Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Tomboy

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 13 Ιανουαρίου 2024.

  1. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    1996
    Άμστερνταμ-Παρίσι, πράσινο ...μεθύσι.

    Είναι τέλη Μάρτη. Έχει πάει Παρασκευή απόγευμα και είμαι σπίτι μόνη μου, κάπου έχουν πάει οι δικοί μου. Ο Μάριος πέρσι πήρε το πτυχίο του -με 9,75 παρακαλώ!- και τώρα είναι στο δεύτερο εξάμηνο του μεταπτυχιακού του. Εγώ κατάφερα να βελτιώσω ακόμα περισσότερο τη βαθμολογία μου και αυτό το εξάμηνο παλεύω με τη σειρά μου για την πτυχιακή μου, αν όλα πάνε καλά θα πάρω το πτυχίο με βαθμό 9,6.

    Και ο Μάριος και οι γονείς του με πίεσαν να δώσω ξανά κάποια μαθήματα ώστε να αυξήσω ακόμα περισσότερο το βαθμό μου αλλά δεν ψήθηκα. Η Κατερίνα, παρά τη γκρίνια της, πήρε και αυτή με 9,2 το πτυχίο της στη Νομική και, μιας και η νομική είναι τέσσερα έτη, φέτος είναι και εκείνη στο πρώτο έτος του μεταπτυχιακού της, και, όπως έχει δηλώσει, θα συνεχίσει και για διδακτορικό. Χώρισε με τον Θανάση, και εκεί που φοβόμασταν ότι θα της πέσει ο ουρανός στο κεφάλι, εκείνη τον έκλαψε για λίγες μέρες και πήγε παρακάτω, τώρα είναι στα ζαχαρώματα με το νέο της αμόρε, το Γιώργο, σήμερα έχουμε κανονίσει να βγούμε οι τέσσερεις μας.

    Λίγο πριν ετοιμαστώ να πάω για μπάνιο, χτυπάει το κουδούνι. Πηγαίνω να ανοίξω, είναι ο Μάριος ο οποίος μπαίνει μέσα στο σπίτι σαν σίφωνας.

    - «Μπίλι μουυυυυυυυυυυυ» μου κάνει λες και είχε να με δει από πέρσι, ξέρω-γω!
    - «Καλώς τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα!» του κάνω και χώνομαι στην αγκαλιά του. «Που γύριζες βρε ρεμάλι;»
    - «Χιχιχι, κλείσε τα μάτια σου!»
    - «Γιατί;»
    - «Κλεισ’ τα μάτια σου βρε βάσανο!»
    - «Βάσανο εγώ; Η Μπίλι σου;»
    - «Θα πάρω πέτρα!»
    - «Ουφ!» του λέω αλλά κάνω αυτό που μου ζητάει. «Άνοιξέ τα!»
    Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω στα χέρια του ένα φάκελο.
    - «Τι είναι αυτό;»
    - «Άνοιξέ το και θα δεις!» μου κάνει σε κατάσταση υστερικής ευθυμίας.

    Ανοίγω το φάκελο και αν εκείνη τη στιγμή δεν έγινα βάτραχος από το γούρλωμα να μη με λένε Μπίλι. Μέσα είχε έξι εισιτήρια, δύο για τον ημιτελικό της ερχόμενης τετάρτης μεταξύ Άγιαξ και Παναθηναϊκού και τέσσερα εισιτήρια για το Final Four που γινόταν στο Παρίσι σε δυο βδομάδες από σήμερα.

    - «Κλείσε το στόμα σου, θα χάψεις καμιά μύγα! Φεύγουμε Τρίτη βράδυ, Τετάρτη έχουμε το παιχνίδι, καθόμαστε Ολλανδία μέχρι την Κυριακή και μετά οδικώς Παρίσι για το final four!»
    Αν και άθεη, μου ξεφεύγει ένα «Ο Χριστός και η Παναγία». Εντάξει, το ξέρω ότι δεν έχει οικονομικό πρόβλημα, αλλά πρέπει να έδωσε μια περιουσία για όλα αυτά, και του λόγου του τα οικονομικά του μπορεί να τα έχει λυμένα, αλλά εγώ ούτε κατά διάνοια δεν είμαι σε τέτοια φάση. «Βρε παλαβέ, πόσα έδωσες;»
    - «Να μη σε νοιάζει, και στην τελική, μαζί μου θα τα πάρω ρε Μπίλι;» μου κάνει και ταραγμένη του χώνω μια γερή στο σβέρκο! «Άουτς!»
    - «Θα σε πατήσω χάμω αν το ξαναπείς αυτό!» του κάνω.
    - «Εντάξει βρε μωρό μου, τρόπος του λέγειν. Ρε συ, η Πανάθα παίζει ημιτελικό στο πρωταθλητριών και είμαστε και στο final four στο μπάσκετ, πόσες φορές θα έχουμε στη ζωή μας ξανά αυτή την ευκαιρία;»

    Δεν λέω, και οι δύο είμαστε φόλα Παναθηναϊκοί και πάμε συχνά-πυκνά στο γήπεδο και στο ποδόσφαιρο και στο μπάσκετ, εδώ με είχε ξεσηκώσει και τρέχαμε στο αεροδρόμιο στην υποδοχή του Ντομινίκ το Σεπτέμβρη.

    - «Και τα μαθήματα;»
    - «Έλα ρε Μπίλι, γάμα τα τά μαθήματα μια φορά!»
    - «Καλά, άσε τα μαθήματα, τι θα πω στους γέρους μου;»
    - «Την αλήθεια!»
    - «Ρε συ θα με σουβλίσουν!»
    - «Γιατί, τα Χριστούγεννα που πήγαμε Πράγα, σε σούβλισαν;»
    - «Όχι… αλλά…»
    - «Δεν έχει αλλά! Λοιπόν, είναι done deal έτσι κι αλλιώς, έχω κλείσει και τα αεροπορικά και τα ξενοδοχεία, δεν ακούω κουβέντα! Και μιας και θα πάμε και Παρίσι, θα έχεις την ευκαιρία να δεις ξανά τον Καναδό σου, θα το καταπιώ και αυτό, και θα σε δείρω αργότερα!» μου είπε, κάνοντάς με να ξεροκαταπιώ.
    - «Μπα, θα μας δείρετε κιόλας;» του κάνω ειρωνικά.
    - «Και θα σας δείρουμε!» μου είπε κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
    Αν δεν είχα το φόβο μην γυρίσουν ξαφνικά οι δικοί μου, θα τον είχα βάλει κάτω και θα τον είχα …βιάσει επί τόπου, αλλά τέτοια κόλπα μόνο σπίτι του ή σε κανένα ξενοδοχείο, το σκηνικό που παραλίγο να μας πιάσει στα πράσα η μητέρα μου την ώρα που του έκανα πίπα με είχε στοιχειώσει!
    - «Λοιπόν» συνέχισε σα να μην έτρεχε τίποτα, «πάω σπίτι να κάνω ένα ντουζάκι. Τι ώρα έχουμε πει με τα παιδιά;»
    - «Είπαμε να περάσουμε να πάρουμε την Κατερίνα στις 21:00 και θα βρούμε το Γιώργο στο Κεφαλάρι»
    - «Ωραία, ωραία! Όταν ετοιμαστείς κι εσύ έλα από το σπίτι»
    - «Εντάξει μωρό μου» του είπα και τον πήρα στην αγκαλιά μου και τον φίλησα βαθιά. Μωρέ καλά που ήμουν συγκρατημένη και δεν του όρμισα πριν λίγο, γιατί πάνω στη στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα οι δικοί μου.
    - «Άμαχος πληθυσμός!» έκανε η μητέρα μου.
    - «Πού σουρτουκεύατε εσείς; Δε μπορεί μια κόρη να λείψει λίγο από το σπίτι της και αμέσως να ξεπορτίσετε εσείς; Teddyfather και teddymother!»
    - «Λοιπόν, εγώ σας αφήνω! Μπίλι τα είπαμε, όταν ετοιμαστείς πέρνα από το σπίτι να πάμε να πάρουμε την Κατερίνα!» είπε ο Μάριος και έγινε μπουχός, αφήνοντάς με να βγάλω μόνη το φίδι από την τρύπα.
    - «Λοιπόν, επειδή αυτό δε λέγεται έτσι, θα σας παρακαλούσα να κάτσετε πρώτα, είστε και γέροι άνθρωποι!» ξεκίνησα ανάλαφρα αλλά ο πατέρας μου το πήρε διαφορετικά.
    - «Αν υποψιαστώ ότι θα μας πεις ότι θα γίνουμε παππούδες…»
    - «Τι;;; Τι λες ρε μπαμπά, ούτε καν!»
    - «Ε, πες μας τότε, τι μας πιλατεύεις;»
    - «Ουφ… Λοιπόν, ο Μάριος πήγε και πήρε εισιτήρια για τον ημιτελικό της τετάρτης με τον Άγιαξ και για το final four που γίνεται στο Παρίσι.»
    - «Ωχ!» έκανε ο πατέρας μου, βλέποντάς το να έρχεται…
    - «Ε, ναι… δεν τα έκλεισε για να πάει μόνος του… Φεύγουμε Τρίτη βράδυ, και γυρνάμε Μεγάλη Παρασκευή το πρωί… Θα μείνουμε Άμστερνταμ μέχρι την Κυριακή και μετά οδικώς Παρίσι.»
    - «Και τα μαθήματά σου;»
    - «Την πτυχιακή μου κάνω ρε μπαμπά, και άλλωστε στο Παρίσι θα είμαστε τη Μεγάλη Εβδομάδα…»
    - «Καλά… πόσα έδωσε;»
    - «Δε μου είπε…»

    Τελικά άδικα ανησυχούσα, παρά το σχετικό σοκ, το πήραν καλύτερα απ’ όσο φοβόμουν. Πήγα να κάνω το μπάνιο μου και να ετοιμαστώ και, όπως είχαμε συμφωνήσει, όταν τελείωσα πήγα να πάρω το Μάριο από το σπίτι του. Χτύπησα το κουδούνι και την πόρτα μου άνοιξε ο κύριος Ανδρέας.

    - «Καλώς το κορίτσι» μου είπε ζεστά.
    - «Καλησπέρα!» του είπα χαμογελώντας του γλυκά, τον ξέρω από πέντε χρονών παιδάκι, και παρόλο που ακόμα τον λέω «Κύριο Ανδρέα», τον νιώθω σα δεύτερο πατέρα μου, όπως άλλωστε το ίδιο νιώθω και για την κυρία Χριστίνα. Στο σπίτι αυτά, βέβαια, στο πολυτεχνείο… ήταν άλλη ιστορία, και αν και στα μαθήματα που δίδασκαν και οι δύο πήρα δεκάρια -αν ήθελα, ας έκανα κι αλλιώς- ή ψυχούλα μου το ‘ξερε!
    - «Πέρνα μέσα, δεν έχει τελειώσει ακόμα ο ανεπρόκοπος!». Πέρασα στο σαλόνι όπου ήταν εκεί και η κυρία Χριστίνα, έβλεπαν τηλεόραση.
    - «Καλησπέρα!» της είπα και μου χαμογέλασε.
    - «Καλησπέρα Βασιλικούλα μου, έχεις φάει;»
    - «Ναι κυρία Χριστίνα, έφαγα όταν γύρισαν οι δικοί μου». Καθίσαμε και χαζολογήσαμε λίγο βλέποντας τηλεόραση μέχρι που ήρθε και μας βρήκε και ο Μάριος.
    - «Απαρτία!»
    - «Που ήσουν βρε αχαΐρευτε;» τον πείραξα καθώς μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί στα μαλλιά.
    - «Το καλό πράγμα αργεί να γίνει!» μου είπε και σηκώθηκα. «Λογικά μέχρι τις 02:00, άντε 03:00 θα έχουμε γυρίσει» είπε στους γονείς του και, αφού τους καληνυχτίσαμε, κατεβήκαμε κάτω και πήγαμε στο αυτοκίνητό του.

    Φόρεσε τα γυαλάκια του· εδώ και λίγο καιρό ανακαλύψαμε, μετά από κρίση πονοκεφάλων, ότι στα γεράματα είχε αποκτήσει ελαφρά μυωπία, και ξεκινήσαμε να πάμε να πάρουμε το Κατερινιώ, η οποία μας περίμενε έξω από το σπίτι της. Είχα να τη δω κοντά μια εβδομάδα, οπότε με το που βγήκα έξω για να περάσει αρχίσαμε τις αγκαλιές και τα φιλιά.

    - «Πού χάθηκες μωρή εσύ, έτσι κάνουν οι φίλοι;» τη ρώτησε ο Μάριος με το που πέρασε στο αυτοκίνητο.
    - «Διαβάσματα, μου έχει γίνει η σούφρα να!» προσπάθησε να δικαιολογηθεί.

    Λες κι εμείς τρέχουμε στα λιβάδια σαν την Μαρία Φον Τραπ στη μελωδία της Ευτυχίας, να πούμε!

    - «Μωρή, ξέρεις τι έκανε ο τρελάρας;» τη ρώτησα όταν μπήκα μέσα κι εγώ.
    - «Τι;»
    - «Έκλεισε εισιτήρια για τον ημιτελικό στο ποδόσφαιρο, με τον Άγιαξ -στο Άμστερνταμ παρακαλώ!- και για το final four του basket στο Παρίσι!»
    - «What???»
    - «Χιχιχι» έκανε ο Μάριος.
    - «Από Τρίτη βράδυ θα μας χάσεις, θα γυρίσουμε τη Μεγάλη Παρασκευή!»
    - «Με την κούπα!» συμπλήρωσε ο Μάριος.
    - «Από το στόμα σου και στου Θεού τ’ αυτί!»
    - «Αν και ποτέ δεν κατάλαβα τη μανία σας με τα αθλητικά, θα είναι καλή φάση!!!»
    - «Καλή φάση θα είναι αν πάρουμε αξιοπρεπές αποτέλεσμα στο πρώτο παιχνίδι και σηκώσουμε την κούπα!»
    - «Ε, δεν είστε με τα καλά σας!» μας είπε και βάλαμε και οι δύο τα γέλια.
    ~.~
    Παρά τον αρχικό μου αιφνιδιασμό, όταν μου είχε ανακοινώσει ότι αγόρασε τα εισιτήρια, ο χρόνος μέχρι την Τρίτη το βράδυ έμοιαζε να έχει κολλήσει. Το Σάββατο το πρωί είχαμε κάνει επιδρομή στις μπουτίκ του Παναθηναϊκού, και όταν ταξιδεύαμε ήμασταν ντυμένοι στα πράσινα. Το βράδυ θα βαφόμασταν και στα πράσινα, η αλήθεια είναι ότι μας είχε πιάσει η τρέλα. Σάμπως ήμασταν οι μόνοι; Σχεδόν όλοι στο αεροπλάνο ήταν οπαδοί της τριφυλλάρας που ταξίδευαν στην Ολλανδία για τον ίδιο ακριβώς λόγο και το κάναμε Λεωφόρο, το κάναμε. Η πτήση ήταν βραδινή, οπότε με το που φτάσαμε Άμστερνταμ, και αφού ξεμπλέξαμε με τα διαδικαστικά, δώσαμε με τους υπόλοιπους ραντεβού για καφέ το πρωί, και πήγαμε στο ξενοδοχείο να ξεκουραστούμε.

    - «Τι ώρα να βάλω ξυπνητήρι;» με ρώτησε ο Μάριος.
    - «Πήρες μαζί σου ξυπνητήρι;» τον ρώτησα εγώ σα χαζή!
    - «Στο κινητό βρε ούφο!» μου είπε, ναι, το είχα ξεχάσει, είχε και από αυτό το φρούτο, όχι ότι το πολυχρησιμοποιούσε, απλά ο Μάριος ήταν και πλούσιος και γκατζετάκιας.
    - «Ξέρω γω; Τι ώρα σερβίρουν το πρωινό;»
    - «Νομίζω ότι είναι 07:30 – 10:00»
    - «Ε, βάλτο γύρω στις 09:30, να προλάβουμε να φάμε και τίποτα!»
    - «Done. Δε μου λες, θες να πέσουμε για ύπνο;»
    - «Δε νυστάζω, να σου πω την αλήθεια, αλλά τέτοια ώρα τι θα κάνουμε;»
    - «Πάμε για καμιά μπύρα;»
    - «Και δεν πάμε;»

    Αμ έπος, αμ έργο, κατεβήκαμε με τις πράσινες μπλούζες να πάμε έξω για μπύρες, και όπως αποδείχτηκε δεν ήμασταν οι μόνοι οπαδοί της ομάδας που είχαμε την ίδια ιδέα, στη μπυραρία πετύχαμε και άλλους.

    - «5-0» μας έκαναν κάποιοι ολλανδοί στους δρόμους.
    - «In your dreams!» τους απαντούσαμε, αν και η αλήθεια είναι ότι με την ομαδάρα που είχε ο Άγιαξ, και όσο καλοί και αν ήμασταν, τέτοιο ενδεχόμενο, καίτοι απευκταίο, δεν ήταν και στα όρια του απίθανου.

    Οι επιλογές στις μπύρες ήταν απίστευτες, δεν είχα ιδέα ότι υπήρχαν τόσα πολλά είδη, αλλά η αγαπημένη μου αποδείχτηκε η Trappist, με το βαθύ ρουμπινί κόκκινο χρώμα και την απίθανη, αρωματική, γλυκιά της γεύση. Ο Μάριος δήλωσε «κόκκινο ποτέ!» και το έριξε στις μαύρες, εντάξει βρε αδερφάκι μου, κι εγώ Παναθηναϊκός είμαι, δεν κάνω έτσι!

    Αν και κατεβήκαμε για μια μπύρα, γυρίσαμε τελικά στις τέσσερις το πρωί, και οι δύο ελαφρώς κουδούνια και με τις φούσκες μας έτοιμες να σπάσουν. Τον άφησα να πάει πρώτος, γιατί θα έκανε λιγότερη ώρα, και περιμένοντας εμπέδωσα για τα καλά την έννοια της σχετικότητας· η διάρκεια του ενός λεπτού εξαρτάται από το αν είσαι μέσα στην τουαλέτα ή απ’ έξω! Όταν επέστρεψα από το μπάνιο, βρήκα τον κύριο να έχει ξαπλώσει στο κρεββάτι γυμνός και με την τσουτσού ορθωμένη.

    - “Hey girl, let’s go for a ride!” μου είπε χαχανίζοντας, κάνοντάς με να βάλω κι εγώ τα γέλια.

    Δεν ήταν ο μόνος που είχε ορεξούλες, πέταξα τα ρούχα μου με συνοπτικές διαδικασίες και πήγα και ξάπλωσα δίπλα του. Γύρισε προς το μέρος του και αρχίσαμε να φιλιόμαστε, μπαλαμουτιάζοντας ο ένας τον άλλον, και λίγη ώρα αργότερα ήμουν κι εγώ μούσκεμα, ειδικά όταν χαμήλωσε ανάμεσα στα πόδια μου και άρχισε να με γλείφει. Σταματήσαμε, ίσα για να αλλάξουμε βάρδια, και σε λίγο ήμουν εγώ που τον είχα στο στόμα μου, όχι ότι είχε ιδιαίτερη ανάγκη, κατάρτι ήταν από πριν, κατάρτι είχε μείνει. Μου έδωσε ένα προφυλακτικό και του το φόρεσα και με κείνον ξαπλωμένο σκαρφάλωσα και κάθισα πάνω του, οδηγώντας το όργανό του μέσα μου.

    - «ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ» έκανα μη μπορώντας να κρατηθώ. Έκλεισα τα μάτια μου και, γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι μου πίσω, άρχισα να κουνιέμαι ενώ εκείνος χούφτωνε δυνατά και τα δυο μου στήθη.
    - «Ναι… ναι μωρό μου…» έκανε και το χούφτωμα πήρε προαγωγή, άρχισε να μου τα μαλάζει ακόμα πιο δυνατά, τσιμπώντας που και που τις ρώγες μου, εδώ και κάμποσα χρόνια είχα ανακαλύψει μαζί του ότι ο πόνος μερικές φορές έχει ηδονική χροιά.
    - «ΑΑΑΑΑΑΧ» έκανα μη μπορώντας να συγκρατήσω ένα στεναγμό πόνου, καθώς στον ενθουσιασμό τον το παράκανε λίγο, και το κατάλαβε και χαλάρωσε κάπως το σφίξιμο.

    Συνεχίσαμε έτσι για κάμποση ώρα και μετά αλλάξαμε ελαφρά τρόπο, με έφερε να γείρω προς τα πάνω του και, κρατώντας με από τη λεκάνη, άρχισε να μπαινοβγαίνει μέσα μου με διαρκώς αυξανόμενη ταχύτητα και ένταση. Δεν είχα πάντα οργασμό όταν κάναμε σεξ αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δε μου άρεσε, ακριβώς το αντίθετο! Σήμερα, πάντως, η τούρτα θα είχε και κερασάκι, το κατάλαβα από τη φωτιά που άρχισε να απλώνεται από τα λαγόνια μου στο υπόλοιπο σώμα, και δεν διαψεύστηκα, λίγο αργότερα άρχισα να νιώθω μέσα μου τις απανωτές εκρήξεις που συνόδευαν τον οργασμό μου, και, παρά το γεγονός ότι δαγκώθηκα, δεν κατάφερα να κόψω τα ηδονικά μου βογγητά. Ο ρυθμός του είχε γίνει φρενήρης, ήταν και ο Μάριος κοντά στο τέλος, και πράγματι, μερικές στιγμές αργότερα κοκαλώνει και νιώθω τους σπασμούς που κάνει το όργανό του βαθιά μέσα στον κόλπο μου, σπασμούς που τους συνοδεύει κι εκείνος με δυνατά βογγητά.

    Τραβιέμαι προσεκτικά και ξαπλώνω απαλά πάνω του ενώ εκείνος, με τα μάτια κλειστά, παλεύει ακόμα να βρει τις ανάσες του. Τον κοιτάζω με λατρεία, δεν έχω τις λέξεις να περιγράψω τα αισθήματα που έχω γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Ανοίγει κι εκείνος τα μάτια του.

    - «Σ’ αγαπάω! Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου!»
    - «Το καλό που σου θέλω!» του λέω αστειευόμενη. «Κι εγώ σ’ αγαπάω μωρό μου, πολύ πολύ πολύ!»
    - «Μιας που λέμε για αγάπες, έστειλες mail στον Jean-Claude?»
    - «Έλα κρυάδες!» του απαντάω. «Ναι, του έστειλα, θα χαρεί πολύ να μας δει και να μας γνωρίσει και την κοπέλα του!»

    Σηκώθηκε για να πετάξει το προφυλακτικό και για να πάει να πλυθεί και λίγο αργότερα γύρισε και πάλι στο κρεββάτι. Χώθηκα στην αγκαλιά του και αφού φιληθήκαμε, πέσαμε και οι δύο ξεροί, μιλάμε δεν πρόλαβα να κλείσω καλά-καλά τα μάτια μου πριν με πάρει ο ύπνος. Το πρωί με τα χίλια ζόρια ακούσαμε το ξυπνητήρι αλλά κάναμε την ανάγκη φιλοτιμία, καθώς η αλήθεια είναι ότι μια πείνα την έκανε, και κατεβήκαμε να φάμε το πρωινό μας. Επιστρέψαμε, και αφού κάναμε ένα ντουζάκι, κατεβήκαμε ξανά κάτω για να κάνουμε βόλτα στην πόλη, πέφτοντας παντού πάνω σε οπαδούς της ομάδας, και το φιλικό δούλεμα με τους Ολλανδούς που μας έλεγαν συνεχώς «5-0» πήγαινε σύννεφο.

    Το βράδυ πηγαίνουμε στο γήπεδο και η κερκίδα μας είναι δεξιά από την εστία που στο πρώτο ημίχρονο αμύνεται ο Παναθηναϊκός. Εντάξει, το καρδιοχτύπι πάει σύννεφο, κάθε επίθεση του Άγιαξ μυρίζει γκολ, παρά το γεγονός ότι αμυνόμαστε εξαιρετικά και ότι ο Βάντσικ έχει κατεβάσει τα ρολά. Παρόλο το σφυροκόπημα δε σταματάμε ούτε μια στιγμή να χοροπηδάμε και να τραγουδάμε, αν το βράδυ δεν έχω γίνει Μπέλλου στη φωνή και με τα στήθη μου να φτάνουν στο πάτωμα από το χοροπηδητό, να μη σώσω να ξανακούσω να με φωνάζουν Μπίλι, να με φωνάζουν Βασίλω, ξέρω 'γω!
    - «Πώς τα βλέπεις τα πράγματα;» με ρωτάει κάποια στιγμή ο Μάριος στην ανάπαυλα.

    - “So far, so good” του αποκρίνομαι. «Τηρουμένων των αναλογιών, δεν έχουμε κινδυνέψει ιδιαίτερα, εντάξει, έχουν κάνει τις ευκαιρίες τους αλλά έχει πάει καλύτερα απ’ όσο φανταζόμουν. Άντε, ένα ημίχρονο μας έμεινε, αν καταφέρουμε να μη φάμε κανένα γκολ, όλα θα είναι ανοιχτά στη ρεβάνς!»
    - «Άντε να δούμε…»

    Το δεύτερο ημίχρονο ξεκινάει στον ίδιο ρυθμό όπως το πρώτο, ο Άγιαξ επιτίθεται κατά κύματα, αλλά η ομάδα αντέχει το σφυροκόπημα χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες, έχει κάνει τις ευκαιρίες του ο Άγιαξ αλλά δεν είναι από αυτές που σε κάνουν να αναρωτιέσαι «εντάξει, πώς το γλιτώσαμε αυτό τώρα;», ίσα-ίσα, τη μεγαλύτερη ευκαιρία μέχρι στιγμής στο παιχνίδι την κάνουμε εμείς γύρω στο 70ο λεπτό, ο Γεωργιάδης μετά από απίστευτη κάθετη του Μπορέλι βγαίνει μόνος του τετ-α-τετ με τον Φαν ντερ Σαρ αλλά ο τελευταίος καταφέρνει να αποκρούσει με τα πόδια.

    Πέντε λεπτά ακόμα, συν τις όποιες καθυστερήσεις. Δεν έχουμε σταματήσει ούτε στιγμή να χοροπηδάμε και να φωνάζουμε, νιώθω πραγματικά εξαντλημένη, αλλά από την άλλη αν καθόμασταν κάτω αφενός δεν θα βλέπαμε την τύφλα μας γιατί όλοι είναι όρθιοι και χοροπηδάνε, και αφετέρου θα είχα βγάλει τον καρκίνο από το άγχος.

    Γίνεται σέντρα από τα δεξιά, όπως επιτίθεται ο Άγιαξ και ο επιθετικός τους πηδάει μπροστά από τους δικούς μας και πιάνει την κεφαλιά, αλλά δεν είναι καλή, πάει προς τα πλάγια! Θεέ μου τι γλιτώσαμε εδώ! Η μπάλα φτάνει στο Δώνη που την παίρνει από τα πλάγια της μικρής περιοχής και αρχίζει να ανεβαίνει. Περνάει τη σέντρα και τρέχει προς τη μεγάλη περιοχή με τρεις Ολλανδούς να τον μαρκάρουν.

    - «Είναι μόνος του ο Βαζέχα, κάνε πάσα!» ουρλιάζω, λες και θ’ ακουστώ στον αγωνιστικό χώρο.

    Κι όμως! Ο Δώνης, λες και άκουσε την κραυγή μου, πασάρει αριστερά στον αμαρκάριστο Βαζέχα, που δεν είναι offside, και βγαίνει μόνος του απέναντι στον Φαν ντερ Σαρ. Ο ολλανδός τερματοφύλακας κάνει μπλονζόν για να του κλείσει το οπτικό πεδίο αλλά ο Βαζέχα πλασάρει από πάνω του… και ο χρόνος παγώνει! Η μπάλα περνάει πάνω από τον Φαν ντε Σαρ και, σαν σε αργή κίνηση, καταλήγει στο γάμα της εστίας. Το ουρλιαχτό του «γκοοοοοοοολ» θα ορκιζόμουν ότι θ’ ακούστηκε μέχρι τη Λεωφόρο. Θεέ μου τι ζούμε!

    «Άγιαξ, μαλάκα, σε παίζουμε για πλάκα!» ουρλιάζουμε μέσα στην παράνοια καθώς στο καπάκι κάνουμε ευκαιρία και για δεύτερο γκολ. Η εξέδρα έχει γίνει μια πράσινη ανταριασμένη θάλασσα· δεν υπάρχει ούτε ένας που να μη χοροπηδάει ουρλιάζοντας εκστασιασμένος, και πού τη βρίσκουμε τη φωνή και φωνάζουμε; Νιώθω ότι ο λαιμός μου έχει γίνει κόκκινος. Ο διαιτητής σφυρίζει τη λήξη και βάζω τα κλάματα, έχω να κλάψω από την ημέρα που έμαθα τους βαθμούς μου στις πανελλήνιες. Ο Μάριος με αγκαλιάζει και με φιλάει και ουρλιάζει και δεν ξέρω τι λέει, δεν ακούω, σηκώνομαι και πάλι και χοροπηδάω εκστασιασμένη μαζί με την υπόλοιπη εξέδρα. «Βουντού-βουντού και πράσινη μαγεία, τον Άγιαξ τον γαμήσαμε μέσα στην Ολλανδία»

    Είναι απίστευτες οι στιγμές παράνοιας που ζούμε όσο περιμένουμε το γήπεδο να αδειάσει από τους Ολλανδούς για να φύγουμε κι εμείς. Η πραγματικότητα έχει πάρει μια ονειρική χροιά που με κάνει να τσιμπιέμαι για να δω αν είναι αλήθεια. Νικήσαμε τον Άγιαξ μέσα στην έδρα του, τον Άγιαξ που έχει να χάσει δύο ολόκληρα χρόνια! Σχεδόν εικοσιπέντε χρόνια μετά τον Ιούνη του 1971 απέχουμε 90 λεπτά από ένα δεύτερο Wembley!

    Δεν υπάρχει ύπνος εκείνο το βράδυ, γυρίζουμε από εδώ και από εκεί πανηγυρίζοντας, και όταν με τα πολλά γυρίζουμε στο ξενοδοχείο, ούτε εγώ, ούτε ο Μάριος μπορούμε να μιλήσουμε, θαρρείς ότι αφήσαμε τις φωνές μας στο γήπεδο του Άγιαξ και δεν ήταν κάποιο απλό παιχνίδι, ήταν η ευρωπαϊκή αυλαία για το ιστορικό “Ντε Μεερ”, καθώς από του χρόνου ο Άγιαξ θα μετακόμιζε στην Amsterdam Arena. Και σ’ αυτή την αυλαία, ο Παναθηναϊκός είχε δώσει την παράσταση της ιστορίας του! Δε μπορούσα να φανταστώ τι θα γίνεται στην Αθήνα αυτή τη στιγμή, φαντάζομαι θα έχουν βγει όλοι στους δρόμους και θα πανηγυρίζουν…

    Μπαίνουμε και οι δύο μαζί στο μπάνιο και ορμάμε κυριολεκτικά ο ένας στον άλλον με το νερό να τρέχει πάνω μας αλλά τη φωτιά που μας καίει αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει καμιά ποσότητα νερού πάνω σ’ αυτή τη Γη για να μας τη σβήσει. Είμαστε τόσο με τα μυαλά στο μίξερ που δε φοράει καν προφυλακτικό, με γυρίζει προς τον τοίχο, με αρπάζει από τα στήθη και δαγκώνοντάς με στο σβέρκο μπαίνει μέσα μου και δεν έχω φωνή να φωνάξω από την καύλα. Ευτυχώς, και παρά την τρέλα της στιγμής, ο Μάριος διατηρεί μια στάλα λογικής και τραβιέται πριν τελειώσει μέσα μου. Με το που τραβιέται, γυρίζω και γονατίζω μπροστά του και τον παίρνω στο στόμα μου, και ίσα που προλαβαίνω να κλείσω τα χείλη μου στο όργανό του, πριν αρχίσει να τραντάζεται πλημμυρίζοντάς το, και όχι τίποτε άλλο, είναι και αρκούντως σεβαστή ποσότητα. Δεν ξέρω αν θα μου κάνει καλό στο λαιμό, αλλά η αλήθεια είναι πως ένα ζεστό το χρειαζόμουν, και ο Μάριος μου δε με απογοήτευσε, να με πνίξει κόντεψε. Έχω αναρωτηθεί και άλλες φορές, πότε στο διάολο καταφέρνει και μαζεύει όλο αυτό το πράγμα;
    ~.~
    Παρά το …βραδινό ρόφημα, το πρωί, όπως είχα φανταστεί, ούτε εγώ, ούτε ο Μάριος είχαμε φωνή, και άντε τώρα να μιλήσουμε στους γονείς μας σε αυτή την κατάσταση! Οι υπόλοιπες μέρες στην Ολλανδία πέρασαν σαν νεράκι και, όπως είχε κανονίσει από πριν, την Κυριακή των Βαΐων φεύγουμε οδικώς από το Άμστερνταμ για το Παρίσι, όπου τη Μεγάλη Τρίτη είναι ο ημιτελικός με την CSKA και, αν όλα πάνε καλά, ο τελικός είναι τη Μεγάλη Πέμπτη, με μία εκ των Ρεάλ ή Μπαρτσελόνα, το πιθανότερο την πρώτη.

    Την Κυριακή το βράδυ έχουμε δώσει ραντεβού με τον Jean- Claude, ο οποίος θα είναι με τη Michele, την κοπέλα του, η οποία σπούδασε ζωγραφική και έβγαζε το προς το ζην της ποζάροντας σαν μοντέλο, άλλωστε έτσι γνωρίστηκαν οι δυο τους. Ο Μάριος ήξερε ότι είχα ποζάρει για τον Jean-Claude και κανονικά και γυμνόστηθη, βέβαια την πρώτη του την είχα δείξει, αλλά τη δεύτερη δεν την είχε δει, απλά του είχα πει ότι το είχα κάνει και του την είχα περιγράψει. Κατόπιν επιμονής του, ζήτησα στον Jean-Claude να τη φέρει να τη δει και ο Μάριος, και μου απάντησε ότι πλέον την έχει κάνει κάδρο, ωστόσο αν του κάναμε επίσκεψη στο σπίτι του, θα μπορούσαμε να τη δούμε εκεί.

    Η αλήθεια είναι πως όταν τον είδα ξανά μπροστά μου η καρδιά μου έκανε πάλι μερικές κωλοτούμπες. Τα μαλλιά του δεν ήταν πλέον μακριά, όπως τότε στη Ρόδο, αλλά έτσι, με γένια μερικών ημερών, ήταν ακόμα πιο όμορφος απ’ ότι τον θυμόμουν. Η Michele είναι μινιόν στο μέγεθος, κοκκινομάλλα και με ένα απίθανο γλυκό μουτράκι με φακίδες, δώρο της ιρλανδικής, από τη μεριά της μητέρας της, καταγωγής.

    - “Jean-Claude” του είπα χαμογελώντας του σα χαζή και χωρίς να το σκεφτώ χώνομαι στην ανοιχτή του αγκαλιά.
    - “Ma blonde ! Tu es encore plus belle que dans mes souvenirs!” μου λέει στα γαλλικά εννοώντας «Ξανθούλα μου, είσαι ακόμα πιο όμορφη απ’ ότι σε θυμάμαι!» και με αγκαλιάζει σφιχτά. «Hello, you must be Marios» λέει στον Μάριο, αφού με αφήσει από την αγκαλιά του, χαμογελώντας και δίνοντάς του το χέρι.
    - «Δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσουμε στα αγγλικά , μιλάω κι εγώ γαλλικά» του απαντάει ο Μάριος στα γαλλικά σφίγγοντάς με θέρμη το χέρι του Jean-Claude.

    O τελευταίος μας κάνει τις συστάσεις με τη Michele, είχα δει φωτογραφίες της, αλλά πρώτη φορά την βλέπω από κοντά, και, όπως είχαμε πει, πάμε με τα πόδια, από τη στάση του μετρό που μας περίμεναν, στο σπίτι τους, εδώ και ένα χρόνο συγκατοικούν, για να μας κάνουν το τραπέζι. Και ναι, είχε ακόμα τη ζωγραφιά που είχε κάνει, και όχι απλά την είχε βάλει σε κορνίζα, την είχε και σε περίοπτη θέση, και δεν σας το κρύβω, αγχώθηκα λίγο για το πως θα το πάρουν αυτό το reunion Μάριος και Michele.

    Τελικά άδικα ανησυχούσα, τόσο ο Jean-Claude όσο και η Michele είχαν τέτοιο θετικό vibe και έδειχναν τόσο ερωτευμένοι μεταξύ τους, που ήταν αδύνατο να μη νιώσεις ζεστά μαζί τους. Και αποδείχτηκαν και εξαιρετικοί μάγειρες, αυτό που το πας; Περάσαμε πολύ όμορφα εκείνο το βράδυ και φεύγοντας δώσαμε ραντεβού για να ξαναβγούμε την Τετάρτη, στην ανάπαυλα μεταξύ των δύο αγώνων του Παναθηναϊκού, για να τους βγάλουμε εμείς έξω για φαγητό και για ποτό.

    - «Πώς σου φάνηκαν;» τον ρώτησα γεμάτη αγωνία, όταν φύγαμε από το σπίτι τους για να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο.
    - «Στην αρχή ήταν λίγο περίεργα, μη σου πω ψέματα. Ωστόσο, βλέποντάς τον και γνωρίζοντάς τον από κοντά, δεν είναι να απορείς που σου πήρε τα μυαλά, είναι ακόμα πιο όμορφος από τις φωτογραφίες που μου έχεις δείξει» είπε εννοώντας την Polaroid που είχα από τη Ρόδο και κάποιες άλλες που μου είχε στείλει μέσω e-mail. «Αν και, μεταξύ μας, η Μισέλ είναι καλύτερη ζωγράφος, αυτή που του πόζαρες εσύ είναι… είναι αριστούργημα, το ομολογώ!»
    - «Ε ναι, για τον Jean-Claude είναι απλά χόμπι…»
    - «Still. Πάντως, μη μου έχεις άγχος, τον συμπάθησα τον κερατά, άλλωστε, δεν υπάρχει λόγος να ζηλέψω. Αφενός ό,τι έγινε μεταξύ σας είναι παρελθόν και αφετέρου, είδες πως κοίταζε τη Michele;»
    - «Ναι, είναι πολύ ερωτευμένος, σχεδόν σε κάθε του mail μου λέει η Michele έκανε αυτό, η Michele έκανε εκείνο, έκανε το άλλο…»
    - «Τέλος πάντων, αφού δεν έχει εκείνη πρόβλημα να έχει το κάδρο με εσένα δίπλα σε αυτό που είναι η ίδια, τι πρόβλημα να έχω εγώ; Και δεν λέω, όμορφη και γλυκούλα και με ωραίο σώμα, αλλά Μπίλι μου, μπροστά σου δεν πιάνει μπάζα ούτε αυτή που παίζει στη διαφήμιση του Martini, όχι η Michele!»
    - «Άντε βρε υπερβολικέ!»
    - «Στο είπα εγώ, στο είπε ο Jean-Claude, στο είπε και η ίδια η Michele, οπότε περιττές οι μετριοφροσύνες!»
    - «Αχ, αυτά μου λες και με λιώνεις!»
    - «Εσύ να τα βλέπεις αυτά που ξεμυαλίζεσαι με Γαλλοκαναδούς!»
    - «Απεταξάμην!» του είπα βάζοντας τα γέλια.

    Και δεν έμεινα στα λόγια, με το που επιστρέψαμε στο δωμάτιο, τον έβαλα κάτω, γονάτισα, και αν κρίνω από την “προσπαθώ να θυμηθώ πως με λένε αλλά μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή” έκφρασή του στο τέλος, πρέπει να του έκανα την πίπα της ζωής του. Δεν ξέρω αν είμαι πιο όμορφη από την Theron, αυτή εννοούσε, αλλά στις πίπες είχα γίνει expert με τον καλό μου!

    Όχι, παίζουμε!
    ~.~
    Είναι Πέμπτη και είμαστε στο Palais de Bercy και σε λίγο θα ξεκινήσει ο μεγάλος τελικός μεταξύ Παναθηναϊκού και Μπαρτσελόνα. Το άγχος και η προσμονή έχουν χτυπήσει -φτου κακά- κόκκινα. Ο ημιτελικός με τους Ρώσους, και παρά το άγχος μας, είχε κυλήσει χωρίς ιδιαίτερες συγκινήσεις, τους κερδίσαμε σχετικά εύκολα, ενώ στον άλλο ημιτελικό η Μπαρτσελόνα έκανε την έκπληξη, αποκλείοντας την περσινή κάτοχο του τροπαίου, Ρεάλ. Εύχομαι ο μεγάλος τελικός να τους βρει ξεζουμισμένους, άλλωστε και ο γαύρος σε δύο σερί τελικούς το ίδιο έπαθε. Τέλος πάντων, μην τους μελετάω, κακό χρόνο να ‘χουν, δεν είναι μέρα ν’ ασχολούμεθα με losers.

    Χθες είχαμε βγει και πάλι με τα παιδιά και αυτή τη φορά τους πήγαμε εμείς έξω να φάμε, και μετά πήγαμε για ποτό και, όπως και την Κυριακή, περάσαμε πολύ όμορφα. Φυσικά πέραν από το να δούμε τον Jean-Claude και την Michele, και φυσικά το μπάσκετ, κάναμε και τον τουρισμό μας στο Παρίσι, επισκεφτήκαμε και το Λούβρο, πήγαμε στον πύργο του Άιφελ, κάναμε τη βόλτα με το καραβάκι στο Σηκουάνα, γενικά έπεσε πολύ ποδαρόδρομος και τρέξιμο, αλλά άξιζε τον κόπο, δεν ξέρω πόσα καρούλια φωτογραφίες και πόσες κασέτες βίντεο έχει τραβήξει ο Μάριος με τις κάμερές του.
    Το παιχνίδι ξεκινάει και από νωρίς δείχνουμε στη Μπαρτσελόνα ποιος θα είναι το αφεντικό, παίρνουμε γρήγορα μια διαφορά πάνω από δέκα πόντους και τη συντηρούμε χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Ο Ντομινίκ κεντάει στο παρκέ και κατά πάσα πιθανότητα θα βγει και MPV του final four, άντε να δούμε. Στο γήπεδο υπάρχουν και οπαδοί της Μπαρτσελόνα αλλά μόνο εμείς ακουγόμαστε, έχοντας μετατρέψει το γήπεδο σε τάφο του Ινδού.

    Τα πράγματα, που κυλούσαν χαλαρά, έχουν αρχίσει να ζορίζουν στα τελευταία τέσσερα λεπτά του παιχνιδιού, οι Ισπανοί με την ανοχή των διαιτητών που σφυρίζουν ό,τι να ναι, επιτρέποντας να παίζουν ατιμώρητα ξύλο στην άμυνα, πλησιάζουν στο σκορ, αλλά έχουμε ακόμα το πάνω χέρι. Είμαστε ένα πόντο μπροστά αλλά έχουμε όλη την επίθεση δική μας, αν βάλουμε καλάθι, ζήτημα είναι αν θα τους μείνουν παραπάνω από μερικά δευτερόλεπτα.

    Οι παίχτες του Παναθηναϊκού στριφογυρίζουν τη μπάλα αλλά δεν γίνεται επίθεση και ο χρόνος τελειώνει. Άντε ρε παιδιά, μη την πάθουμε όπως ο γαύρος πέρσι και την πατήσουμε στην τελευταία επίθεση! Η μπάλα πάει στο Γιαννάκη και αυτός δεν ξέρω τι κάνει εκεί, μπερδεύει τα μπούτια του και σωριάζεται φαρδύς-πλατύς στο παρκέ. Έχω μείνει άφωνη από την απελπισία που νιώθω καθώς οι Ισπανοί ξεχύνονται στον αιφνιδιασμό και φτάνουν στο lay-up… Ο χρόνος έχει σταματήσει, κυριολεκτώ, μέχρι και το χρονόμετρο έχει μείνει στα 4,6! Ο μόνος που δεν έχει σταματήσει είναι ο Βράνκοβιτς που έχοντας διασχίσει τρέχοντας το παρκέ, πηδώντας πάνω από πεσμένους παίχτες, ρίχνει ένα σάλτο στο θεό και κατεβάζει τον γενικό στους Ισπανούς.

    Το χρονόμετρο έχει που έχει μείνει κολλημένο από τη στιγμή που ο Γιαννάκης έπεσε στο παρκέ, επιτέλους ξεκολλάει, και ο Ισπανός, νομίζω ο Γκαλιλέα, συνειδητοποιεί ότι ο χρόνος τελειώνει, και δεν ξέρω τι πάει να κάνει, αλλά μπουρδουκλώνεται και αυτός, χάνεται η μπάλα και… το παιχνίδι τελειώνει κι εγώ νομίζω ότι έχω πάθει ταυτόχρονα εγκεφαλικό και έμφραγμα. Οι παίχτες στο παρκέ έχουν γίνει ένα κουβάρι και πανηγυρίζουν, όλοι -με πρώτο το Μάριο- δίπλα μου, μπρος μου, πίσω μου, φωνάζουν και χοροπηδάνε και εγώ έχω μείνει ακόμα κοκκαλωμένη, με τα μάτια μου να αδυνατούν να πιστέψουν αυτό που είδαν να γίνεται μερικές στιγμές πριν.

    - «Το πήραμε!!! Το πήραμε!!!» ακούω το Μάριο να φωνάζει και με παίρνει στην αγκαλιά του και μου δίνει ένα τόσο βαθύ φιλί που μου κόβει την ανάσα. «Το πήραμε Μπίλι μου, το πήραμε!!!!!»
    Μου πήρε κάμποση ώρα να ηρεμίσω και να συνειδητοποιήσω ότι το παιχνίδι είχε τελειώσει και ότι ο Παναθηναϊκός ήταν αυτός που θα έφερνε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το πρωταθλητριών. Μπορεί να ήταν μεγάλη Πέμπτη αλλά μόνο μία λέξη υπάρχει που μπορεί να περιγράψει αυτό που ζήσαμε: ΑΝΑΣΤΑΣΗ!

    Εντάξει, δεν υπάρχουν αυτά που ζήσαμε εδώ και μία εβδομάδα, πρώτα η απίστευτη νίκη επί του Άγιαξ μέσα στην έδρα του και τώρα η πρώτη ευρωπαϊκή κούπα στο μπάσκετ. Θα φανεί προκλητικό αυτό που θα πω, έχοντας ζήσει αυτό το έπος από κοντά, αλλά πραγματικά ζήλευα αυτούς που ήταν στην Αθήνα και θα ξεχύνονταν στους δρόμους για να πανηγυρίσουν, ξανά, τα κατορθώματα της πράσινης αρμάδας.
    Παρά το γεγονός ότι την επόμενη πετούσαμε το πρωί, για εμάς, όπως και την προηγούμενη Τετάρτη, δεν υπήρξε ύπνος, και σε αντίθεση με την προηγούμενη εβδομάδα, εδώ κυριολεκτώ. Είδαμε την απονομή και μετά βγήκαμε έξω μαζί με άλλους συν-οπαδούς μας να βρέξουμε την κούπα. Στο ξενοδοχείο πρέπει να γυρίσαμε γύρω στις πέντε το πρωί αλλά δεν πέσαμε ούτε στιγμή για ύπνο, πού να τον βρούμε άλλωστε; Κάναμε ένα ντουζάκι για να ξεπλυθούμε από τον ιδρώτα, και μετά ορμίσαμε ο ένας στον άλλον και βγάλαμε τα μάτια μας με όλους τους πιθανούς και απίθανους τρόπους, κάτι σαν πέρσι όταν φόρεσα για πρώτη φορά σέξι εσώρουχα.

    Και μπορεί να έτσουξε και λίγο -δηλαδή τι λίγο, τέλος πάντων- το κωλαράκι μου όταν με πήρε από πίσω, σε μία από τις πολλές φορές που κάναμε σεξ εκείνο το ξημέρωμα, αλλά είχαμε τόση ενέργεια και διάθεση που μέχρι και το “ξάπλα ανάσκελα πάνω του” κατορθώσαμε να κάνουμε, κάτι που δεν είχαμε καταφέρει να πετύχουμε όσες φορές το είχαμε προσπαθήσει, και που όταν τελείωσε το πανηγυρίσαμε σχεδόν όσο την κούπα!

    Τι να πεις, είδες τι μπορεί να σου κάνει μια τάπα;
    ~.~
    Τελικά το όνειρο του Wembley ήταν πολύ όμορφο για να γίνει πραγματικότητα. Στον επαναληπτικό, και εκμεταλλευόμενοι την απουσία του Ουζουνίδη, οι Ολλανδοί ήταν ανώτεροι και βάζοντας γκολ στα πρώτα λεπτά, έφεραν το παιχνίδι εκεί που ήθελαν και τελικά ήταν αυτοί που πέρασαν στον τελικό. Καλά, όχι ότι έκαναν και τίποτα, τον έχασαν στα πέναλτι από την Γιουβέντους, αλλά τι να το κάνεις; Για εμάς είχε πετάξει το πουλί. Τέλος πάντων, όπως λέει και ο πατέρας μου, όταν επιστρέψαμε σκασμένοι από το ΟΑΚΑ «Μακάρι όλες οι στεναχώριες σου στη ζωή να είναι τέτοιας μορφής»

    Είμαι σχεδόν σίγουρη ότι ο Μάριος θα πάρει θετικές απαντήσεις στις αιτήσεις που έχει κάνει στα αμερικανικά πανεπιστήμια, ποιο δε θα ήθελε έναν φοιτητή με το υπόβαθρο, τις γνώσεις και την ωμή νοημοσύνη που έχει ο αγαπημένος μου;

    Θα έρθει αυτή η στιγμή, το ξέρω, το νιώθω μέσα μου, και πραγματικά, δεν ξέρω τι θα κάνω…
     
  2. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Άλλα τρία κεφάλαια, μεταξύ 1992 και 1995. Όπως πάντα όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να βρει ολόκληρη την ιστορία εδώ https://void-surfer.blogspot.com/2024/01/tomboy.html

    1993
    Λεβέντης Εροβόλαγε
    Επιτέλους τέλος με την εξεταστική και φέτος είχα τη χαρά και την τιμή στο τέταρτο εξάμηνο να έχω τον έτερο πεθερό ως καθηγητή. Καλά το έλεγα, σκληρός καργιόλης ο κύριος Ανδρέας. Όπως και πέρσι με την κυρία Χριστίνα, έτσι και φέτος, το μεγαλύτερο μου άγχος ήταν το μάθημα μαζί του παρά όλα τα υπόλοιπα. Βέβαια στη διόρθωση των γραπτών γλίτωσα το άγχος γιατί ένα απόγευμα, και σε εξαιρετικά κακή διάθεση—μάλλον είχε δει τα αίσχη—μου ανακοίνωσε ότι αν δεν είχε κι εμένα σα φοιτήτρια, θα πήγαινε να γίνει γιδοβοσκός, γιατί τα πραγματικά γίδια θα ήταν καλύτερα στη μηχανική ρευστών από τους φοιτητές του.

    Δέκα εγώ—και τρέμω στη σκέψη να έγραφα καν 9.999—και ο επόμενος με 7.5. Και μπράβο μου, αλλά η ψυχούλα μου το ξέρει. Ο Μάριος εξακολουθούσε να έχει μέσο όρο 9,7 και εμένα είχε ανέβει λίγο ακόμα, στο 9.6. Στο σχολείο έτρωγε τη σκόνη μου αλλά στη σχολή τα πράγματα είχαν έρθει τούμπα. Καλά, όχι ότι με ένοιαζε ιδιαίτερα, αυτό θα έλειπε να παραπονιέμαι με 9.6.
    Κάπως έτσι και μετά από ένα μήνα που μας είχε πάει αίμα στο διάβασμα, βγήκαμε το πρώτο καφεδάκι χωρίς άγχος με Κατερίνα, Θανάση, Βαγγέλη και Κλαίρη. Ο Νίκος είχε μείνει Κρήτη, μαλάκας ήταν να ανέβει Αθήνα ντάλα καλοκαίρι; Κάποια στιγμή θα έπρεπε να μαζέψουμε τους κώλους μας και να κατέβουμε να τον δούμε και δαύτον.
    ~.~
    Είναι Σάββατο πρωί και έχουμε κανονίσει να πάμε για ψώνια με την Κατερίνα. Δηλαδή να κάνει εκείνη, εγώ θα είμαι για τη συμπαράσταση. Ή έτσι νόμιζα, γιατί ο θηλυκός Μακιαβέλλι έχει και άλλα πράγματα στο νου του. Πώς την πατάω έτσι σαν πρωτάρα, λες και δεν την ξέρω; Βέβαια, να είμαστε και ειλικρινής μεταξύ μας, παραδέχομαι ότι το γούστο της στα ρούχα είναι πολύ καλύτερο από το δικό μου.

    - «Αυτή!» μου λέει και μου δείχνει μια κοντή πλισέ φούστα, που φτάνει μέχρι τη μέση των μηρών μου.
    - «Ναι, τι;» τη ρωτάω η αφελής.
    - «Την παίρνεις και πάμε να τη δοκιμάσεις!»
    - «Δε θέλω φούστα!»
    - «Θέλεις και δεν το ξέρεις,» μου κάνει με θράσος χιλίων πιθήκων.
    - «Άσε με στην ησυχία μου ρε βάσανο!»
    - «Μπίλι, μη μου τα σκοτίζεις. Αφού το ξέρεις ότι στο τέλος θα την πάρεις και θα πεις και ένα τραγούδι!»
    - «Καλή ιδέα,» της λέω προσπαθώντας να αλλάξω κουβέντα. «Μιας και είχες χάσει το υπερθέαμα πέρσι, ψήνεσαι να τους πούμε να πάμε καραόκε; Έχει πολύ γέλιο, ειδικά αν τραγουδήσει ο Βαγγέλης. Είναι απίθανος, γάιδαρος που του πατάνε την ουρά είναι Παβαρότι μπροστά του! Λόγο!» της κάνω και βάζει τα γέλια.
    - «Ωραία, λύσαμε το πρόβλημα του τραγουδιού, τώρα πάρε τη φούστα και μη μου αλλάζεις κουβέντα, σε μέλλουσα δικηγορίνα μιλάς!»
    - «Άσε με στην ησυχία μου ρε wannabe χασοδίκη!»
    - «ΠΑΡΕ ΤΗ ΦΟΥΣΤΑ ΚΑΙ ΠΑΜΕ ΝΑ ΤΗ ΔΟΚΙΜΑΣΕΙΣ!» μου κάνει σε τόνο που θα ζήλευε και ο λοχίας στο full medal jacket. Ορίστε, τι το θυμήθηκα το ρημάδι, στα χάπια κόντεψα να το ρίξω μετά την ταινία.

    Φυσάω και ξεφυσάω αλλά η μάχη είναι χαμένη, και offside ή όχι το γκολ μετράει, γαμώ τη διαιτησία μου μέσα. Μπαίνουμε και οι δυο μαζί στο δοκιμαστήριο και κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του λοχία βγάζω το παντελόνι που φορούσα και βάζω τη φούστα.

    - «Μωρή τι είναι αυτό που φοράς;» με ρωτάει με το που με βλέπει με το εσώρουχο. «Η γιαγιά σου είσαι;»
    - «Ρε χέσε με πρωινιάτικα, σιγά μη φορέσω και string πρωινιάτικα!»
    - «Γιατί, έχεις;» με ρωτάει με καχύποπτο ύφος.
    - «Να συστηθούμε;»
    - «Οκ, μετά θα πάμε και για εσώρουχα!»
    - «Μωρή εγώ δεν έχω τα λεφτά του Μάριου και έχεις και ακριβά γούστα!»
    “You pay peanuts you buy monkeys!”
    - «Ρε ουστ! Αφενός δεν θέλω εσώρουχα και αφετέρου με τι θα τους πληρώσω μωρή, σε είδος; Οι πωλήτριες δεν εντυπωσιάζονται από τα κάλλη μου!» της κάνω ειρωνικά.
    - «Ένα ζευγάρι εσώρουχα της προκοπής θα τα πάρεις, και μη το συζητάμε!» Ρε μπελά που βρήκαμε! «Λοιπόν, μια χαρά είναι η φούστα, κατοχυρώθηκε.»
    - «Τι καλή!» της κάνω ειρωνικά και αφού τη βγάλω βάζω και πάλι το παντελόνι μου.

    Νόμιζα ότι είχα ξεμπερδέψει, αλλά φευ. Με πάει σούρνοντας στις μπλούζες για να διαλέξουμε—πληθυντικός της μεγαλοπρέπειας γιατί όπως καταλάβατε δε μου πέφτει λόγος—και το από πάνω. Επιλέγει δυο τρία crop tops—και με τραβάει, και πάλι σούρνοντας, στο δοκιμαστήριο. Τσιτσιδώνομαι από πάνω χωρίς πολλά-πολλά, άλλωστε τόσα χρόνια φίλες η Κατερίνα—αν και για τελείως διαφορετικούς λόγους—είναι ο μόνος άνθρωπος εκτός του Μάριου μπροστά στον οποίο μπορώ να γδυθώ χωρίς καν δεύτερη σκέψη.

    Η αλήθεια είναι ότι το γαλάζιο πλεκτό μου αρέσει. Ανοιχτό ντεκολτέ που σταυρώνει μπροστά μισή παλάμη πάνω από τον αφαλό αφήνοντας τη μισή κοιλιά έξω. Αρκετά προκλητικό για το μέγεθος του στήθους που έχω αλλά όχι τελείως φόρα παρτίδα—δε θα φορούσα ποτέ κάτι τέτοιο και η Κατερίνα το ξέρει. Η λαιμόκοψη κολάρο που έχει ισορροπεί το υπόλοιπο σύνολο και το δένει όμορφα.

    - «Αυτό της κάνω!»
    - «Ωραία, πάει και με τη φούστα, δε θα χρειαστεί να τρέχουμε και για δεύτερη.»

    Yay!

    Εντωμεταξύ το εννοούσε ότι θα με πάρει για εσώρουχα, και έτσι το κάναμε και αυτό. Τελικά διάλεξε ένα μαύρο σετ με δαντέλα που και αρκετά σέξι είναι, και θα μπορούσε να το δει στο πλυντήριο η Άννα χωρίς να πάθει αποπληξία. Τώρα, για το πόσο βολικό θα είναι… θα το μάθουμε το βράδυ, αν προλάβω δηλαδή να τα πλύνω και να τα στεγνώσω.

    Όταν γυρίσαμε σπίτι πέρασα και ταξιαρχική επιθεώρηση από την Άννα, που όταν της είπα ότι πήρα φούστα άρχισε να σταυροκοπιέται λες και είδε μπροστά της τον άγιο Ονούφριο να πούμε. Της άρεσε και η μπλούζα και η φούστα, και αν και ψιλοδαγκώθηκε με το σετ των εσώρουχων, μου υποσχέθηκε ότι θα κάνει τα κουμάντα της ώστε να μπορώ να τα φορέσω το βράδυ, όπως άλλωστε φούστα και τοπ.

    - «Γιατί ξεφυσάς;» με ρωτάει η μάνα μου.
    - «Δεν είναι πολύ προκλητικό, έτσι;» τη ρωτάω αβέβαιη κοιτάζοντας το στήθος μου μέσα από το τοπ.
    - «Μια χαρά είναι, δείχνει τόσο όσο. Δεν είμαστε στα 1800!»
    - «Να τα πεις εσύ στον Ηλία που θα με δει και θα του έρθει κόλπος!»
    - «Μωρέ τα λυσσιακά του να φάει!» μου απαντάει και βάζουμε και οι δυο τα γέλια.
    - «Λοιπόν, πάω να αλλάξω και έρχομαι να σε βοηθήσω!» της κάνω. «Αλήθεια, που αλητεύει ο άντρας σου; Πολύ λάσκα τον έχεις!»
    - «Κάπου έχει πάει με τον πεθερό σου!»

    Ορίστε, μας πάντρεψαν κιόλας… Αλλά θα μου πεις κι εγώ πεθερό δεν τον λέω, έστω και στην πλάκα;
    ~.~
    Απόγευμα της ίδιας μέρας. Είμαι έτοιμη και περιμένω τον Μάριο να έρθει να με πάρει. Ο πατέρας μου είναι στον καναπέ, με το ένα πόδι πάνω στο τραπεζάκι, και η μητέρα μου—που υπό κανονικές συνθήκες θα του έκοβε τον κώλο γι’ αυτό—διασκεδάζει με τον “πόνο” του. Εγώ, εν τω μεταξύ, προσπαθώ να αγνοήσω τη διαπεραστική ματιά του Ηλία, που από τη στιγμή που με είδε με τη φούστα και το τοπ, έχει πάρει ύφος οργισμένου πατριάρχη που σκέφτεται να καλέσει συμβούλιο γερόντων.

    Δεν προλαβαίνω να τον ειρωνευτώ—το κουδούνι χτυπάει. Ανοίγω την πόρτα και ο Μάριος μένει κάγκελο. Ξεροκαταπίνει. Τα μάτια του ταξιδεύουν πάνω μου από πάνω μέχρι κάτω—και ξανά πάνω. Τρία δευτερόλεπτα απόλυτης σιγής.

    - «Κλείσε το στόμα σου, κυκλοφορούν μύγες!» τον πειράζω.
    - «Εγώ φταίω που δε σε κλείδωσα σε μπουντρούμια!» πετάγεται ο Ηλίας.

    Εγώ και ο Μάριος, σοφά ποιώντας, κάνουμε τις πάπιες και αφήνουμε την Άννα να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά.

    - «Σιγά ρε Παναγή Βιολάντη!» του κάνει, και μου ξεφεύγει ένα πνιχτό χάχανο.
    - «Ε, βέβαια! Μάνα και κόρη, τα γνωστά!» κάνει με ψεύτικη απελπισία, και πάνω εκεί και του σκάω ένα φιλάκι για να τον καλοπιάσω! «Θα σε αφαλοκόψω, άτιμο θηλυκό!» μου κάνει. «Και έτσι όπως τον έχεις και έξω, ούτε δυο λεπτά δε θα μου πάρει!»
    - «Κόναν μου εσύ!» του κάνω και του σκάω άλλο ένα φιλάκι. «Λοιπόν, εμείς την κάνουμε σιγά-σιγά. Έχω τάξει στην Κατερίνα ότι θα ψήσω την παρέα να πάμε για καραόκε, λογικά μέχρι τις 04:00 θα έχουμε γυρίσει.»
    - «Ποιος θα οδηγάει;» ρωτάει ο πατέρας μου.
    - «Εγώ, κύριε Ηλία!»

    Ο πατέρας μου γυρίζει και κοιτάζει τον …μελλοθάνατο. «Εσύ νεαρέ, έτσι όπως έχει ντυθεί, καλό θα ήταν να μη μου θυμίζεις την ύπαρξή σου!»

    Μιας και μιλάμε για το Μάριο, ωστόσο, που έχουμε μεγαλώσει μαζί και για τους γονείς μου είναι σα γιος, δε χάνει ευκαιρία να τρολλάρει. Με βαρύ και ασήκωτο ύφος που θα ζήλευε και ο Καζαντζίδης αρχίζει κάνει καντάδα στον πατέρα μου.

    Υπάρχω, κι όσο υπάρχεις θα υπάρχω
    Σκλάβα τη ζωή σου θα χω
    Κι ας βαδίζουμε σε δρόμους χωριστούς.

    Εντάξει, εγώ και η Άννα κοντέψαμε να χάσουμε τα νεφρά μας από το γέλιο, ενώ το γούρλωμα των ματιών του πατέρα μου θα το ζήλευε και ο πιο φιλόδοξος βάτραχος του πιο trendy βάλτου. Του περνάει γρήγορα πάντως, ο Ηλίας δεν είναι από αυτούς που ξαφνιάζονται εύκολα ή που αφήνουν τις προκλήσεις αναπάντητες. Καντάδα εσύ; Καντάδα κι εγώ. Καζαντζίδη εσύ; Δημητριάδη εγώ!

    Ποιος κατεβαίνει σήμερα στον Άδη;
    Ποιον κουβεντιάζει η γειτονιά κι ανανταριάζει;
    Γιατί βουβά είναι τα βουνά και οι κάμποι;
    Λεβέντης εροβόλαγε

    Πάει και το άλλο νεφρό!
    ~.~
    Γύρω στις 20:00 έχουμε όλοι μαζευτεί σε μια καφετέρια στο Μπουρνάζι, και πριν τους πω καν για το καράοκε τους πετάω ιδέα: «Πάμε αύριο για μπάνιο;» ρωτάω, και λαμβάνω πέντε ενθουσιώδη Yay!

    - «Γουστάρετε Λιμανάκια;» προτείνει ο Βαγγέλης; «Να κάνουμε και καμιά βουτιά, πλάκα θα έχει!»
    - «Κατάλαβα, επανάληψη του καραόκε, θα γελάνε με τα χάλια μας.» πετάω εγώ τη σπόντα μου, και καταπίνουν το δόλωμα αμάσητο.
    - «Λέει αυτή για την οποία είχαν σηκωθεί όλοι και χειροκροτούσαν όρθιοι!»

    Φυσικά όλοι ήξεραν την ιστορία, και ο μόνος που δεν είχε καταλάβει ποιο ήταν το μεγάλο μυστικό μου ήταν—ποιος άλλος—ο καλός μου. Το κράξιμο που είχε φάει στη Σκιάθο όταν τους είπαμε ότι τα φτιάξαμε είχε πάει σύννεφο, όχι τόσο πολύ για μένα, όσο για το Μάριο. Μετά τα «επιτέλους ρε μαλάκες, επιτέλους», ξεκίνησαν τα «η κοτούλα κο-κο-κο». Καμία υπεράσπιση, ένα μήνα με είχε αφήσει να βράζω στο ζουμί μου, καλά να πάθει ο αχαΐρευτος.

    - «Ορίστε, τα καλύτερα έχω χάσει!» λέει η Κατερίνα.
    - «Ε, πάμε σήμερα!» πετάει ο Μάριος, κι αυτός στο κόλπο.
    - «Δε γαμιέται, πάμε,» λένε πάνω-κάτω και οι υπόλοιποι τρεις.

    Βέβαια έξι δε χωρούσαμε στη Zetta αλλά αυτό λυνόταν καθώς ο Θανάσης, που είχε κατέβει Περιστέρι, ήταν φυσικά με αυτοκίνητο. Θα έπαιρνε την Κατερίνα, τον Βαγγέλη και την Κλαίρη που ήξεραν που είναι το μαγαζί, και θα πήγαινα εγώ με τον Μάριο.

    - «Ωραία, κλείστηκε αυτό. Διακοπές;» ρωτάει ο Μάριος.
    Και εκεί πετάει την ιδέα ο Θανάσης. «Γουστάρετε Πεταλίδι;»
    - «Πεταλίδι; Πού είναι αυτό;» ρωτάω εγώ.
    - «Λίγο πιο κάτω από την Καλαμάτα. Έχουμε εξοχικό εκεί!» μας απαντάει και μετά πιάνει δουλειά ο …συνήγορος/χασοδίκης της παρέας.
    - «Μου έχει δείξει φωτογραφίες, μαλάκες ήμουν σαν τα cartoon, μου έπεσε το σαγόνι στο πεζοδρόμιο. Πράσινα νερά, άμμος, βράχια, δέντρα μέχρι σχεδόν το νερό, μιλάμε θα πάθετε ζημιά!»
    - «Βέβαια τα βράδια είναι νέκρα,» μας λέει ο Θανάσης, «αλλά δε βαριέσαι, τόσο η Καλαμάτα όσο και η Κορώνη είναι δίπλα. Και αν έχουμε και αυτοκίνητο…»
    - «Θα έχουμε,» τον διακόπτει ο Μάριος.
    - «Ακόμα καλύτερα!» συνεχίζει ο Θανάσης. «Μπορούμε να πάμε και τις εκδρομές μας, η Πελοπόννησος είναι πανέμορφη και έχει απίθανες παραλίες.»
    - «Μονεμβάσια;» ρωτάει ο Μάριος.
    - «Είναι λίγο μακριά, καμιά διακοσαριά χιλιόμετρα. Το πρόβλημα δεν είναι τόσο η απόσταση όσο η ποιότητα των δρόμων. Υπολόγιζε ότι θα πάρει πάνω από τρίωρο.»
    - «Το πήγαινε-έλα;» ρωτάω αφελώς και βάζει τα γέλια.
    - «Μόνο το πήγαινε. Οπότε εκτός και αν φύγουμε μέσα στη μαύρη νύχτα και γυρίσουμε μέσα στη μαύρη νύχτα, το προτιμότερο θα ήταν αν τελικά πούμε να πάμε εκεί, να κάτσουμε και ένα βράδυ.»
    - «Αυτό κανονίζεται!» λέει ο Μάριος. «Ωραία, αγόρασα!» συνεχίζει, και γνέφουμε όλοι καταφατικά.
    Τη σειρά παίρνει η Κατερίνα: «Θα πρέπει να πάμε ωστόσο το πολύ αρχές Αυγούστου, μετά τον δεκαπενταύγουστο οι γονείς του Θανάση παίρνουν άδεια.»
    - «Αν με ρωτήσετε, η καλύτερη περίοδος είναι η τελευταία εβδομάδα του Ιούλη με την πρώτη του Αυγούστου, που έχει και σχετικά λιγότερο κόσμο,» λέει ο Θανάσης.
    - «Ωραία,» λέει ο Μάριος. «Να βρούμε ένα ημερολόγιο να το κανονίσουμε. Μπίλι. Τι λέτε οι υπόλοιποι;»
    - «Ό,τι πει η ομάδα!» απαντάω εγώ, αυτό που με ενδιέφερε ήταν το που και με ποιους, το πότε δε με απασχολούσε ιδιαίτερα. Ούτε εγώ ούτε ο Μάριος είχαμε αφήσει μαθήματα για Σεπτέμβρη, οπότε και τότε να πηγαίναμε διακοπές το ίδιο μου έκανε.

    Fata Morgana
    Είναι ακόμα 20:00 και το καραόκε ανοίγει στις 23:00, οπότε, αφού πίνουμε τους καφέδες μας, την κάνουμε γύρω στις 22:00 και πάμε να φάμε burgers στα Wendys, γιατί καλά τα Goody’s και ελληνικά, αλλά το μπιφτέκι των πρώτων απλά δεν υπήρχε. Φάγαμε του σκασμού—ήμασταν ανέκαθεν φαγανό παρεάκι—και μετά το ρίξαμε στο περπάτημα για να μας κάτσει το φαγητό κάτω, καθότι ως γνωστό οι αμαρτίες πληρώνονται.

    Γύρω στις 23:00 χωριστήκαμε και δώσαμε ραντεβού στον Άγιο Στέφανο. Βάλε το ότι ο Θανάσης έχει Autobianchi και ήταν τέσσερα άτομα, βάλε το ότι ο Μάριος είχε το κωλοπειραγμένο Zetta, δεν είναι να απορείς που φτάσαμε πρώτοι στον Άγιο Στέφανο. Το bar δεν είχε αρχίσει να μαζεύει ακόμα κόσμο, οπότε βρήκαμε και καλό τραπέζι. Πήραμε τα ποτά μας, White Russian εγώ—δεν το αλλάζω με τίποτα—και βότκα πορτοκάλι ο Μάριος και το ρίξαμε στη χαζοκουβέντα.

    - «Αύριο να είσαι έτοιμη να προσφέρεις θέαμα!» μου λέει κάποια στιγμή. «Βουτιές και με το μπικίνι…»
    - «Καλά θα πάει αυτό…» λέω εγώ αναστενάζοντας.
    - «Κοίτα, όσο και αν μ’ αρέσει να κάνεις μπάνιο τόπλες, δε θα έλεγα ότι να κάνεις βουτιά από το βατήρα των τριών μέτρων χωρίς το πάνω σου είναι καλή ιδέα. Απλά, πριν βγεις από το νερό, ρίξε και καμιά ματιά!»
    - «Ναι, άλλη όρεξη δεν είχα, να τα πετάξω μπροστά σε όλους!»
    - «Θα το κάνεις έτσι κι αλλιώς στο Πεταλίδι!» μου λέει με μια σιγουριά που με διαολίζει.
    - «Μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι!» του απαντάω.
    - “Famous last words!” μου λέει. «Αφού σ’ αρέσει η αίσθηση, γιατί το ζορίζεις βρε μωρό μου;»
    - «Η αίσθηση μου αρέσει, το πώς με κοιτάνε δε μ’ αρέσει!»
    - «Αρέσει όμως σ’ εμένα!» μου λέει χαμογελώντας μου σα διαφημιστικό οδοντόκρεμας και μου έρχεται να τον πνίξω, γιατί έχει πάντα τον τρόπο του να με τουμπάρει το κάθαρμα.
    - «Μη φας, έχουμε γλάρο!» επιμένω εγώ και δεν απαντάει, απλά μου κλείνει το μάτι και μου χαμογελάει με το ύφος ‘εδώ θα σαι κι εδώ θα ‘μαι,» κάνοντάς με να βγάλω καπνούς, και ανάβω κι εύκολα, το παρατσούκλι μου από τους συμφοιτητές μου στο πολυτεχνείο είναι ‘κοντό φυτίλι.’

    Πριν προλάβουμε να γίνουμε γαλατικό χωριό, δηλαδή να πλακώνομαι μόνη μου και μετά να του ζητάω συγνώμη που του έβαλα τις φωνές, έρχονται και οι υπόλοιποι, οπότε προς το παρόν αναβάλλεται η συζήτηση. Μπορεί να καπνίζω από μέσα μου αλλά κάπως είμαι σίγουρη ότι στο τέλος θα κάνω αυτό που μου λέει και θα πω κι ένα τραγούδι. Τα ίδια δεν είχαν γίνει σε Ναύπλιο και Σαντορίνη; Χρουμφ!
    Η Κατερίνα βάζει τα γέλια με το που με βλέπει. «Τι της έκανες;» Ο Μάριος την κοιτάζει με αθώο βλέμμα και σηκώνει τους ώμους του σα να λέει ‘Απ’ αυτές είναι που χρειάζονται ειδική πρόσκληση για να γίνουν μπουρλότο, λες και δε την ξέρεις!» αλλά η Κατερίνα δεν πείθεται και γυρνάει προς τα μένα. «Να τον δείρω;»

    - «Γιατί, εγώ χεράκια ποδαράκια δεν έχω;» της απαντάω, και βάζουν όλοι τα γέλια.
    Ο Μάριος με παίρνει αγκαλιά και μου σκάει ένα τρυφερό φιλάκι στη μύτη. «Γαλατικό χωριό μου εσύ!» και οποία έκπληξη, με τουμπάρει και πάλι. Είναι να το ‘χει η κούτρα σου, καλά το λένε.

    Το πρόγραμμα έχει αρχίσει με ξένη μουσική, και κάποιοι θαρραλέοι έχουν ξεκινήσει, αν και οι πρώτοι τρεις το μόνο που έχουν είναι θάρρος, γιατί από φωνή και ρυθμό, κλάφ’ τα Χαράλαμπε. Παίρνω απόφαση σήμερα να είμαι εγώ η πρώτη που θα τραγουδήσει, οπότε πάω στο DJ και τον ρωτάω αν έχει το τραγούδι που θέλω.

    - «Κάπου σ’ έχω ματαξαναδεί,» μου λέει με βεβαιότητα.
    - «Σε κάποιο καραόκε μπαρ στον Άγιο Στέφανο, το δίχως άλλο,» του απαντάω κάνοντας χαβαλέ, καθώς έχει καταφέρει να μην με κοιτάξει στο ντεκολτέ. Θα μου πεις, τι το φοράς Χριστιανή μου αν δε θέλεις να σε βλέπουν; Εμ, δεν το φοράω για δαύτους, για το Μάριο το φοράω.
    - «Θα το βρω, που θα μου πάει!» μου κάνει.
    - «Σού ‘χω απόλυτη εμπιστοσύνη!» τον διαβεβαιώνω, συνεχίζοντας να τον τρολλάρω.
    - «Είσαι η μεθεπόμενη,» μου λέει αναστενάζοντας και γυρίζω στο τραπέζι μας.
    - «Είμαι η επόμενη!» τους λέω. «Αυτόγραφα στο τέλος της παράστασης, θα τηρηθεί αυστηρή σειρά προτεραιότητας!»

    Κανονικά εδώ θα έπρεπε να μου πουν «κατούρα και λίγο ρε φιλαράκι,» αλλά όταν είχα πει το ‘μεγάλο μυστικό μου’ τους είχα αφήσει μαλάκες, οπότε το κράτησαν κλειστό και μπράβο τους. Ο τυπάς που έχει πει είναι καλός, λέει το “You really got me,” και όταν τελειώσει κερδίζει το θερμό χειροκρότημα όλου του μαγαζιού.

    - “Break a leg,” μου λέει ο Μάριος καθώς ετοιμάζομαι να πάω στο stand.
    - «Το κεφάλι θα σου σπάσω!» του λέω με όλη μου την αγάπη και την τρυφερότητα, και πηγαίνω στο stand.

    Ακούγονται οι πρώτες νότες και όσοι δεν έχουν πέσει σήμερα από τον Άρη, αναγνωρίζουν το τραγούδι και πέφτει προκαταβολικό χειροκρότημα.

    A goddess on a mountain top
    Was burning like a silver flame
    The summit of beauty and love
    And Venus was her name

    Αυτή τη φορά μπορεί να μην είχε standing ovation, δεν είναι κάθε μέρα του Άη Γιαννιού, αλλά πάντως το χειροκρότημα που κέρδισα είναι το πιο δυνατό μέχρι στιγμής, και μπράβο μου! Κάνω μια βαθιά υπόκλιση, κερδίζοντας και πάλι δυνατό χειροκρότημα, και γυρίζω στο τραπέζι όπου ο Μάριος με παίρνει αγκαλιά και μου κάνει λαρυγγοσκόπηση.

    Εντωμεταξύ η ψωνάρα μέσα μου έχει ξυπνήσει για τα καλά, οπότε τους δηλώνω ότι θα πω κι άλλο τραγούδι. «Είναι η πρώτη από τις δύο αφιερώσεις,» κάνω στο Μάριο.

    - «Θα έχει και δεύτερη;»
    - «Αν έχει το τραγούδι που θέλω…» του κάνω.
    - «Έχεις κι άλλο μεγάλο μυστικό;» με πειράζει η Κλαίρη.
    - «Όχι, η δεύτερη αφιέρωση θα είναι πολύ φανερή!» της απαντάω, και σηκώνομαι και ξαναπηγαίνω στον DJ. «Χαθήκαμε,» του κάνω, και βάζει τα γέλια. Του ζητάω το τραγούδι που θέλω, και αφού με διαβεβαιώνει ότι θα είμαι η επόμενη από αυτόν που μας παίρνει τ’ αφτιά, επιστρέφω στο τραπέζι.
    - «Ετοιμαστείτε να με δοξάσετε εκ νέου!» τους κάνω, και με το που τελειώνει ο δολοφόνος του “I’ll be there for you,” ανεβαίνω στη σκηνή. Πριν ξεκινήσει το τραγούδι, πιάνω το μικρόφωνο: «Εξαιρετικά αφιερωμένο στο αγόρι μου!» λέω και δείχνω το Μάριο που καμαρώνει σα γύφτικο σκεπάρνι.

    Πέφτουν οι πρώτες νότες, και μιας και το τραγούδι είναι αρκετά γνωστό πέφτει νεκρική σιγή.

    Billy Ray was the preacher's son
    And when his daddy would visit he'd come along
    When they gathered 'round and started talkin'
    That's when Billy would take me walkin'
    Out through the back yard we'd go walkin'
    Then he'd look into my eyes
    Lord knows, to my surprise

    The only one who could ever reach me
    Was the son of a preacher man
    The only boy who could ever teach me
    Was the son of a preacher man
    Yes, he was, he was, ooh, yes, he was
    Πρέπει να το λέω πολύ καλά, γιατί αν κρίνω από τις αντιδράσεις του κόσμου, φαίνεται να το καταδιασκεδάζει. Ο Μάριος μου χαμογελάει και πιάνει το στήθος του, στέλνοντάς μου και ένα φιλάκι. Κάνω ότι το πιάνω στον αέρα, και ακουμπώ κι εγώ το στήθος μου, κερδίζοντας ένα δυνατό “AWWW” από κάτω.

    How well I remember
    The look that was in his eyes
    Stealin' kisses from me on the sly
    Takin' time to make time
    Tellin' me that he's all mine
    Learnin' from each other's knowin'
    Lookin' to see how much we've grown

    The only one who could ever reach me
    Was the son of a preacher man
    The only boy who could ever teach me
    Was the son of a preacher man
    Yes, he was, he was, oh, yes, he was

    Το τραγούδι τελειώνει και το χειροκρότημα αυτή τη φορά είναι ακόμα πιο δυνατό από το Venus. Κάνω και πάλι μια βαθιά υπόκλιση και στέλνω φιλάκια στους νεοαποκτηθέντες θαυμαστές, και επιστρέφω στο τραπέζι, αρχικά για μια δεύτερη λαρυγγοσκόπηση από το Μάριο, και έπειτα για τα συχαρίκια.

    - «Μωρό μου, θέλεις να πούμε ένα μαζί;» τον ρωτάω σιγανά, γιατί αν ακουστεί να τον λέω ‘μωρό μου’ θα με τρολλάρουν μέχρι να πεθάνει ο Highlander.
    - «Αμέ!» μου λέει χαμογελαστά. «Ποιο;»
    - «Το “The Chain,”» του απαντάω και φυσικά το πιάνει, έχουμε συζητήσει εκτεταμένα στο παρελθόν αυτή τη σκηνή στο πάρτι.
    - «Θέλουμε και τρίτο,» μου λέει, δίκιο έχει.
    - «Κατερίνα, θα πούμε το chain,» της λέω.
    - «Προς τι το πρώτο πληθυντικό;»
    - «Γιατί θα το πούμε οι τρεις μας!» της απαντάω.
    - «Ωχ Παναγία μου!» κάνει, αλλά δεν αρνιέται, η Κατερίνα δεν είναι από αυτές που αφήνουν challenges αναπάντητα. «Και πώς θα το πούμε;»
    - «Προτείνω εγώ με το Μάριο να λέμε τους στοίχους κι εσύ να κάνεις τις επαναλήψεις, και στο τέλος όλοι μαζί. Εγώ θα λέω το “and if you don’t love me now you will never love me again,” και εσύ θα επαναλαμβάνεις το “never break the chain”. Στο τέλος οι δυο μας θα λέμε μαζί το “chain keep us together” και ο Μάριος θα λέει το “running in the shadows.”»
    - «Μωρή θα μας πετάξουν σάπια λάχανα!»
    - «Ενώ ας πούμε τώρα τραγουδάνε οι Bangles» της λέω, καθώς μια κοριτσοπαρέα δολοφονεί το “Walk like an Egyptian.”
    Πάω να το ζητήσω,» μας λέει ο Μάριος και επιστρέφει μετά από δύο λεπτά. «Το έχει, είμαστε οι επόμενοι.»

    Οι Wannabe Bangles τελειώνουν με χειροκρότημα, γιατί μπορεί από φωνή να μην το είχαν, αλλά κάνανε και χορευτικό και είχαν απίστευτη φάση.

    - «Θα σας θυμόμαστε με αγάπη,» μας τρολλάρει η υπόλοιπη παρέα. «Ή, και όχι!» συμπληρώνουν. Κάνε φίλους, σου λέει!

    Ανεβαίνουμε και οι τρεις στη σκηνή και πέφτουν οι πρώτες νότες, κερδίζοντας ένα παρατεταμένο “AWWWW” από κάτω, καθώς το τραγούδι είναι και πασίγνωστο και δύσκολο. Δύσκολο όχι γιατί απαιτεί φοβερά φωνητικά, αλλά γιατί χρειάζεται πολύ καλό συγχρονισμό. Και ο Μάριος και η Κατερίνα διαθέτουν εξαιρετικές φωνές, αν και του Μάριου είναι λίγο πιο μπάσα απ’ ότι απαιτεί το τραγούδι. Αν τα καταφέρουμε στο συγχρονισμό έχουμε ελπίδες να μη γίνουμε τελείως ρόμπες.

    Καλά, χεστήκαμε κιόλας, εδώ που τα λέμε. Είμαι ήδη στο τρίτο White Russian, κι εγώ δε θέλω και πολλά-πολλά για να γίνω κουδούνι. Και άλλωστε για το χαβαλέ μας ήρθαμε εδώ, όχι για να κάνουμε δοκιμαστικό με τη Sony, να πούμε.

    Ξεκινάμε μαζί με το Μάριο.

    Listen to the wind blow, watch the sun rise.
    Run in the shadows, damn your love, damn your lies.

    Μετά συνεχίζω μόνη μου.

    And if you don’t love me know, you will never love me again
    I can still hear you sayin’ “You will never break the chain”

    Και μπαίνει και η Κατερίνα.

    You will never break the chain

    And if you don’t love me know, you will never love me again
    I can still hear you sayin’ “You will never break the chain”
    Never break the chain.

    Σκίσαμε, αυτό έχω να πω, κάποιοι από τους θαμώνες μάλιστα σηκώθηκαν και χειροκροτούσαν όρθιοι, και παρόλο το τρολάρισμα, το ίδιο έκαναν και ο Βαγγέλης και η Κλαίρη και ο Θανάσης.
    Ξέρετε ποιος με άφησε μαλάκα; Ο Θανάσης. Ζήτησε και τραγούδησε το Μαχαίρι, και το είπε τόσο καλά που θα χειροκροτούσε όρθιος μέχρι και ο Παπακωνσταντίνου. Εκεί αποφασίζω ότι πριν κάνω τη δεύτερη αφιέρωση στο Μάριο, θέλω να τραγουδήσω, αν τα έχει, το αγαπημένο τραγούδι της μητέρας μου και το αγαπημένο τραγούδι του πατέρα μου.

    Πάω και πάλι στο DJ. «Σαν τα χιόνια,!» μου κάνει χαβαλέ.
    - «Ναι, χαθήκαμε! Θέλω να πω τρία τραγούδια, αν τα έχεις.»
    - «Ελληνικά;»
    - «Ναι Ελληνικά. Το τρίτο δεν ταιριάζει ακριβώς για βραδιά καραόκε, είναι τρολάρισμα στο αγόρι μου που θα τον σφάξει στο γόνατο ο πατέρας μου που του αποπλάνησε την κόρη.»

    O DJ με κοιτάζει από την κορυφή μέχρι τα νύχια, και αυτή τη φορά στέκεται στο μπούστο μου πολύ παραπάνω απ’ όσο θα έπρεπε.

    - «Αλλά μπορεί να συμπεριλάβω και εσένα στην αφιέρωση,» του κάνω μισό-αστεία, μισό-σοβαρά, «μόνο που εσύ θα έχεις την τιμή να πας από τα δικά μου χεράκια, αν συνεχίσεις να με κοιτάς έτσι,» και βάζει τα γέλια σηκώνοντας τα χέρια ψηλά.
    - «Έχεις τη Fata Morgana?»
    - «Το έχω!» μου λέει ψάχνοντας τα κιτάπια του.
    - «Πρώτο αυτό. Μετά θέλω το βρέχει πάλι απόψε, το έχεις;»
    - «Το έχω και αυτό!» μου απαντάει μετά από λίγη ώρα.
    - «Και το τρίτο, η αφιέρωση, είναι ο Λεβέντης!»
    - «Ο Λεβέντης;» με ρωτάει με γουρλωμένα μάτια.
    - «Όχι αυτός του καναλιού 67,» του λέω κάνοντας χαβαλέ. «Του Θεοδωράκη, το είχε τραγουδήσει η Δημητριάδη!»
    - «Ναι, κατάλαβα ποιο λες. Τι να σου πω ρε παιδάκι μου, δώσε μου να ψάξω, δε νομίζω να το έχω, πάντως. Ποιος τραγουδάει Θεοδωράκη σε καραόκε;»
    - «Εγώ!» τον διαβεβαιώνω και χαχανίζει για μερικές στιγμές. Ψάχνει τα κιτάπια του, και προς δική μου χαρά—και δική του έκπληξη—το έχει και αυτό.
    - «Κοίτα να δεις…» μουρμουράει μόνος του.
    - «Ωραία, μην τα ξεκινήσεις αμέσως, θέλω πριν να κάνω και τις αφιερώσεις μου!»
    - «Εντάξει,» μου απαντάει. «Ωραία, έχω άλλους δύο που έχουν σειρά, μετά είσαι εσύ,» μου λέει και μετά συνεχίζει να μουρμουράει μόνος του. «Άκου Θεοδωράκης σε καραόκε, έζησα να το δω κι αυτό…»

    Επιστρέφω στην παρέα μου και γυρίζω προς το Μάριο: «Θα την έχεις και τη δεύτερη αφιέρωσή σου, ποιος τη χάρη σου!»

    Τρίτη λαρυγγοσκόπηση. Πάμε παρακάτω.

    Περιμένω υπομονετικά να έρθει η σειρά μου και ανεβαίνω και πάλι στο stand, και αυτή τη φορά τα χειροκροτήματα πέφτουν πριν καν ξεκινήσει η μουσική.

    - «Το πρώτο είναι για τη μαμά μου!» κάνω, και κερδίζω ακόμα ένα AWWW, ενώ πέφτουν και οι πρώτες νότες. Αρχίζω να τραγουδάω.

    Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
    Στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου,
    Σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο, Αλγερινό,
    Που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.

    Πουθ’ έρχεσαι; Από τη Βαβυλώνα.
    Πού πας; Στο μάτι του Κυκλώνα;
    Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
    Πώς την λεν; Fata Morgana.

    Δίνω τον καλύτερό μου εαυτό. Είναι δύσκολο κομμάτι, όχι μόνο γιατί έχει ψηλές νότες, αλλά γιατί χρειάζεται πραγματικό συναίσθημα για να το αποδώσεις, αλλά ως το αγαπημένο τραγούδι της Άννας για μένα δεν ήταν δύσκολο το συναίσθημα. Και πάλι έπεσε δυνατό χειροκρότημα, αλλά αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που με απασχολούσε. Ο Μάριος είχε δακρύσει ακούγοντάς με, και ήταν και το μόνο που πραγματικά μετρούσε για μένα.

    - «Και τώρα για τον πατέρα μου» κάνω, και λίγη ώρα αρχίζω να τραγουδάω και πάλι με όλο μου το σκέρτσο, προσπαθώντας να μιμηθώ τη Μαβίλη. Το τραγούδι αυτό δεν είναι απλά το αγαπημένο του πατέρα μου, από πίσω του έκρυβε ολόκληρη ιστορία. Η μητέρα μου ήταν—και ακόμα δηλαδή είναι—πολύ όμορφη γυναίκα, στα νιάτα της να φανταστείτε ότι την αποκαλούσαν “η Πενταγιώτισσα.” Την είχε ερωτευτεί κόσμος και κοσμάκης αλλά ο Ηλίας ήταν αυτός που την κέρδισε.

    Από κάτω ακούω σφυρίγματα και επιδοκιμασίες, και όπως έχω γίνει και κουδούνι από τα ποτά, είναι σχεδόν Νιρβάνα!

    Βρέχει πάλι απόψε στα σπιτάκια τα φτωχά
    Κι όμως στη δική σου τη γωνιά είναι ζεστά
    Έχεις λησμονήσει την αγάπη τη παλιά
    Βρέχει πάλι απόψε στη μικρή τη γειτονιά

    Κάποιος περνάει απ' το σπίτι σου μπροστά
    Κάποιος περνάει απ' το σπίτι σου μπροστά
    Στέκει και κλαίει στη γωνιά
    Έχει στο στήθος, της αγάπης τη φωτιά
    Στα χείλη του τη παγωνιά
    Η τρίτη στροφή ήταν λες και ήταν γραμμένη για τη μητέρα μου. Την Άννα που έκαιγε ανδρικές καρδιές και που ερωτεύτηκε τον Ηλία και από τότε δεν είχε μάτια για κανέναν άλλον.

    Έλαμπες σαν άστρο στη μικρή σου την αυλή
    Κι ήσουν για τ' αγόρια μια ολόγλυκια πληγή
    Τώρα το σκοτάδι πέφτει αργά στη γειτονιά
    Έχεις λησμονήσει την αγάπη τη παλιά

    Κάποιος περνάει απ' το σπίτι σου μπροστά
    Στέκει και κλαίει στη γωνιά
    Έχει στο στήθος της αγάπης τη φωτιά
    Στα χείλη του τη παγωνιά

    Το χειροκρότημα είναι ακόμα πιο δυνατό αυτή τη φορά και βρίσκομαι να πετάω στον ουρανό.

    - «Το επόμενο τραγούδι είναι λίγο ασυνήθιστο, για βραδιά καραόκε, αλλά please bear with me. Εξαιρετικά αφιερωμένο στο αγόρι μου» λέω και δείχνω θεατρικά το Μάριο «που θα τον αφαλοκόψει ο πατέρας μου που του διέφθειρε την κόρη, την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη...» Όλοι σκάνε στα γέλια, και μετά πέφτουν και οι πρώτες νότες και τα γέλια γίνονται ακόμα πιο δυνατά. “Avanti Maestro” λέω στο μικρόφωνο, κερδίζοντας ακόμα ένα γύρο δυνατού γέλιου.

    Σαν τον αετό φτερούγαγε στη στράτα
    Τον καμαρώνει η γειτονιά στα παραθύρια
    Με χαμηλά τα πράσινα τα μάτια
    Λεβέντης εροβόλαγε
    - «Μαύρα λέει το τραγούδι!» μου λέει κάποιος από κάτω, και ακούγονται δυνατά γέλια.
    - «Είναι πρασινομάτης, τι να τον κάνω;» απαντάω κάνοντας τα γέλια που ακούγονται ακόμα πιο δυνατά. Θεοδωράκης ξε-Θεοδωράκης από κάτω γίνεται της μουρλής από τα γέλια όταν φτάνω στην επίμαχη στροφή:

    Ποιος κατεβαίνει, σήμερα στον Άδη
    Ποιον κουβεντιάζει η γειτονιά κι ανανταριάζει;
    Γιατί βουβά είναι τα βουνά και οι κάμποι;
    Λεβέντης εροβόλαγε.

    Εντάξει, από κάτω γίνεται της πουτάνας, πραγματικός πανζουρλισμός, χειροκροτάνε και γελάνε. Θα έχουν να το λένε, Θεοδωράκης σε καραόκε. Μετά την τέταρτη λαρυγγοσκόπηση, παίρνει σειρά η Κλαίρη και μας τραγουδάει τη μεθυσμένη πολιτεία. Το λέει πάρα πολύ όμορφα, κερδίζοντας και εκείνη ένα δυνατό χειροκρότημα. Μετά ανεβαίνει ο Βαγγέλης και το ρίχνει στο χαβαλέ.

    - «Διαθήκες κάνατε;» ρωτάει και από κάτω βάζουν τα γέλια, που γίνονται ακόμα πιο δυνατά όταν αρχίσει να τραγουδάει—διόρθωση, να δολοφονεί φρικιαστικά με τρόπο που θα έκανε τον Jason Voorhees να μοιάζει με αδαή ερασιτέχνη—το “Η ζωή εδώ τελειώνει!”

    Η ζωή συνεχίστηκε, πάντως, έστω και χωρίς ακοή!

    Ρώσικη ρουλέτα …with a twist
    Τελικά κατά τις μιάμιση το διαλάμε, κατά πως φαίνεται εγώ και ο Μάριος δεν είμαστε οι μόνοι που θέλουμε να ξεμοναχιαστούμε. Δίνουμε ραντεβού την άλλη μέρα το πρωί στα Λιμανάκια, ο Βαγγέλης θα πάει με δικό του αυτοκίνητο με την Κλαίρη γιατί το απόγευμα κάπου έχουν να πάνε οι δυο τους, οπότε θέλουν να μπορούν να φύγουν νωρίτερα. Το τρίο Stooges θα πάει μαζί στα Λιμανάκια και εκεί θα μας βρει και ο Θανάσης. Αντί να βγούμε Εθνική από Κρυονέρι, ο Μάριος στρίβει πιο πριν.

    - «Πού με πας, σάτυρε;» τον ρωτάω.
    - «Σε αυτό δεν έχουμε ξαναπάει!» μου λέει εννοώντας ένα 3X που είχαμε δει στον παράδρομο της Εθνικής καθώς ανεβαίναμε Άγιο Στέφανο.

    Η αλήθεια είναι ότι οι “γαμιστρώνες”, όπως τους λέει ο Μάριος, έχουν το χαβαλέ τους, και σίγουρα είναι απείρως πιο βολικοί από το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Κάφροι και οι δυο μας, πολλές φορές αντί να κάνουμε αυτό για το οποίο πήγαμε, αναλώναμε το χρόνο μας να σχολιάζουμε ζευγάρια που βλέπαμε στην αναμονή, και μετά τρεχάτε ποδαράκια μου.

    Αποτέλεσμα, «επειδή βιαζόμαστε» να με κοπανάει, συνήθως στα τέσσερα, στα χταπόδι για να μαλακώσω, πού σε πονεί και πού σε σφάζει, δηλαδή. Από την άλλη, έχοντας ανακαλύψει ότι μας αρέσει το …ας το πούμε άγριο σεξ, δεν το κάνουμε και θέμα. Μέχρι και σύνεργα πήγαμε και πήραμε, μαζί με τον τρίτο κάφρο της παρέας, την Κατερίνα.

    Εντάξει, στο sex shop που είχαμε πάει κοντά στην ομόνοια, δε μας έμειναν νεφρά από τα γέλια με αυτά που είδαμε. Εκεί ανακάλυψα μάλιστα ότι τα προφυλακτικά βγαίνουν και σε γεύσεις, μόνο τζατζίκι δεν είχε να πούμε. Βέβαια στο χαβαλέ όλα αυτά καθώς προφυλακτικό χρησιμοποιούσαμε μόνο για σεξ, στοματικό του έκανα χωρίς. Πάντως και αυτό βοηθάει, γιατί αν έχουμε …πτώση ενώ το έχει φορέσει, ε προτιμότερο είναι η γεύση φράουλα ή κεράσι από το …καμένο λάστιχο.

    Κάποια στιγμή η Κατερίνα βλέπει ένα θεόρατο μαύρο dildo. «Α! Αυτό είναι σαν του Θανάση!» μας κάνει, και ο άλλος κάφρος δεν χάνει ευκαιρία.
    - «Τόσο μαύρο;» τη ρωτάει με deadpan ύφος αλλά η Κατερίνα είναι εξίσου ετοιμόλογη.
    - “Once you go black, you never go back!” του απαντάει σαν να είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. «Με ζόρισε στις αρχές-αρχές…»¨
    - «Αλλά τώρα ανοιχτοί ορίζοντες!» πετάει ο Μάριος κάνοντάς μας και τις δύο να πνιγούμε στα γέλια.
    - «Α, εμένα το μωρουλίνι μου—η Κατερίνα είναι η μόνη μπροστά στην οποία κάνω ανοιχτά γλυκουλινιές στο Μάριο—δε με ζόρισε καθόλου!»

    Και αρχίζω το τρολάρισμα κάνοντας το Μάριο κόκκινο.

    - «Είναι μικρή και τριανταφυλλένια! Μικρή, τριανταφυλλένια» του λέω τραγουδιστά, και η Κατερίνα, παρόλο που μεταξύ μας τα λέμε όλα, άρα ξέρει για τον κολλητό της ανατομικές λεπτομέρειες που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα γνώριζε, βάζει τα γέλια.
    - «Άχου το μωρέ, γούτσου-γούτσου!» του κάνει, ενώ ο Μάριος, ακόμα πιο κόκκινος, παρακαλεί μέσα του να ανοίξει η γη να τον καταπιεί!

    Απλή ωμή καφρίλα και δε θα το άλλαζα για τίποτα στον κόσμο. Και να λέω πάλι καλά, γιατί έτσι όπως του αρέσει το από πίσω, αν ήταν σαν του Θανάση, θα μου είχε κάνει το κωλαράκι μου σπηλιά του Αλή Μπαμπά με τους σαράντα κλέφτες και δυο τρεις διμοιρίες των ΜΑΤ, μαζί με τις κλούβες τους.

    Στο ξενοδοχείο γίνεται της μουρλής. Σαββατόβραδο σήμερα, λογικό είναι να έχει πελατεία. Περιμένουμε σε ένα σαλονάκι υπομονετικά τη σειρά μας, και μιας και έχουμε ζητήσει το extra special, με το τζακούζι—λύσσα κακιά που τον έχει πιάσει με δαύτο—θα περιμένουμε λιγότερο. Στο μπαρ/σαλονάκι παίζει σκυλάδικα του κερατά, από αυτά που σε κάνουν να λες Βαγγέλης και πάλι Βαγγέλης, τουλάχιστον με δαύτον μουδιάζουν και οι αισθήσεις για αυτοπροστασία.

    Εντωμεταξύ είναι ένας τυπάς με δύο κοπέλες και χαριεντίζονται και οι τρεις μεταξύ τους και πιάνω το Μάριο να τους κοιτάζει καλά-καλά.

    - «Μη γλείφεσαι, θα σου σπάσω το κεφάλι!» του κάνω και γυρίζει και με κοιτάζει πανικόβλητος. «Και μη μου αρχίσεις τα αγάπη μου δεν είναι αυτό που νομίζεις! Όχι απλά είναι αυτό που νομίζω, αλλά μάλλον έχει και άλλα που ούτε καν τα έχω σκεφτεί!»
    - «Όχι εγώ…»
    - «Οχιά δημούτσουνη!» του κάνω με όλη μου την τρυφερότητα.
    - «Μα για την επιστήμη αναρωτιέμαι!» προσπαθεί να δικαιολογηθεί.
    - «Επιστήμη θέλεις πουλάκι μου; Πώς σου φαίνεται η μέτρηση ζαχάρου τη στιγμή που θα στον κόβω με νυχοκόπτη;» τον ρωτάω και ξεροκαταπίνει, δεν είναι σίγουρος ότι αστειεύομαι και—μεταξύ μας—καλά κάνει.

    Saved by the bell, μας φωνάζουν ότι είναι η σειρά μας και αφού παίρνουμε το κλειδί και πάμε πάνω. Κοντεύει δύο, και παρόλο που το δωμάτιο μπορούμε να το κρατήσουμε τρεις ώρες, στον Ηλία του είχα πει το πολύ μέχρι τις τέσσερις και φροντίζω πάντα να είμαι ακριβής στην ώρα που τους έχω πει ότι θα επιστρέψω. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα σκεφτεί το ενδεχόμενο της …ενδιάμεσης στάσης, αλλιώς θα του είχα πει πιο αργά.

    Μπαίνουμε στο δωμάτιο και το πρώτο πράγμα που πάει να κάνει είναι να ανοίξει το τζακούζι να γεμίσει, και μιας και αυτό θα πάρει λίγη ώρα ξεκινάμε τα προκαταρκτικά. Γυρίζει και με παίρνει αγκαλιά σφιχτά και με φιλάει βαθιά. Πλέκω το χέρι μου στα μαλλιά του, πίσω από το κεφάλι του και σχεδόν λιώνω στην αγκαλιά του. Σταματάει το φιλί και με γυρνάει αργά να του έχω πλάτη και μετά τα χέρια του αρχίζουν και ταξιδεύουν πάνω στο κορμί μου ενώ ταυτόχρονα με φιλάει στο σβέρκο, κάνοντάς με να ανατριχιάσω ολόκληρη.

    Τα χέρια με χαϊδεύουν πρώτα στους ώμους μου, μετά στα πλευρά μου, και μετά τα φέρνει μπροστά μου και μου χαϊδεύει το στομάχι που είναι γυμνό κάτω από το top. Στέκεται εκεί για μερικές στιγμές, και ανεβάζει τα χέρια του προς τα πάνω αγκαλιάζοντας και τα δυο μου στήθη πάνω από τη μπλούζα. Παρόλο που το πρωί αγόρασα σετ εσώρουχων, το σουτιέν δεν πήγαινε με αυτό το τοπ, οπότε το φόρεσα χωρίς. Μου σηκώνει τη μπλούζα και σηκώνω ψηλά τα χέρια μου για να τον βοηθήσω να μου τη βγάλει.

    Σκύβει και πάλι και με πιπιλάει και με δαγκώνει ανάλαφρα στο σβέρκο ενώ και με τα δυο του χέρια μου μαλάζει τα στήθη, πότε-πότε τσιμπώντας απαλά τις ρώγες μου που έχουν πετρώσει από τον ερεθισμό μου. Το νιώθω, είμαι μούσκεμα κάτω. Με σφίγγει λίγο πιο δυνατά και μου ξεφεύγει ένα “Αχ”, μείξη πόνου και καύλας. Πού να το είχα φανταστεί ποτέ ότι ήμουν παθητική αλγολάγνος; Με το Μάριο το ανακάλυψα, και μιας και αυτός είναι από τη μεριά του ενεργητικός, κουμπώσαμε τέλεια.
    ~.~
    Στο sex shop είχαμε πάει ακριβώς για να αγοράσουμε τέτοια παιχνίδια, για την ακρίβεια paddle και βίτσα. Ειρωνικό δεν είναι; Στο δημοτικό είχαμε ένα δάσκαλο που βάραγε με το χάρακα στα χέρια για τιμωρία, η μόνη στην οποία δεν τόλμησε να το κάνει ποτέ αυτό ήταν σε μένα. Αφενός ούσα η καλύτερη μαθήτρια δεν έδινα αφορμές στο μάθημα, και αφετέρου την πρώτη φορά που πήγε να γίνει αυτό, του είπα στην ψύχρα πως αν το κάνει αυτό, ο πατέρας μου θα τον φυτέψει. Γούρλωσε τα μάτια του, ωστόσο δεν με χτύπησε με το χάρακα. Φώναξε αντιθέτως τους γονείς μου να τους παραπονεθεί ότι αντιμιλάω, κι εκεί έγινε το έλα να δεις.

    - «Δεν σας αντιμίλησα, σας εξήγησα πως αν με χτυπήσετε με το χάρακα, θα το πω στον πατέρα μου και στην καλύτερη θα σας κόψει το χέρι σύριζα.»
    Ο πατέρας μου με κοιτάει γουρλώνοντας τα μάτια. «Τι πράγμα;»
    - «Είδατε πως μιλάει;» τον ρωτάει ο δάσκαλος.
    - «Εσένα ρώτησα!» του λέει στην ψύχρα ο πατέρας μου, κόβοντας τον πληθυντικό. «Απείλησες την κόρη μου ότι θα σηκώσεις χέρι ΠΑΝΩ ΤΗΣ;» τον ρωτάει, τονίζοντας τις δύο τελευταίες λέξεις, και ο άλλος χάνει το χρώμα του.
    - «Μα…» πάει να πει αλλά ο πατέρας μου δε σηκώνει κουβέντα.
    - «Βάλ’τη να γράψει 1000 φορές τη φράση “δε θα είμαι άτακτη”. Αλλά χέρι που θα σηκωθεί πάνω της, θα το κόψω σύριζα, έγινα κατανοητός;»

    Έγινε. Και δεν γλίτωσα μόνο εγώ, γλίτωσαν και οι υπόλοιποι. Ψεύτρα μην είμαι, μεγαλώσαμε σε διαφορετική εποχή, με διαφορετική αντίληψη περί τιμωρίας. Έχω φάει σκαμπίλι και ξυλιές στον κώλο και από τον πατέρα μου και από τη μητέρα μου—δεν ήμουν και το υπόδειγμα ήσυχου παιδιού, Ταρζάν με ανέβαζαν, Τσίτα με κατέβαζαν. Αυτό ωστόσο ήταν ένα, το να σηκώσει κάποιος ξένος—ακόμα και δάσκαλος—χέρι πάνω μου ήταν άλλο, εκεί ποιος τους έβλεπε και δεν τους φοβόταν.

    Και να που ανακάλυψα ότι με το Μάριο μου άρεσε να τις τρώω στα μεριά μου, με το χέρι, με paddle, με βίτσα, μέχρι και με ζώνη! Φυσικά η μόνη εκτός του Μάριου που τα ήξερε όλα αυτά ήταν η Κατερίνα, που όταν της είχα πει για την πρώτη φορά που έγινε spanking με είχε κοιτάξει σαν εξωγήινη. Βέβαια από εκεί και πέρα έγινε η γνωστή Κατερίνα.

    - «Σ’ αρέσει παιδάκι μου;»
    - «Ναι, τι λέμε!»
    - «Ε, τότε τι κάνεις σαν να σε πιάσαμε στα πράσα με το χέρι στο βάζο με τα μπισκότα;»
    Ένα δίκιο το είχε.
    ~.~
    Επιστρέφω στο παρόν έχοντας μείνει μόνο με το κάτω εσώρουχο και το Μάριο να έχει σκύψει από πίσω μου και να μου έχει χουφτώσει και τους δυο μου γλουτούς, κάνοντάς τους ερωτική εξομολόγηση με τέτοια ευγλωττία που με πιάνουν τα γέλια· και είναι και φοβερός γλωσσοπλάστης τρομάρα του! Που πάει και τα σκέφτεται;

    - «Μα δεν είναι κώλος αυτό, είναι ποίηση, είναι η απόδειξη ότι υπάρχει Κάλλος στο σύμπαν!»
    - «Στο κεφάλι σου έχεις κάλους!» του απαντάω εγώ, αλλά αυτός συνεχίζει απτόητος. «Ακούς εκεί να γλείφεσαι στο σαλόνι!»
    - «Μα σου εξήγησα, για την επιστήμη!»
    - «Ναι, τότε για την επιστήμη κι εγώ έπρεπε να αφήσω τον DJ να θαυμάζει το μπούστο μου!» του λέω και ξυπνάει!
    - «Τι έκανε λέει;»
    - «Ζηλεύουμε;»
    - «Κοίταζε στο μπούστο σου, ο τοξοκρόταλος; Ο γύπας; Ο αιδιολάγνος;» μου λέει και αρχίζω και τραντάζομαι από τα γέλια. «Κοίταζε τα βυζιά σου, ο παπαλούτσαρδος, ο ηλιθιόσαυρος, ο μουνοκαρτέρης, ο μοναχογαμιάς, ο λαχταρομούνης, κι εσύ τον άφησες;»
    - «Για την επιστήμη μωρό μου, για την επιστήμη!» κατορθώνω με τα πολλά να του απαντήσω, καθώς νόμιζα ότι θα κατουρηθώ από τα γέλια.
    - «Άτιμη, θα σε σφάξω!»
    - «Δε θα με σουβλίσεις;» του πετάω τη σπόντα.
    - «Σε τρώει το φαντασμαγορικό κωλαράκι σου μωρό μου;» με ρωτάει και αντί απάντησης του τον κουνάω προκλητικά, και χάφτει το δόλωμα σα χάνος. Η πρώτη πέφτει αλλά είναι αρκετά σιγανή.
    - «Πού να ήσουν και νηστικός!» τον τσιγκλάω και η δεύτερη είναι αρκετά πιο δυνατή.

    Ήταν να μην το πάρω απόφαση ότι μ’ αρέσει, από τη στιγμή που το πήρα, μισές δουλειές θα κάνουμε; Βέβαια αύριο έχει και μπάνιο με τους άλλους και επειδή δεν είμαστε να γίνουμε θέαμα, φροντίζει απλά να πάει μέχρι έντονο κοκκίνισμα, παρά που μεταξύ μας εγώ το ήθελα πιο δυνατό. Και μετά θυμάμαι το τζακούζι και μουτζώνομαι, το είχα ξεχάσει αυτό! Η αίσθηση του πολύ ζεστού νερού μετά το spanking, δεν το λες και nirvana.

    - «Άτιμο γύναιο! Μεσσαλίνα! Λουκριτία Βοργία,» το χαβά του αυτός. «Ζήτα ταπεινά γονατιστή συγνώμη!»
    - «Για τη συγνώμη θες να γονατίσω,» τον πειράζω και τρώω ακόμα μία στα μεριά που με κάνει και χαχανίζω.
    - «Και για τη συγνώμη!»

    Τυπικό αγοράκι, κάν’του πίπα και παρ’του την ψυχή. Όχι ότι με αφήνει μετά παραπονεμένη, φωτιά θα πέσει να με κάψει, γραμματόσημο θα με κάνει ο καλός μου! Και, όχι τίποτε άλλο, αλλά εσχάτως έχει ξυπνήσει για τα καλά μέσα του ο ποδολάγνος και όταν λέμε από την κορυφή μέχρι τα νύχια, το εννοούμε.

    Όπως και να έχει γονατίζω και τον παίρνω στο στόμα μου, και με τα πολλά έχω μάθει να τον παίρνω όλο μέσα, κάνοντας το Μάριο να ζει τη Νιρβάνα του. Καλά το λένε, τελικά το μέγεθος μετράει. Στη σκέψη βάζω ένα γελάκι και πνίγομαι και σταματάω, και με κοιτάζει καχύποπτα.

    - «Έχει και τα καλά του να είναι μικρή και τριανταφυλλένια!» του λέω ζορίζοντας την τύχη μου.
    - «Ορίστε, στο τέλος θα μου προκαλέσει κόμπλεξ!» μου γκρινιάζει.
    - «Όχι μωρό μου, μια χαρά είναι! Νομίζω δηλαδή, σάμπως έχω δει και άλλον;» τον πειράζω και τον ξαναπαίρνω στο στόμα μου.
    - «Θέλεις να πειραματιστούμε, μωρό μου;» με ρωτάει και σταματάω.
    - «Θεωρείς ότι είναι καλή ιδέα να μου τα λες αυτά την ώρα που τον έχω στο στόμα μου;» του λέω και σκάει στα γέλια.
    - «Έχω μια καταπληκτική ιδέα,» μου λέει και βάζει τα γέλια μοναχός του, ενώ εγώ, γονατιστή ακόμα σταματάω και τον κοιτάω καχύποπτα.
    - «Τι είδους ιδέα;» τον ρωτάω σε τόνο “πρόσεξε τι θα πεις, είσαι μια δαγκωνιά μακριά από το να μην γνωρίσεις ποτέ απογόνους.”
    - «Παραλλαγή της ρωσικής ρουλέτας! Glory holes, σαν αυτά που βλέπαμε στις τσόντες, αλλά πίσω από μία από αυτές κρύβεται κανίβαλος!»

    Εντάξει, πρέπει να έβαλα τα κλάματα από τα γέλια αφήνοντας την πίπα στη μέση. Πραγματικά, μ’ έπιασαν τα πλευρά μου. Όταν με τα πολλά κατάφερα να βρω τις ανάσες μου με πήρε από το χέρι και αφού τσιτσιδωθήκαμε τελείως, μπήκαμε στο τζακούζι, το οποίο ήταν μεγάλο και στρογγυλό. Ο Μάριος κάθισε σαν πασάς στα Γιάννενα και κάνοντάς μου νόημα, πήγα και κάθισα ανάμεσα στα ανοιχτά του πόδια, ξαπλώνοντας προς τα πίσω.

    - «Δεν πιστεύω να πήρες στα σοβαρά ότι θέλω να πειραματιστώ με άλλες, έτσι;» με ρωτάει, αυτή τη φορά είναι σοβαρός.
    - «Όχι, μωρό μου, χαβαλέ έκανα κι εγώ. Και όσο για το άλλο που σε δουλεύω, μια χαρά είναι στο μέγεθος ο μικρός Μάριος!»
    - «Ορίστε, πάλι μικρό τον είπε!» μου λέει, και βάζω τα γέλια με τη γκάφα μου.
    - «Δε σε αλλάζω με κανέναν,» τον διαβεβαιώνω. «Κι έπειτα, σ’ αγαπάω, σ’ εκτιμάω, αλλά αν είχες μαρτζαφλάρι σαν κι αυτό που είδαμε στο sex shop, θα συνέχιζες να κάνεις λαμπρή καριέρα ως μαλάκας!»
    - «Η Κατερίνα άλλα λέει!»
    - «Ναι, αλλά η Κατερίνα δεν κάνει στο Θανάση τα κόλπα που σου κάνω εγώ!»
    - «Ναι, καλά, λες και είναι η Αγνή του Θεού να πούμε! Ρε, αυτή σε καφρίλα μέχρι και στο Νίκο ρίχνει στ’ αφτιά!»
    - «Μπορεί, αλλά στο συγκεκριμένο έχει ακόμα ψωμιά, και με το μέγεθος που έχει ο Θανάσης, δεν την αδικώ. Οπότε μια χαρά είσαι, ούτε του παππά!»

    Αν και τα μεριά μου καίνε και το σχεδόν καυτό νερό στο τζακούζι δε βοηθάει ιδιαίτερα, χαλαρώνω στην αγκαλιά του κλείνοντας τα μάτια μου. Ο Μάριος με κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά του, και παρόλο που νιώθω τον ερεθισμό του—πίσω μου σ’ έχω Σατανά—το χάδι του είναι απαλό, τρυφερό. Αυτή τη φορά δε με χουφτώνει, όπως είναι η αγαπημένη του συνήθεια όταν καθόμαστε έτσι, απλά με χαϊδεύει αφηρημένα, με τα δάχτυλά του να διαγράφουν γραμμές πάνω στα στήθη μου και την κοιλιά μου.

    - «Μπίλι, να σε ρωτήσω κάτι;»
    - «Να με ρωτήσεις, μωρό μου.»
    - «Μη θυμώσεις όμως.»
    - «Δε βοηθάς, έτσι όπως το θέτεις,» του απαντάω και φεύγοντας από την αγκαλιά του κάθομαι κι εγώ καθιστή για να τον βλέπω.
    - «Μην πάει ο νου σου στο κακό… απλά με τρώει κάτι.»
    - «Τι;»
    - «Θα σου φανεί ανόητο…»
    - «Τότε γιατί να θυμώσω;»
    - «Γιατί είναι κατά βάση αδιακρισία!»
    - «Δε θα θυμώσω, αλλά δε θα σου απαντήσω για την Κατερίνα!»
    - «Ε;» μου λέει με γνήσια απορία. «Εσένα αφορά! Ρε Μπίλι…»
    - «Συγνώμη μωρό μου,» λέω μουτζώνοντας τον εαυτό μου που βιάστηκα να βγάλω συμπεράσματα. «Αν αφορά εμένα ρε Μάριε, τι αδιακρισίες και αηδίες είναι αυτά που μου λες; Λες κι έχουμε μυστικά ο ένας από τον άλλον.»
    - «Δεν είναι μυστικό μωρέ… Ουφ, θα σε ρωτήσω, κι ότι βρέξει ας κατεβάσει. Με… με το Jean-Claude, πόσο είχατε προχωρήσει;»
    - «Έλα μωρέ Μάριε, αυτό ήταν και ανησύχησα;» τον ρωτάω ανακουφισμένη, και επιστρέφω και πάλι στην αγκαλιά του. «Όχι μακριά. Χαμούρεμα από πάνω και από κάτω χάδι, πάνω από το εσώρουχο, ως εκεί.»
    - «Πώς… πώς ήταν;»

    Η φωνή του είναι αβέβαιη, σχεδόν τρέμει, σαν να φοβάται την απάντηση που ο ίδιος ζήτησε. Γυρνάω προς το μέρος του και σηκώνω το βλέμμα μου, ψάχνοντας τα μάτια του. Το νερό του τζακούζι χαϊδεύει το δέρμα μας, οι φυσαλίδες ανεβαίνουν στην επιφάνεια σαν να προσπαθούν να καλύψουν τη σιωπή που απλώνεται ανάμεσά μας.

    - «Φοβερά έμπειρος,» του απαντάω ειλικρινά, χωρίς περιστροφές. Το βλέμμα του σκοτεινιάζει ανεπαίσθητα, όχι από θυμό—ο Μάριος δεν είναι τέτοιος—αλλά από μια ζήλια που δεν μπορεί να κρύψει. Ξέρω τι σκέφτεται, ξέρω πού τρέχει το μυαλό του, και πριν προλάβει να αφήσει τη φαντασία του να καλπάσει, συνεχίζω:
    - «Θυμάσαι που μερικές φορές έπαιρνα το χέρι σου και το έβαζα πάνω μου; Καταλάβαινα τι ήθελες να κάνεις, το σώμα μου στο έδειχνε με τις αντιδράσεις του, αλλά δεν τις καταλάβαινες. Στο τέλος έπαιρνα εγώ την πρωτοβουλία να σου δείξω ότι μ’ αρέσει αυτό που κάνεις.»

    Τα δάχτυλά μου χαϊδεύουν μηχανικά τον καρπό του. Νιώθω τους παλμούς του να ανεβαίνουν.

    - «Με το Jean-Claude… ήταν διαφορετικά. Ήξερε, μπορούσε να διαβάσει μέχρι ποιο βαθμό το απολάμβανα και σε ποιο σημείο άρχιζα να αισθάνομαι άβολα, και σταματούσε αμέσως.»

    Ο Μάριος ανασαίνει βαριά, το βλέμμα του καρφώνεται στα χείλη μου, αλλά δεν μιλάει αμέσως. Μελετάει τα λόγια μου, τα γυροφέρνει στο κεφάλι του, προσπαθεί να τα καταπιεί.

    - «Σαν… σαν εμπειρία;»

    Ο τόνος του είναι σχεδόν σιγανός, σαν να φοβάται ότι αν το πει δυνατά, η απάντησή μου θα αλλάξει.

    - «Όμορφη, πολύ όμορφη, δε με είχε αγγίξει ποτέ άνδρας με τέτοιο τρόπο.»

    Βλέπω τα χείλη του να σφίγγονται. Βάζω το χέρι μου στο μάγουλό του και τον αναγκάζω να με κοιτάξει.

    - «Όχι γιατί δεν υπήρχε, άντε μη σου σπάσω το κεφάλι!» του λέω και ένα αμήχανο χαμόγελο σπάει στο πρόσωπό του, έστω και για μια στιγμή. «Δεν συγκρίνεται μαζί σου, όμως.»
    Ανασηκώνει ελαφρώς τα φρύδια του. Είναι έτοιμος να με ρωτήσει “Γιατί;” αλλά τον προλαβαίνω.

    - «Θυμάμαι… θυμάμαι το πρώτο μας βράδυ στις πλάκες… τη γλώσσα σου στα στήθη μου και να έχω αρπάξει φωτιά ολόκληρη, να τρέμω. Ναι, ήταν όμορφο με τον Jean-Claude, αλλά όσο και αν μου είχε κάνει τα μυαλά πουρέ, δεν ήσουν εσύ. Το δικό σου φιλί, το δικό σου χάδι, το δικό σου άγγιγμα, δε συγκρίνεται με κανενός μωρό μου. Κανενός απολύτως.»
    Τα μάτια του γυαλίζουν. «Δε θύμωσες, έτσι;»
    - «Όχι, δε θύμωσα χαζούλη,» του λέω τρυφερά, σφίγγοντας την παλάμη του μέσα στη δική μου. «Αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να ζηλεύεις, ούτε τον Jean-Claude ούτε κανέναν άλλον. Για ποιον νομίζεις βρε μπούφο ότι έχω αφήσει μακρύτερα τα μαλλιά μου; Για ποιον νομίζεις ότι φόρεσα τη φούστα και το τοπ και το άβολο εσώρουχο; Νομίζεις ότι δεν μπορώ να δαγκώσω την Κατερίνα αν με πιέσει να κάνω κάτι που δε θέλω;»
    Τα δάχτυλά του χαϊδεύουν μηχανικά το μηρό μου κάτω από το νερό. «Για μένα το κάνεις;» με ρωτάει με σπασμένη φωνή.
    - «Εμ για ποιον, για το γείτονα;» του απαντάω χωρίς να σπάσω το βλέμμα μου από πάνω του. «Άκου Μάριε, η εμφάνισή μου είναι το τελευταίο πράγμα που με απασχολεί, και το ξέρεις. Δε θέλω να αναφέρονται σε μένα ως η όμορφη…»
    Τα δάχτυλά του ανεβαίνουν στο πρόσωπό μου και χαϊδεύουν το μάγουλό μου. «Το ξέρω μωρό μου,» μου λέει χαμηλόφωνα, διακόπτοντάς με.
    - «Όμως όταν είμαι μαζί σου το πράγμα αλλάζει. Θέλω να είμαι η όμορφη. Θέλω να είμαι η εντυπωσιακή. Όχι γιατί ζηλεύω μη δεις καμιά άλλη—που παρεμπιπτόντως αν το κάνεις θα σου κόψω τον κώλο, και όχι μόνο…» του λέω και βάζει τα γέλια, «αλλά γιατί θέλω να είμαι όμορφη για σένα.»
    Ακουμπάει το μέτωπό του πάνω στο δικό μου. «Και σακί με πατάτες να φορέσεις, δεν υπάρχει πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο από σένα, μωρό μου.»

    Νιώθω τα χέρια του να με σφίγγουν ακόμα πιο κοντά του.

    - «Θυμάσαι τότε που σου είχε πει ο Jean-Claude ότι είσαι η πιο όμορφη κοπέλα που είχε δει στη ζωή του; Θυμάσαι τι σου είχα απαντήσει; Δεν ήταν ο μόνος. Αλλά δε με νοιάζει, Μπίλι.»

    Η φωνή του χαμηλώνει, σχεδόν ψιθυρίζει.

    - «Για μένα θα ήσουν το πιο όμορφο κορίτσι στον κόσμο ακόμα και αν ήσουν η Βασιλειάδου. Ποτέ δε λογάριασα την εμφάνισή σου, δεν ερωτεύτηκα το ξωτικό, που έλεγε και ο Πολιτάκης. Το αλητάκι μου ερωτεύτηκα, τη Μπίλι που τρέχει σαν αέρας, που ντριμπλάρει σαν Βραζιλιάνος και που θερίζει σαν το Χάρο. Τη Μπίλι, που αυτόν που πήγε να τη χουφτώσει του έκοψε το χέρι σύριζα. Τη Μπίλι, που έχωσε κουτουλιά σε αυτόν που πήγε να την αγκαλιάσει με το ζόρι. Τη Μπίλι μου, που τη θυμάμαι σχεδόν από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου.»

    Η φωνή του τρέμει ελαφρώς, και τα δάχτυλά του σφίγγουν τα δικά μου σαν να φοβάται μην τον αφήσω. Γλιστράω πιο κοντά του, και χωρίς να του πω τίποτα, τον φιλάω αργά, με όλη τη σιγουριά που φαίνεται πως χρειάζεται.

    - «Κανείς δεν είναι σαν το Μάριο μου,» του λέω και τον βάζω να κάτσει στο πεζούλι. Κάθομαι γονατιστή μπροστά του και τον κοιτάζω στα μάτια. «Κανείς απολύτως» ψιθυρίζω, και τον παίρνω και πάλι στο στόμα μου.

    Και αυτή τη φορά δε σταματάω.