet για να της δείξω αυτά που είχα κατά νου. «Τι προτιμάς, μαύρο ή άσπρο ή ανθρακί;»
    - «Το ανθρακί αλλά γιατί να πάρουμε καινούργια;»
    - «Πέραν του ότι είναι full face με υποσιάγωνο και προστατεύουν όλο το κεφάλι, έχουν sun visor και αντιθαμβωτική μεμβράνη, έχουν και δυνατότητα ενδοεπικοινωνίας μέσω Bluetooth οπότε θα μπορούμε και να μιλάμε.»
    - «Ακριβά είναι!»
    - «Δεν κάνεις τσιγκουνιές στο κράνος και μη σε απασχολεί το οικονομικό»
    - «Όλο εσύ πληρώνεις ρε Αντώνη, κάπου αισθάνομαι άσχημα!»
    - «Εγώ είμαι οικονομικά ανεξάρτητος και έχω περισσότερα χρήματα απ’ όσα ξέρω τι να τα κάνω, εσύ δεν είσαι.»
    - «Έχω κι εγώ αρκετά στο λογαριασμό μου και ας μην είμαι ανεξάρτητη»
    - «Και θα παραμείνουν εκεί και εδώ τελειώνει η συζήτηση. Κοίτα Αναστασία μου, στάθηκα τυχερός να έχω μια δουλειά που μπορεί και καλύπτει και με το παραπάνω τον τρόπο ζωής που έχω επιλέξει. Δεν το κάνω για να σε κρατάω δίπλα μου γιατί πρώτα και κύρια δεν είσαι τέτοιος άνθρωπος. Θα έκανα το ίδιο, είτε μόνος είτε και παρέα. Αναστασία, μήπως σε ρώτησε ο Στέφανος αν είμαι sugar daddy?»
    - «Αν είχε κάνει κάτι τέτοιο θα του είχα κόψει και την καλημέρα, αφού πρώτα μας είχε ακούσει όλο το Θησείο.»
    - «Οπότε σταμάτα να το σκέφτεσαι. Έχω συγκεκριμένο τρόπο ζωής και εσύ έγινες μέρος της. Δεν άλλαξα κάτι από αυτά που έκανα, απλά ξαναβρήκα έναν άνθρωπο που μοιράζεται ένα κομμάτι της, με όλα της τα θετικά και όλα της τα αρνητικά.»
    - «Σ’ αγαπάω!»
    - «Το ξέρω, μπούφο, κι εγώ σ’ αγαπάω!»
    - «Ώρες-ώρες, είμαι»
    - «Ώρες-ώρες, είσαι!- Αναστασία μου, κλείνουν τα μάτια μου!»
    - «Από τώρα;» είπε και κοίταξε το ρολόι της. «Καλά-καλά δεν έχει πάει 22:30»
    - «Κουραστική μέρα»
    - «Εντάξει Αντώνη μου. Εγώ δε νυστάζω ακόμα, θα διαβάσω λίγο kindle»
    - «Έλα φιλάκι» της είπα και την έσφιξα πάνω μου και της έδωσα ένα τρυφερό φιλί. «Καληνύχτα κοριτσάρα μου»
    - «Καληνύχτα μωρό μου»

    Έπεσε ο γενικός, όχι αστεία. Ούτε για κατούρημα δεν σηκώθηκα, και τον τελευταίο καιρό σπανίζουν αυτές οι νύχτες, με αποτέλεσμα να ξυπνήσω στις 09:00 με τη φούσκα μου να κοντεύει να σπάσει. Άφησα την Αναστασία να συνεχίσει τον ύπνο της και σηκώθηκα. Όταν τέλειωσα και με το πλύσιμο των δοντιών πήγα να βάλω φαγητό στο Ράντι και τα γατιά. Ο Ράντι ήταν στη βεράντα, μάλλον το βράδι κλαψούρισε στην Αναστασία για να το βγάλει έξω. Αν και κυκλοφορεί στο σπίτι ελεύθερα, γενικά προτιμάει το έξω και λογικό είναι με την τρίχα που έχει. Μου χτύπησε με το πόδι το τζάμι για να του ανοίξω να μπει μέσα. Του άνοιξα και μπήκε κουνιστός και λυγιστός και πήγε στο πιάτο του και έπεσε με τα μούτρα στο μπαρφ, ενώ τα γατιά είχαν πέσει στο πατέ τους σαν να μην υπήρχε αύριο.

    Τη μηχανή θα πηγαίναμε να την πάρουμε το μεσημέρι αλλά πριν πάμε στην αντιπροσωπία, είχαμε να πάμε να πάρουμε και τα κράνη, αν και αγοράζω από το internet, κράνος δεν παίρνεις χωρίς να το δοκιμάσεις στο κεφάλι σου. Θα επιστρέφαμε σπίτι και θα πήγαινα το Ράντι στην Ειρήνη. Της είχα πει ότι η Αναστασία θα πήγαινε και αυτή το ΣΚ Θεσσαλονίκη να δει τους δικούς της, οπότε την αγγάρεψα το Σάββατο και την Κυριακή το πρωί να έρθει να ταΐσει τις γάτες, οπότε θα έπρεπε και η Αναστασία να μαζέψει ό,τι δικό της κυκλοφορούσε ελεύθερο στο σπίτι για να μη μας πάρουν χαμπάρι. Θα φεύγαμε γύρω στις 17:00 και, καλώς εχόντων των πραγμάτων, γύρω στις 21:00 θα ήμασταν στη Μονεμβάσια.

    Το δωμάτιο είχε τζάκι απέναντι από το κρεβάτι και βεράντα με θέα που σκοτώνει και μου είχε φανεί παραδόξως φθηνό γι’ αυτά που προσφέρει. Επίσης ήταν κοντά στην είσοδο του μεσαιωνικού χωριού οπότε δε θα είχαμε και πολύ περπάτημα από το σημείο που θα αφήναμε τη μηχανή και δεν είναι ότι θα μετακομίζαμε κιόλας, αλλά με το Tetris που έπαιζε η Αναστασία με το πακετάρισμα την είχε φοβηθεί το μάτι μου.

    Παράγγειλα καφέ και για τους δυο μας, δεν θα την άφηνα να κοιμηθεί πολύ γιατί είχαμε να κατέβουμε να πάρουμε και τα νέα κράνη, και πήρα το τάμπλετ μου και κάθισα στο σαλόνι για να χαζολογήσω. Τελικά δε χρειάστηκε να την ξυπνήσω, ξύπνησε από μόνη της όταν χτύπησε το κουδούνι και μέχρι να αφήσω στο σαλόνι τους καφέδες που είχαν έρθει, ήρθε και με βρήκε.

    - «Καλημέρα μωρό μου» μου είπε νυσταγμένη και ήρθε και μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί.
    - «Καλημέρα σουσουραδίτσα. Έχω πάρει καφεδάκι, πήγαινε να ρίξεις λίγο νερό στο πρόσωπό σου και μετά έλα να πιούμε τα καφεδάκια μας γιατί έχουμε να πάμε να πάρουμε και τα κράνη.»

    Λίγη ώρα αργότερα επέστρεψε ντυμένη με τη φόρμα της και κάθισε δίπλα μου στον καναπέ.

    - «Τι ώρα θα πάμε να πάρουμε τη μηχανή;»
    - «Στις 13:00 μου είπαν. Θα πάω το Ράντι στην Ειρήνη και του λόγου σου νεαρή, θα πρέπει να μαζέψεις ό,τι δικό σου κυκλοφορεί ελεύθερο μην το δει η Ειρήνη όταν θα έρθει να ταΐσει τις γάτες και έχουμε άλλα.»
    - «Αφενός δεν πετάω ρούχα αριστερά και δεξιά και αφετέρου έχεις ολόκληρο playroom, τα ρούχα μου είναι το πρόβλημα;»
    - «Ναι, δεν μπαίνει εκεί. Ουφ, δίκιο έχεις μωρέ, ώρες-ώρες γίνομαι παρανοϊκός»
    - «Και έπειτα ακόμα και αν έβλεπε πώς θα ήξερε ότι είναι δικά μου;»
    - «Μπορεί να άρχιζε τις ερωτήσεις και δεν έχω διάθεση. Κάθε φορά που βλεπόμαστε γίνεται η ίδια κουβέντα, πότε θα συνεχίσεις εσύ τη ζωή σου και τα ρέστα»
    - «Τρως ξύλο ε;»
    - «Βαριά κουβέντα είπες!»
    - «Μωρέ τερμίτη σ’ έχει κάνει!»
    - «Έχε υπόψη σου ότι θα πάρω μαζί μου paddles, flogger και clips! Μη με κάνεις να πάρω και το whip!»
    - «Βάρβαρε!»
    - «Σε μεσαιωνικό χωριό πάμε, να είμαστε στο κλίμα!»
    - «Θα μου κάνεις τον Ντε Τορκεμάδα;»
    - «Δεν τον γνωρίζω τον κύριο»
    - «Ιεροεξεταστής»
    - «Όχι, εγώ κάνω ανίερα πράγματα πάνω σου» της είπα και της τσίμπησα τη ρώγα που πέταγε κάτω από το μπλουζάκι της. Και μετά τη χούφτωσα και άρχισα να της μαλάζω το στήθος.
    - «Νομίζω ότι μου βάζεις χέρι!»
    - «Ιδέα σου είναι» της είπα και της άφησα το στήθος και της έπιασα το κεφάλι.
    - «Χμμμ» είπε
    - «Είδες τι δυνατή που είσαι στο σταυρόλεξο;» της είπα κατεβάζοντας λίγο το παντελόνι της φόρμας και το μποξεράκι. Ένιωσα για μερικές στιγμές άβολα όταν πήρα χαμπάρι ότι τα γατιά μας κοιτούσαν που με τσιμπούκωνε αλλά το έσπρωξα στο πίσω μέρος του μυαλού μου και επικεντρώθηκα στην αίσθηση, ενώ το χέρι μου της έδινε ρυθμό. Δε μου πήρε πολλή ώρα να τελειώσω και η μικρή σηκώθηκε μόνο όταν βεβαιώθηκε ότι τον είχε κάνει λαμπίκο.
    - «Ούτε ένα καφέ δε με άφησες να πιώ με την ησυχία μου, έκφυλε!»
    - «Ναι, τα κάνω κάτι τέτοια» της είπα και τη φίλησα στο στόμα.

    Μετά το πρωινό μας κατεβήκαμε στο κέντρο για να πάμε στο κατάστημα που είχε τα κράνη που μας ενδιαφέραν. Η αλήθεια ήταν ότι το φόρεμα ήταν λίγο ζόρι αλλά όταν έμπαινε το κράνος ήταν εξαιρετικά βολικό. Είχαμε πάει με τη μηχανή για να μπορέσουμε να τα δοκιμάσουμε και στο δρόμο οπότε γυρίσαμε από την εθνική και όταν αραίωσε η κίνηση μετά τον κόμβο της μεταμόρφωσης άνοιξα τη μηχανή μέχρι τα 150, δέκα χιλιόμετρα κάτω από την τελική της Αμερικάνας μου. Τα κράνη συμπεριφέρθηκαν άψογα.

    - «Μ’ ακούς;» τη ρώτησα
    - «Καθαρότατα!»
    - «Μπορούμε και να μιλάμε και φυσικά να ακούμε και μουσική, είτε από τα τηλέφωνά μας, είτε από το player»

    Φτάσαμε Κηφισιά οπότε την άφησα να πάει να μαζέψει τι ήθελε να πάρει μαζί της στο ταξίδι και φόρτωσα το Ράντι στο αυτοκίνητο και πήγα και τον άφησα στην Ειρήνη. Παρόλο που τα παιδιά ήταν στο σχολείο σήμερα δεν είχα δράματα από το Ράντι όταν πήγα να φύγω. Με κοίταξε βέβαια αποδοκιμαστικά -αυτό θα έλειπε- αλλά δεν είχε και το βλέμμα της λυπημένης θλίψης που είχε τις άλλες φορές. Άφησα το κλειδί στην Ειρήνη για να μπορέσει να πάει το Σάββατο και την Κυριακή να ταΐσει τις γάτες και γύρισα Κηφισιά να βγάλω κι εγώ τα ρούχα που ήθελα να πάρω μαζί μου για να μου τα πακετάρει η Αναστασία. Πώς και πώς περίμενα να περάσει η ώρα να πάμε να πάρουμε τη μηχανή.

    Στις 13:00 ακριβώς ήμασταν στην αντιπροσωπία και όταν τελειώσαμε με τα διαδικαστικά ήμασταν έτοιμοι να καβαλήσουμε για πρώτη φορά τη μηχανή.

    - «Αντώνη, γιατί πήρες αυτούς τους σάκους αφού έχει τρεις μπαγαζιέρες;»
    - «Είναι εσωτερικοί σάκοι για τις μπαγαζιέρες, για να μην τις βάζουμε και τις βγάζουμε.»
    - «Θα τις βάλουμε τώρα;»
    - «Όχι, τώρα απλά θα τις καταχωνιάσουμε μέσα και θα τα ταχτοποιήσουμε στο σπίτι». Την πρώτη στάση την κάναμε πολύ γρήγορα για να βάλουμε βενζίνη. «Λοιπόν, πώς σου φαίνεται;»
    - «Σα να κάθομαι σε πολυθρόνα. Όχι ότι έχω παράπονο από τη Vulcan αλλά Αντώνη μου, η αίσθηση δε συγκρίνεται»
    - «Λογικό είναι καρδούλα μου, αυτή η μηχανή είναι για ταξίδια ενώ η άλλη είναι για την πόλη. Λοιπόν, έχω μια ιδέα, γουστάρεις να πάμε μέχρι τη Χαλκίδα;»
    - «Αμέ!!!!»

    Μία ώρα αργότερα ήμασταν εκεί. Το πρώτο μικρό ταξίδι και το απόγευμα θα είχε δεύτερο. Ωστόσο το πραγματικό test για το ταξίδι προς το βορειότερο σημείο της Ευρώπης θα γινόταν στο νησί που βρίσκεται στο νοτιότερο, όταν θα κατεβάζαμε τον Σίμπα νο.2 στη Φοίβη και τον Ανδρέα.

    Ανυπομονούσα και για τα δύο!

    --- ΤΕΛΟΣ ΔΕΚΑΤΟΥ ΠΕΜΠΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ---
     
    Last edited: 6 Οκτωβρίου 2023